ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Νοέμ 21, 2017 9:47 am

Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΘΩΜΑΔΩΝ (1935-2007) Μοναστική Συνοδεία των Θωμάδων
Εικόνα

Το να μιλήσουμε για τον Γέροντα μας είναι πράγμα πολύ δύσκολο. Για άλλους γράφεις πιο εύκολα, για τον Γέροντα σου όμως πολύ δύσκολα.
Ας πούμε όμως ότι θυμόμαστε.
Ό Γέροντας καταγόταν από τον Πειραιά. Γεννήθηκε το 1935. Ό πατέρας του ελέγετο Αθανάσιος και ή μητέ­ρα του Αθανασία. Στο Άγιον Όρος ήλθε σε ηλικία 14 ετών.
Στο άγιο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Νικόλα­ος, γιατί γεννήθηκε ανήμερα του αγίου Νικολάου. Ό μικρός Νικολάκης ήταν πολύ καλό παιδί. Ήταν υπά­κουος και ήρεμος, όπως και σε όλη του την ζωή. Άλλα και όλοι της οικογενείας του ήσαν ειρηνικοί άνθρωποι.
Ό Νικόλαος βοηθούσε την μητέρα του στην ετοιμασία του φαγητού. Γι' αυτό και ήξερε να μαγειρεύει πολύ κα­λά. Την βοηθούσε ακόμη και στο πλέξιμο και στις άλλες δουλειές, γιατί ήταν πολλά αδελφάκια. Πήγαινε και το φαγητό στις αδελφές του που δούλευαν στο εργοστάσιο «Κεράνης».
Μετά τον πόλεμο του '40 ένας ιερομόναχος από την καλύβι του αγίου Αποστόλου Θωμά, ονόματι Φίλιπ­πος, βγήκε στον κόσμο και έκτισε στον Πειραιά μία Εκ­κλησία, τον Άγιο Φανούριο, και αργότερα ακόμη μία στην Γλυφάδα, την Αγία Τριάδα. Στον Άγιο Φανούριο γνωρίστηκε με την οικογένεια του Νικολάκη. Ό μικρός Νικόλαος είχε ωραία φωνή, έψαλλε και έλεγε τον Α­πόστολο στην Εκκλησία. Όταν κάποτε κατέβηκε στον Πειραιά ο γερο-Θωμάς, ο Γέροντας της συνοδείας των Θωμάδων, ρώτησε ο π. Φίλιππος τον μικρό Νικολάκη: «Μήπως θέλεις να πας με τον Γέροντα στο Άγιον Όρος; Να γίνεις ψάλτης; Να γίνεις χρυσοχόος; Να γίνεις παπάς μεθαύριο; Σου αρέσει;». και εκείνος είπε: «Θέλω». και πράγματι τον πήρε ο γερο-Θωμάς μαζί του και τον έφε­ρε στο Άγιον Όρος, στην αδελφότητα των Θωμάδων. Ή αδελφότητα μας λέγεται των Θωμάδων από την Εκ­κλησία της καλύβης μας, που είναι αφιερωμένη στον ά­γιο Απόστολο Θωμά.
Το 1949, όταν πρωτοήλθε ο Νικόλαος στην συνοδεία των Θωμάδων, εκτός από τον Γέροντα Θωμά βρήκε και τον γέροντα Παύλο από την Δημητσάνα, άνθρωπο ευλαβέστατο και πολύ ασκητικό, που δεν είχε βγει ποτέ από το Άγιον Όρος. Ό γερο-Παύλος ήταν της νοεράς προσευχής και είχε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους ασκητές και ησυχαστές της εποχής του. Κάποιοι Γρηγοριάτες, όπως ο π. Ανδρέας, ήταν φίλοι του. Τον επισκε­πτόταν τακτικά και τον ευλαβούντο πολύ. Ό γερο-Παύλος είχε πολύ καλές σχέσεις και με τον Καθηγουμενο της Μονής Γρηγορίου, τον π. Αθανάσιο.
Το 1952 ήλθε στην συνοδεία των Θωμάδων και ο νυν Γέροντας, ο παπα-Θωμάς, που ελέγετο τότε Αντώνιος, σε ηλικία 11 ετών. Έτσι ο Νικόλαος και ο Αντώνιος έ­ζησαν από μικρά παιδιά μαζί. Βρήκαν όμως κατάλληλο πνευματικό κλίμα την στοργική προστασία του σεβα­σμίου Γέροντος Θωμά.
Τον Γέροντα Θωμά είχε γνωρίσει και ο π. Γεώργιος, ο νυν Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, όταν ακόμη ήταν ηγούμενος στην Μονή του Αγίου Γεωργίου Αρμά της Χαλκίδος. Μάλιστα ο γερο-Θωμάς, βλέπον­τας τον πόθο και το ενδιαφέρον του π. Γεωργίου για τα Πατερικά, του είχε πει τότε: «Εσένα σε βλέπω στο Άγιον Όρος». Δυο-τρία χρόνια μετά την εκλογή του ως ηγουμένου στην Μονή Γρηγορίου, ο π. Γεώργιος ήλθε στην πανηγύρι μας και λειτούργησε εδώ. Έτσι εκπλη­ρώθηκε αυτό που τότε είχε εμπνευστή ο γερο-Θωμάς.
Κάτω λοιπόν από την πνευματική σκέπη του Γέρον­τος Θωμά και του π. Παύλου στην κατάλληλη ηλικία ο Νικόλαος και ο Αντώνιος έγιναν μοναχοί. Ονομάστηκε ο πρώτος Κυπριανός και ο δεύτερος Θωμάς. Έμαθαν μαζί την τέχνη της αργυροχοίας από τους Γεροντάδες και την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική από τον ο­νομαστό δάσκαλο π. Δοσίθεο τον Κατουνακιώτη τον αόμματο. Τα πρώτα μαθήματα της μουσικής τα πήραν από τον π. Παύλο. Όμως τελειοποιήθηκαν κοντά στον π. Δοσίθεο που ήταν άριστος μουσικός. Γι αυτό και οι δυο τους έτρεφαν μεγάλη ευγνωμοσύνη προς αυτόν.
Ό π. Κυπριανός χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μιλητουπόλεως Ναθαναήλ και στην συνέχεια ιερεύς. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι επί πολλά χρόνια οι Θωμάδες δεν είχαν ιερέα. και ο Γέρων Θωμάς και ο π. Παύλος ήταν απλοί μοναχοί. Γι αυτό και τις εορτές και Κυριακές πήγαιναν ή στα γειτονικά κελιά που είχαν ιερέα ή στο Κυριάκο της Αγίας Άννης που βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση. Πηγαινοέρχονταν πολ­λές φορές, και μέσα στην νύχτα και με βροχές και με κρύα πολύ συχνά. Αφ' ότου όμως έγινε ιερέας ο π. Κυ­πριανός, όταν έφθασε στην νόμιμη ηλικία των 30 ετών, ελειτουργούντο πλέον στην Εκκλησία της καλύβης μας.
Για πρώτη φορά βγήκε από το Άγιον Όρος μετά από είκοσι χρόνια. Τότε πήγε να δη και την μητέρα του. Ήταν ήδη παπάς. Μάλιστα τότε επισκέφθηκαν και τον μακαριστό μητροπολίτη Κορίνθου κυρό Παντελεήμονα, που ήταν Αγιορείτης -Λαυριώτης- και με τον όποιο εί­χαν πολύ καλές σχέσεις, και τον διάβασε πνευματικό.
Ό Γέροντας π. Κυπριανός ήταν από τους πιο αγαπη­τούς μοναχούς στο Άγιον Όρος. Όλοι θαύμαζαν το ήρεμο και ησύχιο του χαρακτήρας του και πώς έψαλλε τόσο ήρεμα.
Αυτό όμως πού κυρίως τον έκανε πολύ αγαπητό ήταν ότι ποτέ δεν κατέκρινε. Δεν ήθελε να σχολιάζονται και να πικραίνονται οι άλλοι.
Μια φορά κάποιος είχε κάνει ένα σοβαρό σφάλμα και όλοι του έκαναν αυστηρή παρατήρηση. Τότε ο Γέ­ροντας ρώτησε: «Δρυός πεσούσης, πάς ανήρ ξυλεύεται;». Δεν παρασυρόταν εύκολα από τα γεγονότα να γίνει σκληρός. Ήταν πολύ επιεικής με τους άλλους. Ό­ταν άκουγε δογματισμούς ή φανατικά πράγματα, έλε­γε: «Ό δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» ή «συνήθως πονηρός βίος γεννά πονηρά δόγματα». Όταν κάποιος μοναχός παρατηρούσε κάποιον κοσμικό, λαϊκό ή ιερέα εκ του κόσμου, δημοσίως, όπως π.χ.: «Γιατί κουρεύεσαι; ή γιατί καπνίζεις;», στον Γέροντα δεν άρεσε αυτό. Στενοχωριόταν πολύ. Μας έλεγε μετά ιδιαιτέρως: «Κοίτα, δεν είναι καλό πράγμα αυτό. Ελεγξον μεταξύ σου και αυτού μόνου». Κι αν άκουγε για κάποιον κάτι, θα εύ­ρισκε τον τρόπο να δικαιολόγηση το πράγμα, για να μη βγει από το στόμα του κατάκρισις και κατηγορία. Αυτό απεδείκνυε ότι ήταν άνθρωπος αρετής. Μάλιστα ο παπα-Έφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε: «Ό Κυπρια­νός, βάθος, πλάτος, ύψος». Αποδεικνύει ότι έχει αρετή ο ερημίτης πού είναι αυστηρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους άλλους, διότι το απαράκλητο των ερημι­κών τόπων και ή μονοτονία της ζωής κάνει ενίοτε τους ερημίτες σκληρούς.
Ή αρετή του όμως αυτή ώφείλετο στο ότι έζησε επί πολλά χρόνια ως υποτακτικός. Δεν θέλησε να ζήση μό­νος του στην έρημο αλλά ως υποτακτικός. Όποτε ή μο­νοτονία και ή ησυχία της ερήμου ήταν πολύ βοηθητικά στοιχεία για την πνευματική του προκοπή. Έκανε υπα­κοή «εν επιγνώσει».
Είχε βέβαια και πολύ καλούς και σοβαρούς γεροντάδες. Διότι και ο γερο-Θωμάς ήταν άνθρωπος αρετής. Απέφευγε και αυτός να κατακρίνει. Συνήθιζε να λέγει για όλους: «Καλός άνθρωπος». Θυμόμαστε ότι και στην Μονή Γρηγορίου έλεγαν: «Τι κάνει ο γερο-Θωμάς, κα­λός άνθρωπος;». Σπανιότατα έλεγε για κάποιον: «Άγιος άνθρωπος». «Άγιο» έλεγε τον γέροντα Καλλίνικο τον Ησυχαστή. Όμως την φράση «καλός άνθρωπος» την έ­λεγε για όλους.
Ή υπακοή και ο σεβασμός του Γέροντα Κυπριανού ε­πεκτεινόταν και στους υπολοίπους Γεροντάδες της Σκήτης μας. Γιατί εδώ στην Σκήτη είμαστε μία οικογένεια. και μπορεί να σου είπη μία συμβουλή και ο γείτονας. Έζησε μαζί με τον π. Γεράσιμο τον Υμνογράφο, τον Γέροντα Γερόντιο των Δανιηλαίων, τον παπα-Έφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον γερο-Χριστόδουλο από τα Κατουνάκια. Μάλιστα ο γερο-Χριστόδουλος μετά την θεία Λειτουργία δίδασκε. Να πούμε στο σημείο αυτό ότι ο παπα-Έφραίμ και ο γερο-Χριστόδουλος ήταν οι πρώτοι κτήτορες του ησυχαστηρίου μας. Μας αγαπούσαν πά­ρα πολύ. Αυτοί μας έδωσαν τα πρώτα χρήματα για να κτίσουμε το ησυχαστήριο μας.
Αυτό που συνετέλεσε ακόμη στην κατά Θεόν προκο­πή του ήταν ή σκληραγωγία και ή ανέχεια. Ό π. Κυπρι­ανός κουβαλούσε το αλεύρι και το σιτάρι και το νερό από την θάλασσα στον ώμο. Διότι, όταν ήλθε το 1949, δεν υπήρχαν ούτε νερό ούτε μουλάρια στην Μικρά Α­γία Άννα. Το νερό ήλθε το 1972 και μουλάρια εμφανί­στηκαν το 1973. Όλα αυτά τα χρόνια όλα τα πράγματα και ο γερο-Θωμάς και ο π. Κυπριανός, ως νέο καλογέρι τότε, τα κουβαλούσαν στον ώμο από τα Καρούλια και τον αρσανά της Αγίας Άννης. Αλλά και ή «εν επιγνώ­σει» ανέχεια βοήθησε πολύ. Γιατί θα μπορούσαν να φύ­γουν. Τον π. Κυπριανό τον κάλεσαν να γίνει ηγούμενος στην Μονή Ξενοφώντος και στην Μονή Παντοκράτορος. Μας κάλεσαν επίσης και στην Μονή Βατοπεδίου. Ό Γέροντας μας είχε πει τότε: «Αν θέλετε, πάτε». Σ' αυ­τόν άρεσε πάρα πολύ αυτός εδώ ο τόπος. Ό κόπος αυ­τός. Τον έκανε με την θέληση του.
στις Αγρυπνίες ουδέποτε κοιμήθηκε. Ούτε και στην τελευταία του αγρυπνία στους Δανιηλαίους, προτού φυγή στον Θεό, κοιμήθηκε. Ποτέ δεν ανέβηκε σε μου­λάρι, γιατί λυπόταν τα ζώα. Το έκανε όμως και για άσκηση. Περπατούσε πάρα πολύ στους δρόμους εδώ. Την νύχτα κατέβαινε στα Κατουνάκια για να λειτουργεί στον γερο-Χριστόδουλο, οπού ήταν ο Καλλίνικος ο Ησυχαστής. Από μεγάλο σεβασμό στον γέροντα Καλλίνι­κο τον ησυχαστή κατέβαινε κάθε Σάββατο σχεδόν και λειτουργούσε στα γεροντάκια, στον γερο-Χριστόδουλο και στον γερο-Καλλίνικο, τον υποτακτικό του.
Στην μετάνοια του παρέμεινε μέχρι τέλους με την θέληση του. και αυτό λοιπόν, το να παραμείνης μέχρι τέλους «εν επίγνωση» σε ένα μέρος, σε κάνει να το αγαπήσεις. Αυτό βοηθάει πολύ στην κατά Θεόν προκοπή σου. Λέει το ρητό: «Ούχ ο τόπος αλλά ο τρόπος». Όμως έπαιξε ρόλο και το ησυχαστικό και το ασκητικό του τό­που αυτού.
Την μετάνοια την είχε σε μεγάλη περιωπή, όπως δι­δάχθηκε και από τον Γέροντα του, τον γερο-Θωμά. Έλεγε μάλιστα ο γερο-Θωμάς: «Προτιμώ να σφαχτώ, πα­ρά να· φύγω από την μετάνοια μου». και για πολλούς μονάχους που περνούσαν από δω και είχαν λογισμούς να πάνε κάπου άλλου, ο μεν γερο-Θωμάς, ως γνήσιος Μανιάτης, έλεγε: «Δεν είναι δυνατόν να πω σε κάποιον που έφυγε από την μετάνοια του ότι καλά έκανες», ο δε παπα-Κυπριανός δεν έλεγε τίποτε, ως ολιγόλογος που ήταν, αλλά εξέφραζε το ίδιο πράγμα με το παράδειγμα του. Θεωρούσαν την μετάνοια ιερό μυστήριο. Γι αυτό και αξιώθηκε ο Γέροντας Κυπριανός να συμπαρασταθεί μέχρι τέλους στον Γέροντα του και να πάρη την ευχή του.
Είναι μεγάλη τιμή για κάποιον μοναχό το να είναι πα­ρών στην κοίμηση του Γέροντα του και σημείο ότι είναι καλός μοναχός. Ό πρώτος Κυπριανός της συνοδείας μας χαιρέτησε την ημέρα της εορτής του αποστόλου Θωμά και μετά πέθανε. Τον δεύτερο Κυπριανό τον σήκωσαν στα χέρια τους ο γερο-Θωμάς και ο γερο-Παύλος, και στα χέρια του τρίτου Κυπριανού -αυτού για τον όποιο αναφερόμαστε τώρα- πέθανε ο γερο-Θωμάς, ο Γέροντας του. Όταν αρρώστησε ο γερο-Θωμάς καθόμασταν κάθε βράδυ και από ένας εκ περιτροπής δίπλα του. Το τελευ­ταίο όμως εικοσαήμερο, που ο γερο-Θωμάς βάρυνε πε­ρισσότερο και περνούσε πολύ δύσκολα, έμενε συνέχεια μαζί του ο π. Κυπριανός. Ήμασταν βέβαια και εμείς μα­ζί του, αλλά την μεγαλύτερη υπομονή την έκανε ο π. Κυ­πριανός. Ή αγάπη του παπα-Κυπριανού αλλά και του παπα-Θωμά στον Γέροντα τους ήταν τόσο μεγάλη, που στην κηδεία του δεν μπόρεσαν να κάνουν Τρισάγιο από την συγκίνησι. Ήταν ο πατέρας τους.
Λένε εδώ στο Αγιον Όρος ότι, αν δεν θάψεις γέρον­τα, είσαι άχρηστος. Δηλαδή είναι δείγμα αρετής να υ­πηρέτησης τα γεροντάκια και τους άρρωστους. και ο π. Κυπριανός αγαπούσε πολύ τα γεροντάκια εδώ στην γειτονιά μας. Μόλις ζύμωνε, τους πήγαινε αμέσως ψωμί. Γι αυτό και αυτά τον αγαπούσαν.
στις δύσκολες περιστάσεις ο Γέροντας δεν έχανε την πίστη του στον Θεό ούτε την ψυχραιμία του. Κάποτε τον ρώτησε ένας ταξιτζής σχετικά με μία διένεξη πού υπήρχε τότε μεταξύ της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κυβερνήσεως και αυτός απήντη­σε: «Άκουσε αγαπητέ. Αυτοί δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα στην Βουλή και θα το λύσουμε εμείς μέσα στο ταξί;». Όταν συνέβαιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνεί­ου, ο Γέροντας βρισκόταν στον Πειραιά. Έγραψε τότε ένα λακωνικό γράμμα στον παπα-Θωμά: «Εν Πειραιά 17 Νοεμβρίου 1973. Διάκο-Θωμά, ή κατάστασης εδώ είναι ας 'τα». Αυτό ήταν όλο το γράμμα. Ήταν πάντα ήρεμος. Δεν ταρασσόταν εύκολα. Απόρροια και αυτό της ζωής που έζησε. Συνέπεια της πίστεως και εμπιστοσύνης του στον Θεό. Διότι ο Γέροντας έζησε σε δύσκολα χρό­νια. Χωρίς νερό, χωρίς τίποτε. Με μεγάλη άσκηση και κακουχία και υπομονή. και αν δεν είχε πίστη και εμπι­στοσύνη στον Θεό, δεν θα έμενε εδώ.
Μάλιστα κατά τα πρώτα χρόνια του εδώ στην Μι­κρά Αγία Άννα άκουγαν ο π. Κυπριανός, ως νεαρός μο­ναχός τότε, και ο Γέροντας του γέρο-Θωμάς τις νύχτες απέναντι από τα κελιά τους φωνές δαιμονικές πού έ­λεγαν: «Να φύγετε, να φύγετε. Δεν μπορείτε να ζήσετε εδώ στην έρημο. Το μέρος είναι απαρηγόρητο. Δεν θα τα βγάλετε πέρα». και μετά από λίγο: «Όχι, καλά είναι εδώ, καλά είναι». Άκουγαν δηλαδή φωνές και έτσι και έτσι. Μας διηγείτο αργότερα ο Γέροντας Κυπριανός Τι αγώνα έκαναν τότε.
Ή εν υπακοή στους Γεροντάδες του παραμονή του στην ασκητική και ησυχαστική περιοχή της Μικράς Αγίας Άννης με πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό του χά­ρισε την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Δεν υπήρχε στιγμή πού να μη προσεύχεται, και με το κομποσκοινάκι βεβαί­ως, πού πάντοτε συνήθιζε να έχει στα χέρια του, αλλά και χωρίς αυτό. Ό νους του δεν ξέφευγε από τον Θεό. Την προσευχή του όμως ποτέ δεν την έκανε για επίδειξη. Την περιφρουρούσε. Ποτέ κανείς δεν το καταλάβαι­νε. Όμως εμείς πού ζούσαμε κοντά του καταλαβαίναμε ότι, και άρρωστος πού ήταν αλλά και τις άλλες ώρες, είχε συνέχεια την σκέψη του και την καρδιά του στην προσευχή. Είχε πολύ καλές σχέσεις και με τους ησυχαστές, τους ανθρώπους της προσευχής. Επισκεπτόταν από μικρό παιδί με τον γερο-Παύλο τον γερο-Ιωσήφ τον ησυχαστή, πού ήταν εδώ δίπλα. Είχε πολύ καλές σχέσεις με τον γερο-Άνθιμο τον ησυχαστή στον Ευαγγε­λισμό, τον παπα-Έφραίμ στα Κατουνάκια και τον παπα-Μόδεστο στην Κερασιά.
Το να μη ομιλεί κανείς πολύ είναι ασκητική αρετή. Οι ησυχαστές και οι ασκητές αποφεύγουν τις πολλές δι­δασκαλίες. Διδάσκουν όμως με το παράδειγμα τους. Ό Γέροντας εκ φύσεως δεν ήταν των πολλών λόγων. Ήταν ακουστικός τύπος. Στο τραπέζι πού καθόμασταν να φά­με, όταν μιλούσαμε με τους επισκέπτες, αυτός παρέμενε σιωπηλός. Του λέγαμε: «Γέροντα, θα νομίζει ο κόσμος ότι σε έχουμε απαγορευμένο». Τον παρακαλούσαμε να πει κάτι, αλλά αυτός απέφευγε.
Όταν αρχίζαμε μία φράση με το «εγώ», μας κοίταζε λίγο αυστηρά, γιατί δεν του άρεσε αυτό. Όταν βρισκό­ταν ανάμεσα σε πολλούς, όπως για παράδειγμα στην Σύναξη της Αγίας Άννης, και λεγόταν κάτι με το όποιο δεν συμφωνούσε, κατέβαζε το κεφάλι του και κοίταζε κάτω. Αυτός ήταν ο τρόπος για να δείξει την διαφωνία του και το καταλάβαινες μόνον αν το ήξερες. και, επαναλαμβάνομε, απέφευγε να παρατηρεί κάποιον δημοσί­ως.
Μέσα στο ιερό δεν μιλούσε ποτέ. Ότι και να γινόταν, ακόμη και αν τον ρωτούσες κάτι, απέφευγε να απάντη­ση. Από μεγάλο σεβασμό προς την Θεία Λειτουργία.
και όταν εξομολογούσε, δεν μιλούσε. Περισσότερο άκουγε. Μπορούσε να σε ακούει. και αυτό πολλούς χρι­στιανούς και πολλούς μοναχούς τους ανέπαυε. Μεγάλο χάρισμα του Γέροντα ήταν ότι ουδέποτε του ξέφυγε κά­τι από αυτά που άκουγε στις εξομολογήσεις. Του ήταν αδιανόητο. Από πολύ μεγάλο σεβασμό προς τον άνθρω­πο που του εμπιστευόταν κάτι.
Ένα σπουδαίο γνώρισμα του ήταν ή μετριοπάθεια. Έρχονταν να εξομολογηθούν άνθρωποι που τον είχαν σε μεγάλη εκτιμήσει και αυτός τους έστελνε στους Δανιηλαίους και τους Γερασιμαίους. Απέφευγε να εξομολογεί. Όχι επειδή βαριόταν, αλλά από ταπείνωση, επειδή δεν του άρεσε να προβάλλει τον εαυτό του. Έλεγε: «Αφού έχει πνευματικούς, γιατί να τους εξομολογήσω εγώ;». Εννοούσε τον παπα-Μόδεστο των Δανιηλαίων και τον παπα-Διονύσιο των Γερασιμαίων. Άρχισε να εξομολογεί, όταν εκοιμήθησαν οι Πατέρες αυτοί.
Κάποτε, προς το τέλος της ζωής του, τον ρωτήσαμε: «Γέροντα, Τι θα κάνουμε τώρα με αυτά που γίνονται με τον Οικουμενισμό;». και απήντησε: «Ό,τι θέλετε, κάντε». Δεν πήρε κάποια θέση. Δεν είπε: «Κόψτε το μνημόσυνο ή κάντε αυτό». Αύτη ή μετριοπάθεια εξέφραζε και μεγάλη ελευθερία. Για το θέμα του μνημόσυνου ακολουθούσε τα μοναστήρια. Για τον Οικουμενισμό, επειδή απέφευ­γε γενικά τα λόγια, δεν είπε κάτι συγκεκριμένο. Όμως δεν του άρεσαν οι μοντερνισμοί ούτε οι συμπροσευχές. Δεν συμφωνούσε με τον Οικουμενισμό, την τοποθετήσει του όμως αυτή δεν την διατύπωνε με λόγια αλλά με τον τρόπο του και το παράδειγμα του,
Ό σεβασμός του Γέροντα στους Αγίους ήταν απέ­ραντος. Έλεγε μάλιστα: «Τα τροπάρια των Ακολουθι­ών δεν τα έγραψαν άνθρωποι. Τα έγραψαν Άγιοι». Είχε απέραντο σεβασμό και στα παραμικρά πράγματα πού είχαν πει οι Άγιοι. Όχι μόνον στα δόγματα αλλά και στα παραμικρά πράγματα πού είχαν πει.
Γι αυτό και έψαλλε πάντοτε με ευλάβεια και αγάπη προς τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους. Έψαλλε προς δόξα Θεού και όχι για να προβάλλει τον εαυτό του. Μάλιστα, κάποτε είχε έλθει εδώ ένας μεγάλος μου­σικολόγος για να τον ηχογράφηση. Τον ρωτήσαμε γιατί έκανε τόσο κόπο και αυτός μας απήντησε: «Διότι θέλω να καταγράψω το αγιορείτικο ύφος». Όταν τον ξαναρωτήσαμε να μας πει ποιο είναι αυτό, αυτός απήντησε: «Αγιορείτικο ύφος είναι το προσευχητικό ύφος, ή προσευχητική ψαλμωδία. Όταν ψάλλει ο π. Κυπριανός ή ο π. Θωμάς, οι Αγιορείτες, προσεύχονται. και αυτό φαίνε­ται. Διακρίνεται αυτός που προσεύχεται, όταν ψάλλει, από αυτόν που ψάλλει για επίδειξη».
Το 1991 είχε πάθει σοβαρό εγκεφαλικό. Την ώρα που τον μεταφέραμε με ελικόπτερο στο Νοσοκομείο, περ­νούσαμε πάνω από τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, στις Πανηγύρεις των οποίων είχε ψάλει επανειλημμένα ο Γέροντας. Γνωρίζοντας την ευλάβεια του προς τους Αγίους, είχαμε την βεβαιότητα ότι οι Άγιοι των Μονών θα τον έκαναν σύντομα καλά, όπως και έγινε.
Ως προς τον τρόπο που έψαλλε, πρέπει να πούμε ότι ο Γέροντας έψαλλε με τον κλασσικό τρόπο. Είχε πάντο­τε το ίδιο ύφος. Δεν άλλαζε ύφος. Είχε και ορθοφωνία. Όταν ,έψαλλε, ήταν ακίνητος. Ήταν απόλαυσης να τον ακούς να ψάλλει την νύκτα στο Κυριάκο της Αγίας Αννης μόνος του. Ή φωνή του ήταν εγκεφαλική. Του άρε­σαν πολύ τα ειρμολογικά -δηλαδή τα σύντομα- μέλη. Όπως ο παπα-Θωμάς είναι πολύ καλός στα αργά μέλη, έτσι και ο παπα-Κυπριανός ήταν πολύ καλός στα ειρμο­λογικά.
Ό Γέροντας ήταν και πολύ αφιλάργυρος. Όταν κά­ποιοι του έδιναν χρήματα, τα έδινε αμέσως στον παπα-Θωμά, που ήταν ταμίας. Του έλεγε ο παπα-Θωμάς: «Κράτησε, Γέροντα, κάτι να έχεις μαζί σου». Αυτός όμως δεν ήθελε τίποτα. Αν καμιά φορά ερχόταν κάποι­ος πλούσιος και κάποιοι τον προσεγγίζανε από πολύ κοντά, ο Γέροντας στενοχωριόταν γι' αυτό. Έλεγε: «Ό άνθρωπος ήλθε στο Άγιον Όρος για να προσκύνηση. Δεν ήλθε για να τον βλέπουμε ως πλούσιο».
Επίσης δεν είχε πολλά πράγματα στο κελλί του. Είχε τρία παντελόνια, τα όποια έπλυνε, και δύο-τρία ζευγά­ρια κάλτσες. Ήταν πάντα καθαρός και περιποιημένος, αλλά δεν του άρεσε να μαζεύει πράγματα, αν και ζούσε σε συνοδεία, όπου θα μπορούσε να έχει πολλά πράγμα­τα. Από το 1986 μέχρι το 2006 τρεις παπάδες λειτουρ­γούσαμε με μία στολή. Ό Γέροντας σ' όλη την ζωή του δεν έραψε στολή στο μπόι του. Οι στολές που είχαμε ήταν αυτές που μας έδιναν φίλοι ιερείς. Από το 1984 είχε μία στολή, βεβαίως πάντα πλυμένη και σιδερωμένη. Όταν έγινε Ιερέας ο παπα-Φίλιππος, μας έδωσαν μία στολή, με την οποία λειτουργούσαμε και οι τρεις μέχρι το 2006.
Αν και ήταν ιερέας της εποχής μας, και μάλιστα πολύ καλός και χαρισματούχος με ορθοφωνία, δεν επηρεά­στηκε ούτε από την μανία της καριέρας ούτε από την μανία της επιδείξεως. Είδε πολλούς συνομηλίκους του κληρικούς Αγιορείτες να φεύγουν από το Αγιον Όρος για να αναδειχθούν. Να γίνονται π.χ. Αρχιμανδρίτες σε ενορίες. Αυτός όμως δεν επηρεάστηκε. Παρέμεινε στην έρημο της Μικρας Αγίας Αννης διατηρώντας την υπόληψη και την αξιοπρέπεια του.
Ό Γέροντας ότι έκανε, το έκανε με μεγάλη επιμέλεια. Μάλιστα έλεγε: «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» και «επικατάρατος πάς ο ποιών το έργον αυτού αμελώς» Κάθε τι που έκανε ήταν ολόκληρη ιεροτε­λεστία.
Μαγείρευε πάρα πολύ ωραία. Ξεκίναγε το πρωί και μάζευε χορταράκια και διάφορα άλλα πραγματάκια, για να κάνη το φαγητό. Το φαγητό δεν ήταν πάρεργο για τον Γέροντα. Το έκανε πολύ καλό, επιμελημένο. και περίμενε να 6η, αν θα ευχαριστηθούν οι άνθρωποι. Ό­μως αυτός έτρωγε το φαγητό της προηγουμένης ημέρας.
Με την ίδια επίσης επιμέλεια ασχολείτο και με το ερ­γόχειρο του, την αργυροχοία. Όπως γράφουμε εμείς με το μολυβί, έτσι σκάλιζε ο Γέροντας το ασήμι. 'Ένα από τα έργα της συνοδείας μας είναι και ή λειψανοθήκη της κάρας του αγίου Ραφαήλ στην Μυτιλήνη. στις παρα­στάσεις που είναι χαραγμένες πάνω στην λειψανοθήκη το σχέδιο το έκανε ο παπα-Θωμάς και το σκάλισμα ο Γέροντας Κυπριανός. Ή ηρεμία και ή γαλήνη που είχε πάντοτε στην ψυχή του αντικατοπτριζόταν και στο ερ­γόχειρο του. Σκάλιζε το ασήμι προσευχόμενος. και λό­γω της εσωτερικής ηρεμίας του και της προσευχητικής καταστάσεως του έκανε έργα πάρα πολύ ωραία.
Προτού εκοιμήθη ο Γέροντας, τον επισκέφθηκε στο Νοσοκομείο ο παπα-Γρηγόριος, ο Γέροντας των Δανιηλαίων, και μας είπε: «Πενήντα οκτώ χρόνια δεν αλ­λάξαμε μία λέξη με τον Κυπριανό». Ό λόγος αυτός του Γέροντα των Δανιηλαίων είναι πολύ σημαντικός. Γιατί ένας άνθρωπος κρίνεται από τους κοντινούς του ανθρώπους, όχι από αυτούς που ζουν μακριά του, στα Καυσοκαλύβια για παράδειγμα. Διότι όλοι με τους γείτονες έχουν πρόβλημα, για τον φράχτη ή για τον κήπο κ.λπ. Ό λόγος επομένως αυτός του παπα-Γρηγορίου αποδει­κνύει την αρετή του Γέροντα Κυπριανού.
Όταν ο Γέροντας ήταν στο Νοσοκομείο, έτυχε και ή πανήγυρης του αγίου Αθανασίου του Άθωνίτου. Έμαθαν οι πατέρες της Λαύρας ότι ο Γέροντας είναι άρρω­στος. Τότε ένας προϊστάμενος, ο Γέρων Βαρθολομαίος, μας είπε: «Σας παρακαλώ, μη στενοχωριέστε για τον Κυπριανό. Αυτός είναι του Παραδείσου άνθρωπος». Αυ­τήν την αίσθηση είχαν οι Πατέρες στην Μεγίστη Λαύρα, στο Μοναστήρι μας.
Ή αγάπη και ή εκτίμησης και ο σεβασμός των Αγιο­ρειτών φάνηκε πολύ έντονα στα γράμματα που έστει­λαν μετά την κοίμηση του. Τα γράμματα που εγράφη­σαν από τους Αγιορείτες, δεν έχουν γραφή για πολλούς άλλους. Σκεπτόμαστε μετά την ανακομιδή των λειψά­νων του, που θα γίνει συμφωνά με την ταξί της Σκήτης μας σε τρία-τέσσερα χρόνια, να καταγράψουμε τα γεγο­νότα αυτά προς ωφέλεια των ανθρώπων.
Άλλα και οι ζηλωτές της περιοχής τον αγαπούσαν πολύ. Είχαμε εντολή από τον Γέροντα Θωμά να μην ανοίγουμε εδώ συζητήσεις για δογματικά θέματα, όταν έρχονταν ζηλωταί. Μόνο να τους δείχνουμε αγάπη και εξυπηρέτηση. Γι` αυτό και ή συνηθισμένη στάση του Κυ­πριανού ήταν με ένα δίσκο στα χέρια.
Έλεγε ο μητροπολίτης Καστοριάς Σεραφείμ, που εί­χε επισκεφθεί τον Γέροντα στο Νοσοκομείο: «Επειδή, πατέρες, ο Κυπριανός δεν είχε μια ταμπέλα να διαφημί­ζεται, πάει να πει ότι δεν ήταν άγιος άνθρωπος;».
Ας πούμε και ένα σημείο. Κάποτε είχε πάει σε ένα σπίτι και λέγει της οικοδέσποινας του σπιτιού: «Το σπίτι σου καίγεται». Αυτή ερώτησε: «Γιατί Γέροντα;». Αυτός επέμενε: «Το σπίτι σου καίγεται». Μετά από λίγο, κα­τά την συζήτηση που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε ότι το παιδί της έπαιρνε ναρκωτικά. Οι γονείς του δεν το ήξεραν. Κατά την συζήτηση όμως το αποκάλυψε στους γονείς του.
Όμως ο Γέροντας, αν και τον ευλαβούντο και τον αγαπούσαν πολύ και τον εσέβοντο οι άνθρωποι, ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την αγάπη αυτή και τον σεβασμό πού του έτρεφαν οι άλλοι ούτε παρίστανε τον άγιο ού­τε είχε κάποια ιδέα για τον εαυτό του. Απέφευγε τους επαίνους. Αυτό είναι αληθινή αρετή. Διότι αρετή πού διαφημίζεται δεν είναι αρετή.
Είχαμε την μεγάλη ευλογία επί των ήμερων του να γίνει και ή ανακαίνισης του ησυχαστηρίου μας. Τον α­ξίωσε ο Θεός, προτού φυγή στον ουρανό, να ίδη την Εκκλησία μας τελειωμένη και να λειτουργήσει σ' αυτήν.
Ας πούμε όμως και για το τέλος του.
Διαπιστώθηκε κάποια στιγμή ότι είχε σοβαρό πρό­βλημα στο παχύ έντερο και το συκώτι. Ίσως να ήταν κληρονομικό, γιατί και τα αδέλφια του είχαν περίπου το ίδιο πρόβλημα. Στο Νοσοκομείο, το «Παπαγεωργίου», οπού τον είχαμε, είχε μία πολύ καλή ιατρική περίθαλψη από τους ιατρούς. Τον είχαν σε μονόκλινο δωμάτιο από μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του. Του συμπαραστάθηκαν πολύ οι άνθρωποι και τα πνευματι­κά παιδιά του πού είχαν έλθει από παντού. Ακόμη και από την Αμερική ήλθαν να τον δουν το τελευταίο εξά­μηνο της ζωής του.
Στο Νοσοκομείο είχε και μια ουράνια παρηγοριά. Ένα βράδυ μας λέγει: «Εδώ δεν είμαστε στο "Παπαγεωργίου"; Εδώ δεν είναι το κρεβάτι μου και οι γιατροί; Πώς όμως εγώ βρίσκομαι στην Αγία Άννα; Είμαστε στην Αγία Άννα και έχουμε Αγρυπνία απόψε και βρισκόμαστε στην θ' ωδή». Τότε τον ρωτήσαμε: «Ποιοι άλ­λοι είναι εδώ;». και απήντησε: «Είναι και άλλοι πατέρες εδώ, τους οποίους δεν γνωρίζω. Οι δικοί μας πατέρες, ο παπα-Θωμάς και ο παπα-Παύλος είναι στο κελλί μας, στους Θωμάδες, και λειτουργούν εκεί. Εδώ είναι ξένοι μοναχοί. Εσύ δεν ακούς την ψαλμωδία;», λέγει σε ένα από μας. «Όχι, δεν ακούω», του απαντάει εκείνος. Λέ­γει πάλι: «Γιατί δεν ακούς; Κουφός είσαι;». Στο δωμάτιο του στο Νοσοκομείο είχε απέναντι του μια εικόνα της Παναγίας. και συνέχισε να λέγει: «Δεν βλέπεις την Πα­ναγία πού μιλάει;». Άλλες φορές πάλι έκανε, όπως κάνουμε οι ιερείς όταν κοινωνούμε. Τον ρωτούσαν τότε οι νοσοκόμες: «Γέροντα, Τι κάνετε;» και αυτός απαντούσε: «Εμείς έτσι κοινωνούμε στο Άγιον Όρος».
Φαίνεται επομένως ότι στο Νοσοκομείο ζούσε κάποι­ες ουράνιες καταστάσεις, με τις όποιες τον παρηγορού­σε ο Θεός τόσο πολύ που βρισκόταν σε άλλο κόσμο. Γι` αυτό και δεν ακούσαμε καθόλου γογγυσμό και αγανάκτηση από τον Γέροντα μέχρι το τέλος, αν και στο τέλος είχε μία πληγή που δεν έκλεινε. Έκανε υπομονή μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του.
Μέχρι την παραμονή της κοιμήσεως του, που τον ε­πισκέφθηκε ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας π. Ελισαίος, ήταν πάρα πολύ καλά. Του είπε μάλιστα: «Σάς ευχαριστώ πάρα πολύ που με επισκε­φθήκατε». Ήταν πολύ ευγνώμων σε όλους.
Μετά από λίγο μας λέει μεταξύ σοβαρού και αστεί­ου: «Μου φαίνεται, θα πάμε στον Παράδεισο». Τότε του λέγω εγώ: «και εμείς Γέροντα;». και είπε: «Ελατέ και σεις». Μετά λέει ιδιαιτέρως σε κάποιον από μας, για να μην ακούσουν οι άλλοι και στενοχωρηθούν: «Μου φαί­νεται ότι θα πάω εν τόπο αναψύξεως». Κατάλαβε ότι θα φυγή. Όμως μέχρι την τελευταία ημέρα κάναμε Ε­σπερινό μαζί. Τρεις ημέρες προ της κοιμήσεως του έλεγε το «Φως ιλαρόν». Ψάλλοντας έφυγε ο Γέροντας.
Αφ' ότου επιστρέψαμε στην καλύβι μας από το Νο­σοκομείο, λειτουργούσαμε κάθε μέρα επί ένα μήνα. Ό Γέροντας κοινωνούσε κάθε μέρα. Μόνο την τελευταία μέρα δεν κοινώνησε, γιατί έβγαζε κάποια υγρά από το στόμα του. Την ημέρα εκείνη είχε τα μάτια του κλει­στά. Είχε πέσει σε λήθαργο και δεν είχε αίσθηση. Όμως κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του έντονα και κοίταξε προς τον ουρανό. Το πρόσωπο του φωτίσθηκε και ή­ταν πολύ χαρούμενο. Ένα έντονο συναίσθημα χαράς φάνηκε να ζωγραφίζεται επάνω του. Γύρισε το βλέμμα του και μας κοίταξε όλους με την σειρά. Σήκωσε το χέρι του και πήγε να το σπάσει, όπως όταν εύλογη ο ιερεύς. Φάνηκε δηλαδή να μας εύλογη. Μετά κατέβασε το χέρι, έκλεισε τα μάτια και έφυγε.
Στο Νοσοκομείο ήταν και ένα πνευματικό του παιδί, ο π. Ευθύμιος. Αυτός παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να είναι κοντά του την ώρα πού θα πέθαινε. Και πράγματι, μία ήμερα πριν την κοίμηση του, στις 29 Νοεμ­βρίου -ο Γέροντας εκοιμήθη ανήμερα του αγίου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου- τον ειδοποιήσαμε να έλθει. Μόλις έφθασε στην καλύβι μας, προσκύνησε στην Εκκλησία τον άγιο Θωμά και πήρε την ευχή του Γέροντα. Μετά πήγε να τακτοποιηθεί λίγο. Στο διάστημα αυτό -20 λε­πτά με μισή ώρα- ο Γέροντας παρέδωσε το πνεύμα.
Την ημέρα της κηδείας του μας έκανε εντύπωση ότι έριχνε ένα χιονάκι, όπως και στην κηδεία του γείτονα μας, του π. Γερασίμου του υμνογράφου. Είχε έρθει ο ά­γιος Νεαπόλεως, ο Σεβασμιώτατος Βαρνάβας, και ο ά­γιος Καθηγούμενος της Λαύρας, ο π. Πρόδρομος. Όταν όμως τον κατεβάζαμε στον τάφο βγήκε για λίγο ο ήλιος.

Μας έκανε όλους εντύπωση αυτό. Στην κηδεία του μί­λησε ιδιαίτερα ο Καθηγούμενος της Λαύρας, ο όποιος είπε δύο-τρία λόγια μόνο, αλλά όλοι συγκλονιστήκαμε. Εκείνη την ώρα κλάψαμε όλοι. Ζήσαμε με τον Γέρον­τα Κυπριανό πολλά χρόνια. Ήταν ένας σεβάσμιος άν­θρωπος, ένας σοβαρός άνθρωπος, ο όποιος όμως έδειχνε συγχρόνως και πολλή αγάπη.
Μετά την κοίμηση του Γέροντα είχαμε και κάποιες μεγάλες ευλογίες. Επέστρεψε ο παπα-Παύλος μετά από 30 χρόνια στην μετάνοια του. Δυο αδελφοί που υπηρε­τούσαν τον Γέροντα στο Νοσοκομείο, ο Ευθύμιος και ο Χρυσόστομος, έγιναν κληρικοί και δύο νέοι μοναχοί προστέθηκαν στην συνοδεία μας, ο π. Φώτιος και ο π. Νεκτάριος. Έφυγε δηλαδή ο Γέροντας στον ουρανό, αλλά ήλθε μεγάλη παρηγοριά στους Θωμάδες.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Νοέμ 22, 2017 8:32 am

Γερών Αβέρκιος Καρεώτης (1872-1943).
Εικόνα

«Ό υποφαινόμενος τυγχάνω γέννημα και θρέμμα του χωρίου Βουνού της Τριπόλεως, ο υπό το κατά κόσμον όνομα Αθανάσιος Δ. Σιερέτης».
Μέσα στα γραπτά του Γ. Αβερκίου, βρίσκουμε σκόρπιες αναφορές γύρω από το πρόσωπο του, οι όποιες μαζί με άλλες μαρτυρίες από επιζώντες μοναχούς, θα μας βοηθήσουν να σκιαγραφήσουμε το πρόσωπο του και την ιστορική μαρτυρία του στην τότε αγιορείτικη ζωή.
Τελείωσε την εκκλησιαστική σχολή της Τριπόλεως, της οποίας τότε σχολάρχης ήταν ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος, με τον οποίο αργότερα συνεργάσθηκαν στο Μακεδονικό θέμα. Ή νεανική του επιθυμία ήταν να ακολουθήσει στη μοναχική ζωή τον αδελφό του, που ήταν ήδη μοναχός στο Άγιον Όρος, τον π. Κοσμά. Οι γονείς του όμως ήταν ανένδοτοι και γι' αυτό επινόησε ότι επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης. Έτσι, απέσπασε την ευχή των γονέων του και αναχώρησε. Αντί για τη Χάλκη, τον δέχθηκε ο Άθωνας και τον γαλούχησε με ύδωρ σοφίας και ανδρείας.
«Ήλθον εις το Άγιον Όρος το έτος 1890, εύρον ενταύθα έως 8.000 μοναχούς. Εξ αυτών 3.500 ήσαν Έλληνες, 3.500 Ρώσοι και' 1.000 Ρουμάνοι, Βούλγαροι και Σέρβοι». Σε άλλο σημείο γράφει πάλι: «Αφιχθείς δ' εν Αγίω Όρει το 1890 και διατελέσας το πρώτον υποτακτικός του αυτάδελφου μου Κοσμά μονάχου, καθισματάρη Ξηροποταμηνού εν τω Κελλίω "Είσόδια" παρέμεινα παρ' αυτώ εν έτος, μετά την πάροδον του οποίου αφού ούτος ασθενήσας απεδήμησε προς Κύριον...». Το Κελλίον «Εισόδια της Θεοτόκου» βρίσκεται άνωθεν της ιεράς μονής του Ξηροποτάμου, σήμερα δε είναι ερειπωμένο. Ό π. Κοσμάς έπασχε από φυματίωση σε βαρεία μορφή. Πιεζόμενος από τους γιατρούς να τρέφεται με γαλακτομικά προϊόντα, είχε έντονο προβληματισμό, αν θα πρέπει να συγκαταβεί τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Προσευχόμενος για το θέμα αυτό, θεωρεί την Ύπεραγία Θεοτόκο, ή όποια του λέγει: «είτε φας, είτε δεν φας, μετά το Πάσχα θα είσαι μαζί μου». Στη συνέχεια, επειδή αδυνατούσε να κατέβει μέχρι τη μονή, για να ρωτήσει τον πνευματικό περί του οράματος, αν πρέπει να το αποδεχθεί ή όχι, στέλνει τον δόκιμο αδελφό του. Ό δε πνευματικός, γνωρίζοντας την εσωτερική ζωή του π. Κοσμά, είπε στον δόκιμο, να μην αμφιβάλει για το ορώμενο ο ασθενής αδελφός του. Μάλιστα σε μία στιγμή της συνομιλίας λέγει προς τον δόκιμο τότε Αθανάσιο: «Να ήξερες παιδί μου, τι αδελφό έχεις!». Ό π. Κοσμάς επέλεξε να μην καταλύσει τη Μ. Τεσσαρακοστή, παρ' όλο το βάρος της ασθενείας και πράγματι μετά το Πάσχα έκοιμήθη.
Ό δόκιμος Αθανάσιος είχε ρωτήσει τον αδελφό του, τι να κάνει στη συνέχεια αυτός. Τον συμβούλεψε να πάει να υποταχθεί στον τότε ακμάζοντα ιερομόναχο Κοσμά Σώτροπα εκ Χίου, Γέροντα του Ιβηριτικού Κελλίου «Άγιος Γεώργιος» το επικαλούμενο των «Αβερκαίων». Πράγματι, ο δόκιμος Αθανάσιος ακολούθησε την εντολή του αδελφού του και μετά την οσιακή κοίμηση του, υποτάχθηκε στο εν λόγω Κελλίον, το όποιο είχε μεγάλη ιστορική παράδοση, με πατέρες που είχαν διαπρέψει στη μοναχική ζωή. Το Ί. Κελλίον του Αγίου Γεωργίου, φέρεται κατά παράδοση σύγχρονο με την ιερά μονή Ιβήρων και στο υπόγειο αυτού υπήρχε παρεκκλήσιο αρχαίο. Εκεί αναφέρεται ότι ερχόταν ο άγιος Γεώργιος, ο κτίτωρ της μονής και ησύχαζε.
Στο Κελλίον αυτό διέπρεψαν πολλοί και διάφοροι πατέρες. Κατά τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, κατείχε αυτό ο ενάρετος μοναχός Συμεών, ο όποιος ήταν Γέροντας του π. Αβερκίου του πρώτου, εκ του οποίου έλαβε και την επωνυμία. Πρώτα μόναζαν στο Κουτλουμουσιανό Κελλίον «Άγιος Γεώργιος», όπου είχε ασκηθεί ο ιερομάρτυς άγιος Κυπριανός. Εκεί αδικηθείς υπό της μονής για ένα μύλο, έφυγε και αγόρασε το Ίβηρίτικο Κελλίον του Αγίου Γεωργίου, διότι δεν ήθελε να αποχωρισθεί τον άγιο. Ό Γέρων Συμεών έφθασε την ηλικία των 107 ετών, εκ των οποίων τα επτά τελευταία διήλθε αόμματος.

Είχε τη συνήθεια ο αείμνηστος να ψαρεύει και να διανέμει τα αγρευόμενα ψάρια σε διαφόρους μοναχούς και πτωχούς λαϊκούς δωρεάν. Ακόμη είχε άλλη συνήθεια όπως, με τα περισσεύματα των εσόδων του Ι. Κελλίου, να νυμφεύει πτωχά και ορφανά κορίτσια. Στο σκοπό του αυτό συνέδραμαν και πολλοί άλλοι θεοφοβούμενοι χριστιανοί, δίνοντας σ' αυτόν νομίσματα. Πολλές φορές, μόνος του μετέβαινε σε διάφορα χωριά της Χαλκιδικής και με επιτήδειο τρόπο και μυστικό τα προίκιζε.

Στους διαδόχους του, πνευματικό π. Κοσμά και Γέροντα Αβέρκιο, άφησε ως κληρονομιά πέντε μόνο γρόσια και την ευχή του, ή οποία ευχή δόξασε τον αείμνηστο Αβέρκιο. Αποδημώντας δήλωσε στους υποτακτικούς του, ότι ουδέποτε παρέλειψε τα πνευματικά του, δηλαδή ακολουθία και κανόνα.
Ακολούθως και ο Γέρων Αβέρκιος, ο διάδοχος του π. Συμεών, εμιμήθη τον Γέροντα του και τα διέθετε όλα προς τον ίδιο σκοπό. Ό Γ. Αβέρκιος εκατήγετο από το Τσοτύλι της Μακεδονίας. Διακρίθηκε στην ιατρική τέχνη, την οποία επεμελείτο με άκρα φιλαδελφία και ανάργυρα. Γράφει ο δόκιμος Αθανάσιος και μετέπειτα π. Αβέρκιος (ο δεύτερος), «διό εκφράζω τον θαυμαστόν μου ου μόνον εγώ, αλλά και όλοι όσοι τους γνώρισαν, διότι και ως ιατροί και ως πνευματικοί διέπρεψαν ... Όθεν ευγνωμόνων αυτούς, δεν δυσκολεύομαι να ομολογήσω ότι θεωρώ εμαυτόν εύτηχή διότι συνέπεσε και έτυχον υποτακτικός των».

Το 1864 ο Γ. Αβέρκιος κινδύνευσε να εκδιωχθεί από το Κελλίον του υπό της μονής, διότι έλαβε ενεργό μέρος στο κελλιώτικο ζήτημα και διέθεσε μάλιστα περί τις 25 χρυσές λίρες. Διασώθηκε όμως από τους υπόλοιπους 19 αντιπροσώπους της Ί. Κοινότητος, επειδή κατά καιρούς είχε ευεργετήσει με την ιατρική του όλες τις μονές. Ό Γ. Αβέρκιος απεβίωσε εις ηλικία σχεδόν 80 ετών. Ό πνευματικός παπα-Κοσμάς, ως διάδοχος υπεδείχθη και έκρινε τον δόκιμο Αθανάσιο, δίνοντας το όνομα του προαπελθόντος Αβερκίου του ιατρού, εις μνημόσυνο αυτού.

Ό νεώτερος π. Αβέρκιος ανδρώθηκε στη μοναχική ζωή με τις πνευματικές διδαχές και το παράδειγμα του παπα-Κοσμά. Αργότερα, με ευγνωμοσύνη προς τους Γέροντες του πού τον γαλούχησαν στην εν πνεύματι ζωή, έγραφε: «αν εγώ σιωπήσω περί της αρίστης διαγωγής των ανωτέρω Γερόντων και του οσίου βίου των, οι λίθοι κεκράξονται».
Μετά την κοίμηση του παπα-Κοσμά, διάδοχος έγινε ο π. Νεόφυτος Τσουλόπουλος εκ Πελοποννήσου, μετά του π. Αβερκίου και του π. Γεωργίου. Κατά την πρώτη δεκαετία του 20οΰ αι. δια λόγους «υψηλούς» άφησαν το Ίβηρίτικον Κελλίον του Αγίου Γεωργίου. «Ολίγον προ του Βαλκανικού πολέμου του 1912, οπότε είχεν αναφθεί το πυρ καθ' όλην την Μακεδονία οι εδώ Ρώσοι μοναχοί δι' αφθόνου χρυσού ηγόραζον πάν ότι αγιορείτικο ήτον δυνατόν να πωληθη προς αυτούς. Τότε απεπειράθησαν με αντίτιμον 5.000 λιρών να αγοράσωσι το εν Καρυαίς Κελλίον Άγιοι Αρχάγγελοι...». Ήθελαν να έχουν οίκημα στο κέντρο των Καρυών για τη διευκόλυνση των σκοπών τους. Το ελληνικό όμως προξενείο ατή Θεσσαλονίκη, ειδοποιήθηκε έγκαιρα και με συναίνεση του σερβικού, εφ' όσον δεν υπήρχε Σέρβος αγοραστής, παρουσίασε Έλληνα αγοραστή. «...Τότε ο υποφαινόμενος έπεισα τον αείμνηστο Γέροντα Νεόφυτο ιερομόναχο και το ήγοράσαμεν, πωλήσαντες το ημέτερο ονομαστό Κελλίον των Αβερκαίων, το Ίβηρίτικον Άγιος Γεώργιος, όπερ Ήτο ησυχαστήριον εις τον κτήτορα της Μονής των Ιβήρων, Αγιον Γεώργιον». Έτσι με την υποστήριξη των Σέρβων προϊσταμένων της μονής Χιλανδαρίου, έναντι των Βουλγάρων, που χρηματίζονταν από τους Ρώσους, καθώς και με τη μεσολάβηση των προξενείων της Θεσσαλονίκης, ελληνικού και σέρβικου, αγόρασαν το Κελλίον Άγιοι Αρχάγγελοι στις Καρυές, περί το έτος 1908.
Ό Γ. Νεόφυτος απεβίωσε στις 9 Ιανουαρίου 1923, σε ηλικία 75 ετών, εις το νέο πλέον Κελλίον της συνοδείας των Αβερκαίων, αφήνοντας ως διάδοχο και κληρονόμο τον μοναχό Αβέρκιο με πενταμελή αδελφότητα. Ήδη, όμως ο π. Αβέρκιος Σιερέτης είχε ενεργό συμμετοχή στα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, ως ιδρυτικού μέλους της Ελληνικής Κελλιωτικής Αδελφότητας. Όταν εξερράγη ο Βαλκανικός πόλεμος το 1912, το αίσθημα των Ελλήνων μοναχών είχε κορυφωθεί.
Ή Κελλιωτική Αδελφότης είχε αφειδώς προσφέρει χρήματα για τις ανάγκες των δεινοπαθούντων Ελλήνων στη Βουλγαρία, καθώς και στους μακεδονικούς συλλόγους και στα αντάρτικα σώματα. και πάλι έκανε έρανο μεταξύ όλων των Ελλήνων Κελλιωτών. «Έξέλεξεν αμέσως ή Ελληνική Κελλιωτική αδελφότης τους Κελλιώτας Θεοδόσιον του Ίβηριτικου Κελλίου Αγία Άννα και τον Αβέρκιο του Χιλανδαρινού Άγιοι Αρχάγγελοι, οίτινες μη φεισθέντες κόπους, συνοίθρησαν από τους κελλιώτας 420 λίρας χρυσάς... και κόμισαν ταύτας εις Αθήνας προς τον πρωθυπουργό κ. Έ. Βενιζέλο, έχοντες αποστολή ίνα λάβωσι μέρος και εις την κηδεία του δολοφονηθέντος Βασιλέως Γεωργίου του Α'. Μεγάλη ευχαρίστησι προυξένησεν ή παρουσιασις των ανωτέρω προς τον κυρ. Βενιζέλο, ουχί τόσον δια τάς κομισθείσας λίρας, όσον δια τάς πληροφορίας, αίτινες εδόθησαν αυτώ εκ μέρους των ως άνω αδελφών».
Μαζί με τον ελληνικό στρατό, πού κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, ακολούθησε και ο βουλγαρικός, για να φανεί και αυτός. Εφθασαν τότε στο Άγιον Όρος περί τους εβδομήντα επίλεκτους Βούλγαρους στρατιώτας με ένα λοχαγό, τους οποίους υπεδείχθη ή Βουλγαρική μονή του Ζωγράφου.
Σε λίγες ημέρες έφθασαν στις Καρυές, επιδεικτικώς, ψάλλοντας εθνικούς βουλγαρικούς ύμνους και ξαναγύρισαν στη Ζωγράφου, προετοιμαζόμενοι για τη γενική επίθεση του 1913. Ή ελληνική κυβέρνηση ειδοποίησε τον αστυνόμο στις Καρυές Βεργογιαννόπουλο εκ Σπάρτης, για τις κινήσεις αυτές. Ό αστυνόμος τότε, μη έχοντας μεγάλη δύναμη ανδρών, παρά μόνον 2 με 3 άνδρες, κάλεσε τον π. Αβέρκιο για να τον συμβουλευθεί. Ό Γ. Αβέρκιος ζήτησε και έλαβε την αδεία, και μάζεψε την ίδια ήμερα εκατό περίπου κελλιώτας, έχοντας ως βοηθό τον μοναχό Γρηγόριο, κελλιώτη της Ί. Μ, Γρηγορίου. Σε δύο μέρες οι κελλιώτες έγιναν διακόσιοι και μαζί με εκατό λαϊκούς, οπλισμένοι και με παράταξη, έχοντας επικεφαλής τον αστυνόμο, έφθασαν στη Ζωγράφου και την πολιόρκησαν. Στη μονή είχαν κλεισθεί οι 70 στρατιώτες, όλοι οι εργάτες και οι μοναχοί, έχοντας ως εφόδια τετρακόσια σακιά αλεύρι μαζί με άλλα τρόφιμα. «Τον Ιερόν Λόχον όστις απηρτίζετο από Γέροντας μοναχούς και υποτακτικούς, από ιερείς και ιεροδιακόνους, φέροντες ταινίας ελληνικός επί της κεφαλής και των χειρών, και το όπλον κατέχοντες έπ' ώμου, προεπέμφθησαν εκ Καρυών δακρυρροούντες εκ συγκινήσεως με εύχάς των πλείστων μοναχών του Αγίου Όρους, οίτινες είχαν συγκεντρωθεί εις Καρυάς, απούσης της Ί. Κοινότητος». Όλον το Σώμα του Ιερού Λόχου ήταν από κελλιώτες εκτός δυο Ίβηριτών μοναχών. Στη μονή Ζωγράφου ήσαν ελάχιστοι εθνοφρουροί Έλληνες στρατιώτες, οι όποιοι με την εμφάνιση του Ιερού Λόχου πήραν θάρρος, οι εντός όμως της μονής κλεισθέντες, τρομοκρατήθηκαν.
Αμέσως μόλις πολιόρκησαν τη μονή έκοψαν το νερό και άρχισαν τις συνενοήσεις περί παραδόσεως. Ό αξιωματικός Βούλγαρος αρνιόταν, περιμένοντας διαταγές και βοήθεια από τη Βουλγαρία. Τότε του έδωσαν τελεσίγραφο, ή παραδίνεται, ή καίνε τη μονή. Ευδόκησε τότε να παραδοθεί ο βουλγαρικός στρατός στους εθνοφρουρούς και όχι στον Ιερό Λόχο, παραδίνοντας 300 όπλα και 10.000 φυσίγγια.
Βέβαια, το σχέδιο του Ιερού Λόχου ήταν ή τέλεια κατάληψη της μονής και ο εξελληνισμός της, αλλά ο αστυνόμος Βεργογιαννόπουλος υπέγραψε υπόσχεση να μη καταλάβει τη μονή ο Ιερός Λόχος. Ενοχλημένη ή Ελληνική Κελλιωτική Αδελφότης από αυτό, εξέλεξε και απέστειλε τον Γ. Άβέρκιο στη Θεσσαλονίκη για να εκθέσει τα γεγονότα στις αρμόδιες αρχές και όπως λάβει διαταγή για την ανακατάληψη της μονής Ζωγράφου. Οι αρμόδιοι, για λόγους κυβερνητικούς, συνεβούλευσαν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Έτσι, ο Ιερός Λόχος επέστρεψε με τη λεία των οπλών στις Καρυές, όπου έγινε δεκτός με ακράτητο ενθουσιασμό και επευφημίες.
Για λίγο καιρό επεκράτησε στο 'Άγιον Όρος ηρεμία. Στη συνέχεια έγινε ή έναρξη του πρώτου πανευρωπαϊκού πολέμου.
Οι σύμμαχοι τότε έκαναν αποκλεισμό στην Ελλάδα και ή πείνα άρχισε να γίνεται ολοφάνερη στο Άγιον Όρος, κυρίως στους κελλιώτες και σκητιώτες, διότι οι περισσότερες μονές είχαν τα μετόχια τους.
Τότε ή επιτροπή της Κελλιωτικής Αδελφότητας, βλέποντας την κατάσταση, εξέλεξαν τον μοναχό Χρυσόστομο Λαυριοκελλιώτη και τον μοναχό Άβέρκιο, τους οποίους και εφοδίασαν με χρήματα και πιστοποιητικά της Αδελφότητας, επικυρωμένα από την αστυνομία, και τους έστειλε στην Αθήνα, για να επιτύχουν αγορά σίτου για το Άγιον Όρος.
Ό αποκλεισμός ήταν στενός και υπήρχε μεγάλη έλλειψη σίτου. Οι σύμμαχοι επέτρεπαν μόνον ένα ατμόπλοιο να εκφορτώνει για ολόκληρη την Ελλάδα. Μέσω της κυβερνήσεως Γούναρη, οι δυο μοναχοί δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν την προμήθεια. Βρήκαν μετά και παρεκάλεσαν τον Έ. Βενιζέλο, ο όποιος δια προσωπικής του ενεργείας προς τους πρεσβευτας Αγγλίας και Γαλλίας, επέτυχε να προμηθευθούν 160.000 οκάδες, ειδικά για το Άγιον Όρος. Αργότερα διηγείτο ο Γ. Αβέρκιος, ότι από τη μία είχαν χαρά μεγάλη για την ευλογία αυτή της Παναγίας, από την άλλη όμως είχαν τη δυσκολία, που να βρουν άμεσα τόσα σακιά, για να τοποθετήσουν τόσο όγκο σίτου.
«Περπατούσα στους δρόμους του Πειραιά στενοχωρημένος και κάνοντας κομβοσχοίνι στους Αρχαγγέλους, να μου λύσουν αυτή την δυσκολία και να βρεθούν τα σακιά που χρειάζονταν. Κάθισα σ' ένα παγκάκι μιας πλατείας ευχόμενος.
Με πλησιάζει ένα μικρό παιδί και μου λέει: - Παππούλη, φαίνεσαι στεναχωρημένος. Του εξηγώ τότε την υπόθεση, ότι μη γνωρίζοντας τον Πειραιά, δεν ήξερα που να αποφανθώ, και όσους ρώτησα δεν ήξεραν. - Μη στενοχωριέσαι, μου λέει, και μου έδειξε ένα μαγαζί ακριβώς απέναντι, - Εκεί θα βρεις όσα σακιά θέλεις. και με τον λόγο του αυτό έγινε άφαντο από μπροστά μου το μικρό παιδί. Πράγματι, όχι μόνον βρήκα όσα σακιά ήθελα, αλλά μας τα έδωσαν και ευλογία».
Έλαβαν το σιτάρι, αλλά μέχρι να έρθουν στο λιμάνι της Δάφνης, υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες και επιθέσεις από τον γερμανικό στρατό. Δια θαύματος σώθηκαν από βέβαιο θάνατο, από τις τορπιλίσεις των γερμανικών αεροπλάνων στην Καβάλα. Τελικά επέστρεψαν με αυτόν τον θησαυρό. Ή Κελλιωτική αδελφότης διένειμε το σιτάρι και σώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι από την πείνα.
Συνέχισε επί σειράν ετών να διακονεί την Ελληνική Κελλιωτική Αδελφότητα ως γραμματέας. Μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτου και τη διάλυση της αδελφότητας, δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για τα κοινά και τη διατήρηση της αγιορείτικης παραδόσεως, όσον άφορα τους κανονισμούς αλλά και την πνευματική ζωή. Σώζονται αρκετά περιστατικά που αναδεικνύουν την πνευματική αρχοντιά που τον κατείχε. Στην κοινωνία των Καρυών ήταν σεβάσμιος. Πρόσωπο άκρας εμπιστοσύνης.
Μία χρονιά, τον παρεκάλεσαν λόγω δυσκολιών περί τα διακονήματα του Πρωτάτου, να αναλάβει τυπικάρης και ή συνοδεία του, ο π. Γεώργιος, ως εφημέριος. Ανέλαβε τη διακονία και όταν τελείωσε ή χρονιά, τα χρήματα των μισθών τους δεν θέλησε να τα οικειοποιηθεί, καθώς εδικαιούτο, αλλά έφτιαξε ένα ασημένιο Ευαγγέλιο και το δώρησε στο Πρωτάτο, για να στολίζει μέχρι και σήμερα την αγία του Τράπεζα.
Κάποτε άκουσε ότι στα Καυσοκαλύβια, εμπόδιζε ή Μεγίστη Λαύρα να γίνει ή κούρα ενός μοναχού, διότι ή συνοδεία του χρωστούσε στη μονή ένα ποσόν. Ευθύς καβαλάει το μουλάρι και πηγαίνει στη Μ. Λαύρα, συναντά τους προϊσταμένους και προσφέρει το ποσό το χρωστούμενο, παρακαλώντας να επιτραπεί να γίνει ή κούρα του μονάχου,
Με τα Καυσοκαλύβια είχε αγαθές σχέσεις, και οι πατέρες του έφερναν τα εργόχειρα τους, για να τα διαθέτει στο μαγαζί πού είχε, το επιλεγόμενο «κομβολογάδικο». Μία φορά, σε ένα καλύβι των Καυσοκαλυβιων, έπεσε ένας επικρεμάμενος βράχος και κατέστρεψε το οίκημα, ευτυχώς χωρίς θύματα.
Οι πατέρες ζούσαν με το εργόχειρο τους και δεν είχαν τη δυνατότητα ανακατασκευής. Το άκουσε αυτό ο Γ. Αβέρκιος, τους κάλεσε και τους πρότεινε, να τους δανείσει το απαιτούμενο ποσόν, και από τα εργόχειρα πού του έφερναν, να κρατάει το μισό ποσόν, για την εξόφληση, και το υπόλοιπο να το έχουν να συντηρούνται. Οι πατέρες χάρηκαν και συμφώνησαν.
Με τέτοιες αγαθοεργίες ήταν γεμάτη ή οσιακή ζωή του και άφησε αγαθή μνήμη στη μικρή κοινωνία των Καρυών. Γαλουχημένος με τα παραδείγματα των Γερόντων του, Κοσμά ιερομόναχου και Αβερκίου μονάχου, οι όποιοι ακολουθούσαν την παράδοση και την ασκητικότητα του Χατζηγεώργη, παρέδωσε στην εξαμελή πλέον συνοδεία του, αυτό το αγωνιστικό πνεύμα. Ή εσωτερική ζωή του Κελλίου περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα, ακολουθία - εργασία - προσευχή προσωπική. Απαγορευόταν οι άκαιρες επισκέψεις σε άλλα Κελιά, ή κάθοδος στην αγορά των Καρυών και οι αργές συντυχίες. Στην ακολουθία απαιτούσε προσοχή.
Το κομβοσχοίνι στο χέρι και κάθε λέξη του διαβαστεί να ακούγεται ευκρινώς. Συνήθιζε να λέει ότι κάθε λέξη της ακολουθίας, έχει τη δική της γεύση, που πρέπει να τη γευθείς και τότε ή ακολουθία γίνεται πανηγυρική τράπεζα, τροφή ψυχής. Τόνιζε συνεχώς ότι ή χάρις του Θεού έρχεται και σκηνώνει στην ακρίβεια της μοναχικής ζωής και όχι στη χαλαρότητα.
Ό υποτακτικός του ιερομόναχος Γαβριήλ, έλεγε χαρακτηριστικά ότι ήταν ταυτόχρονα και αυστηρός, αλλά και μάνα που σε παρηγορούσε στις δυσκολίες της μοναχικής ζωής. Θυμόταν, μία φορά, που στον κήπο του Κελλίου, στην αχλαδιά, είχε βγει μόνο ένα αχλάδι, αλλά μεγάλο και ωραιότατο.
Το είδε ο π. Γαβριήλ, το έκοψε και το πρόσφερε στον Γ. Άβέρκιο με χαρά για να το γευθεί. Αυτός του είπε να το πάει στο Κελλί το δικό του. Πέρασαν μερικές ήμερες και την επόμενη Κυριακή, σε σύναξη της αδελφότητας, τον έστειλε να το φέρει και το μοίρασε δίκαια σε όλους. Συνήθιζε τις Κυριακές τα πρωινά να κάνει σύναξη και να μελετούν όλοι μαζί ή το Ευαγγέλιο, ή ένα πατερικό βιβλίο.
Μεγάλη ανάπαυση, του είχε δώσει ο υποτακτικός του μοναχός Κοσμάς, για την άκρα και άδολη υπακοή του. Ο επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, έλεγε για τον π. Κοσμά, που τον γνώρισε, ότι ήταν κανών υπακοής. Ό π. Κοσμάς, ως λαϊκός είχε έρθει στο Αγιον Όρος και πήγε στο κατάστημα του π. Αβερκίου για να ψωνίσει. Πήρε αυτά που ήθελε και πάει στον π. Αβέρκιο, του ανοίγει το χέρι με τα χρήματα του, και του λέει με μεγάλη απλότητα. - Αυτά είναι τα χρήματα που έχω, κράτησε ότι ψώνισα και δός μου τα ρέστα, μόνον μη με γελάσεις. Θαύμασε ο π. Αβέρκιος, το άδολο και τον ρωτά, για ποιο λόγο ήρθε στο Αγιον Όρος. Εκείνος του απάντησε ότι ήρθε για να γίνει μοναχός.
Τότε ο π. Αβέρκιος, βλέποντας τον και εκτιμώντας την απλότητα του, του λέει, κάθισε εδώ και θα σε κάνω εγώ μοναχό. Πράγματι, δεν λάθεψε ο π. Αβέρκιος, γιατί ο π. Κοσμάς πρόκοψε στη μοναχική ζωή και στην προθυμία της υπακοής.
Στην τελευταία ασθένεια του π. Άβερκίου, λίγο πριν το τέλος του, που" χρειάσθηκε γάλα, και δεν βρέθηκε στις Καρυές, πρόθυμα ο π. Κοσμάς, παρόλο το χιόνι, πήγε με τα πόδια μέχρι την Ιερισσό, για να φέρει στον Γέροντα του. στις δε τελευταίες του στιγμές, ο π. Αβέρκιος κάλεσε την αδελφότητα και ενώπιον όλων, τον ασπάσθηκε και του λέει: - Εύαρέστησες την ψυχήν μου, όσο κανείς άλλος. . Στον δεύτερο Ευρωπαϊκό πόλεμο έκλεισε το μαγαζί και αναγκάσθηκε, μαζί με την συνοδεία του Γέροντα Παϊσίου από το Αγιοπαυλίτικο Κελλί της Υπαπαντής, να πάρουν ενοίκιο ένα μεγάλο μέρος του ελαιώνας της Ί. Μ. Ξενοφώντος. Από τη σοδειά του ελαιώνας, εκτός του μεριδίου της μονής, το κάθε Κελλί μάζεψε αρκετό λάδι, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες του πολέμου.
στις σημειώσεις του καταλήγει με την έξης παράγραφο:
«Τα ανωτέρω γράφω τη 31η Δεκεμβρίου παραμονή δηλ. του 1943. Τα γράφω όμως με τρέμουσαν σειράν διότι ή ανωτέρω συνοδεία μου ευρίσκεται συνεχίζουσα το έργον της εν τη 7ερα Μονή Ξενοφώντος καίτοι ευρίσκεται εις το τέρμα της ή εργασία.

Γράφω λέγω με τρέμουσαν χείρα διότι επί 3 ημέρες ρίπτει ο θεός χιόνα ακατάπαυστον και οι δρόμοι και οι συγκοινωνίες σκόπησαν. Το ψύχος είναι δριμύτατο. Τάς επισήμους αυτάς εορτάς ή συνοδεία μου ευρίσκεται μακράν του οίκου της, μακράν εμού, μακράν της ησυχίας των, και ούτως εχόντων των πραγμάτων δικαίως τρέμει ή χειρ μου, μήπως πάθη τις εκ της συνοδείας μου εκεί η εγώ ενταύθα ως γέρων φιλάσθενος μετά του ετέρου φιλάσθενου υποτακτικού μου Νεοφύτου. Πλην εύχομαι δι' αμφότερα τα μέρη, ίνα ο Θεός δια της Θεοτόκου και των προστατών μας Αγίων Αρχαγγέλων και Αγίου Γεωργίου, διαφυλάξει ημάς και το ταχύτερων γίνει ή αγαθή και συνεχής συνάντησης. Γένοιτο».


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Νοέμ 23, 2017 10:02 am

ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ (1955-2009) «Ένας άγγελος έφυγε από ανάμεσα μας».
Εικόνα



Με αύτη την φράση, την οποία πολλές φορές επανέ­λαβε ό σεβαστός Γέροντας μας π. Γεώργιος, εξέφρασε αυτό πού ένοιωθε όλη ή αδελφότητα μας αλλά και όλοι όσοι έζησαν τον π. Νικόδημο στο σύντομο χρονικό δι­άστημα πού ή αγάπη του Θεού τον άφησε κοντά μας.
Και όντως! Ό π. Νικόδημος ήταν μία αγγελική ύπαρξης, ολοκληρωτικά αφιερωμένη στον Θεό εξ απαλών ο­νύχων.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι έχουν ως κύριο έργο τους την ακατάπαυστο δοξολογία του Θεού, έτσι και ό π. Νικό­δημος. Λάτρευε από μικράς ηλικίας τον Άγιο Θεό με όλη την ψυχή του και την καρδία του και Τον δόξαζε με έργα και λόγους.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι αγαπούν και λατρεύουν με όλη την ύπαρξη τους τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, εξ ου
«πασά δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» για όλη την κτίσι, γι` αυτό και υπακούουν αδιακρίτως στο θέ­λημα Του, και το όνομα του Θεού αποτελεί γι' αυτούς υπόθεση απέραντου χαράς και ευφροσύνης, έτσι και ό π. Νικόδημος. Λάτρευε με όλο του το είναι τον Θεό, το όνομα Του είχε συνεχώς στο στόμα και την καρδιά του και μέχρι τελευταίας του αναπνοής ένα μόνο ζητούσε, πώς θα εκτελεί το θέλημα του Θεού εν πάση πληρότητι και τελειότητα Και επειδή γνώριζε εκ πείρας ότι εκ­φραστής του θείου θελήματος για τον υποτακτικό είναι ό Γέροντας του και ότι κάθε ευλογία του Θεού έρχεται στον υποτακτικό μέσω του Γέροντος του, υπεραγαπού­σε τον Γέροντα. Το όνομα του Γέροντος ήταν πάντοτε στην καρδιά και τα χείλη του π. Νικόδημου και το θέλη­μα του Γέροντος απαρέγκλιτος κανών για την ζωή του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Χριστέ μου, θέλω να σε απο­λαύσω. Όμως δεν θέλω να σε απολαύσω άμεσα, επειδή δεν είμαι άξιος γι' αυτό, αλλά μέσω του Γέροντος μου. Βλέποντας τον Γέροντα, θέλω να βλέπω Εσένα. Ακούοντας την φωνή του Γέροντος, θέλω να ακούω την δική Σου φωνή. Το θέλημα του Γέροντος να είναι για μένα το θέλημα Σου». Είχε απόλυτη εφαρμογή για τον π. Νικό­δημο αυτό πού αναφέρει ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον λόγο του «περί υπακοής», όπου περιγράφει την θαυμαστή ζωή των μοναχών ενός κοινοβίου: «Εσωτερι­κά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νή­πια τον Θεόν και τον Γέροντα» . Ή υπακοή του π. Νικόδημου στο θέλημα του Θεού ήταν μαρτυρική. Όλη ή ζωή του ήταν ένα ατελείωτο μαρτύριο, το όποιο όμως υπέμεινε αγόγγυστα, με χαρά και αισιοδοξία αξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τον Θεό. Γι αυτό και πήρε πολλή Χάρι από τον Θεό.
Ή σχέσις του π. Νικόδημου με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία δεν ήταν συμφεροντολογική. Δεν διάλεξε τον Χριστό, για να πέραση καλά στην παρούσα ζωή. Αγάπησε την σταυρό του Χριστού, γι αυτό και αξιώθηκε και της αναστάσεως Του. Αποδέχθηκε ολοκαρδίως τον λόγο του Χριστού: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ' 24). Γι αυτό και έλαβε την παρά του Θεού ενίσχυση στα μακρά και επίπονα αγωνίσματα της υπομονής: «Εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ίωαν. ιστ' 33).
Όπως οι άγιοι Άγγελοι έχουν ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό, έτσι και ό π. Νικόδημος. Ή αδιάκριτος υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως του το εξέφραζε ό Γέροντας του, πού για τον π. Νικόδημο ήταν ένα συνεχές πέρασμα μέσα από τον πόνο και το μαρτύριο, αυτό απέδειξε. Την αμετακίνητη εμπιστοσύ­νη του και πίστη του στον Θεό και στον Γέροντα του, στο πρόσωπο του οποίου, όπως προείπαμε, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό. Όπως γνώρισμα των αγίων Αγγέλων είναι ή τελεία καθαρότης, ή παρθενία και ή αγιότης, έτσι και ό π. Νι­κόδημος, αν και αναγκάσθηκε να ζήση μεγάλο μέρος της ζωής του εν μέσω του κόσμου, διατήρησε το σώμα και την ψυχή του καθαρά και παρθένα έως και ψιλού λογισμού, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Πα­λαμά: «ακριβής παρθενία ή προς πάσαν κακίαν ασυνδύαστος γνώμη» (Εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννη ν, 3). Γι` αυτό και εξομολογείτο συνεχώς, ακόμη και τον πα­ραμικρό λογισμό πού πήγαινε να τον χωρίσει από τον Θεό, τον Γέροντα ή τους αδελφούς του. Ή συνείδησίς του ήταν λεπτότατη. Αμέσως συνελάμβανε κάθε τι το αντίθεο, το όποιο αμέσως εξομολογείτο.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Έβρ. α' 14), έτσι και ό π. Νικόδη­μος κατεφλεγετο από άνείκαστο πόθο να ευεργέτη τους άλλους και να κερδίζη ψυχές προς σωτηρίαν. Έλεγε: «Χριστέ μου, θέλω με ότι συμβαίνει στην ζωή μου να δοξάζεται το Πανάγιο σου Όνομα, να ωφελούνται οι αδελφοί μου και εγώ να σώζωμαι».
Για τον π. Νικόδημο ό εαυτός του ήταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα. Πρώτα έπρεπε να αναπαυθούν οι άλλοι. Αναφέρουμε στο σημείο αυτό την μεγάλη αγάπη με την οποία διακόνησε τους αδελφούς του, μοναχούς και λαϊ­κούς, όσο καιρό ήταν στο μοναστήρι, τακτοποιώντας με υπερβολική σχολαστικότητα τα του διακονήματός του, στο όποιο παρέμενε ατελείωτες ώρες, και υπηρετώντας όλους με αυτοθυσία, είτε ως παραηγουμενιάρης είτε ως αρχοντάρης είτε ως γηροκόμος είτε ως διακονητής οποι­ουδήποτε αλλού διακονήματός. Τίποτε δεν κρατούσε για τον εαυτό του. Χαρά του ήταν να χαίρωνται και να ωφελούνται οι άλλοι. Από τα χέρια του πέρασαν πολλά υλικά αντικείμενα και χρήματα, γιατί οι άνθρωποι τον αγαπούσαν και του τα εμπιστεύονταν. Όμως όλα τα χρησιμοποιούσε για να δίνη χαρά στους άλλους. «Για να χαρούν», όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε: «Έδωσα στον τάδε το τάδε αντικείμενο για να χάρη» ή «του έψαλα το τάδε τροπάριο για να χάρη».
Όμως εκεί πού δαπάνησε απλόχερα τον εαυτό του ήταν στο να παρήγορη ατελείωτες ώρες τους απελπισμέ­νους, να χαροποιοί τους λυπημένους, να γλυτώνει από τα νύχια του νοητού δράκοντος τους πλανεμένους, να οδηγεί στην πνευματική ζωή τους απομακρυσμένους από τον Χριστό και την σωτηρία, να ειρηνεύει τους ταρα­γμένους και να προσπαθεί να λυτρώνει από την σύγχυση των λογισμών και των παθών τους συγχυσμένους αν­θρώπους της εποχής μας. Ή μεγάλη κοσμοσυρροή κατά την νεκρώσιμη ακολουθία, πού τελέσθηκε στην ιδιαίτε­ρη πατρίδα του, τον Πειραιά, καθώς και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις ακόμη και αγνώστων ανθρώπων πού έτυχε να γευθούν τα γλυκύτατα και παρηγορητικά του λόγια, αποτελούν έκφραση της μεγάλης αγάπης πού ό λαός του Θεού, και μάλιστα της ιδιαιτέρας του πατρίδος, έτρεφε προς τον π. Νικόδημο, χάριν της ιδικής του αγάπης και ουσιαστικής προσφοράς του προς αυτόν.
Τί να πούμε για την θεομίμητη ταπείνωση του; Ήταν από τους αρχαιότερους μονάχους της Μονής μας. Ήταν καθαρότατος ψυχή και σώματι και υπεράξιος για την ιεροσύνη. Ό πόθος του για τον Θεό ανείκαστος και για την αγία ιεροσύνη ανείπωτος. Γι` αυτό εξ αλλού τελεί­ωσε και την Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή. Όμως όταν ό Γέροντας του ανακοίνωσε ότι δεν θα τον προώθηση στην ιεροσύνη, αποδέχθηκε αναντίρρητα την απόφαση του αυτή. Ήρχοντο νεώτεροι του στην Μονή και εγίνοντο ιερείς. Και ό π. Νικόδημος ούτε ζήλευε, ούτε φθονούσε γι' αυτό. Απεναντίας εχαίρετο με τους νέους ιερείς και εξέφραζε τον πόθο του προς την αγία ιεροσύνη με την βαθειά τιμή και τον σεβασμό που απέδιδε σε αυτούς. Μας έλεγε τελευταία ό σεβαστός Γέροντας μας: «Αναρωτιόμουν πώς ό π. Νικόδημος διατηρούσε αδιά­λειπτα την μνήμη του Θεού μέσα του». Και βρήκα την απάντηση: «Διότι είχε πάντοτε βαθειά ταπείνωση».
Οι άγιοι Άγγελοι ως ασώματοι δεν έχουν ανάγκη πραγμάτων και υπαρχόντων, αλλά και ό π. Νικόδημος δεν θησαύρισε ποτέ θησαυρούς επί της γης, «οπού σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι» (Ματθ. στ' 19), αλλά «εν ουρανώ», διαμοιράζοντας, όπως προείπαμε, όλα όσα περνούσαν από τα χέρια του στους άλλους.
Ό π. Νικόδημος -κατά κόσμον Ιωάννης Κάντζας-γεννήθηκε στον Πειραιά από απλούς, ευλαβείς και ενά­ρετους γονείς, τον Χρήστο και την Χρυσούλα, το 1955. Είχε ακόμη ένα αδελφό, νεώτερο, τον Παρασκευά, ό όποιος κρίμασιν οις οιδε Κύριος εφονεύθη σε τροχαίο δυστύχημα παραμονές του γάμου του σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Ό π, Νικόδημος από πολύ μικρή ηλικία πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών. Ήταν εκ κοιλίας μητρός αφορισμένος για να αφιερωθεί στην λατρεία του Θεού. Γνώρισε τον σεβαστό Γέροντα μας στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Άρμα Χαλκίδος το 1972, όταν ό Γέ­ροντας ήταν ηγούμενος σ' αυτήν. Από νεαρής ηλικίας διεκρίνετο για την ευλάβεια του, τον Θείο του ερωτά, την αγνότητα του, την σοβαρότητα του, την πίστη του στον Θεό, την δοξολογική του στάση απέναντι Του, την ταπείνωση του, την υπομονή του στις θλίψεις, την ανυ­πόκριτη αγάπη του προς όλους.
Ευρισκόμενος ήδη στην επιθανάτιο κλίνη εκμυστηρεύθηκε σε κάποιο αδελφό: «Από μικρό παιδί πολύ α­γάπησα τον Θεό. Ζήλευα τους αγίους Μάρτυρας και τους παρακαλούσα: "Άγιοι Μάρτυρες, σας παρακαλώ, δώστε μου μία σταγονίτσα από την αγάπη σας προς τον Χριστό"». Και συνέχισε: «Αδελφέ μου, ειλικρινά σου λέω. Αυτό που τότε ζητούσα, τώρα το γεύομαι». Και μετά από λίγο πρόσθεσε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο του Αποστόλου "ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός". Ειλικρινά σου λέγω, αδελφέ μου, τώρα τον ζω». Έλεγε τα λόγια αυτά λίγο πριν την κοίμηση του, ενώ έφερε στο σώμα του τα στίγματα των παθημά­των που υπέμεινε από αγάπη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Θα μπορούσαμε να διαβεβαιώσουμε ότι ό π. Νι­κόδημος ξεπλήρωσε με κάθε δυνατή τελειότητα την εν­τολή του Χριστού «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου... και τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Μαρκ. ιβ' 30-31). Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αξιώθηκε να λαβή μικρή γεύση από αυτά που οι Άγιοι έζησαν, εφ' όσον και ό π. Νικόδημος ακολούθησε το παράδειγμα των.
Τον ενθυμείται ό Γέροντας μας, όταν τον πρωτογνώρισε στον Άγιο Γεώργιο της Χαλκίδος, ως ένα ευλα­βέστατο νέο, που στέκετε πλησίον κάποιου κίονος του ναού, όλον στραμμένο στον εαυτό του και προσευχόμενο μετά δακρύων και κατανύξεως, που προεδήλωνε έτσι πριν από την έναρξη των μοναχικών αγωνισμάτων του την μετέπειτα θαυμαστή βιωτή του.
Όταν συνέβη το θλιβερό γεγονός του τραγικού θα­νάτου του αδελφού του, ό π. Νικόδημος ήταν ήδη μονα­χός στο Άγιον Όρος. Πληροφορήθηκε το λυπηρό άκου­σμα με πολλή ηρεμία. Πόνεσε βαθύτατα μεν αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να σκεφτεί, να ειπεί ή να πράξη κάτι ανάρμοστο. Έφυγε εσπευσμένα από το Άγιον Ό­ρος για να παρευρέθη στην κηδεία. Κατά την διάρκεια της νεκρώσιμου Ακολουθίας στέκετε πλησίον του νε­κρού, σύννους, εκστατικός και μετά δακρύων. Όταν αργότερα ερωτήθηκε τί σκάπτετε την ώρα εκείνη, αυ­τός απήντησε: «Μελετούσα και θαύμαζα τα μεγαλεία του Θεού». Ιδού τεκμήριο ψυχής θεοφιλούς, που ζή και αναπνέει μόνο για τον Θεό και την δόξα Του! Ευρισκό­μενος προ του κεκοιμημένου φίλτατου αδελφού του δεν λυγίζετε τα βλεπόμενα λυπηρά, αλλά κινείτο προς δοξολογία του Θεού για τα μη βλεπόμενα αγαθά της βα­σιλείας Του, στα όποια μετέβαινε ό αδελφός του.
Όμως ό απροσδόκητος θάνατος του αδελφού του βύθισε σε ανέκφραστο πένθος την οικογένεια του. Ό πατέρας του, μη υποφέροντας το τραγικό γεγονός, πολύ σύντομα εγκατέλειψε την παρούσα ζωή προσβεβλημέ­νος από βαρεία και ανίατο νόσο.
Όταν ή συνοδεία του Γέροντος μεταφυτεύθηκε από τον Άγιο Γεώργιο Άρμα Χαλκίδος στο Άγιον Όρος, το καλοκαίρι του 1974, ως ένας εξ αυτών και ό π. Νικόδη­μος ευρέθη στο Άγιον Όρος. Πιστός τηρητής των επι­ταγών των Αγίων Πατέρων σκέφθηκε ότι δεν θα μπο­ρούσε να ξαναβγεί από το Άγιον Όρος. Γι αυτό και δεν κατανοούσε πώς θα ήταν δυνατόν να βοηθή τους άλλους, με έργα και λόγους, πόθος που όπως προείπαμε κατέφλεγε από μικρας ηλικίας την ψυχή του. Όμως ό Άγιος Θεός δεν άφησε ανεκπλήρωτη ούτε την επιθυμία του αυτή.
Μετά την κοίμηση του αδελφού του και του πατέρα του έμεινε μόνη και απροστάτευτη ανθρωπίνως ή μητέ­ρα του, κ. Χρυσούλα, και μάλιστα με πολλά και σοβα­ρά προβλήματα υγείας, χωρίς κάποιον συγγενή που θα μπορούσε να την φροντίζει. Ό σεβαστός Γέροντας μας, που αγαπά όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα αλλά και τους γονείς των, που τα προσέφεραν στον Χριστό και την Παναγία, φροντίζοντας και για την κ. Χρυσού­λα, απέστειλε τον π, Νικόδημο στην πατρίδα του, τον Πειραιά, για να της συμπαρασταθεί. Βέβαια ό συμφυρμός του μονάχου με τον κόσμο, και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα, είναι πράγμα πολύ επικίνδυνο. Στην περίπτωση όμως του π. Νικόδημου ό Γέροντας μας δεν δίστασε να τον στείλει εν μέσω των θορύβων του κό­σμου, εμπιστευόμενος βέβαια στην πανσθενουργό θεία Χάρι αλλά και στην υψηλή πνευματική κατάστασι του π. Νικόδημου, ή οποία ήταν θεμελιωμένη στην ακρά­δαντη βάσι της πίστεως στον Θεό και της εμπιστοσύνης στον Γέροντα, Και δεν αστόχησε στην απόφαση του αυ­τή. Συγχρόνως όμως και ό π. Νικόδημος έβλεπε πίσω από την απόφαση αυτή του Γέροντος το σχέδιο της α­γάπης του Θεού αλλά και την θεία νεύσι στην θεοφιλή επιθυμία του να συμπαρίσταται στους χειμαζόμενους αδελφούς του εκ του κόσμου, τους καταπονούμενους από τους ποικίλους πειρασμούς και τα βάσανα.
Επί μία δεκαετία -μέχρι την κοίμηση της- παρέμεινε ό π. Νικόδημος κοντά στην μητέρα του, υπηρετώντας
την με αυτοθυσία και αυταπάρνηση και έχοντας συνείδηση ότι ή υπακοή του αυτή είναι ή λογική συνέχεια της υπακοής του στον Γέροντα του και την αδελφότητα του, συμφώνως προς τις μοναχικές του υποσχέσεις κατά την Ακολουθία της κούρας του Μεγάλου και Αγγελι­κού Σχήματος. Διότι δεν εξήλθε αυτεξουσίους στον κό­σμο άλλ' εξ υπακοής.
Και πράγματι, ό π. Νικόδημος έζησε με κάθε ακρί­βεια, πληρότητα και τελειότητα την μοναχική ζωή εν μέσω Πειραιεί. Ξεπέρασε όλους εμάς, που κατά το δι­άστημα αυτό δεν απομακρυνθήκαμε καθόλου από την Μονή μας. Έκανε πολύ καθαρότερη και ακριβέστερη υπακοή από εμάς, πού ήμασταν συνεχώς κάτω από την σκέπη του Γέροντος. Ό π. Νικόδημος, συμφώνως και προς την μαρτυρία πολλών, λαϊκών και μοναχών, ανέπνεε, ζούσε και ενεργούσε κάθε τι έχοντας συνεχώς το όνομα και τις εντολές του Γέροντος στο στόμα και την καρδιά του. Γι αυτό και ευλογήθηκε πολύ από τον θεό. Διατήρησε καθαρότητα ψυχής πολύ ανώτερη από όλους εμάς, πού δεν αντικρίσαμε κάτι από την ματαιότητα του κόσμου ευρισκόμενοι διαρκώς μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας μας. Και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων από τον Θεό, της υπομονής, της καρδιακής χαράς, της ατελεύτητου δοξολογίας του Θεού, του παρηγορητικού λόγου προς τους τεθλιμμένους, της αγάπης προς όλους, λόγω της καθαρότητας του αυτής, κατά τον λόγο του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε' 8). Αυτά είναι τα θαυμαστά έργα πού επιτελεί ή Χάρις του Θεού, όταν βρει ανθρώ­πους άξιους Εαυτού και δεκτικούς των θείων επιλάμψεων.
Όσο καιρό παρέμεινε στον Πειραιά, δεν έπαυσε να ευεργέτη τον λαό του Θεού με το παράδειγμα του, τα έργα του και τους λόγους του. Τα λόγια του ήταν πάν­τοτε θεοφιλή. Ποτέ δεν αργολογούσε ούτε αστειευόταν. Μιλούσε ατελείωτες ώρες, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνι­κά, χωρίς όμως ποτέ να εκστομίζει πράγματα μάταια η ψυχοβλαβή. Μοναδικός σκοπός του ήταν πάντοτε ή ω­φέλεια του πλησίον. Αγαπούσε όλους ως γνησίους αδελ­φούς του. Μέχρι τα τελευταία του, αν και ή δύσπνοια τον δυσκόλευε να ομιλεί ελεύθερα, δεν σταμάτησε να διδάσκει, να παρήγορη και να ενισχύει τους άλλους.
Δεν υστέρησε όμως καθόλου και στην έμπρακτη ελε­ημοσύνη αυτών πού είχαν ανάγκη. Θα μπορούσαμε ανεπιφύλακτα να επαναλάβουμε και για τον π. Νικόδημο τον ψαλμικό λόγο: «σκόρπισε, έδωκε τοις πένησιν ή δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρια' 9). Πέρασαν από τα χέρια του πολλά πρά­γματα αξίας αλλά και χρήματα πού του εμπιστεύονταν ευλαβείς Χριστιανοί. Την ίδια στιγμή όμως τα χάριζε απλόχερα σε όσους ή αγαπώσα καρδία του έκρινε ότι τα είχαν ανάγκη.
Όταν μετά την κοίμηση της μητέρας του ευρέθη και πάλι για λίγο στο Μοναστήρι μας, συμπεριφερόταν σαν
να μη είχε λείψει καθόλου από την Μονή, αποδεικνύον­τας έτσι ότι ουδέποτε απομακρύνθηκε από Αυτήν νοε­ρά και καρδιακά.
Ή μακρά ενασχόλησης του με τα προβλήματα της υ­γείας της μητέρας του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάποια προβλήματα της δικής του υγείας, των οποίων ή σοβαρότης από λάθος εκτίμηση των ιατρών δεν είχε γίνει αντιληπτή. Όταν όμως μετά την κοίμηση της μητέ­ρας του θέλησε να ασχοληθεί πιο προσεκτικά με αυτά, διεγνώσθη βαρεία καρδιακή ανεπάρκεια τελικού στα­δίου. Ανθρωπίνως ή μόνη δυνατή θεραπεία πού υπήρχε ήταν ή μεταμόσχευσης καρδίας. Όμως παρά τις επανειλημμένες προτάσεις των ιατρών μέχρι και την τελευταία ήμερα της ζωής του, δεν δέχθηκε να μεταμοσχευθεί. Αγαπούσε και εχαίρετο την ζωή. Με πολύ μεγάλη σχολα­στικότητα τηρούσε τις οδηγίες των ιατρών, θεωρώντας την αμέλεια ως έφάμαρτη κατά τον αποστολικό λόγο: «ουκ οίδατε ότι ναός θεού έστε και το πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ό Θεός» (Α' Κορ. γ' 16). Έλεγε χαρακτηριστι­κά: «θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητή καρδιά ή ότι άλλο τεχνικό μέσο διαθέτει ή επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μία καρδιά πού θα προέρχεται από ένα "εγκεφαλικά νεκρό", ό όποιος για μένα δεν είναι νεκρός αλλά ζών και βαρύτατα πάσχων ασθενής». Την πεποίθηση του αυτή, την οποία πολλές φορές είχε υπερασπιστή στο παρελθόν, πριν ακόμη εμφανιστή το πρόβλημα της υγείας του, υπεστήριξε και τώρα με από­λυτη ειρήνη και σταθερότητα αλλά και με το παράδει­γμα του.
Ό π. Νικόδημος αισθανόταν το «Ώνάσειο Καρδιοχει­ρουργικό Κέντρο» σαν «δεύτερο μοναστήρι του», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Αγαπούσε όλους τους εργαζο­μένους στο Ίδρυμα, ιατρούς, νοσηλευτικό και υπηρε­τικό προσωπικό, αλλά και πολύ ήγαπατο από αυτούς. Βοηθήθηκε πολύ από όλους, και μάλιστα από τον κ. Γ. Α., που τον θεωρούσε κατ' εξοχήν ιατρό του, άριστο επιστήμονα, ανιδιοτελή, γεμάτο από αγάπη για όλους τους ασθενείς του και όλως ιδιαιτέρως για τον π. Νικό­δημο. Ό συγκεκριμένος ιατρός αγωνίσθηκε με όλες τις δυνάμεις του να παρατείνει την ζωή του π. Νικόδημου, ελπίζοντας και σε κάποιο νεώτερο επίτευγμα της επι­στήμης, «προκειμένου να συνέχιση την υψηλή αποστο­λή του», όπως έλεγε, επειδή έβλεπε την μεγάλη βοήθεια που ελάμβαναν όσοι τον πλησίαζαν. Παρετάθη μάλι­στα ή ζωή του π. Νικόδημου με την θεία βοήθεια και χάρις στις προσπάθειες των ιατρών πολύ περισσότερο από όσο προέβλεπαν τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα στα επιστημονικά περιοδικά πορίσματα της επιστήμης.
Όμως και ό π. Νικόδημος παραμένοντας στο «Ώνάσειο» βοήθησε πολύ με την Χάρι του Θεού και τους ασθενείς και τους συνοδούς των και το νοσηλευτικό προσωπικό του. Ή υπερβάλλουσα αγάπη του π. Νικό­δημου για τον Θεό ξεχείλιζε ως ποταμός με γλυκύρροα νάματα και αγκάλιαζε κάθε εικόνα του Θεού πού τον πλησίαζε. Δεν υπήρχε ψυχή πονεμένη, λυπημένη, ταρα­γμένη, συγχυσμένη, που να έφυγε από κοντά του χωρίς να λαβή βάλσαμο, παρηγοριά και ανάπαυση. Ήταν πολύ συνηθισμένη στα χείλη του ή φράσις: «Να χαίρεσαι! Να χαίρεσαι!» που απηύθυνε προς όλους. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα την περίπτωση μιας ευλαβούς νοσηλεύτρι­ας, πού κάποια Μ. Παρασκευή ήταν υποχρεωμένη να μείνει στο Νοσοκομείο λόγω υπηρεσίας. Ήταν πολύ λυ­πημένη πού δεν θα μπορούσε να εκκλησιασθεί. Ό π. Νι­κόδημος, νοσηλευόμενος τότε και αυτός, κατόρθωσε με τους θεοπρεπείς του λόγους να την ενίσχυση και να την χαροποίηση, τονίζοντας της την αλήθεια ότι ό Χριστός ήταν γι` αυτήν πολύ περισσότερο εκεί στο Νοσοκομείο, στα πρόσωπα των ασθενών πού υπηρετούσε, από ότι ήταν στην Εκκλησία.
Το έργο του αυτό δεν το σταμάτησε μέχρι το τέ­λος. Ό ίδιος πέθαινε, εφ' όσον δεν εδέχετο την μεταμόσχευση, και ζωοποιούσε τους άλλους. Αν και εύρισκετο στην κλίνη της ασθενείας, δεν έπαυε να δίνη χαρά και ανακούφιση στους γύρω του. Χαρακτηριστικό πα­ράδειγμα ή ουσιαστική συμπαράσταση του με ευλογίες των ευλαβών Χριστιανών και με οικονομίες του στον αγαπητό αδελφό Ιωάννη, ευλογημένο λαϊκό αδελφό, πού με αυτοθυσία του συμπαραστάθηκε σε όλες τις δύσκολες ώρες του μέχρι τέλους.
Ή ασθένεια του π. Νικόδημου ήταν πολύ βασανιστι­κή, λόγω της μεγάλης δύσπνοιας ακόμη και εν ηρεμία, που δεν του επέτρεπε ούτε και τον ύπνο. Παρά την τα­λαιπωρία, τις αϋπνίες και την σαφή γνώσι ότι ό θάνα­τος πλησιάζει, βασίλευε μονίμως στην ψυχή του ή θεϊ­κή χαρά, της οποίας έκανε κοινωνούς όλους όσους τον προσέγγιζαν. Τον τελευταίο καιρό τραγουδούσε πολύ συχνά με πολλή χάρι ένα τραγουδάκι, εκφραστικό των βιωμάτων του: «Όμορφη μικρή βαρκούλα, για που έβα­λες πανί, έχει θάλασσα κι αγέρα, δεν φοβάσαι μοναχή; Μη με βλέπετε μικρούλα κι αραγμένη στο γιαλό, τ' όνο­μα μου είναι πίστης και τα κύματα' αψηφώ...». "Ομιλώντας τηλεφωνικώς με ένα αδελφό στην Μονή, του έψαλε με την γλυκεία φωνή του τον Αναστάσιμο Κανόνα, πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί...». "Έψαλε όλη την α' ωδή μαζί με τα τρία ακροτελεύτια «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστάς ό Ιησούς από του τάφου». Εάν ό αδελφός δεν τον διέ­κοπτε, θα συνέχιζε και τις υπόλοιπες ωδές του Κανόνος.
Ό Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Αγαθόνικος ευρέθη στο «Ώνάσειο», για να συμπαρασταθεί στην εγχείρηση της ευλαβέστατης αδελφής του, τότε που και ό π. Νικόδημος νοσηλεύετε εκεί. Ή συνάντησης του Σεβασμιότατου με τον π. Νικόδημο ήταν αφορμή με­γάλης χαράς για τον π. Νικόδημο αλλά και για τον ά­γιο Κίτρους. Ερχόταν καθημερινώς για την αδελφή του, αλλά παρέμενε πολλή ώρα στον θάλαμο του π. Νικοδήμου ρουφώντας κυριολεκτικά τα λόγια του. Έβλεπε κανείς τότε ένα παράδοξο πράγμα: Ό Αρχιερεύς να ακούει σιωπηλός ομιλούντα ένα απλό μοναχό. Απόδειξης της αγιότητας του Σεβασμιότατου αλλά και της χαριτω­μένης ψυχής του π. Νικόδημου. Αυτό βέβαια δεν είναι αφύσικο, εφ' όσον μόνον οι άγιοι καταλαβαίνουν τους αγίους. Αργότερα έλεγε ό Αρχιερεύς προς τους παρευ­ρισκομένους: «Το πρόσωπο του -του π. Νικόδημου- εί­ναι σαν του Χριστούλη», μαρτυρία που επιβεβαίωναν και πολλοί άλλοι.
Τον π. Νικόδημο επισκέφθηκε στο «Ώνάσειο» και ό επίσκοπος της ιδιαιτέρας του πατρίδος, ό Μητροπο­λίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Πολύ χάρηκε, ενισχύθηκε και παρηγορήθηκε από την επίσκεψι αυτή. Συγχρόνως βρήκε την ευκαιρία να έκφραση την ευγνωμοσύνη του στον Σεβασμιότατο για το πολυσχιδές ποιμαντικό έργο του στην Επαρχία του και να τον ενθαρρύνει στους πεπαρρησιασμένους υπέρ της Ορθοδοξίας και κατά του Οικουμενισμού αγώνας του.
Όμως πολύ σύντομα ό π. Νικόδημος καθηλώθηκε στην επιθανάτιο κλίνη με πολύ ισχυρούς πόνους και βαρεία δύσπνοια. Όμως ή θεολόγος γλώσσα του δεν έ­παυε να κελαηδή ύμνους και δοξολογίες στον Θεό. Έ­λεγε με φωνή σβησμένη και συνεχώς διακοπτόμενη από την δύσπνοια: «Με ερωτούν: "Γιατί π. Νικόδημε όλες οι συμφορές σε σένα; Θάνατος του αδελφού, του πατέρα, βαρεία ασθένεια της μητέρας, απομάκρυνσης από την αγαπημένη σου Μονή, βαρεία και ανίατη ασθένεια;" Και εγώ τους απαντώ: "Γιατί πολύ με αγαπά ό Χριστός. Και εγώ πολύ" Τον αγαπώ. Πολύ Τον αγαπώ"» και συνέχισε κλαίων με τα δάκρυα ίου θείου έρωτος. Λίγο αργότε­ρα πάλι έλεγε: «Μέσα από τον βυθό της πολυκύμαντης ζωής μου αισθάνομαι χαρά, ειρήνη, δοξολογία, ευχα­ριστία, ευγνωμοσύνη, τον Χριστό. Τώρα χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του π. Νικόδημου. Μετά από λίγο ή τρισευλογημένη και χα­ριτωμένη καρδιά του π. Νικόδημου έπαυσε να πάλλη.
Ό θάλαμος του γέμισε από το προσωπικό του Νο­σοκομείου. Όλοι έτρεξαν για να διαδηλώσουν με τον τρόπο τους τον θαυμασμό και την εκτίμηση τους προς τον ταπεινό μοναχό π. Νικόδημο, τον άνθρωπο του Θεού που έθεσε ως στόχο της ζωής του όχι το ίδιον όφελος αλλά την δόξα του Θεού και την ανάπαυση του αδελφού, τον άνθρωπο που παρά τις μεγάλες δοκιμα­σίες του δεν έπαυσε ουδέ επί στιγμήν να δοξολογεί τον Θεό, τον άνθρωπο της ακράδαντου πίστεως και ελπίδος στον Θεό, που εστάλη από τον Θεό κατά τις πονηρές ήμερες μας για να μας δείξει με το παράδειγμα του την οδό του αγιασμού και της σωτηρίας. Γι` αυτό δεν είναι παράδοξο ότι ομολογήθηκε από τους θεράποντες του ότι «δεν πέρασε άλλος άρρωστος από το Ώνάσειο σαν τον Νικόδημο». Και ό αγαπητός του ιατρός, κ. Γ. Α., με­τά την Αγρυπνία-κηδεία που ετελέσθη στον Ί. Ναό της Υπαπαντής του Πειραιά εξέφρασε την θερμή επιθυμία να συγκεντρώνονται από καιρού εις καιρόν όσοι γνώρισαν τον π. Νικόδημο, για να τον θυμούνται και να α­νανεώνουν μέσα τους όλα αυτά που έζησαν κοντά του. Ό ίδιος σε άλλη στιγμή είχε πει: «Πολύ μου μιλά στην καρδιά αυτός ό άνθρωπος».
Μετά την νυκτερινή ακολουθία στον Πειραιά το σκή­νωμα του μετεφέρθη στην Ιερά Μονή μας, όπου επανελήφθη ή νεκρώσιμος Ακολουθία.
Το σκήνωμα του π. Νικόδημου εναπετέθη στο κοι­μητήριο της Μονής προσδοκώντας «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ή δε ψυχή του χαίρε­ται και αγάλλεται «εν χώρα ζώντων» και «εν σκηναίς δικαίων», ένθα καταλάμπει το φως του Χριστού, τον όποιο θερμώς εξ όλης ψυχής και καρδίας αγάπησε.
Αιωνία σου ή μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών π. Νικόδημε!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Νοέμ 27, 2017 10:25 am

Ο Στάρετς Σέργιος ένα ακόμη διαμάντι της Ρωσικής διασποράς στη Γαλλία.
Εικόνα


Ο Στάρετς Σέργιος ένα ακόμη διαμάντι της Ρωσικής διασποράς στη Γαλλία. Mία μορφή της Ορθόδοξου κόσμου που έζησε τις αναταράξεις του 20ου αιώνα, κάνοντας μια μεγάλη και επώδυνη διαδρομή από την τσαρική αυλή στην εξορία και από την αγκαλιά των Ρώσων της Διασποράς, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του B΄ παγκοσμίου πολέμου. H διδασκαλία του έχει την απλότητα του ευαγγελικού λόγου και την αμεσότητα του πραγματικού πατέρα. Στα λόγια του βρίσκουμε την αλήθεια του Xριστού, που είναι άμεση και απλή, χωρίς ανώφελα φτιασίδια.

H AΣKHΣH Ο αγώνας κατά των παθών διεξάγεται μέσα στο πλαίσιο της ασκήσεως, την οποία άσκηση ο στάρετς Σέργιος αντιλαμβάνεται κυρίως ως μια εσωτερική πειθαρχία εγκρατείας προς τους λογισμούς. Σε ότι αφορά την άσκηση με τη στενή έννοια του όρου, που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους όπως τη νηστεία, τις αγρυπνίες και την επίπονη εργασία, ο Γέροντας που τρεφόταν ιδιαιτέρως λιτά, περιορίζοντας τον ύπνο του και υπομένοντας σιωπηλά μεγάλους κόπους φρόντιζε να προφυλάγει τους μαθητές του από κάθε υπερβολή και κάθε φορμαλισμό. Κατά τον Γέροντα, στην πνευματική ζωή καλύτερα είναι να προχωρούμε με σύνεση. «Ο άνθρωπος», λέει, «να μην κάνει άλματα». Η πρόοδος στην πνευματική ζωή να είναι σταδιακή. Ο Γέροντας είναι εντελώς αντίθετος στους ασκητικούς «άθλους». Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είναι περισσότερο επιζήμιο παρά ωφέλιμο να κάνουμε εφήμερες προσπάθειες και εν συνεχεία, πράγμα αναπόφευκτο, να χαλαρώνουμε. Αυτό που πάνω απ’ όλα έχει σημασία, είναι η ομαλή και σταθερή προσπάθεια.

ΛOΓOI ΣΩTHPIAΣ

Λέμε: «Θα αγαπάς τον Θεό με όλη τη διάνοιά σου» και όχι: «Θα γνωρίσεις και θα καταλάβεις τον Θεό με όλη τη διάνοιά σου». Το πιο σημαντικό πράγμα είναι η αγάπη, όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος: «αν δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε, ακόμη και αν κάνω θαύματα» (Α΄ Κορ. 13, 4). Και οι ίδιοι οι δαίμονες γνωρίζουν και είναι ικανοί να καταλάβουν τα πάντα, το ίδιο καλά όπως κι εμείς, αλλά δεν αγαπούν. Η αληθινή γνώση δεν αποκτάται με διανοητική προσπάθεια, ή με κάποια διανοητική πράξη. Η αληθινή γνώση αποκτάται μόνο με την ταπείνωση. Να είσαι συνέχεια σαν αυτόν που περιμένει το τρένο: ξέρει ότι φτάνει από στιγμή σε στιγμή και για αυτό βρίσκεται σε ετοιμότητα να ανεβεί αμέσως μόλις φτάσει.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Νοέμ 28, 2017 7:57 pm

ΙΕΡΕΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΤΟΝΙΔΗΣ
Εικόνα

Ό π. Ιωάννης Τοτονίδης είχε γεννηθή στη Σινώπη της Μ. Ασίας. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και διδάχθηκε να ψάλλει στην εκκλησία. Από παιδί ήταν φρόνιμος κι ευσεβής. Ή Μικρασιατική καταστροφή τον πήρε κι αυτόν στη δίνη της. Τον έβγαλε στα μέρη της Καστοριάς. Το 1928 έκαμε το γάμο του και τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερεύς. Τοποθετήθηκε εφημέριος στην ενορία Διποταμιας.
Ήξερε τα έφημεριακά καθήκοντα του και τα εκτελούσε με προθυμία. Γι' αυτό πήρε και το αξίωμα του πνευματικού. Ήξερε όμως και τις πατριωτικές του υποχρεώσεις. Και στην ειρήνη ήταν κοντά στους ενορίτες του μα και κατά τον πόλεμο κρατούσε μαζί τους το όπλο εναντίον των κατακτητών πρώτα κι υστέρα κατά των συμμοριτών. Στις ανάγκες των ενοριτών του ερχόταν πρώτος αυτός βοηθός κατά το μέτρο των δυνάμεων του, δίδοντας πρόθυμα από την πνευματική αλλά και υλική του παρακαταθήκη. Έτσι είχε κερδίσει την συμπάθεια και το σεβασμό όλων.
Το Μάρτιο του 47 είχε διαδοθεί ότι οι συμμορίτες θα κτυπούσαν το χωριό. Ό π. Ιωάννης δεν πήρε κανένα μέτρο προφυλάξεως. Και πραγματικά οι συμμορίτες ήρθαν στις 3 Απριλίου. Από λίγες μέρες πριν οι ενορίτες του είχαν αρχίσει να φεύγουν. Μια ομάδα απ' αυτούς φεύγοντας το βράδυ της 2 Απριλίου του φώναξαν να τούς ακολουθήσει. Ξημέρωνε Κυριακή κι ό π. Ιωάννης έμεινε για τη λειτουργία του.
Το βράδυ της Κυριακής εκείνης οι συμμορίτες έπιασαν τον ιερέα. Τον πήραν στην Κοτύλη όπου του έκαμαν πολλά βασανιστήρια. Τον έδειραν, του έβγαλαν τα γένια, τέλος τον έσφαξαν μπροστά στην Εκκλησία. Λένε ότι την ώρα του μαρτυρίου του είχε τη δύναμι της αγάπης να λέγει την προσευχή: «Σώσον ό Θεός τον λαόν σου...».
Διονυσίου Έπισ. Λήμνου «Πιστοί άχρι θανάτου»


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Δεκ 04, 2017 8:49 am

Ή ασκητική ζωή και ό μαρτυρικός θάνατος του ιερομόναχου ΑΝΔΡΕΑ από τα Κόμανα της Γεωργίας, φύλακος του τάφου του άγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Εικόνα

Τον Αύγουστο του 1992 ξέσπασε ένας σφοδρός εμφύλιος πόλεμος στη βορειοδυτική περιοχή της Γεωργίας, στην Αμπχαζία . Οι μουσουλμάνοι αυτονομιστές της Αμπχαζίας παίρνοντας συμμάχους από την Ανατολική Τουρκία, την κεντρική Ασία, την Συρία, την Ιορδανία, τη Ρωσία και την Ουκρανία, σκότωσαν 20.000 ανθρώπους και έδιωξαν 250.000 από την πατρίδα τους πεζούς. Ή κάποτε γνωστή για τις φυσικές ομορφιές της στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας Αμπχαζία, έγινε τόπος εθνικής καθάρσεως. Οι περισσότεροι εκδιωχθέντες ήταν Γεωργιανοί —οι όποιοι αποτελούσαν το 44% του πληθυσμού της περιοχής— όπως επίσης Αρμένιοι, Έσθονοί και Εβραίοι.
Με την κατάρρευση της σοβιετικής κυβερνήσεως στις αρχές της δεκαετίας του 90, στην περιοχή αυτή —πού είχε ήδη έμποτισθή από τις εθνικές διακρίσεις και την προπαγάνδα των σοβιετικών αρχών— δεν υπήρχε πλέον καμία απολυταρχική αρχή. Έτσι ή περιοχή έγινε θύμα εθνικών εχθροπραξιών, πού οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και άφησαν την Αμπχαζία θρυμματισμένη.
Από ένα τόσο πυκνό σκοτάδι όμως έλαμψε μια ακτίνα φωτός αποκαλύπτοντας τη δόξα του Θεού μέσα από τον ανθρώπινο πόνο. Ό π. Ανδρέας με την ασκητική ζωή του —πού ήταν σύμφωνη με τη ζωή των πατέρων της έρημου της πρώτης Εκκλησίας— έθεσε τα θεμέλια για τη μαρτυρική του θυσία προβάλλοντας την παρουσία του Θεού. Στα επόμενα άρθρα παρουσιάζουμε τόσο τούς ασκητικούς αγώνες του π. Ανδρέα όσο και το μαρτύριο του. Είθε ή ζωή του να μας εμπνέει να σηκώνουμε αγόγγυστα το σταυρό μας και να ακολουθούμε το παράδειγμα του Χριστού.
I. Νεανικά χρόνια και μεταστροφή στον Χριστιανισμό
Στις 3 Απριλίου του 1966 ή οικογένεια του ELGUDJA KURASHUILLI απέκτησε ένα αγόρι στο όποιο έδωσαν το όνομα Πάατα (ΡΑΑΤΑ). Ονομάστηκε έτσι, επειδή ένας πρόγονος της οικογένειας πού έφερε το όνομα αυτό θυσίασε τη ζωή του σ' έναν πόλεμο εναντίον των ειδωλολατρών.
Αν και ό πατέρας του Πάατα είχε γαλουχηθεί μέσα στην κομμουνιστική ιδεολογία, μεγάλωσε τα παιδιά του με τα ιδανικά της ειλικρίνειας και της αξιοπρέπειας. Τον καιρό πού υπήρχε ό κομμουνισμός στη Γεωργία ό ELGUDJA κατάφερε να διάσωση όλες τις εικόνες από την εκκλησία του χωριού και άλλες μεν να τις δώσει στον πατριάρχη Εφραίμ τον Β' και τις υπόλοιπες να τις φυλάξη στο τοπικό Εθνολογικό Μουσείο το όποιο είχε ιδρύσει ό ίδιος.
Ή μητέρα του Πάατα, ή LAMARA, δούλευε στο σπίτι ανατρέφοντας τα οκτώ παιδιά της, από τα οποία τα τέσσερα υπηρέτησαν την Εκκλησία• δυο αγόρια της έγιναν Ιερείς και δύο από τις κόρες μοναχές. Το παράδειγμα της ευγενείας της μητέρας άλλα και ή αγάπη της τα βοήθησε να πλησιάσουν το Θεό.
Ό Πάατα ήταν ένα ευγενικό αγόρι πού, αν και κάποιες φορές ήταν υπερήφανο και θυμώδες, ήταν πάντοτε δίκαιο. Μετά— την ογδόη τάξη συνέχισε την εκπαίδευση του σε τεχνικό σχολείο και παράλληλα δούλευε σ' ένα εργοστάσιο πού κατασκεύαζαν σύρματα. Τα περισσότερα χρήματα πού κέρδιζε από τη δουλειά του πήγαιναν στην οικογένεια του.
Ό Πάατα ήταν προικισμένος με φοβερή σωματική δύναμη. Στα γυμνασιακά του χρόνια ήταν πρωταθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης και του καράτε. Ή μελέτη δεν του άρεσε πολύ, αλλά αγαπούσε τη λογοτεχνία.
Με το πέρας των σπουδών του στο τεχνικό σχολείο γύρισε στο χωριό του το BAGRAT, στην Ίμερετία, και άρχισε να ζει μια συνηθισμένη ζωή έχοντας πολλούς φίλους και διασκεδάζοντας συχνά μαζί τους. Πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι τέτοια ζωή δεν τον ικανοποιούσε, και έτσι άρχισε να ψάχνει το θησαυρό της πνευματικής ζωής πού δεν είχε γνωρίσει ποτέ.
Στα 18 του χρόνια υπηρέτησε στο σοβιετικό στρατό και στάλθηκε στην Ουγγαρία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του έστελνε και λάμβανε πολλά γράμματα από την οικογένεια του. Ιδιαίτερα όμως χαιρόταν όταν λάμβανε από τη μητέρα του επιστολές οι όποιες ήταν γεμάτες ενδιαφέρον και μητρική αγάπη. Όταν απολύθηκε ό Πάατα, εξέφρασε όλη την εσωτερική του δυσαρέσκεια για το στράτευμα με το να μαζέψει όλα όσα είχε στο στρατό και να τα πετάξει στο ποτάμι, πνίγοντας μ' αυτό τον τρόπο όλες τις αναμνήσεις της στρατιωτικής του θητείας στα νερά του.
Εκείνη την εποχή ή ανεξαρτησία της Γεωργίας άνοιξε σε πολλούς το δρόμο για τη γνωριμία τους με την Εκκλησία. Στο χωριό ΒAGDATI υπήρχε μια Χριστιανική βιβλιοθήκη, πού είχε υπεύθυνο τον Ηλία ΚARKADZE, ό όποιος έγινε ό νονός του Πάατα , και τώρα είναι Ιερέας. Ό π. Ηλίας θυμάται ότι μία μέρα συνάντησε τον Πάατα και, μετά από μία σύντομη συνομιλία, ό Πάατα του ζήτησε βιβλία, επειδή είχε αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τη Χριστιανική πίστη. 'Αφού διάλεξε αρκετά βιβλία, πήγε σπίτι του και από κείνη τη στιγμή άρχισε να αλλάζει τρόπο ζωής. Διάβαζε για πάρα πολλές ώρες και δεν έβγαινε καθόλου έξω. Το ενδιαφέρον του για την πίστη μεγάλωνε και ή γνώσι του βάθαινε. Τα θεόπνευστα κείμενα τον άγγιξαν κατάβαθα, ώστε μία φορά, τόσο απορροφήθηκε από το θείο λόγο, πού δεν βγήκε από το σπίτι για μία εβδομάδα. Από εκείνη την περίοδο ό Πάατα άρχισε να ζει ασκητικά και με πολύ ζήλο, αποδοκιμάζοντας τις εφήμερες απολαύσεις. Έτσι προσέφερε όλη του τη νεότητα στο Χριστό.
Το 1991 ό Πάατα ανακάλυψε ότι ό «ιερέας» πού τον είχε βαπτίσει δεν ήταν χειροτονημένος, έτσι ζήτησε από τον φίλο του Ηλία να γίνει ό ανάδοχος του. Την ίδια χρονιά ό Πάατα πήγαινε για προσκύνημα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στην ΑDJATA και συγκεκριμένα στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα. Μετά την πρώτη του επίσκεψι στο μοναστήρι, ξαναγυρνά για δεύτερη φορά, αλλά αύτη τη φορά δεν θα ξαναφύγει, θα καθίσει εκεί.
Επισκεπτόμενος κάποτε την οικογένεια του αποσύρθηκε σε μια σπηλιά του χωριού και παρέμεινε εκεί μέσα δύο εβδομάδες εν προσευχή.
Ανήμερα των γενεθλίων του, στις 3 Απριλίου του 1992, έκάρη μοναχός παίρνοντας το όνομα του αποστόλου Ανδρέα, ό όποιος κάποτε είχε κηρύξει στην ΑDJATA. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς χειροτονείται Ιερεύς και ως ιερομόναχος αναλαμβάνει την ηγουμενία του μοναστηρίου.
Ό π. Ανδρέας είχε το δικό του κήπο. Τον καλλιεργούσε μόνος του και ή σοδειά ήταν αρκετή για τις ανάγκες του μοναστηρίου. Έψηνε ψωμί και έφτιαχνε ωραία πρόσφορα. Διάβαζε καθημερινά όλο το Ψαλτήρι και έκανε 200 μετάνοιες. Στη συνέχεια διάβαζε τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας και του αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου.
Για πέντε μήνες είχε αποκλειστεί στο μοναστήρι εξ αιτίας του χιονιού. Όλο εκείνο το διάστημα ό π. Ανδρέας προσευχόταν έντονα και έλεγε χαρακτηριστικά• «'Άν ξέραμε τί είναι ή απομόνωση αύτη, θα αφήναμε τα πάντα και θ' ακολουθούσαμε αυτή την οδό».
"Ή άσκηση του πατρός Ανδρέα ήταν πολύ αυστηρή• έτρωγε και κοιμόταν ελάχιστα, και στην πραγματικότητα κανείς δεν έπαιρνε είδηση πότε ξέκλεβε λίγο ύπνο. Δεν κοιμόταν ποτέ σε κρεβάτι. Συνήθιζε να κάθεται πάνω σε σανίδες κοντά στον τοίχο, να βάζει τα πόδια του στην καρέκλα, και έτσι να αναπαύεται. Ή ψυχή του επιζητούσε τη μόνωση, να ζει σε μέρος πού δεν υπήρχε άνθρωπος και να ζει εκεί σε μυστική συζήτησι με τον Ένα πού τον είχε καλέσει σε μια τόσο υψηλή αποστολή. Αρχικά, ό γέροντας του, π. Δανιήλ, του απαγόρευε να κάνη αυτού του είδους την άσκηση. Καθώς ό π. Ανδρέας προχωρούσε όμως στην ιερατική του πορεία, ποθούσε όλο και περισσότερο την ερημική ζωή. Απέφευγε να μιλά πολύ, τόσο με λαϊκούς όσο και με γυναίκες. Απαιτούσε την αυστηρότητα από τούς άλλους, επειδή πρώτα έδειξε αυστηρότητα στον εαυτό του.
[πηγή• περιοδικό «THE ORTHODOX WORD», τ. 218-219, σσ. 159-193 - μετάφραση• I. μονή Αγίου Αυγουστίνου Φλωρίνης]


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Δεκ 05, 2017 3:42 pm

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΕ ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ.
Εικόνα

Μεγαλόσχημος μοναχός Ιουβενάλιος Μπιρσάν Μοναστήρι Σλάτινα (1878-1968)

Γεννήθηκε στην κοινότητα Μαλίνι της επαρχίας Σουτσεάβας. Το 1923 ήλθε στο μοναστήρι Σλάτινα να γίνει μοναχός. Μέσα στην ψυχή του είχε ανάψει ό πόθος για τον Θεό. Στο βάπτισμα του επήρε το όνομα Ιωάννης.
Μετά από δύο χρόνια έκάρη μοναχός με το νέο όνομα Ίουβενάλιος. Άφ' ότου έγινε μοναχός, δεν δοκίμασε κρέας στην ζωή του. Ενώ γάλα και τυρί έτρωγε μόνο κάθε Σάββατο και Κυριακή. Τις άλλες ήμερες έτρωγε μόνο μία φορά την ήμερα, μετά τον Εσπερινό. Συνήθως έτρωγε λαχανικά, πατάτες και φρούτα. Λαδερό φαγητό δοκίμαζε Σάββατα και Κυριακές. Ζάχαρη δεν δοκίμασε στην ζωή του παρά μόνο μέλι.
Καθημερινή του υποχρεωτική ενασχόλησης ήτο ή ανάγνωσης του βιβλίου των Ψαλμών. Το βράδυ δεν έτρωγε, εάν πρώτα δεν είχε τελειώσει το Ψαλτήριο. Άρχιζε να το διαβάζει από το πρωί και το απόγευμα στις 4-5 το τελείωνε.
Ήτο μεγάλος αγωνιστής. Αγωνιζόταν να υποτάξει το σώμα στο πνεύμα. Γι' αυτό εκοιμάτο 3-4 ώρες την νύκτα. Το κρεβάτι του αποτελείτο από μία σανίδα χωρίς στρώμα. Είχε μόνο μία λεπτή κουβέρτα για να μη φαίνεται το σανίδι. Αντί για προσκέφαλο έβαζε μία πέτρα, την οποία σκέπαζε με την πετσέτα του προσώπου του, για να μη φαίνεται. Έτσι περίπου αγωνίσθηκε 50 έτη, χωρίς να αλλάξει σχεδόν σε τίποτε την μοναχική του τάξι. Την ίδια τάξι κράτησε και στις ακολουθίες της εκκλησίας. Μαρτυρούν οι Πατέρες, πού έζησαν τόσα χρόνια μαζί του, ότι ουδέποτε τον είδαν να απουσιάζει από τον όρθρο και την Θεία Λειτουργία στην εκκλησία. Επιθυμούσε να παραμένει μέσα στην εκκλησία για να συνομιλεί συνεχώς με τον Χριστό.
Ό π. Ίουβενάλιος δεν ήτο ψάλτης, ούτε λειτουργός στο Θυσιαστήριο, ούτε γνώριζε το τυπικό των ακολουθιών. Όμως ήτο μεγάλος αγωνιστής και εργάτης της νοεράς προσευχής. Προσευχόταν πάντοτε, στο κελί, στο διακόνημα, στην εκκλησία. Απέφευγε τούς ανθρώπους, τούς συγγενείς του και τούς επισκέπτες της Μονής, για να μη κοπή το νήμα των θείων νοημάτων πού αισθανόταν από την προσευχή. Καθημερινά φαινόταν ότι ή ψυχή του ήτο γεμάτη από ειρήνη, ό νους του καθαρός και το πρόσωπο του φωτεινό, διότι στην καρδιά του είχε ένθρονισθή το Άγιο Πνεύμα, πού του έδιδε χαρά, ησυχία και θεία παρηγοριά.
Στην εκκλησία προσευχόταν συχνά γονατιστός. Ποτέ δεν αποκοιμήθηκε μέσα στην εκκλησία. Ό νους του ήτο άγρυπνος και ή σκέψης του καθαρή. Τον ενοχλούσαν πολύ οι δαίμονες, χωρίς όμως να επιτύχουν κάποια νίκη εναντίον του, διότι τούς εδίωκε με την προσευχή και τούς ταπεινούς στοχασμούς του. Ολίγοι μοναχοί των ήμερων μας είχαν την ταπείνωση αυτού του μονάχου. Θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήτο άξιος της οργής του Θεού. Πάντοτε ενθυμείτο τον θάνατο και την φοβερή κρίσι. Πάντοτε κατηγορούσε τον εαυτό του. Ενθυμείτο τα αμαρτήματα του. Δεν δεχόταν στο νου του καμία κακή σκέψη για κάποιον άλλο και δεν κατέκρινε τούς άλλους αδελφούς. Με αυτά τα πνευματικά του αγωνίσματα είχε πάντοτε την χαρά στο πρόσωπο του, την πραότητα και την φωτεινότητα.
Κάθε Παρασκευή εξομολογείτο στον πνευματικό του και την Κυριακή κοινωνούσε των Άχραντων Μυστηρίων. Οι αδελφοί τον ρωτούσαν:
-Πάτερ Ίουβενάλιε, γιατί τρέχεις στο κελί σου κάθε φορά πού σε συναντάμε;
-Με περιμένει το Ψαλτήρι και δεν ημπορώ να το αφήσω μόνο του.
-Πες μας ένα ωφέλιμο λόγο, πάτερ.
-Συγχωρήσατε με, Πατέρες, είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Έρωτήστε τούς πνευματικούς σας Πατέρες.
Επί 25 χρόνια διακόνησε ό π. Ίουβενάλιος στην εκκλησία σαν δεύτερος διακονητής. Στην εκκλησία έμπαινε πρώτος και έφευγε τελευταίος. Είχε μεγάλη φροντίδα για τα καντήλια, τις εικόνες, τα κεριά. Τούς ιερείς τους σεβόταν. Τούς έκανε υπακοή και δεν ήθελε να λυπήσει κανέναν.
-Είναι μεγάλη αμαρτία να λειτουργεί ό ιερεύς με ταραχή πού προήλθε από εκείνον ή από άλλον μοναχό.
Κατόπιν διακόνησε το μοναστήρι του σαν προσφοράρης επί 12 χρόνια. Και εδώ έδειξε την ίδια φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα.
Ένα άλλο διακόνημα του ήτο να κάνη τα κόλλυβα της Μονής για τούς νεκρούς και τις μνήμες των Αγίων. Επί 19 χρόνια ασχολείτο με την προετοιμασία του σιταριού. Το έπλενε, το στέγνωνε, το έσπαζε και μετά το έβραζε.
Την νύκτα, όταν οι άλλοι Πατέρες εκοιμούντο, ό π. Ίουβενάλιος στούμπιζε το σιτάρι για να μη τον πιάνει ό ύπνος στο κελί του.
-Τί θόρυβος ακούγεται, πάτερ Ίουβενάλιε, την νύκτα στο κελί σου; Τον ερωτούσαν ενίοτε οι Πατέρες.
-Συγχωρέστε με, Πατέρες, όταν οι οφθαλμοί μου βαραίνουν από τον ύπνο, τότε αφήνω την ανάγνωση του Ψαλτηρίου και κτυπώ το σιτάρι για τα κόλλυβα. Μετά συνεχίζω το Ψαλτήρι. Οι Άγιοι για τούς οποίους φτιάχνω τα κόλλυβα, θα προσεύχονται στον θεό για την ψυχή μου και θα φύγει ό ύπνος και οι νοητοί εχθροί από μένα.
Αλλά το πιο αγαπητό διακόνημα του π. Ίουβεναλίου ήτο να κτυπά τις καμπάνες. Επί 50 περίπου χρόνια, αυτός έτρεχε «βολίδα», παρά την προχωρημένη του ηλικία στα γεράματα του, ημέρα και νύκτα για τις καμπάνες, τον κόπανο και τα σιδεράκια, προκειμένου να κατέβουν στις ακολουθίες οι Πατέρες.
Το έτος 1949 ό π. Ίουβενάλιος έκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Από τότε άρχισε ν' αγωνίζεται περισσότερο στην προσευχή, στην νηστεία και στην σιωπή όλη την ήμερα.
-Πάτερ Ίουβενάλιε, γιατί ή όσιότης σου, μας αποφεύγεις; τον ρωτούσαν οι Αδελφοί.
-Δεν γνωρίζετε ότι, όταν κάποιος γίνει μεγαλόσχημος μοναχός, δεν του επιτρέπεται να λέγει περισσότερες από επτά λέξεις την ήμερα; Δηλαδή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με»;
Ό π. Ίουβενάλιος δεν ήτο πρόθυμος να δίνη συμβουλές στους άλλους. Όμως τούς δίδασκε με την παρουσία του, την προσευχή του και το παράδειγμα της ζωής του.
Κάποια φορά είχαν συγκεντρωθεί πολλοί αδελφοί σ' ένα μπαλκόνι και συζητούσαν. Επήγε εκεί ό π. Ίουβενάλιος και άρχισε να λέγει την ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με». Παράλληλα έκαμε σε κάθε ευχή και τον σταυρό του με μία μικρή μετάνοια. Αμέσως οι αδελφοί σιώπησαν, ντροπιάστηκαν και αναχώρησαν έκαστος για το κελί του.
Άλλη φορά είδαν τον Γέροντα λυπημένο εκεί στην αυλή.
-Γιατί σήμερα είσαι στενοχωρημένος, πάτερ Ίουβενάλιε;
-Πώς να μην είμαι στενοχωρημένος; Σήμερα έκοβα το χόρτο στο λιβάδι και ακόμη δεν έχω τελειώσει το Ψαλτήρι. Αλλά δεν θα φάω μέχρι να το τελειώσω.
Συχνά ό διάβολος του προξενούσε στο κελί του πειρασμούς την ώρα της προσευχής. Κάποια φορά έφερε ό Γέροντας μία λεκάνη νερό για να πλυθεί. Αλλά την ώρα πού διάβαζε το Ψαλτήρι, ό διάβολος έχυσε όλο το νερό της λεκάνης επάνω του για να τον ταράξει. Άλλη φορά του έσβηνε το καντήλι, του έκρυβε το κομποσκοίνι, του έκλεινε το βιβλίο των Ψαλμών, του αναποδογύριζε το σκαμνί του, και άλλα παρόμοια του έκαμνε. Αλλά ό καλός αγωνιστής του Χριστού δεν έταράζετο, γνωρίζοντας τις πονηρίες του διαβόλου. Μόνο πολλές φορές τον μάλωνε, όταν ήταν μόνος του την νύκτα στο κελί του.
-Με ποιόν συνομιλούσες την νύκτα, πάτερ Ίουβενάλιε;
-"Εεε, λογομαχούσα με τον πονηρό, διότι τώρα τελευταία με επισκέπτεται συχνά.
Το καλοκαίρι του 1968, αναχώρησε για την αιώνια ανάπαυση, και έτσι λυτρώθηκε από τούς δεσμούς του σώματος, από τον κόσμο και τον διάβολο. Έκοιμήθη με θαυμαστό τρόπο. Δεν αρρώστησε καθόλου. Πάντοτε ήτο έτοιμος και περίμενε την ώρα αυτή.
Την ήμερα εκείνη πού έφυγε, ήτο γονατιστός στο κελί του και διάβαζε το Ψαλτήριο. Έξανα το πρόσωπο του έλαμψε και τότε παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Μερικοί πατέρες είδαν από το παράθυρο ένα φώς μέσα στο κελί του και, όταν μπήκαν μέσα, τον εύρισκαν πεθαμένο, γονατιστό και με το κεφάλι του στο βιβλίο των ψαλμών.
Μ' αυτό τον τρόπο αγωνίσθηκε και μετώκησε στην αιωνιότητα ό γέροντας Ίουβενάλιος, ό καμπανάρης του μοναστηρίου Σλάτινα.
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Δεκ 06, 2017 9:59 am

Ό Γέρων Ιερόθεος
Εικόνα

Γεννήθηκε το έτος 1915 σε ένα προάστιο τής Κωνσταντινουπόλεως ονόματι Μπεϊκόζ. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Ηρακλής και το επώνυμο του Ζαρζαβατάκης. Ήταν πολύ μικρός όταν ξεριζώθηκε, μαζί με τούς άλλους Μικρασιάτες και ήλθε με την οικογένεια του σ' ένα χωριό των Σερρών.
Είχε πολλές αναμνήσεις από το αλβανικό μέτωπο και τον εμφύλιο πόλεμο. Αρνήθηκε επίμονα ν' ακολουθήσει τ' αδέλφια του, που ήταν κομμουνιστές και άκουσε την Παναγία, πού τού μήνυσε να πάει να βρει τους εθνικόφρονες στρατιώτες. Πάντοτε παρακαλούσε θερμά την Κυρία Θεοτόκο να τον οδηγήσει «εις οδό σωτηρίας» και με τη μεσολάβηση και συμβολή της να «πάει στο τάγμα», απομακρύνθηκε τραυματισμένος από το βουλγαρικό μέτωπο.
Το 1948 φωτίσθηκε από τον Θεό και οδηγήθηκε στο Περιβόλι της Παναγίας. Στην αρχή έμεινε για ένα χρόνο και πλέον δόκιμος Στην ιερά μονή Γρηγορίου. Εκεί είχε την ιδιαίτερη ευλογία να γηροκομήσει τον ενάρετο Προηγούμενο Αθανάσιο (+1953), από τον όποιο πήρε τις πρώτες μοναχικές κατευθύνσεις, για ουράνιες ανατάσεις, τις όποιες ακολούθησε πιστά σε
όλη τη μετέπειτα ζωή του στο Άγιον Όρος. Μη υποφέροντας τη στενότητα τού χώρου της μονής έβαλε μετάνοια στον καθηγούμενο και στους πατέρες και αναχώρησε, αναζητώντας τη μονότροπη ζωή της ησυχίας που ποθούσε. Μετά από σύντομη διαμονή στη μονή Κουτλουμουσίου μετέβη Στην ερημική περιοχή της Καψάλας. Κατόπιν φιλοξενήθηκε για αρκετά χρόνια στο Διονυσιάτικο Κελί του Αγίου Δημητρίου παρά τις Καρυές και σ' ένα Κουτλουμουσιανό ξεροκάλυβο.
Όλη ή ζωή του χαρακτηριζόταν από μεγάλη ξενιτεία και μυστικότητα. Τον κοσμούσε ή ταπεινότητα της αφάνειας και της άδοξίας. Τη ζωή αυτή την επεδίωκε συνειδητά, για να προσεύχεται συνεχώς «μόνος μόνω τω Θεώ» και να είναι απερίσπαστος και αμέριστος. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της επίγειας ζωής του Τα έζησε στο Χιλανδαρινό Κελί τού Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη.
Εδώ φάνηκε ή μοναχική του καλλιέργεια στην όλη βιωτή του, ή οποία δίδασκε ωφέλιμα τους αδελφούς, δίχως ό 'ίδιος να το κατανοεί. Παρά την αρκετά προχωρημένη ηλικία του συμμετείχε με ζήλο σε όλες τις καθημερινές, πολύωρες, ιερές ακολουθίες και τις θείες λειτουργίες και τις αγρυπνίες. Διακρινόταν για το άψογο κοινοβιακό του πνεύμα και τη μεγάλη του αγάπη στην Παναγία, στην 'Ορθοδοξία, ιδιαίτερα τη μόνωση και την ησυχία. Όλη την ημέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσεύχεται με το κομποσκοίνι η ψάλλοντας. Σαν παιδί, όρθιος, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, της απηύθυνε τους Χαιρετισμούς και τις Παρακλήσεις της. Όταν έχασε το φως του από καταρράκτη των ματιών του, έπείσθη με δυσκολία να βγει στον κόσμο για εγχείρηση. Το δέχθηκε για να Μη κουράζει τους αδελφούς, αφού για 38 ολόκληρα χρόνια δεν είχε κατέβει ούτε μέχρι το λιμάνι της Δάφνης του Αγίου Όρους.
Έκοιμήθη εν Κυρίω ήσυχα και ειρηνικά στις 5 Μαΐου τού 2010 σε ηλικία 95 ετών, μετά από σύντομη ασθένεια, εν πλήρει συνείδηση, λίγες ώρες μετά την τέλεση τού θείου και ιερού μυστηρίου τού ευχελαίου και τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας. Στην έξόδιο ακολουθία του προέστη ό θεοφιλέστατος επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος και πλήθος ιερέων και μοναχών. Να έχουμε όλη την ευχή του. 10.6.2010 Σ. Μ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Δεκ 07, 2017 10:15 am

Μοναχός Ιωακείμ Βατοπαιδινός.
Εικόνα

Απεβίωσε εν τη μονή Βατοπαιδίου ό γηραιός Ιωακείμ μοναχός.
Απεβίωσε εν τη Μονή Βατοπαιδίου τη 30ή Ιουνίου 2011 ό γηραιός αδελφός της Μονής Ιωακείμ Μοναχός, κατά κόσμο Τοφαλλίδης Χατζηευστράτιος του Ιωάννου και της Ειρήνης, άγων το 94ον έτος της ηλικίας του. Ούτος εγεννήθη τη 15.11.1917 εν τινι χωρίω της Λευκωσίας Κύπρου καλούμενο μονοσύλλαβος «Σιά». Προσήλθεν εν χηρεία εν τη Μονή τη 6.10.1992 και εκάρη Μοναχός τη 15.8.1993.
Ήτο απόφοιτος του Δημοτικού σχολείου, ήτο γόνος πάμπτωχου αλλά ευσεβέστατου οικογενείας. Ένεκα του ότι παιδιόθεν εδόθη εις την υπηρεσία ενός Τούρκου κουρέως, έμαθε την τουρκική γλώσσα την οποίαν έδιδάχθη αργότερο απταίστως εξ ιδίας προσπάθειας άφορμηθείς εξ ενός εγχειριδίου γραμματικής, το όποιον έπεσε τυχαίως εις τα χείρας του και εις τόσον καλόν βαθμό ώστε όταν την ομιλεί έδιδε την εντυπωσιν ότι ήτο ή μητρική του γλώσσα.
Ώς νέος ήτο σωφρονέστατος παρά τας προκλήσεις του περιβάλλοντος του. Ότε διετέλει εν μνηστεία, ή μνηστή του εδυσαρεστήθη μετά της οικογενείας της και αντιθέτως προς τα ήθη της εποχής ήλθε να κατοίκηση μετ' αυτού. Και ως ό ίδιος μαρτυρεί, επί ενάμισι έτος εκοιμώντο εις την αυτήν κλίνη χωρίς να εγγίση ό εις του άλλου. Ενυμφεύθη, πλήν δεν απέκτησε τέκνα. Αργότερον υιοθέτησε μίαν θυγατέρα.
Ώς λαϊκός εχαρακτηρίζετο διά τήν σωφροσύνη και σεμνότητα, την οποίαν διετήρει μετ' αυστηρότατος, παρά τας πολλάς συναναστροφάς τας οποίας είχε εκ των πολλών δραστηριοτήτων του και παρά το εύθυμο και ευπροσήγορο του χαρακτήρος του. Ώς ξεναγός εις τα διάφορα προσκυνήματα ήτο αμίμητος, παρέχων ουχί μόνον ιστορικός και γεωγραφικός πληροφορίας, αλλά και εμπνέων την ευλάβεια και πολλάκις κατάνυξιν. Διηγήτο πολλάκις ιστορίας και εύθυμα ανέκδοτα πλην διετήρει πάντοτε την σεμνότητα.
Ήτο επίσης λίαν ελεήμων προσφέρων ικανά ποσά εις ορφανά και πτωχούς, και όπου συναντά την πτωχεία ήτο αδύνατον να μη βοηθήσει. Ήτο προοδευτικός και εφευρετικός διερχόμενος πάσαν ασχολία, όπως εμπόριο, κτηνοτροφία, γεωργία, οικοδομική, καλλιέργεια δενδρυλλίων τα οποία έπώλει. Αργότερο συνέστησε άτυπο τουριστικό γραφείο διά του οποίου (ουχί προς κερδοσκοπία) συνεκρότει προσκυνηματικάς έκδρομάς εις Ιεροσόλυμα, τους άλλους Αγίους Τόπους και εις άλλα προσκυνήματα. Εν γένει ήτο λίαν δραστήριος άνθρωπος και ένεκα τούτου πολλά χρήματα και ακίνητος περιουσία περιήλθον εις την κατοχή του, τα πλείστα των οποίων «επένδυσε» εις κοινωφελείς σκοπούς εις το χωρίον του και άλλου.
Όταν προσήλθε εις την Μονήν ητο ήδη ετών 75, πλην ειργάζετο εις χειρονακτικός εργασίας ως να ητο 30ετής. Εις την Μονήν αλλά κυρίως εις το Μετόχιο του Αγίου Νικολάου εις Μπουρού, όπου υπηρέτησε επί δέκα και πλέον έτη, είναι εμφανείς οι κόποι του (επιδιόρθωσης κήπων και πεζουλιών, φύτευμα δένδρων και θάμνων κ.ά.).
Ως μοναχός χαρακτηρίζετε υπό της ευλάβειας, της φιλακολουθίας, της κατανύξεως και της ειλικρινούς μετανοίας. Ως μαρτυρεί ό Ηγούμενος όταν συνέβη καμία φοράν να τον παρατήρηση εις κάτι, κατόπιν προσήρχετο ιδιαιτέρως και έζήτει συγχωρησιν μετά δακρύων. Οσάκις ήκουε ωραίας ψαλμωδίας ή το Άξιον εστίν και όταν έκοινώνει ητο πάντοτε δακρύων. Πλην ητο πάντοτε χαρίεις εις την συναναστροφήν μετά των πατέρων και είχε μίαν νεανικήν ευστροφία μετά σεμνής άστειότητος εις τους λόγους του.
Μέχρι δύο-τριών μηνών προ της τελευτής του ητο υγιέστατος και αυτοσυντηρούμενος και κατερχόμενος πρώτος εις την ακολουθία. Άπεβίωσεν άνευ τινός ιδιαιτέρας ασθενείας αλλά μάλλον εξ αδυναμίας του γήρατος. Μέχρι τελευταίας αναπνοής είχε σώας τας φρένας και έξέπνευσεν ησύχως αφού εποίησε προηγουμένως το σημείο του Σταυρού. Έκοιμήθη την ημέρα της Συνάξεως των αγίων Δώδεκα Αποστόλων, καθ' ην ώραν άνεγινώσκετο ό Άμωμος εις το Μεσονυκτικόν του Καθολικού της Ιεράς ημών Μονής.
μοναχός Ανδρέας Βατοπαιδινός


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Δεκ 08, 2017 8:50 am

ΙΕΡΟΜΑΝΑΧΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΒΕΡΚΑΙΟΣ (1914-2007) 2

Ιερομόναχου Δαβίδ της Συνοδείας των Άβερκαίων Χιλανδαρινού Κελλίου Αρχαγγέλων Καρυών

Εικόνα


Στις Καρυές υπάρχει ή αδελφότητα των Ίωσαφαίων. Οι γεροντάδες οι Σιφναίοι, πού ήταν και αδέλφια κατά σάρκα, ήταν θείοι του, συγγενείς τού πατέρα του. Όμως ποτέ δεν τούς είπε ότι «είμαι ανεψιός σας», ότι «είμαστε συγγενείς», μόνο και μόνο για ξενιτειά.
Όταν κοιμήθηκε ό Γέροντας του, το 1943, έμεινε γέροντας ό δεύτερος στη σειρά, ό π. Γεώργιος. Τον τιμούσε και τον σεβόταν σαν Γέροντα του, παρ' ότι ήταν παραδελφοί. Πάντοτε έλεγε: «Ό δεύτερος Γέροντας μου». Και έκανε υπακοή -αν και ήταν και λίγο δύσκολος ό π. Γεώργιος- φοβερή υπακοή. Αν και είχαν πολλές φορές παράπονα, ποτέ δεν εκφράστηκε εναντίον του. Ποτέ! Ποτέ! Να πή κάτι, π.χ. ότι «έχουμε αυτό το παράπονο», ότι «μάς δυσκολεύει». Ποτέ δεν εκφράστηκε. Πάντα με πολύ σεβασμό και με πολλή ευλάβεια στο πρόσωπο και τού δεύτερου Γέροντα.


Στο κελί του είχε τέτοια ακτημοσύνη, πού, όταν κοιμήθηκε, μόνο το Μ. Ωρολόγιο και την Κ. Διαθήκη βρήκαμε τίποτε άλλο. Κάτι χρήσιμο δηλαδή, πού θα μπορούσαμε να το κρατήσουμε για ενθύμιο. Είχε πέντε κουρέλια, συνειδητά όμως. Πέντε κουρέλια για να σκεπάζει τον εαυτό του. Ήταν Γέροντας στο κελί και εν τούτοις δεν ήξερε τί καλά-καλά έχει στο κελί. Τέτοια ακτημοσύνη είχε στην ζωή του. Και αγαπούσε πραγματικά την ακτημοσύνη και τα κουρέλια του. Όταν κάποτε τού έφτιαξα ένα καλό ζωστικό, δεν το φόρεσε. Μού είπε: «Εγώ, παπά μου, δεν χρειάζομαι τίποτε τώρα. Έχω τα δικά μου εδώ φοράω τα δικά μου». Δεν ήθελε να άπαρνηθή την πτωχεία και αυτά τα άπλά πράγματα πού είχε.


Μάς συγκινούσε, όταν τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω από τις πόρτες να κάνη τα πνευματικά του, τον κανόνα του. Πολλές φορές σηκωνόμουν λίγο νωρίς το βράδυ και έβλεπα το φώς του να είναι αναμμένο πριν την Ακολουθία, πριν την Θ. Λειτουργία, για να κάνη τα πνευματικά του. Πάντα κρυβόταν και έκανε -μέχρι πού κοιμήθηκε- τον κανόνα του και τα πνευματικά του. Τον κανόνα πού τού είχε βάλει ό Γέροντας του τον τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ήταν συνεχώς προσευχόμενος. Και εμείς αυτό βλέπαμε. Βέβαια έκρυβε επιμελώς πολλά πράγματα από την ζωή του. Όταν ήθελε να μας ωφελήσει, μας έλεγε κάποια πράγματα από την ζωή τού Γέροντα του, όχι από τον εαυτό του. Έκρυβε συνεχώς την αρετή του. Και δεν τον θυμάμαι ποτέ να ασχολήθηκε με κάποιον άνθρωπο ή να άργολογήση ή να κατακρίνει. Ποτέ δεν θυμάμαι στα έφτά χρόνια πού έζησα μαζί του να έκανε κάτι τέτοιο.
Πάντα μας έλεγε να αγαπάμε την καλογερική μας, να αγαπάμε τον κανόνα μας, να αγαπάμε την Εκκλησία.


Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν πρωτοπήγα στο κελί των Αρχαγγέλων και γνώρισα για πρώτη φορά τον Γέροντα, μού έμεινε στην ψυχή αυτή ή πρώτη συνάντησι. Έψαχνα να βρω κάποιο κελί για να μείνω. Όταν τού είπα τον σκοπό της επισκέψεως μου, μού είπε: «Κοίταξε να δεις, παπά μου. 'Αν ήλθες να συζητήσουμε κάτι τέτοιο, σε παρακαλώ πολύ, πρώτα-πρώτα να πάμε να κάνουμε Παράκληση στους Γεροντάδες τού κελίου μας -εννοούσε τούς Αγίους Αρχαγγέλους- και, ότι έχουμε να πούμε, θα το πούμε μετά. Διότι οι συναλλαγές οι δικές μας δεν είναι εμπορικές, είναι πνευματικές, και πρέπει πρώτα από τούς Γεροντάδες μας
να ξεκινάμε. Να κάνουμε Παράκληση στους Αγίους Αρχαγγέλους και, ότι έχουμε να πούμε, να το πούμε μετά και, ότι μιλήσουν στην καρδιά μας, αυτό θα κάνουμε». Έτσι θυμάμαι ότι είχαμε κάνει, και αυτές οι φράσεις του έγιναν ή αιτία να μείνω στο κελί. Τις είδα με σεβασμό. Είδα την ευλάβεια του και την αγάπη του στην Εκκλησία και τούς Αγίους και αυτό με έκανε να μείνω στο κελί.


Αυτό πού τον ανέπαυε και μάς τόνιζε συχνά ήταν να μην ασχολούμαστε με τα κοσμικά και με το τί κάνουν οι άλλοι. Πάντα μάς έλεγε για την αγάπη προς τούς άλλους, για την προσευχή και για τα πνευματικά. Να κοιτάμε μόνον την ψυχή μας και τα πνευματικά μας. Να μην έχουμε εξωστρέφεια, να μην αγαπάμε τις ανώφελες συζητήσεις και τα πολλά λόγια και να μην κατακρίνουμε τούς άλλους, αλλά να είμαστε πάντα στραμμένοι στον εαυτό μας, να αγαπάμε την ψυχή μας και να ασχολούμαστε με τα πνευματικά. Αυτή τη σειρά είχε πάρει από τον Γέροντα του.


Ιδιαίτερα μάς τόνιζε την αγάπη προς την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αγαπήστε την Ακολουθία στην Εκκλησία, διότι γι' αυτό το πράγμα ήρθαμε εμείς εδώ». Άλλοτε πάλι μού έλεγε: «Ένα πράγμα σε παρακαλώ: Δεν θέλω να σβήσει το καντήλι των Αρχαγγέλων και ή πόρτα της Εκκλησίας να πιάσει αράχνες. Εμείς ανάβαμε ένα κεράκι και παρακαλούσαμε τούς Αγίους Αρχαγγέλους να μάς φέρουν έναν άνθρωπο, διότι εμείς αγαπήσαμε αυτή την Εκκλησία, αγαπήσαμε τούς Αγίους Αρχαγγέλους, αγαπήσαμε την Ακολουθία και την Εκκλησία και δεν θέλουμε να κλείσει ή Εκκλησία. Εμάς και να μη μάς δώσεις ένα πιάτο φαΐ, και να μη μάς δώσεις ένα ποτήρι νερό, και να μάς παρατήσεις, και να μη μάς κοιτάξεις, να μη μάς γηροκομήσεις, αν κοιτάξεις την Εκκλησία και αγαπήσεις την Εκκλησία και ανάβεις το καντήλι της Εκκλησίας και δεν πιάσει αράχνες ή πόρτα της Εκκλησίας, αυτή θα είναι ή δική μας χαρά και ή δική μας ευχαρίστηση».


Ήταν Γέροντας του κελιού και, όταν πολλές φορές πηγαίναμε να πάρουμε ευλογία για κάτι, είχε τόση ταπείνωση, πού έλεγε: «Παιδί μου, εσύ είσαι νοικοκύρης τώρα κάνε εσύ το κουμάντο σου από μένα έχει ευλογία. Έμενα, αν μου δώσεις ένα πιάτο φαΐ, θα το φάω. 'Αν δεν μου δώσεις, πάλι θα είμαι ευχαριστημένος. Θα είμαι εδώ πέρα και θα κάνω το κομποσκοίνι μου και δεν θα με στενόχωρη τίποτε. Απλώς, σε παρακαλώ, την Εκκλησία. Μην αφήσετε την Εκκλησία». Ό πόνος του ήταν ή Εκκλησία και ή Ακολουθία. Θυμάμαι μάλιστα ότι τις τελευταίες μέρες του πριν κοιμηθεί, πού είχε αρχίσει λίγο να παθαίνει αμνησία, ερχόταν στα κελιά μας πολλές φορές την νύχτα, χτύπαγε την πόρτα κατά τις 11 ή 12 το βράδυ λέγοντας: «Πατέρες, Ακολουθία. Δεν θα διαβάσουμε Ακολουθία;» Παρ' ότι είχε αρχίσει να ξεχνά, τίποτε άλλο δεν είχε στον νου του. Μόνο την Ακολουθία. Να μην αφήσουμε την Ακολουθία. Και πάντα μάς προέτρεπε γι' αυτό το πράγμα. Πάντα για τα πνευματικά και για τον κανόνα μας. Έλεγε ακόμη, ότι πρέπει να διαβάζουμε συνεχώς τα πατερικά βιβλία και τον Ευεργετικό να μη τα αφήνουμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, επειδή ήταν γεροντάκι και δεν μπορούσε να κάνη τίποτε, καθόταν όλη μέρα σε μια καρέκλα κρατώντας στα χέρια του τα πατερικά βιβλία ή τον Συναξαριστή και διαβάζοντας πάντα κάτι.


Παλαιότερα, πριν πάμε εμείς, όταν ήταν τα δύο γεροντάκια μόνα τους, τις Κυριακές, επειδή ήταν αργία και δεν είχαν δουλειές, έβγαιναν το καλοκαίρι στον κήπο σ' έναν ήσκιο κάτω από ένα δέντρο και ό ένας παππούς διάβαζε στον άλλο το Κυριακοδρόμιο. Έβαζαν ανάγνωση ό ένας στον άλλο, για να ωφελούνται πνευματικά.
Ό π. Γαβριήλ μάς έλεγε, ότι στην συνοδεία τους παλαιότερα είχαν και έναν άλλο μοναχό, πολύ απλό, τον γέρο-Κοσμά. Μετά την κοίμηση του Γέροντα τους, του π. Αβέρκιου, ήταν σειρά του να γίνει Γέροντας του κελιού. Από ταπείνωση όμως προέτρεψε τον π. Γαβριήλ να αναλάβει αυτός. 

Για τον γέρο-Κοσμά έλεγε και ό θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, ότι οι πατέρες πού τον γνώρισαν στις Καρυές τον έλεγαν «κανόνα υπακοής». Δηλαδή, δεν είχαν δει άλλον να κάνη τόση υπακοή στον Γέροντα του όση αυτός. Μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, ότι όταν ό Γέροντας του, ό π. Αβέρκιος, έφθασε στα τελευταία του, κάλεσε όλη την Συνοδεία του δίπλα στο κρεβάτι του και τούς έδωσε τις τελευταίες συμβουλές του. Στην συνέχεια ζήτησε να τον ανασηκώσουν λίγο από το κρεβάτι, φώναξε κοντά του τον π. Κοσμά, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: «Παιδί μου, κανένας άλλος δεν ευαρέστησε την ψυχή μου όσο εσύ με την υπακοή σου». Αλλά και ό π. Γαβριήλ μάς έλεγε, ότι πάρα πολύ ωφελήθηκε από αυτόν τον άνθρωπο. Πριν τού πεις κάτι, έλεγε: «Νάναι ευλογημένο». Είχε κάνει υπακοή και πριν ακόμη του πουν τί χρειάζεται.
Στην συνοδεία τους είχαν και κάποιον άλλο μοναχό, τον π. Νεόφυτο, πού ήταν άνθρωπος τού Θεού, πολύ ασκητικός και αγωνιστής μοναχός. Κάποτε ένας μοναχός είχε έλθει να φιλοξενηθεί στο κελί τους και ζήτησε από τον π. Νεόφυτο τα «Ασκητικά» του άββά Ισαάκ του Σύρου. Ό π. Νεόφυτος του έδωσε το βιβλίο. Κάποια στιγμή πού πέρασε από το Αρχονταρίκι, είδε τον επισκέπτη μοναχό να διαβάζει το βιβλίο ξαπλωμένος στο κρεβάτι και τυλιγμένος με τις κουβέρτες. Του έβαλε τότε τις φωνές λέγοντας του: «Παιδί μου, τί κάνεις εκεί πέρα; Για μάς τούς μοναχούς ό άββάς Ισαάκ είναι το Ευαγγέλιο μας. Όρθιος πρέπει να διαβάζει κανείς τον άββά Ισαάκ, ούτε καν καθιστός, όχι εσύ πού τον διαβάζεις μέσα στις κουβέρτες». Είχαν πάρει όλοι τους πολύ καλή σειρά από τον Γέροντα τους και αυτήν τήρησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους.


Κάτι άλλο, πού θα ήθελα να καταθέσω για τον μακαριστό Γέροντα π. Γαβριήλ, ήταν ή ευλάβεια του στην Θ. Λειτουργία. Όταν πλέον γέρασε και δεν μπορούσε να λειτουργή ό ίδιος, λειτουργούσαμε εμείς, πού ήμασταν πολύ νεώτεροι του, ή άλλοι νέοι ιερομόναχοι. Όλους μάς συνέτριβε το γεγονός ότι, όταν πηγαίναμε να του βάλουμε μετάνοια για να πάρουμε καιρό, ό π. Γαβριήλ έβαζε πρώτος μετάνοια μέχρι κάτω και φιλούσε το χέρι τού παπά. Και αν ό παπάς δεν του έδινε το χέρι του, με παράπονο τον παρακαλούσε: «Σε παρακαλώ, δώσε μου το χέρι σου». Και ποτέ δεν άφησε παπά να λειτουργήσει, προτού να τού φιλήσει το χέρι του, παρ' ότι ήταν γέρος 97 ετών.


Όταν έμπαινε στο ιερό μέσα για να κοινωνήσει, ήταν πάντοτε συντετριμμένος. Κοινωνούσε με πολλή ευλάβεια, και μετά δακρύων πολλές φορές. Όμως το πρώτο πράγμα πού έκανε μόλις έμπαινε στο ιερό ήταν να βάλει μετάνοια, προτού κοινωνήσει, στον Λειτουργό και να του φιλήσει το χέρι. Μάλιστα θυμάμαι και μένα. πού ήμουν υποτακτικός του, όσες φορές αρνήθηκα να του δώσω το χέρι μου, με μάλωσε. Πρώτα έβαζε μετάνοια στον Λειτουργό, φιλούσε το χέρι του και μετά κοινωνούσε με πολλή ευλάβεια, συντριβή και σεβασμό.
Τα τελευταία χρόνια δεν μνημόνευαν στις Καρυές το όνομα του Πατριάρχη -του Αθηναγόρα- και μαζί με αυτούς δεν μνημόνευε και ή συνοδεία του π. Γαβριήλ. Όταν όμως πήγαμε εμείς στο κελί, του είπα: «Εγώ, Γέροντα, μνημονεύω». Μου λέει: «Σού είπα, παιδί μου, εγώ τίποτε; Εσύ να μνημονεύεις. Εμείς τότε είχαμε σταματήσει, επειδή είχαν δημιουργηθεί κάποια προβλήματα και τότε σταμάτησαν όλοι οι πατέρες να μνημονεύουν». Είχε όμως πολύ πόθο να κατέβη στο
Πρωτάτο. 

Όταν τον πρωτοπήγα στον ναό του Πρωτάτου για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αφ' ότου σταμάτησε να πηγαίνει, -θυμάμαι ήταν Πάσχα, στην Αγάπη- έβαλε τα κλάματα, συγκινήθηκε. Δεν μπορούσε να πάει μόνος του και τον πήγαμε εμείς. Στον θρόνο ήταν ό θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος. Το πρώτο πράγμα πού έκανε ήταν να πάει να φιλήσει το χέρι τού Δεσπότη. Τον Ροδοστόλου τον ευλαβείτο, τον αγαπούσε και τον σεβότανε πολύ. Έλεγε: «Αυτός ό Δεσπότης είναι δικός μας Δεσπότης». Άλλη χρονιά πήγαμε το Πάσχα στο Πρωτάτο, έβαλε πετραχήλι και κοινώνησε από τα χέρια τού αγίου Ροδοστόλου. Πόνεσε βέβαια ή καρδιά του, όταν είδε το Πρωτάτο γεμάτο με όλα αυτά τα σίδερα. "Έλεγε: «Εμείς το Πρωτάτο το γνωρίσαμε διαφορετικά. Ό ναός τού Πρωτάτου ήταν για μάς μεγάλο Πανεπιστήμιο. Ότι μάθαμε, το μάθαμε στον ναό τού Πρωτάτου, στο Πανεπιστήμιο αυτό πού λέγεται Πρωτάτο. Και τις Ακολουθίες, και να διαβάζουμε». Γιατί έκανε και αναγνώστης και ψάλτης και εφημέριος. Αγαπούσε το Πρωτάτο σαν ένα κομμάτι της ζωής του, όπως έλεγε.
Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του τον επισκέφτηκαν βασανιστικές αρρώστιες. Είχε βέβαια ένα πόδι του πρησμένο, πού έτρεχε πύον, όταν πήγα στο κελί. Όμως τον περισσότερο πόνο τον είχε στο μάτι. Είχε ξεκινήσει ένα καρκίνωμα από το δέρμα τού προσώπου κοντά στο δεξί του μάτι και σιγά-σιγά επεκτάθηκε, κατέφαγε τελείως το μάτι, όπως και το γειτονικό κόκκαλο. Όμως ποτέ δεν τον εμπόδισε αυτό το πράγμα. Αν και είχε σκληρούς πόνους, έκανε πολύ μεγάλη υπομονή. Ποτέ δεν τον ακούσαμε να γογγύσει ή να παραπονεθεί για την κατάσταση του. Εμάς ένας πυρετός μάς πιάνει καμιά φορά και χαλάμε τον κόσμο. Ό παππούς όμως παρά τούς δυνατούς πόνους, παρ' ότι υπέφερε πολύ, και από το πόδι, αλλά κυρίως από το μάτι, δεν είπε ποτέ ένα "αχ!". Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και όσες φορές προσπαθούσα να τού περιποιηθώ το μάτι και το πίεζα λίγο, δεν παραπονιόταν ποτέ!


Αλλά και τα πνευματικά του και τον κανόνα του δεν άφησε ποτέ. Πόλλω μάλλον δεν άφησε την Ακολουθία του. Με ένα μάτι καθόταν πάνω από τα βιβλία και διάβαζε την Ακολουθία και τούς Κανόνες. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά την ώρα τού Εσπερινού, επειδή ήμουν λίγο κουρασμένος, διάβαζα λίγο νυσταγμένα και βαριεστημένα το Ψαλτήρι. Με πολύ καλό τρόπο μού λέει ό Γέροντας: «Παπά, είσαι κουρασμένος;». Τού λέω: «Ναι, Γέροντα». «Έ! Άσε, παιδί μου, να διαβάσουμε το Ψαλτήρι εμείς. Κάτσε, ξεκουράσου. Γιατί για μάς το Ψαλτήρι είναι προσευχή. 'Εσύ το διαβάζεις, όπως μάς έλεγε ό Γέροντας μας "φύγε κακό από τα μάτια μου"». Και με σταμάτησε με καλό τρόπο και έκατσε στο στασίδι και το συνέχισε. "Ήθελε δηλαδή στην Εκκλησία να υπάρχει τέτοια ακρίβεια και να διαβάζουμε τις Ακολουθίες με τέτοια ακρίβεια. Και να τηρούνται με ευλάβεια όλα τα τυπικά.


Το γεγονός της επανδρώσεως του κελιού των Αρχαγγέλων το χαιρόταν πάρα πολύ. Θυμάμαι την χαρά πού έκανε κατά την πρώτη πανηγύρι πού τελέσαμε, επειδή είχαν χρόνια να κάνουν πανηγύρι. Θυμόταν πού γιόρταζαν παλιά τούς Αρχαγγέλους στο κελί τους, τότε πού ζούσε ό Γέροντας του, και χαιρόταν σαν μικρό παιδάκι. Για πολύ καιρό μετά διηγιόταν για την εορτή, εκδηλώνοντας έτσι την μεγάλη του χαρά. Όταν τού είπαμε κάποτε να κάνουμε μνημόσυνο για τούς Γεροντάδες του, για τούς οποίους είχαμε ακούσει τόσο πολλά συγκινητικά πράγματα, έκλαιε σαν μικρό παιδί, γιατί θα τούς τιμούσαμε, και μάλιστα τον Γέροντα του π. Αβέρκιο, τον όποιο σεβόταν βαθύτατα και αγαπούσε πάρα πολύ μέχρι τέλους. Μέχρι πού έφυγε από την ζωή αυτή, για τον Γέροντα του μιλούσε. Έλεγε χαρακτηριστικά με πολλή ταπείνωση και ευγνωμοσύνη: «Ότι έχω στον εαυτό μου και ότι είμαι το οφείλω στον Γέροντα μου. Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου. Ότι είμαι το οφείλω στον Γέροντα μου π. Αβέρκιο».
Δεν ήθελε να τον επαινούν και να τον δοξάζουν. Θυμάμαι την πρώτη χρονιά, πού τού είπαν, κατά την συνήθεια, μετά την Πανηγύρι το Πολυχρόνιο. Μού λέει: «Παπά, σε σένα να πούνε το πολυχρόνιο. Τί το λένε σε μένα; Εγώ δεν θέλω τέτοια πράγματα. Γέρασα τώρα. Εγώ περιμένω το τραίνο το Εξπρές για να φύγω. Δεν μού χρειάζονται πολυχρόνια. Εγώ θέλω να πάω κοντά στον Θεό τώρα. Τί τα θέλω εγώ τα πολυχρόνια και τα πολλά χρόνια; Εγώ θέλω να πάω κοντά στον Χριστό, να ζήσω μαζί με τον Χριστό, αν τα καταφέρω. 'Αν και οι βαλίτσες μου είναι άδειες, όμως πιστεύω το έλεος τού Θεού κάτι να κάνη και για μένα. Όλοι ελπίζουμε στο άπειρο έλεος τού Θεού, οπότε για μένα τα πολυχρόνια είναι περιττά».


Ποτέ δεν τον είδα να φοβάται τον θάνατο. Πάντα έλεγε: «Εγώ να! Τώρα θα φύγω ευχαριστημένος. Θα πάω κοντά στον Χριστό ευχαριστημένος για ένα λόγο. Διότι βρέθηκε ένας άνθρωπος να αγαπά την Εκκλησία και να ανάβει τα καντήλια της Εκκλησίας και να κάνη την Ακολουθία». Όλος ό πόνος του αυτός ήταν: Να λειτουργεί ή Εκκλησία. Όχι να γηροκομηθεί αυτός.
Αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα τον Γέροντα της Γρηγορίου, τον π. Γεώργιο, ό όποιος είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το κελί των Αρχαγγέλων παλαιότερα, όταν τού το επέτρεπε ή υγεία του. Τον μνημόνευε πάντα με πολύ σεβασμό και αγάπη. Κάποτε μάλιστα είχε πει ό π. Γεώργιος στους πατέρες τού κελιού: «Πατέρες, αν δείτε ότι δεν μπορείτε, εμείς με πολλή χαρά θα σάς πάρουμε στο μοναστήρι μας για να σάς γηροκομήσουμε». Τα γεροντάκια εκτίμησαν πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Όμως ή χαρά τους ήταν να μη φύγουν από το σπίτι, αλλά εκεί να πεθάνουν και να ταφούν μαζί με τούς Γεροντάδες τους -υπάρχει τάφος δίπλα στην Εκκλησία, όπου θάπτουν όποιον αδελφό της συνοδείας φύγει από την ζωή αυτή, τα δε οστά του μετά την ανακομιδή του στα τρία χρόνια τα τοποθετούν κάτω από την Εκκλησία των Αρχαγγέλων-. Την αγάπη τους
στον άγιο Καθηγούμενο της Γρηγορίου και στην Μονή Γρηγορίου την έδειξαν αργότερα πολύ έντονα με την ολοπρόθυμη συμμετοχή τους στο κτίσιμο τού Κονακίου της Μονής Γρηγορίου, τού Αγίου Φιλόθεου τού Κόκκινου, πού βρίσκεται δίπλα στο Πρωτάτο. Και τα δύο γεροντάκια τότε πρόσφεραν προσωπική εργασία στο κτίσιμο τού κελιού. Συμπαραστάθηκαν στις εργασίες, σαν να επρόκειτο για δικό τους κελί.


Στολισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά χαρίσματα από τον άγιο Θεό ό π. Γαβριήλ έφυγε εν βαθεία ειρήνη από την ζωή αυτή, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, στις 26 'Οκτωβρίου 2007, ανήμερα τού αγίου Δημητρίου με το παλαιό ημερολόγιο και των Αρχαγγέλων με το νέο -σημείο και αυτό εκ Θεού, πού τον πήρε κοντά Του την ήμερα πού εόρταζε με το βαπτιστικό του όνομα-αφήνοντας ανεξάλειπτα από την μνήμη μας το χαριτωμένο πρόσωπο του και την όσιακή και ευλογημένη βιοτή του.
Ευλογημένε πάτερ Γαβριήλ, αιωνία σου ή μνήμη παρά τω Θεώ και μεταξύ των παραλειπομένων αδελφών σου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β ΕΤΟΣ 2011. ΑΡΙΘΜΟΣ 36


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 6 και 0 επισκέπτες