ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιουν 10, 2016 9:52 am

Anastasios68 έγραψε:Έχεις δίκιο καλέ μου Φώτη, το καταλαβαίνω και σου ζητώ να με συγχωρέσεις για την επισήμανση που σου έκανα.
Μη σταματήσεις να γράφεις και να ανεβάζεις τα πολύ ωραία κείμενα. Αν κάποιος ενοχληθεί και μας κάνει παρατήρηση, είμαι σίγουρος πως ο Θεός θα τον φωτίσει να καταλάβει πως εδώ μέσα δεν υπάρχει καμία πρόθεση λογοκλοπής.


Δεν υπάρχει θέμα συνεχίζω και σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιουν 10, 2016 9:53 am

Η ασκήτρια Λαμπρινή από τήν Άρτα...
Εικόνα

Αυτή η ασήμαντη εξωτερικώς γιαγιά πού εδώ βλέπουμε, δέχθηκε χαρίσματα από τον Χριστό πού μόνο μεγάλοι Άγιοι είχαν. Κατέβαζε μέ τίς προσευχές της τόν ουρανό καί τούς Αγίους κάτω, συνομιλούσε μέ την Θεοτόκο, έβγαινε από το σώμα της καί με την ψυχή της ταξίδευε σέ Παράδεισο καί κόλαση, φθάνοντας σέ μέτρα απίστευτα για τήν εποχή μας. Γιαγιά Λαμπρινή πρέσβευε υπέρ ημών...
 
 
Η Λαμπρινή γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αγία Παρασκευή Άρτης.
Οι γονείς της Σπυρίδων Δρίβας και Θεοδώρα ήταν από τους πιο εύπορους του χωριού και είχαν αλλά τρία αγόρια. Η
Λαμπρινή ήταν η μικρότερη, και τ' αδέλφια της την υπεραγαπούσαν για τον χαρακτήρα της, το ήθος και την πολύ καλή συμπεριφορά της προς όλους.
Μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Από μικρή έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να ζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Τελείωσε μόνο το δημοτικό σχολείο και διάβαζε με πόθο την Αγία Γραφή και άλλα πνευματικά βιβλία.

Διηγήθηκε η ίδια:
Ήμουν οκτώ χρόνων και καθόμουν σ’ ένα καρεκλάκι στην αυλή του σπιτιού. Κρατούσα μια μικρή Αγία Γραφή, μπήκα στον ενθουσιασμό και μου άρεσε να την διαβάζω.
Είχα διαβάσει το χωρίο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». (Ματθ.. ιθ'-29).
Έτσι μπήκε μέσα στην καρδιά μου και αγάπησα πάρα πολύ τον Κύριο. Από εκείνη την στιγμή άναψε ο πόθος για να ακολουθήσω την μοναχική ζωή και σκέφθηκα: Δεν θέλω τίποτε, ούτε χωράφια, ούτε περιουσίες, θα πάω για Μοναχή.
Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος με ιερατικά άμφια και μου άρεσε πολύ η όψη του, ήταν πολύ όμορφη. Τον κοιτούσα με θαυμασμό. Μου είπε:
- Τι με θαυμάζεις; Και τα χεράκια σου Εγώ τα έπλασα και είσαι και συ όμορφη σαν εμένα.
- Εμένα με γέννησε η μάννα μου και είναι στην κουζίνα. Να την φωνάξω;
- Όχι, εγώ εσένα θέλω, και έπιασε τα μαλλάκια μου. Αυτά ποιος τα έπλασε;
- Ναι, μου είπε. Τώρα τι θα κάνεις, ποια ζωή θα ακολουθήσεις;
- Αυτό το βιβλίο μου άναψε τον πόθο για τον μεγάλο μου Θεό θέλω να τον απολαύσω. Αυτός να εργάζεται για μένα και εγώ γι’ αυτόν.
- Θα γίνεις μεγάλη, παιδί μου, και θα εργασθείς και συ για Μένα.
- Ποιος είσαι συ;
- Αυτός πού είπες εσύ, μου είπε. Αφού θέλεις έτσι, θα τρως Τετάρτη και Παρασκευή ψωμί και σκόρδο. Εσύ είσαι καλό παιδί, έχω όμως και άλλα καλά παιδιά. Θα έρθω μια μέρα να μαζέψω όλα αυτά τα καλά παιδιά.
Ύστερα έγινε άφαντος...
Άρχισε μετά απ' αυτό να αγωνίζεται περισσότερο, να νηστεύει, να προσεύχεται και να ετοιμάζεται να αφιερωθεί στον Θεό. Πνευματικός της ήταν ο π. Μητροφάνης, ο Γέροντας της Ιεράς Μονής Ροβέλιστας Άρτης.
Διηγήθηκε η ίδια: «Από μικρή ήθελα να γίνω μοναχή. Όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων πήγα στο Μοναστήρι και είπα στον Γέροντα ότι θέλω να γίνω μοναχή.
Μου είπε:
-Νάρθεις, παιδάκι μου. Την άλλη μέρα ήρθαν οι γονείς μου με φωνές να με πάρουν. Ο Ηγούμενος, όπως τους είδε έτσι αγριεμένους, με έδωσε λέγοντάς μου να μεγαλώσω λίγο και μετά ξαναπηγαίνω.
Αυτοί με πήραν και σε λίγες μέρες άρχισαν τα προξενιά. Εγώ ήμουν αρνητική και εύρισκα προφάσεις». Μετά με ρώτησαν τι θέλω και τους είπα: «Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα και ό,τι μου πει ο Θεός».
 
Ο ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ;
 
Προσευχήθηκα και είπα: «Θεέ μου, ένα πράγμα σου ζητώ. Να μου δώσεις άδεια να πάρω τον Ουράνιο (νυμφίο) και εγώ, όπως παίρνουν οι καλές ψυχές. Να μη συζευχτώ με επίγειον άνδρα».
Άκουσα φωνή: «Σε έχουμε υπ' όψιν. Μια ώρα δική μας θα γίνεις. Πρέπει όμως να συζευχθείς αυτού για να δυναμώσεις. Να βάλεις χαλινάρια στο στόμα, στα πόδια, στα χέρια, στη σάρκα».
- Στη σάρκα; Στην παντρειά με στέλνεις.
- Σε στέλνω Εγώ, και η σάρκα είναι ευλογημένη. Δοκιμασίες θα έχεις...
Εγώ συνέχισα να προσεύχομαι για το καλύτερο, να γίνω Μοναχή, όμως μου έλεγε ότι «το καλύτερο για σένα είναι να παντρευτείς, να δοκιμαστείς, να ψηθείς. Αν πας στο Μοναστήρι, δεν θα βασανισθείς τόσο. Στο Μοναστήρι ό,τι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις και συ, είτε τρώνε, είτε προσεύχονται.
Στον κόσμο όμως θα συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Εμείς τελειώσαμε τώρα, πάρε την δύναμη και την φώτιση και εργάσου όσο μπορείς».
Εργάσθηκα σε όλη μου την ζωή. Αγωνίστηκα. Τα πεθερικά μου μετά δεν με ήθελαν, με έδιωχναν, με έβριζαν με άπρεπα λόγια. Όσα μου είπε η φωνή, το Πνεύμα, τα βρήκα όλα». Έτσι λοιπόν μετά τα 20 της την πάντρεψαν με τον Αριστείδη Βέτσιο από τα Κολομόδια Άρτης και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Σπύρο και την Σταθούλα.
Η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη στην οικογένεια του συζύγου της, γιατί ζούσαν δεκατρία άτομα μαζί στο ίδιο σπίτι και ο καθένας είχε τις δικές του Ιδιοτροπίες και τον δικό του τρόπο σκέψεως. Ιδιαίτερα ο πεθερός της φερόταν προς αυτήν με άσχημο τρόπο, με περιφρόνηση και σκληρότητα την πλήγωνε με τα λόγια του.
Η Λαμπρινή όμως κατάφερε με την υπομονή να τα ξεπεράσει όλα. Στις βρισιές του έλεγε: «Πες με ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι μουγκή». Και από τον σύζυγο της είχε δυσκολίες.
Κάποτε που βρισκόταν σε αγρυπνία στον άγιο Φανούριο στο γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, άκουσε φωνή που της είπε: «Αυτή τη στιγμή καίγεται το σπίτι σου...»
Όταν τέλειωσε η αγρυπνία και γύρισε μαζί με τις άλλες γυναίκες με τα πόδια, είδε τα βιβλία της καμένα και πεταμένα έξω από το σπίτι και τον σύζυγο της σε έξαλλη κατάσταση να της φωνάζει να φύγει από το σπίτι.
Η Λαμπρινή απάντησε: «Δεν φεύγω. Εσύ είσαι ό άντρας μου, εδώ είναι το σπίτι μου, σκότωσε με, κάνε με ό,τι θέλεις, εγώ δεν φεύγω».
Τη νύχτα την κλείδωσε έξω από το σπίτι. Υπέμεινε ήρεμα και έλεγε: «Ο πειρασμός τον βάζει, θα του περάσει. Αυτός είναι καλός, αλλά στο καφενείο τον "άναψε" ο τάδε και έκανε ό,τι έκανε, μέχρι να του περάσει ο θυμός».
Παρά τις τόσες δυσκολίες και τις κοπιαστικές αγροτικές εργασίες, δεν άφηνε δευτερόλεπτο της ημέρας χωρίς να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό. Μαζί της στο χωράφι που πήγαινε να εργαστεί έπαιρνε και βιβλία πνευματικά για να διαβάζει και να προσεύχεται. Σ' όλη την ζωή της χάλασε από την πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα Ωρολόγια. Τα βιβλία της ήταν η περιουσία της, όπως έλεγε, και από την μελέτη τους έπαιρνε πολλή δύναμη.
Μετά πού απέκτησε τα δυο της παιδιά, με τον άνδρα της ζούσαν σαν αδέλφια. Αυτός τις νύχτες κοιμόταν και η Λαμπρινή διάβαζε τα βιβλία της με το φως ενός καντηλιού και ενός κεριού.
 
ΦΟΒΕΡΕΣ ΝΗΣΤΕΙΕΣ...
 
Σ’ όλη την ζωή της είχε μονοφαγία και ξηροφαγία. Έτρωγε συνήθως ψωμί και ελιές. Στο τριήμερο (της τεσσαρακοστής) δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτε. Κοινωνούσε την καθαρά Τετάρτη και μετά συνέχιζε την τελεία νηστεία...
Τις ημέρες πού δεν έτρωγε τίποτε έπινε γύρω στις 3 μ.μ. ένα κουταλάκι ζεστό νερό. Το συνηθισμένο φαγητό της ήταν μια πατάτα βρασμένη με ξύδι. Τα παιδιά της την πίεζαν να φάει, αλλά αρνιόταν και απαντούσε: «Μη στενοχωριέστε, δεν θα πεθάνω από τη νηστεία, η προσευχή είναι η τροφή μου. Το σώμα θα το περιποιηθώ γιατί είναι η κατοικία της ψυχής μου. Όταν έρθει η ώρα θα φάω. Μην ανησυχείτε».
Της έκανε το πρωί η κόρη της καφέ και το απόγευμα πού πήγαινε να πάρει το φλυντζάνι ήταν απείραχτο. Το Πάσχα πού κάθονταν όλοι μαζί να φάνε, η Λαμπρινή μιλούσε για τον Θεό και μετά από πίεση έτρωγε μια κουταλιά γιαούρτι η μια πιρουνιά σαλάτα. έλεγε:
«Σήμερα είναι η μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα αναστήθηκε ο Χριστός. Αν ερχόταν ένα πεθαμένο παιδί μου εγώ θα έτρωγα; Θα στόλιζα το σπίτι μου να το υποδεχθώ».
Την τελευταία εικοσαετία της ζωής της έτρωγε μόνο ψωμί, νερό και ξύδι.
Κάποτε θα πήγαινε στην Αθήνα για μια εβδομάδα, διότι θα έκανε εγχείρηση ο αδελφός της. Μια γνωστή της έψηνε ψωμί από καλαμπόκι και της έδωσε μια φέτα. Το δέχθηκε με μεγάλη χαρά γιατί ήξερε ότι η γυναίκα αυτή χάραξε τον σταυρό πάνω στο ψωμί. Όταν γύρισε από την Αθήνα ευχαρίστησε την γυναίκα πού της έδωσε το ψωμί, και της εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό το ψωμάκι ήταν η τροφή της για όλη την εβδομάδα πού πέρασε στην Αθήνα. Έτρωγα λίγο κάθε μέρα και ερχόταν ο Κύριος και μου το αυγάταινε (αύξανε)".
Πριν την κοίμηση της για ένα διάστημα αρκείτο μόνο σ’ ένα κουταλάκι αγίασμα, στο αντίδωρο και φυσικά στην θεία Κοινωνία. Σε κάποιον που την ρώτησε τι είχε φάει, απάντησε ότι έφαγε μόνο αντίδωρο πού είχε κρατήσει από την θεία Λειτουργία ότι μ' αυτό ήταν χορτασμένη και θα την κρατήσει για κ’ ανά - δυό μέρες ακόμη.
Αφού πάντρεψε τα παιδιά της, από την ηλικία των 45 ετών σταμάτησε τις αγροτικές εργασίες και αφοσιώθηκε στην άσκηση και στην προσευχή. η ζωή της πλέον ήταν μια συνεχής προσευχή στο σπίτι και στην Εκκλησία, όπου τακτικά πήγαινε και κοινωνούσε συχνά...
Το καθημερινό τυπικό της ήταν περίπου το εξής: Κοιμόταν μέχρι δύο ώρες το ημερονύκτιο από τις 3 μέχρι τις 4.30 τη νύχτα. Έκανε κομποσχοίνι γονατιστή και μεγάλες μετάνοιες. Έκανε όλες τις ακολουθίες κάθε ήμερα. Το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο τα διάβαζε με το αμυδρό φως από το καντήλι και με ένα κεράκι. Μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και πατερικά βιβλία. Την ημέρα, διάβαζε, έκανε την ακολουθία των Ωρών και προσευχή. Σε όσους την θαύμαζαν πού μπορούσε και αφιέρωνε την ήμερα της στο διάβασμα έλεγε πώς χρόνος υπάρχει για όλους.
Και μια σελίδα την ημέρα να διαβάζεις είναι αρκετό, αρκεί να γίνεται με πίστη.
Όλα αυτά τα έκανε με ευλογία από τον πνευματικό της π. Μητροφάνη, ο οποίος της είχε δώσει τον κανόνα της προσευχής. Την Μ. Σαρακοστή, έκανε το Μεγάλο Απόδειπνο και όταν κάποιος την διέκοπτε δεν το συνέχιζε, αλλά το άρχιζε πάλι από την αρχή...
Όταν γινόταν αγρυπνία σε κάποια Εκκλησία ήταν πάντα πρώτη. Συνήθως την ακολουθούσαν και γυναίκες από τα γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τις γυναίκες στο σπίτι της και έκαναν ομαδική προσευχή.
Από την ηλικία των 30 ετών έραψε ένα τρίχινο σάκκο και τον φορούσε κατάσαρκα σ' όλη την ζωή της, για άσκηση και κακοπάθεια. Κανείς δεν το ήξερε. Για 54 χρόνια τον φορούσε και ποτέ δεν τον έπλυνε. Πριν από την κοίμηση της άφησε εντολή στην κόρη της να μην τον πλύνει ποτέ. Όσοι τον είδαν μαρτυρούν ότι φαίνεται σαν να βγήκε από πλυντήριο και μοσχοβολά (ευωδιάζει).
Παρ’ όλο που ζούσε μέσα στον κόσμο, ο πόθος της για τον Μοναχισμό και την Εκκλησία την έκαναν να μετατρέψει το δωμάτιό της σ’ ένα μοναχικό κελλί. Ό,τι χαρτάκι εύρισκε πού είχε φωτογραφία κάποιου αγίου το κολλούσε στον τοίχο, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα.
Δεν αγαπούσε τα χρήματα, ήταν ανάργυρη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να μπορεί να κάνει ελεημοσύνες και να βοηθά τον κόσμο. Όλη την σύνταξη της την μοίραζε σε ελεημοσύνες.
Όταν τα παιδιά της, επίσης της έδιναν χρήματα, τα διέθετε και αυτά για να βοηθά φτωχούς. Έλεγε στα παιδιά της: «Τα χρήματα αυτά που δίνω, δεν είναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σε σας, γιατί δικά σας είναι».
Απέφευγε μάλιστα να πιάνει με τα χέρια της τα χρήματα, αλλά με μια χαρτοπετσέτα ή με ένα κομμάτι ύφασμα. Και όταν πήγαινε να ψωνίσει άνοιγε το πορτοφόλι ή την χαρτοπετσέτα και έπαιρνε ο μπακάλης μόνος του. Από το σπίτι της έβγαινε τη νύχτα κρυφά, να μην την βλέπουν, και πήγαινε σε φτωχά σπίτια, άφηνε έξω από την πόρτα ό,τι είχε και έφευγε.
Στον φούρναρη είχε δώσει παραγγελία να εφοδιάζει με ψωμί μια φτωχή οικογένεια, χωρίς να
μάθει κανείς τίποτε. Το είπε στην κόρη της μόνο πριν κοιμηθεί, και της άφησε παρακαταθήκη να συνεχίσει την ελεημοσύνη. Η Λαμπρινή συμβούλευε:
«Μεγάλη ευλογία έχει ο άνθρωπος που κάνει ελεημοσύνη. Όταν κάνετε ελεημοσύνη δεν θα δίνετε αυτό που είναι για πέταμα, αλλά θα δίνετε για τον ξένο και τον φτωχό το καλύτερο. Οι γονείς να μην στενοχωρούνται που δεν έχουν ν' αφήσουν περιουσία στα παιδιά τους, αλλά να φροντίζουν για την κατά Θεόν πρόοδό τους και τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσει ο Θεός».
Επισκεπτόταν αρρώστους χωρίς φόβο να κωλύσει κάτι, αφού πολλές φορές κοινωνούσε πρώτα ο άρρωστος (ετοιμοθάνατος) κα! αμέσως εκείνη, γιατί δεν φοβόταν τον θάνατο, αντίθετα θεωρούσε πώς θα την έφερνε πιο κοντά στον Θεό.
Κάποτε πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα με ένα παιδάκι που το είχε βαφτίσει, χωρίς να έχει μαζί της χρήματα. Όμως με την βοήθεια του Θεού πήγαν και γύρισαν, χωρίς να τους ζητήσουν χρήματα ούτε στο λεωφορείο ούτε στο καράβι.
Η γιαγιά Λαμπρινή αγαπούσε τον Χριστό, αγωνιζόταν περισσότερο από μοναχή, προσευχόταν συνέχεια και μετέδιδε την θεία Χάρη. Πολλοί πήγαιναν να την δουν, να την συμβουλευθούν και να ζητήσουν την προσευχή της.
Ολόκληρα λεωφορεία σταματούσαν στο φτωχικό της. Δεχόταν όλους τους ανθρώπους αδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς ούτε μια διακοπή στην διάρκεια της ημέρας.
Οι επισκέψεις στο σπίτι της ήταν καθημερινές. Δεν υπήρχε ωράριο. Ο καθένας ερχόταν οπότε ήθελε και έφευγε όταν ήθελε. Δεχόταν τους πάντες αγόγγυστα. Όταν ήταν μόνη της διάβαζε ή προσευχόταν. Για να ξεμουδιάσει έβγαινε και έκανε περίπατο, όχι στο χωριό, αλλά στον κήπο με τις πορτοκαλιές και έλεγε την ευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με).
Ο λόγος της ήταν πάντα για την υπομονή. Έλεγε: «Εμείς Οι χριστιανοί θα περάσουμε εδώ μεγάλες δοκιμασίες, ακόμα και μέσα στην ίδια την οικογένεια μας. Θα πρέπει να δείχνουμε υπομονή, αγάπη, και να κάνουμε ελεημοσύνες». Σε όσους είχαν οικογενειακά προβλήματα τους παρακαλούσε να μη διαλύσουν την οικογένεια τους. «Ο πειρασμός σας βάζει», έλεγε.
Σε νέους πού την επισκέπτονταν συμβούλευε: «Αποφάσισες να παντρευτείς; Θα κάνεις υπομονή και όχι μία, αλλά πολλές. Να εκκλησιάζεστε τακτικά, να εξομολογείστε, να κοινωνάτε και να προσεύχεσθε. Όταν κάνετε αυτά, θα πάτε κοντά στον Χριστό να χαίρεστε για πάντα».
Αν και δεν είχε σπουδάσει, όμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τα κατανοούσε και τα εξηγούσε.
Άνθρωποι εγγράμματοι - ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου - πήγαιναν να ακούσουν την γιαγιά Λαμπρινή. Την είχαν σε ιδιαίτερη ευλάβεια γιατί η ζωή της ήταν τελείως δοσμένη στον Χριστό, αλλά και γιατί έβλεπαν να ενεργεί η θεία Χάρη μέσω αυτής θαυμαστά έργα.
Αρπαζόταν πολλές φορές ο νους της και έβλεπε τα αθέατα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, η προσευχή της εισακούετο, γνώριζε τα κρύφια των ανθρώπων, και προέβλεπε γεγονότα του μέλλοντος.
 
ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΓΑΜΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ !
 

Διηγήθηκε η γιαγιά Λαμπρινή: «Η κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά αλλά δεν μ' ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σαλεμένη καθαρότητα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού, και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού, ήθελα πρώτα απ’ όλα να είναι καθαρός, αγνός. Η Σταθούλα δεν είχε κλίση για καλογερική, όπως εγώ, και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός».
Μια μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεββάτι να κοιμηθώ, πήρα ως συνήθως να διαβάσω ένα βιβλίο, και ήμουν στενοχωρημένη γιατί δεν βρισκόταν ο γαμπρός. Ο άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για να μην τον ενοχλώ.
Μόλις είχε πάρει ο ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του, και μπήκε ο φύλακας Άγγελός μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεββάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε - βαδίζαμε χωρίς να ξέρω που πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα. Μου λέει: «Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στην Λευκάδα». Εγώ δεν ήξερα που είναι η Λευκάδα.
Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ’ ένα σπίτι στην εξώπορτα.
Μου λέγει ο Άγγελος:
Κάθησε εδώ και εγώ θ' ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα...
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί του φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της, και τον είδα και από μπροστά. Ο Άγγελος ήταν πνεύμα, και εγώ στην αυλή και δεν μας έβλεπε...
- Σου αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;
- Καλός είναι αλλά είμαστε μακρυά.
- Άγγελος είναι και αυτός, όπως και εγώ.
- Άγγελο θα πάρει η κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο; ( αυτός όμως  εννοούσε την καθαρότητα του).
- Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ό,τι και να σου λένε οι άλλοι, θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σου τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου...
Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε η κόρη μου με τον γιό μου σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ο γαμπρός. Μόλις την είδε ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που ήθελε ο Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.
Άλλη φορά, όπως διηγήθηκε, η Παναγία της έδειξε την κόλαση και τον παράδεισο: «Το 1982 ήμουν στην σπηλιά της Αγίας Παρασκευής στου Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στην σπηλιά με άλλες γυναίκες και σκέφτηκα: «Αχ, σπηλιά, που να σ' εύρισκα, να 'ναι δική μου αυτή η σπηλιά...»
-Όχι, όχι, μου είπε μια φωνή. Η σπηλιά η δική σου είναι της Παρθένου (της Παναγίας δηλαδή).
-Που είναι αυτή η σπηλιά;
-Θα σου την βρω εγώ, αλλά μετά από καιρό.
Πέρασαν πέντε χρόνια για νάρθει ο καιρός. Εγώ στο διάστημα αυτό έψαχνα. Άκουγα για σπηλιά και έπαιρνα καμμιά γυναίκα για παρέα και πήγαινα. Το βράδυ πού γύριζα στο σπίτι και έκανα προσευχή άκουγα φωνή: «Όχι αυτού, παιδί μου. Άδικα κουράστηκες».
Μία μέρα με κάλεσε η ξαδέλφη μου στην Άρτα για δουλειά. Εκεί μίλησε για μια σπηλιά που θα πήγαινε την άλλη μέρα με άλλες γυναίκες. Αποφάσισα να πάω. Ξεκινήσαμε το πρωί στις πέντε με τα πόδια.
Μόλις φθάσαμε η σπηλιά δεν φαινόταν εξωτερικά παρά μόνο δυο τρύπες πού χωρούσες σφηνωτά. Κοντά στην είσοδο της σπηλιάς είχε και εκκλησάκι. Είχα πάρει μαζί μου λαμπάδες και κεριά. Αναρωτήθηκα: «Είναι άραγε αυτή η σπηλιά»; Και άκουσα φωνή: «Εδώ μέσα είμαι. Κράτησε μια λαμπάδα για να μπεις στην σπηλιά».
Για να ξεφύγω τις γυναίκες είπα ότι είμαι κουρασμένη και θα καθίσω λίγο να ξεκουραστώ.
Μόλις αυτές μπήκαν στο Εκκλησάκι, άναψα την λαμπάδα και μπήκα μέσα στην σπηλιά.
Ήταν μεγάλη η σπηλιά. Μέσα είδα την Παναγία καθαρά, έσκυψα και την προσκύνησα. Τότε ξέχασα τα πάντα, ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ' όλη μου την ζωή. Προσκυνούσα συνέχεια την Παναγία και μου είπε:
- Φθάνει. Θα δεις πολλά εδώ μέσα, θα δεις τον άλλο κόσμο. Αυτά που θα δεις εσύ, να τα ομολογήσεις σε πρόσωπα που τα αγαπάνε αυτά. Άμα βλέπεις αδιαφορία, δεν θα λες τίποτε. Και στις γυναίκες έξω αδιαφορία θα δείξεις άμα βγεις. Αν σε ρωτήσουν θα πεις πήγα να προσευχηθώ μέσα στην σπηλιά. Τώρα όμως βγες έξω αμέσως διότι σε ζητάνε. Μετά απόφευγε τις με τρόπο και ξαναμπές να συνεχίσουμε. Θα τις ετοιμάσω και εγώ εσωτερικά να δεχθούν ό,τι τους πεις.
Βγήκα έξω και τις καθησύχασα διότι με ψάχνανε και φωνάζανε. Είχε αλλοιωθεί το πρόσωπό μου από την συνάντηση με την Παναγία, το κατάλαβαν και μου έλεγαν: «Γιατί είσαι έτσι; Τι έπαθες»;
Εγώ δικαιολογήθηκα ότι φοβήθηκα λίγο στο σκοτάδι της σπηλιάς και χλώμιασα. Τους είπα ότι θα ξαναμπώ στην σπηλιά να προσευχηθώ και αυτές το δέχθηκαν. Άναψα την λαμπάδα και ξαναμπήκα. Η Παναγία με περίμενε και μου είπε: «Μη φοβάσαι τώρα. Οι γυναίκες θα σε περιμένουν, και μόλις σε δουν θα πουν: Δόξα σοι ο Θεός».
 
ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...
 
 
Με πήρε ύστερα η Παναγία σ' έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.
Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!
--Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό...
Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.
Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν...
Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».
Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι...
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.
Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:

- Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;
- Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
- Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;
- Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις...
Εμένα,( έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;
Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».
--«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
--«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω...
«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».
Φεύγοντας είπε η Παναγία:
«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.
Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».
Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».
Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε:
«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ' ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.
Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.
Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.
Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ' αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.
Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη.
Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ' όποιον τ' απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος...»

Η Λαμπρινή άλλη φορά προείδε τον θάνατο της ανεψιάς της:
«Είχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ότι την Τετάρτη θα κοιμηθεί η ανεψιά μου Κασσιανή. Αυτή με επισκέφθηκε το προηγούμενο Σάββατο το απόγευμα και μου είπε ότι συμφώνησε με τον παπά να κάνουμε Λειτουργία την ερχόμενη Τετάρτη, με κάλεσε και μένα να βοηθήσω.
Είχα ευλογία από τον Δεσπότη να ψέλνω στο αναλόγιο όταν υπήρχε ανάγκη. Της λέω: «Όχι την Τετάρτη αλλά τη Δευτέρα». Αυτή επέμενε την Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στον παπά και δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Για να την διευκολύνω πήγα τότε εγώ και το άλλαξα. Έγινε η Λειτουργία, είχαμε προετοιμαστεί και κοινωνήσαμε.
Η Κασσιανή έδειχνε υγιέστατη. Με ευχαρίστησε πού βοήθησα και εγώ στην θεία Λειτουργία και αποχαιρετιστήκαμε.
Την Τετάρτη τα χαράματα την Κασσιανή την πήρε τηλέφωνο ο αδελφός της Νίκος να πάει στην κλινική, διότι θα γεννούσε η γυναίκα του Όλγα και ήθελε να έχει κάποιον δίπλα του. Πήγε η Κασσιανή, αλλά αμέσως μετά την γέννα η Κασσιανή έπαθε πνευμονικό οίδημα και εκοιμήθηκε ύστερα από λίγο...
Γι’ αυτό σας λέω, δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε.
 
ΠΩΣ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ...
 
Για το κοριτσάκι από τον άλλο κόσμο: Κάποτε συνέβη το εξής, όπως το διηγήθηκε:
«Ήταν η 30κοστή μέρα από την κοίμηση ενός γνωστού μου 7χρονου κοριτσιού.
Το βραδάκι, ως συνήθως, πήρα να διαβάσω ένα πνευματικό βιβλίο και καθόμουν στο κρεββάτι, ενώ δίπλα μου ο άνδρας μου είχε ήδη κοιμηθεί.
Τότε απ' το παράθυρο μπήκε ένας Άγγελος και έφερε το γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Το ρώτησα τι ήθελε ξανά στον αμαρτωλό αυτόν κόσμο και μου απάντησε:
«Ήρθα για σένα. Δεν μπόρεσα να βρω άνθρωπο να πω το παράπονό μου. Οι γονείς μου με ζόριζαν να τρώω για να γίνω καλά, ενώ δεν μου έλειπε το φαγητό. Ο Θεός ήθελε να με πάρει. Τώρα όμως πού πέθανα έπρεπε να πάω στον παράδεισο, αλλά έχω εμπόδια.
Ένα οφείλεται στους γονείς μου, και ένα σε μένα. Τώρα πού πέθανα, ακόμη δεν σαράντισα και η μητέρα μου έμεινε έγκυος. Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Ακόμη στον δρόμο είναι η ψυχή μου, δεν πέρασα όλα τα τελώνια. Ξέρω ότι με έκλαψαν πολύ, αλλά δεν έπρεπε να γίνει. Νομίζουν ότι τρόπον τινά θα με αναστήσουν, αλλά πες τους ότι αγοράκι θα κάνουν, όχι κορίτσι, όπως νομίζουν...
Αυτή τους η πράξη δυσκολεύει την ψυχή μου...
Όσο για μένα, την τελευταία φορά που πήγα στο σχολείο πριν πεθάνω, δεν είχα μολύβι και πλάκα για να γράψω. Μια συμμαθήτρια μου όμως μου έδωσε καινούργια πλάκα και μολύβι, τα οποία δεν επέστρεψα. Πες στην μάννα μου να αγοράσει καινούργια και να τα επιστρέψει. Για το μεγάλο καλό πού θα κάνεις στην ψυχή μου θα σε πάρω τώρα μαζί μου να δεις τον θάλαμο που έχει έτοιμο ο Κύριος για μας τις παρθένες. Εμείς νυμφευθήκαμε τον Χριστό».
Βγήκαμε από το παράθυρο και ανεβαίναμε. Μας συνόδευε και ο Άγγελος κρατώντας από το χέρι την κόρη. Φθάσαμε στον Παράδεισο και τον βλέπαμε. Ήταν σπίτια πολλά αλλά πολύ ωραία.
Φθάσαμε στο παρθενικό σπίτι, αλλά δεν μ’ άφησε να μπω μέσα. Αυτή μπήκε και μου είπε: «Εσύ είσαι ακόμα στην γη δεν μπορείς να μπεις εδώ». Είδα όμως από το παράθυρο τις παρθένες, άλλες μικρές στην ηλικία και άλλες μεγάλες. Φορούσαν ρούχα πού έλαμπαν.
Μου είπαν: «Εμείς εδώ δεν έχομε ποτέ χειμώνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Είμαστε πάντα στο άνθος».
Μετά σήμανε ένα σήμαντρο και ήταν η ώρα για προσευχή και έπρεπε να φύγουμε. Ήθελα να μείνω και εγώ να μάθω πώς προσεύχονται, και μου είπε: «Εσείς έχετε τους παπάδες, τους πνευματικούς και σας τα λένε όλα».
Ο Άγγελος με γύρισε πίσω χωρίς να μου μιλήσει. Έβλεπα το σώμα μου να βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα στον άνδρα μου, ανέπνεε λίγο, ίσα - ίσα που ζούσε. Μπήκα ξανά στο σώμα μου, άφησα το βιβλίο στο τραπέζι και κοιμήθηκα. Το πρωί θα πηγαίναμε στο χωράφι για να δουλέψω στο βαμπάκι αλλά δεν μπόρεσα να πάω. Για τρεις μέρες αισθανόμουν πολύ κουρασμένη και ήμουν χλωμή.
Όταν είχα ρωτήσει το κοριτσάκι: «Καλά, για μια πλάκα και ένα μολύβι έχεις τόσες δυσκολίες; Με μας που έχουμε κάνει τόσα, τι θα γίνει»; Μου απάντησε:
«Αυτή η πλάκα και το μολύβι είναι σαν βάρος εκατό κιλών καθώς με δυσκολεύει και η αμαρτία των γονέων μου». Γι' αυτό δεν πρέπει τίποτα να χρωστάμε δανεικό σε τούτη την ζωή, αν θέλουμε να απολαύσουμε τα αγαθά του παραδείσου».
 
ΠΟΙΑ ΩΡΑ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ...
 
Στην θεία Λειτουργία και όταν κοινωνούσε είχε εμπειρίες και κάποιες από αυτές τις εκμυστηρεύτηκε ως έξης: «Όλα αυτά που προσφέρουμε στην Προσκομιδή, κρασιά, κεριά και τα ονόματα, τα παίρνουν Άγγελοι και τα πηγαίνουν απάνω. Μια φορά είχα πάει στην αγία Αικατερίνη.
Είχαν μνήμη (εορτή αγίου) εκεί και έδωκα το χαρτάκι μου με τα ονόματα. Το πρωΐ υστέρα πού είχε τελειώσει η Λειτουργία, είδα κατά γης το χαρτάκι στο Ιερό μπροστά. Στενοχωρήθηκα και είπα: «Αχ, Θεέ μου, αγία Αικατερίνη, ήρθα εδώ και δεν διαβάστηκαν τα ονόματά μου».
Τη νύχτα στον ύπνο μου ήρθε μία νέα ωραία (αγία Αικατερίνη) και μου είπε: «Φοβήθηκες, παιδί μου, μήπως δεν διαβάστηκαν τα ονόματα; Τα διάβασα εγώ, ας μην τα διάβασε ο παπάς».
Στα χέρια της κρατούσε ένα χαρτί. Μου το έδειξε. Είδα ότι ήταν το χαρτί πού είχα γράψει τα ονόματα και το είχα δώσει στον παπά για να τα μνημονεύσει στην Προσκομιδή.
«Όταν ξεκινά το πρωί η Λειτουργία μας, εκεί όλα είναι πολύ ωραία.
Όταν όμως έρχεται η ώρα της μεταδόσεως τότε είναι όλη η Εκκλησία γεμάτη από τα αγγελικά πνεύματα. Τώρα τα βλέπω έτσι σαν αστραπή. Περνάνε Άγγελοι με τα φτερά τους, όμορφα τα πρόσωπα τους, όπως είμαστε οι άνθρωποι. Αυτοί είναι ψηλά, και μείς χαμηλά. Φωνάζει ο παπάς από δω, ο ψάλτης από κει, βγαίνουν όλοι εκεί και κουλουριάζουν (κυκλώνουν) τον παπά γύρω-γύρω.
Μετά βγαίνει η μετάδοση, βλέπεις στην Ωραία Πύλη ακέραιος ο Χριστός, βλέπεις που λέει ο παπάς «Μετά φόβου...». Αυτός λέει: «Εδώ εγώ είμαι» και δείχνει το Άγιο Ποτήριο, ότι δηλαδή είναι μέσα. Παίρνομε τότε πραγματικά κρέας από το Σώμα του Κυρίου. Μέσα στο Άγιο Ποτήριο είναι αλήθεια Αυτός. Γίνεται όλος τόσο δα παιδάκι μικρό - μικρό με κεφαλάκι, χεράκια, ποδαράκια, ακέραιος Χριστός, άνθρωπος δηλαδή, και το δίνει σ' εμένα, το δίνει σ' εσένα και στον άλλον, με το κουταλάκι (Αγία λαβίδα). Το κουταλάκι μέσα έχει ένα ανθρωπάκι».
Πώς να το πάρεις αυτό το πράγμα; Και το παίρναμε κάτι αμαρτωλοί, κακομαγαρισμένοι, καταπονηρεμένοι, κακός κόσμος, φονιάδες, σκοτώνουν τον άλλον και τον θάβουν.
Όταν πηγαίνεις να μεταλάβεις, θα πηγαίνεις με το κεφάλι σκυφτό και θα σκέφτεσαι Ποιον θα βρεις μπροστά σου. Ποιόν θα ιδείς τώρα εσύ. Μην κοιτάς τον έναν και τον άλλον και τι κάνει αυτός και εκείνος. Θα κοιτάζεις μόνο το Άγιο Ποτήριο. Ποιος είναι στο Άγιο Ποτήριο. Εκεί είναι ο ίδιος ο Χριστός που στο δείχνει, αυτού δεν είναι ο παπάς, αυτό το τόσο δα πραγματάκι το δίνει ο Χριστός.
Αυτός παρατηράει ποιος είναι ικανός να το πάρει. Όποιος δεν είναι άξιος σ' αυτόν δεν το δίνει.
Νομίζεις πως παίρνουν όλοι μετάδοση εκείνη την ώρα; Δεν παίρνουν. Παίρνει εκείνος πού είναι ετοιμασμένος. Και κείνη την ώρα που πας να μεταλάβεις πρέπει να δεις τον Χριστό. Δεν είναι ανάγκη να τον δεις πραγματικά, αλλά βάλτον με τον νου σου. Μετά έρχεται το «Δι’ ευχών» και βλέπεις φεύγουν όλοι πριν το «Δι’ ευχών» από την Εκκλησία. Κάτσε λίγο να πάρεις την ευχή.
Μετά δεν κάνει να γυρίσεις (επισκεφτείς) σπίτι ξένο, γιατί θα χάσεις την ευχή. Δεν είναι καλά να βγεις έξω, να πας, ξέρω 'γώ, στην αγορά. Και αν είναι μεγάλη ανάγκη πες σε κάποιον πού πάει στην αγορά να σου ψωνίσει. Και αν βγεις, σκύψε το κεφαλάκι σου, κάνε την δουλειά σου και γύρισε στο σπίτι.
«Για να κοινωνήσουμε πρέπει να προετοιμαστούμε καμιά βδομάδα από νηστεία και από άλλα πράγματα».
Η γιαγιά Λαμπρινή είχε παρρησία στην προσευχή της. Οι άνθρωποι στις δυσκολίες τους, της ζητούσαν να προσεύχεται και μετά έβλεπαν τα αποτελέσματα. Κάποιος εξάδελφός της ήταν ετοιμοθάνατος και δεν παράδινε το πνεύμα του (πέθαινε). Βασανιζόταν γιατί ενώ φαινόταν ότι πέθαινε, μετά πάλι επανερχόταν. Πήγε η γυναίκα του και παρεκάλεσε την γιαγιά να πάει στον ασθενή να κάνη προσευχή. Δίσταζε γιατί θεωρούσε ότι θα τον πεθάνει αυτή. Πήγε τελικά, συζήτησε μαζί του, ήταν καλός αλλά έπινε. Του είπε να εξομολογηθεί και μετά ενώ προσευχόταν η γιαγιά, παρέδωσε την ψυχή του ήσυχα.
Το εγγονάκι της, πέντε χρόνων, ήταν άρρωστο. Δυο φορές το είχαν πάει στην Ρωσσία και ετοιμάζονταν να πάνε και τρίτη φορά να το ξαναχειρουργήσουν. Η γιαγιά Λαμπρινή δεν ήθελε να πάνε γιατί ήξερε ότι και να ζήσει, δεν θα γινόταν καλά. Το τελευταίο βράδυ πήγε στο κελλί της και ξέσπασε σε προσευχή με δάκρυα παρακαλώντας τον Θεό: «Να το πάρεις στον θρόνο Σου στους Ουρανούς αντί για την Ρωσσία. Αυτό είναι άγγελος. Και εκεί να με αξιώσεις και μένα, Θεέ μου, να σηκωθεί το εγγονάκι μου από τον θρόνο να με πάρει και μένα».

Άκουσε το «ναι» στην προσευχή της και μετά ευχαριστούσε τον Χριστό. Μέχρι τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα τελείωσε το παιδί. Έκλαιγε από χαρά και πήρε το αλεύρι να ζυμώσει πρόσφορο.
Η γιαγιά Λαμπρινή κατά την διάρκεια της ζωής της δεν ξέχασε τον μοναχικό της πόθο. Έτσι μετά την κοίμηση του συζύγου της παίρνει την απόφαση να πραγματοποιήσει το όνειρό της.
Σε ηλικία 70 ετών περίπου πηγαίνει σε μοναστήρι της περιοχής, όπου σύμφωνα με τον κανόνα που της έβαλε ο γέροντας, θα έμενε 50 μέρες για το Πάσχα, 40 για τα Χριστούγεννα και 15 για τον Δεκαπενταύγουστο. Η ίδια μετά ζήτησε να μείνει μόνιμα στο μοναστήρι, αλλά εν τω μεταξύ ο γέροντας κοιμήθηκε και οι μοναχές εξέφρασαν αντίρρηση για την παραμονή της. Πάλι η γιαγιά Λαμπρινή με υπακοή - υπομονή δέχθηκε αυτή τους την απόφαση και ειρηνικά επέστρεψε στο σπίτι της, όπου συνέχισε τους αγώνες της και προετοιμαζόταν πλέον για την κοίμηση της.
ΕΞΩΘΕΝ  ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ...

Ο κ. Ανδρέας Νικολάου από τα Καλομόδια Άρτας σημειώνει:
«Οι γονείς μου και κυρίως η γιαγιά μου από πολύ μικρό μου μιλούσαν για την γιαγιά Λαμπρινή και τα χαρίσματά της. Ειδικά η γιαγιά μου την ακολουθούσε παντού σε όποιες Εκκλησίες πήγαινε και περπατούσαν ώρες μέχρι να φθάσουν. Δεν έδινα και μεγάλη σημασία σ' αυτά που άκουγα, για τις ατέλειωτες ώρες προσευχής, για τις ελάχιστες ώρες ύπνου (δύο ώρες το εικοσιτετράωρο), για τα χαρίσματα της.
Την σεβόμουνα σαν γριούλα πού ήταν, αλλά όσο μεγάλωνα διαπίστωνα ότι υποβάλλεται με χαρά σε μεγάλες και σκληρές δοκιμασίες (νηστείες και αγρυπνίες). Παρατηρούσα κάθε φορά που μεταλάμβανε στην Εκκλησία το πρόσωπο της να λάμπει.
Όταν με συναντούσε μετά την θεία Λειτουργία, με χάϊδευε στοργικά στο κεφάλι και ένιωθα τότε να μην πατάω στην γη. Αυτό με έκανε να επιζητώ πιο συχνά να είμαι μαζί της.
«Κάποιο καλοκαίρι πού είχα τελειώσει την πρώτη τάξη δημοτικού, η γιαγιά Λαμπρινή με άλλες γυναίκες πήγαν κα! άνοιξαν την Εκκλησία των Ταξιαρχών στο χωριό Λουτρότοπος
Άρτης. Μαζί τους πήγα και εγώ με την μητέρα μου και κοιμηθήκαμε το βράδυ μέσα στην Εκκλησία. Ήταν νύχτα και η γιαγιά κάτι έψελνε από ένα βιβλίο.
Εγώ σηκώθηκα και γύριζα μέσα στην Εκκλησία που φωτιζόταν από λίγα κεράκια αναμμένα.
Ύστερα άνοιξα την πόρτα του Ιερού, μπήκα μέσα, προχώρησα δύο - τρία βήματα προς την Αγία Τράπεζα και αμέσως σταμάτησα. Άκουσα βήματα ανθρώπου να με πλησιάζουν. Παρατήρησα δύο - τρεις σκιές γύρω από την Αγία Τράπεζα να έρχονται προς το μέρος μου και να με περικυκλώνουν.
Φοβήθηκα και αμέσως βγήκα έξω από το Ιερό. Βλέποντας με η μητέρα μου, πού με έψαχνε, με
μάλωσε. Τότε της λέγει η γιαγιά Λαμπρινή: «Μη μαλώνεις το παιδί. Αυτό είναι παιδί μικρό και αναμάρτητο. Να ήξερες τι αγγελικές δυνάμεις το έχουν περικυκλώσει»!
Κατάλαβα τότε ότι και η γιαγιά Λαμπρινή είδε τα ίδια με μένα και ας ήταν εκτός του Ιερού. Διαπίστωσα έκτοτε ότι η γιαγιά Λαμπρινή δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους.
Όταν αργότερα ενηλικιώθηκα και η γιαγιά είχε περάσει τα ογδόντα της χρόνια, κάποια φορά την βρήκα στην βρύση της αυλής και πριν την χαιρετήσω παρατήρησα ότι, όπως ήταν σκυμμένη, η καμπούρα της είχε μεγαλώσει. Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα και τότε η γιαγιά λες και διάβασε την σκέψη μου, σηκώνει το κεφάλι της και μου είπε:
«Είδες, παιδάκι μου, πώς έγινα από το πολύ διάβασμα, όλη την ημέρα σκυμμένη πάνω στα βιβλία με πολλή προσευχή και μετάνοια στον Κύριο, μήπως μπορέσω και πάρω μια μικρή θέση στον οίκο του Κυρίου».
Την διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Έλεγε: «Εγώ δεν είμαι τίποτε. Μια φτωχή και αγράμματη αγρότισσα». Και ενώ ήταν ολιγογράμματη, συζητούσε με πολλή άνεση με μορφωμένους ανθρώπους. Μιλούσε για δέκα λεπτά και έλεγε πράγματα πού άλλοι δεν μπορούσαν να τα πουν σε ώρες...
  Ό καθηγητής μας ο θεολόγος για μισή ώρα προσπαθούσε να μας εξηγήσει τι είναι θαύμα και στο τέλος δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Η γιαγιά όταν την ρώτησα απάντησε:
Είναι πολύ απλό. «Ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο είναι δυνατό για τον Θεό».
Κάποτε η τηλεόραση έδειχνε τις Εκκλησίες στην κατεχόμενη Κύπρο, πού οι Τούρκοι τις έχουν μετατρέψει σε στάβλους και αποθήκες. Ρώτησα την γιαγιά τι λέει ο Κύριος γι’ αυτό. Έδειξε να στενοχωρήθηκε και απάντησε:
«Από τότε που οι Τούρκοι μετέτρεψαν την Αγιά Σοφιά σε τζαμί, η Παναγία έφυγε από μέσα και στέκεται έξω δίπλα στην πόρτα και κλαίει. Κλαίει συνέχεια γιατί της πήραν το σπίτι. Αν μπορούσες να δεις την Παναγία πως κλαίει, θα έκανες πολλές μέρες να κοιμηθείς». Αφού συλλογίστηκε για λίγο μου είπε, «να δεις σε λίγο καιρό τι θα πάθει η Τουρκία». Πράγματι σε λίγους μήνες έγιναν οι γνωστοί σεισμοί.
Την ρώτησα αν υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι στην Ελλάδα με το ίδιο χάρισμα. Αφού κοίταξε λίγο στον ουρανό μου απάντησε: «Ναι, υπάρχουν, γιατί η θρησκεία μας είναι ζωντανή.
Υπάρχει κάποιος απ' όλους μας που ο Κύριος τον έχει πολύ ψηλά. Κάθεται κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Έχω πάει πέντε - έξι φορές και την προηγούμενη εβδομάδα εκεί ήμουνα».
Και ενώ έλεγε αυτά έλαμπε ολόκληρη από χαρά. Μιλούσε για πράγματα πού θα γίνουν στο μέλλον. Είπε:
«Θα δεις πράγματα πού δεν μπορείς να φανταστής. Θα δεις μεγάλα κύματα ίσα με ένα διώροφο σπίτι να καταστρέφουν πόλεις και χωριά, και λίγοι θα σωθούν». Πράγματι δυο μήνες μετά τον θάνατο της είχαμε το γνωστό τσουνάμι με χιλιάδες νεκρούς (στην Ασία). «Θα δεις παιδιά να πηγαίνουν εκδρομή με το σχολείο και να βγαίνει ο σατανάς με το δρεπάνι και να τους παίρνει τα κεφάλια». Πράγματι συνέβη το γνωστό ατύχημα με τα παιδιά από την Μακεδονία με τόσα θύματα.
Μου έλεγε: «Δεν κάνει να σου αποκαλύψω περισσότερα γιατί αμαρτάνω. Για ό,τι σου λέω μου δίνει άδεια ο Κύριος».
«Στις 7 Σεπτεμβρίου 2002 την επισκέφτηκα και έδειξε να με περιμένει. Μου είπε: «Σε λίγες μέρες εγώ θα φύγω από την ζωή. Δεν ξέρεις με πόση χαρά περιμένω αυτήν την στιγμή». Μου έδωσε κάποιες συμβουλές, όπως να νηστεύω Τετάρτη και Παρασκευή, να μην δουλεύω στις αργίες, να πηγαίνω όσο μπορώ σε αγρυπνίες και αλλά πολλά. Ύστερα μου είπε: Όταν με χρειάζεσαι να έρχεσαι στον τάφο μου. Εκεί θα είναι πλέον το σπίτι μου. Θα ζητάς την βοήθειά μου για να μεσιτεύω στον Κύριο. Αρκεί αυτά που θα μου ζητάς να είναι σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου».
 
ΕΒΓΑΙΝΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ...
 
 
Η κυρία Βασιλική Τζουρμανά από το Κομμένο Άρτας μαρτυρεί:
«Άκουσα σε μια Εκκλησία της Άρτας για πρώτη φορά να συζητούν για την Λαμπρινή και τα πνευματικά της χαρίσματα και ένιωσα μεγάλη επιθυμία να την γνωρίσω. Με μια συγγένισσά μου που την ήξερε πήγαμε στο φτωχικό σπιτάκι της. Από τότε για σαράντα περίπου χρόνια μέχρι πού έφυγε από την ζωή την ακολουθούσα σχεδόν πάντοτε σε προσκυνήματα, σε αγρυπνίες, σε λειτουργίες που έκανε σε Εκκλησίες και κοιμόμασταν μέσα σ' αυτές τις νύχτες.
Η θεια Λαμπρινή προσευχόταν και διάβαζε πολλές ώρες και κοιμόταν ελάχιστα.
Κάποτε ζήτησα την βοήθειά της. Ο άνδρας μου χαρτόπαιζε και παραμελούσε το σπίτι. Είχαμε φθάσει σε αδιέξοδο. «Μη φοβάσαι», μου είπε, «όλα θα τα τακτοποιήσει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αρκεί να δείξεις πίστη στον Κύριο».
Μου ζήτησε για σαράντα μέρες να ξυπνώ στις 3 μετά τα μεσάνυχτα και να προσεύχομαι κάνοντας και 40 μετάνοιες. Μου είχε δώσει να διαβάζω κάποιες προσευχές και μου είπε ότι και αυτή θα προσεύχεται για να μας βοηθήσει ο Κύριος. «Πράγματι έκανα όπως μου είπε η θεια Λαμπρινή κρυφά από τον άνδρα μου και μετά τις σαράντα μέρες ξαφνικά όλα άλλαξαν.
Ο άνδρας μου δεν ξανάπαιξε χαρτιά, ασχολούνταν με τα κτήματα και την οικογένεια και τα
οικονομικά μας βελτιώθηκαν.
Κάποτε με τη θεία Λαμπρινή και άλλες γυναίκες κοιμηθήκαμε σε μια Εκκλησία. Αφού τελείωσε τις προσευχές της ξάπλωσε να κοιμηθεί. Εμένα δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Ακούω την θεία Λαμπρινή ενώ κοιμόταν έβγαζε κάτι αναστεναγμούς, σαν να δούλευε και ήταν πολύ κουρασμένη.
Αυτό κράτησε για λίγο. Σηκώθηκα και έπιασα τα χέρια της και τα πόδια της. Ήταν σαν να έπιανα έναν πεθαμένο...
Κατάλαβα ότι πάλι η θεια Λαμπρινή έφυγε πνευματικά από το σώμα της. Τις πρωινές ώρες την άκουσα πάλι σαν να αγκομαχούσε. «Τώρα θα επέστρεψε», σκέφθηκα. Μόλις ξύπνησε την ρωτάω: «Το βράδυ έφυγες; Που πήγες»; Μου έδωσε την έξης απάντηση: «Πήρα την (τάδε, μια γυναίκα πού ήταν στην παρέα μας) και την παρουσίασα στον Κύριο».

Κάποια φορά αντιμετώπισα ένα μεγάλο πρόβλημα. Έμεινα για έξι μήνες στο κρεββάτι με δυνατούς πόνους στην μέση μου. Δεν μπορούσα να κουνηθώ και πήγαινα από γιατρό σε γιατρό, αλλά η κατάσταση μου χειροτέρευε. Μια μέρα η θεια Λαμπρινή με επισκέφθηκε στο σπίτι μου.
«Μην ανησυχείς», μου είπε, «σε λίγο καιρό θα είσαι τελείως καλά». Την ίδια μέρα με πληροφόρησε κάποια γνωστή μου ότι η θεια Λαμπρινή πριν έρθει στο σπίτι μου πήγε στην Εκκλησία του χωριού μου, και γονατιστή για πολλή ώρα προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Κοιμήσεως της Παναγίας, που είναι αφιερωμένη η Εκκλησία. Σε λίγες μέρες με την βοήθεια κάποιου γιατρού περπατούσα κανονικά. Από τότε μέχρι σήμερα για 18 χρόνια δεν είχα την παραμικρή ενόχληση.
Και μετά την κοίμηση της σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου την επικαλούμαι και πάντα με βοηθάει. Είχα ένα καλοκαίρι πονοκεφάλους και ζαλάδες που ίσως οφείλονταν στους καύσωνες.
Ξάπλωσα να κοιμηθώ, αφού πρώτα ζήτησα την βοήθεια της. Ήρθε στον ύπνο μου, στάθηκε από πάνω μου και με σκέπασε μ’ ένα σεντόνι. Το πρωί πού σηκώθηκα ήμουν υγιέστατη».
Η κυρία Μαρία Δραγατάκη από την Άρτα αναφέρει:
«Έμαθα πολλά κοντά στη γιαγιά Λαμπρινή πηγαίνοντας μαζί της στις αμέτρητες ολονυχτίες και στα προσκυνήματα πού οργάνωνε η ίδια. Με αποκαλούσε «παιδί μου» και η λέξη αυτή άγγιζε πραγματικά την ψυχή μου. Είχε υπομονή και άκουγε τα προβλήματα μου και πάντα εύρισκε λύσεις.
Η ζωή της ήταν αγία και ήταν πολύ ταπεινή. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την βοήθεια της προς την μητέρα μου; Τις προβλέψεις και την προσευχή πού έκανε για τα παιδιά μου; Ή το μεγάλο καλό πού έκανε σε μένα; Όταν μετά από ένα βαρύ χειρουργείο έχασα τον ύπνο μου, νιώθοντας απελπισμένη και χαμένη, πήγα μεσάνυχτα στο σπίτι της, ζητώντας βοήθεια και την βρήκα στα γόνατα να προσεύχεται λουσμένη στον ιδρώτα και γύρω της αναμμένα καντήλια και κεριά. Μου είπε: «Παιδί μου, Τι έπαθες απόψε»; Σταυρώνοντάς με από τότε ηρέμησα. Να είναι καλά εκεί πού βρίσκεται η γιαγιά Λαμπρινή και να πρεσβεύει για όλους μας».
Ο Α. Γ. αναφέρει:
«Γνώριζα την γιαγιά Λαμπρινή από μικρός, γιατί ερχόταν στο σπίτι μας και έβλεπε την κατάκοιτη γιαγιά μου, αλλά την θεωρούσα μια αγράμματη γιαγιά. Άκουσα άλλους να μιλούν με ευλάβεια γι’ αυτήν και όταν γύρισα από το πρώτο προσκύνημα μου στο Άγιον Όρος το 2002, πήγα να την δω και να της δώσω μια ευλογία. Μπαίνοντας στο κελλάκι της ένιωσα σαν να βρίσκομαι μπροστά σ' ένα γίγαντα. Συνειδητοποίησα τότε, χωρίς να ξέρω πώς, ότι αυτή η γυναίκα ήταν πολύ ψηλά πνευματικά, τόσο πού δεν μπορούσα να την ατενίσω, αν και σωματικά ήταν μικροκαμωμένη.
Η συζήτηση μαζί της ήταν μια πνευματική πανδαισία. Τότε κυριαρχούσε το θέμα των ταυτοτήτων που με απασχολούσε έντονα. Η πρώτη κουβέντα που μου είπε, χωρίς να αναφέρω κάτι σχετικό, ήταν: «Δεν πρέπει να πάρουμε τις ταυτότητες με το χάραγμα...»
Στις επόμενες επισκέψεις μου μέχρι την κοίμησή της διαπίστωσα ότι είχε το προορατικό και διορατικό χάρισμα.
Μου ανέφερε γεγονότα άγνωστα σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, άλλοτε γεγονότα που αφορούσαν το μέλλον μου και έγιναν, και άλλα για γενικότερα θέματα. Ορισμένες δε φορές ενώ είχα στο νου μου να θέσω μια ερώτηση η μου γεννιόταν μια απορία σε συζήτηση παρουσία και άλλων ανθρώπων, αυτή σταματούσε την συζήτηση, απαντούσε στην ερώτηση που σκεφτόμουν και συνέχιζε την συζήτηση.
Τον Μάϊο του 2002 πού την είδα μου είπε ότι σε λίγους μήνες θα φύγει. Αλλά όταν με είδε πως στενοχωρήθηκα πολύ, είπε: «Ε, έτσι το λέω, μήνες – χρόνια». Αλλά κοιμήθηκε πράγματι σε λίγους μήνες, τον Οκτώβριο του 2002 και πορεύθηκε η ψυχή της στον Κύριο που τόσο πόθησε από μικρή».
Την τελευταία Κυριακή που πήγε στην Εκκλησία κοινώνησε και διάβασε την Ευχαριστία στο σπίτι της. Την Δευτέρα άπλωσε όλα τα βιβλία στο κρεββάτι της, διάβαζε από το καθένα λίγο, το σταύρωνε, το ασπαζόταν και το άφηνε στην άκρη. Τρόπον τινά τα αποχαιρετούσε, γιατί τόσα χρόνια αυτά ήταν η καλύτερη συντροφιά της. Την Τρίτη το απόγευμα κάλεσε την κόρη της να κάνουν Παράκληση. Τελειώνοντας είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου, πού μου έδωσες να κάνω κι αυτή την Παράκληση. Γιατί μέχρι την Πέμπτη έχω πολλές προσευχές να κάνω ακόμη».
Στην ερώτηση της κόρης της τι θα κάνει την Πέμπτη, απάντησε: «Θα πάω για εκεί πού εργάστηκα, αν εργάστηκα καλά...»
Την Τετάρτη το πρωί ζήτησε να δη τα εγγόνια της. «Αύριο θα φύγω», είπε.
Το βράδυ είπε σε μια ανιψιά της: «Τώρα εγώ θα φύγω. Να πας να το πεις εσύ στην Σταθούλα, να μην της κακοφανεί. Παρακαλούσα τον Θεό να με αφήσει να ζήσω, μέχρι να ωριμάσει η Σταθούλα και να καταλάβει τι είναι η άλλη ζωή».
Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε στο κρεββάτι, άνοιξε τα χέρια της και είπε στους
παρευρισκομένους: «Ελατέ τώρα, όλοι μαζί, να πάμε στα Ιεροσόλυμα».
Τους αγκάλιασε όλους, μετά σταύρωσε το στήθος της, το προσκέφαλο και ξάπλωσε. Τότε η Σταθούλα έβγαλε τους άλλους έξω και μαζί με τον σύζυγο της άναψαν κεράκι και διάβασαν τις προσευχές, όπως ακριβώς της είχε αφήσει εντολή να κάνει η μητέρα της Λαμπρινή. Όταν τελείωσαν τις προσευχές άκουσαν ένα ελαφρύ σσσσς και η Λαμπρινή Βέτσιου ξεψύχησε σαν πουλάκι, στις 17 'Οκτωβρίου 2002, ημέρα Πέμπτη.
Στον τάφο της περνούν και προσκυνούν πολλοί άνθρωποι. Προσεύχονται και αντλούν δύναμη. Κάποια που όσο ζούσε η Λαμπρινή την συμβουλευόταν, ήταν πολύ στενοχωρημένη, γιατί ο σύζυγός της θα έκανε σοβαρή εγχείρηση καρδιάς. Αφού προσκύνησαν τον τάφο της και προσευχήθηκαν, είδε στον ύπνο της την γιαγιά Λαμπρινή που της είπε:
«Μην στενοχωριέσαι. Ο άνδρας σου θα γίνει καλά. Μόνο πριν πας στο νοσοκομείο, θα φτιάξεις πρόσφορο και θα το πας στην Εκκλησία. Πράγματι έκανε το πρόσφορο και όλα πήγαν καλά.
Αυτή ήταν η Λαμπρινή Βέτσιου. Ασκήτρια με μεγάλες νηστείες, με καθημερινές αγρυπνίες, με συνεχή μελέτη και προσευχή. Αγαπούσε τον Χριστό, μιλούσε συνέχεια γι' Αυτόν και όλα τα κύτταρα του σώματος της ανέδιναν Χριστό. Βοηθούσε τους ανθρώπους με την χάρη πού είχε. Είδε απ' αυτή την ζωή τον Παράδεισο και την Κόλαση. Ενώ προσευχόταν ερχόταν ενίοτε ο Χριστός, η Παναγία και άλλοι Άγιοι και συνομιλούσαν.
Ήξερε τα μελλούμενα και έλεγε ότι μας περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια. Λυπόταν τα μικρά παιδιά και έλεγε: «Αν ήξεραν τι θα περάσουν»!. Αλλά αμέσως συμπλήρωνε: 
«Έχει ο Θεός.Θα οικονομήσει για τους Χριστιανούς». 
Περισσότερα, έλεγε, δεν την άφηνε ο Χριστός να ειπεί ...
Αιωνία άς είναι η μνήμη της...

+ + + + + + +


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Ιουν 11, 2016 9:13 am

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΘΗ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ- Η ΜΟΝΑΧΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΕΛΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ-

Εικόνα

Αυτές οι δύο καλογριές, Λουκία και Αντωνία, πού έφεραν ονόματα Άγιων, προς τιμήν των οποίων υπήρχαν παρεκκλήσια στην μονή του Ευαγγελισμού, ήτανε το ευλογημένο ζευγάρι, πού αροτριούσε τα μπαΐρια του μοναστηριού- τα δυο ευλογημένα ζώα, πού θέρμαιναν με την ζεστή τους αναπνοή το Βρέφος το τεχθέν τα δύο ζώα, πού ανάμεσα τους γνώριζες τον Χριστό Θεό. Εύρισκαν εκπλήρωση τού Προφήτου τα λόγια: «Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση». Πώς να μη θυμάσαι την Αντωνία, πού αυγή-αυγή σκόλη-καθημερινή με τις γαλότσες στα πόδια και τα ράκη της έτρεχε να περιποιηθεί τα ζώα; Αγαπούσε τόσο πολύ το διακόνημά της, πού πασιχαρής έφθανε στον στάβλο. Έτρεχε σαν μικρή κοπελούδα. Δεν φαίνεται πώς πάταγε στην γη’ έχω την εντύπωση πώς πέταγε. Ολοπρόθυμα εκτελούσε την ταπεινή της διακονία, αγόγγυστα, χωρίς κοντανάσες και φυσήματα δύστηνα και λογισμούς: «Οι άλλες στο γραφείο, στο ραφείο, στην εκκλησία- εγώ στα ζώα». Και αυτό όχι μόνον κάποιες φορές, άλλ’ όλες τις μέρες της αφιέρωσης της. Και τα ευλογημένα ζώα ενστικτωδώς καταλάβαιναν την αγάπη και την φροντίδα της γι’ αυτά και πανηγύριζαν στην ταπεινή της παρουσία. Πάντα σιγοψιθύριζα στην θέα της: «Να ό Κουκουζέλης με τα τραγιά στον Άθωνα’ κι εκείνα, την ώρα πού έψαλλε στις ρεματιές και τους λόγγους, άφηναν την βοσκή και εκστατικά τον άκουγαν». Τραυλή και ίσχνόφωνη όπως ήταν, θύμιζε τον Μωυσή, πού έβοσκε τα πρόβατα τού πεθερού του Αιθήρ. Τα εύρισκε ή Αντωνία με τα ζουλάπια. Την ρωτούσα διάφορα για το διακόνημά της και μού απαντούσε: - Οι ταπεινές διακονίες βοηθούνε τον αδύναμο άνθρωπο στην μετάνοια. Μια χρονιά λοιπόν πού ξεκινούσε, κατά την συνήθεια, ή αδελφή Αντωνία να πάει και πάλι στην Σάμο για τις ελιές, πήγε στον Γέροντα, για να χαιρετίσει και να πάρει την ευχή του. Εκείνος με πολλή πατρική αγάπη της λέει: - Να πάς, παιδί μου, στην ευχή τού Θεού και της Παναγίας, αλλά θέλω, πρώτα ό Θεός, να είσαι πίσω στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων οπωσδήποτε. -Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα -λέει ή αδελφή και ξεκινά. Έφυγε πράγματι ή αδελφή Αντωνία, πήγε στην Σάμο και μάζευε με πολλή προθυμία τις ελιές. Κάθε μέρα της έδιναν ένα καλάθι ελιές και λίγο λάδι. Όταν τελείωσε το μάζεμα των ελιών, συγκέντρωσε ότι της είχαν δώσει και ετοιμάστηκε να φύγει για το μοναστήρι, γιατί ήδη ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων και έπρεπε, κατά την εντολή τού Γέροντα, να επιστρέψει στην Μονή. Την εποχή εκείνη όμως δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ό μόνος τρόπος για να μεταφερθεί κάποιος στο λιμάνι ήταν οι αγωγιάτες, οι όποιοι είχαν άλογα με καρότσες και έβαζαν μέσα εκεί τα πράγματα. Πηγαίνει και ή αδελφή Αντωνία και βρίσκει τον μοναδικό αγωγιάτη τού χωριού και τού λέει: - Σάς παρακαλώ πολύ, μπορείτε να με πάτε στο λιμάνι, για να φύγω για την Πάτμο; Έχω και μερικά πράγματα μαζί μου. Και όσο κάνει θα σάς πληρώσω. Ό αγωγιάτης, αντί άλλης απαντήσεως, άρχισε να φωνάζει και να την βρίζει άσχημα. (Ήταν κομμουνιστής, όπως αργότερα έμαθε ή αδελφή.) - Φύγε από κοντά μου. Δεν θέλω ούτε να σε βλέπω, όχι να σε πάω και στο λιμάνι -της έλεγε. Ή αδελφή τον παρακαλούσε, λέγοντας του: - Άνθρωπε μου, μόνον ηρέμησε και μη με πάς στο λιμάνι. Τόσο πολύ είχε αγριέψει, πού νόμιζε ότι θα της έκανε κακό. Τί να έκανε ή αδελφή Αντωνία; Ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν είχε πλέον άλλα περιθώρια. Γύρισε και κλείστηκε στο φτωχικό σπιτάκι πού έμενε με μεγάλη λύπη, διότι ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων και δεν μπορούσε να κάνη την υπακοή πού της έβαλε ό Γέροντας. - Δεν με ένοιαζε για μένα -μου έλεγε- όσο ήθελα να μη στενοχωρήσω τον Γέροντα. Εκεί μέσα στο σπιτάκι της γονάτισε και όλη την νύχτα προσευχόταν με δάκρυα στους Αρχαγγέλους πού έχουμε κοντά μας. Τούς είχε μεγάλη ευλάβεια. Ή προσευχή της ήταν ή έξης: «Αρχάγγελε μου Μιχαήλ, εσύ πού τα φτερά σου είναι μεγάλα και δυνατά και έχεις παρρησία στον Θεό, βρες τρόπο να φύγω, για να μη στενοχωρηθεί ό Γέροντας μου και φώτισε και τον αγωγιάτη να μη μού κάνη κακό». Αυτά έλεγε όλη την νύχτα και παρακαλούσε τον Αρχάγγελο με δάκρυα. Τί οικονόμησε λοιπόν ό Θεός; Όταν ό αγωγιάτης πήγε στο σπίτι του και έπεσε να κοιμηθεί, βλέπει στον ύπνο του ένα νέο λαμπερό και τού λέει: - Γιατί δεν θέλεις να πάς την καλόγρια στο λιμάνι; Ό αγωγιάτης τότε αγρίεψε και λέει στον νέο: - Ποιος είσαι εσύ, πού τόλμησες να έρθεις στο σπίτι μου τέτοια ώρα και με διατάζεις; Ό νέος τού άπαντα: - Το ποιος είμαι εγώ, θα το δεις, αν δεν κάνης αυτό πού σού λέω. Τού λέει ό αγωγιάτης: - Δηλαδή με φοβερίζεις; Και πήγε να σηκωθεί για να τον δείρει. - Στάσου! -τού λέει ό νέος-Εγώ πού σε διατάζω είμαι ό αρχάγγελος Μιχαήλ και, εάν δεν σηκωθείς να την πάρεις την μοναχή τώρα στο λιμάνι να φύγει, αύριο θα είσαι πεθαμένος. Θα σου πάρω εγώ την ψυχή σου. Ακούγοντας αυτά σηκώθηκε με τρόμο πολύ, παίρνει αμέσως το άλογο με την καρότσα και πηγαίνει εκείνη την ώρα στο σπιτάκι πού έμενε ή αδελφή κι αρχίζει να χτυπά δυνατά την πόρτα. Ή αδελφή βρισκόταν ακόμη γονατιστή στην προσευχή. Μόλις άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα έτρεξε και άνοιξε, αλλά αντικρίζοντας τον αγωγιάτη τρόμαξε υπερβολικά και θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα. Εκείνος όμως της φώναξε και της είπε: - Φέρε γρήγορα τα πράγματα σου, φέρε τα πράγματα σου! - Μα, άνθρωπε μου, τί έπαθες, πώς σού ήρθε τέτοια ώρα; Κα! πάλι εκείνος τρομαγμένος της λέει: - Φέρε, σού λέω, τα πράγματα σου και δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με αυτόν. Τα φόρτωσε επιτέλους και μετά της λέει: - Ανέβα κι εσύ. Ή αδελφή ανέβηκε με την ψυχή στο στόμα από τον φόβο της. Καθώς προχωρούσαν στον δρόμο της λέει ό αγωγιάτης: - Δεν μού λες, καλογριά μου, τί σχέση έχεις εσύ με τον Ταξιάρχη και ήρθε απόψε στον ύπνο μου και με φοβέριζε; «Αν δεν πάς την καλογριά στο λιμάνι -μού είπε- αύριο θα είσαι πεθαμένος, δεν θα ζεις». Λοιπόν γι’ αυτό σε πάω, γιατί δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με τον Ταξιάρχη. Ή αδελφή, ύστερα από αυτό, συγκινημένη ευχαρίστησε τον Θεό, την Παναγία μας και τον Ταξιάρχη, πού την βοήθησε να φύγει και να κάνη την υπακοή της. Στον αγωγιάτη εξήγησε ότι προσευχόταν όλη την νύχτα στον Ταξιάρχη να την βοηθήσει, γι’ αυτό έγινε αυτό το θαύμα. Έτσι, ή αδελφή Αντωνία αξιώθηκε πράγματι να φθάση στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων, χάριν της υπακοής της και της θαυματουργικής επεμβάσεως του Αρχαγγέλου. Ή Αντωνία, πλήρης ήμερων και καλών έργων, άπήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και συναγάλλεται μετά των Αγγέλων και των απ’ αιώνος άμμάδων. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ. ΙΕΡΟΝ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΙΚΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ. ΑΓΙΩΝ ΌΡΟΣ 2012


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Ιουν 13, 2016 6:35 pm

Εικόνα




ΜΟΝΑΧΗ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑΛΕΟΝΑΡΔΟΥ (1910-2004) ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ-ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ (1978 -2004)



Δέκα έτη συμπληρώνονται φέτος από την εις Κύριον εκδημία της μακαριστής Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος-Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, γεροντίσσης ΕΙΡΗΝΗΣ ,η οποία εκοιμήθη την 8 Σεπτεμβρίου 2004.
Η μακαριστή Καθηγουμένη μοναχή ΕΙΡΗΝΗ, κατά κόσμον Βαρβάρα Παπαλεονάρδου γεννήθηκε την 4η Δεκεμβρίου 1910 στην Αίγινα .Γόνος ευσεβούς οικογενείας γαλουχήθηκε στα νάματα της πίστεως και της πατρίδος από τους ευσεβείς γονείς της Διονύσιο και Αγγελική. Οι ευσεβείς γονείς της ανέθρεψαν την Βαρβάρα και τα αδέλφια της Δημοσθένη, Αντώνιο και Ελένη με υποδειγματική χριστιανική παιδεία ώστε να αναδειχτούν άξια τέκνα στη κοινωνία της νήσου Αιγίνης. Όπως διηγείται και η ίδια ,μεγάλη επίδραση στην πνευματική ζωή της αλλά και ολοκλήρου της οικογενείας άσκησε η συχνή παρουσία του εναρέτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρού Τιμοθέου Αναστασίου, ο οποίος υπήρξε και ο πνευματικός τους. 


Επίσης  παρουσία του ιερομονάχου πατρός Ιερωνύμου Αποστολίδη έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση της. Κατά την παιδική της ηλικία αξιώθηκε να γνωρίσει τον ιδρυτή της μετέπειτα μονής της μετανοίας της επίσκοπο Πενταπόλεως Άγιο Νεκτάριο. Διηγείτο η ίδια ότι πολλές φορές αξιώθηκε ως παιδί να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων από τα χέρια του και να ακούσει τα θεόπνευστα κηρύγματα του κατά τις συχνές επισκέψεις της μαζί με τους γονείς της στην Ιερά Μονή και στους Ναούς της νήσου κατά τη διάρκεια της λειτουργικής διακονίας του Αγίου. Σε ερώτηση του Αγίου Νεκταρίου για ποιο δρόμο θα ακολουθήσει όταν μεγαλώσει εκείνη κοριτσάκι 9 ετών του απήντησε « Δεσπότη μου θέλω να γίνω καλόγρια στο μοναστήρι σου».Αφού περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στο νησί, εργαζόταν μαζί μe την αδελφή της Ελένη προκειμένου να βοηθήσουν την οικογένεια τους.



Την 17ην   Σεπτεμβρίου 1936 προσήλθε ως δόκιμος στην Ιερά Μονή σε ηλικία 26 ετών ,εκάρη μοναχή  την 18η Απριλίου 1938 και χειροθετήθηκε μεγαλόσχημος την 19ην Απριλίου 1956 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Παραμυθίας ,Φιλιατών και Γηρομερίου κυρόν ΤΙΤΟΝ Ματθαιάκην, τον και πνευματικό της. Την 30η Νοεμβρίου 1978 εξελέγη από την αδελφότητα της Μονής Καθηγουμένη και ενεθρονίσθη την 17η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης κ.κ ΙΕΡΟΘΕΟ συμπροσευχομένου του Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ.κ Θεολόγου εις διαδοχήν της μακαριστής Καθηγουμένης Θεοδοσίας. Κατά τον ενθρονιστήριο λόγο της είπε μεταξύ άλλων : « …φόβος διακατέχει την ψυχήν μου την στιγμήν αυτήν, δια το βαρύ φορτίον της διακονίας ήν ανέθεσαν εις εμέ την ελαχίστην και αναξίαν Ειρήνην Μοναχήν, αι αδελφαί της Ιεράς Μονής του Αγίου Νεκταρίου, εις το διακόνημα της Ηγουμένης εκλεγείσης υπ΄αυτών. Σταυρός βαρύς, έργον επίπονον, αλλά πιστεύω ότι το φορτίον του Σταυρού, θα το ελαφρύνη ο Άγιος Θεός δια των ευχών σας Σεβασμιώτατε, Ένεκεν τούτου ζητώ την υμετέραν συμπαράστασιν και των εν Χριστώ αδελφών μου, την αγάπην την βοήθειαν ίνα δια της χάριστος του Θεού πρώτον, της ευλογίας του Αγίου μας Πατρός Νεκταρίου και των Αγίων σας ευχών δυνηθώ να ασκήσω τα πνευματικά μου καθήκοντα…».



Επί 67 έτη από τα οποία 26 έτη ως Ηγουμένη της Μονής διαβίωσε στο ταπεινό κελλάκι της με αδιάλειπτη προσευχή μετά δακρύων, με υποδειγματική ταπείνωση και υπακοή, εργαζόμενη παράλληλα με αφοσίωση στα διακονήματα που κατά κατά καιρούς της ανατέθηκαν μέσα από αφάνταστες στερήσεις και κάτω από αντίξοες συνθήκες, όπως η ίδια ανέγραφε στα χειρόγραφα σημειώματα της. Σε χειρόγραφο σημείωμα της αναγράφει: « Ψάλτρια/αναγνώστρια εις την εκκλησίαν και εις την τράπεζαν, μαγείρισσα/τραπεζιέρα, βοηθός πρωινής καθαριότητος και φαγητού μεσημεριανή, ξενοδόχος στον έξω ξενώνα και εις τον εσωτερικό..» Εργάσθηκε με πολλή ζήλο και αυταπάρνηση και όπως σημειώνει η ίδια: «μόνον ο Άγιος ηξεύρη πως εργασθήκαμε χωρίς ζήλεια, χωρίς κακία, χωρίς φθόνο αλλά πολύ ειρηνική (εργασία) προσφέραμε εις την Μονήν τόσα χρόνια…». Κατά το διάστημα της ηγουμενίας της παρέμεινε στο μαγειρείο της μονής εργαζόμενη αόκνως για την σίτιση των αδελφών και προσκυνητών της Μονής .


Αξιώθηκε να λάβει μέρος στην ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 και στις εκδηλώσεις της επισήμου αναγνωρίσεως αυτού ως Αγίου στα 1961.
Εκείνο που τη χαρακτήριζε ήταν το μελλίρυτο στόμα της όπου μέχρι βαθέος γήρατος υπηρετούσε νυχθημερόν το δεξιό αναλόγιο της μονής όπου με την υπέροχη φωνή της υμνούσε και δοξολογούσε την Παναγία Τριάδα, την Θεοτόκο και τον Άγιο προστάτη της Μονής στους οποίους «ανέθετε την ζωήν της άπασαν».


Η Αγία βιοτή της ήταν μια συνεχής δοξολογία στον Θεό και μια αδειάλειπτη προσευχή για την είσοδο της στη Βασιλεία των Ουρανών. Στο ταπεινό μικρό κελλάκι, στο ασκηταριό της προσευχής της, βρέθηκαν χειρόγραφα σημειώματα όπου σε απλά σημειωματάρια, χαρτοπετσέτες και κιτρινισμένα χαρτιά αποτυπώνεται ο πόθος της για συνάντηση με τον Νυμφίο του Ουρανού. Συγκεκριμένα παρακαλούσε : « Κύριε Ιησού Χριστέ βοήθησον την έξοδον της ψυχής μου και την είσοδον εις τον παραδείσιον χώρον του ουρανού…εις την  έξοδον και άνοδον της ψυχής μου από τους ελέγχους των τελωνίων ταγμάτων…αξίωσον με εν ώρα της εξόδου μου του εισαχθήναι εις την θύραν του Παραδείσου..»Συνεχώς έκλαιε για την αγάπη των αδελφών της Μονής τις οποίες υπεραγαπούσε και για τις οποίες έγραφε: «μήπως δεν έχω την πρέπουσαν ψυχικήν ειρήνην και αγάπη εις τας αδελφάς και προσέρχομαι εις το μυστήριον της θείας κοινωνίας και χωρίς εξομολόγησιν φοβούμαι..όλες οι αδελφές είναι καλές και χρήσιμες…Κύριε φώτισε και ειρήνευε τας αδελφάς.».


Αξιώθηκε σε βαθύτατο γήρας να σηκώσει με καρτερία, σιωπή ,υπομονή και αδιάλειπτη προσευχή το σταυρό της ασθενείας της,την οποία έβλεπε ως ευλογία Θεού. Ακαταπαύστως έλεγε στο κρεβάτι του πόνου «Δόξα σοι ο Θεός» και προσευχόταν για την Μονή, τις αδελφές και όλο τον κόσμο. Η τελευτή της ήταν ήρεμη και οσιακή. Αφού πρώτα μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, η Καθηγουμένη Μοναχή ΕΙΡΗΝΗ παρέδωκε την  Αγία ψυχή της χειραγωγούμενη από τον προστάτη της Αγιον Νεκτάριον, τον οποίο επικαλείτο συνεχώς κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της εις το Νοσοκομείο Αιγίνης,την 8ην Σεπτεμβρίου 2004 ,ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00, εορτή του Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία ιδιαίτατα αγαπούσε. Η εξόδιος ακολουθία της μακαριστής Γεροντίσσης Ειρήνης τελεστηκε την 9ην Σεπατεμβρίου στο καθολικό της Μονής προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Ύδρας κ.κ ΕΦΡΑΙΜ και πλειάδος ιερέων και μοναχών,η δε ταφή της έγινε στο κοιμητήριο της Μονής.


Η μακαριστή Γερόντισσα ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑΛΕΟΝΑΡΔΟΥ υπήρξε η μακροβιότερη Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος-Αγίου Νεκταρίου καθώς συνεπλήρωσε 26 έτη καθηγουμενίας και ανάλωσε τον εαυτό της για τη πνευματική πρόοδο των αδελφών της Μονής, τη φιλοξενία των προσκυνητών και την ανύψωση και ανακαίνιση της Μονής. Υπήρξε πιστή και ταπεινή σε όλη της την επίγεια ζωή.

  

Φέτος που συμπληρώνονται δέκα έτη από την εκδημία της ας την παρακαλέσουμε να πρεσβεύει στο Κύριο και στο Προστάτη της μονής Άγιο Νεκτάριο, για την ειρήνη του κόσμου, την ανακούφιση των αναξιοπαθούντων αδελφών και τη πρόοδο των κατοίκων της νήσου και της Πατρίδος μας.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Ιουν 14, 2016 7:01 pm

Εικόνα

H μοναχή Ευπραξία εκοιμήθη προ ολίγων μηνών , νοσούσα εκ καρκίνου, στην έρημο της Αριζόνα στις ΗΠΑ.
Κοντά της ήταν ο γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης.
Κόντρα στο “ευαγγέλιο της υγείας”  που προπαγανδίζουν αμερικανόφερτες αιρέσεις των πεντηκοστιανών και των ψευτοχαρισματικών, οι ορθόδοξοι μοναχοί και μοναχές δίνουν μηνύματα ΖΩΗΣ και μετά την κοίμησή τους… Το σώμα τους , και μετά θάνατον, αντανακλά την κατάσταση της καρδιάς τους και τη πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών.
Είναι ένα μήνυμα ζωής προς όλους μας που ζούμε χαμένοι μέσα στη μοναξιά των μεγαλουπόλεων, τον εγωισμό μας, την προσκόλληση σε υλικά αγαθά, διασκεδάσεις, ουσίες και οινοπνεύματα,πολιτικές ιδεολογίες και ψευτοθρησκείες… Είναι ένα μήνυμα να αλλάξουμε ζωή και να έρθουμε κοντά Του, κοντά σ’ Αυτόν που είναι η ΟΔΟΣ και η ΑΛΗΘΕΙΑ και η ΖΩΗ και η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. Είναι μια απτή απόδειξη των αποτελεσμάτων της Αγάπης, της νοερής προσευχής, της Μυστηριακής ζωής  μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία…
Μερικοί υλιστές και άθεοι νομίζουν ότι ο θάνατος ενός Ορθόδοξου Επισκόπου, ιερέα, πιστού είναι το τέλος. Στη πραγματικότητα είναι η ΑΡΧΗ. Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι η Εκκλησία αποδυναμώνεται με την κοίμηση ενός “ενοχλητικού” ή αγίου Γέροντα ή Επισκόπου  ή μοναχού . Στη πραγματικότητα τότε η Εκκλησία δυναμώνει, γιατί ο κεκοιμημένος μεταβαίνει στη Θριαμβεύουσα Εκκλησία και νικά οριστικά τον θάνατο.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Ιουν 15, 2016 6:40 pm

Η εκδημία της μακαριστής μοναχής Ιουστίνας της Ι. Μ. Αγίου Στεφάνου

Εικόνα

Ἐκοιμήθη τό πρωί τῆς πρωτοχρονιᾶς ἡ μοναχή Ἰουστίνα, διακεκριμένο μέλος τῆς ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου, πού τά δύο τελευταῖα χρόνια δοκιμάστηκε ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, χωρίς γογγυσμό, δοξάζοντας μέχρι καί τήν τελευταία στιγμή τόν Θεό, τόν ποθητό Νυμφίο τῆς ψυχῆς της, Τόν ὁποῖο συνάντησε.

Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τελέστηκε στίς 2 Ἰανουαρίου στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Στεφάνου ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης κ.κ. Ἰγνάτιο, μέ τήν συμμετοχή πλήθους ἱερέων, μοναχῶν καί λαϊκῶν.

Τόν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Πνευματικός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγίου Στεφάνου, Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου "Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, Συ­νη­θί­ζε­ται σέ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις, οἱ ἐ­πι­κή­δει­οι λό­γοι νά πλέ­κουν τό ἐγ­κώ­μιο καί νά μι­λοῦν γιά τήν ἀ­ξί­α καί τίς ἀ­ρε­τές τοῦ ἐ­κλι­πόν­τος, ὡ­ραι­ο­ποι­ών­τας κά­ποι­ες φο­ρές κα­τα­στά­σεις καί γε­γο­νό­τα. Στήν πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, τῆς προ­σφι­λέ­στα­της ἀ­δελ­φῆς μας μο­να­χῆς Ἰ­ου­στί­νας, δέν μπο­ρεῖ κα­νείς πα­ρά νά μι­λή­σει μέ τήν γλώσ­σα τῆς κα­θα­ρῆς ἀ­λή­θειας, τήν γλώσ­σα τῆς ντομ­προ­σύ­νης καί τῆς ἀ­νε­πι­τή­δευ­της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Θά πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μό­νο στα­ρά­τα λό­για καί εὐ­θεῖ­ες κου­βέν­τες, ὅ­πως στα­ρά­τη, εὐ­θεί­α καί ἀ­λη­θι­νή ὑ­πῆρ­ξε πάν­το­τε ἡ ζω­ή καί ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της. Μιά ζω­ή, πού ἀ­πό τό ξε­κί­νη­μά της ἀ­κό­μη, τῆς ἐ­πε­φύ­λα­ξε πολ­λές δυ­σκο­λί­ες καί ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες, οἱ ὁ­ποῖ­ες τήν ἔ­κα­ναν πάν­το­τε πιό γεν­ναί­α καί πιό ἀ­πο­φα­σι­στι­κή. Γεν­νη­μέ­νη τό 1956 σέ ἕ­να ἀ­πό τά πλέ­ον δυ­σπρό­σι­τα καί ὀ­ρει­νά χω­ριά τῶν Ἀ­γρά­φων, τήν Στε­φα­νιά­δα Καρ­δί­τσης, κον­τά στήν Πα­να­γί­α τήν Σπη­λι­ώ­τισ­σα, στά ὅ­ρια τῶν νο­μῶν Καρ­δί­τσης, Αἰ­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας καί Ἄρ­της, στό σύ­νο­ρο με­τα­ξύ οὐ­ρα­νοῦ καί δυ­σθε­ώ­ρη­των βου­νο­κορ­φῶν, ἔ­φε­ρε ἔν­το­νο τό ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς ὀ­ρε­σί­βιας κα­τα­γω­γῆς της. Γυ­ναί­κα λε­βέν­τισ­σα, πε­ρή­φα­νη, σκλη­ρο­τρά­χη­λη, ἀ­τρό­μη­τη καί δυ­να­μι­κή, μέ κο­φτε­ρο μυα­λό καί ἀ­ε­τή­σιο μά­τι, πού ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται καί πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά πάν­τα. Σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νη καί ἐρ­γα­τι­κή ἀ­πό τά παι­δι­κά της ἀ­κό­μη χρό­νια, ὅ­ταν δού­λευ­ε χει­ρω­να­κτι­κά στίς ἀ­γρο­τι­κές καί κτη­νο­τρο­φι­κές ἐρ­γα­σί­ες τοῦ χω­ριοῦ της. Λά­τρης τῆς ὑ­παί­θρου καί τῆς φύ­σε­ως δέν ἔ­παυ­ε νά τήν ἀ­να­κα­λύ­πτει, νά τήν ἀ­πο­λαμ­βά­νει καί νά ταυ­τί­ζε­ται μα­ζί της. Βγαλ­μέ­νη θαρ­ρεῖς ἀ­πό τό πα­ρελ­θόν, πα­ρό­τι σύγ­χρο­νη καί μέ ἀ­να­ζη­τή­σεις, θύ­μι­ζε τίς ἄλ­λες γεν­ναῖ­ες, ἐ­πί­σης, ὀ­ρε­σί­βι­ες ἑλ­λη­νί­δες γυ­ναῖ­κες τοῦ 40, τίς ἠ­πει­ρώ­τισ­σες, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τίς πα­ρου­σιά­ζει ἀ­πα­ρά­μιλ­λα ὁ Ἄγ­γε­λος Τερ­ζά­κης πε­ρι­γρά­φον­τας τήν ἡ­ρω­ι­κή ἠ­πει­ρώ­τισ­σα γυ­ναί­κα: «Τό ἀν­θρώ­πι­νο αὐ­τό πλά­σμα, γρά­φει, ἔ­χει πά­ρει ἀ­πά­νω του κά­τι ἀ­πό τήν στέ­γνα τοῦ το­πί­ου, τοῦ κα­τά­γυ­μνου βρά­χου, πού τόν σκουν­τᾶς μέ τό πό­δι σου καί τσακ­μα­κί­ζει. Σοῦ λέ­ει κα­λη­μέ­ρα ἡ Ἠ­πει­ρώ­τισ­σα [καί ἡ Ἀ­γρα­φι­ώ­τισ­σα προ­σθέ­του­με ἐ­μεῖς] καί ἡ κου­βέν­τα της εἶ­ναι κο­φτή, σάν πρό­σταγ­μα. Ἔ­χει μιά παρ­θε­νιά ἀ­προ­σπέ­λα­στη, ὅ­πως ἡ ζω­ή της εἶ­ναι σκλη­ρή κι’ ἀ­μί­λη­τη». Σέ ἠ­λι­κί­α μό­λις 12 ἐ­τῶν βι­ώ­νει τήν τρα­γι­κή ἀ­πώ­λεια τοῦ πα­τέ­ρα της. Στήν δύ­σκο­λη αὐ­τή φά­ση τῆς ζω­ῆς της τήν βο­η­θᾶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ὁ δά­σκα­λός της στό χω­ριό Ἀρ­γύ­ρης Πα­παρ­γύ­ρης, ὁ με­τέ­πει­τα π. Μάρ­κελ­λος Κα­ρα­καλ­λι­νός, γνω­στός καί ἐ­νά­ρε­τος μο­να­χός, ἐρ­γά­της τῆς νο­ε­ρᾶς εὐ­χῆς, πού ἐ­κοι­μή­θη πρό ἐ­τῶν, ἐ­πί­σης, ἀ­πό καρ­κί­νο. Αὐ­τός φρον­τί­ζει γιά τήν με­τά­βα­ση καί τήν πα­ρα­μο­νή της, μα­ζί μέ τήν ἀ­δελ­φή της Θε­ο­δο­σί­α, στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί στό σπί­τι τῆς εὐ­σε­βοῦς οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ ἀ­εί­μνη­στου πα­νε­πι­στη­μια­κοῦ κα­θη­γη­τοῦ τῆς ἰ­α­τρι­κῆς Σπυ­ρί­δω­νος Μα­κρῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος στά­θη­κε γι’ αὐ­τήν ἀ­λη­θι­νός πα­τέ­ρας στήν θέ­ση τοῦ τό­σο πρό­ω­ρα ἐ­κλι­πόν­τος. Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σε καί ἐρ­γά­στη­κε γιά δέ­κα καί πλέ­ον ἔ­τη ἀ­σχο­λού­με­νη κυ­ρί­ως μέ τήν ἀ­να­τρο­φή τῶν ἕ­ξι εὐ­λο­γη­μέ­νων παι­δι­ῶν τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ Σπυρίδωνος καί τῆς Ἐλευθερίας Μακρῆ, προ­σφέ­ρον­τάς τους πη­γαί­α καί ἀ­νε­ξάν­τλη­τη στορ­γή καί φρον­τί­δα γιά τήν ὁ­ποί­α τῆς ἐκ­δή­λω­ναν τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους μέ­χρι καί τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες, πού τήν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἤ ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σαν μα­ζί της στό νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἕ­να χρό­νο πρίν τήν ἀ­να­χώ­ρη­σή της γιά τό μο­να­στή­ρι βί­ω­σε γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά τήν τρα­γι­κή ἀ­πώ­λεια καί τοῦ δεύ­τε­ρου πα­τέ­ρα της μέ τήν ἐκ­δη­μί­α τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Σπυ­ρί­δω­νος Μα­κρῆ. Στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου προσῆλ­θε ὡς δό­κι­μη μο­να­χή τό 1979, ἐ­πί μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρον­τίσ­σης Ἀ­γα­θο­κλή­της, ἡ ὁ­ποί­α καί τήν εἰ­σή­γα­γε στήν μα­θη­τεί­α τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς. Ἐ­νῶ ἦ­ταν νε­α­ρή δό­κι­μη ἀ­κό­μη, ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή, ἐ­κτι­μών­τας τά πλού­σια καί πο­λυ­ποί­κι­λα χα­ρί­σμα­τά της, τήν ἀ­γά­πη της γιά τόν Θε­ό, τόν ἁ­γι­α­σμέ­νο με­τε­ω­ρί­τι­κο χῶ­ρο καί τό μο­να­στή­ρι της, τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­φυί­α της καί τήν ἀ­πα­ρά­μιλ­λη ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά της, τῆς ἀ­νέ­θε­σε πολ­λά, δύ­σκο­λα καί ση­μαν­τι­κά δι­α­κο­νή­μα­τα, στά ὁ­ποί­α πάν­το­τε ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν μέ συ­νέ­πεια καί ἐ­πι­τυ­χί­α. Με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γα­θο­κλή­της καί τήν ἐ­κλο­γή τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Χρι­στο­νύμ­φης ὡς ἡ­γου­μέ­νης, συν­δέ­θη­κε μα­ζί της μέ ἰ­δι­αί­τε­ρα με­γά­λη ἀ­γά­πη καί προ­σή­λω­ση καί τήν δι­ε­κό­νη­σε μέ πε­ρισ­σή φρον­τί­δα καί ἀ­φο­σί­ω­ση στήν ἑξα­ε­τή ἐ­πώ­δυ­νη ἀ­σθέ­νειά της μέ­χρι τήν ἐκ­δη­μί­α της. Ἡ ἀ­νά­δει­ξη τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης στήν ἡ­γου­με­νί­α τῆς Μο­νῆς βρῆ­κε τήν ἀ­δελ­φή Ἰ­ου­στί­να ὤ­ρι­μη πνευ­μα­τι­κά καί στε­ρι­ω­μέ­νη πιά μέ­σα στό μο­να­στή­ρι, ἕ­τοι­μη νά συ­νε­χί­σει ἀ­κό­μη πιό ἐ­νερ­γη­τι­κά τόν ἀ­πο­φα­σι­στι­κό καί ἐ­ξέ­χον­τα ρό­λο της στήν πο­ρεί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς. Πα­ρό­τι οὐ­δείς ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­τος, κα­τά τό κοι­νῶς λε­γό­με­νο, δέν παύ­ουν κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι νά ξε­χω­ρί­ζουν καί νά δι­α­κρί­νον­ται στό βί­ο τους μέ τρό­πο τέ­τοι­ο πού νά ση­μα­δεύ­ουν καί νά σφρα­γί­ζουν μο­να­δι­κά καί ἀ­νε­ξί­τη­λα τήν πο­ρεί­α καί τό ἔρ­γο τους. Εἶ­ναι αὐ­τοί πού λέ­με ὅ­τι χα­ράσ­σουν δρό­μο, δί­νουν βη­μα­τι­σμό, γρά­φουν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­νοί­γουν δι­κό τους κε­φά­λαι­ο. Ἕ­να τέ­τοι­ο σπου­δαῖ­ο κε­φά­λαι­ο ἔ­κλει­σε σή­με­ρα. Ἕ­νας στύ­λος κα­τέρ­ρευ­σε, μί­α δρῦς ἔ­πε­σε, μιά ἱ­στο­ρί­α λαμ­πρή συμ­πλή­ρω­σε τόν κύ­κλο της. Καί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἕ­να ση­μεῖ­ο το­μῆς, γιά τήν σύγ­χρο­νη ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ἡ ἐκ­δη­μί­α τῆς ἀ­δελ­φῆς μας Ἰ­ου­στί­νας, σέ συ­νέ­χεια καί μέ τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, πού προ­η­γή­θη­κε. Τέ­μνε­ται σή­με­ρα ἐ­δῶ ἡ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γι­κή πο­ρεί­α τρι­ῶν καί πλέ­ον δε­κα­ε­τι­ῶν, πού χά­ρη στήν στε­νή καί ἀ­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, ὡς ἡ­γου­μέ­νης, καί τῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, ὡς ἡ­γου­με­νο­συμ­βού­λου, ἀ­πέ­φε­ρε, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­να­συγ­κρό­τη­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς σέ ὅ­λους τούς το­μεῖς, πνευ­μα­τι­κό, λει­τουρ­γι­κό, δι­οι­κη­τι­κό, δι­α­χει­ρι­στι­κό καί κτι­ρια­κό. Στό ἐ­πί­πε­δο αὐ­τό ὑ­πῆρ­ξε συ­νο­δοι­πό­ρος καί συμ­μέ­το­χος καί ἡ νέ­α Κα­θη­γου­μέ­νη τῆς Μο­νῆς, Γε­ρόν­τισ­σα Χρι­στο­νύμ­φη, πού τήν τε­λευ­ταί­α ὁ­κτα­ε­τί­α δι­α­κο­νοῦ­σε ὡς ἡ­γου­με­νο­σύμ­βου­λος στήν Μο­νή ἀ­πό κοι­νοῦ μέ τήν ἀ­δελ­φή Ἰ­ου­στί­να, τήν ὁ­ποί­α ἀ­πό τά νε­α­νι­κά της χρό­νια εἶ­χε ὡς πρό­τυ­πο μο­να­χῆς καί τήν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε στήν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φι­έ­ρω­ση στήν δι­α­κο­νί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς καί τοῦ ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κου χώ­ρου. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ἡ πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α πού ἐ­πί τό­σα χρό­νια ἐ­πι­τε­λεῖ­το στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή ἀ­πό τά ὡς ἄ­νω συγ­κε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα. Ὅ­τι δη­λα­δή ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα τῆς Μο­νῆς κα­τά­φε­ρε, ὄ­χι μό­νο νά ἀν­τέ­ξει, χω­ρίς κλυ­δω­νι­σμούς, τό με­γά­λο πλήγ­μα τῆς δι­πλῆς ἀ­πώ­λειας σέ πο­λύ μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, τό­σο τῆς ἁ­γι­α­σμέ­νης μα­κα­ρι­στῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, ὅ­σο καί τῆς δυ­να­μι­κῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, ἀλ­λά συ­νε­χί­ζει μέ ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρη θέρ­μη τήν ἀ­να­γεν­νη­τι­κή πνευ­μα­τι­κή της πο­ρεί­α, ὑ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση τῆς νέ­ας σε­μνῆς καί δι­α­κρι­τι­κῆς ἡ­γου­μέ­νης Χρι­στο­νύμ­φης δι­α­τη­ρών­τας στό ἀ­κέ­ραι­ο τήν συ­νε­κτι­κό­τη­τα καί τήν ἀ­δι­α­τά­ρα­κτη ἑ­νό­τη­τά της. Θά θέ­λα­με νά στα­θοῦ­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως στόν ρό­λο καί τήν συμ­βο­λή τῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, πού λό­γῳ καί τῆς ἐ­πι­βα­ρυ­μέ­νης ὑ­γεί­ας τῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, ἦ­ταν αὐ­τή πού λει­τουρ­γοῦ­σε ὡς κα­τα­λύ­της, πού συμ­πλή­ρω­νε τό κά­θε κε­νό, πού ἦ­ταν καί ὑ­πο­τα­κτι­κή καί σύμ­βου­λος καί πα­ρα­μά­να, ἦ­ταν ὁ ἀ­τσα­λέ­νιος βρά­χος, ὁ ἀ­κοί­μη­τος φρου­ρός, ὁ ἀ­νύ­στα­κτος φύ­λα­κας. Ὑ­πῆρ­ξε στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α ὁ ἄν­θρω­πος γιά ὅ­λες τίς δου­λει­ές. Τά ἐ­ξαι­ρε­τι­κά προ­σόν­τα της, ὁ ζῆ­λος, ἡ ἀν­το­χή της, ἡ ἐκ­πλη­κτι­κή ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά της καί ἡ συγ­κι­νη­τι­κή αὐ­το­θυ­σί­α της τήν εἶ­χαν ἀ­να­δεί­ξει σέ ἕ­να πο­λύ­τι­μο πο­λυ­ερ­γα­λεῖ­ο τῆς Μο­νῆς, κα­θώς ἀ­πό τά χέ­ρια της περ­νοῦ­σαν τά πάν­τα. Ἔ­βα­ζε πλά­τη παν­τοῦ καί κυ­ρί­ως στά δύ­σκο­λα. Δέν τήν φό­βι­ζαν οἱ εὐ­θύ­νες καί δέν ἀρ­νι­ό­ταν πο­τέ νά τίς ἐ­πω­μι­σθεῖ καί νά τίς ἀ­να­λά­βει. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῆς ἀ­πό­λυ­της συ­νέ­πειας, τῆς πρω­το­βου­λί­ας καί τῆς πρω­το­πο­ρί­ας. Δι­έ­θε­τε ὀ­ξυ­δέρ­κεια, εὐ­στρο­φί­α καί δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα. Ἔ­βλε­πε μπρο­στά, ὀ­ρα­μα­τι­ζό­ταν καί σχε­δί­α­ζε. Συ­νέ­βα­λε τά μέ­γι­στα στήν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τοῦ ἔμ­ψυ­χου δυ­να­μι­κοῦ τῆς Μο­νῆς, ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας στό ἔ­πα­κρο τά χα­ρί­σμα­τα καί τίς δυ­να­τό­τη­τες ὅ­λων τῶν ἀ­δελ­φῶν. Τήν συ­νεῖ­χε πραγ­μα­τι­κά ἡ φρον­τί­δα καί ἡ ἀ­γω­νί­α της γιά τήν κα­λή λει­τουρ­γί­α τῆς Μο­νῆς καί γιά τήν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν ἀ­δελ­φῶν καί φρόν­τι­ζε νά προ­λά­βει καί νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τόν κά­θε κίν­δυ­νο καί τήν κά­θε δυ­σκο­λί­α. Ἦ­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα σκλη­ρή καί αὐ­στη­ρή μέ τόν ἑ­αυ­τό της, πο­λύ ἀν­θε­κτι­κή στόν πό­νο καί τόν σω­μα­τι­κό κό­πο, μέ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα ἀ­πο­θέ­μα­τα ψυ­χι­κῆς καί σω­μα­τι­κῆς ἀν­το­χῆς, φτι­αγ­μέ­νη θά 'λε­γε κα­νείς ἀ­πό σί­δε­ρο. Πα­ρά τήν πλη­θώ­ρα τῶν εὐ­θυ­νῶν καί τῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των της, δέν ἔ­παυ­ε νά δί­νει προ­τε­ραι­ό­τη­τα στήν προ­σευ­χή καί τήν με­λέ­τη καί ἦ­ταν ἄ­κρως φι­λα­κό­λου­θη. Ἀ­κό­μη καί με­τά ἀ­πό ἐ­ξαν­τλη­τι­κές ἤ καί ὁ­λο­νύ­κτι­ες ἐρ­γα­σί­ες ἔ­δι­νε πάν­το­τε ἀ­πό τήν ἀρ­χή τό πα­ρόν στήν πρω­ι­νή ἀ­κο­λου­θί­α ὄν­τας ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­στη­ρή στό ζή­τη­μα τῆς κα­θυ­στε­ρή­σε­ως στήν προ­σέ­λευ­ση σ’ αὐ­τήν. Ἐ­πε­δεί­κνυ­ε ἰ­δι­αί­τε­ρο ζῆ­λο καί ἐν­θου­σια­σμό στούς ἀ­γῶ­νες γιά τήν προ­ά­σπι­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας καί τῶν ἐ­θνι­κῶν μας δι­καί­ων καί συμ­με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γά καί μέ ὅ­λη της τήν καρ­διά σέ κά­θε ἀ­νά­λο­γη πρω­το­βου­λί­α καί προ­σπά­θεια. Ὑ­πῆρ­ξε μιά αὐθεντική ἑλ­λη­νί­δα ὀρ­θό­δο­ξη μο­να­χή μέ ἀκ­μαῖ­ο ὀρ­θό­δο­ξο ὁ­μο­λο­για­κό καί ἐ­θνι­κό φρό­νη­μα. Ἡ πο­λυ­σχι­δής καί πο­λυ­ε­τής δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της, τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­γρά­ψα­με, ὁρ­μώ­με­νη βε­βαί­ως πάν­το­τε ἀ­πό τόν ζῆ­λο καί τήν ἀ­γά­πη της γιά τήν Μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας της, δέν ἔ­παυ­ε νά τῆς στε­ρεῖ τό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κό δό­σι­μο τῆς καρ­διᾶς της καί ὅ­λου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ της στόν πο­λυ­πό­θη­το Νυμ­φί­ο της. Λί­γους μό­λις μῆ­νες πρίν τήν δι­ά­γνω­ση τῆς σο­βα­ρό­τα­της ἀ­σθέ­νειάς της αἰ­σθα­νό­ταν πο­λύ ἔν­το­να μέ­σα της τήν κό­πω­ση καί τόν κο­ρε­σμό τῆς πο­λυ­ε­τοῦς προ­σφο­ρᾶς της. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε δι­α­κα­ῶς νά ἀ­πεγ­κλω­βι­σθεῖ ἀ­πό τίς δι­οι­κη­τι­κές μέ­ρι­μνες καί τίς φρον­τί­δες, ἀ­πό τίς ποι­κί­λες πι­έ­σεις καί τίς δο­κι­μα­σί­ες τίς ὁ­ποῖ­ες ὑ­φί­στα­το. Καί ὁ καρ­δι­ο­γνώ­στης Κύ­ριος τῆς χά­ρι­σε αὐ­τό πού τό­σο πο­θοῦ­σε προ­σφέ­ρον­τάς της τό με­γά­λο δῶ­ρο τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της, τόν ἅ­γιο καρ­κί­νο, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τό­νι­ζε ὁ μα­κα­ρι­στός ἅ­γιος Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος. Τήν εἴ­δη­ση τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της, πα­ρά τήν δυ­σμε­νέ­στα­τη πρό­γνω­σή της, τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σε μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη ψυ­χραι­μί­α, θάρ­ρος, καί ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Θε­ό. Τήν θε­ω­ροῦ­σε δῶ­ρο καί εὐ­έρ­γε­τη­μα ἀ­πό τόν Θε­ό καί πραγ­μα­τι­κά ἔ­τσι λει­τούρ­γη­σε γιά τήν πνευ­μα­τι­κή της πο­ρεί­α. Ἡ ἀ­σθέ­νειά της στά­θη­κε ἡ ἀ­φορ­μή τῆς πλή­ρους καί ρι­ζι­κῆς καί ἐν­συ­νεί­δη­της με­τα­στρο­φῆς της. Θε­ω­ροῦ­με ἰ­δι­αί­τε­ρα εὐ­τυ­χή καί εὐ­ερ­γε­τη­μέ­νο τόν ἑ­αυ­τό μας, πού εἴ­χα­με τήν εὐ­και­ρί­α νά ζή­σου­με ἀ­πό πο­λύ κον­τά ὅ­λη τήν δι­ε­τή δο­κι­μα­σί­α τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της. Γί­να­με ἔ­τσι μάρ­τυ­ρες τῆς γνή­σιας καί συν­τρι­πτι­κῆς με­τά­νοι­άς της, πού συ­νο­δεύ­τη­κε μέ γε­νι­κή καί συ­νε­χή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἀλ­λά καί συ­νει­δη­τή ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό κά­θε τί πού τήν ἀ­πο­σποῦ­σε ἀ­πό τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φι­έ­ρω­σή της στόν Νυμ­φί­ο της Χρι­στό. Σέ μιά σει­ρά πνευ­μα­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων μα­ζί της, κα­θώς καί λα­τρευ­τι­κῶν εὐ­και­ρι­ῶν, Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, εὐ­χέ­λαι­α, ἁ­για­σμούς, πα­ρα­κλή­σεις, δι­α­πι­στώ­να­με συ­νε­χῶς τήν ἀ­νο­δι­κή της πο­ρεί­α, τήν δια­ρκή ἐ­πα­φή της μέ τόν οὐ­ρα­νό, μέ τούς Ἁ­γί­ους. Ἡ ζω­ή της ἔ­γι­νε μιά συ­νε­χής προ­σευ­χή, μί­α ἀ­τέ­λει­ω­τη πύ­ρι­νη δο­ξο­λο­γί­α στόν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Εἶ­χε συ­νε­χῶς στό στό­μα της καί στήν καρ­διά της τό «δό­ξα Σοι ὁ Θε­ός», τό «δό­ξα τῶ Πα­τρί καί τῶ Υἱ­ῶ καί τῶ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι». Ἀ­κό­μη καί τήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἐκ­δη­μί­ας της, τήν Δευ­τέ­ρα τό πρω­ί, πού τήν ἐ­πι­σκε­φθή­κα­με στό νο­σο­κο­μεῖ­ο καί με­τέ­λα­βε γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, κα­θώς τῆς λέ­γα­με «δό­ξα τῶ Θε­ῶ» ἀν­τα­παν­τοῦ­σε, μέ τήν ἐ­λά­χι­στη φυ­σι­κή δύ­να­μη πού τῆς ἀ­πέ­με­νε, «δό­ξα τῶ Θε­ῶ», χί­λι­ες δό­ξες τῆς λέ­γα­με, χί­λι­ες δό­ξες ἀν­τα­παν­τοῦ­σε! Σέ ὅ­λα τά νο­σο­κο­μεῖ­α πού νο­ση­λεύ­τη­κε ἄ­φη­σε μέ τήν εὐ­γέ­νεια καί τήν καρ­τε­ρι­κό­τη­τά της, ἄ­ρι­στες ἐν­τυ­πώ­σεις στούς για­τρούς, στίς νο­ση­λεύ­τρι­ες καί τούς συ­να­σθε­νεῖς της. Θά θέ­λα­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό νά εὐ­χα­ρι­στή­σου­με ἐκ καρ­δί­ας τούς Δι­ευ­θυν­τές τῆς Χει­ρουρ­γι­κῆς καί τῆς Ὀγ­κο­λο­γι­κῆς Κλι­νι­κῆς τοῦ Νο­σο­κο­μεί­ου Metropolitan Πει­ραι­ῶς, τούς κυ­ρί­ους Γρη­γό­ριο Τσι­ῶ­το καί Χρί­στο Χρι­στο­δού­λου, πού ἀ­φι­λο­κερ­δῶς, μέ ἄ­ρι­στη ἐ­πι­στη­μο­νι­κή φρον­τί­δα, ἀλ­λά καί μέ πλού­σια καί πη­γαί­α ἀ­γά­πη καί στορ­γή, στά­θη­καν δί­πλα της καί τῆς προ­σέ­φε­ραν, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, μί­α δι­ε­τή πα­ρά­τα­ση μέ ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς καί τήν δυ­να­τό­τη­τα συμ­με­το­χῆς στό πρό­γραμ­μα τῆς Μο­νῆς, ὥ­στε νά δο­ξά­ζει τόν Θε­ό, νά προ­σφέ­ρει καί νά δέ­χε­ται τήν ἀ­γά­πη τῆς Γε­ρόν­τισ­σας καί τῶν ἀ­δελ­φῶν. Ἄς εἶ­ναι δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ μας, πού γνω­ρί­ζει καί με­τέρ­χε­ται ἀ­πεί­ρους καί θαυ­μα­στούς τρό­πους γιά τήν σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν μας. Λυ­πού­μα­στε μέν γιά τόν ἀ­πο­χω­ρι­σμό μας, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να χαι­ρό­μα­στε ἰ­δι­αί­τε­ρα καί δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό, πού ἔ­φυ­γε τό­σο κα­λά προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη γιά τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα μας. Δό­ξα τῶ Πα­τρί καί τῶ Υἱ­ῶ καί τῶ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι! Εὐ­χό­μα­στε τήν πα­ρά Κυ­ρί­ου πα­ρη­γο­ρί­α, στήν Γε­ρόν­τισ­σα καί τίς ἀ­δελ­φές τῆς Μο­νῆς, κα­θώς καί στούς κα­τά σάρ­κα συγ­γε­νεῖς τῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, τήν κα­λή της μη­τέ­ρα, τήν κυ­ρά Μα­ρί­α, τήν σε­μνή καί πι­στή ἀ­δελ­φή της Θε­ο­δο­σί­α καί τά ἀγαπημένα της ἀ­νή­ψια. Τέ­λος στήν προ­σφι­λέ­στα­τη μα­κα­ρι­στή ἀ­δελ­φή μας Ἱ­ου­στί­να εὐ­χό­μα­στε ὁ­λό­ψυ­χα ὁ Θε­ός νά ἀ­να­παύ­σει, διά πρε­σβει­ῶν τῶν προ­στα­τῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, Ἁ­γί­ου Πρω­το­μάρ­τυ­ρος καί Ἀρ­χι­δι­α­κό­νου Στε­φά­νου καί τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Χα­ρα­λάμ­πους τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ, κα­θώς καί τῶν κτι­τό­ρων, ὁ­σί­ων Ἀν­τω­νί­ου καί Φι­λο­θέ­ου τῶν Με­τε­ω­ρι­τῶν, τήν εὐλογημένη ψυ­χή της «ἐν χώ­ρᾳ ζών­των καί ἐν σκη­ναῖς δι­καί­ων». Αἰ­ω­νί­α της ἡ μνή­μη.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Ιουν 16, 2016 7:17 pm

Εικόνα

ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ (ΠΑΤΕΡΑ)
Η ΠΡΩΗΝ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΕΦΟΠΛΙΣΤΡΙΑ


Στις 9 Ιουνίου (27 Μαΐου 2005 εγκατέλειψε την πρόσκαιρη ζωή και πορεύτηκε προς την αληθινή ή μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα, κατά κόσμον Κατίγκω Πανάγου Πατέρα. Πήγε για να συναντήσει τον νυμφίο της Χριστό, Τον όποιο είχε αγαπήσει «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» της. Ή μακαριά μοναχή Μαρία -Μυρτιδιώτισσα ήταν μια σπάνια πνευματική φυσιογνωμία πού, από τη στιγμή πού γνώρισε κι αγάπησε το Χριστό, δεν αρκέστηκε να Τον βιώσει ή ίδια και μάλιστα απόλυτα, ολοκληρωτικά, αλλά προσπάθησε μ' όλη τη (μεγάλη) δύναμη της ψυχής της και μ' όσα (πλούσιοι) μέσα της χορήγησε ό Θεός να πείσει και πολλούς άλλους ανθρώπους να Τον γνωρίσουν και να Τον αγαπήσουν, αρχίζοντας από τον στενό οικογενειακό της κύκλο και διευρύνοντας τον κύκλο αυτόν όλο και περισσότερο. Ως την άλλη άκρη της γης έφτασε ή επιρροή της.

Ποια όμως ήταν ή μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα;
Για όσους δεν την ήξεραν ή δεν είχαν ακούσει γι' αυτήν αξίζει να σημειώσουμε επιγραμματικά τα εξής:

Ή κατά κόσμον Αικατερίνη (Κατίγκω) Δημ. Λαιμού γεννήθηκε στο μικρό νησάκι των Οινουσσών, απέναντι από τη Χίο, το 1912. Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι των Οινουσσών, έτσι κι οι δικοί της γονείς ήταν πλοιοκτήτες, εφοπλιστές. Έτσι ή Κατίγκω έζησε μια ζωή γεμάτη ανέσεις. Σπούδασε στα καλλίτερα σχολεία, ταξίδεψε σ' όλα τα μέρη του κόσμου και γενικά δε στερήθηκε τίποτα από τα εγκόσμια αγαθά. Οι γονείς της, όμως, εκτός από την άνεση και την πολυτέλεια, της εμφύτεψαν και μεγάλη πίστη στο Χριστό και την Εκκλησία Του, καθώς και μεγάλη αφοσίωση στην πατρίδα και τις εθνικές παραδόσεις.

Το 1931 παντρεύτηκε τον, επίσης, εφοπλιστή Πανάγο Διαμαντή Πατέρα και από τη συζυγία αυτή προέκυψαν τρία παιδιά: ή Καλλιόπη, ό Διαμαντής και ή Ειρήνη.

Ή οικογένεια ζούσε μια σώφρονα και παραδοσιακή ζωή, με ανθηρή υγεία και με όλα τα χαρακτηριστικά της άνεσης, πού παρέχει ή πλήρης οικονομική ευχέρεια, ως τη στιγμή, πού ό αρχηγός της οικογένειας προσβλήθηκε από ανίατη μορφή καρκίνου. Ό Θεός φαίνεται πώς επέτρεψε τη δοκιμασία αυτή, για ν' αναδειχτεί έτσι ή πίστη κι ή προσήλωση στο Χριστό τόσο των ιδίων όσο και της οικογένειας τους. :Από τότε ή οικογένεια αφοσιώθηκε με περισσότερο ζήλο και μεγαλύτερη πίστη στο Χριστό.

Ή μικρή κόρη, ή Ειρήνη, σε μια έξαρση αυτοθυσίας κι αγάπης, ζήτησε από το Θεό με την προσευχή της ν' απαλλαγεί ό αγαπημένος της πατέρας από την θανατηφόρα αρρώστια κι ας μεταφερόταν σε κείνη. Κι ό Θεός με την ανεξιχνίαστη βουλή Του άκουσε την προσευχή της. Κι ή μικρή Ειρήνη προσβλήθηκε από την ίδια αρρώστια με τον πατέρα της. Κι ό πατέρας της από τότε και παρά τίς δυσοίωνες προβλέψεις των γιατρών, έζησε για πολλά χρόνια ακόμα και κοιμήθηκε το 1966.

Ή αρρώστια του Πανάγου Πατέρα και ιδιαίτερα της μικρής Ειρήνης συγκλόνισαν την οικογένεια. Πέρα άπ' όλες τις φροντίδες για την ίαση τους, ή οικογένεια, με πρωτοστάτη την Κατίγκω, προσέφυγαν με μεγάλη πίστη στο Θεό και ζητούσαν από Εκείνον μόνο βοήθεια και στήριξη. Ή δοκιμασία τους έφερνε όλο και περισσότερο κοντά στην Εκκλησία. Γνωρίστηκαν με τους καλλίτερους πνευματικούς της εποχής (δεκαετίες του 1950 και 1960). Ιδιαίτερα από τότε πού συνάντησαν τον γέροντα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη και λίγο αργότερα τον γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας, ή Κατίγκω Πατέρα και δι αυτής ολόκληρη ή οικογένεια της μπήκαν σε άλλη τροχιά.

Ή άνετη έπαυλης του Ψυχικού οπού έμεναν, μετατράπηκε σχεδόν σε μοναστήρι. Ηγούμενοι, μοναχοί και πνευματικοί από το Άγιο Όρος κι από την υπόλοιπη Ελλάδα παρηύλαυναν καθημερινά σχεδόν από το σπίτι τους. Ομιλίες και κηρύγματα γίνονταν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα μέσα στο σπίτι, με ομιλητές τους πιο σπουδαίους ιεροκήρυκες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Δεν υπήρχε γνωστός πνευματικός άνθρωπος τότε, πού να μη πέρασε από εκεί, να μη φιλοξενήθηκε και να μη ζητήθηκε ή γνώμη κι ή συμβολή του στην πνευματική αναγέννηση της οικογένειας, των συγγενών και του ευρύτερου κοινωνικού τους περίγυρου.

Μέσα στο σπίτι είχαν φτιάξει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, πού το είχε εικονογραφήσει ό μακαριστός αγιογράφος και φίλος της οικογένειας Φώτης Κόντογλου. Εκεί γίνονταν καθημερινά ακολουθίες, αλλά και λειτουργίες, οσάκις υπήρχε κοντά τους ιερέας. Ή Κατίγκω ιδιαίτερα, αλλά και τα μέλη της οικογένειας της, ζούσαν μυστηριακή ζωή, με συχνή εξομολόγηση, θεία κοινωνία και αγώνα για εσωτερική τελείωση.

Ήταν να θαυμάζει κανείς με την αυταπάρνηση της πραγματικής αρχόντισσας Κατίγκως. Θυσίασε όλα όσα είχε για την αγάπη του Χριστού. Και δεν ήταν λίγα. Τα πλούσια εδέσματα της τ' αντάλλαξε με λιτά φαγητά και κατά τις νηστίσιμες ήμερες με αυστηρή άλαδη νηστεία Αντί τα πολυτελή φορέματα, που φορούσε πριν, τώρα αρκούνταν σ' ένα απλό μαύρο φόρεμα. Τις βραδινές βεγγέρες και τις λοιπές νυκτερινές διασκεδάσεις τίς αντικατέστησε με τις πολύωρες ακολουθίες και τίς αγρυπνίες. Τα συχνά ταξίδια για λόγους αναψυχής τώρα έδωσαν τη θέση τους σε προσκυνήματα. Δεν άφησε προσκυνήματα και μοναστήρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πού να μη τα επισκέφτηκε. Ό Θεός με τα κρίματά Του επέτρεψε ν' αναπαυτεί ή μικρή Ειρήνη το 1961 (26 Νοεμβρίου), σε ηλικία 21 ετών. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα, του Άγιου Δημήτριου, είχε δεχτεί τη μοναχική κούρα, μετονομασθείς Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, από ευλάβεια στην Παναγία Μυρτιδιώτισσα, της οποίας το μοναστήρι στη Χίο βρίσκεται απέναντι από το νησάκι τους, τις Οινούσσες. στο σύντομο βίο της δοκιμάστηκε πολύ, υπόμεινε με μαρτυρική καρτερία τους πόνους και την αρρώστια της κι ό θάνατος της ήταν όσιακός. Κι όταν μετά από τρία χρόνια την ξέθαψαν, το λείψανο της βρέθηκε άφθαρτο. Μετά από αυτό οι ευλαβείς γονείς ανέλαβαν να κάνουν πράξη ένα τάμα, πού είχαν κάνει μαζί με τη κόρη τους, όταν κάποτε την επισκέφτηκαν σε μια κλινική στη Ζυρίχη, όπου νοσηλευόταν. Να φτιάξουν ένα μοναστήρι προς δόξαν Θεού. Ήθελαν έτσι να Τον ευχαριστήσουν για τίς αμέτρητες δωρεές Του, να Του , αφιερώσουν ένα μικρό μέρος από τον πλούτο, πού με τη βοήθεια Του απόκτησαν. Κι έτσι έγινε το πανέμορφο μοναστήρι, ένας σωστός παράδεισος, πού σήμερα κοσμεί το νησάκι των Οινουσσών.

Ή αρχόντισσα Κατίγκω Πατέρα, μετά το θάνατο και του συζύγου της, πού στο μεταξύ είχε καρεί μοναχός κι αυτός κι είχε λάβει το όνομα Ξενοφών, έγινε μοναχή στο μοναστήρι της κι οϊ μοναχές, πού εγκαταβιούσαν εκεί την εξέλεξαν ηγουμένη.

Ή γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα, πέρα από τ' άλλα χαρίσματα της, διακρινόταν από μια πίστη πολύ δυνατή. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, πώς ή πίστη της ήταν ικανή «και όρη μεθιστάνειν», όπως είπε κι ό Χριστός. Ήταν μια πίστη στερεή, αψεγάδιαστη, καθαρή σαν διαμάντι, πού δε σηκώνει την παραμικρή σκιά. Ό,τι είπε κι ό,τι επέτρεψε ό Θεός, για τη γερόντισσα Μαρία ήταν δώρο Του. Σε καμιά περίπτωση δεν άφησε τον εαυτό της όχι μόνο να γογγύσει, άλλ' ούτε και να σκεφτεί ότι ό Θεός Ίσως να μη την άκουσε, Ίσως να ήταν υπερβολικός στις άφθονες δοκιμασίες, πού της έστειλε. Δοξολογούσε το Θεό συνέχεια, σε κάθε περίσταση, όσο λυπηρά κι αν ήταν τα γεγονότα, πού αντιμετώπιζε. Δοξάζοντας το Θεό δέχτηκε την είδηση του θανάτου της νεαρής κόρης της, με δοξολογίες προέπεμψε και το μοναχό Ξενοφώντα, τον πρώην σύζυγο της. Άλλα και τις άλλες σκληρές δοκιμασίες, πού δέχτηκε στη συνέχεια, το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της Καλλιόπης σε ηλικία 47 ετών και, λίγο αργότερα, του μοναχογιού της Διαμαντή, επίσης στην ηλικία των 47 ετών, τίς αντιμετώπισε με ιώβεια υπομονή. «Δόξα τω Θεώ», ήταν ή απάντηση στο θλιβερό άγγελμα του θανάτου τους. Κι όταν πάνω στο νεκροκρέβατο του γιου της κάποια ξαδέλφη της τόλμησε ν' αναρωτηθεί, γιατί ό Θεός επέτρεψε να πεθάνει τόσο νέο το παλικάρι, ή ηρωίδα μάνα απάντησε:
—'Άκουσε Κατίνα. Ό Θεός ούτε λαθεύει ούτε αδικεί. Κατάλαβες;

Κι ό λόγος της ήταν ομολογιακός, γεμάτος παρρησία, δε σήκωνε αντιρρήσεις. Ή παραμικρή υποψία, πώς Ίσως τα γενόμενα να μη ήταν σωστά, για την πιστή γερόντισσα ήταν σαν αμφιβολία στην πρόνοια του Θεού, ισοδυναμούσε με βλασφημία στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.

Σε θέματα πού αφορούσαν στην πίστη δε γνώριζε υποχωρήσεις. Όπου κι αν βρισκόταν, οποίος κι αν ήταν μπροστά της, όταν ένιωθε ή άκουγε το παραμικρό πού νόμιζε πώς αλλοίωνε το πιστεύω της, θα επενέβαινε, για να διορθώσει τα πράγματα. Κάποτε σε μια δίκη ό συνήγορος της, προφανώς, για να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις για την πελάτισσα του, είπε απευθυνόμενος στο προεδρείο:
—Ή γυναίκα αυτή, κ. πρόεδρε, είχε την ατυχία να χάσει σε νεαρή ηλικία την κόρη της...
Σ' αυτό το σημείο και αγνοώντας τους δικονομικούς κανόνες, ή δυναμική Κατίγκω παρεμβαίνει:
—Όχι, κ. δικηγόρε, δεν είχα καμιά ατυχία. 'Ό,τι δίνει ή επιτρέπει ό Θεός, δεν είναι ατυχία αλλά δώρο δικό Του.

Και βέβαια την ακλόνητη πίστη της την συνόδευαν και τα έργα της πίστης. Το χέρι της ήταν πάντα ανοιχτό, για να δίνει. Δωρεές γενναίες σε θρησκευτικούς συλλόγους και σε οργανώσεις χριστιανικές, σε μοναστήρια κι εκκλησίες δίνονταν αφειδώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ανώνυμα. Όποιος φτωχός κι άπορος την πλησίαζε, θα 'χε κι αυτός το μερτικό του από το γενναιόδωρο χέρι της. Όπου άκουγε ότι υπήρχε ανάγκη, έσπευδε, δεν έμενε ασυγκίνητη. Την ένοιαζε όλος ό κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν πνευματική ή υλική στήριξη. Κι εκείνη πάντα πρόθυμη να συμπαρασταθεί το κατά δύναμη. Ό λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος, ελπίδα, ενέπνεε την πίστη. Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. 0πλο ακαταμάχητο είχε τη δική της πίστη. Συνήθιζε να λέει, οπού έβλεπε ίχνη αμφιβολίας κι απιστίας:
—Με αυτά πού έπαθα εγώ, αν δεν είχα τον Χριστό μου, θα 'πρεπε να βρίσκομαι ή στο τρελοκομείο η στον τάφο. Τι άλλο μου έμεινε να πάθω; Έχασα την μικρή μου κόρη, έπειτα τον άντρα μου, στη συνέχεια και τ' άλλα δύο μου παιδιά. Αρρώστιες βαριές και ανίατες, βάσανα και στενοχώριες με συνόδευαν σ' όλη μου τη ζωή. Δόξα τω Θεώ όμως. Ό Ιώβ έπαθε περισσότερα, μα δεν έπαψε ποτέ να δοξολογεί το Θεό.

Ή υπομονή της ήταν πραγματικά ιώβεια. Τηρουμένων των αναλογιών δοκίμασε κι εκείνη όλα τα βάσανα του Ιώβ. . Για την αγάπη του Χριστού τα 'δωσε όλα κι έφτασε στο σημείο ή εφοπλίστρια αρχόντισσα να επαιτεί, για τη συντήρηση του μοναστηριού της. Το μόνο πού δεν έχασε ποτέ, ήταν ή βαθιά ριζωμένη πίστη της, πού την ωθούσε διαρκώς σε δοξολογία Θεού.

Ό Θεός την αξίωσε να φτάσει σε βαθύ γήρας. Μια Βαθιά ταπείνωση, πού κρυβόταν μέσα της όλ' αυτά τα χρόνια από το βάρος της εξουσίας και των πρωτοβουλιών, πού ήταν αναγκασμένη να παίρνει, άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και να εκδηλώνεται προς τίς αδελφές της μονής. Ελεεινολογούσε τον εαυτό της, έλεγε πώς ήταν υπερήφανη, επειδή μια ζωή είχε συνηθίσει να διατάζει. Και τώρα, πώς θα παρουσιαζόταν στο Χριστό με τέτοιο εγωισμό; Κι αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια. Ζούσε έτσι σε μια κατάσταση διαρκούς μετάνοιας. Κι ή κατάσταση αυτή της έφερνε γαλήνη, την ειρήνευε. Είχε αποκτήσει στα τελευταία της μια παιδική απλότητα. Είχε ωριμάσει πνευματικά φαίνεται κι ήταν έτοιμη ν' αναχωρήσει από τα εγκόσμια, για να συναντήσει τον Χριστό μας, Εκείνον, πού αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και για χάρη του Όποιου είχε θυσιάσει τα πάντα.

Μετά από σύντομη σχετικά ασθένεια αναχώρησε ήρεμα για τη Βασιλεία των ουρανών, συνοδευόμενη από την ολόθυμη αγάπη των μοναζουσών, πού την είχαν σαν πραγματική τους μητέρα, όπως και την αποκαλούσαν. Το κενό πού άφησε στο μοναστήρι αλλά και σ' όσους καλότυχους έτυχε να την γνωρίσουν είναι πραγματικά μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Ήταν από τους τελευταίους, αν όχι ή τελευταία, πού κλείνει μια σειρά από σπουδαίους ανθρώπους, πού ήξεραν να τα δίνουν όλα στο Θεό, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς κρατούμενα, χωρίς υστεροβουλίες, χωρίς επιφυλάξεις. Ή μνήμη των έργων και του βίου της θα μείνει αιώνια. Την ανάπαυση, πού ποτέ δε γνώρισε σ' αυτή τη ζωή, πιστεύουμε πώς ό δικαιοκρίτης Θεός θα της χαρίσει πλούσια στην άλλη, την αληθινή ζωή.

Ή κηδεία της ήταν πάνδημη. Συγγενείς και γνωστοί έφτασαν άπ' όλο τον κόσμο, για να συνοδέψουν το σκήνωμα της στην τελευταία του κατοικία. Όλοι ήταν γεμάτοι θλίψη, μα και μια θεία παρηγοριά κυριαρχούσε μέσα τους. Ήταν το φαινόμενο της χαρμολύπης, πού μια ζωή βίωνε ή ίδια και τώρα την μετέδιδε και στους δικούς της ανθρώπους, πού πήγαν να την χαιρετήσουν. Κι αξίζει να σημειωθεί πώς ό Θεός έδειξε τη χάρη Του στην πιστή δούλη Του. Μετά από δύο μέρες, πού έγινε ή κηδεία της το σώμα της δεν παρουσίαζε κανένα σημείο φθοράς, δεν είχε χάσει καθόλου την ευκαμψία του. Το χέρι της, πού το ασπάζονταν όλοι, ήταν τελείως μαλακό, σαν ζωντανό, ούτε καν την κρυάδα του θανάτου δεν είχε.

Οι ευχές κι οι πρεσβείες της ελπίζουμε πώς θα σκεπάζουν και θα προστατεύουν το αγαπημένο της μοναστήρι και τους λοιπούς γνωστούς της. Ας είναι αιωνία ή μνήμη της!

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιουν 17, 2016 9:12 pm

Η οσιομάρτυς Μαρία μοναχή της Γκάτσινα(+4/17 Απριλίου 1932)
Εικόνα


Στην πόλη Γκάτσινα, τριάντα μίλια περίπου μακριά από την Αγία Πετρούπολη, ζούσε πριν από την επανάσταση ή μοναχή Μαρία. Το κοσμικό της όνομα ήταν Λυδία Άλεξάντροβνα Λελιάνοβα. Νέα ακόμα, πριν από την επανάσταση του 1917, είχε προσβληθεί από τη νόσο του Πάρκινσον κι υπόφερε από εγκεφαλίτιδα. Αυτό προξένησε μια ακινησία σ' ολόκληρο το σώμα της, πού νόμιζε κανείς πώς ήταν αλυσοδεμένο, ακίνητο. Το πρόσωπο της ήταν ωχρό, αναιμικό. Μπορούσε να μιλάει, αλλά με μισόκλειστο το στόμα της. Ή φωνή της έβγαινε ανάμεσα από τα δόντια της. Πρόφερε πολύ αργά τα λόγια της, κι ό ήχος τους είχε μια μονοτονία. Έτσι ανάπηρη πού ήταν, είχε απόλυτη ανάγκη από βοήθεια κι από αποκλειστική φροντίδα. Το παραμικρό άγγιγμα, της προξενούσε πόνο.


Ή αρρώστια αύτη πολύ συχνά συνοδεύεται από ψυχολογικές μεταβολές (εκνευρισμό, μια κουραστική επιμονή να επαναλαμβάνει στερεότυπες ερωτήσεις, να έχει υπερβολικές απαιτήσεις, να παρουσιάζει σημάδια γήρανσης κλπ.). Φυσική συνέπεια τέτοιων μεταβολών είναι οι άρρωστοι αυτοί να καταλήγουν συνήθως σε ψυχιατρεία. Ή μητέρα Μαρία όμως όχι μόνο δεν είχε αλλοιωθεί ψυχικά, αλλά φανέρωσε και κάποιες εξαιρετικές πτυχές της προσωπικότητας και τού χαρακτήρα της, πού είναι πολύ σπάνιες σε τέτοιους άρρωστους. Είχε πολύ μεγάλη πραότητα, ταπείνωση, υποταγή, αυτοσυγκέντρωση και δεν ήταν καθόλου απαιτητική. Ήταν αφοσιωμένη στην αδιάλειπτη προσευχή κι υπόμενε τη δύσκολη κατάσταση της χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό.


Ως ανταπόδοση στη μεγάλη της ταπείνωση κι υπομονή ό Θεός την προίκισε μ' ένα χάρισμα: να παρηγορεί τούς θλιμμένους. Άνθρωποι ξένοι κι εντελώς άγνωστοι πού αντιμετώπιζαν θλίψεις, απόγνωση και κατάθλιψη, άρχισαν να την επισκέπτονται και να συζητούν μαζί της. Κι όλοι έφευγαν από κοντά της παρηγορημένοι, ανακουφισμένοι. Ένιωθαν τη θλίψη μέσα τους να φωτίζεται, τούς φόβους τους να ξεπερνιούνται, την κατάθλιψη και την απόγνωση να εξαφανίζονται. Οι φήμες για τις αρετές της εξαιρετικής αυτής μοναχής διαδόθηκαν σταδιακά πολύ μακρύτερα από τα σύνορα της Γκάτσινα.

Ή μάτουσκα Μαρία ζούσε μαζί με την ελεύθερη αδερφή της Ιουλία Άλεξάντροβνα και τον αδερφό της Βλαδίμηρο Άλεξάντροβιτς. Αρχικά έμεναν στο κέντρο της πόλης, κοντά στον καθεδρικό ναό των αγίων Πέτρου και Παύλου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν σ' ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα περίχωρα. Έμεναν στο ίδιο διώροφο σπίτι από το 1909 ως το 1932. Την μάτουσκα Μαρία δεν την γνώριζαν μόνο οι κάτοικοι της Γκάτσινα, μα και πολλοί κάτοικοι της πρωτεύουσας. Έτσι στη μοναχική κουρά της, πού την έκανε ένας αρχιμανδρίτης, παραβρέθηκαν πολλοί άνθρωποι. Λόγω της κατάστασης της υγείας της της έδωσαν αμέσως το μεγάλο σχήμα.

Γύρω από τη μάτουσκα Μαρία δημιουργήθηκαν δύο ομάδες. Τη μια ομάδα αποτελούσε ένας μεγάλος κύκλος πού βοηθούσε σε διάφορες σπιτικές δουλειές. Ή άλλη ομάδα, πού ήταν μικρότερη, είχε τη βασική υποχρέωση να ψάλλει παρακλήσεις. Ό μικρός κύκλος αποτελούνταν από κορίτσια, ηλικίας περίπου 20 ετών. Τις καθοδηγούσε ό π. Ιωάννης Σμόλιν και μαζί του έψαλλαν στο κρεβάτι της μάτουσκα, επισκέπτονταν άλλους ασθενείς κι έθαβαν τούς νεκρούς. Το 1927 πού κοιμήθηκε ό π. Ιωάννης, τη θέση του πήρε ό π. Πέτρος Μπελάφσκυ.

Το Μάρτη τού 1927 επισκέφτηκε τη μάτουσκα ό Ίβάν Μιχαήλοβιτς Άντρεγέφσκυ. Όση ώρα περίμενε να γίνει δεκτός, περιεργαζόταν τις πολλές φωτογραφίες πού υπήρχαν στο δωμάτιο υποδοχής. Δύο απ' αυτές τού έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν οι φωτογραφίες των μητροπολιτών Πετρούπολης Βενιαμίν και Ιωσήφ. Ό μητροπολίτης Ιωσήφ είχε γράψει στη δική του φωτογραφία μια πολύ συγκινητική αφιέρωση στη μάτουσκα Μαρία, παραθέτοντας μια μεγάλη περικοπή από το βιβλίο του «Στην Αγκαλιά του Πατέρα». Ό μητροπολίτης Βενιαμίν είχε γράψει κάτι σύντομο: «Στην αξιοσέβαστη και μαρτυρική μάτουσκα Μαρία, πού ανάμεσα σε τόσους πονεμένους, παρηγόρησε και μένα τον αμαρτωλό...»

Ό Ιβάν Μιχαήλοβιτς είχε τη μεγάλη τύχη να παραστεί μάρτυρας στη θαυματουργική δύναμη της μάτουσκα στις θλιμμένες ψυχές.

Κάποτε ένας νέος άντρας είχε πέσει σε απόγνωση, επειδή είχαν συλλάβει κι είχαν εξορίσει τον ιερέα πατέρα του. Όταν έφυγε από τη μάτουσκα ήταν χαρούμενος κι είχε αποφασίσει ήδη να γίνει διάκονος. Μια νέα γυναίκα πού ήταν επίσης θλιμμένη, μετά τη συνάντηση της με τη μάτουσκα, έγινε ξαφνικά πολύ χαρούμενη και αποφάσισε μάλιστα να γίνει μοναχή. Ένας ηλικιωμένος άντρας πού υπόφερε πολύ επειδή είχε πεθάνει ό γιός του, έφυγε από κοντά της παρηγορημένος. Μια ηλικιωμένη γυναίκα πού είχε έρθει κλαμένη, έφυγε ήρεμη και γαλήνια.
Όταν την επισκέφτηκε ό Ίβάν Μιχαήλοβιτς, της είπε πώς συχνά τον ταλαιπωρούσε μια κατάθλιψη πού κρατούσε αρκετές εβδομάδες. Δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο ν' απαλλαγεί απ' αυτήν.

«Ή κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός», του είπε ή μάτουσκα. «Την επιτρέπει ό Θεός για να βοηθήσει εκείνους πού θέλουν μα δεν ξέρουν πώς να μετανοήσουν, εκείνους δηλαδή πού, αφού μετανοήσουν, ξαναγυρίζουν πάλι στις παλιές αμαρτίες τους...Τήν τρομερή αυτή ψυχική δοκιμασία μόνο δύο φάρμακα μπορούν να την θεραπεύσουν: είτε πρέπει να μάθει να μετανοεί σωστά κανείς και να προσφέρει έργα μετανοίας, ή να υπομένει τον πνευματικό σταυρό, την κατάθλιψη, με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή κι ευγνωμοσύνη στον Κύριο. Να γνωρίζεις πώς τον σταυρό αυτόν ό Κύριος θα τον λογαριάσει ως καρπό μετανοίας... Έπειτα, σκέψου πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι να συνειδητοποιείς πώς ή δοκιμασία σου είναι ό κρυφός καρπός της μετάνοιας, ένας ανεπίγνωστος αύτοκολασμός λόγω της απουσίας απαραίτητων έργων... Με τη σκέψη αυτή πρέπει ό άνθρωπος να φτάσει στη συντριβή. Και τότε ή κατάθλιψη σιγά σιγά υποχωρεί κι οι αληθινοί καρποί μετανοίας θ' αναπτυχθούν...»

Τα λόγια αυτά της μάτουσκα Μαρίας λειτούργησαν σαν χειρουργική επέμβαση στην ψυχή του Ιβάν Μιχαήλοβιτς, σαν αφαίρεση κάποιου πνευματικού όγκου. Κι αμέσως άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος.

Τη νύχτα της 17ης (ή κατ' άλλες πηγές 19η) Φεβρουαρίου τού 1932 οι αρχές συνέλαβαν πολλούς μοναχούς και πιστούς σ' ολόκληρη τη χώρα. Συνέλαβαν επίσης και πολλές μοναχές από την Γκάτσινα, ανάμεσα τους και τη μάτουσκα Μαρία με την αδερφή της. Ήταν ή εποχή πού ή OGPU  προχώρησε σε συλλήψεις όλων των μοναχών και μοναζουσών πού είχαν μείνει ελεύθεροι, αφού ως τότε είχαν ήδη κλείσει όλα τα μοναστήρια κι άλλοι μεν μοναχοί είχαν συλληφθεί κι άλλοι ζούσαν στον κόσμο.

Ή μάτουσκα κατηγορήθηκε για αντεπαναστατική προπαγάνδα, πώς συμμετείχε σε μια αντεπαναστατική οργάνωση, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 58 τού Σοβιετικού Κώδικα Εγκλήματος. Συνέλαβαν επίσης και τον αδερφό της. Και βέβαια ή «προπαγάνδα» εναντίον του κομμουνισμού ήταν το χάρισμα της να παρηγορεί τούς θλιμμένους, Εκείνοι πού παρευρίσκονταν στη σύλληψη περιγράφουν μια φοβερή εικόνα εμπαιγμού κι άγριας βίας στην καρτερική κι ανάπηρη μάτουσκα, πού ήταν παράλυτη κι αδύναμη να κάνει οποιαδήποτε σωματική κίνηση. Δύο τσεκάδες  άρπαξαν από τα χέρια την ταλαίπωρη και μαρτυρική γυναίκα, την κατέβασαν από το κρεβάτι της, πού ήταν στον δεύτερο όροφο, και την έσυραν ως το φορτηγό...Ταρακουνούσαν το βασανισμένο και παράλυτο σώμα της, την πέταξαν μέσα στο φορτηγό και την οδήγησαν στο Λένινγκραντ. Έμεινε εκεί δύο μήνες, ως το θάνατο της.

Οι άνθρωποι πού τη σέβονταν και την τιμούσαν, άρχισαν να της φέρνουν στη φυλακή μικρά δέματα. Για ένα μήνα περίπου οι φύλακες δέχονταν τα δέματα της. Μετά οι φρουροί άρχισαν ξαφνικά ν' αρνούνται, δέ τα δέχονταν.

- Πέθανε στο νοσοκομείο, τούς είπαν κοφτά.

Συνήθως τέτοιους αβοήθητους ανθρώπους τούς εκτελούσαν. Πληροφορίες αναφέρουν πώς ή μοναχή Μαρία είχε καταδικαστεί σε τριετή εξορία, μα δεν πρόλαβε να εκτελέσει την εξορία της. Στο νοσοκομείο οι γιατροί της έκαναν εγχείριση και της έκοψαν τους τένοντες. Ή ταλαιπωρημένη μοναχή δεν άντεξε τους πόνους και πέθανε. Το σώμα της το παρέδωσαν σε μια ξαδέρφη της να το ενταφιάσει, αλλά «χωρίς δημοσιότητα», όπως την προειδοποίησαν. Ό ενταφιασμός της έγινε στο κοιμητήριο του Λένινγκραντ «Σμολένσκοϊε», όπου βρίσκεται κι ό ναός της Παναγίας του Σμολένσκ.

Τον τάφο της όμως επισκέπτεται πλήθος ανθρώπων, πού κάνουν μνημόσυνα και προσεύχονται. Ό θάνατος της αναφέρεται πώς έλαβε χώρα στις 4/17 Απριλίου του 1932.

Την 26η Μαρτίου του 2007 έγινε ή ανακομιδή των λειψάνων της κι ή μοναχή Μαρία συναριθμήθηκε στο χορό των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Σήμερα τα άγια λείψανα της βρίσκονται στο ναό του αγίου Παύλου, στην Γκάτσινα.
Ό αδερφός της μάτουσκα, Βλαδίμηρος Άλεξάντροβιτς, ήταν ένας αδύνατος, μικρόσωμος κι ευγενής άντρας, πού φρόντιζε την αδερφή του και δεχόταν τούς επισκέπτες με αυτοθυσία. Εκείνον τον μετέφεραν μ' ένα «μαύρο κοράκι», δηλαδή μ' ένα μαύρο αυτοκίνητο, απ' αυτά πού συνήθως χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά θυμάτων πού είχαν συλληφθεί μέσα στη βαθιά νύχτα.  Μετά από ανακρίσεις πού κράτησαν εννιά μήνες, καταδικάστηκε σε πενταετή εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία.

Ή αδερφή του, Ιουλία Άλεξάντροβνα, καταδικάστηκε σε τριετή εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζί με πολλούς άλλους πού τιμούσαν τη μοναχή Μαρία. Οι φίλες της την επισκέπτονταν και της έφερναν τρόφιμα. Κανένας δεν ξέρει πότε πέθανε...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Ιουν 18, 2016 8:08 pm

Η μοναχή Μόνικα, ο πνευματικός της Καλύμνου.

Εικόνα





Έφερε πάντα πολύτιμο περιδέραιο την διάκριση, την σιωπή και το ακατάκριτο. Διαμάντια πιο λαμπερά και από τον φωστήρα της ημέρας. Την γνώρισα στα μέσα του ’50. Ερχότανε στην Πάτμο στον γέροντα Αμφιλόχιο όσο το γήρας της το επέτρεπε και γιόρταζε κοντά του το Πάσχα το καινό. Τα χρόνια εκείνα ήταν ο Ευαγγελισμός η πόλις Ιερουσαλήμ. Εκεί ανέβαιναν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου να γιορτάσουν Πάσχα Κυρίου. Ήταν υψίκορμη και λιπόσαρκη σαν δούγα παλαιού ξύλινου βαρελιού. Όταν κάποτε νοσηλεύθηκε σε θεραπευτήριο των Αθηνών, οι φοιτητές ρώτησαν τον γιο της, καθηγητή της Παιδιατρικής :

-           Η μητέρα σας δεν έφαγε ποτέ μια μπριζόλα;
Ερχότανε στον ναό της Βαγγελίστρας μαζί με την αδελφή που άναπτε τις κανδήλες. Καθότανε στο στασίδι, με το μακροφούστανο και το μαντήλι μέχρι την μύτη, τόσο ήσυχα, που δεν έδειχνε μέσα στο μισοσκόταδο πως υπάρχει παρουσία ζωντανού ανθρώπου. Ήταν σαν κάποια αδελφή να κρέμασε το ράσο της στο θρονί. Είτε έμπαιναν είτε έβγαιναν από την εκκλησία, ούτε σήκωνε το κεφάλι ούτε το έστρεφε. Ρώτησα:
-           Αυτή η γριά δεν βλέπει, δεν ακούει;
-           Και βλέπει και ακούει, αλλά συνεχώς προσεύχεται.

Μου θύμιζε την μάννα του Σαμουήλ , όταν πήγαινε στο ναό να προσευχηθή και ο γιος του ιερέα Ηλεί την πρόσεξε και είπε στον πατέρα του: «Μια γυναίκα ίσταται στον ναό και μαίνεται».

Καθόμουνα απέναντί της .Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν να σκουπίζη τα δάκρυά της, τα ασίγητα και αθόρυβα, με το άσπρο της μαντήλι. Περισσότερο έστρεφα την προσοχή μου στην γερόντισσα Μόνικα παρά στο τέμπλο της εκκλησιάς.
Όταν απαντούσε στις ερωτήσεις του Γέροντα, μιλούσε τόσο στοχαστικά, σαν να έβγαινε η φωνή της μέσα από τους παλαιούς αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα μου θύμιζε τον παλαιό των ημερών. Ο λόγος της ήταν τόσο μετρημένος σαν ρήση ευαγγελική.

Εκεί όμως που εγνώρισα τον άνθρωπο αυτόν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε έζησα από κοντά τον άνθρωπο των δακρύων και της καρδιακής προσευχής και έμαθα την ιστορία της ζωής της.

Ο σύζυγός της Γεράσιμος Ζερβός ήταν πάντα «ο πατέρας» και για την σύζυγο και για τα παιδιά. Οσάκις έλεγε «ο πατέρας μας» , αρκετό καιρό υπελάμβανα την πατέρα της, αλλ’ αργότερα εννόησα ότι επρόκειτο περί του συζύγου. Εργαζόταν στις Ινδίες, στις αγγλικές επιχειρήσεις εξορύξεως πολύτιμων μετάλλων. Σε μία από τις επισκέψεις του στον οίκο του πατρός του εγνώρισε την Άννα και ηράσθη του αληθινού κάλλους της ψυχής της. Την ζήτησε εις γάμου κοινωνίαν . Έπασχε όμως από μυοκαρδίτιδα. Του λέει:
-           Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Πώς θα γίνη ο γάμος;

Και υπανδρεύθη καθιστή. Τον ακολούθησε στην Ινδία και έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά. Έπειτα από λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα , ίσως για τις σπουδές των παιδιών. Τα δύο, την Φανή και τον Τζον, τα έχασε εφήβους από κάποια λιμώδη νόσο της εποχής εκείνης. Ο Τζον έγινε ουρανοβάμων προτού γίνη άνδρας. Δεκαέξι ετών ήταν ψάλτης αριστερός στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Υπέμεινε την αρρώστια με μαρτυρική υπομονή. Τα τελευταία λόγια του στην αγία μάννα του ήταν:
-           Θα λυπηθώ πολύ, όταν φορέσης μαύρα και κλάψης. Εγώ είδα τον Χριστό και μου είπε: «Έρχου γρήγορα∙ σε περιμένω».
Εκεί στην Αθήνα η κυρία Άννα εδέχετο όλη την ημέρα όχι μόνον πονεμένους, αλλά και κληρικούς. Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα Σάββα και τον βοήθησε , μαζί με τον σύζυγό της, να εγκατασταθή στο νησί και σήμερα είναι ο προστάτης της Καλύμνου και των κήπων του ανατολικού Αιγαίου το εγκαλλώπισμα. Ο προϊστάμενος της Ζωής πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες. Ο γιος της ο παιδίατρος της έλεγε:
-           Μάννα , εσύ έχεις περισσότερους επισκέπτες από μένα.
Κάτω από το προσκέφαλό της είχε τρία βιβλία: τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Νείλο τον Σιναΐτη και τον αββά Ισαάκ. Αυτούς μελετούσε μέρα και νύχτα. Προτιμούσε την ανάγνωση από το κείμενο.
-           Καλύτερα – έλεγε- να διαβάσω μια σελίδα κείμενο παρά δέκα ερμηνεία. Στο κείμενο βρίσκεται το πνεύμα του Πατρός. Στην ερμηνεία έχει εξατμισθή το πνεύμα του και επικρατεί του ερμηνευτού.
Στους προσερχομένους πάντα απαντούσε από τους Πατέρες : «Αυτό μας λέγει ο αββάς Ισαάκ Ιωάννης, αυτό ο Νείλος και αυτό ο Ισαάκ». Ποτέ δεν έκλωθε δικά της λόγια. Έτσι, κανένας δεν αντέλεγε στις νουθεσίες της. Όλοι ευχαριστημένοι έφευγαν από την εξαγόρευση και την πατερική νουθεσία.

Είχε φοβερή υπομονή να ακροάζεται τους πειρασμούς , τον πόνο και την θλίψη των άλλων. Η νύφη της ερχόταν κάθε πρωί και μιλούσε επιθετικά εις βάρος του γιού της. Έπειτα από δίωρη ακρόαση αναπάντητη , της έλεγε:
-           Πήγαινε τώρα να ετοιμάσης φαγητό, γιατί τα παιδιά θα επιστρέψουν από το σχολείο.
-           Δεν στενοχωριέστε για όσα λέγει;
-           Καθόλου. Μόνον για την ψυχή της θλίβομαι.
Είχε τόση διάκριση, που ακουμπούσε στις ψυχές αυτό που μπορούσαν να βαστάξουν.
 Κανένας δεν έφευγε ούτε βαρυφορτωμένος ούτε ξεφόρτωτος. Το στόμα της ήτανε χρυσό. Ούτε αστεϊσμούς ούτε σαπρούς λόγους έλεγε ούτε κατάκριση εξήρχετο. Αυτά είναι τα στόματα των Αγίων.
Στην προσευχή – όπως μου ωμολόγησε η θεία μου μοναχή Θεοκτίστη και όπως και εγώ είδα και μαρτυρώ- συνεχώς έτρεχαν τα μάτια της αστείρευτη πηγή.
-           Πού , Γρηγόριέ μου –μου έλεγε η θεία μου μοναχή –βρίσκονταν τόσα δάκρυα; Εσπερινό κάναμε; Απόδειπνο διαβάζαμε; Όρθρο ψάλλαμε; Ώρες λέγαμε; Οι βρύσες των ομματιών της έτρεχαν.

Στην νοερά προσευχή η στάση της ήταν ουράνια. Μοναχός Πάτμιος, Αντίπας το όνομα, της είχε προσφέρει το επίτομο βιβλίο της Φιλοκαλίας των αγίων Πατέρων, το οποίο μελέτησε πολύ καλά.
Αλλά και ο Γεράσιμος καθόλου δεν υστερούσε στα πνευματικά της «μητέρας»- συζύγου του. Φαίνεται από πολύ νωρίς είχε συναναστραφή με πνευματικούς άνδρες. 

Είχε πολλά ωφεληθή και πολλά σπουδάσει. Αυτός πρέπει να βοήθησε την Άννα να προαχθή στα πνευματικά γυμνάσματα. Στον οίκο του στην Κάλυμνο είχε δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους γεμάτους βιβλία. Το δωμάτιο αυτό το έλεγαν «παπαδικό». Στους επισκέπτες έλεγε:
-           Περάστε να σας δείξω τα χόμπι της ζωής μου. Από ΄δω είναι τα «τσιγάρα» μου. Από ‘κει τα «ποτά» μου. Και πιο ‘κει τα «γλυκά» μου.
Κάθε βράδυ περιήρχετο το λιμάνι μήπως βρη κάποιον άστεγο επισκέπτη του νησιού να φιλοξενήση στο σπίτι του. Αν επέστρεφε με επισκέπτη, έλεγε στην Άννα:
-           Έφερα τον Χριστό.
Αν δεν λάχαινε κανένας άστεγος, γύριζε λυπημένος.
-           Χάσαμε , μητέρα, σήμερα.
Στο τέλος του προσεβλήθη από την επάρατο νόσο του καρκίνου. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού να μη φανή ο πόνος του ούτε στους ανθρώπους ούτε στους Αγγέλους.

Η σύζυγός του, μετά την χηρεία, εκάρη ,μοναχή από τον γέροντα Αμφιλόχιο με το όνομα Μόνικα. Της ζήτησα κάποτε το βιβλίο του αββά Νείλου. Μου είπε:
-           Μετά την κοίμησή μου να είναι δικό σου. Τώρα όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ, γιατί ό όσιος Νείλος με τέρπει. Ο Σιναΐτης με οικοδομεί και όλα τα λαμπικάρει στην καρδιά μου ο Ισαάκ ο Σύρος.

Εκοιμήθη ενενήντα ετών η καρδιοπαθής και αδύνατη σαν την καλαμιά του ξηροπόταμου.

Αυτά έζησα και ενθυμούμαι και τα καταθέτω. Ξεύρω ότι είναι φτωχά και λίγα. Ας έχω την συμπάθειά της και τις πρεσβείες της μαζί μου.


Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Ιουν 20, 2016 2:50 pm

Μοναχή Πανσέμνη-νυν ηγουμένη Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου, (Νοσοκομείου-Παλαιά Πόλη Ιεροσολύμων).

Εικόνα






Μια διακριτική αθόρυβη παρουσία στα Ιεροσόλυμα που ελάχιστοι
γνωρίζουν ,είναι η γερόντισσα Πανσέμνη από την Κρήτη.


Εχει πάνω από 20-25 χρόνια στους Αγίους Τόπους αλλά
περνάει απαρατήρητη.Ησυχη,φιλακόλουθη,σιωπηλή, διαβιεί στην
Αγία Γη σαν να είναι αόρατη.Δεν θα την δείς ποτέ να φαίνεται,όπως
και αρκετές άλλες παρόμοιες παρουσίες σιωπηλές,αγγελικές
και ανάλαφρες σαν νεφέλη ευλογίας!................
Θυμάμαι ο μακαριστός γέροντας Σεραφείμ του Αγίου Σάββα έλεγε:
"Η μοναχή Καλλιόπη,δόκιμη τότε,είναι ένα αγγελάκι!


Εχει σπουδάσει ιατρική και ποτέ δεν κατάλαβε κανείς
τις γνώσεις της και τα πτυχία της.Είναι καλή γιάτρενα (ιατρός)
και καλή μοναχή.Ο Θεός να την ευλογεί."
Πόσοι ζουν γύρω μας άξιοι και όμως δεν το ξέρουμε;.......



Θυμάμαι ότι όταν ήμουν Ελλάδα νέος σε ηλικία, και ζούσε ο γέροντας
Αγιος Πορφύριος,ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης,
η γερόντισσα Γαβριηλία και πλήθος άλλων,ούτε που τους είχα
ακούσει καν ,και ήμουν στην εκκλησία πάντοτε.
Οταν φεύγουν,συνήθως μαθαίνουμε για την αρετή τους.


Και το άλλο επίσης:.....Στην άλλη ζωή θα έχουμε εκπλήξεις,δηλαδή
θα δούμε αγίους και σεσωσμένους,που ούτε καν το περιμέναμε 
ότι θα είναι εκεί! Οπως και ότι θα απουσιάζουν άτομα που εμείς τα
περιμέναμε για ...φαβορί στον Παράδεισο.!


Εδώ και τώρα κρίνονται τα πάντα και όλη μας η πορεία!
Είτε αγιαστική,είτε χρόνια χαμένα και ανεκμετάλλευτα προς σωτηρία.
Ο Θεός βοηθός μας.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 8 και 0 επισκέπτες