ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Απρ 25, 2016 9:43 am

Η Αγία Γερόντισσα Ακυλίνα της Σίψας ομιλεί περί αγάπης...

[Στο μοναστήρι της Αναλήψεως, στο χωριό Σίψα (Ταξιάρχες) Δράμας, έζησε και αγίασε η Γερόντισσα Ακυλίνα, πνευματική θυγατέρα του μεγάλου και τρομερά θαυματουργού σύγχρονου αγίου Γεωργίου Καρσλίδη (1901-1959). 
Στοιχεία για τον άγιο, τη διδασκαλία του, τα θαύματά του.

Εικόνα

Κάνεις δεν μπορεί να καυχηθεί ότι ασκεί την αγάπη, ούτε ο πιο μεγάλος ευεργέτης. Μπροστά στην αγάπη του Θεού, η αγάπη των ανθρώπων είναι μηδαμινή, όση κι αν είναι. Η αγάπη είναι πολυμήχανος, ο Θεός να μας φωτίζει να εξασκούμε την αγάπη που Εκείνος θέλει.

Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να εξασκεί την αγάπη όπου ο Θεός τον τοποθέτησε. Αν ήθελε να με έχει στο κόσμο και να τρέχω στα νοσοκομεία θα με είχε στον κόσμο. Με έφερε ο Θεός στο μοναστήρι, άρα ένα άλλο είδος αγάπης θα εξασκήσω.

Βρίσκει τον άλλο κατάλληλο να μείνει στον κόσμο και του δίνει την δύναμη να τρέχει και να υποφέρει και να υπηρετεί τον άρρωστο τον ανήμπορο.

Έχει τον άλλον που κοιτάζει και διαθέτει τα κτήματα του για να βοηθά τους έχοντας ανάγκη και κανείς δεν παίρνει είδηση. Για όλους είναι δυνατή η εξάσκησης της αρετής, της αγάπης. Δεν είναι μονοπώλιο, για ορισμένους ανθρώπους. Όλοι μπορούν να την εξασκήσουν. Και ο πιο φτωχός και ο πιο αμαρτωλός και ο πιο Άγιος, όλοι. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να πει: εγώ δεν μπορώ να εξασκήσω την αγάπη, ούτε κάποια μερίδα ανθρώπων να το πουν. Κάθε ένας είναι χρήσιμος εκεί που τον τοποθέτησε ο Θεός. Γι' αυτό δεν τοποθετώ κανέναν πάνω από τους άλλους. Τον μοναχό ή την νοσοκόμα ή αυτούς που είναι στα γηροκομεία ή αυτούς που είναι άγνωστοι στην έρημο και προσεύχονται.

Μια από τις ιδιότητες του Θεού είναι η αγάπη: «ο Θεός αγάπη εστί». Εξασκώντας εγώ την αγάπη, την ειλικρινή, την καθαρή αγάπη, αυτήν που αντέχει στα μάτια του Θεού (όχι την υποκριτική, όχι αυτή που βλέπει ο κόσμος και με επαινεί) αυτήν που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής μου ωφελούμαι γιατί αυτή η αγάπη αναπαύει τον Θεό, μας εξομοιώνει μαζί του. Ότι κάνουμε να είναι πολύ καθαρό, δηλαδή τώρα, αν το μάτι του Θεού έπεφτε επάνω μου, αυτό που κάνω να είναι πραγματικά αυτό που θα το δει ο Θεός και θα ευχαριστηθεί.

Εμπόδιο στην αγάπη στέκει μονάχα η φιλαυτία μας, το εγώ μας. Όταν υπάρχει αγάπη, χάνει κανείς τον εαυτό του. Η αγάπη δεν έχει παρέα, δεν έχει συντροφιά αποκλειστική, δεν έχει κύκλο στενό για να βρει την εφαρμογή της. Αγκαλιάζει τους πάντας όταν υπάρχει αληθινή αγάπη χάνει κανείς τον εαυτό του.  
Η αγάπη προς το Θεό, προς τον πλησίον, απαιτεί θυσία. Σαν πρώτη μεγάλη θυσία είναι το εγώ μας. Δεν υπηρετείται ο Θεός χωρίς θυσία. Η αγάπη δεν έχει φιλία. Αν δηλαδή πάσχει η φίλη μου συμπάσχω, αλλ' αν τύχει κάποιος άγνωστος που θα έχει πρόβλημα, θα μπορώ να τον συμπαρασταθώ το ίδιο; Πολύ περισσότερο εάν κάποιος σε έχει θίξει προσωπικά, σε έχει ζημιώσει, θα νοιώσεις μετά το ίδιο γι' αυτόν; Θα τον συγχωρήσεις ή θα νιώσεις απόσταση μ' αυτόν; Ο άνθρωπος που έχει αγάπη πάντα τα δικαιολογεί. Η αγάπη θέλει καλούς λογισμούς. Ο Θεός θα μας δικαιώσει, αν με αδίκησαν. Ας ξεχάσω το κακό, ας ξεχάσω αυτό που μου στέρησαν.

Η αγάπη δεν θέλει να θυμόμαστε το κακό. Αν συλλάβουμε τον εαυτό μας να νοιώθει ικανοποίηση για το κακό που βρήκε αυτόν που μας έχει κάνει κακό, που μας αδίκησε κλπ να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε πολύ χαμηλά, πολύ φτωχά σκεπτόμαστε. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακό». Ο Θεός θέλει να ελεούμε, να συγχωρούμε. Έχει μεγάλη αξία η προσευχή αυτή την ώρα ιδιαίτερα μαλακώνει την ψυχή.

Η ζήλια μειώνει την αγάπη, η φιλαυτία, τα δικαιώματα. Όταν τα βγάλουμε αυτά, γεμίζουμε απ' την αγάπη. Συνεχώς να πεθαίνει ο άνθρωπος χάριν της αγάπης. Ότι κάνουμε να είναι πολύ καθαρό. Να λιώνει κάνεις χάριν της αγάπης, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Αν δεν το κάνει, να ζητά συγχώρεση από τον Θεό. Τις λεπτομέρειες πρέπει να προσέχουμε, τις γράφει ο Θεός.
Ο Θεός της αγάπης να μας φωτίζει να τη βρίσκουμε όπως τη θέλει Εκείνος και να την εξασκούμε εκεί που είμαστε. Να γίνουμε καλοί, να φύγει το παραμικρό που έχει δόση κακότητας, να αυξήσουμε σε αρετή αγάπης και εξυπηρετικότητας. Μην υπερτιμούμε τον εαυτόν μας. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Να λέμε: Θεέ μου, τίποτε δεν έκανα στη ζωή μου, ελέησε με εν ημέρα Κρίσεως. Το έλεός σου να το δείξεις τότε για τους γνωστούς και αγνώστους, για τους αγαπητούς και τους εχθρούς.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Απρ 27, 2016 9:58 am

Αφιέρωμα στην Οσιωτάτη Καθηγούμενη και Μονάχη Μακαρία

Εικόνα
 
Όσιωτάτη Καθηγουμένη +Μοναχή Μακαρία, κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη, έγεννήθη τήν 12ην Μαρτίου 1911 στό χωριό Φαλατάδο της Τήνου. Γόνος πολύτεκνης ευσεβούς οικογένειας έγαλουχήθη στά νάματα της Όρθοδοξίας από τους ευσεβείς γονείς της, Μαρίνα καί Γεώργιο, ιδιαίτερα δέ από τόν ιερέα πάππο της εκ μητρός, π. Αντώνιο, όν καί ΰπερηγάπα.

Η ευσεβής μήτηρ της, ως άλλη Έμμέλεια ήξιώθη νά αφιέρωση στον Κύριο δύο θυγατέρας μοναχάς, τήν Μοναχή Πελαγία καί τήν Μακαριστή Καθηγουμένη μας, καί έναν ΥΙό ιερέα, τόν π. Ανδρέα Δεσύπρη, τόν μόνο επιζώντα σήμερον.

Προσήλθεν στην τάξι των Μοναχών ως Δόκιμος στίς 11 Δεκεμβρίου 1930- έκάρη Μοναχή στίς 31 Ιουνίου 1932 από τόν μακαριστό Ιερομόναχο Πέτρο Βλοτίλδη καί στίς 29-6-1935 έχειροτονήθη σέ Μεγαλόσχημο έπί Μακαριότατου Χρυσοστόμου στην Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου στά Μέγαρα Αττικής.
 Όμως ό Κύριος τή ςΔόξης την έκάλει δι άλλους αγώνας. Ή περίοδος της Κατοχής τήν ευρίσκει στίς γυναικείες φυλακές του "Αβέρωφ στην Αθήνα, όπου παρηγορούσε φυλακισμένες καί περιέθαλπε μετά αγάπης πολλής τά τέκνα τους.
Το καλοκαίρι τού 1945 έπισκεφθεϊσα τήν Νέα Μάκρη Αττικής ανηφόρησε διά νά άνάψη τό καντηλάκι των ερειπίων της πάλαι ποτέ Σταυροπηγιακή ςάνδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής τοϋ Όρους των Άμωμων, όπως αργότερα της απεκαλύφθη θαυμαστώς έκτοτε, πληροφορηθεί σα εσωτερικώς ότι «ό τόπος ούτος Άγιος έστι» παρέμεινεν αδιαλείπτως μέχρι τήν έκδημία της.
Εγκατασταθεΐσα στά ερείπια διεβίωσε στό κελλίο της με άφαντάστους στερήσεις, κάτω από τελείως αντίξοες συνθήκες. Τήν νύκτα έπλεκε κάλτσες «διά νά προσπορίζεται τά προς τό ζην» καί τήν ημέρα «ξέθαβε» τά ερείπια τού μικρού ναΐσκου τού Ευαγγελισμού, διότι ήθελε νά εύρη τους θεμέλιους λίθους των Πατέρων καί έπ' αυτών νά ανοικοδόμηση τόν Ναόν καί τά κελλία τών Μοναχών.
Πολλάκις ήσθένησεν καί παρέμεινε στό κελλίο της «πυρέσσουσα εν καιρώ χειμώνος» χωρίς σκεπάσματα, χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Περαστικός τις τσοπάνος της έρριξε τήν κάπα του, όταν αντελήφθη, ότι έζη άνθρωπος ασθενής στά ερείπια ταϋτα.
Όμως ό Θεός της έπεφύλασσεν υψίστη τιμή: τήν άποκάλυψι των Λειψάνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Έφραίμ του Θαυματουργού μετά πεντακοσίων χρόνων κατάκρυψι στην γη.
 
Περιγράφει η ίδια η Γερόντισσα Μακαρία:
Καθισμένη πάνω στά ερείπια του παλιού Μοναστηρίου, όπου ή θεία πρόνοια ώδήγησε τά βήματα μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα των Αγίων, πού με τό αίμα τους ποτίστηκε τό δέντρο τής Όρθοδοξίας. Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα άπ' τά χαλάσματα τής Τεράς Μονής, αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σέ ιερό τόπο, καί έλεγα Θεέ μου αξίωσε με τήν άναξία δούλη σου νά ϊδω έναν από τους πατέρας πού έζησαν εδώ.
Καί ένώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τόν οποίο συνεχώς παρακαλούσα, ένιωθα μια φωνη μεσα μου βρής αϋτό πού επιθυμείς» καί θαυμαστώς μου υπέδειξε μέ τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστηριοϋ. Ό καιρός περνούσε καί ή φωνή πιό δυνατή, πιό φλογερή μέ προέτρεπε- «Σκάψε καί θά βρής αυτό πού επιθυμείς» κι έδειξα τόν τόπο στον εργάτη πού είχα φωνάξει εκείνες τίς μέρες γιά μιά μικρή επισκευή στό παλιό Ήγουμενεΐο.
Εκείνος ό άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος νά σκάψη εκεί πού μέ ωθούσε ή εσωτερική φωνή. * "Ηθελε νά σκάψη κάπου πιό πέρα, οπουδήποτε αλλού. Στήν επιμονή του τόν άφησα νά πάη οπού ήθελε, καί εγώ έμεινα εκεί καί προσευχόμουν νά μην μπορή νά σκάψη, νά βρίσκη βράχους, γιά νά άναγκαστή νά έλθη στον τόπο πού μέ ώθοϋσε εκείνη ή φωνή.
Καί πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι' αυτό επέστρεψε εις τόν τόπο πού αρχικώς τοΰ υπέδειξα. Ό τόπος εκείνος από τό τζάκι, τίς τρείς θυρίδες, τό μισογκρεμισμένο τοίχο, ολα αυτά μαρτυρούσαν πώς κάποτε υπήρξε κελλΐ κάποιου Μοναχού καί πού έμειναν τά ερείπια αυτά γιά νά μάς πουν τό δράμα πού κάποτε συνέβη εκεί.
Καθαρίσαμε τόν τόπο από τίς πέτρες, καί άρχισε ό εργάτης εκείνος νά σκάβη κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα καί επειδή φοβόμουνα νά μή μού κάνη ζημιά, του είπα: «μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιό σιγά», άλλ' επειδή δεν μέ άκουγε καί έσκαβε μέ τόν ίδιο ρυθμό, τού είπα: «Μήττως είναι καί κανείς θαμμένος καί κάνεις ζημια Σέ παρακαλώ, πρόσεχε».
Και τότε κατάλαβε καί μού είπε «νομίζεις ότι θά είναι αλήθεια αυτό πού έχεις στό νοΰ σου;» Καί αλήθεια ήμουν τόσο βεβαία σάν νά τόν έβλεπα. Καί προχωρώντας τώρα είς τήν αγία καί ίεράν έκταφή, καί φθάνοντας περίπου ένα καί εβδομήντα βάθος πρώτα έφερε είς τό φως 6 κασμάς τό κεφάλι τού ανθρώπου τού Θεού.
Τήν ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη εύωδία σέ όλη τή γύρω ατμόσφαιρα. Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλωσσά του, κόπηκε ή μιλιά του. «"Αφησε με μόνη, σέ παρακαλώ», είπα στον εργάτη, καί απομακρύνθηκε. Γονάτισα μέ ευλάβεια καί ασπάστηκα τό σκήνωμα τοϋ Αγίου καί αισθάνθηκα βαθειά τήν έκτασι τού μαρτυρίου του.Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απόκτησα μεγάλο θησαυρο καί παίρνοντας τό χώμα μέ προσοχή έβλεπα τήν αρμονία τού σκηνώματος του, πού, αν καί τόσους αιώνες μέσα στή γη, δέν εΐχε αλλοιωθεί
Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο γιά κληρικόν, είναι τό ότι παίρνοντας τό χώμα εις τήν θέσιν όπου ήσαν τά άγια του χέρια, είδα τό στρίφωμα τοΰ μανικιού του ράσου, πού δέν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδρού φασμένο από αργαλειό τού παλαιού καιρού- τό πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό καί προχωρώντας κάτω εις τά πόδια καί πάλιν νά! τό στρίφωμα τού ράσου του, όπως καί εις τά χέρια του ολοκάθαρο, καί τά πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στό χώμα.
Δέν ήξευρα τί πρώτα νά κάνω νά χαρώ ή νά τόν κλάψω πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος ό τού Θεού άνθρωπος; Τί νά εΐχε συμβεί; Τί, νά είδαν τά μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θά συνέβη. Καί προσπαθώντας νά καθαρίσω τά οστά από τή λάσπη των δακτύλων του έθρυμματίζονταν, διότι ή βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω τό βάθος τού τάφου του, γι' αυτό καί τά έτοποθέτησα, όπως ήταν στην θυρίδα, πού ήταν πάνω από τόν τάφο του.
- Μά τί νά σας πώ καί γιά κείνη τήν βροχή; Λες καί ό Ουρανός έρριχνε ασημένια φυλλαράκια μέ τά όποια έρραινε τόν Άγιο καί τόν τάφον του.
"Ήταν βράδυ, διάβαζα τόν Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ' αυτόν τόν άγιο τόπον, πού μ' έφερε ό Κύριος νά τόν υπηρετήσω, καί ξαφνικά ακούω βήματα, πού ξεκινούσαν από τό βάθος τού τάφου, προχώρησαν εις τήν αυλή καί έφτασαν εις τήν πόρτα της Εκκλησίας. Τά βήματα του ήκούοντο δυνατά καί σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο ή μόνη φορά πού φοβήθηκα, αισθάνθηκα τό αίμα μου νά μουδιάζη εις τό κεφάλι μου καί από τό φόβο μου ούτε γύριζα πίσω νά ιδώ, οπότε ακούω τή φωνή του νά μού λεγη:
« Έως πότε θά μέ έχης έκεϊ πέρα; Κι αυτός πού μου έβαλε το κεφάλι μου έτσι ..ί» Τότε γύρισα καί τόν είδα ήτο υψηλός είς τό ανάστημα, μέ μάτια μικρά στρογγυλά, μέ ελαφριές ρυτίδες στην άκρη, τά γένια του έφθαναν καί έκάλυπταν τόν λαιμό, καί κάπως εδώ καί έκεΐ μέ χάρι έδιχάζοντο πλαγίως καί έμπροσθεν καί ολίγον σγουρά, χρώματος μαύρου, μέ όλη τήν μοναχική αμφίεση στό αριστερό του χέρι υπήρχε φώς ύπέρλαμπρον καί τό δεξί του χέρι ευλογούσε.
Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση καί χαρά άνεκλάλητο' πήρα θάρρος καί δύναμι, ό φόβος εξαφανίστηκε, τόν ένιωσα δικό μου καί τού είπα:
-- Συγχώρησέ με, καί αύριο, μόλις ξημερώσει ό Θεός τήν ημέρα θά σέ περιποιηθώ, καί αμέσως έγινε άφαντος, καί συνέχισα τόν Εσπερινό μου εν ειρήνη.
Τό πρωί μετά τήν ακολουθία τοϋ Όρθρου επήρα τά αγία οστά καί τά έκαθάρισα άπό τά χώματα, τά έπλυνα καθαρά, καί τά απόθεσα στό Ιερό σέ μιά παλιά θυρίδα, άφοϋ άναψα καί ένα καντηλάκι.
Τό βράδυ της ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τόν Όσιον άνθρωπον του Θεοΰ μέσα εις τήν Έκκλησιαν ορθιον, αριστερά όμως καί κοντά στον "Άγιο, είδα όρθια καί στό ανάστημα του "Αγίου, μιά περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα τοϋ Αγίου, πού τήν κρατοϋσε μέ τό ένα του χέρι αγκαλιασμένη. Ήταν άπό παλαιό ασήμι σφυρηλατημένη καί μέ τό χέρι έργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι καί εγώ τοϋ έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη άπό καθαρό κερί, καί τότε άκουσα τήν φωνή του νά μοϋ λέγη:
«Σ' ευχαριστώ πολύ. Όνομάζομαι Έφραίμ».
Πέρασε αρκετός καιρός καί είχα μέσα μου μιά απορία για τοϋτο τό περιστατικό. Μιά μέρα, και μετά τό τέλος τού Έσπερινοΰ. καθώς άπλωσα το χέρι μου γιά νά κλείσω τήν πόρτα της "Εκκλησίας ακούω τρία χτυπήματα, σάν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ό "Αγιος, έμπηκα στό ιερό, διότι είχα έκεΐ τοποθετημένα τά "Αγια του λείψανα, άναψα ένα κεράκι καί προσκύνησα. "Αλλά τί νά πω καί τί νά λαλήσω διά τήν ούράνιον εκείνην εύωδία πού άνέπεμπαν τά αγιά του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός έπλημμύρισε όλο μου τό είναι, αισθάνθηκα εντός μου τόν Παράδεισον, μά καί τήν ταπεινότητα μου σ' αυτό τό μεγαλείο.
 
Επίλογος
Νά σημειώσουμε εδώ, ότι τά περιγραφόμενα θαύματα είναι πάντα επώνυμα, μέ στοιχεία καί  διευθύνσεις, καί αφορούν ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων καί επαγγελμάτων. Εργάτες, επαγγελματίες,υπάλληλοι,γιατροί, αξιωματικοί, καί δικηγόροι, είναι οί άνθρωποι πού μέ τό χέρι στήν καρδιά ομολογούν θαυματουργικές επεμβάσεις τού Αγίου Εφραίμ, αλλά καί εμφανίσεις  π ρ ό σ ω π ο   μέ   π ρ ό σ ω π ο   σέ περιστατικά περίεργα καί παράδοξα...
Περιστατικά πού συνέβησαν εδώ καί τώρα, στήν εποχή μας, μιά εποχή μέ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καί επικινδυνότητες, γι΄ αυτό καί ό Άγιος Εφραίμ από τίς πρώτες κι΄ όλας εμφανίσεις του στήν τότε ηγουμένη Μακαρία,  είχε πεί,
" Θά κάνω πολλά θαύματα, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά σωθεί ( νά σώσει δηλαδή τήν ψυχή του ),  π ρ ί ν   έ λ θ ο υ ν   τ ά   μ ε γ ά λ α  δ ε ι ν ά..." .
( Προφανώς ενοεί, τίς φοβερές ημέρες τών διωγμών τού Αντίχριστου, πού μέ τόν μυστηριώδη σατανικό αριθμό  666  θά προσπαθήσει νά σφραγίσει καί νά θέσει υπό τήν ιδιοκτησία τού Εωσφόρου όλη τήν ανθρωπότητα, αρχής γενομένης από τίς συναλλαγές καί τά τρόφιμα σέ παγκόσμια κλίμακα... )
Η Αγία Ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιον της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ τον Θαυματουργόν, αφού μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων, επέταξε στους Ουρανούς, όπου και άνηκε, στις 23-4-99, ήμερα Παρασκευή περί ώρα 2:20 μ.μ. εορτή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Άρρητος δε ευωδιά περιέβαλε αμέσως το Σεπτόν της Σκήνωμα στο δωμάτιο του Νοσοκομείου, όπου ενοσηλεύετο, οι δε παριστάμενοι ιατροί, νοσοκόμοι και μέλη τής ακολουθίας τής δακρυρροούντες «εθαύμαζον» δια τα γενόμενα.
Τηλεόραση και Τύπος ανήγγειλαν την εκδημία τής Μακαρι­στής πια +Μοναχής Μακαριάς Καθηγουμένης Ιεράς Μονής Ευαγ­γελισμού και Αγίου Εφραίμ Όρους Άμωμων Αττικής.
Το Σεπτό της Λείψανο εξετέθη σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα εντός του Καθολικού τής Ιεράς Μονής τής οποίας υπήρξε Χάριτι Θεού Κτιτόρισσα και Καθηγουμένη επί ήμισυ αιώνα διά την οποίαν Μονήν ηνάλωσε εαυτόν μέχρι τελευταίας αναπνοής παραμείνασα πιστή στην διακονία του Σαρκωθέντος Λόγου, τής Σταυρωθείσης Αγάπης.
Χιλιάδες πιστοί την προσκύνησαν και περίπου πέντε χιλιάδες την συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία παρά την δυνατή βροχή πού έπεφτε συνεχώς. Κηδεύτηκε πανδήμως υπό πλήθους πι­στών μοναχών και ιερέων, παρουσία των τοπικών Άρχων, του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κ.κ. Κλεόπα, χοροστατούντος του Θε­οφιλέστατου Επισκόπου Διαυλείας κ.κ. Δαμασκηνού Καρπαθάκη, όστις μετά των λοιπών ομιλητών και εξήρε την «μεγάλη αυτή μορφή του σύγχρονου γυναικείου μοναχισμού», της «Ταπεινής και φιλαγάθου Καθηγουμένης» του Αγίου Εφραίμ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Απρ 28, 2016 10:00 am

Ή Γερόντισα Μακρίνα τής Πορταριάς Βόλου...
 
Εικόνα

( Παρακάτω αποσπάσματα από το Βιβλίο τού Γέροντος Εφραίμ, πρώην ηγούμενου τής Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, καί δημιουργού τών 20 Ορθοδόξων Μονών στήν Αμερική. Τίτλος τού βιβλίου: "Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής καί Σπηλαιώτης ( 1897-1959 ) - Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου, Αριζόνα, USA, 2008
 
"Οπως αναφέραμε, ( διηγείται ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης), ό ( πρώτος ) πνευματικός μου στον κόσμο, ό πατήρ Έφραίμ ( τού Βόλου ), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο στον Βόλο κι' έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν καί αναγκάσθηκε νά φύγει αφήνοντας τά πνευματικοπαίδια του ορφανά... 
Μεταξύ αυτών ήσαν καί 5-6 πνευματικές κοπέλες, πού ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν στον Χριστό μας.Μία άπ' αυτές τις κοπέλες ήταν ή Μαρία, ή μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, τήν Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.
Ή Μαρία γεννήθηκε το 1921, άπό ευσεβείς γονείς στό Βιλαέτι της Σμύρνης. Μέ τήν Μικρασιατική καταστροφή ή οικογένεια της αναγκάσθηκε να άφήσει τήν πατρική Ιωνική γη καί να μεταφυτευθή στον Βόλο. Ένώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη καί μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν καί οι δύο γονείς της κι' έτσι ή μικρή Μαρία, μαζί μέ το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα καί εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.
Όμως ή μικρή Μαρία δεν ήταν άπό τους ανθρώπους πού άπελπίζοντο εύκολα. "Επιασε δουλειά, πρώτα σέ μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου μέ τά μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια γιά λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ' ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, μέ πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε νά μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Καί ένώ τά πράγματα άρχισαν κάπως νά στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος καί μαζί του τά απαίσια χρόνια της Κατοχής.
Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στά ορφανά. Όταν όμως άρχισαν οί άνθρωποι νά πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους άπό τήν πείνα, κανείς δέν κοίταζε πλέον τά δύο παιδιά. Γιά μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά καί κόντευαν νά πεθάνουν άπό ασιτία.
Τά αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε νά χωρίσουν, μέ τήν ελπίδα πώς έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει τό ένα άπό τά δύο. Ό μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη καί ή Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της καί βυθισμένη στην θλίψι γιά τον χωρισμό τους.
Καί τά χρόνια της Κατοχής, άλλα καί τά μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν γιά τήν Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά έδώ κι΄ έκεί γιά λίγο ψωμί, άλλα καί αυτό τό μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά. 
Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: ή μεγάλη της ευσπλαχνία, ή συγχωρητικότητα, ή ελεημοσύνη, ή μεγάλη της υπομονή, ή εργατικότητα καί ή ολονύκτιος προσευχή.Σ' ολη της τήν ζωή ή προσευχή στάθηκε, για τήν κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία. 
Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί "χειροπιαστά" τήν θεϊκή άντίληψι. Τήν περίοδο αυτή ή νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε μέ τήν όσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης. 
Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα τού πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, μέ πάμπολλα δάκρυα καί γονυκλισίες. Πολλά μέ δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν ή αιτία νά μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, άπό τά χρόνια τής Κατοχής καί νά ζητήσουν νά γίνουν νύμφες τού Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν ύπό τήν πνευματική καθοδήγηση τού πατρός Έφραίμ από τον Βόλο. 
'Όταν όμως έκείνος αναγκάσθηκε νά γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές...
Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν νά τΙς αναλάβουν, άλλα δέν άνεπαύοντο μέ κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα τού Γέροντος Ιωσήφ. 
Γι' αυτό καί έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη καί ζήτησαν νά τίς άναλάβει αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δέν μπορούσαν πλέον νά συμβιβασθούν μέ κάτι λιγότερο. 
Έγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ό Γέροντας έκανε προσευχή καί απάντησε: 
«"Αν κάνετε υπακοή, θά σας αναλάβω. Έάν δέν κάνετε, θά σας αφήσω». Κι΄ έκείνες του απάντησαν: 
«Γέροντα, σ' ό,τι θά μας πήτε, θά κάνουμε υπακοή...»
Μόλις ό Γέροντας πήρε τήν άπάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Καί μετά τούς έγραψε νά κάνουν υπακοή στην Μαρία, τήν μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, τήν οποία ποτέ του δέν είχε δεί. Και τους εξήγησε το λόγο: 
«Είδα σέ όραμα τήν Μαρία. Θά κάνετε υπακοή σ' αυτήν, διότι έγώ απόψε τήν είδα σέ οπτασία τήν ώρα πού προσευχόμουν. Τήν είδα στην μέση καί γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι' έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει νά τήν βάλω Γερόντισσα. Όποτε θά κάνετε ύπακοή και καμμιά σας να μην άντιλογήση».
Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «Να 'ναι ευλογημένο» καί πολύ χάρηκε ό Γέροντας μέ την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι μέ τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι' αυτό καί συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους μέ λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σάν καί τά ακόλουθα:
«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια καί αγάπη, κάντε ύπακοήν, διά νά κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ό Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς καί μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν ύποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί νά σας ώφελήσει καί έμείς έδώ όλοι προσευχόμεθα νά σας βοηθήση ό Κύριος καί νά σας άξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι έξ όλης ψυχής ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ»
Οι κοπέλες έγραφαν τίςεξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε μέ πάρα πολλά γράμματα πού θησαύριζαν ώς ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες καί πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν νά τά κάψουν, διότι συνέβη ό ακόλουθος πειρασμός: 
Ηταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στά μυαλά του, καί ζούσε πολύ στο θέλημα του. Μόνο άσκηση ήξερε νά κάνη. "Ηθελε νά άναλάβη εκείνος τίς μοναχές, άλλ' αυτές δέν τού είχαν εμπιστοσύνη. ΄Αλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια άπό τον Γέροντα.Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τίς απειλούσε νά τίς συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές τού Γέροντος. 
Φοβήθηκε ή Μαρία, καί γιά νά μήν πέσουν αυτά τά γράμματα στά χέρια του, στά όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τά γράμματα έκτος άπό οκτώ γράμματα πού μιά αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι' έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές τού Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θά προέκυπτε, άν διασώζονταν καί δημοσιεύονταν μαζί μέ τίς άλλες στό ήδη εκδοθέν βιβλίο.

 
Ό Γέροντας στάθηκε για τίς αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός καί διακριτικός οδηγός. Μιά άπ' αυτές τίς μοναχές διηγήθηκε τα εξής για τήν ζωή τους κοντά στον Γέροντα: 
«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε."Οταν ήμουν στην αρχή τής καλογερικής, είχε αρρωστήσει ή αδελφή μου, που ήταν κι' αυτή δόκιμη τότε.' Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα καί λέω:
--Παναγία μου, γιατί; Έμείς ήλθαμε έδω να σέ υπηρετήσουμε. Γιατί να άρρωστήσει καί να μήν μπορή να προσφέρη τήν βοήθεια της στο μοναστήρι; Καί πήγα καί κάθισα στην αυλή κάτω άπό μια ελιά καί έκλαιγα όλη νύκτα…
Μετά άπό λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα γιά μένα άπό τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω τήν φωνούλα σου, καί δεν μπορώ, μου σπαράζει τήν ψυχή άπό τον πόνο καί με διακόπτει άπό τήν προσευχούλα. Μήν κλαις. Ή αδελφούλα σου θά γίνη καλά».
Καί το έγραψε δίχως κανείς νά τό ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:
--Τί έκανες αδελφή;Τους λέω:
--Νά, πήγα καί έκλαιγα κάτω άπό τήν ελιά. Πώς όμως αυτός τό γνώριζε, άφου ήταν μακριά στο "Αγιον Όρος; 
Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει ή Γερόντισσα Μακρίνα κι' έκανε αίμόπτυσι. Κι' έμείς δέν είχαμε τηλέφωνο νά επικοινωνήσουμε μέ τόν Γέροντα καί νά του πούμε. 'Αλλά καί στό γράμμα πού γράψαμε μετά, τού τό κρύψαμε, γιά νά μήν τόν στενοχωρήσουμε καί νά τόν διακόψουμε άπό τήν προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα καί μας γράφει: 
«Παιδάκια μου, γιατί δέν μου γράψατε ότι ή Γερόντισσα είναι άρρωστη καί πάσχει, γιά νά προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς νά νομίζετε ότι θά μέ διακόψετε άπό τήν προσευχή. Διότι έμείς τήν είδαμε νοερώς τό βράδυ, πού προσευχόμασταν μέ τόν πατέρα Αρσένιο, ότι ή Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Καί κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω νά με ενημερώνετε γιά ό,τι θα σας συμβαίνει στο μοναστήρι καί ιδίως με τήν Γερόντισσα. Νά μου τά γράφετε».
Αλλά καί ή Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυό, τον Γέροντα Ιωσήφ καί τον πατέρα Αρσένιο, οτι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό καί έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον τήν δούλην σου».
«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ό Γέροντας. Τήν ώρα πού προσηύχετο, έβλεπε τί κάναμε και πού βρισκόμασταν. Καί έμείς απορούσαμε πώς ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τά έγραφε μόνος του. Καί μετά γέμιζαν οι ψυχές μας άπό δέος καί φόβο!» 
Αυτά έλεγε ή Γερόντισσα.Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. Άπό εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη καί τήν λατρεία του επουρανίου Νυμφίου.Μετά τήν κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ό παπα-Έφραίμ ό Κατουνακιώτης, πολλές φορές τά βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε μέ τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, νά υψώνωνται άπό τήν γη στον ουρανό.  
Επρόκειτο γιά τήν ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα καί μία άπό τις χαριτωμένες μοναχές της. Καί έλεγε ό παπα-Έφραίμ χαρούμενος: 
«Βρέ-βρέ! Γιά κοίτα! Έμείς στά βράχια τόσο κοπιάζουμε, γιά νά βρούμε λίγα ψίχουλα, καί αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»  
Τό μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε διά τήν πνευματικότητα του καί χιλιάδες πιστών, όχι μόνον άπό τήν περιοχήν, άλλα καί άπό όλην τήν Ελλάδα εύρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα καί ωφελήθηκαν πνευματικά.
Τό πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλωσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια καί πίστι. Ή ηρεμία της καί ό γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα καί πηγή δυνάμεως γιά όσους ευτύχησαν νά τήν γνωρίσουν. Άπό αυτήν τήν χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές καί επάνδρωσαν τήν Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Καί άπ' αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική καί στον Καναδά, για νά φυτεύσουν κι' έκεί το Όρθόδοξο μοναχικό ιδεώδες...  
 
Η ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙNA
ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ ΒΟΛΟΥ
 
Ευσεβείς πνευματικές σκέψεις

* Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, κι΄ όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας, γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα... 
* Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, τόσο βάζουμε χάρη στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε μετά ότι κι αν έρθει...
* Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από πού έρχεται γιά να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος, τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά, και σκοτίζεται έτσι ο άνθρωπος και γίνεται ( καί ο ίδιος ) σαν τον Διάβολο.

Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να 'ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό... ( πρός τίς μοναχές )
Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε. Την ευχή να λέτε, για να βρούμε τον Θεό...
Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο. Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε...
Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες τής ημέρας μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα 'ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.
Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πύρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;
Για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει ο άλλος, να σκοτώνει, και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό...
*Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β τί κάνει, καί έτσι δεν μπορούμε να προοδεύσουμε...

Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, αλλά να έχουμε σύνεση στην εργασία μας...
*Εμάς τίς μοναχές μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία, και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω ολόκληρο κοπάδι δαιμόνων και εκεί βλέπεις λοιπόν, άλλος δαίμονας νά σκουντάει τη μία μοναχή, άλλος νά τσιγκλάει την άλλη μοναχή και γίνεται έτσι ένα φοβερό πράγμα...  
Αλλά, αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή, δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν...
Αλλά βρίσκει ευκαιρία και τριγυρνάει, και την μια μοναχή την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή, και χαλάει ο κόσμος... 
Εκείνη την ώρα πιστέψετε με, εγώ βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού γύρω μας, όπως πετούν τα αεροπλάνα ! Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.

* Να μην αντιλογούμε, γιατί το θέμα της αντιλογίας είναι το πιο φοβερό πράγμα: «όχι δεν θα πάω, εκείνη γιατί δεν πάει, γιατί δεν της λες αυτηνής τίποτα...»
Μέσα στον κόπο θα βρείτε το Χριστό σας το λέω από μεγάλη πείρα, επειδή το 'νιωσα αυτό το πράγμα, καίτοι ανάξια είμαι και αμαρτωλή, αλλά επειδή μέσα στον κόπο είδα τον Θεό, γι' αυτό ο κόπος είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα.
 
ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΞΑΝΘΕΣ ΚΟΤΣΙΔΕΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ...
 
 
Να αγαπούμε πολύ την Παναγία. Να της τραβάτε κομποσχοίνι, να κάνετε κάθε μέρα Παράκληση, και θα μας πάει όλες στον Παράδεισο. 
Την είδα τήν Παναγία μας, ήταν σαν μικρό κοριτσάκι 15 χρονών (όπως είναι στην εικόνα στην Γοργοϋπήκοο στο κελί της) την ώρα του Χερουβικού, που ήμουν γονατισμένη.
Στεκόταν όρθια, μπροστά στην ωραία Πύλη και κρατούσε πάνω Της τον μικρό Χριστό ! 
Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια Της, εκείνα τα γλυκά, πώς με κοιτούσαν, μέχρι μέσα στην καρδιά μου έμπαινε εκείνο το Βλέμμα Της.
 Ήταν γαλάζια τά μάτια Της, και η Παναγία είχε δύο ξανθές κοτσίδες, αλλά όλη μου η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στα μάτια Της.
Και την παρακαλούσα και έλεγα «Παναγία μου τι θα γίνουμε, τι θα γίνει αυτό το μοναστήρι, τίποτε δεν κάνουμε, πώς θα σωθούμε;» 
Και η Παναγία χαμογέλασε, η διάθεση μου άλλαξε από εκείνη την μέρα, μια γαλήνη ήρθε μέσα μου από το βλέμμα της Παναγίας καί μόνο...
Τό Μοναστήρι μας να ξέρετε ότι είναι αγιασμένο.
O π. Ιγνάτιος που είναι στα Ιεροσόλυμα έλεγε: "πολύ αγιασμένο το μοναστήρι σας, άγια τα χώματά σας..." 
Αυτό βέβαια το έχω διαπιστώσει πολλές φορές, παρουσιάζεται η χάρις της Παναγίας μας εδώ πέρα, και πολλοί άνθρωποι την βλέπουν. Είναι η προστασία της Παναγίας, που μας προστατεύει.
Γι' αυτό, όταν θα έρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή σας, θα λέτε: 
«Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, εγώ δεν σου προσέφερα τίποτε...» .
Άσε που θα μας τα δώσει όλα στον ουρανό. Θα τα δούμε σωρούδια εδώ, σωρουδάκια παραπέρα, ότι, κι ένα κρεμμύδι να ‘χει δώσει κανείς και μια πατάτα και μια κλωστή, όλα, όλα θα τα δει στον ουρανό...
Και το κάθε βηματάκι πού θα κάνει κανείς, η χάρις του Θεού τον πλουτίζει.
Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.

ΘΑΥΜΑΣΤΑ  ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ...
 
1)  Ήταν μία κοπέλα, μου τηλεφώνησε προχθές και μου λέει ότι πέρσι ήταν κατάκοιτη. Ούτε από δω γυρνούσε ούτε από κει, είχε πάθει εγκεφαλικό. Αλλά την ευχούλα δεν την άφηνε, 
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», στο κεφάλι δεν είχε πάθει τίποτε. 
Και λοιπόν μετά παρουσιάστηκε η Παναγία τόσο λαμπρή, τόσο όμορφη, τόσο ωραία, πού ήταν ένα ανάστημα που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς και πίσω της ήταν τάγμα αγγέλων. Είχε μία σκέπη και σκέπαζε όλο τον κόσμο και της λέει: 
--«Τι θέλεις να σου κάνω;», καί τής λέει: 
--«Θέλω να γυρίσω από το ένα πλευρό και από το άλλο, γιατί είμαι παράλυτη. Η πλάτη μου κουράστηκε! Και να σωθώ, τη σωτηρία μου θέλω..». 
--«Αυτά θα σ' τα δώσω, αλλά όμως αυτό που θα σου πω να τό κάνεις. Θέλω να με φωνάζεις, γιατί εγώ θέλω να με φωνάζετε..». 
Λοιπόν, της Παναγία μας να της λέμε λογάκια, να της λέμε το ένα, το άλλο. "Θέλω να μέ φωνάζεις" της λέει. Αυτά θα σ' τα κάνω. 
Πλημμύρισε το δωμάτιο όλο άρωμα και τέτοιο φως μέσα στο σπίτι της, πού έλαμπε το προσωπάκι της, τόσο πολύ χάρη είχε, και κατόπιν άρχισε και σηκωνότανε από το ένα πλευρό, από το άλλο και γύριζε από το ένα μέρος και το άλλο...

2) Μια φορά, μεγάλη πείνα ήταν. Τότε στην πείνα, 1946 στην Κατοχή, κι όλη την εβδομάδα είχα μια πολλή μεγάλη στέρηση. 
Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε να το δώσω μέχρι το Πάσχα, εντολή να το έδινα. Και τώρα εγώ έκανα μεγάλη οικονομία για να το δώσω και έτρωγα όλη την Μ. Εβδομάδα λίγο ψωμάκι 50 δράμια ψωμί, γιατί κι αυτό δεν μπορούσα να το αγοράσω, κι έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο...
Ε! όταν πήγαμε στην εκκλησία, τότε το Μ. Σάββατο, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από ώρα 8 τους Αγίους Αποστόλους, όπως κάνουν στο Άγιο Όρος... Και θέλω να σας πω για τη στέρηση, τι κάνει ο Θεός, για την ανέχεια τη μεγάλη, πώς βοηθάει ο Θεός, όχι ότι είχα αξία, αλλά για να μου δείξει πόσο Δυνατός είναι και πόσο πρέπει να τον λατρεύουμε.
Ήρθε και το Μ. Σάββατο πήγα στις 8 στην εκκλησία, ε! κάθησα σε μια γωνιά, τραβούσα κομποσχοινάκι, όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ένα κεράκι, τίποτα. Τώρα, πώς να πάω, στο «Δεύτε λάβετε φως» δεν είχα κερί. Λέω με το νου μου, 
«Χριστέ μου, αν Εσύ θέλεις να κρατήσω και την λαμπάδα Σου, αν Εσύ δεν θέλεις να ‘ναι ευλογημένο, αφού δεν θέλεις ούτε κερί να ‘χω».
Ε! εκεί πού έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα έλεγα, τον πόνο μου έλεγα, αφού άρχισε η ακολουθία, δεν κατάλαβα καλά-καλά γιατί εγώ είχα λιποθυμήσει, μόνο κατάλαβα σαν κάποιος να είχε ανοίξει όλα τα ράδια του κόσμου κι' έλεγε: 
«Εν αρχή ην ό Λόγος και ό Λόγος ην ό Θεός, και Θεός ην ό Λόγος» και το πασχαλινό το Ευαγγέλιο κι αυτού λοιπόν, μ' αυτό το Ευαγγέλιο τώρα πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη δεν ξέρω... 
Πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχανε τυπωθεί μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή τη φωνή την ωραία σ' όλη την ακολουθία την Πασχαλινή, κι αυτά τα λόγια μου φέρνανε έναν χορτασμό, πώς τρως δηλ. κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθείς, έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός: 
να και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε που δε γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται, έτσι μια φωνή μου το ‘λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας πω, και άρρητα ρήματα μέσα στην ψυχή μου και άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σα να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά και μετά έλαβα δυνάμεις. 
Ενώ την Μ. Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, ύστερα έλαβα ισχυρές δυνάμεις, και την ώρα που πήγαινα να ασπαστώ την Ανάσταση και το Ευαγγέλιο, ο πνευματικός μέ κατάλαβε και μου λέει: «Χριστός Ανέστη» και με το Χριστός Ανέστη εμένα πιο πολύ μ' ανέβηκε αυτό το πράγμα στην ψυχή μου, ήρθε κι απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. 
Και παίρνω έναν δρόμο λοιπόν, τους αφήνω προτού τελειώσει η εκκλησία και πηγαίνω στο σπίτι για να μην χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα στο σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτα - τίποτα. Ούτε νεράκι, ούτε ψωμί, μα τίποτα, τίποτα δεν ήθελα. 
Μου λέει η ξαδέλφη μου - ήταν απέναντι τα σπίτια μας. "Έλα να φας, τίποτε δεν πήρες". Εγώ που να πω ότι είχα φάει; κτλ. δεν είπα τίποτα. Πήγα να φάω μια κουταλιά δεν κατέβαινε και το μεσημέρι με είχε κάνει τραπέζι η κουμπάρα μου, πού τους είχα βαφτίσει 2 παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή... 
Και μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτα. Έλεγα πώς θα πάω σ' αυτό το σπίτι τώρα; Ήταν πνευματικός κόσμος. Λέω, θα με ρωτούν το ένα, το άλλο. Εγώ τώρα ήθελα να βρω άνθρωπο να πω αυτό το μεγαλείο, πού αισθάνθηκα μέσα μου. Λέω, τι κάνει ο Θεός, να βλέπω το Θεό, δηλαδή, τόσο μεγάλο που να λέω: μα τι κάνει ο Θεός! Πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο! 
Αυτό είναι που λένε μερικοί, ότι δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού. 
Ε! εγώ αυτό το πράγμα, τη χάρη του Χρίστου, το αισθάνθηκα λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στερήσεως, ο Θεός μου το ‘δωσε για να καταλάβω τι δίνει ο Θεός στη στέρηση επάνω. Και λέω η εγκράτεια πόσο καλό κάνει στον άνθρωπο, και η προσευχή, και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό εξ ολοκλήρου, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, από τον Θεό γεύεται κι' όλα αυτά τα ουράνια μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, που τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας υστερεί εμάς τίποτα. 
Εμείς τώρα δε θέλουμε να πλησιάσουμε το Χριστό μας για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε, να Τον αγαπάμε. Εμείς απομακρυνόμαστε... 
Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει εκείνο, να μας δώσει το άλλο, δηλαδή όλα, χαρά, αγαλλίαση, ότι έχει Εκείνος να μας τα χαρίσει. 
Άμα σκεφθούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να το συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου, το να δει τα κάλλη του Παραδείσου, δεν μπορεί να ζήσει άμα τα δει κανείς.
Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου.
Θέλει αγάπη, να Τον αγαπήσουμε. Αν τον αγαπήσουμε θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον. «Να ‘ναι ευλογημένο» και «ευλόγησαν». Αυτό είναι, να βρει κανείς στην ψυχή του το Θεό. Γιατί  η στέρηση τού Θεού είναι πολύ μεγάλο πράγμα...


3) Μέναμε σ' ένα σπιτάκι τότε στην Αθήνα, μας είχε ένας Δεσπότης  Πολύκαρπος, και μας είχε δώσει ένα σπιτάκι. Παιδιά εγκαταλελειμμένα είμαστε, πήγαμε εκεί πέρα στενοχωρημένοι, μας πήγε ο Δεσπότης και μας νοίκιασε ένα σπίτι κι αυτό ήταν καλοκαιρινό, ήταν μέ τα κεραμίδια μόνο. 
Και να πέφτει το χιόνι και να κοιμάμαι πάνω σε δυο σανιδάκια, ακόμα λίγο και θα κοκκαλιάζαμε εκεί μέσα... 
Τρέξαν οι άνθρωποι και μας γλύτωσαν, Θεοφάνεια. Και θέλω να πω ότι αυτά ήταν της στερήσεως που πέρασα. Αυτά κάνει η Χάρις του Θεού...
4) Σ' ένα παρεκκλήσι στην πείνα, στην Κατοχή, πήγα ν' ανάψω το καντηλάκι. Κι εκεί λοιπόν είχε συκιές απέξω από τον φράχτη. Και λέω «Βοήθησε Χριστέ μου να κόψω ένα συκάκι, μόνο ένα συκάκι», κι η πείνα να σε δουλεύει ε! να σε θερίζει.
Και πάω και κόβω ένα συκαλάκι και τρώω να δυναμώσω και να ‘χω τύψεις μετά, "γιατί να κόψω το σύκο αυτό". Πάω, λοιπόν, και το λέω στον πνευματικό.
--Έκοψα ένα σύκο, τού λέω, αλλά η πείνα τόσο πολύ μ' ανάγκασε. Μου λέει "όταν θα γίνεις σε καλή κατάσταση, θα πάρεις 3 οκάδες σύκα και θα τα μοιράσεις γι' αυτό που έκλεψες..."  Ήταν βλέπετε ο απαγορευμένος καρπός!


5) Ήμασταν  τρείς, και σηκωθήκαμε τώρα να πάμε στη Ζαγορά. Στο πίσω μέρος, στο ανατολικό Πήλιο. Λοιπόν, γνώριζα κάποια δική μου εκεί πέρα, και λέω ας πάω μήπως μου δώσει λίγο ψωμάκι και λίγο λαδάκι. Μόλις πήγα εκεί πέρα και με είδανε άρχισαν να κλαίνε. Πάει το Μαρικάκι...( γιά μένα δηλαδή κλαίγανε ) 
Είχε βγει το χνούδι από την αδυναμία, σκελετός ήμουνα. Αυτοί, λοιπόν, οι καημένοι μάζεψαν πατάτες από δω, μάζεψαν λίγο λαδάκι από εκεί, εν τω μεταξύ κόβουν ψωμί (είχαν ψωμί ζυμωτό) κι έφαγα 1 καρβέλι εκείνο το βράδυ. Πώς το ‘φαγα; που πήγε; Φάε μου λέει πατάτες βραστές. 
Μου έδιναν από όλα, κι όλα τα έτρωγα. Δεν χόρταινα. Τώρα, το πρωί; πώς σηκώνω εγώ τις πατάτες, πού μου δώσανε; σηκώνονται 18 οκάδες πατάτες και μου δίνουν ένα τενεκεδάκι λάδι. Μου τ' ανέβασαν στον ανήφορο τα παιδιά -είχαν ζώα- μετά από κει είχαν φυλάκια οι Ιταλοί και νυχτώσαμε. Ήταν 12 η ώρα νύχτα. 
Που να πάω με το βάρος; Μόλις έβλεπα τους Ιταλούς, ώχ! ακουμπούσα στα βραχάκια και καθόμασταν εκεί πέρα και κοιτούσαν αυτοί και κλαίγαμε εμείς και λέγαμε: «Τείχος ει των παρθένων Θεοτόκε Παρθένε» κι αυτοί τα έβλεπαν τώρα αυτά πού προσευχόμασταν και παρακαλούσαμε...Και έκλαιγαν ( κι΄αυτοί ) και μας σήκωναν το βάρος, που είχαμε πίσω, για να μπορέσουμε να βαδίσουμε... 
Μόλις φτάνουμε πρωί στο σπίτι, σιγά - σιγά, 6 ώρες δρόμο. Είχα τις πατάτες στον ώμο, ετοιμοθάνατη ήμουν. Αμέσως λιποθύμησα, έπεσα κάτω γιατί δεν είχα άλλη αντοχή. Μου κλέβουν τις πατάτες οι γειτόνοι όλοι, μου κλέβουν το λάδι, και δεν μ' άφησαν τίποτε... 
Κι εμένα, λοιπόν, μ' έπιασε ένας πόνος στο πλευρό, ένα επανωφόρι φορούσα τότε, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Λέω άσχημα την έχω. Που να βρω γιατρό; Η γειτονιά έρημη, δηλαδή λίγα πρόσωπα, αλλά αυτά τα λίγα μου κλέψαν τις πατάτες. 
Πάω στο γιατρό σιγά - σιγά, μου λέει: έχεις πλευρίτιδα και πρέπει να βρεις πίτουρα να βάλεις. Που να βρω; Εγώ λέω: Θα καθίσω Παναγία μου μέσ' το δωμάτιο κι ότι είναι ευλογημένο. Θες να με πάρεις; πάρε με, δε θέλεις, όποτε εσύ θέλεις. Κάθισα μόνη μου τώρα, σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτα...
Όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είχε θαμπώσει, είχε σκοτεινιάσει βλέπω μια μοναχή με το σχήμα της καί μού λέει: 
--«Δεν μπορείς ; », 
Καί με πλησιάζει, αλλά το δωμάτιο έλαμψε όλο φως. 
--«Ναι δεν μπορώ" τής λέω "Πήγα στη Ζαγορά, κάθισα, είπα τα παράπονα μου εγώ, και μου δώσανε λίγες πατάτες και μου τις κλέψαν, και τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε καντηλάκι έχω, τίποτα δεν έχω, κι είπα θα καθίσω εδώ και ας πεθάνω ποιος θα με ανοίξει την πόρτα; Δεν έχω κανέναν.» Λέει: 
--«Μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά, εγώ θα σε κάνω καλά» κι' ούτε να φαντασθώ ποιά είναι, να τη ρωτήσω... 
Παίρνει, λοιπόν, και βάζει το πάπλωμα μου, είχα ένα παπλωματάκι μικρό και μου το ‘βαλε έτσι όπως κάνεις το χωνί, έτσι ακριβώς, και μου λέει: 
--«Άντε δεν έχεις τίποτε, θα γίνεις καλά.» 
Αμέσως μου πέρασε το πλευρό μου, έλαβα τον χορτασμό, είχα πείνα, εξάντληση, που να βρω φαγητό, που να βρω τίποτα, και χόρτασα σαν να είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου και το ‘ψησα και το ‘φαγα ! Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν. 
Το πρωί πήγα στο γιατρό, καί μού λέει: 
--Τι ήρθες; 
--Να με ακροαστείτε λιγάκι.
 Μου κάνει εξέταση, καί μου λέει 
--Δέν έχεις τίποτε τώρα! Τι έγινε, πώς έγινες καλά; 
Λέω, αυτό κι' αυτό, καί μού λέει ο γιατρός:
--Επέτρεψε ο Θεός για τις ανέχειες, λόγω της πείνας, για να σε κάνει η Αγία καλά... 
Και τότε, μού λέει κάτι από μέσα μου: 
"Ποιά νά ήταν αυτή πού είδα; ποιά νά ήταν; ". Και μου λέει μια φωνή στ΄ αυτί μου: 
"Ήταν η Αγία Παρασκευή ! " 
Και γι' αυτό κι΄ εγώ, την αγαπούσα την Αγία Παρασκευή !  Μου το ‘πε η ίδια στ' αυτί, πληροφορία, ότι ήταν ή Αγια Παρασκευή!


Είναι της πείνας αυτά, της κατοχής. Πήγα μάζευα χόρτα. Στο μέρος που τα μάζευα ξαναφύτρωναν την άλλη μέρα πάλι. Κάθε μέρα στο ίδιο μέρος φυτρώνανε όλα. Και μετά σιγά - σιγά τα ‘πλενα και τους τα πήγαινα πολλές φορές ωμά, σ' αυτό το κοριτσάκι πού ήταν άρρωστο. Είχε φυματίωση το καημένο...
Μ' είδε κι εμένα ο π. Εφραίμ ο παλιός μου πνευματικός. 
--Κοίταξε παιδί μου, μου λέει. Κοίταξε παιδάκι μου, όλους τους θάψαμε. Κοίταξε Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί, κοίταξε, άμα πας στο Χριστό και έχεις παρρησία πολλή, εύχου και για μένα τον αμαρτωλό. 
--Ό,τι είναι θέλημα Θεού, έλεγα. Άμα θέλει να με πάρει ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού. Ύστερα, λοιπόν, βγάζει κήρυγμα και λέει:
--" Όσο θα έχετε ψωμί, από μια μπουκιά θα ρίχνετε, θα κόβετε, το Μαρικάκι θ' ανοίξει το παράθυρο, να πετάτε την μπουκιά μέσα στο σπίτι, να βρίσκει να τρώει... 
Και τότε λοιπόν είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες, και άνοιγα το παράθυρο και ‘ρίχναν μπουκιές - μπουκιές μέσα κι έπαιρνα λοιπόν κι έτρωγα και συνήλθα. Έκανα υπακοή...


Λοιπόν, όταν συναντιόμασταν με τις αδελφές δεν μιλούσαμε. Μας έλεγε ο πνευματικός: 
--"Μη μιλάτε. Θα πάρετε το αντίδωρο και θα πάτε στο σπίτι, και στη διαδρομή όλη θα λέτε την ευχή και μόλις φτάσετε στο σπίτι, θα λέτε" Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι, και μέσα θα αισθάνεστε στο σπίτι μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρη..." 
Δεν κοινωνούσαμε, μόνο το αντίδωρο παίρναμε, αυτό λέγαμε και νομίζαμε ότι λιβανίζανε εκείνη την ώρα. Στο δρόμο που βαδίζαμε υπήρχε ευωδία σαν κάποιος να λιβάνιζε...
Λέμε: τι ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά; και δεν είχε τίποτε, ούτε περιβόλι, ούτε τίποτε, ήταν δηλαδή η χάρις του Θεού πολλή... 
ΦΟΒΕΡΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ...
 
6) Μια φορά πήγαμε σ' ένα παρεκκλησάκι. Ήταν Δεκαπενταύγουστος, λέω «δεν πάμε ν' ανάψουμε τα καντηλάκια στον Αγ. Νικόλαο και να φύγουμε;» Όλες μαζί ξεκινήσαμε. Ήμασταν επτά. Και αφού ξεκινήσαμε, δεν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο με τ' αντίδωρο. 
Λοιπόν, μόλις φθάσαμε στους πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, λέω: τι καλά να είχαμε μια φετούλα ψωμάκι και να είχαμε και από ένα συκαλάκι φρέσκο και φρέσκο ψωμάκι να τρώγαμε! 
Μπαίνουμε στο παρεκκλησάκι, ανάψαμε τα καντηλάκια, ψάλαμε, μπαίνω εγώ στο ιερό να ανάψω το καντηλάκι μέσα. Βλέπω ένα δέμα πάνω στην Αγ. Τράπεζα.
Λέω: παιδιά ό Αγ. Νικόλαος μας έφερε κάτι. Δεν ξέρω, του Αγ. Νικολάου δώρο είναι.
Πάω, λοιπόν, να το ανοίξω, τι να δω; 
Όσες ήμασταν, από ένα σύκο και από μία φέτα ψωμί ζεστό, φρέσκο, της ώρας! 
Και υστέρα, λοιπόν, μετά από ενάμιση μήνα ξαναπήγαμε κι εγώ, τώρα γλυκάθηκα, πήγα πάλι μέσα στο ιερόν, ανάψω τα καντηλάκια και βλέπω τον Εσταυρωμένο και στ' αγκάθινο στέφανο είδα πώς τρέχουν σταλαγμίτες, πώς τρέχουν τα δάκρυα, έτρεχαν από την πλευρά του, έτρεχε ύδωρ μεμιγμένο με αίμα ! 
Είχαμε μια εικόνα της Παναγίας κι είχε μέσα γύρω - γύρω βαμβάκι, και παίρνω, λοιπόν, το βαμβάκι, πάω πίσω και σκούπιζα, σκούπιζα τον Εσταυρωμένο ήταν μούσκεμα. 
Κατ' ευθείαν πάμε στον εσπερινό. Το είπαμε αυτό το πράγμα.
Λέει ιερέας: 
"παιδιά, πόλεμος θα γίνει ! " και το έκανε κήρυγμα στην εκκλησία. 
Και αυτός, όταν έβλεπε τέτοια σημάδια να κλαίνε οι Άγιοι, να κλαίει ο Χριστός θα γίνει πόλεμος λέει και πολύ γρήγορα. Και μ' αυτό το βαμβάκι είχαμε τότε σταυρώσει όλον τον κόσμο, πού ήταν εκεί πέρα και πράγματι έγινε έτσι, γιατί σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος τού 1940.

Λόγος της Γερόντισσας Μακρίνας, 1971
Όταν ο μοναχός δεν έχει ακρίβεια στη ζωή του, στην υπακοή του, στα καθήκοντα του, δεν έχει προκοπή. 
Γι' αυτό, λοιπόν, πολλές φορές σας λέω, παιδιά κάντε τα καθήκοντα σας, γιατί κι εγώ έκανα φυσικά πολλά αδιάκριτα πράγματα κι έβλαψα τον εαυτό μου στο θέμα της υγείας μου, γιατί έκανα ανευλόγητα ήταν ο πολύς ό ζήλος τότε, δεν ήμασταν και σε κοινόβιο κι όσο θέλαμε τρώγαμε είτε κάναμε ξηροφαγία και δεν το λέγαμε στον πνευματικό. 
Εμείς ότι ακούγαμε απ’ τις αναγνώσεις θέλαμε να τα εφαρμόσουμε και δεν λάβαινε γνώση ο πνευματικός μας. Ύστερα, λοιπόν, αρρωστήσαμε από αδενοπάθεια κλπ. γιατί ήταν αδιάκριτα. Γι' αυτό, λοιπόν, εμείς εδώ, επειδή είμαστε στην υπακοή, μέσα στο κοινόβιο, δε θα πρέπει να συμβαίνει αυτό το πράγμα.
Όταν κανείς βαδίζει την βασιλική οδό, δεν μπορεί να τον τραβήξει κανείς ούτε από δω, ούτε από κει. Φυσικά όταν γίνεται με ευλογία του Γέροντος ή της Γερόντισσας, αισθάνεται μέσα και ο γέροντας ότι πρέπει να το κάνει αυτό και δίνει ευλογία να το κάνει. Όταν όμως σου λέει δε θα το κάνεις αυτό, δεν πρέπει να το κάνεις ...


Όταν τον πιέζουμε τον Γέροντα να μας δώσει μια ευλογία να κάνουμε κάτι, και μας τη δίνει χωρίς να θέλει παθαίνουμε, και ύστερα λέμε πώς το έπαθα εγώ αυτό το πράγμα; 
Να γιατί, γιατί δεν έδωσε μ' όλη του την ψυχή την ευλογία.
Όταν κάνει υπακοή, έχει ταπείνωση η ψυχή. Γι' αυτό, λοιπόν, οι άνθρωποι, επειδή έχουμε σωματική ασθένεια και μια σχετική πείρα, γι' αυτό κι εγώ σας λέω καμία κουβεντούλα: 
είτε σας λέω παιδιά προσέξτε αυτό το πράγμα, είτε προσέξτε το θέμα της προσευχής σας, είτε το φαγητό σας, είτε τις μετάνοιες σας, είτε το α, το β, από πείρα τέλος πάντων. Γι' αυτό, λοιπόν, όταν θα κάνουμε γνήσια τέλεια υπακοή, ούτε το σώμα μας θα εξασθενεί, ούτε η ψυχή μας θα αρρωσταίνει.



Διάφορα ωφέλιμα...

Προσπαθώ με την προσευχή να σας βοηθήσω.
Έλεγα: Πώς γίνεται και να μην έρχεται η Θεία Χάρις στην ψυχή μας; ποια είναι τα εμπόδια, τι φταίει;
Και βλέπω κατά σειρά, δυο βράδια και ένα μεσημέρι τα εξής:
Το πρώτο βράδυ βλέπω και ανατέλλει ένας ήλιος πολύ λαμπερός και φωτεινός, και μέσα μού έλεγε μια φωνή, ότι έτσι φωτίζεται από την Θεία Χάρη ο άνθρωπος όταν έχει πολλή βία και αυταπάρνηση. Και ό,τι θλίψη είχα, μου την πήρε αυτό πού είδα....


Το άλλο βράδυ είδα πολλά τοιχώματα και μόλις πού έμπαινε ανάμεσά τους λίγο φως, με την ανατολή του ηλίου, και περνούσε καμιά ακτίνα. 
Και μια φωνή μου έλεγε, ότι αυτό συμβαίνει στον άνθρωπο πού δεν κάνει τα έργα του Θεού όπως πρέπει. 
Και πάλι το άλλο μεσημέρι έβλεπα μικρά-μεγάλα τοιχώματα και κοίταζα σε ποιο μέρος θα μπει λίγος ήλιος. Και έλεγα: 
Τι Μεγάλος Θεός είναι! Παρ' όλο ότι αμαρτάνουμε, ότι έχουμε τοιχώματα, έστω και λίγο φως έρχεται και κοιτάζει να μας ζεστάνει, να μας ζωογονήσει, να έχουμε πότε-πότε μια παρηγοριά. 
Και έφυγε η λύπη, και σαν να μου έλεγε μη στεναχωριέσαι, θα βγει εκείνος ο ήλιος και θα διαλύσει όλα τα τοιχώματα...


Γι' αυτό ας προσέξουμε, ας βοηθήσουμε τον εαυτό μας με την προσευχή και να ζητήσουμε το φως της Θεότητος να έρθει να λάμψη μέσα μας. Ν' αφήσουμε τις συζητήσεις και να κυνηγήσουμε τον Θεό για να μας ανοίξει τον Παράδεισο.
Πρέπει όμως και εμείς ολοψύχως να τον αγαπήσουμε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης καρδίας και εξ όλης ισχύος μας... 
Σας τα λέω αυτά από πολύ πόνο γιατί είναι μεγάλο το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε αψήφιστα και ρηχά. Λίγο φόβο Θεού, λίγη αυταπάρνηση, το όνομα του Θεού να κυνηγάμε και τότε θα δείτε ο Θεός τι θα μας χαρίσει.

Πάντα να έχουμε αμφιβολία και στο αυτί και στο στόμα, γιατί καμιά φορά λέμε μια λέξη πάνω στο θυμό μας και δεν την θυμόμαστε και τα παίρνουμε όλα στην πλάτη, τα ανευλόγητα κ.λπ. κι υστέρα γονατίζουμε και πάσχει η ψυχή μας, πάσχει το σώμα μας, η διάνοια μας. 

Ο Θεός θέλει προσευχή, προσοχή, και ταπείνωση.

Να προσέχουμε την αργολογία. Να δαγκώνουμε λίγο τη γλώσσα μας για να λέμε και καμιά ευχή. Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε και λίγο τη νύχτα, να θυμηθούμε και τους ανθρώπους πού έχουν ανάγκη....
Γι' αυτό να ζητάμε σύνεση, επίγνωση των πραγμάτων που θα πούμε, τι δεν θα πούμε.
Να είμαστε συνεπείς στην εκκλησία, στο διακόνημά μας και ο Θεός θα μας βοηθήσει. Προσέξτε την παρρησία, την μεγαλοφωνία, την αργολογία και την κατάκριση.
Να μη κάνετε στέκια, καί πηγαδάκια συζητήσεων. Όσο ανοχή κάνει ο προεστώς, μετά επεμβαίνει ο Θεός στον καθένα μας και να προσευχώμεθα για τον γέροντα" Να λέμε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησε τον δούλο σον» και «Υπεραγία Θεοτόκε, ενίσχυσαν τον δούλον σου».

Απ' τη μια να φωνάζει, να λυπεί τον αδελφό, να κατακρίνει, και απ' την άλλη να κοινωνάει είναι φοβερό ! 
Στην εκκλησία να μην πηγαινοερχόμαστε. Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη για το Θεό. Χάνουμε τον χρόνο μας με τις κουβέντες, γι' αυτό αισθανόμαστε άδειες και ανικανοποίητες, γιατί δεν έχουμε προσευχή. Ο φόβος του Θεού φέρνει εγκράτεια, αγάπη προς τον πλησίον. Δεν έχουμε τίποτε μέσα μας γι' αυτό πρέπει να κλάψουμε, γιατί λέμε ότι είμαστε αφιερωμένες μοναχές, και αυτό είναι ψέμα... 
Να κάνουμε προετοιμασία της Θ. Μεταλήψεως. Εάν καταλαβαίνετε κάτι σας βαραίνει δεν πρέπει να πλησιάζετε. Αφού ο άλλος λυπήθηκε μαζί σου, πώς εσύ κοινωνάς; Γιατί να μην πάμε να φτερουγίσουμε στο θρόνο του Θεού; και να προτιμάμε τις συζητήσεις;

Όποια κάνει οικονομία, προσέχει στο φαγητό της δεν θα στερηθεί. Να γίνεται οικονομία για να μας σκεπάσει ο Θεός. Φοβάμαι πολύ την πείνα. Όποιος δεν την έζησε... 
Είπα, στη ζωή μου δεν θα πετάξω ούτε μια μπουκίτσα. Έβλεπα τις πέτρες κι έλεγα «Χριστέ μου κάνε τις ψωμάκι να φάω, να στηριχθώ στα πόδια μου». Θα 'ρθει εποχή που δεν θα υπάρχουν ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια... Εμείς πρέπει να παρακαλούμε την Παναγία να μας σκεπάζει από τις παγίδες του διαβόλου και τους κακούς ανθρώπους.
Να μην αργολογούμε, καιρός μετανοίας. 
Ολα τα λεπτά θα μας τα ζητήσει ο Θεός και τις μέρες μας που φεύγουν.
Και τα παπούτσια μας και τις κάλτσες μας όλα να τα οικονομούμε. Θα με θυμηθείτε μια μέρα. Πρέπει να τα προσέξουμε όλα για να φωτίσει ανθρώπους να μας φέρνουν....
 
Αυτό πού θα σας πω είναι πράγμα αισθητό - πνευματικό. Το βλέπω με την ψυχή μου.
Αυτό είναι πράγμα πνευματικό πού δεν μπορείτε να το νοιώσετε.

Βλέπω ένα βόδι απ' τα μεγαλύτερα πού υπάρχουν στον κόσμο ( ο σατανάς ), ένα βόδι με κάτι μάτια γουρλωμένα και φλογισμένα κι έχει μια φουστανέλα με γαζί, κι αυτή η φουστανέλα του είναι όλο βελόνια και βλέπεις την μια μοναχή την τραυματίζει στο κεφάλι και πέφτει κάτω (έτσι τα βλέπω, τα λέω για να διορθωθούμε για την αγάπη του Χριστού), την άλλη την τραυματίζει στα πόδια της, δεν μπορώ να κάνω εκείνο, δεν μπορώ να κάνω το άλλο, όλα αυτά είναι του διαβόλου αμέλεια ώστε να μην κάνουμε προσευχή, να μη σηκωθούμε να πάμε το πρωί στην εκκλησία, να μην πάμε στην ώρα μας στην ακολουθία, να χάνουμε τα πνευματικά μας, για να γίνει το κέφι του διαβόλου....


7) Σε επιστολή του ο κ. Μ.Κ., προϊστάμενος Π. Εκπαιδεύσεως από την Αθήνα, πού έγραψε 12 ήμερες μετά την εκδημία της μακαριστής Γερόντισσας Μακρίνας Μοναχής, 16-6-95, μεταξύ των άλλων μας ανέφερε και τα εξής αξιοπρόσεκτα:


"Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα ήταν μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Μορφή Οσιακή. 
Δεμένη με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ήταν πνευματική μάνα, και είχε το χάρισμα να σε ξεκουράζει... Η Γερόντισσα Μακρίνα διακρινόταν από την χάρη που την διακατείχε....
Τα νεανικά της χρόνια τα πέρασε στο Βόλο. Ο Άγιος Θεός την δοκίμασε ως χρυσόν στο χωνευτήρι. Πείνασε και δίψασε. Πολλές φορές παρακαλούσε τις πέτρες να γίνουν ψωμάκια...
Αργότερα λυπόταν όταν έβλεπε τεμάχια άρτου στους δρόμους πεταμένα... Η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Κύριο. Αγάπησε τον Νυμφίον της Εκκλησίας και έγινε αξία νύμφη Του.
Συνεδέετο με τον Μακαριστόν Γέροντα π. Ιωσήφ τον Ησυχαστήν και είχε πνευματικόν Γέροντα τον π. Έφραίμ της Ί. Μονής Φιλόθεου Αγ. Όρους.

Πολύ νωρίς έλαβε γνώση της ευχής του Ιησού Χριστού και το ιερό κομποσχοίνι ήταν πάντα στα χέρια της. Μάλιστα συνεχώς μοίραζε και στους λαϊκούς, για να προσεύχονται με την ευχή.
Στο Ιερό Κοινόβιο της Μονής είχε χωρίσει σε ομάδες τις αδελφές και ή ευχή λεγόταν συνέχεια.
Ο Κανόνας της Μονής ήταν η ευχή, και η καθημερινή Θεία Λειτουργία....


Συνήθιζε η Γερόντισσα Μακρίνα να κάνει πνευματικές περιοδείες για δική της ψυχική ωφέλεια και για πνευματικούς λόγους....
Η αείμνηστος Γερόντισσα έζησε πολλές καταστάσεις Χάριτος, τόσο στο χαριτωμένο κελλάκι της, όσο και στην εκκλησία....
Στο πρόσωπο της είδα να βιώνεται η θεωρία του Χριστιανισμού πλήρως. Όχι μόνο λόγια, αλλά και έργα. Η ζωή της υπήρξε: Προσευχή, διδασκαλία και αγάπη στην πράξη. Ήταν ο καλός Σαμαρείτης.
Η Γερόντισσα Μακρίνα στο Λονδίνο...
Προ ετών η Γερόντισσα είχε ένα θέμα υγείας και μετά από προσευχή και κατόπιν υπακοής πήγε στο Λονδίνο. Έκανε μια μικρή επέμβαση στο έντερο. Συνοδεύετο από μερικά πνευματικά παιδιά της. 
Το πρώτο βράδυ ήταν δύσκολο. Σύμφωνα με το τυπικό του Νοσοκομείου στην Γερόντισσα δεν επέτρεψαν να μείνει κάποιος το βράδυ κοντά της. Όταν όλοι έφυγαν η Ηγουμένη της Ιεράς της Παναγίας Οδηγητρίας έμεινε μόνη. Μόνη με αρκετή δυσκολία το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση...
Ξαφνικά χτυπά η πόρτα και μπαίνουν μέσα δύο γιατροί μαύροι. 
Της συμπεριφέρονται ευγενικά και συμπαρίστανται στην αγωνία της Ο ένας την κρατά αγκαλιά και ο άλλος με το πτυελοδοχείο και γάζες βοηθούν να περάσει το σημείον της δυσκολίας. Το πρωί φεύγουν οι ιατροί. Μάρτυρες του γεγονότος οι γάζες σε μια γωνιά του δωματίου ευρισκόμενες. Όταν έρχονται τα πνευματικά παιδιά της, η Μητέρα είναι πολύ καλά.
Όταν ζητούν από την προϊσταμένη τα ονόματα των ιατρών, πληροφορούνται ότι μαύροι ιατροί δεν υπάρχουν στο Νοσοκομείο. 
Η Γερόντισσα προσεύχεται δια την λύσιν του προβλήματος και παίρνει την πληροφορία, ότι οι μαύροι ιατροί ήταν το ζεύγος των Αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία!

Το ίδιο βράδυ γινόταν πολύ προσευχή και στο Άγιον Όρος.
Τέτοιες καταστάσεις περνούσε πολλές η Γερόντισσα, δια τούτο ευρίσκετο πάντοτε εις κατάσταση Χάριτος και προσφοράς Αγάπης...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Απρ 29, 2016 10:18 am

Μια αγία ακτιβίστρια της Γαλλίας & νεομάρτυρας: Μαρία Σκόμπτσοβα



Εικόνα



ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ

«Θαυμαστός ο Θεός, εν τοις αγίοις αυτού».
Η θριαμβευτική αυτή διαπίστωση που κάνει η Εκκλησία κάθε φορά που θυμάται την ζωή των αγίων της, μας υπενθυμίζει και σε μας πως τίποτε άλλο δεν είναι η ζωή του πιστού παρά η αποδοχή της Ζωής του Χριστού, ως ζωής δικής του. Οι άγιοι, οι θαυμαστές αυτές προσωπικότητες των οποίων ολόκληρος ο βίος αποτελεί την σάρκωση του Ευαγγελίου και την διαπίστωση πως τα λόγια του Χριστού είναι δυνατά και εφαρμόσιμα από τον καθένα, είναι αυτοί τελικά που θα μείνουν στην ιστορική διαχρονική μνήμη, όσοι αιώνες ακόμα κι αν περάσουν, όσα δισεκατομμύρια ανθρώπων ακόμα περιπατήσουν στη γη, οι άγιοι και τα έργα τους θα παραμείνουν άσβηστα στη συλλογική μνήμη του κόσμου.
Υπάρχει η διαδεδομένη σε πολλούς εντύπωση πως η Εκκλησία δεν γεννά πια αγίους, πως η αγιότητα είμαι μια ανέφικτη εμπειρία για τον σύγχρονο άνθρωπο, πως οι άγιοι αποτελούν ιστορικές μορφές του παρελθόντος, και μάλιστα του πολύ απώτατου. Καμιά άλλη άποψη δεν είναι όμως πιο ξένη από την αλήθεια. Η ρήση του Κυρίου «γίνετε άγιοι, όπως είναι και ο επουράνιος Πατέρας σας» δεν θα είχε διατυπωθεί αν ήταν αδύνατη.

Η ιστορία του περασμένου αιώνα επιβεβαιώνει την αλήθεια της παραπάνω εντολής: και στον 20ο αιώνα η Εκκλησία γνώρισε πολλές άγιες προσωπικότητες, αληθινούς δηλαδή φίλους του Χριστού που εφάρμοσαν με συνέπεια και αγωνιστικότητα τις εντολές του από αγάπη σ’ Αυτόν και την εικόνα Του, τον άνθρωπο. Η αγιότητα δεν είναι μια υπερφυσική κατάσταση, ούτε μια εξωκοσμική εμπειρία, ούτε τέλος μια ατομική κατάκτηση όπως συμβαίνει στον χώρο των ανατολικών θρησκειών, αλλά η συνέργια Θεού και ανθρώπου για την μεταμόρφωση της καρδιάς του ανθρώπου η οποία γίνεται το αληθινό κατοικητήριο του Θεού, ο όντως ναός Του, αυτός και όχι τα πέτρινα κτίσματα ενός επίγειου ναού.
Μια από τις μορφές λοιπόν που σημάδεψαν την ζωή των ανθρώπων στον αιώνα που πέρασε ήταν η Μαρία Σκόμπτσοβα, ρωσίδα αγωνίστρια του πνεύματος η οποία έζησε μια ζωή απόλυτης θυσιαστικής διακονίας σε πολύ δύσκολους καιρούς.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε το 1891 στην Ρίγα της Λετονίας, η οικογένεια της ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Το όνομα της, πριν παντρευτεί, ήταν Ελισαβέτα Πιλένκο.
Οι γονείς της ήσαν πιστοί και ευσεβείς άνθρωποι που της μετέδωσαν από μικρή τα ουσιώδη της πίστης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, η πίστη για να εδραιωθεί θα περάσει μέσα από την κάμινο και τα βάσανα της αμφιβολίας, για να θυμηθούμε την ανάλογη έκφραση του Ντοστογέφσκυ. Στα 14 της χρόνια θα πεθάνει ο πατέρας της, και η μικρή Ελισαβέτα θα νιώσει την αδικία του θανάτου, άρα και την απουσία του Θεού τον οποίο θεωρούσε πια ως ανύπαρκτο.
Το 1906 μαζί με την χήρα μητέρα της θα μετακομίσουν στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα αναμειχθεί με τους κύκλους των διανοουμένων -ήταν άλλωστε εποχή μεγάλων και σημαντικών εξελίξεων στο χώρο της ρώσικης ιντελλιγκέντσια- ιδιαίτερα με τον ποιητή Αλεξάντερ Μπλοκ. Επίσης, όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοι της, θα γίνει μέλος αριστερών πολιτικών οργανώσεων, «για να πολεμήσω την αδικία μέσα στον κόσμο» όπως έλεγε αργότερα.
Το 1910 η Λίζα θα παντρευτεί τον Ντμίτρι Κούζμιν-Καράβιεφ, ένα μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, πιο γνωστό ως «Μπολσεβίκοι». Ένας γάμος που έγινε όχι από αγάπη, αλλά από συμπάθεια περισσότερο. Συνέχιζε τις επαφές της με πολιτικούς και πνευματικούς κύκλους, ενώ αν και θεωρούσε τον εαυτό της άθεο, αναζωπυρωνόταν το παλιό της ενδιαφέρον για τον Χριστό, περισσότερο όμως ως ηρωική μορφή. 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

«Τινα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» [=ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;] ρωτούσε τους μαθητές του ο Ιησούς, και από τότε ως σήμερα έχουν δοθεί αμέτρητοι χαρακτηρισμοί και έχουν σμιλευτεί πάμπολλα πορτραίτα για το ποιος πράγματι ήταν ο Κύριος, η Λίζα δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει από τον «κανόνα» αυτό, ειδικά σε μια εποχή ανακατατάξεων όπου γραφόταν καθημερινά η ιστορία.
Ωστόσο, οι παλιές της παιδικές μνήμες δεν την εγκατέλειπαν. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων (είχε ήδη εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές) αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τις θεολογικές σπουδές: «ο κόσμος περισσότερο ανάγκη έχει τον Χριστό και όχι επαναστατικές θεωρίες». 
Γράφτηκε λοιπόν στην Θεολογική Ακαδημία της Μονής του Αλεξάνδρου Νιέβσκυ στην Αγία Πετρούπολη, αλλά σημαντικά γεγονότα έμελλαν να συμβούν σε λίγο: ο γάμος της θα διαλυθεί το 1913, αλλά τον Οκτώβρη του ίδιου έτους θα γεννηθεί το πρώτο της παιδί. Εμβαθύνοντας στις σπουδές της, παράλληλα όμως με την δική της προσωπική αναζήτηση της πίστης, θα συμπεράνει πως ο χριστιανικός ασκητισμός δεν συνίσταται στον βασανισμό του σώματος, αλλά το ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων, μαζί με το ενδιαφέρον για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών. Έτσι στράφηκε προς το μικρό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα τον οποίο ήταν μακρόθεν των ιδεών του Λένιν.
Τα γεγονότα τρέχουν. Καταδιώκεται από την μπολσεβίκικη εξουσία που προσπαθεί να στεριωθεί στην Ρωσία. Λόγω φιλίας της με την γυναίκα του Λένιν διασώζεται από εκτέλεση. Ωστόσο η καταδίωξη της είναι ανηλεής: αν και εκλέχθηκε δήμαρχος της μικρής πόλης Άναπα, στην Μαύρη Θάλασσα, είναι τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου και αυτή τη φορά θα την συλλάβουν οι Λευκοί, οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων. Θα γλυτώσει και πάλι την εκτέλεση , την φορά αυτή χάρη στον Δανιήλ Σκόμπτσοβ ο οποίος ήταν ο δικαστής της. Αργότερα θα τον ερωτευτεί, και το ειδύλλιο θα καταλήξει σε γάμο. Για την Λίζα πλέον η ζωή στη Ρωσία ήταν επικίνδυνη, ο εμφύλιος αιματοκυλούσε όλη την χώρα και οι Μπολσεβίκοι φαινόταν πως είχαν κερδίσει σημαντικά ερείσματα. 

ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Μαζί με την οικογένεια της παίρνουν την πρωτοβουλία να μεταναστεύσουν, για να φτάσουν τελικά μετά από περιπέτειες στο Παρίσι το 1923. Το 1926 είναι χρονιά μεγάλης δοκιμασίας και θλίψης καθώς χάνει την κόρη της από μηνιγγίτιδα. «Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου σου προσώπου ανοίγει διάπλατα τις πύλες της αιωνιότητας, ενώ ολόκληρη η φυσική ύπαρξη χάνει την σταθερότητα και την συνοχή της. Οι νόμοι του χθες έχουν καταργηθεί, οι επιθυμίες έχουν σβήσει, η απουσία νοήματος αντικατέστησε το νόημα…..πριν τον μαύρο λάκκο του τάφου, τα πάντα πρέπει να επανεξεταστούν, να συγκριθούν με το ψεύδος και την διαφθορά».
Η Λίζα όλο και πιο πολύ πια θα αφιερωθεί στην μελέτη και την κοινωνική εργασία στο Παρίσι. Έγινε μέλος της Ρωσικής Φοιτητικής Χριστιανικής Κίνησης, έργο που την έφερε σε επαφή με πάμφτωχους ρώσους μετανάστες στις πόλεις και τα χωριά σε όλη την Γαλλία. 
Αναρωτιόταν διαρκώς για την αληθινή της κλίση στη ζωή. Της άρεσε να βοηθά τους αναξιοπαθούντες βλέποντας σ’ αυτούς το αληθινό πρόσωπο του Χριστού, διότι για την Λίζα ο ανθρωπισμός και η φιλευσπλαχνία θεμελιώνονταν όχι σε κάποια κοσμική ηθική αλλά στα ίδια τα λόγια του Χριστού, γι’ αυτό έμεινε στην διακονία αυτή στερεωμένη ως το τέλος. Από την άλλη αναρωτιόταν για το είδος της εργασίας της εντός του εκκλησιαστικού χώρου. Οραματιζόταν ένα διαφορετικό είδος κοινότητας, μοναστικής και αδελφικής συνάμα. 

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΝΑΧΗ

Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος γνωρίζοντας τον κοινωνικό ακτιβισμό της Λίζας ανάμεσα στους πρόσφυγες, της πρότεινε να γίνει μοναχή. Η Λίζα συμφώνησε, υπήρχε όμως το πρόβλημα του υφιστάμενου γάμου της. Αν και διαφωνούσε στην αρχή, ο σύζυγος της θα συναινέσει στο εκκλησιαστικό διαζύγιο το 1932. Λίγες εβδομάδες αργότερα στο παρεκκλήσι του Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού, στον Αγιο Σέργιο ["Νεκρός": ρωσική θεολογική σχολή στο Παρίσι, με σημαντική προσφορά στη μελέτη της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς], θα γίνει η κουρά της, και το νέο της όνομα θα είναι Μαρία. 
«Μοναχισμός μέσα στον κόσμο», όπως έλεγε η ίδια, θα είναι πια η αποστολή της, κάτι ολότελα διαφορετικό από την μέχρι σήμερα εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα ενταγμένο στην πρακτική της «οικονομίας» την οποία επέβαλαν οι καιροί.
Από δω και στο εξής η Μαρία αναλαμβάνει σημαντική δράση. Φτιάχνει ένα μικρό σπίτι που θα γίνει καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων του Παρισιού, αλλά ταυτόχρονα και εστία συνάντησης σπουδαίων προσωπικοτήτων. Το 1937 θα φτάσουν να σερβίρονται μέχρι και 120 γεύματα σε απόρους. Παρακαλούσε για το φαγητό των απόρων η ίδια, όλο το Παρίσι άρχισε να γνωρίζει την καλόγρια -ζητιάνα που κάπνιζε. Κατάφερνε όμως να συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες τροφής για όσους είχαν ανάγκη. Ο κάθε άνθρωπος εικονίζει τον Θεό, αυτό ήταν το μόνο της πιστεύω. ["Νεκρός": το "πιστεύω" αυτό είναι γνήσια χριστιανικό, γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη του Θεού και τη δημιουργία του ανθρώπου κατά την εικόνα του Θεού, δηλ. όπως γράφει η Παλαιά Διαθήκη].




Ένας άλλος σημαντικός σταθμός υπήρξε η ίδρυση το 1935 της «Ορθόδοξης Δράσης», ενός οργανισμού στον οποίο συμμετείχε η αφρόκρεμα της ρωσικής διανόησης. Χάρη στις δωρεές που ελάμβανε από υποστηρικτές της όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, κατόρθωσαν να υλοποιήσουν ένα μεγάλο εύρος σχεδίων όπως την δημιουργία ξενώνων, καταφυγίων, σχολείων, την παροχή βοήθειας στους ανέργους και στους ηλικιωμένους, την έκδοση βιβλίων κλπ. 
Ο μοναχισμός όπως τον αντιλαμβανόταν η Μαρία βρισκόταν σε συμφωνία πνεύματος με όλη την υπερχιλιετή παράδοση και εμπειρία των ασκητών πατέρων και μητέρων, διέφερε μόνο στους τύπους, στην μορφή δράσης. Η Μαρία δεν απομακρύνθηκε από τον κόσμο σωματικά, γιατί ο κόσμος την χρειαζόταν. Είχε όμως απομακρυνθεί από το πνεύμα του κόσμου. Ήταν παρούσα ανάμεσα στους αδελφούς του Χριστού γιατί τούτη ήταν η κλίση της- όμως ο κόσμος δεν την έκανε ποτέ δική του. Παρέπεμπε στα λόγια του Ιωάννη Χρυσοστόμου για την θεία λειτουργία που τελείται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας επί της Αγίας Τραπέζης. Η Τράπεζα τη φορά αυτή ήταν το σώμα και η καρδιά των ανθρώπων.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΑΖΙ - ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΕΒΡΑΙΟΥΣ

Το Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940 θα πέσει στα χέρια των ναζί. Ήταν η σειρά των Εβραίων να δεχτούν την αγάπη της. Για να γλυτώσει πολλούς που κινδυνεύαν με σίγουρο αφανισμό , τους προμήθευε πλαστές βεβαιώσεις ότι είχαν βαπτιστεί χριστιανοί. Ήταν βέβαιη πως σε μια παρόμοια κατάσταση και ο ίδιος ο Χριστός θα έπραττε έτσι. 
Τελικά, και αφού κατάφερε να περιθάλψει δεκάδες Εβραίους στο σπίτι της και να προσφέρει βοήθεια σε πολλά παιδιά τον καιρό της κατοχής, οι ναζί θα την συλλάβουν για να την στείλουν στο στρατόπεδο του Ravensbruck στην Γερμανία όπου έζησε 2 χρόνια κι αυτό χάρη στην ασκητική της ζωή. Ο θάνατος θα βρει την Μαρία τον Μάρτιο του 1945, την Μεγάλη Παρασκευή. Οι λόγοι του θανάτου της διίστανται. Υπάρχουν κάποιοι που την αποδίδουν στις κακουχίες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, άλλοι ότι ήταν σ’ αυτούς που επιλέχθηκαν να εκτελεστούν, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες ότι πήρε την θέση ενός άλλου Εβραίου φυλακισμένου για εκτέλεση.

Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ

Ο θάνατος της όμως δεν ήταν δυνατό να σβήσει την μνήμη της από την Εκκλησία. Οι διασωθέντες του πολέμου που την γνώρισαν θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον γύρω από τις ιδέες της και την ανθρωπιστική της συνεισφορά. Λίγο μετά την λήξη του πολέμου δοκίμια και βιβλία θ’ αρχίσουν να γράφονται γι’ αυτή, στα Γαλλικά και τα Ρωσικά. Βιογραφίες δημοσιεύτηκαν, και ρωσικό φιλμ γυρίστηκε το 1982.
Η οσία Μαρία έχει αναγνωριστεί επίσημα ως αγία και τιμάται 20 Ιουλίου στη “Σύναξη Ρώσων αγίων εν Γαλλία Τελειωθέντων”, μαζί με τους: π. Δημήτριο Κλεπίνιν, Γιούρι Σκόπμπτσωφ (γιο της οσίας Μαρίας), Ηλία Φονταμίνσκι και π. Αλέξιο εν Υζίν Σαβοΐας (βλ. Γεωργίου Πιπεράκι, “ΠΑΝΑΓΙΟΝ Ορθοδόξων Αγίων”, εκδ. “Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος”, Μήλεσι 2006, σελ. 157). 

Ίσως πολλοί να σκανδαλίζονται από το «καινοτομικό» της πνεύμα. Ίσως να είναι αρκετοί ακόμα αυτοί που δεν έχουν πειστεί, δεν έχουν διαπιστώσει υπερφυσικά ασκητικά κατορθώματα, θαύματα κλπ. Όμως δεν είναι ακριβής ο παρακάτω λόγος ενός μεγάλου αγίου, του Σεραφείμ του Σαρώφ; «Το ότι είμαι μοναχός και συ λαϊκός δεν έχει καμιά σημασία, αλλά το ότι και οι δυο μας είμαστε στο φως του Αγίου Πνεύματος. Απέκτησε την ειρήνη και χιλιάδες γύρω σου θα σωθούν». Πραγματικά. Όπως έλεγε και η Μαρία, ο Κύριος δεν θα την ρωτήσει αν έκανε πολλές μετάνοιες κλπ, αλλά αν έθρεψε τον πλησίον της, αυτόν που συναντούσε και είχε την ανάγκη της. Δεν πήγε στην έρημο να μονάσει, και να αγιάσει προφανώς, η Μαρία. Έρημος γι’ αυτήν ήταν η ανθρώπινη καρδιά που διαβιούσε μέσα στα πολλά και σημαντικά προβλήματα του κόσμου.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Απρ 30, 2016 7:53 am

Γιαγιά Σοφία, η Ασκήτισσα της Παναγιάς: μια σύγχρονη αγία

«Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλο» 
(Γιαγιά Σοφία).

Το 1883 γεννιέται σε χωριό της Τραπεζούντας του Πόντου η Σοφία Χορτοκορίδου, η «ασκήτισσα της Παναγιάς». 
Παντρεμένη στον Πόντο με ένα σύζυγο που εξαφανίστηκε (μάλλον όχι με δική του ευθύνη) μετά από επτά χρόνια γάμου και μητέρα ενός παιδιού που, νεογέννητο, φαγώθηκε από χοίρους, ήρθε στην Ελλάδα παρασυρμένη από τη λαίλαπα του πολέμου και ολοκλήρωσε τη ζωή της το Μάιο του 1974 στο μοναστήρι του Γενέθλιου της Θεοτόκου στην Κλεισούρα Καστοριάς. 

Η ψυχή της ανέπνεε το Χριστό και την Παναγία με την απλοϊκή αγάπη των ταπεινών, που αισθάνονται τα ιερά πρόσωπα της πίστης ως φίλους και συγγενείς τους, εμβαθύνοντας στο μυστήριο της πανανθρώπινης αγάπης απλά και συγκλονιστικά, με την τρομακτική ευθύτητα και την ειλικρίνεια ενός παιδιού, που προκαλεί το σεβασμό, αλλά και τρομάζει γιατί αφαιρεί τις μάσκες της ατσαλάκωτης και καθώς πρέπει «εντιμότητάς μας» και της καλής μας υπόληψης, που νομίζει ότι ζει ενάρετα χωρίς να ρίχνεται στο ηφαίστειο της αγάπης. Είναι οι περίφημοι πτωχοί τω πνεύματι του Ευαγγελίου, που ζουν τα διδάγματα του χριστιανισμού χωρίς να διυλίζουν τον κώνωπα με τη βοήθεια της ακαδημαϊκής θεολογίας.

«Ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία» έλεγε (εννοούσε το Χριστό και την Παναγία), «όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί». Δασκάλα πολλών απλών ανθρώπων, κυρίως γυναικών, μετέδιδε την ταπείνωση και την αγάπη με κάθε λόγο και κάθε κίνησή της. 

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Ήταν μια θαυμαστή προσωπικότητα χωρίς μελανά σημεία, ένα χόρτο της γης, παρόμοιο σε πολλά με τους διά Χριστόν σαλούς, αθέατο από τους υπερήφανους και μορφωμένους, αλλά εκτιμημένο από τους ταπεινούς, τους ομοίους της. Αγάπησε το Θεό και τους ανθρώπους με θαυμαστή δύναμη και η ζωή της πλουτίστηκε από εντυπωσιακές εμπειρίες επαφής με τη Θεοτόκο και διαφόρους αγίους. 
Το 1967 χειρουργήθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, στον καταυλισμό προσκόπων του Αμύνταιου, όπου την είχαν περιθάλψει σε κακά χάλια. Δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος –τί χαρά για το ρεαλισμό μας!– αλλά πλήθος ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και γιατροί, την είδαν το βράδυ μισοπεθαμένη από μια βρομερή πληγή που διαρκούσε μέρες και την επομένη τη βρήκαν με μια καλοραμμένη χειρουργική μαχαιριά που είχε γίνει μέσα στον καταυλισμό, γιατί δε βγήκε. 
Όπως και πολλοί άγιοι, είχε επικοινωνία με τα άγρια ζώα, και ιδιαίτερα με μια αρκούδα του δάσους, αλλά και με φίδια και πουλιά (*). 

ΝΕΟ & ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Από τότε που άλλαξαν τα ημερολόγια, νήστευε και με το παλαιό και με το νέο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν. Ποτέ δε δέχτηκε τιμές, αν και όσοι τη γνώρισαν φύλαξαν τα λόγια της ως θησαυρούς της συνείδησης. Είναι μια «Γερόντισσα», μια Μητέρα της Εκκλησίας και πνευματική μητέρα πολλών ανθρώπων. Ήδη έχουν γραφτεί προς τιμήν της τροπάρια, από ανώνυμο πνευματικό της παιδί, στη νεοελληνική γλώσσα.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 

Έλεγε: «Ο φόβος του Θεού κάνει σοφό τον άνθρωπο. Ποιος είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι το Θεό, αλλά να φοβάσαι να μη στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον βλάψεις, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τί να κάνεις» – «Να ψάχνετε να βρίσκετε τους φτωχούς και να μαζεύετε να πάτε να τους βοηθάτε. Αυτά θέλει ο Θεός, όχι να πηγαίνετε τάχα να προσεύχεστε στην εκκλησία» – «Η ελεημοσύνη κρυφή να είναι, μόνον ο Θεός να ξέρει» – «Αχ, να ξέρατε τί έπαθε ο Κύριος την Τετάρτη και την Παρασκευή, τίποτα δε θα βάζατε στο στόμα σας. Ούτε ψωμί, όχι λάδι. Μη μαντζιρίζετε (=τρώτε αρτύσιμα) Τετάρτη και Παρασκευή» – «Οι άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους αγγέλους, να δουν αν ο κόσμος μετανοεί» – «Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό της: Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία, συγχώρησε τον κόσμο» – «Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλο».


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Μάιος 03, 2016 10:00 am

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ  ΦΩΤΕΙΝΗ...
 
Εικόνα

 
Ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα Φωτεινή, καί κατά κόσμο Ντέμου Χαρούλα, γεννήθηκε τό 1954, στο ορεινό χωριό Καστανέα Κονίτσης καί διετέλεσε Καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).


Οι γονείς της Απόστολος και Αγγελική ήταν άνθρωποι πολὺ φτωχοὶ και απλοί. Με την βοήθεια του Θεοῦ και την τίμια εργασία τους κατόρθωσαν να αναθρέψουν τα δύο τους παιδιά. Ὁ πατέρας της ήταν βοσκός και ἡ μητέρα της αναγκαζόταν να κάνη όλες τις δουλειὲς στο χωριό για να μπορέσει να εξοικονομήσει τα απαραίτητα. Τίναζε τις καρυδιές όλου του χωριού, έκοβε τα τριφύλλια, κουβαλούσε τα οικοδομικά υλικά.


Με πόνο διηγείτο ἡ Γερόντισσα ότι ἡ μητέρα της πολλές φορὲς έφτασε να σκάβει τούς τάφους των κεκοιμημένων συγχωριανών ἤ να πλένει τα οστά, όταν γινόταν ἡ εκταφή…
 
Επειδή όλη την ημέρα απουσίαζε από το σπίτι έμαθε στην θυγατέρα της, ενώ ήταν μικρή στην ηλικία, να κάνη όλες τις δουλειές του σπιτιού. Να μαγειρεύει, να ζυμώνει, να ταΐζει και να αρμέγει τις κατσίκες, να κουβαλά νερό. Άναβε το τζάκι, χτυπούσε με τις ώρες το γάλα για να γίνει το βούτυρο. Που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα και για παιχνίδι! Σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, διάβαζε με την λάμπα πετρελαίου ἤ με το κερί.


Ομολογούν συγχωριανοί της, πολλοί συμμαθητὲς και συμμαθήτριες, που την επισκέπτονταν στο Μοναστήρι, ότι ήταν μια αγνή χωριατοπούλα, πάντα χαρούμενη και με φωτεινό πρόσωπο, καμιά μιζέρια και πάντα ευχαριστημένη από την ζωή. Χαιρόσουν να κάνης παρέα μαζί της, έλεγαν. Ήταν αγαπητή σε όλους.


Όταν ήρθε στο Μοναστήρι ἡ μητέρα της, μετά από την κουρά της και όταν την πρωτοείδε ως μοναχή, αποκάλυψε στις μοναχές το όνειρο που είχε δει όταν ήταν έγκυος σ' αὐτὴν στον 8ο μήνα.
«Είδα μία εικόνα της Παναγίας με το καντήλι να βγαίνει από τον Ναό του Αγίου Δημητρίου και να κατευθύνεται προς τον Ναό της Παναγίας απέναντι. Όταν πήγα να την πιάσω στα χέρια μου αυτή έφευγε και πήγε και στάθηκε στο τέμπλο της εκκλησίας. Άκουσα τότε μία φωνή: "Δεν είναι για σένα"». Βλέποντας την μοναχή με σιγουριά πλέον εξηγούσε πώς το όνειρο που είχε δη φανέρωνε την αφιέρωση της θυγατέρας της στον Θεό και ιδιαίτερα στην Ιερὰ Μονὴ της Παναγίας.


Όταν ήταν σὲ ηλικία 9 ἐτῶν ἄκουσε ότι ἡ φίλη της δασκάλας της (πρόκειται για την μοναχή Θέκλα που ἀσκεῖται στην Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μετσόβου) θὰ γινόταν μοναχή. Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἀπορῶ με τον ἑαυτό μου. Ἤμουν μικρή στην ηλικία όταν πρωτοάκουσα για τον Μοναχισμό. Κι ὅμως ἀγάπησα τόσο πολὺ κάτι πρὶν καλὰ-καλὰ το γνωρίσω».


Ἐκτιμοῦσε πολύ τούς γονείς της. Δεν είχε ποτὲ αἴσθημα κατωτερότητας ἤ κάποιο κόμπλεξ επειδή καταγόταν από φτωχικὴ οἰκογένεια.
Το ἀντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Καυχόταν για την καταγωγὴ και τούς γονείς που είχε. Τούς θαύμαζε για την ὑπομονή τους στις δυσκολίες της ζωῆς και τούς τιμοῦσε ιδιαίτερα. Με πολλὴ συγκίνηση μιλοῦσε για του λίγους κατοίκους που ἀπέμειναν στο χωριό και για τούς δικούς της λέγοντας «οἱ ἐν σκότει και σκιὰ θανάτου καθήμενοι».


Ἀπέδιδε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὴν μητέρα της ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις ποὺ κατέβαλε γιὰ νὰ τὴν σπουδάση, ἀλλὰ καὶ γιατί, ζώντας στὸ σπίτι μ’ ἕναν δύστροπο στὸν χαρακτήρα παππού, ποὺ ἐξ αἰτίας του δημιουργοῦνταν φασαρίες στὴν οἰκογένεια, τῆς ἐνέπνευσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη σ’ αὐτόν. Ἔτσι ἀπὸ παιδὶ ἔμαθε νὰ ἀγαπάη αὐτοὺς ποὺ τὴν πικραίνουν καὶ τὴν ταπεινώνουν.
Ἐπίσης πάντα μὲ καμάρι ἔλεγε ὅτι ὁ πατέρας της εἶναι βοσκός.
Θαύμαζε τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο τοῦ χαρακτήρα του. Πολλὲς φορές, τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν καθαρότητα τῶν Ποιμένων ποὺ προσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος, δὲν παρέλειπε νὰ συμπληρώνη ὅτι καὶ αὐτὴ κατάγεται ἀπὸ ποιμενικὴ οἰκογένεια.
«Τὰ χρήματα πού μοῦ ἔστελναν οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἤμουν φοιτήτρια στὴν Θεσσαλονίκη, αἰσθανόμουν», ἔλεγε, «ὅτι ἔσταζαν αἷμα καὶ ἱδρώτα. Γι’ αὐτό δὲν τὰ ξόδευα ἄσκοπα.
Λαχταροῦσα κάποτε νὰ πάρω ἕνα γλυκὸ καὶ δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα». Μάλιστα, ἔλεγε ὅτι ὁ Καθηγητής της, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀείμνηστος Δημήτριος Τσάμης βλέποντας τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ εἶχε καὶ θέλοντας νὰ τὴν βοηθήση τὴν κάλεσε στὸ σπίτι του καὶ τῆς πρότεινε νὰ παραδίδη μαθήματα στὰ παιδιά του.


Ἂν καὶ σπούδασε μὲ πολλὲς στερήσεις, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε γι’ αὐτό. Ἦταν πάντα ὀλιγαρκὴς σὲ ὅλες τὶς προσωπικές της ἀνάγκες. Δὲν φοβόταν τὴν στέρηση ἀγαθῶν καὶ δὲν ἐπιζητοῦσε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Τὸ μόνο ποὺ τὴν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἦταν πάντα πρόθυμη νὰ βοηθήση.


Ὅταν ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο συνέχισε τὶς σπουδές της στὸ Γυμνάσιο τῆς Πωγωνιανῆς. Ἔμενε τότε στὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Πρόνοιας μὲ δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης.
Μία παιδική της φίλη διηγεῖται:
«Ἡ δύναμις τοῦ Οἰκοτροφείου ἦταν 240 κορίτσια. Στὸν θάλαμο εἴμασταν 40 σὲ 20 διώροφα κρεββάτια. Δὲν γνωριζόμασταν ὅλες μεταξύ μας. Τὴν Χαρὰ ὅμως ὅλες τὴν γνώριζαν καλά, ἤθελαν νὰ κάνουν παρέα μαζί της, τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴν ἐκτιμοῦσαν πολύ.
Θυμᾶμαι τὴν χαρά της, ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ κοινωνήση, καὶ ἀποροῦσα. Γιὰ νὰ μὴ πληρώνη στὸ Οἰκοτροφεῖο τὴν μικρὴ οἰκονομικὴ συνδρομὴ γιὰ τὴν διαμονή της, γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη τοὺς γονεῖς της, ποὺ ἤσαν φτωχοί, κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες καὶ διάβαζε πολὺ ὥστε νὰ διατηρῆ τὴν ὑποτροφία καὶ νὰ διαμένη δωρεάν.
Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ δὲν χορταίναμε τὸ φαγητὸ καὶ ἀγοράζαμε ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖο κονσέρβες καὶ τὶς μοιραζόμασταν».


Στὴν ἡλικία αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸ κατηχητικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Σὲ ἐπιστολὴ της μία φίλη της ποὺ ἔζησαν μαζὶ στὸ Οἰκοτροφεῖο, ἡ κ. Ἀγγελικὴ Μόκα, μεταξὺ τῶν πολλῶν σημειώνει τὰ ἑξῆς:
«Ἡ Γερόντισσα ἦταν στὴν Δ΄ Γυμνασίου καὶ ἐγὼ στὴν Α΄. Μᾶς μάζευε, ὅταν τὸ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες, κυρίως τὰ Σαββατοκύριακα καὶ ἀργίες καὶ μᾶς ἔκανε κύκλο Ἁγίας Γραφῆς. Τῆς ἄρεσε, θυμᾶμαι, ἀφοῦ πρῶτα ἔπαιρνε ἄδεια ἀπὸ τὴν Διευθύντρια τοῦ Οἰκοτροφείου, νὰ μᾶς πηγαίνη μὲ δική της εὐθύνη νὰ ἀνάβουμε τὰ καντηλάκια στὰ ἐξωκκλήσια, κυρίως ὅταν ξημέρωνε Κυριακὴ ἤ κάποια γιορτή.
Ἡ Γερόντισσα μὲ ἔμαθε ὅτι γιορτάζω τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέχρι σήμερα τὸ θυμᾶμαι. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ἡ πειθαρχία της, ἡ ὑπομονή της, ἡ ἀντοχή, ἡ ἐργατικότητα καὶ κυρίως ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Βοηθοῦσε ὅλες τὶς κοπέλες στὸ Οἰκοτροφεῖο, ὅπου ἡ καθεμιὰ τὴν καλοῦσε, ἀκόμη καὶ στὰ μαθήματα. Θυμᾶμαι, ὅταν κάποια κοπέλα δὲν τὰ κατάφερνε τόσο καλὰ στὸ διάβασμα, ἐκείνη δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἄλλη μέρα νὰ πάη διαβασμένη, καθόταν ἀργὰ τὴν νύχτα καὶ τὴν βοηθοῦσε νὰ καταλάβη τὸ μάθημα καὶ ἔπειτα αὐτὴ θὰ πήγαινε νὰ κοιμηθῆ, γιὰ νὰ ξυπνήση πάλι τὸ πρωΐ πρώτη καὶ νὰ ἔχη τὴν ἔγνοια ἂν ὅλες ἑτοιμαστήκαμε γιὰ νὰ φύγουμε γιὰ τὸ σχολεῖο.
Θυμᾶμαι τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ τὶς συμβουλές της καὶ σήμερα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οὔτε ἡ μητέρα μου δὲν θὰ μὲ φρόντιζε ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ δὲν σὲ χαϊδεύει, ἀλλὰ σὲ μαθαίνει νὰ στηρίζεσαι στὰ πόδια σου.
Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν ὑπευθυνότητα καὶ τὴν ὡριμότητα ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος. Γιὰ τὴν ἡλικία της ἦταν φοβερὰ ὑπεύθυνος ἄνθρωπος καὶ πονοῦσε αὐτὴ γιὰ τὰ λάθη τῶν ἄλλων. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ θάρρος, γιατί τίποτε δὲν τὴν τρόμαζε στὴν ζωή της. Ἡ δυνατή της πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ φαινόταν στὸν τρόπο ζωῆς της».


Ἀγαποῦσε καὶ τιμοῦσε τοὺς Κατηχητές, τὶς Κατηχήτριές της, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς Καθηγητές της στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔλεγε «τοὺς χρωστάω εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιατί μοῦ ἄλλαξαν τὴν ζωή».
Ἰδιαίτερα σεβόταν τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸ Σεβαστιανό.
Ἔλεγε: «Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσουμε καλὰ ράσα» ἐννοώντας τὸν Μητροπολίτη τοῦ τόπου καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ.
Ἔλεγε ὅτι διάβαζε πολὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ ἦταν ἄριστη μαθήτρια στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ἀργότερα -ἔλεγε συγκεκριμένα- ὅταν γνώρισα τὸν Χριστό, μειώθηκε ἡ ἐπίδοσή μου στὰ μαθήματα γιατί εἶχα θέσει ἄλλες προτεραιότητες καὶ προτιμήσεις.


Ὡς φοιτήτρια στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸς μετέπειτα, βοήθησε πολλὰ νέα παιδιὰ μὲ τὸν λόγο της, τὸν ἐνθουσιασμό της καὶ τὸ παράδειγμά της. Εἶχε πολλὲς φίλες καὶ συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὴν κάθε μία ξεχωριστά.
Διατηροῦσε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Καθηγητές της ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, τὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, μὲ τοὺς Κατηχητὲς καὶ τὶς Κατηχήτριές της καὶ μὲ πολλοὺς μαθητές της. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι καὶ ἐξέφραζαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν χαρὰ τους ὅταν τὴν ἔβλεπαν. Ἰδιαίτερα τὴν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός.
Ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Μετσοβο, τὴν Ἔδεσσα. Διαβεβαίωναν δὲ τὶς μοναχὲς ὅτι τὴν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητά της καὶ τὸ αὐθόρμητο τοῦ χαρακτήρα της. Πραγματικά, ἡ Γερόντισσα Φωτεινὴ δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν ψεύτικη εὐγένεια.
Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ κολακέψη ἄνθρωπο. Ἦταν πάντα ἀληθινή. Ἔλεγε:
«Δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ ξέρω ὅτι ζῆ στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸ ἀντέχω. Θὰ κάνω τὰ ἀδύνατα δυνατά ( νά τόν γλυτώσω...)».
«Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κανεὶς ἄλλος μεταξύ μας». «Γιὰ δύο λόγους ἤθελα νὰ γίνω μοναχή: γιὰ νὰ ζῶ πιὸ πολὺ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα ἀλλιῶς νὰ τοὺς βοηθήσω παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή».
Σὲ ἀγαπητό της πρόσωπο ἔλεγε: «Δὲν θέλω νὰ φοβᾶσαι ὅταν θὰ πεθάνης» ἤ
«Πρόσεχε πῶς ζῆς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διανοηθῶ ὅτι ἐσὺ δὲν θὰ σωθῆς».
Στοὺς "ἀντιδραστικοὺς" μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔλεγε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση:
«Αὐτὸν θὰ τὸν "ἐκδικηθῶ" μὲ τὴν ἀγάπη».
Καὶ πράγματι αὐτὴ ἡ "ἐκδίκηση" πάντα εἶχε θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ὁποῖος ἦταν τυχερὸς ἀπὸ τὴν γνωριμία της ἔμπαινε στὴν καρδιά της γιὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν αἰωνιότητα, ὅπως ἔλεγε.


Ὡς Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, 1987-2007, σεβόταν ὑπερβολικά τούς θεσμούς. Ἐκτιμοῦσε βαθύτατα τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη μας, τὸν Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο.
Ἔλεγε: «Πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ δῶρο». Αἰσθανόταν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια στὸ πρόσωπό Του. Ἐπίσης τιμοῦσε ὅλους τους ἱερεῖς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη της στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἐργάζονται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸ Μοναστήρι.


Μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ ἐνθουσιασμὸ μιλοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἐνορίτες Ἀκραιφνίου καὶ Κοκκίνου. Οἱ ἱερεῖς τῶν δύο Ἐνοριῶν καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου συνεργάσθηκαν ἄριστα μαζί της. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση μεγάλη καὶ τὴν συγκινοῦσε βαθύτατα ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων γιὰ τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκφραζόταν μὲ πολλοὺς τρόπους.


Ἤθελε τὸ Μοναστήρι νὰ δέχεται μὲ χαρὰ ὅλους τους προσκυνητές. Ἀκούραστη πάντα ἄκουγε τὰ προβλήματά τους καὶ συμμετεῖχε στὸν πόνο τους. Τὰ τελευταία χρόνια ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι πολλοὶ προσκυνητὲς μὲ λεωφορεῖα εἴτε ἀπὸ Ἐνορίες μὲ ἱερεῖς, εἴτε ἀπὸ τουριστικὰ Γραφεῖα.
Ὅσο ἀπασχολημένη καὶ ἂν ἦταν θὰ κατέβαινε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ χαιρετήση καὶ νὰ ἀπευθύνη λόγο ποὺ ἀνέπαυε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς προσκυνητές. Μερικοί, βλέποντας τὴν ἁπλότητα ποὺ διέκρινε τὴν Γερόντισσα στὴν φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη της στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε, γίνονταν ἀπαιτητικοὶ μὲ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τους στὴν Μονή.
Παρουσίαζαν γιὰ ἀλήθεια τὶς πιὸ ἀπίθανες ἱστορίες ποὺ πάντα ἦταν δακρύβρεχτες. Ἔτσι συνήθισαν νὰ ἔρχονται διάφοροι "ζητιάνοι", ἐπαγγελματίες, γιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγουν ὅλοι μὲ γεμάτα τὰ χέρια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό...


«Μία μέρα ἦρθε κάποιος τσιγγάνος μὲ τὴν μάνα του. Ὁδηγοῦσε ἕνα πολυτελέστατο αὐτοκίνητο, τελευταίας τεχνολογίας, σὲ μεταλλικὸ ἀσημὶ χρῶμα. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Νομαρχία φρόντιζε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Μοναστήρι, νομίσαμε πὼς ἦρθε ὁ Νομάρχης. Ὅταν καταλάβαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως μερικὲς ἀδελφὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐκεῖ δυσανασχέτησαν. Ἡ Γερόντισσα τοὺς ἑτοίμασε μόνη της τὸν δίσκο μὲ τὸν καφέ, τοὺς ἔδωσε τρόφιμα καὶ τοὺς πλήρωσε τὴν βενζίνη ποὺ ἔκαψαν γιὰ νὰ ἔρθουν στὸ Μοναστήρι».


Ὁ λόγος τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα τῆς Μονῆς, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰεροθέου, ποὺ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, ἔχει τὴν πνευματικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἦταν γι’ αὐτήν νόμος. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ της μία ἁπλὴ μοναχή, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες.
Σὲ πολλὰ πνευματικὰ θέματα, ἂν καὶ γνώριζε καλὰ τί ἔπρεπε νὰ πῆ, ἀπέφευγε νὰ ἀπαντήση ἡ ἴδια καὶ ἔλεγε στὶς μοναχές: «Περιμένετε, ρωτῆστε τὸν Δεσπότη ὅταν ἔρθη».
Ἡ ὑπακοή της καὶ ἡ ἀφοσίωσή της στὸν Πνευματικό της Πατέρα ἦταν ὑποδειγματική. Ὅταν ἔλεγε κανεὶς ἐπαινετικὰ λόγια γιὰ τὸ Μοναστήρι ἤ γιὰ τὴν ἴδια ἔλεγε: «Τὸ Μοναστήρι τὸ φροντίζει ἡ Παναγία πρῶτα καὶ ἔπειτα ἂς εἶναι καλὰ τὰ δύο γιώτα (Ἱερώνυμος-Ἰερόθεος)».


Σεβόταν τὴν κάθε μοναχὴ καὶ τὴν θεωροῦσε πρόσωπο καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε: «Ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς ξέρει γιατί ἔγινε μοναχὴ καὶ τί ζητάει». Συχνὰ τόνιζε πὼς «σημασία ἔχει μὲ ποιὰ κίνητρα κάνω κάτι καὶ μὲ τί λογισμό». Ἔλεγε ὅτι: «Ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἀληθινή, ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη στὸν ἀδελφό». Δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν περιφρόνηση στὸν ἀδελφό.
«Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ χαρίσματα, ὅταν δὲν σεβόμαστε τὸν ἀδελφό, "τὸν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο, ὅ ἐστιν ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ πολυτελές"!». «Καλὸ καὶ τὸ διακόνημα, ἀλλὰ ὅσο τέλεια καὶ νὰ τὸ κάνω δὲν φτάνει. Τί γίνεται μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν αὐτομεμψία;». «Ἐμεῖς οἱ Μοναχὲς πρέπει νὰ ζοῦμε ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Σταυρὸ ἀφοῦ Τὸν ἀγαποῦμε. Εὐτυχῶς ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμασταν πεθαμένοι. Ὅλα ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι ἀτμός».
«Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό! Νὰ ἔχουμε τὸ μέλι καὶ νὰ μὴ τὸ δοκιμάζουμε, τί κρίμα, ἐνῶ εἴμαστε πλούσιες, νὰ πεθάνουμε φτωχὲς "γύφτες", νὰ μὴ προλάβουμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ ἐρωτευθήκαμε! Διαβάσαμε, ἀκούσαμε, καὶ εἴδαμε τόσα πολλά! Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητες "ἐν τῆ ἡμέρᾳ τῆ φοβερᾶ"».
Στενοχωριόταν τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἔβλεπε τὶς μοναχὲς νὰ τὴν φροντίζουν ἰδιαίτερα, λόγῳ τῆς ἀσθενείας της, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔλεγε: «Συγχωρέστε με ποὺ σᾶς κουράζω. Μ' ἔχετε βασίλισσα!».


Ἀγαποῦσε πολὺ τὶς Ἀκολουθίες στὸν Ναό. Ἔλεγε ὅτι μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βρισκόμαστε σὲ πλεονεκτικὴ θέση. Ἐνῶ ὁ κόσμος βγαίνει πρωΐ-πρωΐ γιὰ τὶς δουλειές του, ἐμεῖς ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό! Τῆς ἄρεσε νὰ διαβάζη τὸ Ψαλτήρι. Πολλὲς φορές, ἂν διέκρινε ὅτι κάποια ἀδελφὴ ἦταν κουρασμένη τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ζητοῦσε νὰ διαβάση τὸ Ψαλτήρι γιὰ νὰ τὴν ξεκουράση.
Διάβαζε καὶ ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ ἐμᾶς. Εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς καὶ παρακολουθοῦσε ἰδιαίτερά τούς Κανόνες καὶ τὸ Μηναῖο, μάλιστα ὅταν ἔβλεπε νὰ γράφη "Ἰωάννου Μοναχοῦ" ἦταν ἀδύνατο νὰ κρύψη τὸν ἐνθουσιασμό της, γιατί ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Ὁ Ἀναστάσιμος ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τοὺς Ἀναβαθμούς, τὰ Ἐξαποστειλάρια, τὰ Ἑωθινὰ καὶ στὴν συνέχεια ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἦταν γι’ αὐτὴν ἕνα πανηγύρι.


Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς ἀσθενείας της, μετὰ τὴν διάγνωση τῆς μαγνητικῆς ἐξέτασης εἶπε:
«Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Προσευχηθεῖτε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω σωστά. Ταλαιπωρῶ τόσους ἀνθρώπους. Τόσοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μένα! Σὰν μοναχές, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, ὅλοι μᾶς σέβονται καὶ μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Πόσο ταλαιπωρεῖται ὅμως ὁ κόσμος!».


Ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ δοξολογία. Ὁ θάνατός της ἦταν μία κοίμηση. Εἶχε πλήρη συναίσθηση μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ἔφυγε προσευχομένη ἐν μέςῳ προσευχομένων ἀδελφῶν καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ της Πατέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ Μοναστήρι της προσεύχονταν θερμὰ ὅλες οἱ ἀδελφές.


Πολλὲς φορὲς ἡ Γερόντισσα μιλοῦσε γιὰ τὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργῆ ὁ Μοναχός. «Ὅλη τὴν ζωὴ μας πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε σὰν προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πῆ τὸ STOP νὰ μὴ φοβόμαστε».


Κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἐπανελάμβανε προτάσεις ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς φωνῆς της τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα τοῦ Πάσχα.


Τὸ Μέγα Σάββατο αὐτὴν τὴν χρονιὰ λειτούργησε στὸ Μοναστήρι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερώνυμος. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἔψαλλε τὸ "Ἀνάστα ὁ Θεός..." καὶ πετοῦσε στὸν Ναὸ τὶς δάφνες, ἡ Γερόντισσα, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ζοῦσε τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καί, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πῆρε στὰ χέρια της τὸ πανέρι καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ σκόρπισε ἡ ἴδια τὶς ὑπόλοιπες δάφνες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν θέση της εἶπε: «Τί μεγαλεῖο ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ ζῶντος». Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, τῆς προτάθηκε νὰ ἀναπαυθῆ λίγο, γιατί ἦταν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπὸ τὴν xημειοθεραπεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, εἶπε:
«Δὲν αἰσθάνομαι καθόλου κουρασμένη. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, δὲν μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν"». Ὅσοι τὴν ἔζησαν ἐκεῖνες τὶς ὧρες, αἰσθάνονταν ὅτι εἶχαν κοντὰ τους μία μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον "ἐξ ἀκοῆς" ἀλλὰ καὶ "ἀπὸ θέας", μία μαθήτρια καὶ εὐαγγελίστρια Χριστοῦ.


Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα ὅλη της τὴν ζωή, Τὸν ἔχοντα ζωῆς καὶ θανάτου τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν συναριθμήση "ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων" καὶ "ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων". Νὰ τῆς χαρίση τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀτελεύτητη ζωὴ ὅπου λάμπει τὸ φαιδρὸ καὶ ἀνέσπερο
 


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Μάιος 04, 2016 6:53 pm

Η ΟΣΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ ΜΕΓΑΛΟΓΕΝΟΥΣ.Ι.Μ. ΥΠ. ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ.




Εικόνα





Η ΟΣΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ ΜΕΓΑΛΟΓΕΝΟΥΣ



Εισαγωγή


Βαθειά συγκίνηση διακατέχει το είναι μου από την στιγμή πού αποφάσισα να γράψω κάτι για την αγία ζωή της αγαπημένης μας Γερόντισσας Άγάθης. Όμως, μια έντονη επιθυμία, με παρακινεί να μη σιωπήσω, για να μην απολησμονηθεί ή απλή, ή αγαθή Γερόντισσα με το φτωχικό μοναχικό της τριβώνιο και να ξέρει ή καινούργια μας γενιά πώς δεν έλειψαν κατά καιρούς οι Άγιοι. Πώς να ξεχάσουμε όλοι μας και ημείς περισσότερο τά πνευματικά της τέκνα την γαλήνια εκείνη ασκητική μορφή, την ομορφιά της ψυχής, την αρχοντιά και ομορφιά του προσώπου της. πού δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά φωτισμένη από την θεϊκή δύναμη; Γι’ αυτή λοιπόν την φωτεινή φυσιογνωμία που είχε την ικανότητα και κατόρθωσε να μεταδώσει τον πλούσιο πνευματικό της θησαυρό και να φέρει τόση καρποφορία στις ψυχές μας και γιατί ή εποχή μας ζητά μορφές να φωτίζουν τά σκοτάδια.
Ή Ηγούμενη Γερόντισσα Άγάθη, υπήρξε ένας ολοφώτεινος φάρος πού φώτιζε κάθε σκοτεινιά, γιατί ζούσε στο φώς και στην αλήθεια.

1.     Τά παιδικά της χρόνια

Ή Μακαριστή Ηγούμενη Γερόντισσα Άγάθη, γεννήθηκε στο Νιοχώρι, ένα ασήμαντο χωριουδάκι περίπου ένα χιλιόμετρο έξω της πόλεως Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας το έτος 1898. Το κοσμικό της όνομα ήτο Δήμητρα και όταν έγινε μοναχή πήρε το όνομα Άγάθη. Οι γονείς της ήταν ενάρετοι και μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Ό πατέρας της ώνομάζετο Ανδρέας Μεγαλογένης και ή μητέρα της Αναστασία. Είχε τρεις αδελφούς και τρεις άδελφάς. Ό Θεός της είχε δώσει πολλά προσόντα, αντίληψη, θέληση δυνατή και όλοι θαύμαζαν την σπάνια καλοσύνη της. Στο σχολείο, Δημοτικό και Σχολαρχείο, ήτο αριστούχος.


 Διαρκώς μελετούσε. Ή φιλομάθειά της ήτο μεγάλη γι’ αυτό και μορφώθηκε αρκετά για την εποχή της.
Από μικρή ένοιωθε μια υπερκόσμια ανερμήνευτη χαρά, καθώς και ή ίδια συχνά μάς διηγιόταν, να τρέχει στην εκκλησία, πού μέρα με την ημέρα ό θείος ζήλος της έγινε πόθος. Δεν της άρεσε να συναναστρέφεται με ανθρώπους αντίθετους προς τον χαρακτήρα της. Όταν τελείωσε το Σχολαρχείο, διορίσθηκε νηπιαγωγός. Έως σήμερα μιλούν όλοι για το ήθος της. Ήτο τόσο συνετή και με το πέρασμα τού χρόνου κορυφώθηκε ό πόθος της για τη μοναχική ζωή. Στη μόνωση εύρισκε μεγαλύτερη ευχαρίστηση και πολύ ενωρίς βυθίστηκε στον πνευματικό κόσμο. Ανέπτυξε έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και με την μεγάλη της ευσέβεια δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.


 Τά πνευματικά της σκιρτήματα της έδιναν τόση χαρά και ελπίδα και όλοι θαύμαζαν την αρετή της. Ήταν πρόθυμη να εξυπηρετεί όλους να τρέχει σε ιερές Ακολουθίες- να μελετά την ζωή των αγίων. Ή βαθειά της ταπεινοφροσύνη προκαλούσε τον θαυμασμό όλων. Η προσευχή της θερμή και αδιάλειπτη, τά λόγια της κατάμεστα από θεία γνώση και σοφία και ένοιωθε δυνατή έλξη μόνο για τις ουράνιες χαρές. Την συγκινούσε αφάνταστα ή ζωή των άγιων και ό πόθος της ήτο μεγάλος να φορέσει το Αγγελικό Σχήμα. Απέναντι ακριβώς από το χωριουδάκι της σε πολύ μικρή απόσταση πάνω σ’ ένα κατάφυτο και καταπράσινο λοφίσκο δέσποζε στα φωτεινά μάτια της νεαράς Δήμητρας ή Μονή της Ύπεραγίας Θεοτόκου Κορωνιωτίσσης, όπου σαν πόλος έλξεως τραβούσε την ψυχή της. 



Δεν περνούσε ήμερα πού να μην επισκεπτόταν την ερειπωμένη τότε Μονή και να ανάβει το καντηλάκι της θαυματουργού Κορωνιωτίσσης, κρυφά από τον αυστηρότατο πατέρα της. Μόνον ό Κύριος γνωρίζει τις θερμές προσευχές της και τά καυτά δάκρυα της και τον πόθον της ψυχής της, όταν παρευρίσκετο στον ιερόν εκείνον χώρο. Η ψυχή της λαχταρούσε να παραμείνει κοντά στην Παναγία και μύριες υποσχέσεις έδιδε στο ερειπωμένο εκκλησάκι και τά κελλάκια... Έφευγε με την ψυχή της γαληνεμένη ότι όταν θα έλθει το πλήρωμα τού χρόνου η Μεγαλόχαρη θα την αξιώσει να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες της. Και δεν άργησε να έλθει.


2.     Ή νεαρά Δήμητρα εγκαταλείπει τον κόσμο



Το 1927 σωτήριο δι’ αυτήν έτος και εις ηλικία 29 ετών γεμάτη ζωή και σφρίγος, ή αγαθή και άδολη ψυχή της νεαράς Δήμητρας αναζητά τον Κύριον... «Όν τρόπον επιδοθεί ή έλαφος επί τας πηγάς των ύδάτων, ούτως έπιποθει ή ψυχή μου προς Σε ό Θεός» 
(Ψαλμ. ΜΑ-41) ακαταπαύστως ψέλλιζαν τά αγνά χείλη της τά υποδαύλιζε ό πόθος της ψυχής της. Ύπακούσασα λοιπόν εις την φωνή του Ευαγγελίου την λέγουσα ότι «πας ος άφήκεν οικία ή αδελφούς ή αδελφός, ή πατέρα ή μητέρα... ενεκεν του ονόματος μου έκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 10,28), έγκατέλειπη την κοσμική ματαιότητα και προσεκολλήθη «τω Κυρίω τω ώραίω κάλλει παρά πάντας βροτούς».
Έκτοτε έγκαταβίωσε εις την ερειπωμένη Μονή της Ύ. Θεοτόκου σε δύο απέριττα Κελιά με την ψυχή γεμάτη πνευματική αγαλλίαση και με την σταθερά απόφαση να μην επιστρέψει πλέον εις τά οπίσω. «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τά οπίσω, εύθετός εστίν εις την Βασιλείαν του Θεού»(Λουκά θ, 62).




Από τότε άρχισε να κοπιάζει περισσότερο διά την αγάπη του Χριστού. Πολλαπλασίασε τη νηστεία της, την προσευχή, τις μετάνοιες και τούς αγαπημένους της ταπεινούς στοχασμούς. Σκοπός της ήτο να ανακαινίσει εκ βαθέων το ιερό αυτό Ησυχαστήριον και να το καταστήσει με την βοήθεια του Θεού φάρο φωτεινό και λιμάνι σωτήριο διά τούς πλέοντας την πολυτάραχο θάλασσα της ζωής. Τις δοκιμασίες και πειρασμούς πού αντιμετώπισε από την πρώτη ημέρα της αφοσιώσεως της, τις δύναται να απαριθμήσει; Όλους όμως αυτούς τούς πειρασμούς από ορατούς και αοράτους εχθρούς τούς αντιμετώπισε με πολύ πνευματικόν και σωματικό κόπο και ιδιαιτέρως με την δύναμη του Κυρίου και της Ύπεραγίας Θεοτόκου, την οποίαν υπεραγαπούσε και επικαλείτο θερμώς εις βοήθεια. Με ακράδαντο λοιπόν πίστιν εις την ύπεραγίαν Θεοτόκον και με την βοήθεια των πιστών χριστιανών, οι οποίοι βλέποντες την αγία ζωή της και το ψυχικό μεγαλείο της, την βοηθούσαν παντοιοτρόπως, άρχισε την άνακαίνισιν της Μονής.



Από την στιγμή αυτήν αρχίζουν οι μεγαλύτεροι πειρασμοί της Εκκλησιαστικοί παράγοντες βρίσκονται αντίθετοι προς το φρόνημά της.
Δεν πτοηθεί όμως ή τρυφερή καρδιά της, αλλά γεμάτη από πνευματικά συναισθήματα άφησε για λίγο να καταπαύσει ή τρικυμία πού σήκωσε στις ψυχές ό ανθρωποκτόνος διάβολος και έπεδόθη με μεγαλύτερο ζήλο εις προσευχές ολονύκτιες επικαλουμένη την βοήθεια τού μεγάλου Θεού, όπως σταλάξει ειρήνη εις τας ψυχάς των φερόντων εμπόδια εις το έργον της.



Ό Κύριος, ό οποίος έπακούει αμέσως αυτούς, πού τον επικαλούνται με πίστιν, είσήκουσε την θέρμη προσευχή της Γερόντισσας. Με μόχθο και πολύ κόπο κατόρθωσε να ανακαινίσει τά ερειπωμένα Κελλάκια. Συγχρόνως ή Θεοτόκος βλέπουσα τον ένθεο ζήλο της και την λαχτάρα της ψυχής της εις το να δημιουργήσει μοναστική Αδελφότητα της έστειλε μια άλλη ψυχή που έτρεφε τά ίδια με αυτήν ιδανικά, την αδελφή Ασπασία Μοσχονά, την μετέπειτα Λεοντία, ηγούμενη της Ιεράς Μονής τού Αγίου Γερασίμου. Μαζί τώρα και οι δύο καθώς λέγουν και αι Παροιμία; ότι: «αδελφός ύπ’ άδελφον βοηθούμενος ώς πόλις οχυρά» (Παρ. ΙΗ', 19) έπεδόθησαν επί το έργον. Γνωρίζοντας δέ το ρηθέν ύπό του Αποστόλου Παύλου ότι: «ει τις ου θέλει έργάζεσθαι, μηδέ έσθιέτω»(Β' Θεσ.
Γ, 10), όλην την ημέρα δούλευαν πότε χειρωνακτική εργασία, πότε κεντούσαν εργόχειρα και περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας με ολόθερμες προσευχές και γονυκλισίες. Ζούσαν μία ζωή μεταξύ ουρανού και γης.


Όμως, επειδή ό λύχνος δεν τίθεται υπό τον μόδιον, αλλά επί την λυχνίαν διά να φωτίζει τούς εισερχόμενους εν τη οικία, έτσι και ή ενάρετος ζωή των δύο αδελφών έλαμψε σε ολόκληρο το νησί. Αθρόες ψυχές από όλα τά μέρη της νήσου περνούσαν από το φτωχό Ησυχαστήριον και έφευγαν με την ψυχή γαληνεμένη και γεμάτη από την Αβραμιαία φιλοξενία των δύο αυτών υπάρξεων.


Ότε ό Κύριος ευδόκησε και μετά από πολλές προσευχές, νηστείες, παρακλήσεις εις το ταπεινό τότε Ησυχαστήριον προσήλθον και άλλες ψυχές πού «ως διψώσαι ελαφοι ετρεχον επί τας πηγάς των ύδάτων» (Ψαλμ. 41,2), τότε με μεγάλη πνευματική αγαλλίαση δέχθηκε τις ψυχές αυτές ως ουράνια δώρα τού Θεού και τις περιέβαλε με πολλή στοργή και αγάπη. Ή χαρά της ήτο απερίγραπτη. Ή ψυχή της έπαλλε από ουράνιο μεγαλείο πού έβλεπε ότι ό Κύριος έπεΐδε επί την ταπείνωσίν της και πραγματοποίησε τούς πόθους της. Ό αριθμός των ψυχών πού συγκεντρώθηκαν γύρω της έφθασε κατ’ αρχήν τις πέντε ψυχές.

3.     Τά πρώτα χρόνια της μοναστικής Αδελφότητος

Το Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Άγάθης πλούσιο σε πνευματικά αγαθά, υπήρξε στην αρχή εξαιρετικά φτωχό σε υλικά αγαθά. Συχνά δεν είχαν ούτε νάμα για την θεία Λειτουργία ούτε λάδι για τις κανδήλες. Μερικές φορές υπέφεραν και από ολοκληρωτική στέρησιν τροφής. Ιδίως εις τά σκοτεινά χρόνια της κατοχής το 1941-44 όπου το φάσμα της πείνας περιπλανιώταν σε όλον τον κόσμο. Εις τις δύσκολες αυτές στιγμές απαιτούσε ή Γερόντισσα όλες να εμπιστεύονται στον Πανάγαθο Θεό, πού τρέφει κάθε ζωντανή ύπαρξη και ενδιαφέρεται με στοργή για όλα τά πλάσματά Του. Όταν αι μοναχαί διεμαρτύροντο για την στέρησίν των, εύρισκε αφορμή να τας νουθετεί λέγοντας:


«Εάν ό Κύριος φροντίζει για την διατροφή των πουλιών και των άλλων ζώων, δεν θα φροντίσει και για εμάς; Μία αφορμή ασκήσεως της υπομονής μάς παρουσιάζει και εμείς βαρυγκωμούμε τόσο; Θα δείτε πώς ή Παναγία θα μάς ανταμείψει εάν υπομείνουμε για λίγο την στέρησιν. Ό χρυσός με την δοκιμασία μέσα στην φωτιά κατεργάζεται και λάμπει». Ή πρόρρησης της δεν άργησε να εκπληρωθεί. Το επόμενο πρωί και μόλις είχαν τελειώσει την εωθινή Ακολουθία βγαίνοντας από την εκκλησία βρήκαν να τούς περιμένει καθισμένος στο μουράγιο της αυλής ένας γνωστός τους από την απέναντι πολιτεία Αργοστολιού με αρκετή ποσότητα φρεσκοψημένου ψωμιού και άλλα υλικά αγαθά. Ευχαρίστησαν την υπεραγίαν Θεοτόκον, που πάντοτε φθάνει αρωγός εις τας παρακλήσεις των.


«Βλέπετε άδελφαί και παιδάκια μου πόσο θαυμαστή είναι ή πρόνοια του Θεού; έλεγε νουθετώντας τις αδελφές. Βλέπετε πόσο πλούσια ανταμοιβή μάς έδωσε ό Θεός για την υπομονή πού δείξατε; Ή Παναγία μας ουδέποτε θα εγκαταλείψει τον Άγιο τούτον τόπον και εμάς τις ταπεινές πού ζούμε εδώ και την υπηρετούμε μέρα και νύκτα». Εις τέτοια δε μέτρα άγιότητος είχε φθάσει ή Γερόντισσα φαίνεται από το επόμενο περιστατικό. Υπήρξε εποχή πού το μοναστήρι στερείτο ελαίου. 



Δεν υπήρχε λάδι- ούτε για τις κανδήλες. Ή Γερόντισσα προστάζει τότε την αδελφή Χριστονύμφη (νυν Ηγούμενη), να κατέλθει εις την αποθήκη και να γεμίσει το δοχείο λάδι διά τις κανδήλες. Ή μοναχή, γνωρίζουσα εκ των προτέρων ότι ό κάδος του λαδιού είχε προ πολλού αδειάσει, αρνήθηκε λέγοντας: «Γερόντισσα, νάναι ευλογημένο, άλλ’ όμως εις την αποθήκη δεν υπάρχει σταλαγματιά λάδι. Τότε της αποκρίνεται: «Πήγαινε, παιδί μου και ή πρόνοια του Θεού είναι μεγάλη».


Ή αδελφή Χριστονύμφη, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά κατέβη εις την αποθήκη με βεβαρυμμένη την ψυχή ότι θα επιστρέφει και πάλιν άπρακτη. Άλλ’ ώ των θαυμάσιων σου, Κύριε! Όπως άνοιξε την αποθήκη και πλησίασε στον κάδο τού λαδιού βλέπει όλως έκπληκτη το λάδι να έχει ανέλθει από τον κάδο και να χύνεται στο δάπεδο. Τότε γεμάτη χαρά και ως άλλοφρονούσα έτρεξε στη Γερόντισσα λέγοντας: «Γερόντισσα, ό κάδος γέμισε λάδι και χύνεται και απ’ έξω». Τότε ή όσια Μήτηρ χαμογέλασε ταπεινά και της είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, τά μεγαλεία τού Θεού; ποτέ να μην άπελπιζόμεθα αλλά να έχωμε πίστιν ότι ό Κύριος ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει, εάν βέβαια και εμείς θα τον ευαρεστούμε. Ποτέ μη γογγύζετε! Έχετε εμπιστοσύνη στον Θεόν και προσεύχεσθε με πίστιν».



Ή φήμη της άρχισε ν’ απλώνεται παντού. Άλλοι μιλούσαν για την αυστηρή της νηστεία και εγκράτεια. Άλλοι για την απλότητα και την απάθεια της• Άλλοι έμεναν κατάπληκτοι με την Αβραμιαία φιλοξενία και ελεημοσύνη της. Πολλοί από τά γειτονικά χωριά και πόλεις έρχονται για να την συναντήσουν. Ό ένας ήθελε να την συμβουλευτεί, ό άλλος να συζητήσει ένα πρόβλημά του, ό τρίτος να τονωθεί με δύο λόγια της και ό καθένας έφευγε ευχαριστημένος για τον κόπο τού ερχομού του. Με πολλή αγάπη τούς δεχόταν όλους.


 Είχε το χάρισμα του λόγου προφορικού και γραπτού, πού άγγιζε ως τά μύχια τις ψυχές των ακροατών. Άλλωστε και με κλειστό το στόμα δίδασκε το παράδειγμά της. Πολλές μάλιστα ψυχές της ζητούσαν να ζήσουν κοντά της, μεταξύ αυτών και ή γράφουσα τούς ταπεινούς λόγους τούτους. Ή Γερόντισσα συνήθως τις απέτρεπε προβάλλοντας τις δυσκολίες και τούς κινδύνους πού έχει ή μοναχική πολιτεία. Όταν όμως διαπίστωνε θερμό ζήλο, γενναίο φρόνημα και σταθερή απόφαση για μια αφιερωμένη ζωή υποχωρούσε στις παρακλήσεις. Έτσι σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγησίν της δέκα ψυχές. Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα και ειρηνικά. Καθημερινά πύρινες προσευχές υψώνονταν προς τον Κύριον. Για τις θείες Λειτουργίες ερχόταν και εξυπηρετούσε το μοναστήρι ο αείμνηστος λευίτης παπά-Ανδρέας Δρακονταειδής, ό όποιος επί (30) έτη και πλέον προσέφερε τις υπηρεσίες του και έζησε από κοντά την όσιακήν ζωήν της γερόντισσας. Ή εγκράτεια, ή ταπείνωσης, ή ευλαβική της ζωή αποτελούσε παράδειγμα για όλες τις αδελφές και ιδιαιτέρως ή ελεημοσύνη της. 



Προτιμούσε να στερείται ή ίδια και πολλές φορές άφηνε νηστικιές τις αδελφές και ιδίως στις δύσκολες εποχές της φοβέρας κατοχής, για να ανακουφίζει την δυστυχία των άλλων, εκπληρώνοντας έτσι την ευαγγελική περικοπή την λέγουσα ...«τω αίτούντι σοι δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη άποστραφής». (Ματ. Ε', 42). Έχουσα δε ύπ’ όψιν της την ευαγγελική περικοπή: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε και εν ο μετρώ μετρείται μετρηθήσετε υμίν»(Ματ. Ζ. 1) ποτέ δεν κατέκρινε κανέναν, όλους τούς θεωρούσε και τούς έβλεπε σωστούς και τέλειους και μόνον τον εαυτόν της ελεεινολογούσε. Περισσότερο δε μάς συνιστούσε να είμαστε προσεκτικές πάνω σε αυτήν την φοβερή αμαρτία της κατακρίσεως και μάς έλεγε συχνά: «Παιδιά μου προσέχετε την κατάκριση. Άλλος κρατά την πέννα και γράφει. Ή κρίσις είναι του Θεού». Πολύ λυπόταν ή ψυχή της μέχρι δακρύων όταν άκουε να ίεροκατηγορούν, νουθετούσε εμάς συχνά κατά μόνας όσο και εις τούς θέλοντας άκούσαι εξ αυτής σωτήριο λόγον λέγοντας: « Έ, παιδιά μου, μη γίνεσθε ίεροκατήγοροι.


 Ή ίεροκατηγορία είναι φοβερό αμάρτημα. Ό ιερεύς του Κυρίου οποιοσδήποτε και αν είναι, είναι πυρ καταναλίσκον όταν ούτος είναι ενάρετος και επομένως μάς καίει όταν τον κατηγορούμε και κάρβουνο σβησμένο όταν δεν είναι ενάρετος, οπότε μάς αμαυρώνει. Επομένως και στις δύο περιπτώσεις εμείς είμαστε ζημιωμένοι». Αγαπούσε δε υπερβολικά και σε αφάνταστο σημείο τούς ιερωμένους γενικά, διότι καθώς έλεγε - και έτσι είναι-, είναι οι μόνοι οι όποιοι δύνανται να χορηγήσουν στην ψυχή μας το ύδωρ το ζων και να την καθαρίσουν μέσα στο λουτρό της εξομολογήσεως και της μετάνοιας και εις το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.


4.     Ή κουρά της εις μοναχή


Εις το Ησυχαστήριο της Γερόντισσας Δήμητρας κυλούσαν τά χρόνια μέσα σε μια πνευματική ευδαιμονία και ψυχική ανάταση οπότε σε μια ολόθερμη κατανυκτική Ακολουθία και αγρυπνία έλαβε ή Γερόντισσα το Αγγελικό σχήμα από τον Καθηγούμενο της ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου τού Αγίου Όρους αείμνηστο Σεραφείμ Πανταζάτον, μετενομασθείσα εις Αγάθην Μοναχή.


Ή ταπεινώς ιστορούσα τον όσιακόν βίον της Γερόντισσας Άγάθης έγκαταβίωσα εις την θεόσωστον ταύτην Μονήν το έτος 1967. Έκτοτε ζούσα από κοντά το ψυχικό αυτής μεγαλείο. Σαν μεγαλόσχημος Μοναχή πλέον και Ηγουμένη, δεν άλλαξε τον αυστηρό τρόπον ζωής και προσπαθούσε ακριβέστερο να εφαρμόζει τούς μοναχικούς κανόνες. Διαρκώς έφερνε στην καρδιά της τά λόγια τού Κυρίου «Όστις θέλει υμών γενέσθαι πρώτος έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. ι, 44). Πρώτη ερχόταν στις Ακολουθίες και έφευγε τελευταία. Στεκόταν μέσα στο στασίδι της, στο αναλόγιο ευθυτενής χωρίς να επιτρέπει εις τον εαυτόν της να ακουμπήσει στον τοίχο ούτε να καθίσει στο στασίδι.


 Μάς εμψύχωνε εις τούς αγώνας μας και θέρμαινε τον ζήλο μας με διηγήσεις από τούς βίους των μεγάλων ασκητών. Δεν περνούσε δεύτερη νυχτιά πού να μην εξορμούσαμε εις τά αγαπημένα μας ερημοκκλήσια κείμενα γύρω της Μονής για τις ιερές ολονύκτιες Ακολουθίες συνοδευόμενες πάντοτε από αρκετές φιλόθεες ψυχές και τον ακούραστο ιερέα Ανδρέα Δρακονταειδή. Στις διαδρομές μας, πότε μας νουθετούσε και πότε μέσα εις την απεραντοσύνη της νύχτας και κάτω από τον κατάστερον ούρανόν άκου γάταν ή αιθέρια φωνή της ψάλλουσα το «έν όδω με βαδίζοντα έν Θαλάσση με πλέοντα έν νυκτί καθεύδοντα περιφρούρησον», γεμίζοντας την γαλήνη της νύκτας με την ψαλτική της. Ό ενθουσιασμός της για τις νυκτερινές αυτές Ακολουθίες ήτο τόσο ένθερμος και μεταδοτικός, πού γέμιζε και τις δικές μας ψυχές και παρακαλούσαμε ποτέ να μην ξημερώσει.

5.     Το κοινοβιακό τυπικό

Το Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Αγαθής λειτουργούσε και λειτουργεί κανονικά και θεάρεστα απαράλλακτα με το τυπικό της ιερός Μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους έως της σήμερον. Ένα μόνο σύννεφο αμαύρωνε κάποτε - κάποτε την φωτεινή μορφή της Γερόντισσας. Αι άδελφαί τότε άνήσυχαι την ρωτούσαμε:
«Γερόντισσα, τί έχεις; Γιατί αυτή ή ανησυχία και το άγχος σε περιβάλλουν; Πες σε ημάς τά τέκνα σου πού σε υπεραγαπούμε τί σε απασχολεί;
Αυτή τότε, μετά τις πιέσεις μάς έλεγε:


«Παιδιά μου, ή Παναγία μας πλήρωσε όλους τούς πόθους μου, όλα τά αιτήματα μου. Μου χάρισε εσάς τά αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, κτίσματα, κτήματα κ.λπ. και είμαι πολύ ευτυχισμένη βλέποντας το Μοναστηράκι μας να προοδεύει κάτω από την σκέπη της Θεομήτορος. Ένα όμως σύννεφο θολώνει την ψυχή μου. Το Μοναστήρι μας δεν βρίσκεται υπό την προστασία της Εκκλησίας και αυτό με στενοχωρεί πολύ. Παρακαλώ θερμά την Θεοτόκο και επιβάλλω και σε σας να προσεύχεσθε να μάς υποδείξει τον τρόπον με τον όποιον θα ύπαχθώμεν και εμείς εις την Εκκλησία». Τότε υπήρχαν πολλά εμπόδια λόγω της κτητορικής εξουσίας πού είχαν οι συγγενείς της εις την περιουσία της Μονής.
Συμπάσχαμε και εμείς (αί μοναχαί) με την Γερόντισσά μας έως ότου ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου επί Σεβ/τάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Προκοπίου Μενούτη. Ύστερα από μεγάλο αγώνα μεταξύ Γερόντισσας και οικείων της και άλλων το 1967 σωτήριο διά την Μονή μας έτος, εισήρθε πλέον το αγαπημένο μας Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Αγαθής εις τούς κόλπους της Εκκλησίας ως ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΥΠΕΡ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΙΩΤΙΣΣΗΣ.



'Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ.κ. Προκόπιος Μενούτης και ή συνοδεία του, έδειξαν ένθερμο ζήλο για τη νεοσύστατο ιερά Μονή και πολλή αγάπη και πνευματική στοργή για την Γερόντισσα Άγάθη και την Συνοδεία της. Μάλιστα τόσο πολύ εκτίμησε και θαύμασε την ταπεινοφροσύνη της Γερόντισσας ό Σ. Μητροπολίτης κ. Προκόπιος και τις άλλες αρετές της πού την κοσμούσαν, ως αγαθοσύνη, πραότητα, ελεημοσύνη, διάκριση κ.λ.π. πού της πρότεινε να την καταστήσει Ηγουμένη εις την Ί. Μονή τού Αγίου Γερασίμου. Είχα την τύχη και παρευρισκόμουν κοντά της όταν της το πρότεινε. Όπως το άκουσε, λες και έπεσε ό ουρανός και την σκέπασε. Άλλη πιθανώς εις την θέσιν της θα χαιρόταν από αυτήν την τιμητική πρόταση. Αυτή, ή Γερόντισσα, αντιθέτως, σκυθρώπιασε, σηκώθηκε, τού βάζει εδαφιαία μετάνοια και με πολλή μετριοφροσύνη τού λέει:
«Αφέντη μου, διότι έτσι συνήθιζε να αποκαλεί τούς Ίεράρχας, να ’ναι ευλογημένο, μα θα προτιμούσα να παραμείνω μέχρι τέλους της ζωής μου εις την μετάνοιά μου και κοντά στα πνευματικά μου παιδιά. Σε παρακαλώ κάνε μου την χάρι αυτή».



Ό Σεβασμιότατος μειδίασε, είδε την αγωνία της και άπαντά:
«Μην ανησυχείς, Γερόντισσα, θα γίνει το θέλημά σου. Έκτοτε δεν της το ξανάπε. Κυλούσαν τά χρόνια ήρεμα και ειρηνικά. Από 5 μοναχές γίναμε 9 (εννέα). Περισσότεροι κόποι για τη Γερόντισσα και φροντίδες ακατάπαυστες οι ολονύκτιες προσευχές της και οι στεναγμοί της καρδίας της. Ήταν αυστηρή, προσηλωμένη στο μεγάλο της όραμα, στα μυστικά της βιώματα, γιατί στη μοναχική της ζωή είχε στόχο την τελειότητα: «γίνεσθε "Άγιοι ότι Άγιος ειμί εγώ» (Α Πέτρ. Α, 16) επαναλάμβανε συχνά. Ώ, άγια άπλότης! Πόση χάρη βρήκε με την ταπεινοφροσύνη, πού είναι - έλεγε συχνά - ή αρχή και το θεμέλιο των αρετών. Ποθούσε να στηρίξει εκτός από εμάς τά πνευματικά της τέκνα, όσο πιο πολλές ψυχές μπορούσε. Ό γραπτός της λόγος έφθανε πέρα από τον Ελλαδικό χώρο, σε όλες τις ηπείρους και γέμιζε ανακούφιση, ελπίδα και πίστιν τούς ανθρώπους. Δεν την ανέπαυε ό δικός της πνευματικός πλούτος, ήθελε να τον σκορπά και στους συνανθρώπους της. Η ζωή της όλη ήτο ένας σκληρός αγώνας, μα ή αρετή δεν κερδίζεται εύκολα. 


Γνωρίζουσα το πατερικό απόφθεγμα: «για να λάβεις πνεύμα θα χύσεις αίμα» επιδιδόταν σε σκληρούς αγώνας και σε σημείο αφάνταστο αδιαφορούσε για τον εαυτόν της, ενώ διά εμάς, τά πνευματικά της τέκνα, ήτο πάντοτε επιεικής.
«Πάσα σαρξ, έλεγε, ως χόρτος και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου. Έξηράνθη ό χόρτος και το άνθος αυτού εξέπεσε το δε ρήμα Κυρίου μένει εις τον αιώνα» (Α'Πέτρου Α. 24).

Μία από τις πολλές αρετές στην όποια διηκόνησε με πολύ ζήλο και αύταπάρνησιν ή αείμνηστος Γερόντισσά μας ήτο εκείνη της αγάπης. Συχνά μάς νουθετούσε λέγοντάς μας:


«Διακαής πόθος μου, παιδιά μου είναι να κυριαρχεί στον ιερόν χώρο του Μοναστηριού μας ή θεϊκή αγάπη. Ή αγάπη τού Θεού να βασιλεύει στις καρδιές μας και με θεϊκόν ζήλο θα προχωρούμε στον ώραΐον μας προορισμό. Ας χτίζουμε το οικοδόμημα της μοναχικής μας ζωής επάνω σε γερά θεμέλια της πίστης και της αγάπης. 'Ας μην ξεχνούμε πώς όσες μπάρες και καταιγίδες συναντήσουμε στην ζωή μας θα 'χουμε την πιο μεγάλη δύναμη πού υπάρχει στον κόσμο, την αγάπη, διότι «ό Θεός αγάπη εστί».

6.     Το όσιακό τέλος της Γερόντισσας Άγάθης


Όλοι οι άνθρωποι έπλάσθημεν θνητοί, και κατά συνέπεια θα πληρώσουμε όλοι το κοινό χρέος ύστερα από πολλούς πόνους και θλίψεις, διότι «γη έσμέν και εις γην άπελευσόμεθα», άκολουθώντας το παράδειγμα τού Ιησού Χριστού ό όποιος «επαθε υπέρ ημών ίνα τοις ΐχνεσι αυτού άκολουθήσωμεν». Κατά τον ίδιο τρόπο και ή Γερόντισσα Άγάθη από τούς πολλούς κόπους πού έδοκίμασε εις τον υπεράνθρωπο αγώνα της διά την ανακαίνιση της ιεράς Μονής της την οποίαν αξίωσε ό Κύριος και είδε όπως ή άδολη και αγνή ψυχή της ποθούσε, εις τον πνευματικόν καταρτισμό των πνευματικών της τέκνων και της δικής της ψυχής, ως άνθρωπος φέρουσα σάρκα και την γήν οίκούσα, λύγισε, αίρουσα τον βαρύ σταυρόν ύπό τις άσθένειες της σαρκός.


 Δεν λύγισε όμως το πνεύμα της, ουδέ εγκατέλειψε τον αγώνα της αλλά συνέχισε τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά της έως τις τελευταίες στιγμές της επιγείου ζωής της. Ή Γερόντισσα Άγάθη τον τελευταίο καιρόν της ζωής της επωμιζόμενη το βάρος των 95 ετών ασκητικής ζωής αύτοσυγκεντρωνόταν εις τον εαυτόν της. Σπάνια μιλούσε το στόμα. Μιλούσε όμως περισσότερο με την σιωπή της και τη νοερά προσευχή της, ή οποία την συνόδευε μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. 


Το τετριμμένο και ξεθωριασμένο από την ασταμάτητη ευχή κομποσκοίνι της, το όποιον δεν αποχωριζόταν ούτε και εις την καθ ύπνο ησυχία, είχε γίνει ό αχώριστος σύντροφός της. Πήρε και βάραινε με τον καιρό και ή χρονιαία αρρώστια της έδωσε πιο έντονα το παρόν της, προετοιμάζοντάς μας διά το μεγάλο της ταξίδι. Τις τελευταίες ήμερες και εις το κορύφωμα της άσθενείας της (έπασχε από χολή) μέσα στοάς φρικτούς πόνους της, τις δεν θαύμαζε την Ίώβειον υπομονή της; Ή αδελφή Θεοκτίστη πού την διακονούσε θαύμαζε την πραότητα, την υπομονή και την αδιάλειπτο προσευχή της. Όλες πλέον αντιλαμβανόμεθα ότι ήρθε ή ώρα να χωριστούμε την αγαπημένη μας Μητέρα, τον πολύτιμο θησαυρό μας, την αστείρευτο πηγή της αγάπης, το στήριγμά μας. Ή θλίψις μας ήτο απερίγραπτη.


 Βλέποντάς μας έτσι μάς παρηγορούσε λέγοντάς μας:
«Παιδάκια μου, αγαπημένα, μη θλίβεσθε. Ήρθε ό
καιρός της αποδημίας μου, μη κλαίεται. Εάν εύρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου μας ποτέ δεν θα σάς αφήσω. Πρέπει και εγώ να πληρώσω το κοινό χρέος». Την τελευταία ήμερα και ενώ βρισκόταν επί της επιθανάτιου κλίνης, ήτο τότε Αύγουστος 23 προς 24 τού 1988, μάς κάλεσε κοντά της και με πολύ κόπο και γαλήνη πνεύματος πήρε να μάς λέγει αργά:
« Αγαπημένα μου παιδιά και αδελφές μου. Λίγα λόγια έχω να σάς πω τά τελευταία μου στη γη. Σάς αγάπησα εν Κυρίω ως τον Κύριον. Τώρα πού φεύγω σάς αφήνω εις την σκέπη της σπερμολογημένης Θεοτόκου και' Αειπάρθενου Μαρίας. Σε Αυτήν και εγώ είχα τις ελπίδες μου. Αυτήν είχα καταφύγιο μου και δεν στερήθηκα τίποτε. Ελπίζω δε ότι με τις πρεσβείες 


Της θα σωθώ κατά χάριν, αν και δεν έκαμα κανένα καλό εις την ζωή μου. Όμως επειδή όλη μου ή ζωή εδώ κάτω εις την γήν ήτο δοσμένη στον Θεόν και εγώ ή ταπεινή πρώτη από εσάς κατοίκησα και φρόντισα τούτο το μέρος και ήλθατε και εσείς όλες όσες εύρίσκεσθε τώρα γύρω μου, σάς παρακαλώ, ως στερνή μου επιθυμία ποτέ να μην εγκαταλείψετε τον τόπον τούτον της μετάνοιας σας τον όποιον έχετε αγιάσει με την άσκητική ζωή σας. Να είσαστε όλες ενωμένες και ή αγάπη σας να περισσεύει πάντοτε. Μια ψυχή και μία καρδιά και μια σκέψη να έχετε όλες. Να ζείτε όπως σάς ερμήνευσα και σάς διέταξα επάνω εις το τυπικό και τας παραδόσεις των Αγίων Πατέρων. 


Να αγαπάτε εν Κυρίω και να σέβεσθε τον πνευματικόν μας πατέρα, τον Δεσπότη μας, κ.κ. Σπυρίδωνα, διότι πολύ με έσεβάσθη και με εκτίμησε. Ποτέ να μην τον πικράνετε διότι ή ψυχή μου θα θλίβεται. Είναι άξιος της αγάπης μας, διότι μάς έσεβάσθη και μάς άγάπησε όσο κανείς άλλος, ως γνήσιος του Κυρίου Ποιμήν. Μεταξύ σας δε, να μην σάς λείψει ή αγάπη, διότι «ό Θεός αγάπη έστίν». Και λέγοντας τούς λόγους αυτούς έγειρε εξαντλημένη ατό μαξιλάρι της. Οι ώρες της επιγείου ζωής της ήσαν μετρημένες.., Πήρε να βραδυάζει... Σκοτεινιά είχε καλύψει και τις δικές μας ψυχές... Όλες γύρω από την κλίνη της γονατιστές εμπρός της, παρακολουθούσαμε τις τελευταίες στιγμές της... Εις το πρόσωπό της είχε απλωθεί μια ούράνια ομορφιά και γαλήνη πού μάς πρόκα- λούσε θαυμασμό, την οποία συνέχισε να έχει μέχρι την στιγμή πού την κάλυψε το χώμα τού τάφου. Παρακολουθούσαμε την άναπνοή της με πολύ αγώνα και ήσυχία, μήπως ταράξουμε τις τελευταίες ώρες το πνεύμα της με τούς λυγμούς και τά δάκρυα μας.


 Σε μία στιγμή ή αδελφή Θεοκτίστη Λύγισε και φώναξε:
«Γερόντισσα, πού μας αφήνεις; » Κάνεις δεν μπορεί να περιγράφει εκείνη τη στιγμή. Ακόμη και τώρα πού αναλογίζομαι εκείνες τις στιγμές ή ψυχή μου γεμίζει πόνο και τά μάτια μου τρέχουν δάκρυα. Ενώ βρισκόταν ή ψυχή της έτοιμη να εξέλθει τού σώματος, με τη φωνή της αδελφής, το βλέμμα της μας αγκάλιασε μία προς μία και τά ολοφώτεινα και καθαρά από την αρετή μάτια της γέμισαν δάκρυα και κατέβρεξαν τις παρειές της. Στρέφει κατόπιν το βλέμμα της προς το άπειρον και μεν έναν αναστεναγμό ανακουφίσεως παρέδωκε την όσια ψυχή της εις ον ποθούσε Κύριον επί 95 έτη. Τώρα αγάλλεται ή ψυχή της μετά τού χορού των 'Αγίων απολαμβάνουσα τά βραβεία των κόπων της...

Αιώνια ή μνήμη σου αείμνηστη και αλησμόνητη Μητέρα και εύχου υπέρ ημών των ταπεινών τέκνων σου καθώς το υπεσχέθης.
Ιούλιος του 1991 Μοναχή Νεκταρία
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΕΛΗ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ.
Ι.Μ. ΥΠ. ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ.
ΑΘΗΝΑ 1995.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Μάιος 05, 2016 9:39 pm

Η ΑΓΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ ΑΛΥΠΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΙΧΑΛΙΔΑ ΓΥΝΑΙΚΑ.



Εικόνα


Ή διά Χριστόν μωρία

Εξωτερικά   χαρακτηριστικά της διά Χριστόν σαλότητας στη μακαρία Γερόντισσα Άλυπία αποτελούσαν το απαράμιλλο κόκκινο καπελάκι στο κεφάλι, πού φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι και το οδυνηρά κυρτωμένο σώμα από τα βαριά «εξογκώματα». Μπροστά της απαγορεύονταν κάθε ελευθεριότητα ή οικειότητα, επιπόλαιη συμπεριφορά ή άσεμνη ενδυμασία. Οποιαδήποτε σκιά, έστω, αδιαντροπιάς ήταν απαράδεκτη ενώπιον της.
Κάποιες φορές ήταν δυνατόν να λέει αρχικά ακατανόητα πράγματα, το νόημα των οποίων εξηγούνταν, οπωσδήποτε, αργότερα. Το προορατικό χάρισμα της εκδηλωνόταν, κυρίως, σε ένα συγκεκριμένο άτομο, και με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φέρει κανένα άνθρωπο σε δύσκολη θέση.


Προβαίνοντας σε αποκαλύψεις προς κάποιον, ή Γερόντισσα κατέγραφε τις αμαρτίες του συνομιλητή της μέσα της. Δεν τις ανάφερε πότε και σε κανένα ούτε καν ως υπαινιγμό. Για παράδειγμα, την επισκέφθηκε μία γυναίκα, που υπέφερε από το πάθος της πορνείας. Εκείνη την υποδέχτηκε με τα λόγια: «Όη, τί καθαρή που είναι ή φούστα σου, ή δική μου είναι βρώμικη». Ή γυναίκα φορούσε καθαρά ρούχα, αλλά τα λόγια της αφορούσαν την καθαρότητα της ψυχής.


Άλλη φορά ή Αγία Μητέρα μπορούσε να πει ότι και ή ίδια υποφέρει από παρόμοιο πάθος, αν και στην πραγματικότητα αυτό δε συνέβαινε. Ή, να, πώς θα αποκάλυπτε ή Αγία Μητέρα κάποιον που την επισκέφθηκε και ό όποιος δεν έκανε πρωινή προσευχή: «Είμαι τόσο κουτή έλεγε, σαν να μιλούσε για τον εαυτό της, που έπαψα να διαβάζω τις πρωινές προσευχές». Και μετά θα προσέθετε: «Έλα εδώ, να, αυτό διάβασε, και αυτό διάβασε, και αυτό, αλλά και αυτό μη το αφήσεις».
Ορίστε ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που διηγήθηκε μία γυναίκα:
- Κάποτε ήμουν μάρτυρας ενός πολύ ενδιαφέροντος και διδακτικού γεγονότος. Μία γνωστή μου, που συχνά έκανε απιστίες στον άντρα της, μου ζήτησε να την οδηγήσω στην Άγια Μητέρα Αλυπία. Πολλές φορές προσπάθησα να πείσω τη γνωστή μου ότι είναι αναγκαίο να αφήσει την αμαρτία και να μετανοήσει εξομολογούμενη στην εκκλησία. Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτό της. Εκείνη, όμως, ήταν μικρότερη από τον σύζυγο της και πολύ όμορφη. Όποτε στις συμβουλές μου απαντούσε: «Πώς μπορώ να πω κάτι τέτοιο στον Ιερέα;».


Και έτσι, λοιπόν, την οδήγησα στη Γερόντισσα Αλυπία. Εκείνη κάθισε κοντά της και είπε: «Όη, τί όμορφη! Και τί ωραίο φόρεμα! Άρχισε να μας φιλεύει και να μας καλομιλά. Βρήκε ότι ή γνωστή μου έχει πολύ λεπτούς τρόπους, μαλάκωσε την καρδιά της και μετά συνέχισε, σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό της. Όη, κι εγώ στα νιάτα μου πώς ήμουν! Τέτοια ήμουν κι εγώ στα νιάτα μου! Τριγυρνούσα! Είχα πολλούς εραστές, και εσύ είσαι το ίδιο όμορφη...». Έτσι, πολύ γρήγορα, ή Αγία Μητέρα έκανε τη γνωστή μου να ανοιχτεί σε αποκαλύψεις, χωρίς να υποπτεύεται τη διά Χριστόν σαλότητα της μακάριας. Και εγώ ξαφνιάστηκα. Πώς μπορεί να λέει κάτι τέτοιο; Αφού ποτέ δεν τα έκανε αυτά! Μήπως αλήθεια έγιναν αυτά;


Ή γυναίκα που βοηθούσε στο κελί την Αγία Μητέρα, βλέποντας τη σύγχυση μου, κούνησε το κεφάλι και, καλώντας με κοντά της, μου είπε: «Μην το πιστεύετε. Ή Γερόντισσα επίτηδες αναφέρεται στον εαυτό της για να πετύχει τη μετάνοια της άλλης». Ώρα πολύ ή γνωστή μου σκεφτόταν, σκεφτόταν, και μετά με δάκρυα είπε: «Ναι, Αγία Μητέρα, και εγώ στα νιάτα μου έκανα τέτοια, γυρνούσα, είχα εραστή...», και άρχισε να της διηγείται τα πάντα: πόσους εραστές είχε, πώς ήταν άπιστη στον άνδρα της, για τη μοιχεία της, πώς ακόμα, βασανίζεται από τα πάθη της... Ακούγοντας όλα αυτά τη συμβουλεύεσαι να πάει να εξομολογηθεί και να μετανοήσει, και τελικά πρόσθεσε: «Εσύ θα γίνεις μοναχή».

Τελικά ή γυναίκα αυτή εγκατέλειψε διά παντός τις ακολασίες, άρχισε να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία και, τελικά, κατέφυγε σε μοναστήρι. Έτσι, λοιπόν, ή Αγία Μητέρα είχε την ευλογία να έχει το χάρισμα και τη δύναμη να εκτιμά απόλυτα τον άνθρωπο και να τον οδηγεί στην απόλυτη μετάνοια.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΛΥΠΙΑ Η ΑΓΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Μάιος 06, 2016 6:49 pm

Γερόντισσα Αναστασία της Ι.Μ. "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας.

Βίος και πολιτεία της Γεροντίσσης Αναστασίας

Η Γερόντισσα Αναστασία, η τελευταία κτίτωρ και ανακαινιστής της Μονής της Κυράς, εγεννήθη το έτος 1910 εις τον συνοικισμό Βλαχάτικα του χωρίου Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης.
Ο πατήρ της ωνομάζετο Χαράλαμπος Βλάχος και η μήτηρ της Ελένη Βλάσση. Ήσαν πτωχοί αγρότες, άνθρωποι του μόχθου, τίμιοι και ευσεβείς. Η θεοσεβής μήτηρ της Ελένη εις νεαρά ηλικία, αξιώθηκε θεϊκής οπτασίας προ του κατεστραμμένου ιερού σκηνώματος της Παναγίας της Κυράς. Η Γερόντισσα ήτο δίδυμος με την Διαμαντίνα Βλάχου-Κουρή και είχε ακόμη τέσσαρας αδελφάς, τας: Ασημίνα, Αρετούσα, Θεοδώρα και Ιωαννέτα. Επίσης είχε και δύο αδελφούς, τον Συμεών και τον Στυλιανόν. Από τους αδελφούς και αδελφάς της Γεροντίσσης απέκτησε τέκνα μόνον ο Συμεών, τον αριθμόν τρία.
Εις την οικογένεια της ευρίσκοντο και δύο ενάρετοι ρασοφόροι....
Η Γερόντισσα Αναστασία εγκαθίσταται στην Κυρά

Η Αναστασία όταν ήταν δέκα ετών διαβαίνουσα από την κατεστραμμένη Εκκλησία της Κυράς, αφού έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταύρου άκουσε μία γλυκεία γυναικεία φωνή, η οποία ερχόταν από το κωδωνοστάσιο του ναού να της λέγη: «Είναι κρίμα ο οίκος μου να είναι έρημος. Εσύ τέκνον μου εκλήθης διά να φτιάξης την Εκκλησίαν και την Μονήν Μου».

Εις τα δεκατέσσαρά της χρόνια εμφορουμένη από θειο πόθο γι' ολοκληρωτική αφιέρωσι στον Χριστό η Αναστασία εγκαταλείπει την πατρική της οικία και εγκαταβιοί στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου εις τα Μελίκια Λευκίμμης όπου και ενδύεται το ράσο.
Εκεί αποδύεται σε αυστηρούς ασκητικούς αγώνας, ενθυμουμένη πάντοτε την εντολή της Παναγίας. Με υπομονή, προσευχή και πνευματική πρόοδο περνούν 9 χρόνια έως ότου καταρτισθή στην μοναχική ζωή πλήρως.
Το έτος 1933, με την ευλογία της Μονής της μετανοίας της, αποχωρεί από τον Άγιο Νικόλαο και εγκαθίσταται οριστικά στην Κυρά. Τα πάντα γύρω της μαρτυρούν την εγκατάλειψι και αδιαφορία.
Οι τοίχοι του ναού είναι γκρεμισμένοι. Στον χώρο του ναού φύονται αγριοσυκιές. Επάνω στην Αγία Τράπεζα ευρίσκει ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως κανδήλα. Κοιμάται αρχικώς στο ύπαιθρο έως ότου εγκατασταθή στο μοναδικό κελλί το οποίο έκτισαν ειδικά γι' αυτήν οι συγγενείς της.
Η ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Νηστεύει υπέρ μέτρον. Κάνει συχνότατα τριήμερα. Εσθίει μία φορά την ημέρα μετά την δύσι του ηλίου. Συνήθως άρτον εξηραμμένον άνευ ελαίου ακόμη και τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές. Ποτέ της δεν χορταίνει το φαγητό της ακόμη κι αν αυτό είναι ολίγα νερόβραστα αγριολάχανα.
Από την αδιάκοπη νηστεία παθαίνει θυρεοειδή και αβιταμίνωσι. Η υγεία της κλονίζεται κι όμως η αγάπη του Χριστού φλογίζει το είναι της. Κατά την μαρτυρία της υποτακτικής της μοναχής Αναστασίας Καστρινού, το σώμα της ήταν ένα ξύλο τετυλιγμένο στα ράσα.
Στον λαιμό της έφερε μία τεράστια κοίλη σε μέγεθος πορτοκαλιού εξαιτίας του θυρεοειδούς. Ουδέποτε έκαμε παράπονο για την ασθένεια της ούτε και επισκέφθηκε ιατρό για να υποβληθή στην αναγκαία εγχείρησι ή να της χορήγηση φάρμακα. Ένας ιατρός προσπάθησε να την εξετάση και εκείνη τον επετίμησε λέγουσα: «Κοίταξε να αλλάξης την ζωήν σου διότι είσαι βουτηγμένος εις την αμαρτίαν».

Υπέφερε φρικτούς πόνους

Η Γερόντισσα είχε στο ένα της πόδι πληγωθεί από κτύπημα τσεκουριού κατά την διάρκεια αγροτικών εργασιών. Ποτέ της δεν επεσκέφθη ιατρό γι' αυτό τον λόγον. Προσευχόταν και η πίστις της τής έδιδε αντοχή στους πόνους. Μοναδικό της φάρμακο ήταν το λάδι της κανδήλας της Κυράς με το όποιο το άλειφε όσες φορές υπέφερε...
Ελέγχει τους καταλύοντας την νηστεία

Ευρέθη κάποτε σε ταξείδι στην Ηγουμενίτσα για κάποια υπόθεσι της Μονής και εφιλοξενήθη σε γνωστά της πρόσωπα τα οποία κατέλυαν κρέας σε ήμερα Παρασκευή. Αφού τους ήλεγξε αυστηρότατα, συνέλεξε από το χωράφι χόρτα και τα εμαγείρευσε για να φάνε όλοι.
Στον εαυτό της και μόνον ήταν εγκρατής υπέρ μέτρον. Στις μοναχές της εφέρετο μετά διακρίσεως και αναλόγως των ασθενειών των επέτρεπε να εσθίουν ιχθύας (βακαλάο) ή κρέας. «Εσύ δουλεύεις εις το κτήμα και κοπιάζεις και δικαιούσαι να τρως καλά διά να έχης την υγειάν σου», συνήθιζε να τους λέγη.
Όλοι ενθυμούνται τα νερόβραστα μα νοστιμότατα φαγητά της. Εμαγείρευε με ιδιαίτερη αγάπη και για τους προσκυνητάς οι οποίοι έρχονταν από την Ήπειρο για να την συμβουλευθούν...
Άλλη ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Η ιδία κατά κανόνα συνετηρείτο από την θεία Κοινωνία. Ετηρούσε την αλουσία και την χαμαικοιτία. Μέχρι τέλους της ζωής της ετήρει το ανυπόδητον ακόμη και με τους μεγαλύτερους παγετούς. (Έτσι την βλέπομε και στις σχετικές φωτογραφίες της εποχής).
Από τότε που στρώθηκε μουσαμάς στο πάτωμα ουδέποτε επάτησε επάνω αλλά ούτε και επλησίασε ποτέ της το ψυγείο. Τις ελάχιστες ώρες αναπαύσεως «έκλεβε» τον ολιγοστό της ύπνο επάνω σε δύο χονδροκομμένα σανίδια, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο όπου και έστρωνε μία κουρελού, το δε προσκέφαλό της ήταν μία πέτρα.
Τα ενδύματά της ήσαν πάντοτε πεπαλαιωμένα και εφθαρμένα πλήρη επιδιορθωμάτων ώστε δεν εγνώριζε κανείς, ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα!
Κατόπιν παρελεύσεως είκοσι εποικοδομητικών για το πνεύμα της χρόνων, προσήλθε στην Μονή η πρώτη της υποτακτική και σταδιακώς η συνοδεία της έγινε επταμελής. Η διδαχή της για τις μοναχές της δεν αφεώρα απλώς στην τέλεσι των τριών βασικών αρετών αλλά κυρίως την ταπείνωσι, την αφάνεια, την καταπολέμησι της φιλαυτίας, την αδιάλειπτη προσευχή και την απόλυτη πτωχεία.
Πλούσιες ήσαν οι πνευματικές δωρεές οι οποίες της εδόθησαν άνωθεν για την μεγάλη της αυταπάρνησι και την υπέρμετρη άσκησί της. Της εδόθησαν άνωθεν το προορατικό και το διορατικό, χαρίσματα τα οποία χρησιμοποιούσε με κεκαλυμμένο τρόπο προς δόξαν Θεού για να ωφελήση την συνοδεία της και τους πάσχοντας πνευματικώς συνανθρώπους της και όχι γι' εντυπωσιασμό και αυτοπροβολή.
Η ελεήμων μήτηρ

Μέσα στην πάροδο των ετών πολλοί απηλπισμένοι εκτύπησαν την θύρα του κελλιού της και ανεχώρησαν χαίροντες, λαβόντες ως εφόδιο την αγία προσευχή της. Επιθυμούσε να διδάξη όλους δύο πράγματα: την προσευχή και την εξομολόγησι.
Με το πτωχότατο βαλάντιο της συμπαρεστάθηκε σε πολλούς αναξιοπωθούντας κατά την διάρκεια της Κατοχής και ύστερα εμπεριστάτους συνανθρώπους της και ιδιαίτερα τους πτωχούς οικογενειάρχας. Πολλούς επίσης απέτρεψε από εγκληματικές ενέργειες.


Ιερομονάχου
Δημητρίου Καββαδία
Βίος και Πολιτεία της Ασκήτριας Αναστασίας
της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας,
1910-1979


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Μάιος 07, 2016 10:01 pm

Γερόντισσα Άννα

Η μακαριστή γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε το 1903 στην Πάνορμο της Μικρός Ασίας από γονείς πολύ ευλαβείς, τον Ιωάννη και την Δήμητρα. Ήταν πρωτότοκη και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Στην βάπτιση της δόθηκε το όνομα Αναστασία.

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά από ταλαιπωρίες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Στα Πηγάδια ο πατέρας της έγινε κτηνοτρόφος. Αυτή ως μεγαλύτερη φρόντιζε για τα μικρότερα αδέλφια της, γιατί και η μητέρα της εργαζόταν.

Από μικρή αγαπούσε τον Χριστό. Όταν μιλούσε για τον Χριστό και την Παναγία έκλαιγε. Από μικρή κρατούσε όλες τις νηστείες και κρέας δεν έφαγε ποτέ. Όταν πήγαιναν στο χωριό της μοναχοί από τα Κύργια, αυτή πήγαινε κοντά τους και ήθελε να ακούη για τον Χριστό. Δεν πήγε σχολείο, δεν ήξερε να διαβάζη. 

Προσευχόταν και μερικές νύχτες άκουγε αγγελικές ψαλμωδίες.
Διηγείτο: «Ήμασταν εννιά αδέλφια και μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) του πατέρα μας τον λόγο. Αλλά ήρθε καιρός που να μην τον κρατήσω εγώ, γιατί ήμουν μεγαλύτερη τριάντα χρόνων κοπέλα και ήρθε καιρός να παντρευτώ και τ' αδέλφια μου όλα μεγάλωσαν και ήταν για παντρειά και μουρμούριζαν (γόγγυζαν) εναντίον μου, πότε θα παντρευτείς; τι θα κάνεις;».

Παντρεύτηκε ένα νέο ονόματι Γιάννη που είχαν για βοσκό στα πρόβατα τους. Επειδή οι γονείς της δεν συγκατατέθηκαν, την έδιωξαν από το σπίτι. Ο σύζυγος της μια βδομάδα μετά από τον γάμο τους πήγε στην Κοζάνη να δη τους δικούς του και δεν ξαναγύρισε ποτέ, ούτε και έμαθε τι απέγινε. Η ίδια δεν γόγγυξε ποτέ, δεν τον κακολόγησε, δεν παραπονέθηκε. Τον συγχωρούσε και έλεγε να είναι καλά. Έλεγε: «Έτσι ήθελε ο Θεός και έτσι έγινε».

Η Αναστασία εγκαταλειμένη από όλους και περιμένοντας παιδάκι, απελπίστηκε και επιχείρησε να πέση σε μια λίμνη, να κάνη κακό στον εαυτό της. Τότε όπως διηγήθηκε: «Μπήκα μέσα στην λίμνη και όταν το νερό έφθασε μέχρι τον λαιμό, ένιωσα ένα φτερούγισμα πίσω από το σώμα μου και άκουσα μια φωνή: "Τέτοια ψυχή που θα την ρίξεις μεσ' τον βούρκο"; Μάλλον θα ήταν ο φύλακας άγγελος μου. Το άγγιγμα της φτερούγας ακόμα το θυμάμαι. Χαράχτηκε στην μνήμη μου».
Ύστερα κατέφυγε σε μια θεία της, την Σοφία η οποία την περιέθαλψε, την βοήθησε να γέννηση το παιδάκι και μετά το μεγάλωσαν μαζί, γιατί η Αναστασία εργαζόταν στα καπνά, στο Δοξάτο και στα Κύργια.

Στενοχωριόταν για την κόρη της Βενέτα που δεν είχε πατέρα. Έλεγε: «Δεν πειράζει, βρε παιδάκι μου, έχεις εμένα, εγώ σε φροντίζω, εγώ και μάνα και πατέρας». Έκανε το παν να μην της λείψη τίποτε. Δούλευε νύχτα-μέρα διότι επιπλέον βοηθούσε τ' αδέλφια της και γηροκόμησε την μητέρα της.

Εργαζόταν σκληρά όλη την ημέρα στα χωρά φια και τη νύχτα προσευχόταν. Συνήθιζε, με άλλες γυναίκες του χωριού, να συγκεντρώνονται σε κάποιο σπίτι εκ περιτροπής, ενώπιον μιας θαυματουργής εικόνας του Αγίου Γεωργίου, να αγρυπνούν και να προσεύχονται για όλον τον κόσμο. Και η ίδια ξυπνούσε πάντα πρωί για να προσεύχεται, γιατί πίστευε ότι ο Θεός τότε σ' ακούει καλύτερα. Όταν πιστεύεις και παρακαλάς, ο Θεός δεν σε ξεχνά.

Αγαπούσε πολύ τον Θεό. Ανέφερε την λέξη «Θεός μου», χαιρόταν η ψυχή της και έτρεχαν τα δάκρυα της. Έλεγε: «Αγαπάω τόσο πολύ τον Θεό. Θέλω να πάω στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω».

Μάζευε δραχμή-δραχμή χρήματα για τα Ιεροσόλυμα. Πρώτα πήγε και προσκύνησε στην Τήνο. Εκεί, όπως έλεγε, είδε ζωντανή την Παναγία και άκουσε μια φωνή που της είπε «να πας στα Ιεροσόλυμα». Πήγε, προσκύνησε στους Αγίους Τόπους και εκεί γνώρισε τον γέροντα Αμφιλόχιο και την μοναχή Ελισάβετ στο Χοζεβά. Βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη Ποταμό και μετά από πολλή προσευχή και μεγάλη νηστεία έγινε μοναχή μικρόσχημη με το όνομα Άννα. Έκανε υπακοή στον π. Αμφιλόχιο, της έδωσε εντολές και κανόνα για να προετοιμασθή να πάρει αργότερα το μεγάλο Σχήμα.

Όταν επέστρεψε ήταν κατενθουσιασμένη, αν και κατάκοπη από την κούραση και τη νηστεία, δεν μπορούσε να περπατήση. Πήγε ύστερα και έμεινε σ' ένα μοναστήρι της περιοχής για σαράντα ημέρες. Ήθελε να μείνει για πάντα εκεί, αλλά επειδή ήταν ηλικιωμένη δεν την κράτησαν.

Ύστερα έμενε στο Δοξάτο μόνη της σ' ένα μικρό και παλαιό κελλάκι, χωρίς φως με μια σομπούλα. Δεν θέλησε να μείνει στο σπίτι της κόρης της αλλά κοντά της, από ευαισθησία για να μην την επιβαρύνη, αλλά και για να έχει την ησυχία της να κάνη τα μοναχικά της καθήκοντα. Είχε στρωμένες παλαιές μπαλωμένες κουρελούδες αλλά ολοκάθαρες. Πάνω στο κρεβατάκι της είχε μια βαλιτσούλα που μέσα είχε τα νεκρικά της φορέματα, κεράκια και σάβανο από τα Ιεροσόλυμα. Στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της είχε τα εικονίσματα της και ένα κανδήλι ακοίμητο.

Η γερόντισσα Άννα νήστευε και προσευχόταν νύχτα-μέρα. Ξυπνούσε στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Όταν την ρωτούσε η κόρη της γιατί ξυπνά τη νύχτα απαντούσε: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, παιδί μου. Άγγελος Κυρίου έρχεται και με ξυπνά και συνεχίζω την προσευχή». Αλληλογραφούσε με τον π. Αμφιλόχιο και έστελνε δέματα στην μοναχή Ελισάβετ. Προετοιμαζόταν να πάρει το μεγάλο Σχήμα.

Γι' αυτό παρήγγειλε μία μοναχική ζώνη από το Άγιον Όρος με τον καθηγητή κ. Ραδή. Εκείνος δεν βρήκε ζώνη και φεύγοντας το ανέφερε σ' έναν Ηγούμενο. Ο Ηγούμενος έδωσε την δική του που φο ρούσε. Την έφερε στο σπίτι του και κάποιες φίλες της γυναίκας του της είπαν να την κράτηση αυτή για ευλογία. Την άλλη μέρα ήρθε η αδελφή Άννα και λέει στην κυρία Ραδή: «Κυρία Έλλη, η ζώνη μου ήρθε. Έβλεπα ένα καντηλάκι που ερχόταν από το Άγιον Όρος και από κάτω ήταν η ζώνη». Εξεπλάγη η κ. Έλλη. Της έδωσε την ζώνη και εκείνη την πήρε με λαχτάρα.

Την πέμπτη φορά που πήγε η γερόντισσα Άννα στα Ιεροσόλυμα, ο γέροντας Αμφιλόχιος, ηγούμενος του Χοζεβά, την έκειρε μεγαλόσχημη μοναχή, το έτος 1972. Από τότε έβλεπαν και ένιωθαν οι γνωστοί της μια ιδιαίτερη χάρη στην γερόντισσα Άννα, αλλά και η ίδια έλεγε: «Στα Ιεροσόλυμα που πήγα κάτι έλαβε η ψυχή μου από τον Θεό μου και δεν μπορώ να κάνω κακό ούτε στον εαυτό μου ούτε σε άλλους. Έχω ευλογία επάνω μου. Δεν νιώθω κούραση ούτε οι νηστείες με εξαντλούν, πετάω». Τα ράσα της μοσχοβολούσαν.
Όποιος την επισκεπτόταν ένιωθε κοντά της χαρά και χάρη. Κερνούσε τους επισκέπτες καφέ, κανένα αυγουλάκι και απαντούσε στις ερωτήσεις τους μεταδίδοντας την χάρη και τα βιώματα της. Τα βαθυγάλαζα μάτια της έλαμπαν και ακτινοβολούσαν από καλωσύνη.

Θύμιαζε τις εικόνες στο κελλάκι της, αλλά τη νύχτα έβγαινε στον δρόμο και θύμιαζε τους ανθρώπους που πήγαιναν στα καπνά. Θύμιαζε όλο το Δοξάτο και προσευχόταν για τον κόσμο.

Διηγείται η κυρία Έλλη Ραδή-Ταμπουλίδου. στην οποία η γερόντισσα Άννα εργαζόταν ως οικιακή βοηθός: «Όταν ερχόταν στο σπίτι μου άναβε το θυμιατό και θύμιαζε όλο το σπίτι λέγοντας προσευχές. Με συμβούλευε να το κάνω και εγώ αυτό διότι έτσι δεν μπορεί να με πλησίαση ο διάβολος. Μάλιστα έλεγε να θυμιάζω τα παιδιά και, πριν κοιμηθούν, να σταυρώνω τα παιδιά και τα προσκέφαλα τους. Όταν προσευχόταν, είχε σκυμμένο το κεφάλι και αναστέναζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες για να προσευχηθή, την άκουγαν τα παιδιά και μου έλεγαν ότι αυτή η γιαγιά όλη τη νύχτα τραγουδάει (ψέλνει, προσεύχεται). Αυτή έψελνε όλη τη νύχτα στον Χριστό, όπως έλεγε, και τα δάκρυα της έβρεχαν το πάτωμα. Ευχόταν για όλους τους ανθρώπους».

Συμβούλευε: «Να προσεύχεσαι χαράματα και έξω από το σπίτι με τα χέρια στον ουρανό. Τότε σε ακούει ο Θεός, βλέπεις και τους Αγγέλους. Όταν παρακαλάς, να παρακαλάς πρώτα τον Χριστό και έπειτα τους Αγίους, όσους θυμάσαι, όχι μόνον έναν. Και αυτά τα παρακάλια τα παίρνουν οι Άγιοι και τα πάνε στην Παναγία και η Παναγία τα δίνει στον Χριστό. Εγώ μια φορά παρακαλούσα και ξέχασα τον άγιο Θεόδωρο. Εμφανίστηκε, λοιπόν, και μου λέει: "Όλους τους παρακαλάς και μένα με ξέχασες". "Ποιος είσαι", λέω, "δεν σε γνώρισα". "Ο άγιος Θεόδωρος είμαι", λέει. Από τότε κάθε φορά τον παρακαλάω».

Έλεγε με απλότητα στην προσευχή της: «Η αδελφή Άννα σας παρακαλεί: "Άγιε Αλέξιε, άγιε Παντελεήμων"» και μνημόνευε πολλούς Αγίους που είχε σε ευλάβεια, και όσων Αγίων είχε εικονάκια.

Ήταν φυσική η επικοινωνία της Γερόντισσας με τους Αγίους. Δεχόταν απλά και απερίεργα τις εμφανίσεις των Αγίων με πίστη, χωρίς να περνούν λογισμοί κενοδοξίας. Όταν πήγαινε η κόρη της στο κελλάκι της, η Γερόντισσα την απέτρεπε να κάθεται με την πλάτη προς την Ανατολή, γιατί εκεί έβλεπε να στέκεται κάποιος Άγιος και το θεωρούσε ασέβεια. Την συμβούλευε να κάνη πάντα προσευχή πριν από κάθε της έργο για να πετύχη. Στις δυσκολίες έλεγε στην κόρη της: «Μη στενοχωριέσαι. Θα κάνω προσευχή και όταν έρθη η ώρα θα γίνει (ξεπεραστή). Εάν δεν θέλη ο Θεός, δεν γίνεται. Εκείνος ξέρει, ξέρω κι εγώ γιατί δεν γίνεται;».

Κάποια χρονιά, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Γερόντισσα κρατούσε εικόνα στην λιτανεία και έβλεπε τον εικονιζόμενο Άγιο να προπορεύεται.

Η γερόντισσα Άννα είχε τέτοια απλότητα, ώστε δεν της περνούσε λογισμός υπερηφάνειας, διότι τα θεωρούσε όλα φυσικά. Με την μακάρια απλότητα, την ευλάβεια, την καθαρότητα και τον φιλότιμο αγώνα της, αξιώθηκε να έχει πολλές αγιοφάνειες. Είδε τον προφήτη Ηλία και του ασπάσθηκε το χέρι. Τον Τίμιο Πρόδρομο και μάλιστα παρατήρησε το σημάδι της απότομης από το ξίφος στον λαιμό του! Τους Αγίους Θεοδώρους τους έβλεπε συχνά να περνούν τις νύχτες με τα άλογα και τις στολές τους μέσα από το Δοξάτο. Υπάρχει εξωκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και αυτοί προστατεύουν το χωριό. Είδε και τον άγιο Βασίλειο σε ώρα θείας Λειτουργίας.

Ζήτησε να γνωρίση και το Άγιο Πνεύμα, όπως διηγήθηκε η ίδια. «Είχα απορία, δεν μπορούσα να καταλάβω πως είναι το Άγιο Πνεύμα. Ήθελα να ξέρω όλα τα Άγια». Έκανε προσευχή και το είδε εν είδει περιστεράς.
Κάποτε η Γερόντισσα ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως διηγήθηκε η ίδια: «Η Χάρις με πήρε... πηγαίνομε με σ' ένα δρόμο, καλός ο δρόμος, (περνούσε) μέσα από χωράφια που είχαν και αγκάθια. Μετά ανοίξαμε μια πόρτα και αρχίσαμε να πηγαίνομε σε κήπο. Μπήκαμε μέσα κανά δύο βήματα και άρχισα να βλέπω καλά πράγματα. Είχε πράγματα για φαγώσιμο. Είδα τα μούρα, να τα λιμπίζεσαι. "Να φθάσω ένα μούρο"; "όχι δεν είναι δικά σ'", μου είπε "θα 'ρθή η ώρα να είναι δικά σ'". Γυρίσαμε πίσω, δεν προχωρήσαμε άλλο μέσα στον Παράδεισο».

«Μια άλλη φορά», διηγήθηκε, «μια καλοσύνη έκανα, αλλά δεν θυμάμαι τι, όμως θυμάμαι με ανέβασε μια και μια στον ουρανό. Ανέβηκα και έβλεπα τους ανθρώπους να περπατάν σαν μυρμήγκια. Πως να κατέβω εγώ από δω; Σκεύομαι, σκεύομαι... μοναχή ήμουν εκεί. Τα πουλιά πετούσαν εκεί κάτ', τάβλεπα. Ύστερα ήρθε ένας αγέρας δυνατός και εφθάσαμε κάτ' Αλλά λέω που είμαι τώρα, που να είμαι;

Τότε κατάλαβα ότι πατούσα στη γη, ότι είμαι στον κόσμο που γνωρίζω, διότι εκείνον τον κόσμο δεν τον γνωρίζω. Ακόμα θυμούμαι τα πουλιά που ήταν από κάτω μου».

Κάποτε άκουσε μια φωνή που της είπε: «Η αρετή σου περίσσεψε», και ταυτόχρονα αισθάνθηκε και μια χάρι. Η μακάρια και απλούστατη γερόντισσα Άννα ενώ ζούσε την αρετή, δεν ήξερε τι είναι «αρετή» και ρωτούσε κάποιον: «Είχα μια γειτόνισσα στα Κύργια που την έλεγαν Αρετή και πέθανε. Που με θυμήθηκε τώρα μετά από χρόνια και ήρθε στον ύπνο μου;»!

Έλεγε ότι όταν κοινωνούσε ένιωθε τον Κύριο μας μέσα της επί μια εβδομάδα και αισθανόταν τα μέλη της μέλη Χριστού. Μετά που πήγαινε στο σπίτι της κόρης της και έπινε τον καφέ, πρώτα έπινε λίγο νερό για να κατεβή η θεία Κοινωνία. Μετά ξέπλυνε το ποτήρι του καφέ και έριχνε τα νερά στην γλάστρα. Τιμούσε και πρόσεχε πολύ την θεία Κοινωνία.

Στην Εκκλησία πήγαινε από τις 6 η ώρα, πριν από τον παπά. Έλεγε: «Θα πάει ο Χριστός πριν από μας και μετά θα πάμε μετά;». Στο πρόσωπο του κάθε ιερέως έβλεπε τον Χριστό.
Συνήθιζε να πηγαίνη και σε μακρινά εξωκκλήσια, να προσκυνάη και να προσεύχεται. Με τα πόδια πήγαινε αλλά συνήθως κάποιος βρισκόταν και την έπαιρνε στο αυτοκίνητο.

Εργαζόταν για να οικονομήση τα προς το ζην, να σπουδάση την κόρη της και να φροντίση και την μητέρα της. Έπαιρνε την σύνταξη του ΟΓΑ, 15.000 δραχμές και έλεγε: «Βασίλισσα είμαι». Αν της έδιναν χρήματα, τα έδινε στην Εκκλησία, ενώ τσ. τρόφιμα τα μοίραζε σε φτωχούς.

Η γερόντισσα Άννα επισκεπτόταν και το μοναστήρι της Αναλήψεως στην Σήψα. Οι αδελφές την αγαπούσαν και χαίρονταν να την φιλοξενούν. Η σημερινή γερόντισσα Πορφυρία ενθυμείται και σημειώνει για την γερόντισσα Άννα: «Του Αγίου Χαραλάμπους, το 1992, μετά από μια αγρυπνία η γερόντισσα μας Ακυλίνα, μας έστειλε τρεις αδελφές στο Δοξάτο να δούμε την γερόντισσα Άννα και να της πάμε ξύλα και άλλες ευλογίες. Ήταν μια σκηνή από αρχαίο Γεροντικό. Το σπίτι παμπάλαιο, εγκαταλελειμμένο, πάμπτωχο. Η γερόντισσα Άννα κυρτωμένη, αδύνατη, με δύο γαλανά ματάκια που λάμπανε από το φως του Χριστού, μας είπε πολλά: "Για σας που νέα κορίτσια φύγατε από τα σπίτια σας και ζήτε μέσα στα βουνά που είναι το Μοναστήρι σας, που δώσατε την ζωή σας, που είστε παιδιά του θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι κρυμμένο μέσα σας, αργότερα με τα χρόνια θα σας φανέρωση ο Θεός τα μυστικά Του". Ήταν τότε αυτός ο λογισμός που πολύ με απασχολούσε, αν δηλ. η μοναχική μου ζωή θα είχε ποτέ καρπούς. Εγώ", μας έλεγε με μία φοβερή απλότητα, "τώρα τα βλέπω αυτά που βλέπω και είμαι τόσο μεγάλη στην ηλικία". Ευωδίαζε ολόκληρη. Μας σταύρωσε μία μία και στην κάθε μία έλεγε χείμαρρο από ευχές που ήταν ότι η κάθε μια είχε ανάγκη. Είπε ότι είχε δει ένα όραμα με τρία κορίτσια. Το ένα λεγόταν νερό, το άλλο φωτιά, το άλλο τιμή. "Η τιμή", είπε, "αν την χάσης δεν την ξαναβρίσκεις, την φωτιά την βρίσκεις, το νερό επίσης".

«Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε μόνες, μας λέει ξαφνικά: Εγώ πολλά πέρασα αλλά τα κράτησα μέσα μου και ζυμώθηκαν μέσα μου και γίναν ένα με μένα και το Άγιον Πνεύμα".
-Δηλαδή να μην μιλάμε Γερόντισσα;
-Ε! μοναχούτσικες είσαστε (μοναχούλες δηλαδή). Να μιλάτε και λίγο αλλά να λέτε πάντα τα καλά όχι τα στραβά.

»Όταν είχαμε κάποια μεγάλη δυσκολία, ξαφνικά η γερόντισσα Άννα εμφανιζόταν στο Μοναστήρι μας απροειδοποίητα. Σκυφτή, γαλήνια, με τα γαλανά ματάκια της γεμάτα αγάπη. Στήριζε τις αδελφές, φερόταν με απέραντο σεβασμό στην Γερόντισσα μας , καθόταν δυό-τρεις μέρες και έφευγε πάλι. Τις νύχτες την άκουγαν οι αδελφές από τα γειτονικά κελλιά να σηκώνεται και να προσεύχεται με δοξολογία, ευχαριστία, δάκρυα, γεμάτη θείο έρωτα. Έμπαιναν στο κελλί της και ούτε τις καταλάβαινε. Έλεγε ότι τα δάκρυα της προσευχής να μην τα σκουπίζουμε με μαντήλια αλλά με την φούντα από το κομποσχοίνι, διότι τα δάκρυα αυτά είναι ιερά.

»Ένα πρωινό, (τότε τις καθημερινές Ακολουθίες τις κάναμε στην Ανάληψη), όταν έφθασε η ώρα που προσκυνάμε τις εικόνες, η γερόντισσα Άννα έτυχε να στέκεται δίπλα μου. Την βάζαμε να χαιρετάη μετά την Γερόντισσα και ουδέποτε και για τίποτε δεν είχε φέρει αντίρρηση. Εκείνο το πρωί την έβλεπα να μην κουνιέται. Της λέω σιγά: "Πάτε να προσκυνήσετε". Μου έκανε εντύπωση που δεν μου έδωσε σημασία. Της το ξαναείπα. Όλες οι αδελφές την περίμεναν. Μ' έπιασε αγωνία και την σκούντησα ελαφρά. Ντρεπόμουν κι όλας, ήμουν η τελευταία στην σειρά ρασοφόρα και την σεβόμουνα πολύ. Η Γερόντισσα άγαλμα. Δεν κουνιόταν. Οι αδελφές πήγαν στην σειρά τους καί χαιρέτησαν. Τελείωσε η πρώτη ώρα, πήραμε ευχή και φύγαμε. Η γερόντισσα "Άννα μετά την πρωινή τράπεζα ζήτησε να μιλήση στην Γερόντισσα μας. Της είπε λοιπόν ότι εκεί δίπλα της στο παγκάρι της Αναλήψεως ανάμεσα μας στεκόταν ο γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης και αυτή από το δέος δεν κουνιόταν. "Με σκουντούσαν", είπε, "με έλεγαν να πάω να προσκυνήσω. Καλά, δεν βλέπανε τον Γέροντα";».


Και άλλη αδελφή σημειώνει: «Το έτος 1994 ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά επισκέφθηκε και φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι μας η γερόντισσα Άννα. Η χάρις ήταν διάχυτη στο πρόσωπο της, χαρίζοντας στην όλη μορφή της μια μυστηριώδη γλυκύτητα που είλκυε τον κάθε πνευματικό άνθρωπο προς αυτήν. Αυτή η γλυκύτητα της, προξένησε και σ' εμένα την επιθυμία να την πλησιάσω και να συνομιλήσω μαζί της με πνεύμα μαθητείας στα όσα θα είχε τυχόν να με διδάξη. Η γερόντισσα Άννα ήταν πολύ γνωστή και είχε φήμη αγίας γυναικός, αλλά παρόλ' αυτά δεν έτυχε ποτέ να φθάση κάτι στ' αυτιά μου γι' αυτήν, γι' αυτό και την πλησίασα, έχοντας το μυαλό μου καθαρό και ανεπηρέαστο από εντυπώσεις τρίτων. Έσκυψα, πήρα ταπεινά την ευχή της και σηκώνοντας το κεφάλι μου συγκλονίστηκα ολόκληρη, καθώς το βλέμμα έπεσε στα βαθυγάλανά της μάτια που με διαπερνούσαν ολόκληρη και βυθίζονταν στο είναι μου. Πνευματική ακτινογραφία, σκέφτηκα.

»Το όλο της παρουσιαστικό θύμιζε παλαιά ασκήτρια. Ένα μικρό άνθος της ερήμου. Τα φτωχικά της μοναχικά ενδύματα, το εξαϋλωμένο της παρουσιαστικό από τις αέναες νυχθήμερες προσευχές της, Τα βαθουλωμένα της μάτια, σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι βρισκόσουν μπροστά σε μια ασκήτρια του όρους της Νιτρίας. Προπαντός δε η ασκητική ευωδία που ανέπεμπε στην όλη ατμόσφαιρα γύρω της. Ακόμη θυμάμαι το ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία κομποσχοίνι της που έφερνε ατέλειωτους γύρους στα ροζιασμένα της δάκτυλα, λέγοντας την αγαπημένη της μονολόγιστη ευχή.

»Στην Εκκλησία ήταν πάντοτε όρθια, σπανίως θα καθόταν, και αυτό μόνο αν η δική μας Γερόντισσα ήταν καθιστή. Όταν δε η ακολουθία ετελείτο στο μικρό εκκλησάκι του γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, την Ανάληψη, την βλέπαμε, αν ήταν καθιστή να πετάγεται πάνω, ή όταν ήταν όρθια, να μένη αποσβολωμένη και να κοιτάη με επιμονή προς μια κατεύθυνση. Κατόπιν, γύριζε έκπληκτη προς εμάς και μας ρωτούσε με απορία: «Καλά, εσείς δεν είδατε τον Γέροντα; Τόση ώρα βρισκόταν ανάμεσα σας και σας κοίταζε!». Τέτοια καθαρότητα είχαν τα μάτια της ψυχής της ώστε έβλεπαν τους ουράνιους επισκέπτες. Αυτή όμως δεν μπορούσε να το συνειδητοποίηση αυτό λόγω της μεγάλης της απλότητας.

»Η γερόντισσα Άννα φιλοξενούμενη στο μοναστήρι μας, διέμενε πλησίον στο νάΐδριο του Γέροντα. Πολλές φορές τα πρωινά μας έλεγε με θαυμασμό: "Πω, πω! τί αγρυπνία ήταν αυτή που είχατε απόψε! Μα τι ψαλμωδίες ήταν αυτές!". Και πάλι στις δικές μας αντιρρήσεις ότι δεν είχαμε αγρυπνία εκείνο το βράδυ, αδυνατούσε να συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν ανθρώπινες ψαλμωδίες εκείνες που άκουσε. 

Παρόμοιο περιστατικό μας διηγήθηκε μια κυρία που γνώριζε την Γερόντισσα. Δίπλα από το σπίτι της γερόντισσας Άννας υπήρχε το κτίριο του ΟΤΕ. Κάθε νύχτα άκουγε απ' εκεί ψαλμωδίες. "Μα τι καλά παλληκάρια είναι αυτά"; διηγόταν στην κυρία. "Όλη μέρα δουλεύουν και κάθε βράδυ αγρυπνία. Μπράβο τους! Ο Θεός να τα ευλογή". Φυσικά, εννοείται ότι το βράδυ το κτίριο ήταν κυριολεκτικά βυθισμένο στην σιωπή για όλους τους άλλους γείτονες.
»Η γερόντισσα Άννα προσευχόταν αδιαλείπτως. Κάθε φορά που πήγαινα στο κελλί, όποια ώρα και να ήταν πρωί η βράδυ, την εύρισκα να προσεύχεται, είτε καθιστή είτε όρθια με το κομποσχοίνι της και τα μάτια της πάντα γεμάτα δάκρυα. 
Έτσι την βρήκα και μια μέρα που πήγα να της πάω το δίσκο για μεσημεριανό φαγητό. Σηκώθηκε όρθια, μ' αγκάλιασε, με φίλησε και μου ευχήθηκε στοργικά. Την ρώτησα:
-Γερόντισσα, τι να κάνω όταν μ' ενοχλούν κακοί λογισμοί;
-Να κάνης κομποσχοίνι. Πιο αργά θα φύγουν αυτά. Πιο αργά όμως.
»Μετά κοίταξε το μέτωπο μου, άστραψε όλη η μορφή της και είπε με χαρά:
-Α! Αυτός ο σταυρός που έχεις στο κάλυμμα σου, και μου σταύρωσε το κεφάλι λέγοντας μου: "Ο Θεός να σου δώση αυτά που ποθεί η ψυχή σου".
»Είχε καταλάβει όλες μου τις πνευματικές επιθυμίες.

-Ο Θεός σ' αγαπάει, μου είπε ξανά. Να τον προσκυνάς τον Χριστό. Ν' απόλαυσης αυτήν την ζωή (την μοναχική). Σε καλό μέρος είσαι εδώ. Ο Θεός σ' έπλασε για να τον αγαπάς και γεννήθηκες μόνο για Εκείνον, για να Τον αγαπάς. Θα ζήσεις πολλά χρόνια και πολύ μεγάλη θα πεθάνεις.
»Άλλοτε σε μια συζήτηση την ρώτησα:
-Πως ν' αγαπήσουμε τον Χριστό;

-Να τον κλαίτε τον Χριστό. Να σκέφτεστε συνέχεια το πάθος Του. Να κλαίτε. Και αν δεν μπορήτε να κλαίτε, ας πονάη η καρδιά σας τα δάκρυα θάρθουν μετά και θα είναι και καλύτερα. Είσαι ακόμα μικρή. Να ξεχάσης αυτά που έχεις στον νου σου. Να κοιτάς τον»Χριστό στον Σταυρό, Εκείνον που πέθανε για μας, για όλους μας. Και τότε θα έρθει η αγάπη για Εκείνον.

»Μου διηγήθηκε ότι όταν ήταν στα Ιεροσόλυμα, είδε σε όραμα την Παναγία να ψάχνη τον Υιόν της (τον Όποιο είχαν τότε φυλακισμένο) και να ρωτάη μέσα στον πόνο και την αγωνία της τους στρατιώτες και κανείς να μην της απαντάη. Αυτά όλα τα έλεγε μέσα σε λυγμούς και βρισκόταν ακόμη και εκείνη την στιγμή μπροστά ίσως στο ίδιο θέαμα. Τόσο με μαγνήτισε η μορφή της εκείνη την στιγμή που δεν ήθελα να φύγω από κοντά της.
»Άλλη φορά της είπα: "Γερόντισσα, πονώ όταν σκέφτωμαι τον Χριστό", και μου απάντησε: "Αυτό θα σε σώσει". Σε ερώτηση μου πως να γίνω καθαρή, μου απάντησε: "Αυτό θάρθει μετά από χρόνια". Όταν της είπα ότι έχω κακούς λογισμούς, μου είπε: "Να φέρνης πάντοτε τον Χριστό μπροστά σου και να Τον έχης μέσα στην καρδιά σου. Ζήτα Του να μην χάσης αυτά που έχεις και όλα τα κακά θα φύγουν. Να φωνάζης την Αγία Τριάδα. Ποτέ να μην απομακρύνης τον Χριστό από την σκέψη σου. Εγώ πάντα Τον έχω μέσα μου, Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο. Και εσύ να έχης πάντοτε τον Χριστό μπροστά σου και να μην στενοχωριέσαι, γιατί ο διάβολος μας πολεμά όλους".
»Πολύ την αγάπησα την γερόντισσα Άννα γιατί αγαπούσε με όλο της το είναι τον Χριστό. Ήταν η ζωή της, δεν σκεφτότανε τίποτα άλλο. Ζούσε σε άλλο κόσμο, τον δικό Του κόσμο. Τα μάτια της, αυτά τα ωραία μάτια, πίστευες ότι βλεπανε τα πάντα, ορατά και αόρατα. Είχε μια αγάπη, μια στοργή για όλους, προσευχόταν για όλον τον κόσμο και μνημόνευε τα ονόματα που της έδιναν. Λάτρευε κυριολεκτικά τον Θεό με όλη την ύπαρξη της, Δεν έτρωγε, δεν κοιμότανε, για να τα δώση όλα στην προσευχή. Ζούσε πάμπτωχη. Δεν είχε καμία άνεση. Το σπίτι της ερείπιο. Δεν την πείραζε και ου τε ποτέ έκανε παράπονο για τίποτα. Δεν ήθελε τίποτα. Η μόνη μέριμνα της ήταν να κρατάη τον Χριστό».
Το φτωχικό κελλάκι της γερόντισσας Άννας συγκέντρωνε πολλούς πονεμένους και διψασμένους πνευματικά ανθρώπους και αυτή η ευλογημένη μετέδιδε παρηγοριά και ειρήνη. Ανάλογα με τις πνευματικές ανάγκες του καθενός, συμβούλευε απλά και πρακτικά από την πείρα και την Χάρι που είχε:
«Να πας (για προσκύνημα) στα Ιεροσόλυμα, εκεί είναι όλοι οι Άγιοί μας».
«Πρέπει να τυραννήσης την ψυχή σου για να σε ακούση ο Θεός».
«Σ' αυτή την ζωή είμαστε προσωρινοί. Ήρθαμε και φεύγομε. Μόνο τα βουνά μένουν στην θέση τους».

«Έκανε ο άλλος λάθος, άρρωστος είναι. Η αμαρτία είναι αρρώστια. Να τους λυπώμαστε τους ανθρώπους που κάνουν αμαρτίες».
«Όλοι θα πεθάνουμε, αλλά είναι δύσκολος ο θάνατος».

«Εδώ (σ' αυτή την ζωή) είναι το βαρύ (δύσκολο). Πως να ελαφρώσουμε την ψυχή μας. Εκεί πάνω είναι όλα τελειωμένα».

«Ο καθένας να νηστέψη κατά την κράση του, όσο βαστάει (αντέχει) το πνεύμα του. Εκείνα τα πολλά που θα νηστέψουμε δεν μας τα γνωρίζει (λαμβάνει υπ' όψη του) ο Θεός. Ο Θεός γνωρίζει την ψυχή μας. Με την ελιά ξημερωνόμουνα και, όταν ήταν να κοινωνήσω, και την ελιά βαστούσα (νήστευα). Δεν με έβλαπτε. Η πολλή νηστεία όμως δυσκολεύει την ψυχή και δεν μπορεί να προσευχηθή. Δεν μπορεί να κατεβάση το μυαλό όταν είναι νηστικό, όταν είναι ταλαιπωρημένο, δεν μπορεί ν' ακούση την ψυχή».

«Να υπηρέτης τον εαυτό σου και αυτούς που έχεις στο σπίτι σου. Εγώ και μ' ένα μπουκάλι νερό περνούσα την μέρα, δεν πάθαινα τίποτα, αλλά το βράδυ έτρωγα κανά κρεμμύδι. Καθάριζα το χωράφι, αλλά να σε πω δεν πάθαινα τίποτε. Με τη νηστεία δεν παθαίνεις τίποτα, αλλά άμα περάση η ηλικία, όλα σε βρίσκουν. Αδυνατούν μέσα τα όργανα και δεν μπορείς. Τώρα έχω σταυρό, αλλά πολεμώ να κάνω τη νηστεία μου. Κρέας δεν τρώω».

«Όταν παρακαλήτε την Παναγία για κάτι, θέλει να σας ακούση αλλά θέλει και την δική σας υπομονή και θέληση. Να βαστάζετε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεία. Γενικά την θέλει η Παναγία τη νηστεία. Χαίρεται και μπορεί να μεσιτεύση στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».

«Οποιαδήποτε στενοχώρια να την σηκώνουμε με υπομονή. Δεν θα μαραίνουμε την ψυχή μας, κακό λόγο δεν θα πούμε, ούτε στον Θεό ούτε σε κείνον που προξενεί την στενοχώρια. Θα την κρατούμε σαν δικό μας βίο (βίωμα). Για μας ήρθε, ο Θεός θα την πάρει και θα φέρει καλύτερα. Και να παραπονεθούμε και να στενοχωρηθούμε, θα το βάλουμε στον τόπο του (θα το διορθώσουμε); Εμείς και να στενοχωριώμαστε και να σφιγγώμαστε χαλνάμε (ζημιώνουμε) τον εαυτό μας. Εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο και τάλλα στον Θεό. Η υπομονή άκρα (όρια) δεν έχει».

«Όλα τα δοκίμασα, μόνο η υπομονή με βοήθησε. Δόξα τω Θεώ».

«Ότι θέλετε δεν μπορείτε να το ζητήσετε από τον Θεό, άμα δεν κρατάτε τις νηστείες και την δικαιοσύνη. Ελεημοσύνες όσο μπορείτε να δίνετε. Που τα-χουμε όλα, να δοξάζουμε τον Θεό. "Δόξα τω Θεώ", να το λέμε. Γιατί θυμάσαι και το χαίρεσαι. Εκείνη την χαρά την αναλαβαίνει ο Θεός».

«Να παρακαλάμε πρώτα τον Χριστό, υστέρα Αγγέλους, Αγίους. Όσους βάλεις στο μυαλό σου, όποιους θέλεις. Όχι μόνο κάποιον συγκεκριμένον. Γιατί όλοι προσπαθούν για μας. Και τη νύχτα κι όλας. Τη νύχτα όπως και μείς προσευχώμαστε και κείνοι τα παίρνουν εκείνα και τα πηγαίνουν στην Παναγία και η Παναγία τα πηγαίνει στον Χριστό».

«Όσο προσπαθούμε και μας έρχεται η ευλάβεια, θέλουμε πιο πολύ να δυσκολευτούμε. Και (για) κείνο μας δοκιμάζει ο Θεός. Λίγο να δη, θα μπορούμε να το βαστάξουμε; Θα κάνουμε υπομονή. Και καλό να είναι θα το βαστάξουμε και κακό να είναι θα το βαστάξουμε. Γιατί όλα ο Θεός εδώ τα έδωσε».
«Την τιμή (σήμερα) που να την βρούμε; Έφυγε, πέταξε, δεν υπάρχει. Η τιμή που είναι στον άνθρωπο στολίδι και στην ζωή του και στον θάνατο. Και που θα πεθάνουμε θα μας ζητήσουν την τιμή μας».

«Καμιά φορά με έρχεται μια στενοχώρια χωρίς να θέλω. Όμως δεν απελπίζομαι. Ας έρθει και αυτή. Ο καιρός τα φέρνει, ο καιρός τα παίρνει. Να τα περάσουμε όλα, διότι είμαστε υποχρεωμένοι στον Θεό. Ο Θεός όπως τα δίνει, θα τα πάρει. Και άλλο καλύτερο δεν έχουμε από την υπομονή. Μην απελπιζόμαστε. Όσο περισσότερο βαστήξει, τόσο περισσότερη χαρά θα έχουμε».
«Να κρατάς τόσο πολύ τον εαυτό σου (το νου σου) στην ψυχή σου (συγκεντρωμένο), μην την βάζεις την λογική μέσα, να φέρεις (σκέφτεσαι) άγια πράγματα, και να σκέφτεσαι ποιος Άγιος θα σε βοηθήσει. Ότι και να κάνης, Άγιοι θα σε εξυπηρετήσουν».

Σε πολλούς νέους έδινε την ευχή της να παντρευτούν και είχαν ευτυχισμένο γάμο. Σε άλλους προέλεγε την γέννηση των παιδιών τους και μάλιστα έλεγε πόσα θα είναι.

Σε κάποιον νέο προείπε ότι θα περάσει στην σχολή που επιθυμεί, στην αρχή θα δυσκολευτεί και μετά θα είναι καλά, όπως και έγινε.
Σε κάποια κυρία που είχε πολλά παιδιά και δεν μπορούσε να τ' αφήσει για να πάη στους Αγίους Τόπους, ενώ το ήθελε πολύ, η Γερόντισσα της προείπε ότι θα εκπληρωθή ο πόθος της και μάλιστα στο σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός, θα κλάψει όπως συνέβη.

Στον Αντίγονο Γανιτίδη που την ρώτησε αν θα πρέπει να παντρευτή μία κοπέλλα που την πρότειναν οι δικοί του και που ήταν πολύ της Εκκλησίας, η Γερόντισσα απάντησε: «Όχι, όχι, δεν θα την πάρεις για γυναίκα σου. Εσύ θα πάρεις μια γυναίκα που θα είναι πολύ δεμένη με την μάννα της». Πράγματι έτσι έγινε.
Σε κάποια παντρεμένη που την επισκέφθηκε, της είπε όταν έφευγε ότι θα κάνει αγοράκι. Αυτή δεν κατάλαβε, γιατί δεν ήξερε ότι είναι έγκυος, πράγμα που η Γερόντισσα το είχε δεί πνευματικά.

Μερικές φορές, ενώ προσευχόταν στο κελλί της και χτυπούσε κάποιος την πόρτα, αυτή τον καλωσόριζε με το όνομα του πριν να τον δη. Βάδιζε στους δρόμους της Δράμας, και ενώ περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, αυτή, χωρίς να παρατηρή τ' αυτοκίνητα, φώναζε κάποιον γνωστό της και τον χαιρετούσε από μακρυά, ενώ ήταν μέσα σε αυτοκίνητο. Ανθρωπίνως δεν ήταν δυνατόν ούτε το αυτοκίνητο να ξεχωρίση, αλλά αυτή τα έβλεπε διαφορετικά και διέκρινε ακόμη και τα γνωστά της πρόσωπα από μακρυά.

Κάποτε την ρώτησε η κυρία Έλλη Ραδή-Ταμπουλίδου: «Γερόντισσα, έχω χοληστερίνη και οι γιατροί μου είπαν να ελαττώσω την τροφή. Δεν είμαι καλά. Από την δίαιτα εξαντλήθηκα, δεν μπορώ να σηκώσω το χέρι μου». Απάντησε η Γερόντισσα: «Δεν τρως, παιδί μου. Η ζωή απ' το φαί έρχεται. Μην ακούς τους γιατρούς. Ν' αρχίσης να τρως». Μου είπε να γονατίσω στα εικονίσματα, και αυτή προσευχόταν μαζί μου: «...και την Έλλη... να μην αρρωστήση, τι θα κάνει τα έξι παιδάκια της. Πάρε από μένα και δώσε δύναμη σ' αυτήν». Σηκώθηκε η κυρία Έλλη και ήταν καλά.

Η γερόντισσα Άννα πολλές φορές έλαβε πείρα δαιμόνων αλλά η μακάρια απλότητα της και η ταπείνωση της σαν θώρακες την προστάτευαν από την κακία του διαβόλου. Την ρώτησε κάποιος: «Σου παρουσιάζονται δαίμονες;». Απάντησε: «Τους στέλνει ο άλλος, αλλά δεν έχουν δικαίωμα νάρθουν κοντά μου. Έχουν τον φόβο».

Διηγήθηκε: «Πήγα να προσευχηθώ και έρχεται ένας και μου δίνει ένα χαστούκι εδώ και βρωμίθησεν (αισθάνθηκα δυσωδία). Σηκώνομαι και σκεύομαι... Μόλις με χτύπησε ήρθε Άγγελος Κυρίου, τον είδα τον Άγγελο Κυρίου, και είπε: "Τι δικαίωμα έχεις και πας σ' αυτήν; Αυτή στεφάνι φοράει στο κεφάλι της". Εξαφανίστηκε. Το χαστούκι που με πόνεσε το θυμάμαι».

Την ρώτησε ο Αντίγονος Γανιτίδης από το Δοξάτο Δράμας για τα τελώνια και η Γερόντισσα τον μάλωσε λέγοντας του ότι είναι μικρός και να μην ασχολήται μ' αυτά. Και ύστερα του διηγήθηκε: «Κα ποιο καλοκαίρι, ήταν βράδυ και καθόμουν σ' αυτό το καμαράκι. Ήρθαν δύο άσχημοι άντρες (δαίμονες) με κόκκινα μάτια και με χτυπήσανε και με ρίξανε κάτω από το κρεβάτι, αλλά μετά ήρθαν οι δικοί μας (Άγγελοι) και τους έκαναν "με τα κρεμμυδάκια". Το πρωί με βρήκε ο εγγονός μου κάτω πεσμένη, χτυπημένη και με πήγανε στο Νοσοκομείο Δράμας. Γι' αυτό σου λέω μην ασχολήσαι με τα τελώνια».

Κάποια που την γνώρισε μαρτυρεί: «Όταν γνώρισα την γερόντισσα Άννα, ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Την ένιωσα όχι σαν ηλικιωμένη αλλά σαν μικρό απίστευτα χαρούμενο παιδάκι. Ήταν ανάλαφρη και αθώα, και ο χρόνος θαρρείς πως δεν την είχε αγγίξει. Ήταν το ομορφότερο και γλυκύτερο πρόσωπο που είχα δει στην ζωή μου. Αναπαύομαι και αισθάνομαι παρηγοριά ακόμη και τώρα, όταν μόνο σκέφτωμαι την γλυκύτητα και την χάρη του προσώπου της γερόντισσας Άννας».

Εκοιμήθη το έτος 1998 σε ηλικία 95 ετών. Όταν ξεψυχούσε, επικαλείτο όλους τους γνωστούς της Αγίους και ιδιαίτερα τον άγιο Αλέξιο που τον είχε σε ξεχωριστή ευλάβεια.


Αιωνία η μνήμη της γερόντισσας Άννας. Να έχουμε την ευχή της. Αμήν.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 5 και 0 επισκέπτες