ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 08, 2016 7:44 pm

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΥΦΗΜΙΑ.

Εικόνα



Μετά την ταφή της Μεγαλόσχημης 'Ηγουμένης Ευφημίας, ή Ηγουμένη Άννα, περίλυπη από πολλά βάσανα, διασχίζοντας τό Κράγκουγιεβατς, αισθάνθηκε την υποχρέωση να περάσει να επισκεφτεί τον πνευματικό της πατέρα Επίσκοπο Βαλεριανό της Σουμάντια. Από αυτόν άκουσε τούς παρακάτω παρηγορητικούς λόγους: “Στην Ηγουμένη Ευφημία εμφανίστηκε διαβήτης εξ αίτιας τών μερίμνων της καί της έντασης τών πνευματικών της αγώνων”.




Πριν τό Μνημόσυνο στις σαράντα ημέρες μετά την κοίμησή της, μία από τις αδελφές πήγε στο Βελιγράδι για να αγοράσει μία επιπλέον ποσότητα ψαριών, επειδή περιμέναμε να φθάσουν περισσότεροι επισκέπτες εκείνη την ημέρα. Επειδή δεν μπορούσε να βρει μεγάλο ψάρι, έπρεπε να κανονίσει την ποσότητα με μικρότερα ψάρια. Όταν γύρισε στο μοναστήρι, ή αδελφή πού ήταν ή μαγείρισσα τυχαία μέτρησε τά ψάρια καί είπε στην αδελφή τί είχε αγοράσει: “Έδώ έχουμε 153 ψάρια”. Αυτός ό αριθμός αμέσως μάς θύμισε την θαυματουργική αλιεία τών Αποστόλων, οι όποιοι δεν είχαν πιάσει τίποτε όλη την νύχτα, αλλά οι όποιοι, όταν εμφανίστηκε ό Αναστημένος Χριστός στην ακτή καί τούς έδωσε την εντολή να ρίξουν ακόμη μία φορά τά δίχτυα τους, τράβηξαν ένα δίχτυ γεμάτο ψάρια—153 στον αριθμό (Ίω. 21:10-11).



'Ο 'Άγ. Γρηγόριος ό Διάλογος ερμηνεύει τό περιστατικό αυτό μέ τον εξής τρόπο. Ή ουσία τού νόμου της Παλαιάς Διαθήκης εκφράζεται στις Δέκα Εντολές τού Θεού. Αν αυτό τό πολλαπλασιάσουμε επί τρία, μάς κάνει τριάντα. Αλλά τά επτά “Αγία Μυστήρια, τά όποια
πολλαπλασιαζόμενα μέ τό τρία κάνουν είκοσι ένα, μαρτυρούν την δύναμη τού Θείου νόμου της Καινής Διαθήκης. ’Αν αυτό προστεθεί στο τριάντα καί ξανά πολλαπλασιαστεί επί τρία, μάς κάνει 153 καί δηλώνει την εκπλήρωση της Παλαιάς καί της Καινής Διαθήκης, διά μέσου της Αγίας Τριάδας.
Από αυτό, λοιπόν, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ό Κύριος ήθελε να μάς πείσει ότι ή Μητέρα εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της με την ζωή της πάνω στη γη και την τεσσαρακοστή ημέρα εισηλθε στην ουράνια δόξα


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Σεπ 13, 2016 8:14 pm

Μοναχή ΚΟΡΝΗΛΙΑ (ΒΑΣΙΛΙΚΗ) ΚΑΡΑΖΟΥΡΝΑ

Εικόνα


Τού κ. Γεωργίου Φωτ. Παπαδοπούλου-Κήρυκος τού θείου λόγου- Άντιδημάρχου Χίου


Έξεδήμησε προς Κύριον, τό Σάββατο τής Α' εβδομάδος της Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής (παραμονή της Ορθοδοξίας) ή Μοναχή Κορνηλία (κατά κόσμον Βασιλική) Καραζουρνά ασκούμενη από νεαρή ηλικία στην
Ιερά Σκήτη Αγίας Σκεπής Χαλκείου, πλησίον του άειμνήστου
Γέροντος καί Κτήτορος της Σκήτης, Οσίου Ιερομονάχου Κορνηλίου (Μαρμάρινου, +1975).


Ή μακαριστή Μοναχή Κορνηλία έξεμέτρησε τό ζην αναλώνοντας ολόκληρη τη βιωτή της στη μοναστική ζωή, διακρινόμενη για την καλοσύνη, πραότητα, υπομονή καί υπακοή της τόσο —αρχικά— στον Άγιο Γέροντα Κορνήλιο, όσο κατόπιν –μέχρι τα χρόνια πριν ή σωματική ασθένεια την καθηλώσει στο κρεβάτι, επί έτη- καί στην μακαριστή Γερόντισσα-Ηγουμένη της Σκήτης Ευαγγελίστρια Μοναχή (Χούμη, +2004), μετά την εκδημία της όποιας παρέμεινε ή τελευταία Μοναχή της αδελφότητος.


Ή Ιερά Σκήτη ανακαινίστηκε πλήρως τό τελευταία χρόνια, μέ την επιμέλεια καί μέριμνα τού Αρχιμανδρίτου π. Νεκταρίου Έπιτροπάκη, νυν Πρωτοσυγκέλλου της Ιερός Μητροπόλεως Χίου, ό όποιος -μαζί μέ φίλους καί ευσεβείς προσκυνητές της Μονής, αλλά καί ευσεβείς συντοπίτες της περιοχής- παρείχαν στη μακαριστή Κορνηλία τά ανθρωπίνως απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωσή της τά δύσκολα χρόνια της δοκιμασίας της. Τό χρόνια αυτά, ή ίδια καρτερικά υπέμεινε τον πόνο της σαρκός, δίχως ποτέ να γογγύσει για όσα υπέστη, απεναντίας δοξολογούσε διαρκώς τον Θεό καί επικαλείτοτις μεσιτείες της Ύπεραγίας Θεοτόκου.


Για την ιστορία καί μόνο να σημειώσουμε ότι, από την ίδια ΙεράΣκήτη -καί μέ Γέροντα καί Πνευματικό τον π. Κορνήλιο (πού έχει δείξει θαυμαστά σημεία)- ξεκίνησαν τον μοναχικό τους βίο, τόσο ή μακαριστή Ηγουμένη της Ιερός Νέας Μονής Μαριάμ (Μανιοΰ,
1922- +2014), όσο καί ή μακαριστή Ηγουμένη της Ιερός Μονής
τού Αγίου Ραφαήλ Μυτιλήνης
Ευγενία (Κλειδαρά, 1929- +2013). Ό δε Γέροντας Κορνήλιος υπήρξε Πνευματικός καί τωνάοιδίμων Μητροπολιτών, Χίου κυρού Χρυσοστόμου (Γιαλούρη, +1978) καί Μηθύμνης κυρού Ιακώβου (Μαλλιαρού, +1984).
Ή Εξόδιος Ακολουθία της Μοναχής Κορνηλίας (Βασιλικής) Καραζουρνα τελέσθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χίου κ. Μάρκο (ό όποιος καί κήρυξε τον έπικήδειο θείο λόγο, τονίζοντας-μεταξύ άλλων- τις αρετές τού μοναχισμού, αλλά καί την ματαιότητα του παρόντος κόσμου), τό μεσημέρι της Δευτέρας 21/03, στην Ιερά Σκήτη Άγ. Σκέπης Χαλκείου, παρουσία πλειάδος Ιερέων καί πιστών χριστιανών.


’Άς είναι ή μνήμη της αιωνία. Καλό Παράδεισο, Καλή Ανάσταση, αδελφή.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Σεπ 21, 2016 7:01 pm

Η Μοναχή Βασιλική Χατζηστεφάνου και το οσιακό τέλος της

Εικόνα

Η καταγωγή της ήταν από την Μικρά Ασία. Δεν είχε κανένα στον κόσμο εκτός από την ηλικιωμένη μητέρα της. Συνδέθηκε πολύ νωρίς μέ την νεαρή Φωτεινή, την μετέπειτα Γερόντισσα Γλυκερία. Ήταν μερικά χρόνια νεώτερη από εκείνη στην ηλικία. Ζούσαν μαζί στο δικό της προσφυγικό σπίτι στην Νίκαια.

Εργαζόταν νεωκόρος στούς Αγίους Αναργύρους και ζούσαν μέ τα χρήματα του μισθού της.
Όσοι εκκλησιάζονταν στους Αγίους Αναργύρους θαύμαζαν την μοναχή πού διακονούσε και προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος, της θυσίας και της αγάπης. Πόσες ψυχές δεν ανακουφίστηκαν από τά στοργικά της λόγια, από την ελεημοσύνη της, από την συμπαράστασή της! Δυο φορές πρήσθηκε στην κατοχή γιατί προσέφερε το λιγοστό συσσίτιό της στούς άλλους...
Είχε τό χάρισμα των δακρύων, όμως όταν μιλούσε ήταν γελαστή, ευχάριστη.

Στην Γερόντισσα Γλυκερία έκανε υπακοή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Έφυγε από τούς Αγίους Αναργύρους, όταν έγινε το Μοναστήρι. Πόνεσε πού αποχωριζόταν την Εκκλησία και τους γνωστούς της. Πολύ περισσότερο δάκρυσαν εκείνοι πού την έχασαν από κοντά τους.

Τον εαυτό της τον έβαζε πάντα στην άκρη. Γινόταν θυσία από τα μικρά, έως τα μεγάλα. Ακόμη και το όνομα τό μοναχικό πού πήρε δεν της άρεσε. Το πρότεινε για να ευχαριστήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο πού της έκανε την κουρά διότι έτσι έλεγαν την μητέρα του.
Κόπιαζε η ίδια για να ξεκουράσει τούς άλλους. Ποτέ δεν έμεινε χωρίς εργασία. «Ο μοναχός δεν πρέπει, να μένει αργός» έλεγε συχνά.

Είχε φθάσει τα 65 χρόνια της όταν ένοιωσε ενοχλήσεις στην κοιλιά. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Περίμενε να περάσουν οι άγιες ημέρες για να πάει στον γιατρό. Οι ιατρικές διαγνώσεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό. Δεν μπορούσε να φάει. Σιγά σιγά σταμάτησε το φαγητό. Αρχές Ιουλίου την έπιασε δυνατός πόνος. Σύστησαν στην Μονή κάποιον καθηγητή θρησκευόμενο, ειδικό για την περίπτωσή της. Νοσηλεύθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.

Ταλαιπωρήθηκε μέ τις εξετάσεις χωρίς να βρεθεί τί έχει. Αποφασίστηκε να την χειρουργήσουν. Θα ήταν μία ερευνητική επέμβαση. Στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε και οι Άγιοι Ανάργυροι πού τόσα χρόνια υπηρετούσε βοήθησαν να αποφύγει αυτή την δοκιμασία. Είχε διάσπαρτο καρκίνο. Το σωληνάκι πού της είχαν στο στομάχι έδειχνε την δύσκολη κατάσταση πού βρισκόταν.

Της έδωσαν εξιτήριο. Ήταν στο τέλος της. Είχε προθεσμία ζωής μερικές μέρες. 'Όπως επιθυμούσε θα πέθαινε στο Μοναστήρι.
Μέσα σε σαράντα μέρες πού αρρώστησε, μια φορά πόνεσε και έφυγε για τον ουρανό.
Άρχισε να βλέπει Αγγέλους, δαίμονες και έλεγε στις αδελφές:
«Γίνεται Λειτουργία. Δεν ακούτε;»
Μετά μασούσε.
«Τί τρώτε;» Την ρωτούσανε.
«Μα, Αντίδωρο», απαντούσε. Είχε ένα μήνα να φάει. Με τον όρο τρεφόταν...
’Έπαιρνε ανήσυχο ύφος και απαντούσε.
«Ψέματα. Είναι ψέματα. Από νεανικής ηλικίας». Και διάφορα άλλα. «Σε ποιόν μιλάτε;» την ρωτούσαν. Έχουν το χαρτί, μια τό δείχνουν, μια τό παίρνουν. Είναι ψέματα αυτά που γράφουν».
Ήταν αντιμέτωπη με τις αντίδικες δυνάμεις. ’Έπαιρνε το κομβοσχοίνι της και προσευχόταν έντονα...
Δύο μέρες έβλεπε διάφορα και τά έλεγε στις μοναχές. Πότε τις γνώριζε, πότε ζούσε μόνη της, με όσα έβλεπε...
Είχε μαθευτεί στα άλλα Μοναστήρια τού νησιού ότι ήταν βαρειά και έρχονταν να πάρουν την ευχή της. Αυτό ήταν μία συγκινητική και τιμητική εκδήλωση σε εκείνη πού είχε τον εαυτό της κάτω από όλους. "Ηλθε και ο Μητροπολίτης Ιερόθεος και της έκανε ευχέλαιο.

Ευλαβούνταν ιδιαίτερα τον Άγιο Νεκτάριο. Πήγαιναν όλες οι μοναχές στις αγρυπνίες, στην μνήμη του, για να έρθει να βοηθήσει την ώρα του θανάτου.
’Έτσι πίστευε και έλεγε στην αδελφότητα.

«Για να δούμε θα έρθει ο Άγιος;» απορούσαν οι αδελφές. Την τελευταία νύκτα ήταν δώδεκα η ώρα, στις 10 Αύγουστου. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τό παράθυρο και έβλεπε μακριά και έλεγε «Άγιε Διονύσιε, Άγιε Ιερόθεε, Άγιε... Άγιε...» και ξαφνικά φώναξε δυνατά: «Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ ημών». Ήταν μία απάντηση στην δυσπιστία των αδελφών πού την περιποιούνταν. Μια μοναχή άναψε θυμιατό. «Βλέπει πράγματα πού εμείς αδυνατούμε να δούμε», βεβαίωσε η μοναχή πού θύμιαζε...

Σε λίγο η Μοναχή Βασιλική τραβήχτηκε στην άκρη τού κρεβατιού, στηρίχθηκε στα πλευρά της, μαρμάρωσε κυριολεκτικά και παρακολουθούσε από την πόρτα ως τό παράθυρο, τον ερχομό μιας παρουσίας πού την αλλοίωσε. Μετά από λίγα λεπτά πήρε την συνηθισμένη θέση της, τράβηξε τό σεντόνι μέχρι τό πρόσωπο, ήρεμη, ικανοποιημένη και ψιθύρισε «Ο Κύριος! Τώρα δεν έχουν τίποτα να πουν». Αναφέρθηκε στους δαίμονες πού την τρόμαζαν. Δεν ξαναμίλησε, δεν ξανακινήθηκε. ’Έμενε έτσι με άνοικτά μάτια, κάτι περίμενε.

Τό απόγευμα στις 4 η ώρα ήρθε ο Γέροντας της Μονής πατήρ Γεώργιος Κρητικός.
«Έ, της φώναξε, τί κάνεις;»
Τότε μίλησε, τον γνώρισε:«Ήρθε και ο πνευματικός!», είπε. ’Έξω από το κελί συγκεντρώθηκε η αδελφότητα και έψαλλαν την παράκληση της Παναγίας. Στα μεγαλυνάρια, έγειρε τό κεφάλι και η ψυχή της πέταξε σε Εκείνον πού πόθησε και διακόνησε, για να χαίρεται αιώνια.

Επειδή δεν είχε συγγενείς, έλεγε ότι όταν πεθάνω κανείς δεν θα έρθει στην κηδεία μου. Όμως ο Χριστός την τίμησε ιδιαίτερα. Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος κάλεσε τό οικοτροφείο θηλέων που ήταν τότε στο νησί και τις κατασκηνώτριες. Ήρθαν οι μοναχές από τα άλλα μοναστήρια, πλήθη κόσμου και οι Ιερείς του τόπου. ’Έγινε τόσο μεγαλόπρεπη κηδεία που ή Γερόντισσα Γλυκερία κλαίγοντας έλεγε: «Τι τελετή, τί τιμή γίνεται σήμερα για σένα παιδί μου»...

Από την ενορία των Αγίων Αναργύρων πού διακονούσε έφθαναν κατά ομάδες τά πρόσωπα που είχε ευεργετήσει. Μία νέα πού θρήσκευε εντυπωσιάστηκε πολύ από την νεκρώσιμη ακολουθία και γενικά από την κηδεία της Γερόντισσας Βασιλικής που παρεκάλεσε ολόψυχα μέσα στον ναό «Θεέ μου, βοήθησε με να πεθάνω κι εγώ μοναχή». Μετά από μικρό χρονικό διάστημα πήγε μοναχή σε Μοναστήρι της Πελοποννήσου...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Οκτ 15, 2016 9:59 am

Μοναχή Χριστοδούλη (1893-1997)


Εικόνα



Η μοναχή Χριστοδούλη ( κατά κόσμον Βασιλική Πιτετσέλοβα- Vasila Petechelova) γεννήθηκε στα μέρη του Καυκάσου το 1893. Ηταν ουνίτισσα - γραικοκαθολικιά. Αφησε τα μέρη της και ήλθε στην Αγία Γη το 1923-24. Στα Ιεροσόλυμα ασπάστηκε την Ορθοδοξία, ύστερα από κατήχηση και βάπτιση. Εζησε εβδομήντα χρόνια στην Θεοβάδιστη Γη. Αρχικά πήγε στο γυναικείο ρωσικό μοναστήρι της Αγίας Ταβιθάς στην Ιόππη-Γιάφα, κατόπιν στη μονή του Τιμίου Προδρόμου, δίπλα στον Ιορδάνη ποταμό μέχρι το 1967. Εγινε ο Πόλεμος των έξι ημερών και αναγκαστικά έφυγε και αυτή, για το μοναστήρι του Προφήτου Ελισσαίου, στην Ιεριχώ, δίπλα στον μακαριστό γέροντα Γαβριήλ, εκεί που είναι η συκομορέα του Ζακχαίου. Διακόνησε εκεί για αρκετά χρόνια, και όταν κοιμήθηκε ο γέροντας Γαβριήλ, εξίσου αγία μορφή, πήγε στη μονή του Αββά Γερασίμου του Ιορδανίτου, στο γέροντα Χρυσόστομο Ταβουλαρέα, και έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια της επίγειας ζωής της.


Την θυμάμαι εκεί, όταν πέρασα ως λαικός, ως προσκυνητής, τον Αύγουστο του 1994. Μιλούσε καλά την ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με μαρτυρία του γέροντα Χρυσοστόμου, ήταν αγία μορφή η γερόντισσα Χριστοδούλη. Είχε απλότητα, ταπείνωση, ήταν σαν μικρό παιδάκι. Στη Λαύρα του Αββά Γερασίμου κοιμόταν στην ύπαιθρο, κάτω στο χώμα. Είχε κοντά της πάντα τις κοτούλες της και καμιά εικοσαριά γάτες. Αγαπούσε τα ζωντανά και μιλούσε μαζί τους. Περπάταγε πάντα ξυπόλυτη, χειμώνα - καλοκαίρι, και ποτέ της δεν φόρεσε σανδάλια. Ηταν άνθρωπος της προσευχής και της ησυχίας. Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Εφυγε για τους ουρανούς το 1997, εντελώς απαρατήρητη,
έτσι αθόρυβα, όπως αθόρυβα ήλθε το 1923 από τον Καύκασο.Να έχουμε την ευχή της.



"Να τα λες, και να τα γράφεις εσύ όλα αυτά, που ασχολείσαι με τα "ιντερνέτια" και τα "μαραφέτια", μου λέει συνεχώς ο γέροντας Χρυσόστομος, ο ηγούμενος της Μονής του Αββά Γερασίμου. Να γνωρίζει ο κόσμος ότι αγίους γέροντες και μοναχούς δεν βγάζει μόνον το Αγιον Ορος, ούτε άγιες μοναχές και άγιες μορφές μόνον η Ελλάδα και τα μοναστήρια της, αλλά παντού υπήρξαν και υπάρχουν άγιοι, όπως κι εδώ στην Αγία Γη, στους Αγίους Θεοπερπατημένους Τόπους! Γράφε τα και λέγε τα γιατί εγώ δεν σκαμπάζω "γρι" από τούτα δω τα "κολοκύθια", και αφού οι άνθρωποι τα παρακολουθούν, γράφε τα, οπότε μέσα στο τόσο κακό και τη βρωμιά και αυτών των "κουπεπετιών"(ίντερνετ)...να διαβάζουν και κάτι καλό, μπας και το μιμηθούν! Γράφε γερο-Ιγνάτιε, γράφε..."
ΑΜΗΝ, και Δόξα τω Θεώ...άπειρες φορές.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Ιουν 07, 2017 10:59 am

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (+1896-1958)



Εικόνα



AΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΡΑΒΑΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΡΒΙΑ.


ΟΤΑΝ ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ νά αναχωρήσει στον Κύριο, ή Μητέρα μας αρρώστησε σοβαρά με διαβήτη. 'Ολόκληρη σχεδόν τήν ζωή της ύπέφερε άπό κάποιο είδος άρρώστειας: δυσεντερία· ρευματικό πυρετό, πού κατέστρεψε τήν καρδιά της· καί τελικά διαβήτη, άπό τον όποιο καί πέθανε.
Σέ όλες της τίς άρρώστειες δεν θέλησε ποτέ νά πάει σε γιατρό ή νά χρησιμοποιήσει φάρμακα. "Οταν ακούσε, όμως, ότι οί άλλοι τήν σχολιάζουν γιά αύτό, καί μέ την επιμονή των άδελφών ότι δέν πρέπει νά είναι πείσμων σε αύτό τό θέμα, συμφώνησε νά πάρει φάρμακα. Πολλές φορές, όταν οί άδελφές τήν προέτρεπαν νά πάρει φάρμακα γιά τήν καρδιά, απαντούσε μέ τούς λόγους τού Ψαλμωδού:
“ ’Ω, αδελφή, δέν γνωρίζεις ότι ό Θεός είναι τό φρούριο της καρδιάς μας”; Ή αρρώστια της ήταν μακρόχρονη και δύσκολή, άλλά ό θάνατός της εύκολος.





Οταν ή αρρώστια τής Μητέρας άρχισε να επιδεινώνεται, ή Μητέρα Γαβριέλα ενδιαφέρθηκε γιά τό πώς θα μπορούσε νά ελαφρύνει τίς δυσκολίες της, τουλάχιστον λιγάκι. Μέσα σέ όλες τις τά προβλήματα ζητούσε την συμβουλή τής Μητέρας καί φρόντιζε αύστηρά νά μην άλλάζουν οί κανόνες καί ή διαθήκη τής Μητέρας. Ή  Μητέρα οικοδομούσε καί ενθάρρυνε τήν ψυχή της καί έλεγε στίς αδελφές: “Αδελφές, πρέπει νά είστε πολύ ευγνώμονες στον Θεό διότι έδωσε τήν συγκατάθεσή Του ώστε μία άπό σάς νά μέ αντικαταστήσει. Νά ακούτε καλά τήν Μητέρα
Γαβριέλα καί νά μήν επιτρέπετε νά βαραίνει ή ψυχή της, διότι, αν τό κάνετε αύτό, δέν θά είναι καλό ούτε γιά έσάς”.
"Ολες κατανοήσαμε τά λόγια τής Μητέρας, διότι όλες
άγαπούσαμε τήν Μητέρα Γαβριέλα μέ μία καρδιά έτσι και άλλιώς, όχι μόνο γιά τήν αίσθηση τού καθήκοντος πού είχε καί τήν εύφυΐα της, άλλά καί γιά τήν δική της έπίσης άξια.



Πολλές φορές ή Μητέρα προσπάθησε νά μάς πει γιά το προαίσθημα τού έπικείμενου θανάτου της, άλλά, άπό τήν μεγάλη της αγάπη γιά εμάς, ήταν ανίκανη νά κάνει τόν εαυτό της νά μιλήσει γιά αύτό, καί άμέσως περνούσε σέ άλλο θέμα. Κατά τήν τελευταία της επίσκεψη στήν Μονή τής Αγ. Παρασκευής, τήν ήμερα τής φθινοπωρινής της πανήγυρης τό 1957, φεύγοντας είπε στίς άδελφές: “Αδελφές, έφθασε ό
καιρός πού θά άποχαιρετήσουμε ή μία τήν άλλη σέ αυτήν τήν ζωή”. Οί άδελφές έμειναν κατάπληκτες καί ρώτησαν:
“Μητέρα, γιατί τό λέτε αυτό”; Αλλά εκείνη προσποιήθηκε ότι δέν άκουσε καί αμέσως άρχισε νά μιλά γιά κάτι άλλο.



Αμέσως μετά τήν επιστροφή της άπό τήν Αγ. Παρασκευή άρρώστησε σοβαρά. Πληγές έμφανίσθηκαν σε όλο της τό σώμα, άλλά ιδιαίτερα στά πόδια της, τά όποια έγιναν μία τεράστια πληγή άπό τά γόνατά της μέχρι τά μικρά δάχτυλα των ποδιών. Υπήρχαν απερίγραπτοι πόνοι, αλλά εκείνη προσποιόταν τήν δυνατή, λές καί υπέφερε κάποιος άλλος καί όχι ή ίδια. Τά δάχτυλα των ποδιών της είχαν γίνει απλά προεξοχές πάνω στό δέρμα της. Δέν υπήρχε καμιά ελπίδα Ανάρρωσης.



Οί Αδελφές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά τήν βοηθήσουν καί νά Ανακουφίσουν τά μαρτύριά της, άλλά χωρίς ωφέλεια. Τό δέρμα ξεφλουδιζόταν σέ στρώματα καί τό αίμα καί τό πύον έρρεαν σχεδόν ακατάσχετα. Έπί έξι μήνες ή Μητέρα μας δέν ξάπλωσε καθόλου σέ κρεβάτι, άλλά περνούσε μέρα καί νύχτα καθισμένη σέ καρέκλα.

Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δέν θά μπορούσε να ύποφέρει τέτοια μαρτύρια χρειαζόταν ή ιδιαίτερη βοήθεια άπό τόν Κύριο. Τής ζητήσαμε νά προσευχηθεί στόν Θεό να τήν θεραπεύσει, όπως τό είχε κάνει πολλές φορές προηγουμένως. Σέ αύτό εκείνη Απάντησε: “Αδελφές, μπορείτε νά προσεύχεσθε, καί πρέπει. Γιά σάς δέν είναι Απρεπές, άλλά έγώ δέν τολμώ”. Μπορούσαμε ξεκάθαρα να διακρίνουμε ότι τής είχε αποκαλυφθεί ότι σύντομα θα πεθάνει, άλλά εκείνη δέν ήθελε νά μιλήσει γιά αύτό.


Πολλοί έμειναν έκπληκτοι πού ό Κύριος έστειλε στήν Μητέρα Εύφημία τέτοια σοβαρή πάθηση, τήν στιγμή πού εύαρέστησε τόσο πολύ σέ Αύτόν. Πρέπει νά θυμάται κανείς τόν δίκαιο Ιώβ, ό όποιος ήταν εύλαβής καί είχε τόν φόβο τού Θεού. 'Ο Κύριος όμως επέστρεφε στόν εχθρό νά μεταβάλει ολόκληρο τό σώμα του σέ μία πληγή, έτσι ώστε νά κάθεται πάνω σέ έναν σωρό κοπριάς καί νά ξύνει τό πύον άπό τίς πληγές του μέ ένα κεραμίδι. Καί έτσι ό Κύριος επέστρεφε ώστε τά πόδια της, μέ τά όποια είχε περπατήσει τόσα πολλά χρόνια καί τά όποια είχαν μουδιάσει καθώς κήρυττε τόν λόγο του Θεού, καί τά όποια είχαν σταθεί τόσο πολύ στίς Ιερές Ακολουθίες καί στήν προσευχή, τώρα Να καλύπτονται μέ πληγές. Άλλά ή φροντίδα της γιά τήν ψυχή της καί γιά τίς ψυχές των αδελφών της τά ξεπερνούσε όλα αυτά.




Τό κελί της βρισκόταν δίπλα στό παρεκκλήσιο, καί το μόνο πού έπρεπε νά κάνει ήταν νά ανοίγει ένα παραθυράκι, μέσα άπό τό όποιο άκουγε τίς Ιερές Ακολουθίες. Όταν τελείτο ή Θεία Λειτουργία, σηκωνόταν όρθια καί στεκόταν ή γονάτιζε όση ώρα διαρκούσε. Καί όταν έκανε κήρυγμα στις αδελφές, ήταν τόσο ειρηνική καί εμψυχωμένη στό πνεύμα, ώστε εκείνος πού δέν είχε δει τίς πληγές της δέν θά πίστευε ότι τίς έχει.
Σέ κάποια περίσταση, ένώ μιλούσε κάνοντας κάποια ομιλία, είπε τυχαία ότι τέτοιες πληγές δέν θά μπορούσε να τίς άντέξει κανείς στήν φυσιολογική πορεία τής φύσης, έφ’ όσον τά πόδια της θερμαίνονταν σάν άπό τήν θέρμη τής κόλασης, καί τίποτε δέν μπορούσε νά τά δροσίσει· και έπειτα κρύωναν σάν άπό τήν παγωνιά τού Ταρτάρου και τίποτε δέν μπορούσε νά τά θερμάνει. Οταν τελείωσε την ομιλία της, οί έπίδεσμοι των ποδιών της είχαν γεμίσει εντελώς μέ ματωμένο πύον. Άλλά γνωρίζουμε ότι ον άγαπα Κύριος παιδεύει, μασηγοϊ δε πάντα υιόν όν παραδέχεται (Έβρ. 12:6), καί μάς έγινε επομένως ξεκάθαρο ότι ό Κύριος της έστειλε μία τέτοια σοβαρή άσθένεια ώστε νά τής δοθεί μεγαλύτερη δόξα στόν Ούρανό. "Οταν τής προσφέραμε κάποιο φάρμακο, γελώντας έλεγε: “Ω, άδελφή, άδελφή, ό Κύριος είναι τό οχύρωμα γύρω άπό τήν καρδιά μου καί ή μερίδα μου διά παντός”. Καί πράγματι, ατό βαθμό της μεγάλης της πίστης, σίγουρα έπαιρνε ύπερφυσική βοήθεια.



Πλησίαζε ή Νηστεία των Αποστόλων, ή όποια εκείνη τήν χρονιά κράτησε έξι έβδομάδες. 'Η νηστεία ήταν δύσκολη γιά έκείνη, καθώς ήταν μιά άρρωστη γυναίκα.
Όταν οί αδελφές τήν ρωτούσαν: “Μητέρα, τί μπορείτε να φάτε”; Έκείνη απαντούσε: “Μήν τό σκέφτεστε τώρα, θα δούμε αύριο". Δέν ήθελε νά πιει γάλα τόν καιρό της νηστείας, καί έλεγε: “ "Οταν έρθει ή ήμέρα τής γιορτής των Αγ. Αποστόλων”. Αλλά όταν έφθασε ή ήμέρα έκείνη, δέν ήθελε πιά νά φάει τίποτε. Καί έτσι γιά τρεις ακόμη έβδομάδες έζησε άσκητικά, τρώγοντας μόνο μία μικρή κούπα μέ σούπα ή γάλα τήν ήμέρα, ή τίποτε. Μέσα στά βαριά της μαρτύρια άγωνιζόταν κάπως νά πάει στήν εκκλησία, καί ορισμένες φορές νά επισκεφτεί την τράπεζα καί νά κάνει μία ομιλία στίς άδελφές. Τήν




Παραμονή των Χριστουγέννων, πού κατά τό έθιμο στρώνεται άχυρο σέ διάφορα δωμάτια, ή Μητέρα έκανε τήν περιοδεία της μέ τά πόδια τυλιγμένα στούς επιδέσμους, μαζί μέ όλες τίς άδελφές της. Γνώριζε ότι ήταν ή τελευταία φορά καί έπιθυμούσε γιά μία άκόμη φορά νά κάνει τήν περιοδεία της μέ τά πόδια της. Οί πληγές της έτρεχαν, άλλά εκείνη έψαλλε, καί στό τέλος είπε: “ Ας γίνεται έτσι άκόμη καί όταν
δέν θά βρίσκομαι άνάμεσά σας”. Στό μοναστήρι μας ύπήρχε τό έθιμο να συγκεντρωνόμαστε όλες μέ τήν Μητέρα στήν τράπεζα μετά τό μεσημεριανό γεύμα γιά νά ψάλουμε. Καθώς κάναμε το Ίδιο τά Χριστούγεννα, ή Μητέρα ήρθε σέ εμάς καί εμείς, βλέποντας τό μαρτύριό της, άρχίσαμε νά κλαίμε.
Αλλά εκείνη, μέ χαρούμενο πρόσωπο μάς είπε: Σήμερα είναι σήμερα χαράς καί όχι θρήνου. Όποιος κλαίει σήμερα δεν έχει μερίδιο μαζί μου. Γι’ αύτό ελάτε νά ψάλουμε όλες μαζί καί νά δοξολογήσουμε τό νεογέννητο Θείο Παιδί”.




'Η Μητέρα πίστευε άκράδαντα ότι έπειτα από όλα τα μαρτύρια καί τίς δυσκολίες της, θά περνούσε από τον θάνατο στήν ζωή. Δέν έλεγε λοιπόν ποτέ ότι θά πεθάνει, ούτε άνέφερε τήν λέξη “θάνατος”. Παρατηρώντας το αυτό ή Μητέρα Γαβριέλα, ή διάδοχός της, κάποια μέρα (τήν 5η Φεβρουάριου 1958), ζήτησε από τήν Μητέρα Εύφημία να τής πει τίς σκέψεις της όσον αφορά τίς αδελφές πού βρίσκονταν κάτω από διάφορες μετάνοιες, στήν περίπτωση τού θανάτου της, καί έπίσης όσον αφορά εκείνες πού είχαν φύγει από τό μοναστήρι χωρίς τήν άγια της εύλογία. Και εκείνη άπάντησε: “Ελπίζω στόν Κύριο ότι θά έχω χρόνο να ζητήσω τήν συγχώρεση από όλους καί ή ίδια έχω αποφασίσει νά πω στίς αδελφές, άν ξαφνικά μέ βρει ό θάνατος, απαλλάσσονται όλες από τίς μετάνοιες όταν εγώ δεν θά βρίσκομαι πιά μαζί τους. Αλλά όσες έχουν μετάνοιες για κάποιο χρονικό διάστημα πού δέν έχει λήξει άκόμη, θα πρέπει νά περιοριστούν από τήν συνείδησή τους να ολοκληρώσουν τήν μετάνοια μέχρι τό τέλος, εάν το επιτρέπει ή υγεία τους. Αλλά γιά τίς αδελφές πού έχουν εγκαταλείπει τό μοναστήρι μας, δεν υπάρχει άφεση, εκτός καί αν επιστρέφουν καί ζήσουν τήν ζωή τους μέ μετάνοια.

Καί εσείς, μήν τίς περιφρονήσετε, άλλά νά τίς δεχθείτε πίσω στήν μονή μας”.
'Η Μητέρα τής είπε νά μήν άναφέρει τίποτε από τα παραπάνω στίς αδελφές όσο ή ίδια βρισκόταν άκόμη εν ζωή, άλλά μόνον εάν προέκυπτε κάποια άνάγκη μετά τον θάνατό της. 'Η Μητέρα 'Ηγουμένη Ευφημία προετοίμαζε άπό πολύ καιρό όλα όσα ήταν άπαραίτητα γιά νά λάβει το Μεγάλο Σχήμα πρίν τό τέλος τής ζωής της. Πέρασε αρρώστια καί δυσχέρειες. Οί αδελφές έβλεπαν τό τέλος της νά πλησιάζει, καμία όμως δέν τολμούσε νά τής θυμίσει ότι έπρεπε να πάρει τό Μεγάλο Σχήμα. Αποφάσισαν λοιπόν νά τής πει κάποια άδελφή: “Μητέρα, νά καλέσουμε τόν Επίσκοπο να έρθει”;
“ Οχι, μήν τόν καλείτε. Είναι δύσκολο γιά μένα”, απάντησε.
“ Ίσως θα έπρεπε νά λάβετε τό Μεγάλο Σχήμα”;
"Ναί, πολύ καλά· καλέστε τον”, είπε. Μέσα στο μαρτύριό της, τό είχε ξεχάσει.

Στίς 11 Απριλίου τού έτους 1958, ή Μητέρα, βαριά άρρωστη, έλαβε τό Μεγάλο Σχήμα άπό τό χέρι του Επισκόπου μας Χρυστοστόμου. Δέν μπορούσε νά πάει μέχρι τήν εκκλησία· γι’ αύτό οί αδελφές τήν μετέφεραν πάνω σέ φορείο στό παρεκκλήσιο. 'Ο Επίσκοπος, σύμφωνα με τήν επιθυμία της, τήν εξομολόγησε καί τήν κοινώνησε μέ τα πάναγνα Μυστήρια του Σώματος καί του Αίματος του Χριστού. Τής έδωσε τό ποτήριο στό χέρι της καί έτσι εκείνη κοινώνησε μόνη της.

Ήταν σκληρό γιά αυτήν νά μήν μπορεί νά σταθεί καί να συμμετέχει στίς προσευχές καί στίς εκκλησιαστικές άκολουθίες. Προσευχόταν στόν Κύριο νά Ανταλλάξει την αρρώστια της μέ κάποια άλλη, άλλά μόνο τά πόδια της να μπορέσουν νά θεραπευτούν. 'Η προσευχή της εισακούστηκε αμέσως. Μέ τήν μεγάλη της πίστη καί μέ την χρήση των φαρμάκων, τό δέρμα της άρχισε να θεραπεύεται καί τά πόδια της ξανάνιωσαν, έτσι ώστε στό διάστημα επτά ήμερων νά θεραπευτεί πλήρως από τίς πληγές της.
'Η αρρώστια της πέρασε από τά πόδια της στά νεφρά της. Έχασε τήν όρεξή της καί δέν μπορούσε νά φάει και εξασθενούσε όλο καί περισσότερο.
Είχε Αποφασίσει ότι, αφού ή γιορτή των Άγ. Πέτρου και Παύλου έπεφτε εκείνη τήν χρονιά Σάββατο, θα ερχόταν στήν τράπεζα γιά νά κάνει μία ομιλία στίς αδελφές. Επειδή ή κατάστασή της χειροτέρεψε τήν νύχτα, δέν μπόρεσε να έρθει, άλλά ήρθε τήν επόμενη ημέρα, τήν Κυριακή, και καθώς στεκόταν όρθια στήν θέση της, έκανε μία θαυμάσια ομιλία. Μεταξύ άλλων είπε: “Αδελφές, ό Κύριος γνωρίζει πόσο μπορεί νά άντέξει ένας άνθρωπος καί επιτρέπει




Ακριβώς τόσο όσο αρκεί γιά νά μάς δοκιμάσει. Αφού δεν μπορείτε νά σηκώσετε τίς μικρότερες δοκιμασίες, ό Κύριος δέν σάς στέλνει μεγάλες. 'Ο Κύριος μάς υπόσχεται μεγάλη Αμοιβή γιά τήν υπομονή. Μόνον εκείνος πού είναι καταρτισμένος στον νόμο του Θεού μπορεί νά έχει μία καθαρή όδό. 'Ο Κύριος λέει ότι όποιος δεν μισεί πατέρα και μητέρα, αδελφό καί αδελφή ακόμη καί τήν ίδια τον τήν ψυχή, δεν μπορεί νά είναι μαθητής Του. Καί εκείνος πού το εκπλήρωσε αυτό, μπορεί νά μάθει τόν νόμο τού Θεού. Ό Απόστολος λέει: Χαίρετε, αδελφοί’ όταν σάς συμβάν ποικίλοι
γήινοι πειρασμοί. 'Ο Κύριος λέει: Προσεύχεσθε στον Θεό γιά να μην πέσετε σε πειρασμό, δηλαδή, στήν αδύναμη πίστη.

Υπήρχε κάποιος μεγαλύτερος άδελφός στο θεραπευτήριο τής μονής. Παραπονέθηκε στόν 'Άγ. Βαρσανούφιο: «'Ο αδελφός πού προσέχει τούς ασθενείς φροντίζει καλά όλους τούς ασθενείς άλλά όχι εμένα. Ούτε πού μέ κοιτάζει. Δέν ξέρω τί να κάνω· δέν μπορώ να το αντέξω άλλο». Αλλά ό 'Άγ. Βαρσανούφιος του απάντησε: « ’Ω, δύστυχε αδελφέ, θα ήθελες να αξίζεις τόν σεβασμό.
Δέν γνωρίζεις ότι ό Κύριος μπορεί να μαλακώσει άκόμη και τήν καρδιά ενός Τούρκου, γιά να σέ υπηρετεί όπως καί τους άλλους; Αλλά ό Κύριος έχει βρει κάποιο ψεγάδι σέ έσένα, εξ αιτίας του όποιου πρέπει να υπομείνεις τόν πόνο καί όταν ευαρεστήσει στόν Κύριο, θα σέ αγαπήσει όπως καί τους άλλους»”.

Ή Μητέρα μίλησε ακόμη περισσότερο στίς αδελφές της πάνω στό θέμα αυτό, άλλά κατόπιν είπε: “'Ο Κύριος θεράπευσε τά πόδια μου, άλλά που θα πάει ή αρρώστια μου από έδώ, δέν τό γνωρίζω. Αυτό μόνο γνωρίζω, ότι όλο τόν καιρό πού ήμουν άρρωστη, αισθάνθηκα ότι ήμουν κάπως πιό καλή”. Μίλησε πολλή ώρα καί αυτή ήταν ή τελευταία της φορά: έπειτα έκλεισε τά χείλη της γιά πάντα.
Έχοντας λάβει τό Μεγάλο Σχήμα, ή Μητέρα συνέχισε να ζει άνάμεσά μας έπί τέσσερεις ολόκληρους μήνες, διάστημα κατά τό όποιο δοκίμασε μεγάλο πόνο, άλλά στην ψυχή της ήταν ειρηνική καί χαρούμενη. Παραμέρισε όλα τα άλλα πατερικά βιβλία καί διάβαζε μόνο τά Ιερά Ευαγγέλια καί τούς Βίους των Αγίων. Τής είχε γίνει δύσκολο να μιλάει, άλλά δέν άφησε τό διάβασμα.



Εκείνη τήν χρονιά άνακαινιζόταν ή μεγάλη εκκλησία της μονής καί γι’ αυτό οί 'Ιερές Ακολουθίες γίνονταν στο παρεκκλήσιο. Τήν ημέρα τής έορτής τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Εύφημίας, τήν11 Ιη Ιουλίου, ή Μητέρα Εύφημία έλαβε τήν Θεία Κοινωνία. Δέν κοινωνούσε συχνά, επειδή αισθανόταν ότι πρέπει κανείς να προετοιμάζει τον εαυτό του άξια, πράγμα πού δέν μπορούσε να τό κάνει εξ αίτιας τής αρρώστιας της. Τήν ίδια ημέρα λάβαμε ένα πρόσφορο καί μία τελευταία ευλογία από τήν Μητέρα, αλλά επειδή ήδη πέθαινε, τήν υπό βάσταζε ή Μητέρα Γαβριέλα.
Στήν περίσταση αυτή οί αδελφές τής έφεραν τά ράσα μιας νέας δόκιμης πού προετοιμαζόταν γιά να τά ευλογήσει. Και έτσι τέλεσε τό τελευταίο κανονικό της καθήκον.


Στήν αγρυπνία τής εορτής τού Αγ. Προφήτη ’Ηλία, της φέραμε τήν εικόνα πού γιόρταζε γιά να τήν ασπαστεί καί ό ιερέας τήν μύρωσε μέ τό λαδάκι. Τήν επόμενη ημέρα, στην  εορτή τού Αγ. Προφήτη Ηλία, πρίν τό βράδυ, κοινώνησε καί έπειτα παρατήρησε ότι άρχιζαν οί τελευταίες της ώρες. Ήταν άρρωστη άκριβώς ένα χρόνο. 'Η κατάσταση της ύγείας της είχε επιδεινωθεί τήν ήμερα τής εορτής του Άγ. Προφήτη Ηλία τόν προηγούμενο χρόνο καί τελείωσε την επίγεια πορεία της τήν ίδια ήμερα αυτού τού χρόνου. Και έτσι ικανοποιήθηκε ή επιθυμία της, διότι πριν συχνά έλεγε:
“Είθε ό Κύριος να μου δώσει να ζήσω ένα χρόνο ελεύθερη από τά ποιμαντικά μου καθήκοντα, γιά να προετοιμαστώ για τόν θάνατο”. ’Ίσως να τό είχε φανταστεί διαφορετικά, αλλά ό Κύριος τό ξεπλήρωσε κατ’ αυτόν τόν τρόπο.



Εκμεταλλεύτηκε έτσι τήν κατάστασή της γιά χάρη της σωτηρίας της. Με μεγάλη αγάπη γιά τόν Θεό, δέχθηκε με ευχαριστία τά πάντα από τά χέρια Του.
Οί αδελφές συγκεντρώθηκαν γύρω από τό κρεβάτι της καί έκλαψαν απαρηγόρητα όλη τήν νύχτα. Εκείνες πού είχαν τήν υπακοή του διορισμού στήν μονή τής Άγ. Παρασκευής έρχονταν όταν τό επέτρεπαν τά ωράρια των διακονημάτων τους. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φθάσει τό τέλος της, ή Μητέρα Γαβριέλα τής διάβασε τόν Κανόνα γιά τήν



Αναχώρηση τής Ψυχής. Καθώς ή Μητέρα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, αισθανόταν μεγάλη προσκόλληση πρός εμάς, δέν ήθελε να παραδώσει τό πνεύμα μπροστά σε τόσες πολλές αδελφές. Προσευχήθηκε στόν Θεό καί ή επιθυμία της εκπληρώθηκε. Σέ όλες τίς αδελφές ήρθε ή ίδια σκέψη: ή Μητέρα δέν θα πεθάνει ακόμη. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε να αναπαυτούν γιά λίγο, διότι τήν επόμενη ημέρα έπρεπε να μπορούν να σταθούν σε όλη τήν 'Ιερή Ακολουθία. Δέν είχε περάσει ούτε μισή ώρα όταν έφθασε ή ώρα του θανάτου της.

Τήν 21η Ιουλίου/3π Αυγούστου του 1958, στο εξηκοστό τρίτο έτος τής ζωής της, ή Μητέρα Ευφημία αναπαύτηκε καί παρέδωσε τήν -ψυχή της στά χέρια του Κυρίου ενώπιον δύο αδελφών. Αμέσως μετά συγκεντρώθηκαν όλες οί αδελφές καί μέ πολλά δάκρυα ετοιμάσαμε τήν αγαπητή μας καί Αξέχαστη Μητέρα.

Ψάλαμε τήν Πανυχίδα καί διαβάσαμε τό Ψαλτήρι χωρίς διακοπή. 'Η Μητέρα μας αναπαύτηκε στίς 2.30 π.μ., τήν ώρα κατά τήν όποια συνήθιζε να σηκώνεται γιά τήν πρωινή προσευχή. "Όταν, στίς τέσσερις ή ώρα, φέραμε το προετοιμασμένο σώμα της στήν έκκλησία, ήταν ή ώρα πού συνηθίζαμε να συγκεντρωνόμαστε γιά τόν Όρθρο.
Όταν οί αδελφές τής Μονής τής Αγ. Παρασκευής έμαθαν ότι ή Μητέρα είχε αναπαυθεί, ήρθαν όλες γιά να την ασπαστούν. Πρώτα έφθασαν πέντε αδελφές, οί όποιες κατόπιν επέστρεφαν στά διακονήματά τους στήν μονή και γιά να φροντίσουν τήν λειτουργία του ιδρύματος των παιδιών, ενώ οί υπόλοιπες παρέμειναν γιά Αργότερα. Στην κηδεία έπρεπε να παραστούν όλες.

'Η Μητέρα Γαβριέλα έστειλε Αμέσως ένα τηλεγράφημα σε όλους τούς φίλους μας καί τούς γνωστούς. Τήν Τρίτη ημέρα έγινε ή ταφή. Στήν κηδεία παρευρέθηκαν οί εξής: 'Ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Μπρανίτσεβο Χρυσόστομος· οί ιερείς εξομολόγοι τής μονής, Τύχων, Μάξιμος και Κασσιανός· ό Πατήρ Μελέτιος από τό Τσουκόγιεβατς μαζί  μέ δύο μοναχές της Μονής Βελούτσα ή Μητέρα Ήγουμένη Άννα από τήν Μονή Βρατσέβσνιτσα μαζί μέ τις αδελφές ή Ήγουμένη Παρασκευή από τήν Μονή Μανάσια μέ τίς αδελφές της επτά ακόμη ιερείς πού υπηρετούσαν στήν μονή καί μεγάλος αριθμός λαϊκών.



Όταν αναπαύτηκε ή Μητέρα, όλες οί φροντίδες γιά τις αδελφές, τήν μονή καί οί ετοιμασίες γιά τήν κηδεία έπεσαν στήν Μητέρα Γαβριέλα. Από σεβασμό γιά τήν Μητέρα, αγνίσθηκε να βάλει τά πάντα μέ σύνεση σε καλή τάξη, να ενθαρρύνει τίς αδελφές, να τακτοποιήσει τά πάντα μέ τον κατάλληλο τρόπο καί να δεχθεί εκείνους πού από σεβασμό ήρθαν στήν κηδεία καί στήν ταφή.

Πριν τήν κηδεία ή Μητέρα Γαβριέλα είπε στις αδελφές: “Αδελφές, τώρα πρέπει να υπομείνουμε τήν μεγάλη μας λύπη καί στέρηση. Πρέπει εμείς να εξυμνήσουμε την Μητέρα μας καί να μήν επιτρέψουμε να εξυμνηθεί από άλλους”. Όλες καταλάβαμε τί ήθελε να πει καί τό βάλαμε στήν καρδιά μας.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιουν 09, 2017 9:47 am

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (+1896-1958)



Εικόνα



AΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΡΑΒΑΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΡΒΙΑ.


ΟΤΑΝ ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ νά αναχωρήσει στον Κύριο, ή Μητέρα μας αρρώστησε σοβαρά με διαβήτη. 'Ολόκληρη σχεδόν τήν ζωή της ύπέφερε άπό κάποιο είδος άρρώστειας: δυσεντερία· ρευματικό πυρετό, πού κατέστρεψε τήν καρδιά της· καί τελικά διαβήτη, άπό τον όποιο καί πέθανε.
Σέ όλες της τίς άρρώστειες δεν θέλησε ποτέ νά πάει σε γιατρό ή νά χρησιμοποιήσει φάρμακα. "Οταν ακούσε, όμως, ότι οί άλλοι τήν σχολιάζουν γιά αύτό, καί μέ την επιμονή των άδελφών ότι δέν πρέπει νά είναι πείσμων σε αύτό τό θέμα, συμφώνησε νά πάρει φάρμακα. Πολλές φορές, όταν οί άδελφές τήν προέτρεπαν νά πάρει φάρμακα γιά τήν καρδιά, απαντούσε μέ τούς λόγους τού Ψαλμωδού:
“ ’Ω, αδελφή, δέν γνωρίζεις ότι ό Θεός είναι τό φρούριο της καρδιάς μας”; Ή αρρώστια της ήταν μακρόχρονη και δύσκολή, άλλά ό θάνατός της εύκολος.





Οταν ή αρρώστια τής Μητέρας άρχισε να επιδεινώνεται, ή Μητέρα Γαβριέλα ενδιαφέρθηκε γιά τό πώς θα μπορούσε νά ελαφρύνει τίς δυσκολίες της, τουλάχιστον λιγάκι. Μέσα σέ όλες τις τά προβλήματα ζητούσε την συμβουλή τής Μητέρας καί φρόντιζε αύστηρά νά μην άλλάζουν οί κανόνες καί ή διαθήκη τής Μητέρας. Ή  Μητέρα οικοδομούσε καί ενθάρρυνε τήν ψυχή της καί έλεγε στίς αδελφές: “Αδελφές, πρέπει νά είστε πολύ ευγνώμονες στον Θεό διότι έδωσε τήν συγκατάθεσή Του ώστε μία άπό σάς νά μέ αντικαταστήσει. Νά ακούτε καλά τήν Μητέρα
Γαβριέλα καί νά μήν επιτρέπετε νά βαραίνει ή ψυχή της, διότι, αν τό κάνετε αύτό, δέν θά είναι καλό ούτε γιά έσάς”.
"Ολες κατανοήσαμε τά λόγια τής Μητέρας, διότι όλες
άγαπούσαμε τήν Μητέρα Γαβριέλα μέ μία καρδιά έτσι και άλλιώς, όχι μόνο γιά τήν αίσθηση τού καθήκοντος πού είχε καί τήν εύφυΐα της, άλλά καί γιά τήν δική της έπίσης άξια.



Πολλές φορές ή Μητέρα προσπάθησε νά μάς πει γιά το προαίσθημα τού έπικείμενου θανάτου της, άλλά, άπό τήν μεγάλη της αγάπη γιά εμάς, ήταν ανίκανη νά κάνει τόν εαυτό της νά μιλήσει γιά αύτό, καί άμέσως περνούσε σέ άλλο θέμα. Κατά τήν τελευταία της επίσκεψη στήν Μονή τής Αγ. Παρασκευής, τήν ήμερα τής φθινοπωρινής της πανήγυρης τό 1957, φεύγοντας είπε στίς άδελφές: “Αδελφές, έφθασε ό
καιρός πού θά άποχαιρετήσουμε ή μία τήν άλλη σέ αυτήν τήν ζωή”. Οί άδελφές έμειναν κατάπληκτες καί ρώτησαν:
“Μητέρα, γιατί τό λέτε αυτό”; Αλλά εκείνη προσποιήθηκε ότι δέν άκουσε καί αμέσως άρχισε νά μιλά γιά κάτι άλλο.



Αμέσως μετά τήν επιστροφή της άπό τήν Αγ. Παρασκευή άρρώστησε σοβαρά. Πληγές έμφανίσθηκαν σε όλο της τό σώμα, άλλά ιδιαίτερα στά πόδια της, τά όποια έγιναν μία τεράστια πληγή άπό τά γόνατά της μέχρι τά μικρά δάχτυλα των ποδιών. Υπήρχαν απερίγραπτοι πόνοι, αλλά εκείνη προσποιόταν τήν δυνατή, λές καί υπέφερε κάποιος άλλος καί όχι ή ίδια. Τά δάχτυλα των ποδιών της είχαν γίνει απλά προεξοχές πάνω στό δέρμα της. Δέν υπήρχε καμιά ελπίδα Ανάρρωσης.



Οί Αδελφές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά τήν βοηθήσουν καί νά Ανακουφίσουν τά μαρτύριά της, άλλά χωρίς ωφέλεια. Τό δέρμα ξεφλουδιζόταν σέ στρώματα καί τό αίμα καί τό πύον έρρεαν σχεδόν ακατάσχετα. Έπί έξι μήνες ή Μητέρα μας δέν ξάπλωσε καθόλου σέ κρεβάτι, άλλά περνούσε μέρα καί νύχτα καθισμένη σέ καρέκλα.

Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δέν θά μπορούσε να ύποφέρει τέτοια μαρτύρια χρειαζόταν ή ιδιαίτερη βοήθεια άπό τόν Κύριο. Τής ζητήσαμε νά προσευχηθεί στόν Θεό να τήν θεραπεύσει, όπως τό είχε κάνει πολλές φορές προηγουμένως. Σέ αύτό εκείνη Απάντησε: “Αδελφές, μπορείτε νά προσεύχεσθε, καί πρέπει. Γιά σάς δέν είναι Απρεπές, άλλά έγώ δέν τολμώ”. Μπορούσαμε ξεκάθαρα να διακρίνουμε ότι τής είχε αποκαλυφθεί ότι σύντομα θα πεθάνει, άλλά εκείνη δέν ήθελε νά μιλήσει γιά αύτό.


Πολλοί έμειναν έκπληκτοι πού ό Κύριος έστειλε στήν Μητέρα Εύφημία τέτοια σοβαρή πάθηση, τήν στιγμή πού εύαρέστησε τόσο πολύ σέ Αύτόν. Πρέπει νά θυμάται κανείς τόν δίκαιο Ιώβ, ό όποιος ήταν εύλαβής καί είχε τόν φόβο τού Θεού. 'Ο Κύριος όμως επέστρεφε στόν εχθρό νά μεταβάλει ολόκληρο τό σώμα του σέ μία πληγή, έτσι ώστε νά κάθεται πάνω σέ έναν σωρό κοπριάς καί νά ξύνει τό πύον άπό τίς πληγές του μέ ένα κεραμίδι. Καί έτσι ό Κύριος επέστρεφε ώστε τά πόδια της, μέ τά όποια είχε περπατήσει τόσα πολλά χρόνια καί τά όποια είχαν μουδιάσει καθώς κήρυττε τόν λόγο του Θεού, καί τά όποια είχαν σταθεί τόσο πολύ στίς Ιερές Ακολουθίες καί στήν προσευχή, τώρα Να καλύπτονται μέ πληγές. Άλλά ή φροντίδα της γιά τήν ψυχή της καί γιά τίς ψυχές των αδελφών της τά ξεπερνούσε όλα αυτά.




Τό κελί της βρισκόταν δίπλα στό παρεκκλήσιο, καί το μόνο πού έπρεπε νά κάνει ήταν νά ανοίγει ένα παραθυράκι, μέσα άπό τό όποιο άκουγε τίς Ιερές Ακολουθίες. Όταν τελείτο ή Θεία Λειτουργία, σηκωνόταν όρθια καί στεκόταν ή γονάτιζε όση ώρα διαρκούσε. Καί όταν έκανε κήρυγμα στις αδελφές, ήταν τόσο ειρηνική καί εμψυχωμένη στό πνεύμα, ώστε εκείνος πού δέν είχε δει τίς πληγές της δέν θά πίστευε ότι τίς έχει.
Σέ κάποια περίσταση, ένώ μιλούσε κάνοντας κάποια ομιλία, είπε τυχαία ότι τέτοιες πληγές δέν θά μπορούσε να τίς άντέξει κανείς στήν φυσιολογική πορεία τής φύσης, έφ’ όσον τά πόδια της θερμαίνονταν σάν άπό τήν θέρμη τής κόλασης, καί τίποτε δέν μπορούσε νά τά δροσίσει· και έπειτα κρύωναν σάν άπό τήν παγωνιά τού Ταρτάρου και τίποτε δέν μπορούσε νά τά θερμάνει. Οταν τελείωσε την ομιλία της, οί έπίδεσμοι των ποδιών της είχαν γεμίσει εντελώς μέ ματωμένο πύον. Άλλά γνωρίζουμε ότι ον άγαπα Κύριος παιδεύει, μασηγοϊ δε πάντα υιόν όν παραδέχεται (Έβρ. 12:6), καί μάς έγινε επομένως ξεκάθαρο ότι ό Κύριος της έστειλε μία τέτοια σοβαρή άσθένεια ώστε νά τής δοθεί μεγαλύτερη δόξα στόν Ούρανό. "Οταν τής προσφέραμε κάποιο φάρμακο, γελώντας έλεγε: “Ω, άδελφή, άδελφή, ό Κύριος είναι τό οχύρωμα γύρω άπό τήν καρδιά μου καί ή μερίδα μου διά παντός”. Καί πράγματι, ατό βαθμό της μεγάλης της πίστης, σίγουρα έπαιρνε ύπερφυσική βοήθεια.



Πλησίαζε ή Νηστεία των Αποστόλων, ή όποια εκείνη τήν χρονιά κράτησε έξι έβδομάδες. 'Η νηστεία ήταν δύσκολη γιά έκείνη, καθώς ήταν μιά άρρωστη γυναίκα.
Όταν οί αδελφές τήν ρωτούσαν: “Μητέρα, τί μπορείτε να φάτε”; Έκείνη απαντούσε: “Μήν τό σκέφτεστε τώρα, θα δούμε αύριο". Δέν ήθελε νά πιει γάλα τόν καιρό της νηστείας, καί έλεγε: “ "Οταν έρθει ή ήμέρα τής γιορτής των Αγ. Αποστόλων”. Αλλά όταν έφθασε ή ήμέρα έκείνη, δέν ήθελε πιά νά φάει τίποτε. Καί έτσι γιά τρεις ακόμη έβδομάδες έζησε άσκητικά, τρώγοντας μόνο μία μικρή κούπα μέ σούπα ή γάλα τήν ήμέρα, ή τίποτε. Μέσα στά βαριά της μαρτύρια άγωνιζόταν κάπως νά πάει στήν εκκλησία, καί ορισμένες φορές νά επισκεφτεί την τράπεζα καί νά κάνει μία ομιλία στίς άδελφές. Τήν




Παραμονή των Χριστουγέννων, πού κατά τό έθιμο στρώνεται άχυρο σέ διάφορα δωμάτια, ή Μητέρα έκανε τήν περιοδεία της μέ τά πόδια τυλιγμένα στούς επιδέσμους, μαζί μέ όλες τίς άδελφές της. Γνώριζε ότι ήταν ή τελευταία φορά καί έπιθυμούσε γιά μία άκόμη φορά νά κάνει τήν περιοδεία της μέ τά πόδια της. Οί πληγές της έτρεχαν, άλλά εκείνη έψαλλε, καί στό τέλος είπε: “ Ας γίνεται έτσι άκόμη καί όταν
δέν θά βρίσκομαι άνάμεσά σας”. Στό μοναστήρι μας ύπήρχε τό έθιμο να συγκεντρωνόμαστε όλες μέ τήν Μητέρα στήν τράπεζα μετά τό μεσημεριανό γεύμα γιά νά ψάλουμε. Καθώς κάναμε το Ίδιο τά Χριστούγεννα, ή Μητέρα ήρθε σέ εμάς καί εμείς, βλέποντας τό μαρτύριό της, άρχίσαμε νά κλαίμε.
Αλλά εκείνη, μέ χαρούμενο πρόσωπο μάς είπε: Σήμερα είναι σήμερα χαράς καί όχι θρήνου. Όποιος κλαίει σήμερα δεν έχει μερίδιο μαζί μου. Γι’ αύτό ελάτε νά ψάλουμε όλες μαζί καί νά δοξολογήσουμε τό νεογέννητο Θείο Παιδί”.




'Η Μητέρα πίστευε άκράδαντα ότι έπειτα από όλα τα μαρτύρια καί τίς δυσκολίες της, θά περνούσε από τον θάνατο στήν ζωή. Δέν έλεγε λοιπόν ποτέ ότι θά πεθάνει, ούτε άνέφερε τήν λέξη “θάνατος”. Παρατηρώντας το αυτό ή Μητέρα Γαβριέλα, ή διάδοχός της, κάποια μέρα (τήν 5η Φεβρουάριου 1958), ζήτησε από τήν Μητέρα Εύφημία να τής πει τίς σκέψεις της όσον αφορά τίς αδελφές πού βρίσκονταν κάτω από διάφορες μετάνοιες, στήν περίπτωση τού θανάτου της, καί έπίσης όσον αφορά εκείνες πού είχαν φύγει από τό μοναστήρι χωρίς τήν άγια της εύλογία. Και εκείνη άπάντησε: “Ελπίζω στόν Κύριο ότι θά έχω χρόνο να ζητήσω τήν συγχώρεση από όλους καί ή ίδια έχω αποφασίσει νά πω στίς αδελφές, άν ξαφνικά μέ βρει ό θάνατος, απαλλάσσονται όλες από τίς μετάνοιες όταν εγώ δεν θά βρίσκομαι πιά μαζί τους. Αλλά όσες έχουν μετάνοιες για κάποιο χρονικό διάστημα πού δέν έχει λήξει άκόμη, θα πρέπει νά περιοριστούν από τήν συνείδησή τους να ολοκληρώσουν τήν μετάνοια μέχρι τό τέλος, εάν το επιτρέπει ή υγεία τους. Αλλά γιά τίς αδελφές πού έχουν εγκαταλείπει τό μοναστήρι μας, δεν υπάρχει άφεση, εκτός καί αν επιστρέφουν καί ζήσουν τήν ζωή τους μέ μετάνοια.

Καί εσείς, μήν τίς περιφρονήσετε, άλλά νά τίς δεχθείτε πίσω στήν μονή μας”.
'Η Μητέρα τής είπε νά μήν άναφέρει τίποτε από τα παραπάνω στίς αδελφές όσο ή ίδια βρισκόταν άκόμη εν ζωή, άλλά μόνον εάν προέκυπτε κάποια άνάγκη μετά τον θάνατό της. 'Η Μητέρα 'Ηγουμένη Ευφημία προετοίμαζε άπό πολύ καιρό όλα όσα ήταν άπαραίτητα γιά νά λάβει το Μεγάλο Σχήμα πρίν τό τέλος τής ζωής της. Πέρασε αρρώστια καί δυσχέρειες. Οί αδελφές έβλεπαν τό τέλος της νά πλησιάζει, καμία όμως δέν τολμούσε νά τής θυμίσει ότι έπρεπε να πάρει τό Μεγάλο Σχήμα. Αποφάσισαν λοιπόν νά τής πει κάποια άδελφή: “Μητέρα, νά καλέσουμε τόν Επίσκοπο να έρθει”;
“ Οχι, μήν τόν καλείτε. Είναι δύσκολο γιά μένα”, απάντησε.
“ Ίσως θα έπρεπε νά λάβετε τό Μεγάλο Σχήμα”;
"Ναί, πολύ καλά· καλέστε τον”, είπε. Μέσα στο μαρτύριό της, τό είχε ξεχάσει.

Στίς 11 Απριλίου τού έτους 1958, ή Μητέρα, βαριά άρρωστη, έλαβε τό Μεγάλο Σχήμα άπό τό χέρι του Επισκόπου μας Χρυστοστόμου. Δέν μπορούσε νά πάει μέχρι τήν εκκλησία· γι’ αύτό οί αδελφές τήν μετέφεραν πάνω σέ φορείο στό παρεκκλήσιο. 'Ο Επίσκοπος, σύμφωνα με τήν επιθυμία της, τήν εξομολόγησε καί τήν κοινώνησε μέ τα πάναγνα Μυστήρια του Σώματος καί του Αίματος του Χριστού. Τής έδωσε τό ποτήριο στό χέρι της καί έτσι εκείνη κοινώνησε μόνη της.

Ήταν σκληρό γιά αυτήν νά μήν μπορεί νά σταθεί καί να συμμετέχει στίς προσευχές καί στίς εκκλησιαστικές άκολουθίες. Προσευχόταν στόν Κύριο νά Ανταλλάξει την αρρώστια της μέ κάποια άλλη, άλλά μόνο τά πόδια της να μπορέσουν νά θεραπευτούν. 'Η προσευχή της εισακούστηκε αμέσως. Μέ τήν μεγάλη της πίστη καί μέ την χρήση των φαρμάκων, τό δέρμα της άρχισε να θεραπεύεται καί τά πόδια της ξανάνιωσαν, έτσι ώστε στό διάστημα επτά ήμερων νά θεραπευτεί πλήρως από τίς πληγές της.
'Η αρρώστια της πέρασε από τά πόδια της στά νεφρά της. Έχασε τήν όρεξή της καί δέν μπορούσε νά φάει και εξασθενούσε όλο καί περισσότερο.
Είχε Αποφασίσει ότι, αφού ή γιορτή των Άγ. Πέτρου και Παύλου έπεφτε εκείνη τήν χρονιά Σάββατο, θα ερχόταν στήν τράπεζα γιά νά κάνει μία ομιλία στίς αδελφές. Επειδή ή κατάστασή της χειροτέρεψε τήν νύχτα, δέν μπόρεσε να έρθει, άλλά ήρθε τήν επόμενη ημέρα, τήν Κυριακή, και καθώς στεκόταν όρθια στήν θέση της, έκανε μία θαυμάσια ομιλία. Μεταξύ άλλων είπε: “Αδελφές, ό Κύριος γνωρίζει πόσο μπορεί νά άντέξει ένας άνθρωπος καί επιτρέπει




Ακριβώς τόσο όσο αρκεί γιά νά μάς δοκιμάσει. Αφού δεν μπορείτε νά σηκώσετε τίς μικρότερες δοκιμασίες, ό Κύριος δέν σάς στέλνει μεγάλες. 'Ο Κύριος μάς υπόσχεται μεγάλη Αμοιβή γιά τήν υπομονή. Μόνον εκείνος πού είναι καταρτισμένος στον νόμο του Θεού μπορεί νά έχει μία καθαρή όδό. 'Ο Κύριος λέει ότι όποιος δεν μισεί πατέρα και μητέρα, αδελφό καί αδελφή ακόμη καί τήν ίδια τον τήν ψυχή, δεν μπορεί νά είναι μαθητής Του. Καί εκείνος πού το εκπλήρωσε αυτό, μπορεί νά μάθει τόν νόμο τού Θεού. Ό Απόστολος λέει: Χαίρετε, αδελφοί’ όταν σάς συμβάν ποικίλοι
γήινοι πειρασμοί. 'Ο Κύριος λέει: Προσεύχεσθε στον Θεό γιά να μην πέσετε σε πειρασμό, δηλαδή, στήν αδύναμη πίστη.

Υπήρχε κάποιος μεγαλύτερος άδελφός στο θεραπευτήριο τής μονής. Παραπονέθηκε στόν 'Άγ. Βαρσανούφιο: «'Ο αδελφός πού προσέχει τούς ασθενείς φροντίζει καλά όλους τούς ασθενείς άλλά όχι εμένα. Ούτε πού μέ κοιτάζει. Δέν ξέρω τί να κάνω· δέν μπορώ να το αντέξω άλλο». Αλλά ό 'Άγ. Βαρσανούφιος του απάντησε: « ’Ω, δύστυχε αδελφέ, θα ήθελες να αξίζεις τόν σεβασμό.
Δέν γνωρίζεις ότι ό Κύριος μπορεί να μαλακώσει άκόμη και τήν καρδιά ενός Τούρκου, γιά να σέ υπηρετεί όπως καί τους άλλους; Αλλά ό Κύριος έχει βρει κάποιο ψεγάδι σέ έσένα, εξ αιτίας του όποιου πρέπει να υπομείνεις τόν πόνο καί όταν ευαρεστήσει στόν Κύριο, θα σέ αγαπήσει όπως καί τους άλλους»”.

Ή Μητέρα μίλησε ακόμη περισσότερο στίς αδελφές της πάνω στό θέμα αυτό, άλλά κατόπιν είπε: “'Ο Κύριος θεράπευσε τά πόδια μου, άλλά που θα πάει ή αρρώστια μου από έδώ, δέν τό γνωρίζω. Αυτό μόνο γνωρίζω, ότι όλο τόν καιρό πού ήμουν άρρωστη, αισθάνθηκα ότι ήμουν κάπως πιό καλή”. Μίλησε πολλή ώρα καί αυτή ήταν ή τελευταία της φορά: έπειτα έκλεισε τά χείλη της γιά πάντα.
Έχοντας λάβει τό Μεγάλο Σχήμα, ή Μητέρα συνέχισε να ζει άνάμεσά μας έπί τέσσερεις ολόκληρους μήνες, διάστημα κατά τό όποιο δοκίμασε μεγάλο πόνο, άλλά στην ψυχή της ήταν ειρηνική καί χαρούμενη. Παραμέρισε όλα τα άλλα πατερικά βιβλία καί διάβαζε μόνο τά Ιερά Ευαγγέλια καί τούς Βίους των Αγίων. Τής είχε γίνει δύσκολο να μιλάει, άλλά δέν άφησε τό διάβασμα.



Εκείνη τήν χρονιά άνακαινιζόταν ή μεγάλη εκκλησία της μονής καί γι’ αυτό οί 'Ιερές Ακολουθίες γίνονταν στο παρεκκλήσιο. Τήν ημέρα τής έορτής τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Εύφημίας, τήν11 Ιη Ιουλίου, ή Μητέρα Εύφημία έλαβε τήν Θεία Κοινωνία. Δέν κοινωνούσε συχνά, επειδή αισθανόταν ότι πρέπει κανείς να προετοιμάζει τον εαυτό του άξια, πράγμα πού δέν μπορούσε να τό κάνει εξ αίτιας τής αρρώστιας της. Τήν ίδια ημέρα λάβαμε ένα πρόσφορο καί μία τελευταία ευλογία από τήν Μητέρα, αλλά επειδή ήδη πέθαινε, τήν υπό βάσταζε ή Μητέρα Γαβριέλα.
Στήν περίσταση αυτή οί αδελφές τής έφεραν τά ράσα μιας νέας δόκιμης πού προετοιμαζόταν γιά να τά ευλογήσει. Και έτσι τέλεσε τό τελευταίο κανονικό της καθήκον.


Στήν αγρυπνία τής εορτής τού Αγ. Προφήτη ’Ηλία, της φέραμε τήν εικόνα πού γιόρταζε γιά να τήν ασπαστεί καί ό ιερέας τήν μύρωσε μέ τό λαδάκι. Τήν επόμενη ημέρα, στην  εορτή τού Αγ. Προφήτη Ηλία, πρίν τό βράδυ, κοινώνησε καί έπειτα παρατήρησε ότι άρχιζαν οί τελευταίες της ώρες. Ήταν άρρωστη άκριβώς ένα χρόνο. 'Η κατάσταση της ύγείας της είχε επιδεινωθεί τήν ήμερα τής εορτής του Άγ. Προφήτη Ηλία τόν προηγούμενο χρόνο καί τελείωσε την επίγεια πορεία της τήν ίδια ήμερα αυτού τού χρόνου. Και έτσι ικανοποιήθηκε ή επιθυμία της, διότι πριν συχνά έλεγε:
“Είθε ό Κύριος να μου δώσει να ζήσω ένα χρόνο ελεύθερη από τά ποιμαντικά μου καθήκοντα, γιά να προετοιμαστώ για τόν θάνατο”. ’Ίσως να τό είχε φανταστεί διαφορετικά, αλλά ό Κύριος τό ξεπλήρωσε κατ’ αυτόν τόν τρόπο.



Εκμεταλλεύτηκε έτσι τήν κατάστασή της γιά χάρη της σωτηρίας της. Με μεγάλη αγάπη γιά τόν Θεό, δέχθηκε με ευχαριστία τά πάντα από τά χέρια Του.
Οί αδελφές συγκεντρώθηκαν γύρω από τό κρεβάτι της καί έκλαψαν απαρηγόρητα όλη τήν νύχτα. Εκείνες πού είχαν τήν υπακοή του διορισμού στήν μονή τής Άγ. Παρασκευής έρχονταν όταν τό επέτρεπαν τά ωράρια των διακονημάτων τους. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φθάσει τό τέλος της, ή Μητέρα Γαβριέλα τής διάβασε τόν Κανόνα γιά τήν



Αναχώρηση τής Ψυχής. Καθώς ή Μητέρα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, αισθανόταν μεγάλη προσκόλληση πρός εμάς, δέν ήθελε να παραδώσει τό πνεύμα μπροστά σε τόσες πολλές αδελφές. Προσευχήθηκε στόν Θεό καί ή επιθυμία της εκπληρώθηκε. Σέ όλες τίς αδελφές ήρθε ή ίδια σκέψη: ή Μητέρα δέν θα πεθάνει ακόμη. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε να αναπαυτούν γιά λίγο, διότι τήν επόμενη ημέρα έπρεπε να μπορούν να σταθούν σε όλη τήν 'Ιερή Ακολουθία. Δέν είχε περάσει ούτε μισή ώρα όταν έφθασε ή ώρα του θανάτου της.

Τήν 21η Ιουλίου/3π Αυγούστου του 1958, στο εξηκοστό τρίτο έτος τής ζωής της, ή Μητέρα Ευφημία αναπαύτηκε καί παρέδωσε τήν -ψυχή της στά χέρια του Κυρίου ενώπιον δύο αδελφών. Αμέσως μετά συγκεντρώθηκαν όλες οί αδελφές καί μέ πολλά δάκρυα ετοιμάσαμε τήν αγαπητή μας καί Αξέχαστη Μητέρα.

Ψάλαμε τήν Πανυχίδα καί διαβάσαμε τό Ψαλτήρι χωρίς διακοπή. 'Η Μητέρα μας αναπαύτηκε στίς 2.30 π.μ., τήν ώρα κατά τήν όποια συνήθιζε να σηκώνεται γιά τήν πρωινή προσευχή. "Όταν, στίς τέσσερις ή ώρα, φέραμε το προετοιμασμένο σώμα της στήν έκκλησία, ήταν ή ώρα πού συνηθίζαμε να συγκεντρωνόμαστε γιά τόν Όρθρο.
Όταν οί αδελφές τής Μονής τής Αγ. Παρασκευής έμαθαν ότι ή Μητέρα είχε αναπαυθεί, ήρθαν όλες γιά να την ασπαστούν. Πρώτα έφθασαν πέντε αδελφές, οί όποιες κατόπιν επέστρεφαν στά διακονήματά τους στήν μονή και γιά να φροντίσουν τήν λειτουργία του ιδρύματος των παιδιών, ενώ οί υπόλοιπες παρέμειναν γιά Αργότερα. Στην κηδεία έπρεπε να παραστούν όλες.

'Η Μητέρα Γαβριέλα έστειλε Αμέσως ένα τηλεγράφημα σε όλους τούς φίλους μας καί τούς γνωστούς. Τήν Τρίτη ημέρα έγινε ή ταφή. Στήν κηδεία παρευρέθηκαν οί εξής: 'Ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Μπρανίτσεβο Χρυσόστομος· οί ιερείς εξομολόγοι τής μονής, Τύχων, Μάξιμος και Κασσιανός· ό Πατήρ Μελέτιος από τό Τσουκόγιεβατς μαζί  μέ δύο μοναχές της Μονής Βελούτσα ή Μητέρα Ήγουμένη Άννα από τήν Μονή Βρατσέβσνιτσα μαζί μέ τις αδελφές ή Ήγουμένη Παρασκευή από τήν Μονή Μανάσια μέ τίς αδελφές της επτά ακόμη ιερείς πού υπηρετούσαν στήν μονή καί μεγάλος αριθμός λαϊκών.



Όταν αναπαύτηκε ή Μητέρα, όλες οί φροντίδες γιά τις αδελφές, τήν μονή καί οί ετοιμασίες γιά τήν κηδεία έπεσαν στήν Μητέρα Γαβριέλα. Από σεβασμό γιά τήν Μητέρα, αγνίσθηκε να βάλει τά πάντα μέ σύνεση σε καλή τάξη, να ενθαρρύνει τίς αδελφές, να τακτοποιήσει τά πάντα μέ τον κατάλληλο τρόπο καί να δεχθεί εκείνους πού από σεβασμό ήρθαν στήν κηδεία καί στήν ταφή.

Πριν τήν κηδεία ή Μητέρα Γαβριέλα είπε στις αδελφές: “Αδελφές, τώρα πρέπει να υπομείνουμε τήν μεγάλη μας λύπη καί στέρηση. Πρέπει εμείς να εξυμνήσουμε την Μητέρα μας καί να μήν επιτρέψουμε να εξυμνηθεί από άλλους”. Όλες καταλάβαμε τί ήθελε να πει καί τό βάλαμε στήν καρδιά μας.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Σεπ 27, 2017 10:35 am

ΜΟΝΑΧΗ ΦΕΒΡΩΝΙΑ: Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Εικόνα

Η Φεβρωνία, κατά κόσμο Φεβρωνία Κερεμίδου γεννήθηκε ένα κρύο βράδυ στις 1 Ιανουαρίου του 1933 στην Δράμα με έναν περιπετειώδη, συγκλονιστικό και θαυματουργό τρόπο.

 Όταν γεννήθηκε οι γιατροί και η μαία διέγνωσαν τον θάνατό της και αντί να την παραδόσουν στους γονείς της για ταφή την πέταξαν στην κυριολεξία στο κάδο αποβλήτων του νοσοκομείου όπου κάποια στιγμή όμως το υπόκωφο κλάμα της άκουσε τυχαία ένας γιατρός και με έκπληξη αναφώνησε:

Μα αυτό ζωντάνεψε..
Έκπληκτες οι νοσοκόμες την πήραν στα χέρια τους, την έπλυναν, τύλιξαν με βαμβάκια το κορμάκι της και την άφησαν κάτω από μία ξυλόσομπα για να ζεσταθεί, έτσι θαυματουργικά και περιπετειώδη επανήλθε στην ζωή.

Οι συνθήκες ήτανε δύσκολες και το 1940 μετακομίζει με την οικογένειά της στην Θεσσαλονίκη ενώ σχεδόν αμέσως φεύγουν και πηγαίνουν στο χωριό Προφήτη Ηλία της Σκύδρας, στην Πέλλα από όπου και πάλι όμως το 1944 επιστρέφουν στην Θεσσαλονίκη.

Στα δύσκολα εκείνα χρόνια, παιδάκι ακόμη πηγαίνει καθημερινά και παρακολουθεί το «Κατηχητικό» στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου επί της Εγνατίας οδού.

Το 1961, σε ηλικία 28 ετών, πηγαίνει στην Αίγινα για την αγιοποίηση του Αγίου Νεκταρίου γεγονός που την συγκλόνισε και την σημάδεψε τόσο που γυρίζοντας σπίτι της, αποφασισμένη πια, ανακοινώνει στον πατέρα της την μεγάλη επιθυμία της να γίνει μοναχή. Ο πατέρας της όχι μόνο δεν αντιδρά αλλά της εκμυστηρεύεται ότι την είχε τάξει από βρέφος στον Θεό λόγω των θαυματουργών συνθηκών της γέννησης και της επανόδου της στην Ζωή και έτσι την ενθαρρύνει.

Τα χρόνια που περνάνε βρίσκουν την Φεβρωνία νοσηλεύτρια σε μεγάλο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, να διακονεί τους πονεμένους συνανθρώπους της και να προσφέρει απλόχερα κουράγιο, φροντίδα, δύναμη και ελπίδα. Μάλιστα τον περισσότερο χρόνο μένει μέσα στο νοσοκομείο σε ένα μικρό χώρο στο υπόγειο για να είναι κοντά και συνεχώς στους ασθενείς.

Μοναχή έγινε μετά τον θάνατο των γονιών της, αφού πρώτα εκπλήρωσε την υποχρέωσή της σε αυτούς, στις 17 Ιανουαρίου του 1991 με την «Κουράς» της να πραγματοποιείται από τον αείμνηστο μακαριστό Σεβασμιώτατο Σισανίου και Σιατίστης κ. Αντώνιο και τοποθετείται σε ένα μικρό μοναστήρι τότε, την Ιερά μονή Γενέσιον της Θεοτόκου στο Δρυόβουνο της Κοζάνης ενώ το 1993 γίνεται μεγαλόσχημη μοναχή παίρνοντας το «Αγγελικό Σχήμα» και το 1994 ανακηρύσσεται «Καθηγουμένη» της Μονής.

Υπηρέτησε το Μοναστήρι αυτό πιστά για πολλά χρόνια και με την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής αλλά και του εφημέριου του χωριού φτιάχτηκαν τα σημερινά κτίρια όπως οι ξενώνες, το αρχονταρίκι, τα κελιά κ.α.

Τα τελευταία χρόνια σημαντικά προβλήματα υγείας την κρατάνε μακρυά από το μοναστήρι αυτό που τόσο αγάπησε και φρόντισε, έτσι διαμένει σήμερα στην Θεσσαλονίκη σε ένα πολύ λιτό και μικρό διαμέρισμα γεμάτο εικόνες, βιβλία, φάρμακα και φωτογραφίες μιάς άλλης εποχής, στην Τριανδρία.

Καλόγρια της Αγάπης

Θα περίμενε κανείς σήμερα να φροντίζει πια τον εαυτό της όμως παρόλα τα προβλήματα υγείας που την ταλανίζουν, καθημερινά και αδιάκοπα κατεβαίνει με το αστικό στην κεντρική αγορά της πόλης, το Καπάνι ενώ παράλληλα διακονεί, φροντίζει τον άρρωστο αδερφό της.

Οι έμποροι της αγοράς την προσφωνούν η «Καλόγρια της Αγάπης» και της δίνουν ρούχα, υποδήματα μέχρι και τρόφιμα και αυτή με την σειρά της τα διανέμει σε συνανθρώπους της με ανάγκες ενώ η πενιχρή της σύνταξη κάθε μήνα γίνεται φαγητό που η ίδια φτιάχνει σπίτι της και προσφέρει μέσα σε ταπεράκια σε οικογένειες που το έχουν ανάγκη.

Έχει βαπτίσει παιδιά που οι γονείς τους είχανε δυσκολίες οικονομικές, έχει παντρέψει για τον ίδιο λόγο, έχει βοηθήσει πολλούς συνανθρώπους μας, είναι πάντοτε με ένα καλό λόγο, την Ελπίδα και την Αγάπη στα χείλη της για τον κάθε συνάνθρωπό μας … αμέτρητες και ατελείωτες οι πράξεις Αγάπης της μοναχής Φεβρωνίας.

μοναχή Φεβρωνία

Ένα νεκρό βρέφος που πετάχτηκε στα απόβλητα ενός νοσοκομείου το 1933 αλλά «ξύπνησε» από την Χάρη του Θεού και επέζησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια, η Μοναχή Φεβρωνία σήμερα, το 2017, είναι η εμβληματική μορφή, η προσωποποίηση της Αγάπης και της αλληλοβοήθειας για τον συνάνθρωπό μας αποτελώντας ένα τεράστιο φωτεινό παράδειγμα που σήμερα όσο ποτέ άλλοτε η κοινωνία μας έχει μεγάλη ανάγκη να ακολουθήσει.

Η ζωή της και το έργο της είναι ένα παράδειγμα που μας γεμίζει δύναμη, κουράγιο και κυρίως Ελπίδα για το Αύριο.

Ο θεός να την έχει πάντα Γερή!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Νοέμ 24, 2017 9:54 am

ΜΟΝΑΧΗ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΔΕΒΕΝΤΖΗ. ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΜΠΑΣΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ. Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΕ........
Εικόνα

Η κατά κόσμον Παναγιώτα, θυγατέρα των ευσεβών Φωτίου και Διαμάντως Δερβεντζή γεννήθηκε εις το χωρίον Μπάσι του νομού Κορινθίας γύρω στα 1900 (τότε τα κορίτσια δεν αναγράφοντα στα μητρώα).
Στην τρυφερά ηλικία των 8 ετών έχασε τον πατέρα της και αναγκάστηκε όπως και τα αδέλφια της Πάτρα, Κατίνα, Αλέκος και Φώτης να ξενιτευτεί για να αντιμετώπιση μόνη της τη ζωή. Έτσι Βρέθηκε στο σπίτι κάποιων ευλαβών ομογενών στην Αίγυπτο, οι όποιοι την προσέλαβαν ως οικιακή Βοηθά. Οι άνθρωποι αυτοί καθώς είδαν τον απλό και σεμνό χαρακτήρα της και την εργατικότητα, προθυμία και ειλικρίνεια της την ξετίμησαν και την είχαν σαν παιδί τους. Της φέρθηκαν καλά χωρίς να την εκμεταλλεύονται ή να την στενοχωρούν. Τούς μισθούς της δε, τούς κατέθεταν ακέραιους σε Τράπεζα του Καΐρου.
Στα 30 της χρόνια αξιώθηκε να πραγματοποίηση ένα άγιο και ευσεβή πόθο της: να προσκυνήσει εις τα θεοβάδιστα μέρη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ. Στην Ιερουσαλήμ οραματίστηκε 3 άνδρες πού της έδωσαν εντολή να επιστρέψει στο χωριό της στην Ελλάδα και να κτίση ένα ναό προς τιμήν τους. Εκείνη με την απλότητα πού διέθετε, θεώρησε ότι ήταν οι 3 Ιεράρχες και φρόντισε να προμηθευθεί σύντομα κάποια εικόνα τους. Όμως οι μορφές της εικόνας δεν έμοιαζαν με εκείνες πού οραματίστηκε. Τις μορφές ανεγνώρισε στο εικόνισμα της Αγίας Τριάδος πού της έδωσε ό πνευματικός της.
Με την ευλογία του αγίου εκείνου ανδρός και την αμέριστη συμπαράσταση ιών αφεντικών της, έθεσε σε εφαρμογή το θεάρεστο έργο της.
Έγραψε στ' αδέλφια της Αλέκο και Κατίνα και τους ανέθεσε να αναλάβουν το έργο άνεργέσεως του ναού της Αγίας Τριάδος δίπλα στο ναΐσκο της Αγίας Κυριακής στην γενέτειρά της στο Μπάσι. Με χρήματα από την προσωπική της εργασία λοιπόν και χάρις στις ανύσταχτες της ενέργειες αναγκάστηκε και ήταν ολιγογράμματος, έθεμελιώθη το έτος 1936 ό ιερός ναός της Αγίας Τριάδος. Με τους μισθούς της επίσης αγοράστηκε και ικανή έκταση γύρω από το ναό με σκοπό την μελλοντική ίδρυση Μονής.
Το 1946 έρχεται οριστικά στην Ελλάδα και έγκαταβιώνει στο μοναδικό τότε κελλάκι πού βρίσκεται στα ΒΑ τού ναού. Με τη συμπαράσταση του πρώτου εξαδέλφου της Παναγιώτου Σκούρα ιερέως και διδασκάλου κείρεται μοναχή υπό τού τότε Μητροπολίτου Κορινθίας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Γκούρας Κορινθίας το έτος 1949 λαμβάνουσα το όνομα Πρίσκιλλα.
Με τις σύντονες προσπάθειές της και την συμπαράσταση των Μπασιωτών μετέβαλε σύντομα τον αγριεμένο τόπο σε οίκον Θεού, σε συγκροτημένο μοναστήρι πού το στόλιζαν οι δίδυμες εκκλησίες τής Αγίας Τριάδος και τής Αγίας Κυριακής.
Με τη συντροφιά των Αγίων και τής προσευχής ζούσε ευτυχισμένη στο ερημητήριο της από το όποιο έξήρχετο· μόνο για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει στις πλησιόχωρες ενορίες και πάντοτε πεζή. Πεζή έξαλλου επεσκέφθη και την Ιερά Μητρόπολη τρεις φορές όταν χρειάστηκε να μεταβεί εκεί για υποθέσεις του μοναστηρίου της. Και αυτό γιατί θεωρούσε κάθε άνεση ανεπίτρεπτη για τις μοναχές.
Στο ταπεινό αλλά ευλογημένο μοναστηράκι της έζησε και αρκετές δύσκολες στιγμές ιδίως κατά τη διάρκεια τού δεύτερου αντάρτικου (1946- 1949). Τότε οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν τις εκκλησίες για κατάλυμα και άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν με τα ξύλα από την ξυλεία πού προοριζόταν για την επένδυση των κελιών. Κάποια φορά ξέχασαν αναμμένη τη φωτιά και έτσι κατεκάη ή επίπλωση τού ναού χωρίς όμως να καταστραφούν οι εικόνες τού τέμπλου.
Ή απλοϊκή Γερόντισσα έκτοτε υπέφερε από φοβίες. Κάποια νύχτα όταν μετά τον κανόνα της έγειρε να κοιμηθεί, άκουσε μια ουράνια φωνή να τής υπαγορεύει μία προσευχούλα την οποία αποστήθισε και ή οποία έκτοτε έγινε ή παρηγοριά της μέσα στην ερημιά.
Ή προσευχή εκείνη έλεγε τα έξης:
«Βρίσκομαι στην ερημιά, κι έχω απέναντι μου υψηλά Βουνά, κι έχω τον Θεό Πατέρα, τον Ιησού παρηγοριά. Τα πουλάκια πού πετούνε, δω και εκείνες μες τα κλαδιά τσίου - τσίου τα καημένα, πώς πετούν χαριτωμένα τί ευχάριστο για μένα, πού δεν βλέπω άλλον κανένα! Με το βλέμμα ιλαρό τα υποδέχομαι και γώ και μαζί συνομιλώ. 'Ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου, δώσε θάρρος στην καρδιά μου να ξεχνώ την ερημιά μου, στα ιερά καθή­κοντα μου, στην καλή την Παναγιά μου, πούχω πάντα συντροφιά μου, στην καλή μου Παναγιά, συντροφιά μου και ελπίδα».
Ή αείμνηστος Γερόντισσα ήταν καλοσυνάτη και ευγενής με όλους, αποφεύγοντας κάθε κοσμικότητα στην συμπεριφορά της. Διακρίθηκε για την ακλόνητο πίστη και την ευσέβεια της, τη βαθειά ταπείνωση, την πραότητα και την συγχωρητικότητά της ως επίσης και την εντιμότητα της, χάρισμα σπάνιο και το όποιο την καθιέρωσε στην συνείδηση των Μπασιωτών σαν πνευματική τους Μητέρα.
Το στόμα της δεν εξέφρασε ποτέ άπρεπη ή πικρό λόγο, ή δε διδαχή της κινούσε τον τυχόντα συνομιλητή της εις μετάνοια και διόρθωση. Το κομποσκοίνι και η ευχή ήταν αχώριστοι σύντροφοι της.
Η δίαιτα της ήταν λιτότατη και λιγοστή. Το κελάκι της απλό και απέριττο πρόδιδε την πνευματική εργασία που ετελείτο εκεί σε όποιον εισερχόταν σε αυτό.
Διάθετε και το ιαματικό χάρισμα το οποίο πλουσιοπάροχα της χορήγησε η Θεία Χάρις για την αγία βιωτή της και την καθαρή προσευχή της. Έτσι εξελίχθηκε σε μάνα κάθε πονεμένου ο οποίος την πλησίασε και ο οποίος έφευγε χαρούμενος με τη
βεβαίωση ότι θα ενεργήσει για ιό πρόβλημα του ή ταπεινή προσευχή της αγίας εκείνης γυναικός.
Αξιώθηκε να απόκτηση και μία υποτακτική, την αδελφή Θωμαϊδα ή οποία με αυταπάρνηση την εξυπηρέτησε όταν γύρω στα ογδόντα της χρόνια έσπασε το πόδι της. Δοξάζοντας το ύπερύμνητον όνομα της Αγίας Τριάδος και αδιαλείπτως προσευχόμενη έκοιμήθη στις 22 Αυγούστου 1984.
Τις πληροφορίες μας έδωσε το πνευματικόν τέκνον της Γεροντίσσης, ό εκείνες Κιάτου Κορινθίας καταγόμενος Θεολόγος Γεώργιος Μαγκιρίδης, ό οποίος σαν παιδί έπεσκέπτετο τακτικά την Γερόντισσα και ρουφούσε αχόρταγα τη διδαχή της.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Νοέμ 25, 2017 10:07 am

Μοναχή Τιμοθέη Χριστοδούλου. Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Βρανά Μαραθώνος Αττικής.

Γεννήθηκε τό 1918 στη Ρόδο από τούς ευσεβείς και πολύτεκνους γονείς Παναγιώτη και Αικατερίνη Χριστοδούλου πού έφτασαν στο νησί πρόσφυγες τη δεκαετία του 1910 από τη Μικρά Ασία. Όταν ή κατά κόσμο Άννα ήλθε εις ηλικία 3 μηνών, ή οικογένεια της μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί έχασε αρκετά από τα αδέλφια της από επιδημική αρρώστια της εποχής. Εις ηλικία 10 ετών έχασε και τούς δύο γονείς της.
Μόνο της στήριγμα έμεινε ή αδελφή της Κυριακή καθώς και ή Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Κορασίδων του πατρός Αγγέλου Νησιώτη στην αγκα
λιά της οποίας βρήκε τη θαλπωρή πού τής έλειπε όπως και το στήριγμα για να συνέχιση την πορεία του πονεμένου Βίου της.
Στα κατηχητικά του πατρός Αγγέλου γνωρίζεται με την μεγαλύτερή της κατά αρκετά χρόνια Φωτεινή Χατζηδάκη με την οποία συμφωνούν στα πνευματικά και επιθυμούν από κοινού να μονάσουν. Ή ίδια έλεγε χαριτωμένα ότι «έγινα υποτακτική από 10 ετών. Ή αδελφή Φωτεινή και κατόπιν Γερόντισσα Μελετία ήταν για μένα τα πάντα. Μάνα και Γερόντισσά μου». Έτσι με τη σύσταση τού πατρός Αγγέλου όταν ή 'Άννα διήγε το 16ο έτος τού βίου της εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ και βάζουν μετάνοια στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Μάντζαρη Ευβοίας όπου μετά τη νόμιμο δοκιμασία κείρονται ρασοφόρες μοναχές. Ή μεν Φωτεινή μετονομάζεται εις Μελετία μοναχή ή δε Άννα εις Τιμοθέη μοναχή.
Τα χρόνια των 2 αδελφών στο μοναστήρι κυλούν με προσευχή, με άσκηση, με σεμνότητα αλλά και αρκετή χειρωνακτική εργασία. Ή δεκαετία του 1940 με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ή παντοειδής στέρηση, ό κατατρεγμός, ή φτώχεια πλήττουν και το μοναστήρι.
Ή αδελφή Μελετία δοκιμάζεται σκληρά από την υγεία της. Καθημερινά κάνει αιμοπτύσεις από το στομάχι και δυστυχώς το διαιτολόγιο της Μονής είναι ακατάλληλο: τα όσπρια και οι τραχανάδες επιδεινώνουν το πρόβλημά της. Έτσι οι δύο αδελφές με σύσταση πνευματικού αποχωρούν από τού Μάντζαρη και έρχονται στην Αθήνα με το ξηρό και υγιεινό κλίμα για μια νέα δημιουργία.
Στα 1960 λοιπόν ζητούν συμβουλή από τον τότε Ηγούμενο της Μονής Πετράκη ό όποιος τούς συστήνει να κατοικήσουν στο ερειπωμένο Μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου Βρανά πλησίον τού Μαραθώνος 'Αττικής και το όποιο αποτελεί μετόχιο παλαιό της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Πεντέλης. Ή εν λόγω Μονή τούς χορηγεί την άδεια και εγκαθίστανται σε ένα χώρο ό οποίος εκτός από την μισοχαλασμένη Εκκλησιά τού Αη-Γιώργη δεν διαθέτει ούτε μία σκεπή! Ασκεπείς λοιπόν παραμένουν και αυτό γιατί το όλο περιβάλλον τού μοναστηριού αυτού τού 12ου αιώνος με τα άσκεπή κελιά, την απέριττη μεταβυζαντινή Εκκλησιά και την μισογκρεμισμένη μάνδρα ξυπνάει μέσα τους μνήμες ιερές από τον καιρό πού πατέρες Όσιοι κατοίκησαν εκεί και με τον κόπο τους έστησαν το μοναστήρι και με τα δάκρυα τους τα ασκητικά αγωνίστηκαν να ημερέψουν τον τόπο. Ήδη μια υπερκόσμια ευωδία υποδέχεται τις δύο ταπεινές αυτές υπάρξεις. Και όταν κάθονται να ξαποστάσουν από την ταλαιπωρία τής πρώτης τους εγκατάστασης στις 20 Ιουλίου 1960 έκπληκτες βλέπουν στην ερημιά ένα κάτασπρο άλογο να καλπάζει και τρεις φορές να περνά γύρω από την πρόχειρη σκηνή τους. Ξάφνου ακούγεται αντρική φωνή να λέει: «Σουτ, εδώ θα μείνετε!». Δάκρυα χαράς πλημμυρίζουν τις αδελφές και γαλήνη διακατέχει το είναι τους καθώς συνειδητοποιούν ότι ό Άγιος Γεώργιος τούς υποδέχτηκε στο μοναστήρι του, εκφράζοντας την θέλησή του με το παραπάνω συμβάν...
Νέος αγώνας αρχίζει για τις αδελφές με νέο κύκλο δοκιμασιών και στερήσεων. Φώς δεν υπάρχει όπως και, νερό και τηλέφωνο. Κοιμούνται σε δύο στενά ράντζα. Προσκύνημα δεν υπάρχει. Ξεκινούν τα εργόχειρα τα οποία τούς αποφέρουν το πενιχρό έσοδο των 300 δραχμών. Όταν ξοδεύουν για τις ανάγκες τους τα χρήματα ταυτοχρόνως τελειώνουν και οι γαλέτες με ιός όποιες περνούσαν. Στις 15 Αύγουστου μετά την ακολουθία τους τις επισκέπτεται τυχαία κάποιος αμπελουργός από τον Μαραθώνα και βλέποντας τες στενοχωρημένες τους προσφέρει να φάνε σταφύλι νουθετώντας τες: «Μην στενοχωριέστε αδελφές μου! Όπως ή Παναγία μας θαυματουργικά παρουσίασε το άγιασμα με το νερό στον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη έτσι και για σας θα φροντίσει για τη συντήρηση σας».
Τα λόγια του φωτισμένου εκείνου άνθρωπου στήριξαν τις ψυχές των αδελφών πού καθώς έφευγε, άρχισαν να τσιμπολογούν αχόρταγα το σταφύλι. Κάποιοι περαστικοί πού έρχονταν από Γλυφάδα, τις είδαν να τρώνε λαίμαργα το σταφύλι και τις ρώτησαν αντρική είναι παραθεριστές. Καθώς τις είδαν στενοχωρημένες, τούς υποσχέθηκαν να τούς μεταφέρουν νερό 2 φορές την εβδομάδα για να χτίσουν. Ή Παναγία τη μεσιτεία του Αγίου Γεωργίου έκανε το θαύμα της, διότι έτσι κτίστηκαν τα 2 πρώτα κελιά τα όποια τα θεώρησαν παλάτι.
Οι μέρες τους κυλούσαν γεμάτες πολλή προσευχή, ακολουθία και κομποσκοίνι. Όλη μέρα κουβαλούσαν πέτρες για χτίσιμο και καθάριζαν τα χαλάσματα. Κάποια φορά έβαλαν φωτιά για να καούν κάποια ξερόχορτα. Λόγω τού ανέμου όμως δυνάμωσε και έγινε πυρκαγιά πού άρχιζε να απειλή ότι είχαν κτίσει. Στην απεγνωσμένη φωνή τους «Άγιε Γιώργη σώσε μας» απάντησε ή αλλαγή τού ανέμου πού ώ τού θαύματος! άφησε τη φωτιά να κάψει τόσο χώρο μόνο, όσο έπρεπε να κτίσουν την επαύριον.
Ή μεγάλη πνευματική χαρά στη ζωή τους, τούς δόθηκε από τον τότε πνευματικό τους αρχιμανδρίτη Φιλόθεο Ζερβάκο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου ό όποιος τις έκειρε μεγαλόσχημες την Κυριακή τού Ασώτου τού 1969. Ό επί γης χωρισμός των δύο συνασκητριών ήλθε με το θάνατο της αυστηρής και δυναμικής Γεροντίσσης Μελετίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1973. Μέτ' ολίγας ημέρας ανέλαβε τα καθήκοντα τής Ηγουμένης ή αδελφή Τιμοθέη με εντολή τής κυριάρχου Μονής Πεντέλης.
Εκτοτε κατοίκησαν και άλλες αδελφές στο ταπεινό μοναστηράκι τού Αγίου Γεωργίου και πολλά έργα έγιναν αναδεικνύοντας τον ιερό πρώην κατεστραμμένο χώρο σε κοινοβιακή Μονή.
Στα χρόνια πού ακολούθησαν μαζί με την Μονή αναδείχτηκε και ή ταπεινή και αφανής προσωπικότης τής Ηγουμένης Τιμοθέης.
Με την προσευχή της έγιναν πολλά θαύματα. Πρώτα από' όλα ή Ύπεραγία Θεότητος έδειξε την αντίληψη Της επί τής Μονής ταύτης διά τής μυροβλυσίας τής άχραντου εικόνος Της «ή Ρίζα τού Ίεσσαί» στο τέμπλο τού παλαιού Καθολικού.
Ή αείμνηστος Ηγουμένη είχε την ευχή και το χάρισμα των δακρύων. Ή διάνοια της ήταν κεκοσμημένη με φόβον Θεού και μνήμην θανάτου.
Είχε πολύ λεπτή συνείδηση. Τηρούσε το άκατάκριτον και ήταν αόργητος. Στολίζετο με την χάρη τής καλωσύνης, τής πραότητος και τής αγάπης. Ήταν πρότυπο ανεξικακίας και μακροθυμίας.
Σε ερώτηση πού έκανε ό γράφων στην διάδοχο της Ηγουμένη, Θεοτίμη μοναχή, σχετικά με τα χαρίσματα της μακαριστής, εκείνη απάντησε:
«Πρώτ' από' όλα το γεγονός ότι έκανε δηλ. μπορούσε να μείνει με όλους, ακόμη και τούς πιο δύσκολους χαρακτήρες, τούς χειρότερους. Ύστερα ή ξενητεία της προς τον κόσμο και τα εν αύτώ διότι ούδέποτε έξήρχετο τής Μονής ούτε συναναστροφές, συνομιλίες και συνδιαλλαγές είχε.
Επίσης είχε και την άφιλο- συγγένειαν. Μίαν κατά σάρκα αδελφή είχε, την Κυριακή, την οποίαν αποχαιρέτησε άπαξ όταν έφυγε για το πρώτο μοναστήρι και αντρική και κατοικούσε στην Αθήνα ουδέποτε έσπευσε να την επισκεφθεί.
Τέλος ή προσευχή της πού έκανε θαύματα σε πολλούς ασθενείς και άτεκνες γυναίκες όπως και ένα ακόμη περιστατικό πού με τον αγιασμό έσωσε την ημιθανή αγελάδα μιας πτωχής αγρότισσας.
Επίσης μας έλεγε: «Ότι πέτυχα, οφείλεται στην ευχή της Γερόντισσας μου στην οποία έκανα άκρα υπακοή» και έφερνε ως παράδειγμα την περίπτωση πού με την επίκληση τής ευχής τής Γερ. Μελετίας ξέφυγε τον κίνδυνο από την επίθεση ενός φιδιού.
Όταν τής έδιδαν ονόματα για προσευχή διά ζώσης ή από το τηλέφωνο, τα περνούσε πρώτα 3 φορές από το κομποσκοίνι της και πάντοτε γονυπετής και ένδακρυς και κατόπιν τα έδιδε του Ιερέως για 3 λειτουργίες να μνημονευθούν. Πάντοτε -χάριτι θεού- ή προσευχή της καρποφορούσε και δεχόταν ευχαριστήρια τηλεφωνήματα. Είχε καλό θυμητικό όσον αφορά στα πρόσωπα και τα προβλήματα τους για τα όποια προσευχόταν. Αν δεν την ενημέρωναν φρόντιζε εγκαίρως να πληροφορείται από τις αδελφές.
Διέθετε λεπτότητα, δεν οργιζόταν, ούτε εκφραζόταν αρνητικά για τις πτώσεις των αδελφών. Συνήθως έλεγε: «Ας κάνουμε προσευχή, θα το ζητήσω και εγώ να σε συγχώρηση ό Χριστός μας». Μιλούσε ευγενικά και πάντοτε στον πληθυντικό αριθμό ακόμη και στις αδελφές. Όταν τής συνέβαινε κάτι θαυμαστό, από την υπερβολική της συγκίνηση δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και έδιδε τότε το λόγο σε άλλη αδελφή να το διηγηθεί δημοσία προς όφελος των συνανθρώπων της.
Το μεσημέρι πρότυπο τής κοιμήσεώς της κατέβηκε στο τραπέζι όπου έφαγε πολύ ολίγο και αποχαιρέτησε γελαστή την αδελφή Σωφρονία για να την τονώσει εν όψει τού επικειμένου αποχωρισμού τους.
Στις 17.30 μ.μ. έδωσε εντολή στην αδελφή Θεοτίμη πού μόλις είχε σηκωθεί από την μεσημβρινή ανάπαυση, να ξεκούραστη λέγοντάς της: «Ξεκουράσου τώρα γιατί σε λίγο θα έλθουν πολλοί». Ή αδελφή υπακούοντας πήγε στο κελί της και μη μπορώντας να κοιμηθεί, άρχισε να διαβάζει τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας. Προτού τούς τελειώσει και ενώ ή ώρα ήταν 18.00 μ.μ. ή αδελφή ανησύχησε και μπήκε στο κελί τής Γερόντισσας όπου βρέθηκε ενώπιων ενός θαυμαστού θεάματος:
Ή Γερόντισσα τακτοποιημένη στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με σφαλιστά τα μάτια και το στόμα της, είχε ήδη παραδώσει την ψυχή της στον Κύριον τής δόξης! Το βράδυ πολλοί ζήτησαν να προσκυνήσουν στο κελί της το όποιο σφραγίστηκε για να μη πάρουν ως ευλογία τίποτε. Τελικώς συνωστίζονταν στο ανοιχτό παράθυρο όπου δεν χόρταιναν να οσφραίνονται την ευωδία πού έξήρχετο από τον τόπο αναπαύσεως τής Γερόντισσας.
Εικόνα

Ή Γερόντισσα Τιμοθέη στολισμένη με τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος άπήλθεν εις άπάντησιν τού Νυμφίου τής ψυχής της Χριστού στις 25 Ιουνίου 1997 και ημέρα Τετάρτη. Το όσιακό της λείψανο ευωδίασε και μαζί με αυτό όλο το μοναστήρι καθώς την έντυναν για να την βάλουν στην εκκλησία. Ζεστό και ευλύγιστο παρέμεινε μέχρι τον τάφο καθώς πιστοποιούν και οι σχετικές φωτογραφίες όπου φαίνεται κάποια γυναίκα να ανυψώνει σταυρωτά το χέρι της για να το άσπαστή. Κάποια άλλη γυναίκα πού δεν την πρόλαβε ζωντανή να την χαιρετήσει, από ευλάβεια ανασήκωσε το λείψανο για να το άσπαστή και το άφησε καθιστό στο φέρετρο αγκαλιάζοντας το πολλές φορές. Πέρασε μάλιστα το χέρι τής Γερόντισσας γύρω από τον αυχένα της. Τόσο μεγάλη ήταν ή ευκαμψία τού λειψάνου και τόσο μεγάλη και ή ευλάβεια τής γυναίκας! Για τη Γερόντισσα έδωσε μαρτυρία και ό πνευματικός της, Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Σακκάς ό οποίος τόνισε την απλότητα τού χαρακτήρος της όπως και την καθαρότητα τής εξομολογήσεως της. Μαρτυρία έδωσε και ή κυρία Σωτηρία Νούση.
Εικόνα

Και ό γράφων πήρε την ευχή της πολλάκις ως λαϊκός. Και σήμερα μοναχός αναλογίζεται: Τί σπάνιο πράγμα ό μοναχός να μπορεί να συμβιεί με άπαντες όπως ή Γερόντισσα Τιμοθέη διότι συνήθως όλοι στο μοναστήρι διαλέγουμε με ποιόν θα συνδιακονήσουμε και με ποιόν θα συνπνευματιστούμε!!!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Νοέμ 29, 2017 4:58 am

ΜΟΝΑΧΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΟ ΕΛΓΟΥΝΤ ΠΕΝΣΥΛΒΑΝΙΑΣ.
Εικόνα


Η κατά κόσμο Ίλεάνα γεννήθηκε στο Βουκουρέστι την πρωτεύουσα της 'Ρουμανίας το έτος 1909. Υπήρξε εγγονή του Τσάρου Αλεξάνδρου β της Ρωσίας, και τής βασιλίσσης Βικτωρίας της Αγγλίας και θυγατέρα νεωτέρα του Βασιλέως Φερδινάνδου Α' και τής Βασιλίσσης Μαρίας τής 'Ρουμανίας και άρα αδελφή του Βασιλέως Καρόλου του Β'.
Έζησε και μεγάλωσε μέσα στα θλιβερά γεγονότα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και επειδή διέθετε οξεία αντίληψη, ένιωσε βαθιά μέσα της την συμφορά και την θλίψη πού απλόχερα είχε σκορπίσει γύρω της ό πόλεμος. Έτσι άρχισε να ακολουθή την μητέρα της στο κοινωνικοφιλανθρωπικό έργο για την ανακούφιση τού ανθρώπινου πόνου και την αντιμετώπιση τής ανέχειας.
Σπούδασε στο κολλέγιο HEATHFIELD- ASCOTT τής Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε επίσης ξυλογλυπτική στη σχολή τού ION JALEA και ζωγραφική πλάι στον JEANSTERIADI. Επίσης έγινε κάτοχος ενός σπάνιου πτυχίου για γυναίκες: ήταν λοιπόν κυβερνήτης πλοίου (καπετάνισσα) για μεγάλη διαδρομή!
Το 1931 και σε ηλικία 22 ετών ένυμφεύθη με τον αρχιδούκα Αντώνιο τής δυναστείας HABSBURG τής Αυστρίας και έζησε στο Σόνμπεργκ τής ίδιας χώρας. Μαζί απέκτησαν 6 παιδιά, εκ των οποίων τα 2 κατά την διάρκεια τού Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1944 και μπροστά στην Ναζιστική κυριαρχία πού εξαπλωνόταν απειλητικά, ήρθε και έγκατεστάθη με την οικογένεια της στην Ρουμανία.
Στη χώρα αύτη και κοντά στον πύργο τού Μπράν, έκτισε εις μνήμην της μητέρας της πού την μύησε στο φιλανθρωπικό έργο, ένα νοσοκομείο. Εκεί και μέχρι το τέλος τού πολέμου, αναλώθηκε με στοργή και ανιδιοτελή αγάπη στην περίθαλψη των τραυματιών, την ανακούφιση των αναξιοπαθούντων και σε κάθε άλλη αγαθοεργία.
Μετά την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία το 1948 άρχισε για αυτήν και την οικογένεια της ή δίνη της εξορίας. Εγκαταλείποντας οριστικά την χώρα, βρέθηκαν για λίγο στην Ελβετία, αργότερα στην Αργεντινή και τέλος αφού κατάφερε να εξασφαλίσει για τα πιο πολλά από τα παιδιά της υποτροφία, εγκαταστάθηκαν στο Νιούτον της Μασαχουσέτης. Για να μπορέσει να συμβάλει στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας της αναγκάστηκε να πούληση τα κοσμήματά της. Επίσης παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα κατ' οίκον. Το 1960 αγόρασε μια έκταση στην πόλη Έλγουντ, με σκοπό αργότερα να φτιάξη μοναστήρι, πράγμα το όποιο χάριτι Θεού το κατόρθωσε.
Ύστερα από την επαγγελματική αποκατάσταση ή και τον γάμο των παιδιών της, έφτασε για κείνην ή στιγμή πού χρόνια λαχταρούσε: να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Κατά την διάρκεια της ζωής της είχε έρθει σε επαφή με την παράδοση των Ρωμαιοκαθολικών όπως και των Αγγλικανών. Ή Παράδοση όμως πού την γέμιζε και την εξέφραζε με απόλυτο τρόπο ήταν ή Ορθόδοξη. Εξάλλου πολλά χρόνια πριν είχε ασκηθεί στην προσευχή και ιδιαίτερα στη νοερά ευχή. Έτσι αρχικά πήγε στη Γαλλία όπου υποτάχθηκε στην ξακουστή για την αρετή της Ηγουμένη Ευδοξία στο ορθόδοξο μοναστήρι BUSSY-ON-OTHE στο όποιο μόναζαν 'Ρωσίδες αριστοκράτισσες κατά το έτος 1961. Μοναχή έκάρη ιό 1967 υπό το όνομα Αλεξάνδρα. Το 1968 τελείωσε το κτίσιμο και εγκαινιάστηκε ή εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο ομώνυμο Μοναστήρι στην πόλη Έλγουντ της Πενσυλβάνια. Το Μοναστήρι αυτό αποτελεί ένα πρότυπο διορθόδοξο κέντρο αλλά και μία πνευματική εστία - καταφύγιο για αρκετές ταλαιπωρημένες από την ζωή αμερικανίδες γυναίκες.
Συνέγραψε το Βιβλίο «Οικογένεια Άγγελοι, μια ζωντανή παρουσία» μεταφρασμένο σήμερα και στα ελληνικά όπως και σε πάμπολλες γλώσσες. Το Βιβλίο αυτό δεν είναι μία καθαρή πνευματική δουλειά. Είναι καρπός μιας προσωπικής εμπειρίας και επικοινωνίας της συγγραφέως με την ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας.
Μετά την επανάσταση πού συνέβη στη 'Ρουμανία το 1990 και ύστερα από την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος ή Γερόντισσα Αλεξάνδρα επισκέφθηκε την γενέτειρά της σε ηλικία 81 ετών.
Έκοιμήθη στις 21 Ιανουαρίου 1991 ύστερα από έμφραγμα. Ή ταφή της έγινε στο Μοναστήρι του Ελγουντ. Στο δε απέριττο τάφο της τοποθετήθηκαν σύμφωνα με την γραπτή επιθυμία πού άφησε στη διαθήκη της ένας απλός ξύλινος Σταυρός καθώς και ένα κουτί με χώμα της αγαπημένης της πατρίδος.
Τις πληροφορίες μας έδωσε ή ευσεβής 'Ρουμανίδα VALINA DINCA πού έπεσκέπτετο την Γερόντισσα στην Αμερική.
ΒΙΒΛ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ.
ΘΑΥΜΑΣΤΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ .


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 5 και 0 επισκέπτες

cron