ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Μάιος 31, 2016 9:26 pm

Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη

Εικόνα



Βιογραφικά 
Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.
Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.
Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή.

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.
Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.
Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.
Στο ανάστημα ήταν μέτρια και κάπως γεμάτη. Έγερνε προς την αριστερή πλευρά, γιατί είχε πέσει από μια σκάλα και ο σπόνδυλός της έπαθε σοβαρή βλάβη. Για να σταθή όρθια, έπρεπε να ακουμπά το αριστερό χέρι στο γόνατό της. Αλλά παρά την σωματική της αναπηρία έκανε πολλές μετάνοιες. Όταν πονούσε ο σπόνδυλος της, έλεγε: «Πονώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να πονούμε».
 
Το τυπικό της
Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».
Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).
Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».
Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση. Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και έγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».
Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.
Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: «Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: «Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».
Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος.
Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.
Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».
Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.
Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.
Εμπειρίες χάριτος
Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.
Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.
Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.
Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.
Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “ελα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.
Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε.
Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναί». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».
Δοκιμασίες
Εϊναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.
Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.
Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.
Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.
Μοναχική κουρά και κοίμηση
Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.
Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά.
Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.
Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:
«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012-ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Ιουν 01, 2016 7:35 pm

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑ

Εικόνα


Γεύση παραδείσου στην καρδιά της Ρωσίας.




Ήταν 10 Ιουνίου του 2000, παραμονή της εορτής του αγίου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Βρισκόμουν στον ναό της Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως για τον πανηγυρικό εσπερινό και τον όρθρο. Ανάμεσα στους χιλιάδες προσκυνητές διέκρινα μία ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή. Ήταν ή Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε ή μορφή της και ή καλοσύνη της. Οι συγγενείς της πού την συνόδευαν μου είπαν ότι ή γερόντισσα ήταν πνευματικό παιδί του αγίου Λουκά. Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην Σεβαστούπολη. Μιλήσαμε λίγο περισσότερο και κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό θησαυρό. Δυστυχώς ό χρόνος με πίεζε και δεν είχα την δυνατότητα να μείνω περισσότερο. Την αποχαιρέτισα λέγοντας ότι, αν θέλει ό Θεός, την επόμενη χρονιά θα την επισκεφθώ στο σπίτι της.


Πράγματι τον Ιούνιο του 2002 την επισκέφθηκα στην κατοικία της. Μένει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το μικρό διαμέρισμα της αποτελείται από ένα δωμάτιο, ένα στενό διάδρομο και μία μικρή κουζίνα, ανήλιο και απεριποίητο, σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και όλη ή πολυκατοικία. Ή γερόντισσα μένει με την κόρη της και την εγγονή της. Ό τοίχος πάνω από το κρεβάτι της είναι καλυμμένος από εικόνες και στην γωνία υπάρχει ένα τραπεζάκι με ακοίμητο καντήλι.


Μας υποδέχθηκε όλο χαρά: «Καλώς ορίσατε! Τι μεγάλη ευλογία είναι αυτή, να έρθετε σε μένα την αμαρτωλή...». Πήρε από το τραπέζι ένα και μοναδικό πορτοκάλι και μου το έδωσε.


«Το φύλαγα για σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πριν από ένα μήνα ήμουν πολύ άσχημα. Άρχισαν να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, έπεσε ή πίεση μου και κατάλαβα ότι σύντομα θα φύγω για το μεγάλο ταξίδι. Ήρθε ό ιερέας και με κοινώνησε, αποχαιρέτισα τους δικούς μου και περίμενα. Κάποια στιγμή όμως θυμήθηκα τα λόγια σου και την υπόσχεση σου. Παρακάλεσα τότε τον άγιο Λουκά και του είπα: «Άγιε μου Λουκά, ό π. Νεκτάριος μου είπε ότι σε ένα μήνα θα έρθει να με δει. Αν θέλεις, άφησε με να ζήσω μέχρι τότε και μετά ας φύγω. Πράγματι ό άγιος με άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». Την άκουσα με έκπληξη και κάπως αμήχανα της είπα: «Μα και εγώ ήθελα να σε δω ζωντανή». Πολύ χαριτωμένα απάντησε. «Και εγώ προσπαθούσα να ζήσω».



Την ρωτήσαμε για την ζωή της.
«Γεννήθηκα το 1906. Έζησα πάρα πολλά στην ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, επαναστάσεις, πολέμους...».
Να σημειώσουμε εδώ ότι ή Σεβαστούπολη ανήκει σε εκείνες τις πόλεις πού έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα. Λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων», ό όποιος κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια οί νεκροί και περισσότερα τα άλλα θύματα και οί τραυματίες. Ή πλέον αιματηρή φάση αυτού του πολέμου έλαβε χώρα στην Κριμαία. Μετά την αποχώρηση των «Λευκών», οί σφαγές έφτασαν στο απόγειο τους. Μέσα σε ενάμισι μήνα εκτελέστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι. Ειδικά ή Σεβαστούπολη έζησε ημέρες φρίκης και γι' αυτό ονομάστηκε «πόλη των κρεμασμένων». Ή κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα. Όσους συνελάμβαναν τους κρεμούσαν στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ενώ σε όλη την πόλη κυριαρχούσαν αφίσες με το σύνθημα «θάνατος στους προδότες».
Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ή Σεβαστούπολη δοκίμασε και πάλι την
φρίκη του πολέμου. Το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας και οί δυο αντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα και είχαν αμέτρητους νεκρούς. Ή Σεβαστούπολη κράτησε για 249 ήμερες και όλο αυτό το διάστημα βομβαρδίστηκε ανελέητα. Όταν σταμάτησαν οί μάχες, μόνον επτά κτήρια είχαν μείνει όρθια, ή υπόλοιπη πόλη είχε ισοπεδωθεί.


Ή γερόντισσα συνέχισε: «Πρώτα ζήσαμε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν μικρό κορίτσι τότε και ή πόλη μας έζησε πολλές δυστυχίες. Χύθηκε πολύ αίμα τότε. Στην δεκαετία του '30 παντρεύτηκα και απέκτησα δυο κορίτσια. Σε λίγο ξέσπασε ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ό άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Οί Γερμανοί τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και έμεινε αρκετό καιρό στα γερμανικά στρατόπεδα. Μετά τον πόλεμο οί αιχμάλωτοι επέστρεψαν, αλλά όχι στα σπίτια τους, τους έστειλαν στην Σιβηρία Πράγματι αυτή ήταν ή παράλογη πολιτική του Στάλιν. Οί ταλαίπωροι Ρώσοι αιχμάλωτοι, όσοι βέβαια επέζησαν από τις κακουχίες των γερμανικών στρατοπέδων, θεωρήθηκαν από τον Στάλιν μολυσμένοι από το «μίασμα του καπιταλισμού» και γι' αυτό θα έπρεπε να υποβληθούν σε «αποτοξίνωση» και αντικαπιταλιστική θεραπεία. Έτσι λοιπόν οδηγήθηκαν όλοι στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ! Τον άνδρα μου δεν τον ξαναείδα. Δεν άντεξε στις κακουχίες και πέθανε εκεί. Με μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τα δυο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριά και ελπίδα ήταν ή πίστη στον Θεό. Από μικρή ήμουν στην εκκλησία και αυτό με στήριξε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του».


Γνωριμία με τον άγιο Λουκά
Γνώρισα τον άγιο Λουκά το 1951 και αυτή ή γνωριμία ήταν ή μεγαλύτερη ευλογία στην ζωή μου. Για δέκα χρόνια του έφτιαχνα τα πρόσφορα της Θ. Λειτουργίας και δεν έχανα τα κηρύγματα του. Τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του, μιλούσαμε συχνά και πολλές φορές φάγαμε μαζί. Μας βοήθησε πολύ αλλά και όλο τον κόσμο. Ό ίδιος πολλές φορές έμεινε νηστικός για να ταΐζει τους άλλους. Ό άγιος Λουκάς φαινόταν αυστηρός, όμως δεν ήταν. Όταν τον πλησίαζα έβλεπα έναν γλυκύτατο άνθρωπο, γεμάτο αγάπη. Όλοι τον αγαπούσαμε και τον θεωρούσαμε πατέρα μας. Παρόλο πού ή κατάσταση ήταν δύσκολη -ή Εκκλησία ήταν υπό διωγμό και κινδυνεύαμε να χάσουμε τις δουλειές μας- τρέχαμε κοντά του για να ακούσουμε τα κηρύγματα του. Άλλα και όταν τελείωνε ή Θ. Λειτουργία δεν φεύγαμε, τον περιμέναμε και τον ακολουθούσαμε μέχρι το σπίτι του. Όταν φτάναμε, εκείνος γύριζε όλο αγάπη και μας ευλογούσε. Όταν ή κόρη μου ήταν μικρή, είχε πρόβλημα με την σκωληκοειδίτιδα και οι γιατροί συνέστησαν εγχείριση. Την πήγα στον άγιο Λουκά, την εξέτασε και μας είπε: «Όχι, να μην κάνει εγχείριση, δεν είναι τίποτα». Πράγματι από τότε δεν την ξαναενόχλησε. Θυμάμαι ότι τον είχα δει λίγες μέρες πριν από την κοίμηση του. Ήταν στο κρεβάτι του, πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε καλά - καλά να μιλήσει. Μόνο κάτι μου ψιθύρισε και πήρα την ευχή του. Στην κηδεία του ήμουν παρούσα. Τα δυο βράδια πού παρέμεινε το σκήνωμα του στο ναό ήμουν εκεί και του διάβαζα το ψαλτήρι. Το δεύτερο βράδυ, καθώς διάβαζα το ψαλτήρι, τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο. Καθόταν λίγο πιο πέρα κοντά σε ένα τραπέζι. Έμεινα άφωνη.


Την ημέρα της κηδείας του έγινε μεγάλη μάχη με τους αστυνομικούς, πού δεν μας επέτρεπαν ούτε να μεταφέρουμε το λείψανο του από τον κεντρικό δρόμο ούτε να ψάλλουμε. Δεν θα ξεχάσω το έξης καταπληκτικό γεγονός: Όταν δίναμε την μάχη με τους αστυνομικούς πάνω από το φέρετρο του, εμφανίστηκαν στον ουρανό χιλιάδες περιστέρια πού έκαναν κύκλους και τιτίβιζαν. Ακολούθησαν όλη την εκφορά του αγίου Λουκά στον κεντρικό δρόμο μέχρι το κοιμητήριο. Ή διάρκεια ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Όλη αυτή την ώρα ψάλλαμε το «Άγιος ό Θεός» και τα περιστέρια μας ακολουθούσαν. Όταν φτάσαμε στο κοιμητήριο, τα περιστέρια κάθισαν πάνω στην στέγη της εκκλησίας. Σαν τελειώσαμε και αρχίσαμε να αποχωρούμε, τα περιστέρια πέταξαν τιτιβίζοντας και κανείς ποτέ δεν τα ξαναείδε. Ήταν χιλιάδες περιστέρια και το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ακόμη και οι «άθεοι» προβληματίστηκαν.
Όλα τα πνευματικά του παιδιά είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο περί αγίου. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία και ότι του ζητούσαμε στην προσευχή μας, μας το έδινε. Από τότε με επισκέφθηκε κάποιες φορές. Την τελευταία φορά πού ήρθε πρόσεξα ότι το ράσο του είχε λίγες λάσπες. Το καθάρισα και του είπα: «Δεσπότη μου, πού λερώθηκες; Άλλη φορά να προσέχεις...».
Μας ήλθε στο μυαλό ή προτροπή του Χριστού να γίνουμε σαν τα παιδιά και θαυμάσαμε την απλότητα και την αμεσότητα της.



Ή κούρα
«Ή κούρα μου έγινε το 1997. Ήθελα από πολύ καιρό να γίνω μοναχή, αλλά δεν δινόταν ή ευκαιρία. Τελικά, αυτή μου την επιθυμία την πληροφορήθηκε ό Μητροπολίτης μας κ. Λάζαρος, ό όποιος έδωσε και την ευλογία να γίνει ή κούρα. Δεν πήγα σε μοναστήρι, γιατί δεν υπάρχει κάποιο εδώ κοντά. Επιπλέον είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία και γι' αυτό αποφάσισα να μείνω εδώ. Χωρίσαμε το δωμάτιο στην μέση με την κόρη μου (και δείχνοντας το κρεβάτι και τις εικόνες συνέχισε) από εδώ είναι το μοναστήρι και (δείχνοντας το κρεβάτι της κόρης της απέναντι) από εκεί είναι ό κόσμος.
Ή μέρα μου περνάει με προσευχή. Τι άλλο να κάνω; Μοναχή είμαι. Παλιότερα διάβαζα όλη την ημέρα πολλές παρακλήσεις και τους χαιρετισμούς στην Παναγία. Τώρα δεν βλέπω σχεδόν καθόλου, ούτε ακούω καλά. Μου διαβάζει ή κόρη μου και τις υπόλοιπες ώρες κάνω κομποσχοίνι. Το 'ίδιο και την νύχτα, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ πολύ. Λέω την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή». Προσεύχομαι για τον Δεσπότη μας, για τους ιερείς, για τους μοναχούς μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Προσεύχομαι και για εσένα να σε έχει ό Θεός καλά. Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε: «Ξέρεις σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, αλλά και πολύ λυπημένη. Αύριο είναι της Αναλήψεως και ό Χριστός μας θα φύγει. Χαίρομαι πού θα αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά πάλι λυπάμαι πού θα φύγει... Εγώ ήθελα να μείνει! Άλλα οπού να 'ναι θα φύγω κι εγώ, είμαι πλέον άχρηστη. Να μην τους κουράζω και τους ενοχλώ».
Στο σημείο αυτό επενέβη ή κόρη της: «Ή μητέρα μου όλο αυτό μου λέει. Όμως είναι ένας άνθρωπος πού ποτέ δε με κούρασε. Δεν είναι καθόλου απαιτητική, ούτε πού μας ενοχλεί. Για ποιο λόγο να φύγει; Είμαστε τόσο αγαπημένες και περνάμε τόσο όμορφα μαζί. Κάνουμε την προσευχή μας, διαβάζουμε τους βίους των αγίων. Τι άλλο θέλουμε;».
Πέρασε αρκετός καιρός. Τον Οκτώβριο του 2003 την επισκεφθήκαμε και πάλι με μία ομάδα νέων παιδιών από την Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά, οί περισσότεροι δεν χωρούσαν και έμειναν στον διάδρομο. Ή χαρά της γερόντισσας ήταν πολύ μεγάλη. «Μεγάλη χαρά μου δίνετε. Ήρθατε τόσοι άνθρωποι σε μένα! Ευχαριστώ πού με θυμηθήκατε. Σαν πουλάκια από τον ουρανό ήρθατε, σαν άγγελοι».
Μεταξύ των άλλων μας διηγήθηκε και δυο περιστατικά, από αυτά πού συναντάει κανείς μόνο στα παλιά συναξάρια, πού δείχνουν την μεγάλη της καρδιά. «Πριν από μερικά χρόνια πήγαινα με την κόρη μου στην εκκλησία. Στον δρόμο βρήκαμε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο. Το ρωτήσαμε από που είναι και που μένει. Το παιδί ήταν εγκαταλελειμμένο, δεν είχε ούτε γονείς, ούτε σπίτι. Του είπα: «Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας»; Δέχθηκε και έτσι πήραμε το παιδί στο σπίτι και το κρατήσαμε τρία-τέσσερα χρόνια. Αργότερα βρέθηκαν κάποιοι συγγενείς από την Βύνιτσα, πολύ μακριά από εδώ και πήραν το παιδί μαζί τους.Δυστυχώς τώρα δεν έχουμε επικοινωνία με το παιδί. Δεν μας πήρε τηλέφωνο, ούτε μας έστειλε γράμμα. Δεν πειράζει, ας είναι καλά το παιδί, ας το έχει καλά ό Θεός. Εμείς αυτό μπορούσαμε να κάνουμε και το κάναμε».


Θαυμάσαμε την αρχοντιά της. Ή ψυχή πού γνωρίζει να αγαπάει, να προσφέρει και να θυσιάζεται δεν παραπονιέται για την οποία τυχόν αχαριστία, ούτε απαιτεί την μόνιμη εξάρτηση του άλλου. Παρόμοιο είναι το δεύτερο περιστατικό.
«Μία συγγενής μας έμεινε έγκυος. Επειδή δυσκολευόταν οικονομικά αποφάσισε να κάνει έκτρωση. Την παρακάλεσα να μην κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ανένδοτη. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Έπεσα στα πόδια της, την παρακάλεσα με δάκρυα και της έλεγα ότι θα κάνει ένα έγκλημα, θα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν άλλαξε γνώμη και τότε της είπα ότι αφού δεν μπορείς να το μεγαλώσεις, θα μου το δώσεις, θα το υιοθετήσω και θα το μεγαλώσω εγώ. Έτσι πείστηκε. Το παιδί γεννήθηκε και το πήραμε σπίτι μας. Σήμερα είναι 14 χρονών».
Έτσι ή μικρή Άννα μεγαλώνει στο σπίτι της γερόντισσας. Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πρόθυμο κορίτσι, πού ζει χάρη στην αγάπη της αγιασμένης γιαγιάς της. Το αξιοθαύμαστο είναι τι ή γερόντισσα Ναντιέζντα όχι μόνο δεν είναι πλούσια, αλλά παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις έξι εύρώ τον μήνα και άλλα τόσα ή κόρη της. Τα χρήματα δεν φτάνουν για να ζήσουν, αλλά ή γερόντισσα είναι απόλυτα παραδομένη στο θέλημα του Θεού.


Καθίσαμε κοντά της πάνω από μια ώρα. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο στα χείλη της και ό λόγος της ένα ξεχείλισμα χαράς. Δεν ακούσαμε κανένα παράπονο, μόνο δοξολογία του Θεού. Ή μορφή της ήταν γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Τα μάτια της βλέπουν ελάχιστα, τα μάτια της ψυχής της όμως είναι ορθάνοιχτα ΄Στα χέρια της γύριζε συνεχώς το κομποσχοίνι και κάθε τόσο ψιθύριζε την ευχή του Ιησού.


Φεύγοντας μας γέμισε ευχές: «Να πάτε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Ό φύλακας άγγελος να είναι μαζί σας. Ό άγιος Λουκάς να είναι κοντά σας. Γράψτε μου τα ονόματα σας και την πόλη σας, για να προσεύχομαι για όλους σας και για τους δικούς σας. Τώρα πού θα φύγετε θα κάνω παράκληση στην Παναγία την Οδηγήτρια να σας οδηγεί και να πηγαίνει μπροστά στον δρόμο σας».
Παρόλο πού ήταν καταβεβλημένη ζήτησε επίμονα από την κόρη της να την βοηθήσει να βγει μέχρι έξω για να μας αποχαιρετίσει. Κάθισε στην πόρτα και με δάκρυα στα μάτια μας σταύρωνε συνεχίζοντας τις ευχές. «Ό φύλακας Άγγελος να είναι μαζί σας. Ή Παναγία ή Οδηγήτρια να είναι οδηγός σας».


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Ιουν 02, 2016 7:26 pm

Ή γερόντισσα Ναταλία η «διά Χριστόν σαλή»

Εικόνα

Η Ναταλία ήταν μια «διά Χριστόν σαλή» πού ζούσε σ' ένα φτωχικό σπιτάκι και έκοιμήθη το 1975 σέ ηλικία 138 ετών!

Μια ήμερα την επισκέφθηκε μια γυναίκα άρρωστη, πού έπασχε από βαριά πτώση των σπλάγχνων και δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε ένα κανάτι νερό. Είχε ακούσει για τη χάρη της Ναταλίας κι' έφθασε με πολύ πόθο εκεί για να την βοηθήσει στην υγεία της. Ή Γερόντισσα την υποδέχθηκε με καλοσύνη και την προσφώνησε με τ' όνομα της, χωρίς να την έχει ξαναδεί ή να έχει ακούσει κάτι γι' αυτή. Της είπε να πάει να φέρει δύο κουβάδες γεμάτους νερό! Στους δισταγμούς της για την αδυναμία της, της επέμενε, και μάλιστα της είπε να τούς γέμιση μέχρις επάνω. 
Πήγε, κι άρχισε σιγά-σιγά να τούς γεμίζει. Όταν τούς σήκωσε για να τούς πάει στο σπίτι, το έκανε με μεγάλη ευκολία και τότε αισθάνθηκε ότι θεραπεύτηκε. Από τότε έγινε τελείως καλά και δεν είχε καμιά ενόχληση.

Το θαύμα μαθεύτηκε σ' όλη την περιοχή. Ή μητέρα ενός νέου ήθελε να πάει με τον γιό της αυτόν να την επισκεφθούν. Ό νέος αρνιόταν επίμονα. Όμως, μετά από λίγο καιρό άρχισε να θερμαίνεται ή καρδιά του, αλλά ντρεπόταν να πει στη μητέρα του την αλλαγή της γνώμης του. Μόνο της είπε, πως θα επισκεφθεί τη Ναταλία μόνος του. Πράγμα το όποιο έκανε. Ή Ναταλία, από πολύ καιρό, δεν δεχόταν άνδρες στο κελί της, γιατί πολλούς πειρασμούς είχε πάθει απ' αυτούς, με το να την κυνηγούν για την ενάρετη ζωή της και να την κτυπούν υπακούοντας στους δαίμονες. Όμως σ' αυτόν τον νέο έκανε εξαίρεση.

Την βρήκε πλαγιασμένη, πολύ αδύνατη και κουβαριασμένη σέ μια γωνιά του κακοφωτισμένου δωματίου, πού είχε μια βαριά μυρωδιά. Μέσα της όμως έκρυβε μια μεγάλη δύναμη. Ό νέος δεν καταλάβαινε καλά τί του έλεγε ή Ναταλία και χρειαζόταν να του εξηγεί τα λόγια της μια γυναίκα πού την υπηρετούσε και την φιλοξενούσε στο σπίτι της. Του έδειχνε πώς έχει να κάνη μακρύ δρόμο και πρέπει να ετοιμασθεί, εννοώντας το Αγιον Ορος, και ότι θα γίνη μοναχός, πράγμα πού ποτέ δεν είχε σκεφθή.

Διηγούνται πολλά για την μακάρια Ναταλία. Με την προσευχή της έκανε καλά πολλούς αρρώστους, δίνοντας τους να πιουν αγιασμένο νερό και να βάλουν απ' αυτό πάνω στον πόνο τους. Τυφλοί και δαιμονισμένοι έβρισκαν εκεί την ίαση τους. Αλκοολικοί, διαζευγμένοι, απελπισμένοι και φτωχοί, ανάπαυση και παρηγοριά.

Όταν οι Αρχές του τόπου ανησύχησαν για την κίνηση πού δημιουργήθηκε γύρω της και θέλησαν να την εξορίσουν, συνέβη το έξης: Ό υπεύθυνος πού θα πήγαινε να εκτέλεση την απόφαση αυτή, βρήκε ξαφνικά το παιδί του παράλυτο, από τη μέση και κάτω. Το πήρε αμέσως στην αγκαλιά του κι έτρεξε στη Ναταλία να προσευχηθεί γι' αυτό. Το παιδί έγινε καλά και ό πατέρας του δεν μπόρεσε να πραγματοποίηση την απειλή του...

Ή Ναταλία δεν είχε σπίτι δικό της. Φιλοξενούνταν σέ μια ευσεβή χριστιανή. Όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι του ό γιός της γυναίκας πού φιλοξενούσε τη Ναταλία, είπε στη μητέρα του, με θυμό και αγανάκτηση, πώς πρέπει να την διώξει από το σπίτι. Ή Ναταλία άκουσε τις φωνές και κάλεσε τη μητέρα να της πει να την υπομείνουν μέχρι την άλλη ήμερα και τότε θα φύγει. Ή μητέρα προτιμούσε να τα χαλάσει με το γιό της παρά να διώξει την άγια αυτή γυναίκα, πού έβλεπε την προσευχή της καθημερινά να θαυματουργή και τα λόγια της να αναπαύουν τόσες πονεμένες ψυχές. Ή Ναταλία, με ιλαρότητα και ηρεμία, την ευχαρίστησε θερμά για την υπομονετική φιλοξενία της και την αγόγγυστη διακονία της και της έδωσε πολλές εγκάρδιες ευχές. Ή γυναίκα δεν καταλάβαινε κι' επέμενε να της λέει να μη φύγει. Την ιδία νύχτα ή Ναταλία άνεπαύθη εν Κυρίω...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Ιουν 04, 2016 10:33 pm

Η Γερόντισσα Νώντα Σκοπετέα



Οι Γερόντισσες των Χριστουγέννων (Νώντα Σκοπετέα)
Έρχονται και μας βρίσκουν τούτες τις ώρες που οι ψυχές γονατίζουν μπροστά σε ό,τι ταπεινό τις θέλγει και τις δακρύζει , μορφές που στα σίγουρα κάποτε τις απαντήσαμε . Γέροντες με αργόσυρτα βήματα και αδύναμες βραχνές φωνούλες έξω από χωριού φωτισμένη Εκκλησιά , που ακόμα το λιβάνι την θαμπώνει και αντηχούν στους θόλους της οι ύμνοι της Θεού Γεννήσεως .


Η αλήθεια και η ζωή μας σε ήχο πρώτο πανηγυρικό !
-Καλή μέρα Παππού ! Χρόνια πολλά ! Και του χρόνου ! Την ευχή σου ! Χαμογελά ο Γεράκος και περνούν από μπροστά του Χριστούγεννα δυσκολεμένα , ξυπόλητα , στερημένα , μα πάντα χαρούμενα ! Τα νοσταλγεί , μα δεν λυπάται που φτάνει λίγο-λίγο στα στερνά . Προσμένει τα αιώνια ! Της δοξολογίας τους ατελεύτητους καιρούς ! Να και η γραία με το τσεμπέρι , η κερού που βγαίνει τελευταία . Μια γιορτή η ζωή της ! Οι Άγιοί της και οι μεγάλες μέρες οι λαμπροστόλιστες . Αγρύπνια και προσμονή με το φως του καντηλιού ως το πρώτο χάραμα και ελέησον για τους αγαπημένους σε γη και ουρανό … Στα σκοτάδια βήματα μετρημένα και απαράλλαχτα απ το καλντερίμι του Σωτήρα ως την πόρτα Του . Φωτίζει το τέμπλο και τα προσκυνητάρια . Δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο ! Τίποτα δεν ξοδεύεται , όλα αλλού θα πληρωθούν ! Θ ανάψει την μεγάλη σόμπα ίσα να σπάσει το κρύο της νυχτιάς και θα περιμένει τον παπά και τον ψάλτη να φανούν ! Χρόνια τώρα η ίδια μυσταγωγία των ταπεινών ανενδεών διακόνων , μα και το ίδιο σκίρτημα όταν η εικόνα του Ευαγγελισμού στην ωραία πύλη θα ανοίξει διάπλατα για να ακουστεί το Ευλογητός !



Πάλλευκες μορφές που καρτερούν τις ομορφότερες αλήθειες , τα μυστήρια της ακλόνητης της πίστης τους ! Καλοσυνάδα που δεν βαρυγκόμησε ποτές της και μόνο αγάπη πρόσφερε ως αντίδωρο στην περιφρόνηση της σκληρής καρδιάς τούτου του άπιστου κόσμου , του λογικού ,του μορφωμένου και πολυμέριμνου . Δυο τέτοιες Γερόντισσες θα συναντήσουμε στην σημερινή μας εκπομπή . Η θειά –Λυγερή απ τις Κυκλάδες και η Γραία Ρηνιώ από τον Ψηλορείτη . Η αγαπημένη συγγραφέας μικρών και …μεγάλων παιδιών , η Άννα Ιακώβου τις φέρνει εδώ μπρος μας !
Εκείνες οι Γερόντισσες ποτέ δεν αρνήθηκαν τη χαρά των παιδιών , την αθωότητα , την Βασιλεία των Ουρανών που κουβαλούσε η αύρα τους και η καθαρότητά τους ! Τι κι αν δεν είχαν ποτέ τους παρά , για να τους γεμίσουν τις χούφτες ! Τους γέμιζαν τις καρδιές με καλοσύνη και τους γλύκαιναν τα στόματα με το περίσσευμα της ελπίδας τους το μελωμένο ! Μακάρια και αυτά τα παιδιά που στάθηκαν μια παραμονή έξω απ την παλιά την πόρτα. Ζουν αιώνια στις προσευχές κείνων των αποκαμωμένων μορφών που αιωνίως στον Κύριο θα στέλνουν για όλα τους , τα αμέτρητά τους μνήσθητι …
Την ευχή σας Γερόντισσες ! Άραγε να υπήρξατε ποτέ; Μα τι ρωτάω ! Εδώ μπροστά μας είναι , είπαμε ! Και μας χαμογελούν με εκείνο το χαμόγελο του Παραδείσου , και μας εύχονται : Και του χρόνου καμάρια μου ! Και του χρόνου !


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Ιουν 06, 2016 10:00 am

Η ασκήτρια της Κλεισούρας Γερόντισσα Σοφία Χοτοκουρίδου, μία λαϊκή ασκήτρια, παράδειγμα για όλους μας.
Εικόνα

Η ιστοσελίδα «Ζωηφόρος», με τις ευλογίες της Γερόντισσας Ανυσίας, Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Παναγίας Κλεισούρας της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, αναδημοσιεύει αποκλειστικά, εκτεταμένα αποσπάσματα από το βιβλίο «ΣΟΦΙΑ Η ΑΣΚΗΤΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», Έκδοση Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου Κλεισούρας, προς πνευματική ωφέλεια των πιστών από την ανάγνωση πτυχών του βίου της Γερόντισσας Σοφίας, μιας αγιασμένης ψυχής του αιώνα μας που με «την άσκηση, την υψοποιό ταπείνωση, την φιλαδελφία, την αγάπη προς τον πλησίον, την ακτημοσύνη, τις διακριτικές συμβουλές, την δια Χριστόν σαλότητα»,  ευαρέστησε τον Θεό σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων την γνώρισαν και την έζησαν.
ΠΡΟΛΟΓΟ
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστοριάς κ.κ. Σεραφείμ
«Μηδείς εν τη μοναδική πολιτεία υπέρ φύσιν τινά ακούων ή ορών εξ αγνωσίας εις απιστίαν περιπέσον οπού γαρ ενδημήση ο υπέρ φύσιν Θεός, υπέρ φύσιν λοιπόν τα πλείστα των ανθρώπων γίνονται».
Αυτός ο λόγος του μεγάλου Νηπτικού Πατρός της Εκκλησίας και συγγραφέως της Κλίμακας, του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, «Λόγος περί διακρίσεως», βρίσκει απήχηση και τέλεια εφαρμογή στην βιογραφούμενη ασκήτρια της Κλεισούρας, την Γερόντισσα Σοφία.
Καταγωγή της ο αλησμόνητος Πόντος. Τόπος ασκήσεως της, το φημισμένο Μοναστήρι της Παναγίας. Το όνομά της γνωστότατο σε όλη την περιοχή της Εορδαίας, της Φλωρίνης, της Καστοριάς και της Κοζάνης. Θαυμαστά τα γεγονότα, τα όποια αυτόπτες μάρτυρες έζησαν κοντά στην Γερόντισσα. Γιατί, πράγματι, οπού υπάρχει η παρουσία του Παρακλήτου, εκεί «υπέρ φύσιν τα πλείστα των ανθρώπων γίνονται». Από τον πρώτο καιρό μετά την ενθρόνιση μου στην θεόσωστο επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς και από τις τακτικές μου επισκέψεις στο Μοναστήρι της Κλεισούρας, το όποιο ανασυγκροτήθηκε την τελευταία περίοδο της ζωής του μακαριστού και αγίου προκατόχου μου κυρού Γρηγορίου, κάτω από την πεπνυμένη ηγουμενία της Γερόντισσας Ανυσίας, άκουσα πολλούς προσκυνητές από την γύρω περιοχή να διηγούνται τα της Γερόντισσας Σοφίας κατορθώματα, την άσκηση, την υψοποιό ταπείνωση, την φιλαδελφία, την αγάπη προς τον πλησίον, την ακτημοσύνη, τις διακριτικές συμβουλές, την δια Χριστόν σαλότητα, καθώς επίσης και άλλα θαυμαστά γεγονότα. Και ήταν διακαής πόθος της Αδελφότητος να μάθει και να καταγράψει κάθε τί με λεπτομέρεια, πού αφορούσε το πρόσωπο της. Και πολύ περισσότερο, να έχει μέσα στο Μοναστήρι τα Τίμια Λείψανα της Γερόντισσας.
Και η Θεοτόκος εξεπλήρωσε αυτές τις δύο επιθυμίες της Αδελφότητος. Βρέθηκε πρώτον ο κάλαμος του π. Πορφυρίου, Μονάχου Σιμωνοπετρίτου, ο όποιος συνέλεξε και κατέγραψε, με την ευλογία του πολυσεβάστου μας Γέροντος του Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού και των Αγίων Γερόντων του Αγίου Όρους, όλα εκείνα πού αφορούσαν το πρόσωπο της.
Και, δεύτερον, την παραμονή της εορτής της Αναλήψεως, 14 Μαΐου 1998, λίγες ήμερες μετά την επίσημη ενθρόνιση της Γερόντισσας Ανυσίας, ως Καθηγουμένης στην Ιερά Μονή Παναγίας Κλεισούρας, βρέθηκαν τα λείψανα της Γερόντισσας, φυλαγμένα με ασφάλεια στο επάνω τμήμα του τάφου της, πίσω από τον Ιερό Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Και είμαι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς, μαζί με τους πατέρες Ειρηναίο και Νεκτάριο, της ευωδιάς κατά την πλύση των οστών της, την Κυριακή το απόγευμα στο προαύλιο της Μονής. Και αυτή η ευωδία συνεχίζεται σαν μία λεπτή αύρα, κατά καιρούς, σε όσους ζητούν από την Γερόντισσα Ανυσία (πού επίμονα κρύβει, αφήνοντας όλα τα άλλα στα χέρια του Θεού) να ασπαστούν την Κάρα της Γερόντισσας Σοφίας. Και τα θαυμαστά γεγονότα συνεχίζονται και οι μαρτυρίες των προσκυνητών πληθαίνουν. Προσωπικά έχω δείγματα ότι ευαρέστησε στον Θεό.
Τελειώνοντας αυτόν τον Πρόλογο θα ήθελα να σημειώσω και τα εξής:
Πριν από καιρό κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, πού αναφέρεται στο πρόσωπο αυτής της ασκήτριας. Αναφέρει θαυμαστά γεγονότα, αλλά και άλλα ακόμη τα οποία είναι αναληθή. Δηλαδή ότι η Γερόντισσα δεν κοινωνούσε των Άχραντων Μυστηρίων και δεν συμμετείχε στις Ιερές Ακολουθίες στο Καθολικό της Μονής, επειδή δήθεν ακολουθούσε το Παλαιό Ημερολόγιο. Ο π. Νικόλαος Γκίκαρνας, Εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Κλεισούρας, και ο π. Νεκτάριος, πού τώρα βρίσκεται στο Αγιον Όρος, καθώς επίσης και ο π. Μάξιμος Καραβάς, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου Εορδαίας, επιβεβαιώνουν πώς, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της, κοινωνούσε των Άχραντων Μυστηρίων, συμμετείχε στις Ιερές Ακολουθίες και διακονούσε σε αυτές και δεχόταν τις ευχές και τις ευλογίες της Εκκλησίας. Όλα τα υπόλοιπα είναι ανακριβή και εξυπηρετούν ίδιους σκοπούς. Προλογίζοντας το παρόν πόνημα, αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω θερμά τον π. Πορφύριο για τον κόπο και τον μόχθο πού κατέβαλε για την συλλογή και καταγραφή όλων αυτών των στοιχείων ως προς το πρόσωπο αυτής της ασκήτριας.
Ευχαριστώ τον άγιο Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και αγαπητό μου π. Ελισαίο, για την ευλογία πού έδωσε στον π. Πορφύριο.
Προσωπικά επικαλούμαι τις πρεσβείες της Γερόντισσας στον Θρόνο του Θεού, λέγοντας: «Οσία του Θεού πρέσβευε υπέρ εμού του αμαρτωλού». Όλα τα υπόλοιπα, τα αφήνω στην πρόνοια του Θεού, πού αντιδοξάζει τους γνήσιους Αυτού θεράποντες.
Έγραφον στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Τσιριλόβου Καστοριάς τη 16η Σεπτεμβρίου 2001, παραμονή της εορτής της Αγίας μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων αυτής Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
***

Το χειρόγραφο του Ισαάκ
Μέρα από τις σημαντικές και πολύτιμες αναμνήσεις του Γέροντος Νεκταρίου, ο μοναδικός από τους συγγενείς της με τον οποίο διατηρούσε αγαθές σχέσεις η Σοφία, ο Ισαάκ Σαουλίδης, κατά παράκληση μας, κατέγραψε όσα στοιχεία θυμόταν από την ζωή της θείας του.
Τα βιογραφικά αυτά, όπως τα κατέγραψε στις 15 Απριλίου 1992, ο πρωτανηψιός της, έχουν ως ακολούθως:
«Η ζωή της Σοφίας Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου.
»Έγεννήθη το έτος 1883 εις το χωρίον Σαρή-ποπά της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου.
Κατά το έτος 1907 ενυμφεύθη τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδην εις Χωρίον Το(γ)ρούλ (Άρδασαν).
Το 1910 απέκτησε τέκνον με τον Ιορδάνην.
Το 1912 το παιδί απέθανεν και τον πατέρα του τον επεστράτευσαν οι Τούρκοι εις την Ορντού.
Το 1914 κηρύσσεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και χάθηκαν τα ίχνη του Ιορδάνη, επίσης η Σοφία έφυγε από το χωριό Λετσούχ και πήγε στο γιαλό στην Ορντού. Στα χειμαδιά το καλοκαιρι, στο χωριό τους χειμώνες. Στο γιαλό η Σοφία τότε χάθηκε.
Το 1915 έγινεν η σφαγή των Αρμεναίων τον πατέρα της Σοφίας τον πήραν οι Τούρκοι για αγγαρείες, μεταφορά πυρομαχικών του στρατού στα βάθη της περιφερείας Τριπόλεως, στο Κιουρτούν. Εκεί έγινεν η εξόντωσις των Αρμεναίων.
Το 1916 η Σοφία έφυγε από την Ορντού και χάνονται τα ίχνη της.
Το 1919 το Πάσχα με το πλοίον ήρθαμεν, ήρθαμεν στον Πειραιάν τα καράβια.
Τον Αύγουστον, από τον Πειραιάν στην Θεσσαλονίκη, στον Σταθμό των τρένων, στο Χαρμάνκιοϊ. Λέγω στον πατέρα, θα πάγω να βρω την θεία μου. Ο πατέρας δεν με αφήνει, εγώ είμαι 14 χρονώ, θα χαθείς, με λέει. Καταυλισμός 300 οικογένειες στο Σταθμό. Για αναχώρηση, για χωριά Πτολεμαΐδος. Εγώ δεν άκουσα τον πατέρα μου, πήγα ξυπόλυτος στην Καλαμαριά. Εκεί βρήκα πρόσφυγες γυναίκες, ρωτώ για την θεία μ’. Την είχαμε χαϊδεμένη, την λέγαν Τσόφα, εγώ ήξερα Τσόφα. Γενομένη συζήτηση, έγινε σύγχυση μεταξύ γυναικών, ανάμεσα μία κυρία λέγει στην άλλη Τσόφα είναι η Σοφία. Αυτού σταματήσαμε. Με ρωτάει αν ξέρω ολίγα γράμματα, λέγω κάτι ξεύρω. Από εδώ θα κατεβείς στο Ντεπώ με τα πόδια, εκεί θα βρεις το τραμ, θα ανεβείς στο τραμ, θα μετράς έως 6 στάσεις. Θα κατεβείς και θα βρεις την εκκλησία την Ανάληψη, θα κατεβείς-αν δεν μπορείς να κατεβείς, ο τραμιέρης θα σε πει. Μπήκα στην είσοδο της εκκλησίας, στο βάθος βλέπω έναν κύριο, τον φωνάζω ε, θείο, θείο. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά τί θέλεις, παιδί μου; Την θεία μου Σοφία.
Από τότες μετ’ ολίγον πέρασε η Σοφία από τη μια μεριά στην άλλη. Με τα ράσα, κρατούσε ψωμί και μισό καρπούζι. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά, με λέγει ποιος είσαι, παιδί μου; Την λέγω ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ, παιδί μου, που είσθε; Τώρα εδώ είμαστε στο Σταθμόν, κοντά στο Εύοσμον. Που είναι ο πασά μ’, η μάννα, ο πατέρας και άλλοι συγγενείς μας;
Όλοι πέθαναν από την χολέραν. Η θεία ελιγώθηκε από τον πόνο και πέφτει στο χώμα. Βρέθηκαν περαστικοί και την συνέφεραν. Πήγαμε στο κελλί της. Μετά δυο ώρες την παίρνω και πήραμε άδεια από τον επιστάτη. Βαδίζαμε.
Με το τραμ έως το Βαρδάρ και εκεί με τα πόδια στο Εύοσμον Σταθμόν. Φτάσαμε περί 11 ώραν νυκτερινήν. Όλη νύκτα οι χωριανοί όλοι όλο ρωτούσαν. Για τους δικούς τους.
Αύγουστος 1919. Φεύγουμε για Καϊλάρια, νέο όνομα Πτολεμαΐδα. Φτάσαμε στην Άρδασα, μετά στην Αναρράχη, παλαιόν όνομα Τεπρέ, ο μπαμπάς, η θεία κι εγώ. Ο Αβραάμ έμεινε στην Αθήνα για να φέρει την αδερφή της Σοφίας.
Το 1924 ήλθε ο Αβραάμ παντρεμένος. Για 18 μήνες μας κύταζε η Σοφία, το φαγητό, μας έπλενε τα ρούχα.
Το 1925 φεύγει η Σοφία με ένα μικρόν μπόγον, τα ρουχαλάκια της, και πηγαίνει στην Φλώρινα, στον Άγιον Μάρκον, έως το 1927. Τότε ονειρεύεται την Παναγία πού της είπε, η θέση σου είναι άλλου, θα πάς στο χωριό σου. Δίπλα στο βουναλάκι είναι η Παναγία η Κλεισούρα.
Τον Αύγουστο του 1927 η Σοφία έρχεται στο χωριό και μας ζητάει να την πάμε στο μοναστήρι. Σε δέκα ήμερες πήγαμε εκεί, στην μνήμη της Παναγίας. Εκεί βρήκαμε τον ηγούμενο και μία ηγουμένισσα, Πελαγία, παράλυτη από τον πόλεμο και τας υγράς φύλακας στην Καστοριά.
Από το 1927 ζούσε η Σοφία στο μοναστήρι στην Κλεισούρα.
Στον πόλεμο το 1940 κρατούσε το μοναστήρι μόνη της με 30 δωμάτια έως να τελειώσει ο πόλεμος το 1941.
Άρχισε ο ανταρτικός πόλεμος το 1944. Στο χωριό την Κλεισούρα, στη θέση Νταούλι οι αντάρτες σκοτώνουν έναν γερμανό αγγελιοφόρο που ερχόταν με το μηχανάκι από το Αμύνταιο. Κόπτουν τα όργανα του και τα βάζουν στο στόμα ωσάν τσιγάρο. Εκεί έφτασαν οί Γερμανοί από το Αμύνταιο και την Καστοριά. Βάζουν φωτιά στο χωριό και καίνε περί τα 350 άτομα. Κατεβαίνουν στο μοναστήρι, εκεί ψάχνουν   για τους αντάρτες και η βενζίνη έτοιμη στα πετόνια. Η Σοφία αγρυπνεί με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά. Γονατίζει τους φιλάει τα πόδια, σέρνεται στο χώμα. Μη, λέει, η Παναγία θυμώνει και κλαίει η εικόνα μπροστά στο τάγμα. Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότες ο αξιωματικός μετάνιωσε και την άκουσε. Έψαξαν σε όλους τους τόπους, ταβάνια, υπόγεια για αντάρτες.
Η ζωή της Σοφίας ήταν όλον τον καιρό με χόρτα και σαρδέλλες, παστά. Κρεββάτι δεν γνώρισε, στο τζάκι δίπλα και το κορμί της το σκέπαζε με φύλλα. Όσοι την επισκέπτονταν τους έψηνε καφέ.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, πήγαμε τα ανήψια στο μοναστήρι, πήγαμε στο δωμάτιο της, τί να δούμε, γεμάτο πελεκούδια. Υπήρχε φόβος να καεί το μοναστήρι. Την ώρα πού έλειπε, τα πελεκούδια τα πετάξαμε, από κάτω είχε 7 δοχεία λάδι. Επειδή ήταν μαζώματα η Επιτροπή τα έδωσε στις φτωχές οικογένειες στην Κλεισούρα.
1974 Μάιος. Κοιμήθηκε η Σοφία(6 Mαϊου 1974). Η Μητρόπολις Καστοριάς και Κοζάνης και εμείς τα ανήψια το ανακοινώσαμε στο κοινό. Την Σοφία την ετοίμασαν 14 ιερείς και αρχιμανδρίτες, περιφέρειας Πτολεμαΐδος και Αμυνταίου και μία μοναχή από τα νησιά μας. Έγινε με πολύν κόσμο. Εκάναμε την κηδεία, τα 40, το χρονικόν.
Μετά 8 χρόνια την ξεθάψαμε. Παραβρέθηκαν οι κάτοικοι της Κλεισούρας. Στον τάφο επάνω είχαν ρίξει 25 πόντους τσιμέντο με πέλματα. Όταν έσπασε το τσιμέντο βγήκε ένα άρωμα, μας είπαν οι γυναίκες από την Κλεισούρα. Έγινε ολονυκτία με αρκετόν κόσμο, ήταν και από την Αναρράχη μερικοί.
Τα οστά της είναι σε ασφαλές μέρος. Στα τελευταία της η Σοφία παρέδωσε το ένα κλειδί πού είχε, το άλλο το είχε ο Σύλλογος Κλεισουριέων.
Όσα θυμήθηκα εγώ ο ανεψιός της
Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης
Αναρράχη Πτολεμαίδος»
*Το σημείωμα του Ισαάκ, σε τέσσερεις δίστηλες σελίδες, κλείνει ως έξης: «5/Μαίου 1994 «Όσα Θυμήθηκα εγώ ο ανηψιός της Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης. Αναρράχη Πτολεμαΐδος. «
***
Ο κ. Ελευθέριος Μ. στην επιστολή του πού προαναφέρθηκε συνεχίζει: «Ήμουν μικρό παιδί και, όπως είναι φυσικό, μου άρεσαν τα παιχνίδια στην μεγάλη αυλή της Παναγίας. Όμως το απόγευμα ξεχνούσα το παιχνίδι προσωρινά γιατί αρεσκόμουν στις Ιστορίες της γιαγιάς ΣΟΦΙΑΣ, βλέποντας την να μιλάει για την Παναγία, για την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας πού την είχε κάνει. Σε εκείνο το σημείο το σημάδι της εγχείρησης ήταν μία απλή ψιλή γραμμή, χωρίς ραφές, πολύ λεπτή. Η γιαγιά ΣΟΦΙΑ έδειχνε συχνά το σημάδι.
Θυμάμαι ένα περιστατικό. Όπως μαζευόμαστε τα βράδια και ακούγαμε τις ιστορίες, μπροστά μας ένα καζάνι πάνω στην φωτιά και μέσα έβραζαν καλαμπόκια. Ένα από τα παιδιά διαμαρτυρήθηκε γιατί πήρε μικρό καλαμπόκι και η γιαγιά ΣΟΦΙΑ έβαλε τα χέρια της μέσα στο καζάνι, ανακάτεψε με άνεση και έβγαλε με άνεση ένα μεγάλο καλαμπόκι για να δώσει στο παιδί. Αυτό όσο το σκέφτομαι μεγάλος πλέον, καταλαβαίνω ότι δεν γινόταν έτσι απλά, και είναι αδύνατον, όσο το σκέφτομαι, να γινόταν χωρίς να καούν τα χέρια της γιαγιάς.»
Βάπτισε πολλά παιδιά η μακαριά γερόντισσα από τα γύρω χωριά. Πολλές οικογένειες πού δεν μπορούσαν να «κρατήσουν» παιδί το έταζαν στην Παναγία. Όλα σχεδόν τα κορίτσια πού έχουν το όνομα Σοφία στην περιοχή, αυτή τα βάπτισε. Βάπτισε και αγόρια. Σε κάποιο αγόρι από την Κλεισούρα έδωσε το όνομα Ιορδάνης, μοναδικό σε όλο το χωριό.
Ήταν το όνομα του χαμένου συζύγου της. Ένα άλλο αγόρι, πού το ονόμασε Χαράλαμπο, μεγάλωσε και σε ηλικία τριάντα περίπου ετών αποφάσισε να παντρευτεί. Ο πατέρας του τότε του λέει: «Παιδί μου, για να παντρευτείς πρέπει να πάς να πάρεις την ευχή της νονάς σου, να της φιλήσεις το χέρι και υστέρα σου δίνω και εγώ, ο πατέρας σου, την ευχή μου.»
Το παιδί δικαιολογημένα αντέδρασε, όλα του τα χρόνια δεν είχε ακούσει για την Σοφία, ούτε και την είδε ποτέ από μωρό. Πώς θα τον γνώριζε τώρα; «Αν δεν πάς στην Σοφία, ούτε και εγώ σου δίνω την ευχή μου», αντέτεινε ο γονιός. Ξεκινάει λοιπόν ο Χάρης σχεδόν απογοητευμένος για το μοναστήρι. Η Σοφία τον περίμενε στην μέσα αυλή. Τον φωνάζει με το όνομα πού του έδωσε στην βάπτιση. Γιαβρού μ’, Χαράλαμπε μ’, ελ’ αδά (=αγαπημένο μου παιδί, Χαράλαμπε μου, έλα κοντά μου). Τον αγκαλιάζει στοργικά και του εύχεται, μιλώντας του και για την μελλοντική σύζυγο του, πού ποτέ δεν την είχε δει. Επί πλέον τον παρακαλεί: «Εγώ, παιδί μου, γέρασα, δεν μπορώ να σε στεφανώσω. Να βρεις έναν καλό κουμπάρο. Το κορίτσι πού θα πάρεις καλό είναι, μόνον σε παρακαλώ να στείλεις την ώρα του γάμου μία κούρσα να με πάρει θέλω να χαιρετήσω τα στέφανα».
Γύρισε στο χωριό ο Χάρης και τάχε χαμένα. Έκανε όμως ακριβώς όπως του ζήτησε η νονά του, και από τότε άρχισε να την επισκέπτεται συχνότερα και να δέχεται τις συμβουλές της.
Ο π. Νικόλαος Γκίκαρνας, εφημέριος στο χωριό Κλεισούρα, διηγείται το έξης: «Ήταν ετοιμοθάνατο ένα παιδί στο χωριό, στην Κλεισούρα. Το παίρνουν και τρέχουν στο μοναστήρι να το βαφτίσουν πριν να πεθάνει. Τότε η Σοφία το κάνει αεροβάπτισμα και το ονομάζει Χάρη, Θεοχάρη, να ρθεϊ η χάρη του Θεού να σωθεί το παιδί.»
Ο ίδιος ο κ. Θεοχάρης συμπληρώνει: «Η μακαρίτισσα η μάννα μου, Σουλτάνα το όνομά της, είχε χάσει τρία παιδιά και μόλις γεννήθηκα εγώ, την 1η Αυγούστου 1946, είπαν να με ‘χαρίσουν’ στο μοναστήρι, στην Παναγία, κι αν θέλει, να ζήσω.
Με πήγαν στο μοναστήρι χωρίς κουμπάρο και είπαν ότι οποίος παρουσιαστεί πρώτος, αυτός θα με βαφτίσει. Ακούει η καλογριά, η Σοφία, από μέσα τα κλάματα και μας ανοίγει. Όλοι περίμεναν κανένα όνομα Θανάση, Πέτρο, αλλά αυτή είπε θα ρθει του Θεού η Χάρη και θα σωθεί το παιδί. Και έτσι έζησα με το όνομα Θεοχάρης.»
Ο αδελφός του Θεοχάρη, κ. Περικλής Β., φιλόλογος, μιλάει με μεγάλη θέρμη για την αγιότητα της Σοφίας. «Δίχως κανένα ψεγάδι, αν αξίζει κάποιος να τιμηθεί σαν άγιος, αυτή είναι η Σοφία. Άκακος άνθρωπος. Χωρίς κανένα ψεγάδι», προσθέτει με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στην μνήμη της.
***

Η εγχείρηση της Παναγίας
Κάποτε η Σοφία ασθένησε βαριά. Διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Στην αρχή δημιουργήθηκε ένα πρήξιμο, πού σιγά σιγά αυξανόταν. Στην συνέχεια άνοιξε και έβγαινε δυσώδες υγρό, για αρκετές ημέρες. Μερικοί μιλούν για περιτονίτιδα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι την έσχισε το σκληρό λάστιχο από την πρόχειρη φούστα πού φορούσε. Όπως όμως φαίνεται από τις περιγραφές, όσων παρακολουθούσαν την υπόθεση, πρέπει να ήταν «περισκωληκοειδικό απόστημα», σύμφωνα με την Ιατρική ορολογία.
Και αυτή η μακαριά στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχισε να σαπίζει.
Η παπαδιά του παπα-Φώτη και ο ίδιος την παρακαλούσαν να φωνάξουν γιατρό. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια ούτε περιποίηση. «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε», έλεγε, όπως θυμάται άλλο πρόσωπο, από διήγηση της ίδιας της Σοφίας. Ο π. Παναγιώτης Π., εφημέριος σήμερα στην Καστοριά, μας διηγήθηκε» όσα έμαθε από τον γαμπρό του Άγγελο Ρ. από το Αμύνταιο.
Ο ίδιος ο κ. Αγγελος θυμάται με μεγάλη ακρίβεια το γεγονός: «Το 1967, Σεπτέμβριο μήνα, είχαμε πάει κατασκήνωση με τους προσκόπους Αμυνταίου στην Παναγία. Στήσαμε τις σκηνές έξω από το μοναστήρι, στο αλώνι, και συχνά κατεβαίναμε μέσα στην εκκλησία.
»Ήταν η ήμερα της εορτής, 8 Σεπτεμβρίου. Έπιασε ένας καιρός, καταρρακτώδης βροχή, και αναγκαστήκαμε να μαζέψουμε τα πράγματα από την κατασκήνωση και να ρθούμε μέσα στην αυλή του μοναστηρίου. Τακτοποιηθήκαμε και μαζευτήκαμε στην τραπεζαρία. Εκεί ακούγαμε ένα παραπονιάρικο βογγητό να βγαίνει από το τρίτο τζάκι. Πλησιάζουμε και βλέπουμε ένα μαύρο κουβάρι, από οπού ακουγόταν τα βογγητά. Αναγνωρίσαμε πώς ήταν η Σοφία, πού πονούσε πολύ. Ήταν και ένας λαϊκός, από το Βαρυκό, στο μοναστήρι. Του αναφέραμε το γεγονός και εκείνος είπε «έχει ζόρια η γριά».
»Η Σοφία σαν να παραμιλούσε, ένα κουφό, πονεμένο παραμιλητό. Ανάμεσα στις λέξεις πού δεν καταλάβαινες, έλεγε συνέχεια «η Παναγία, η Παναγία…» Τελικά οι μεγαλύτεροι την σήκωσαν προσεκτικά και την ξάπλωσαν επάνω στο τραπέζι. Ο Γιώργος, ένας από τους βαθμοφόρους, ήταν πρωτοετής στην Ιατρική, ο πατέρας του ήταν διοικητής τότε στα Τ.Ε.Α. Αμυνταίου. Αυτός την κύτταξε και την εξέτασε. Ήταν και ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, ορθοπεδικός γιατρός σήμερα στην Φλώρινα, και ο φίλος μου ο Αναστάσιος Αθανασίου, πού συγχωρέθηκε πρόσφατα,-ταγματάρχης. Η δυσωδία ήταν μεγάλη και η πληγή ήθελε άμεση χειρουργική επέμβαση.
»Όλη νύχτα η Σοφία βογγούσε. Την άλλη μέρα, δυό-τρεις πρόσκοποι ξυπνήσαμε πολύ πρωΐ. Βγήκαμε στην αυλή και ο γέρος υπάλληλος μας καλημέρισε. Έχουμε θαύμα σήμερα, πρόσθεσε. Η Σοφία πήγε στην βρύση και έριχνε απάνω της νερό. Την πλησιάσαμε και τα παιδιά της σήκωσαν το ρούχο. Είδαμε όλοι, με τα μάτια μας, μια φρεσκοκλεισμένη ουλή, από το στήθος μέχρι κάτω, στην σκωληκοειδίτιδα.
Καθίσαμε και άλλες ημέρες στο μοναστήρι. Την βλέπαμε να γυρίζει στην αυλή και να διηγείται το θαύμα. Δεν φαινόταν να δυσκολεύεται, σαν εγχειρισμένη. Ήταν θαύμα, βλέπεις. Σε άλλους έδειχνε και την πληγή, με ολοφάνερη χαρά.
»Ύστερα, είχε μία παράξενη μυρωδιά η Σοφία. Όχι σαν γυναίκα ή σαν γριά, αλλά όπως μυρίζει η εκκλησία. Κάτι ανάμεσα από μελισσοκέρι, λάδι και θυμίαμα.
«Πέρασαν τριάντα χρόνια και σαν να την βλέπω μπροστά μου. Σαν να ήταν χθες.»
Σε λεωφορείο με ευλαβείς από την Αθήνα, διηγείται η ίδια το απίστευτο γεγονός, όπως σώζεται σε μαγνητοταινία: «Ήρθε η Παναγία, με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο, ήταν και άλλοι άγιοι. Είπε ο αρχάγγελος, θα σε κόψουμε τώρα. Εγώ είπα, είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις.
Δεν θα πεθάνεις, είπε, εγχείρηση θα σε κάνουμε, είπε και με άνοιξε.»
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμα της, για να δείξει την τομή πού έκλεισε μόνη της. Περίμενε την επέμβαση της Παναγίας, όπως της το υποσχέθηκε η ίδια. Και το θαύμα έγινε.
Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Η κ. Κίτσα Κ., μία από τις πιο πιστές της μαθήτριες θυμάται και συμπληρώνει το γεγονός: «Ο αρχάγγελος Γαβριήλ την έσκισε με το σπαθί, και βγήκε μεγάλη βρωμιά-έβγαλαν οι άγιοι τα σπλάχνα έξω και τα ακούμπησαν δίπλα, σε ένα κάθισμα, επάνω στην ποδιά της. Ο Αρχάγγελος καθάρισε πολύ προσεκτικά την πληγή, με τις υποδείξεις της Παναγίας.»
Η κ. Βασιλική Κ. προσθέτει ότι στην συνέχεια η Παναγία έβαλε στο στόμα της Σοφίας ένα άσπρο μικρό χαπάκι, όπως το ανέφερε η ίδια και σε πολλούς άλλους. Το πρωΐ είχε θεραπευτεί τελείως.
Σε άλλη μαθήτρια της ή Σοφία είπε πώς ήταν μαζί και η Αγία Κυριακή με την Αγία Παρασκευή, και πώς το σπαθί του Αρχαγγέλου ήταν ξύλινο.
Η Σοφία ήταν τότε 84 ετών.
Ήρθαν τρεις χειρούργοι από την Αθήνα και γιατροί από την Κοζάνη και έλεγξαν την πληγή, οπού φαινόταν καθαρά η τομή πού είχε κλείσει, ακριβώς σαν χειρουργική επέμβαση.
***
Η αγάπη λοιπόν της Σοφία δεν σταματούσε μόνο στους ανθρώπους. Απλωνόταν και αγκάλιαζε όλη την κτίση, λογικά και άλογα, ήμερα και άγρια. Στο άγριο βουνό γύρω από το μοναστήρι, κυκλοφορούσαν τότε πολλές αρκούδες, λύκοι και άλλα αγρίμια. Με όλα αυτά η Σοφία είχε συμφιλιωθεί.
Από τις πολλές σχετικές αναφορές, καταγράφουμε δύο τρεις, πού έχουν ιδιαίτερη χάρη.
Συνταξιούχος στρατιωτικός, πού συνήθιζε να επισκέπτεται την Σοφία μέχρι τα τελευταία της, από τότε πού υπηρετούσε στην περιοχή, στον πόλεμο και αργότερα το ’49, διηγούνταν κάτι απίστευτο για τα σημερινά δεδομένα.
Είχε μία αρκούδα η Σοφία και την έθρεφε στο χέρι, με ψωμί και με ό,τι άλλο φαγώσιμο είχε. Και το μεγαλόσωμο αλλά άκακο εκείνο θηρίο έπαιρνε την τροφή, της έγλυφε τα χέρια και τα πόδια, από ευγνωμοσύνη, και πάλι χανόταν στο δάσος. Αυτήν την αρκούδα την είχε και όνομα, έλα, Ρούσα μ’, έλα να τρώεις ψωμόπον, της έλεγε.
Ο Δημήτρης Γ., γεννημένος το 1960, από την Πτολεμαΐδα, προσθέτει ότι πολλές φορές, όπως και ο ίδιος το είδε, την αρκούδα η Σοφία την έδενε στην βρύση του μπαχτσέ.
Αν όμως τύχαινε κάποιος ανήξερος να αντικρύσει αυτό το θέαμα, την αρκούδα δηλαδή δεμένη, η την Σοφία να την ταΐζει στο χέρι, δίχως καμία προφύλαξη, πάγωνε από τον φόβο του.
Την αρκούδα την είχε δει, τότε πού ζούσε στο μοναστήρι, και η Βασιλική Κ. από το Βαρυκό. Κάποιος μάλιστα τότε στρατιωτικός θέλησε να την σκοτώσει, μη γνωρίζοντας την οικειότητα της με την Σοφία. Αυτή μόλις τον είδε με προτεταμένη την κάνη του όπλου του, έβαλε της φωνές και όταν τον πλησίασε ενώ εκείνος πήγαινε να δικαιολογήσει την ενέργεια του, εκείνη του εξήγησε την φιλία της και την ακακία του ζώου.
Άλλοι προσκυνητές είδαν τρία φίδια να κοιμούνται μαζί της, στο προσκέφαλο της, και ούτε την πείραζαν ούτε τα πείραζε. Η κ. Κίτσα’ λέει πώς «τα φίδια ήταν λεπτούτσικα, σαν σαΐτες. Όταν τα έβλεπες, φοβόσουν αλλά η Σοφία μας έλεγε: Μη φοάσαι, ατά κι τσουμπίζνε ξάϊ [=μή φοβάσαι, αυτά δεν τσιμπούν καθόλου].»
Κάποιοι, πού την είχαν συνοδεύσει να ανάψουν τα καντήλια της Αγίας Τριάδας, είδαν να περιφέρεται εκεί μέσα στο εκκλησάκι ένα μεγάλο φίδι. Αμέσως ταράχτηκαν και προσπάθησαν να το σκοτώσουν, όμως η Σοφία τους αποπήρε. «Αφού δεν σας πειράζει, μην το πειράζετε, πρόσθεσε. Αυτό είναι της εκκλησίας.»
***
Λόγια όπως τα μνημονεύουν οι μαθητές
Όταν συγγενείς ή φίλοι, παρακαλούσαν την μακαρία Σοφία να μετακινηθεί από το μοναστήρι, έλεγε με αφοπλιστική απλότητα: «να ρωτήσω τον Κύριον και την Κυρίαν», εννοώντας τον Χριστό και την Παναγία Μητέρα του. «Εγώ τηρώ αυτά πού με λέει η Παναγία».
Σε καμία άλλη περίπτωση δεν χρησιμοποιούσε αυτές τις λέξεις, όλους τους προσφωνούσε ως: αδελφέ, αδελφή. Έλεγε μάλιστα «ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία, όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί».
Εφάρμοζε στην ζωή της την προφητική παραγγελία του Θεού: «Επί τίνα επιβλέψω, άλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου» (Ήσ. 66, 2).
Στις μαννάδες, με πολύ πόνο, έλεγε: «Συμβουλέψτε τα κορίτσια σας να φυλάξουν την τιμή τους, μέχρι τον γάμο τους, να βαδίσουν τον δρόμο του Χριστού. Τα αγόρια να μένουν καθαρά μέχρι τον γάμο. Όταν ο παπάς ανοίγει το Ευαγγέλιο στον γάμο, στέλνει ο Χριστός τον άγγελο και στεφανώνει την παρθενία.»
Άλλες φορές έκλαιε με λυγμούς και έλεγε: «Αλοίμονο, αλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια πού έρχονται, παρθενία. «Κι θα πομέν άπαν σην γην παρθενία. Και παρακαλεί η Παναϊα τον Υιόν. Τ’ αγουρόπο κι μετανοούν (= Δεν θα απομείνει επάνω στην γη η αρετή της παρθενίας. Γι’ αυτό και παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Άλλα τα αγόρια δεν μετανοούν)…
Ελάτε όλοι, μικροί μεγάλοι, ελάτε στην Παναγία, αν αγαπάτε, ελάτε στην Παναγία.
Αχ, αν κάνουμε ένα καλό, λέμε κάναμε έναν καλόν. Με ποια δύναμη κάναμε το καλό; Με την δύναμη του Θεού’ έδωσε σε ο Θεός ευλογία και έκανες το καλό.
Πρώτα τον Θεόν να τιμάτε, υστέρα την Παναγίαν, υστέρα τους Αγγέλους, υστέρα τους Αποστόλους, υστέρα τους Αγίους. Οι Απόστολοι όλοι εσταυρώθηκαν όπως ο Χριστός.
Οι Άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους Αγγέλους, για να δουν αν ο κόσμος μετανοεί. Οι Άγγελοι γέμισαν το σύννεφο.
Μικροί μεγάλοι να έρθουν στην μετάνοια, να μετανοούν. Να γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι επάνω. Αυτοί δεν το γνωρίζουν, σαν τα άλογα ζώα τρώνε την Παρασκευή. Παρακαλώ τον Θεό να μετανοούν, αυτοί δεν μετανοούν.
Σας παρακαλώ, οποίος κάνει υπομονή, χαρά σ’ αυτόν. Όποιος κάνει υπομονή, σαν τον ήλιο θα λάμψει. Πολλή υπομονή να κάνετε.
Το στόμα το χρυσό εμίλησε και είπε: Οι πεθεράδες να σκεπάζουν, οι γεροντάδες να σκεπάζουν. Οι νέοι να φυλάγουν τα λόγια του Θεού’ τριαντάφυλλα στο στόμα, χρυσό κρασάκι στο στόμα (=η Θεία Κοινωνία), να είναι πάντα με τον Θεόν.
Και οι νέοι να βάλουν στο νου τους τα παντάψηλα του Θεού λόγια. Τα λόγια του Θεού σαν τριαντάφυλλα να είναι μέσα εις την καρδίαν…
Σας παρακαλώ, αδέρφια, πολλά υπομονήν…
***
Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μήτερ αοίδιμε,
Σοφία σέμνωμα, της Θεομήτορος,
εν τη Μονή ασκητικώς, τον βίον σου διελθούσα,
όθεν και απείληφας των καμάτων σου έπαινον
κατατραυματίσασα των δαιμόνων τας φάλαγγας,
και πρέσβειρα Χριστώ παρεστώσα
μη επιλάθου των ποθώ τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Σοφισθείσα, μήτερ, πνευματικώς όλον σου τον βίον εν τελεία υπομονή διήλθες, Σοφία,
και νυν του σου νυμφίου το κάλλος εποπτεύεις εν ταις παστάσιν αυτού.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Ιουν 07, 2016 12:39 pm

ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΨΥΧΟΥΛΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ ΣΥΜΕΩΝ

Εικόνα




Ἐπικήδειος λόγος στὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Χαραλαμπία (Χαμποῦ) Συμεὼν     
Νεοφύτου Μητροπολίτου Μόρφου

(Ἱερὸς ναὸς Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης, Ξυλοτύμβου, 03.06.2015)




 Η μακαριστή Χαραλαμπία (Χαμπού) Συμεών Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἅγιοι ἀδελφοί, ἅγιε Κιτίου καὶ ἅγιε Ἀρσινόης,
Ἀγαπητὲ καὶ σεβαστέ μου Γέροντα Συμεών, καθηγούμενε τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου,
Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ἀγαπητὰ τέκνα καὶ συγγενεῖς τῆς μεταστάσης,

Εὐλογημένος ἀληθινὰ ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Χαραλαμπία, ἡ Χαμποῦ τῆς Ξυλοτύμπου. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμελλε, μέσῳ τοῦ υἱοῦ της καὶ Γέροντός μας Συμεῶνος, νὰ καθορίσει τὴ ζωὴ πολλῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, καὶ ὄχι μόνον. Καί, ὅπως ἔχουμε εἰπεῖ καὶ ἄλλοτε, ἅγιοι ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν εὐλογημένο καὶ πονεμένο λαὸ τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς οἱ ἀρχιερεῖς, στὴν οὐσία προσφέρουμε τὴ σχέση ποὺ εἶχαν οἱ γονεῖς μας, οἱ πάπποι μας καί, ἃν εἴχαμε καὶ κανέναν εὐλογημένο Γέροντα, καὶ ὁ Γέροντάς μας μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Αὐτὴ τὴ σχέση, αὐτὴ τὴν ἐμπειρία προσφέρουμε, ὅ,τι δηλαδὴ παραλάβαμε. Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει κάτι ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα γονεῖς του νὰ δώσει!

 Ο μακαριστός πατέρας του π. Συμεών, Μιχαήλ ΣυμεώνΚαὶ ἡ προκειμένη κεκοιμημένη Χαραλαμπία εἶχε πολλὰ νὰ δώσει, καθότι, μαζὶ μὲ τὸν εὐλογημένο σύζυγό της Μιχαήλη, πολλὰ εἶχε παραλάβει καὶ διαφύλαξε σ’ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη γῆ τῆς Ξυλοτύμπου. Ὁ οἶκος τῆς Χαραλαμπίας ἦταν οἶκος προσευχῆς, εὐλογημένης σιωπῆς, εὔλαλης φιλοξενίας, ἀγάπης καὶ προσφορᾶς καί, κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο, λειτούργησε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα ἐκπαιδευτήρια τῆς Κύπρου. Παράδοξος ἀκούεται ὁ λόγος, ἀφοῦ ἀφορᾶ σ᾽ ἕνα ἁπλὸ καὶ ταπεινὸ σπίτι πού, μπροστὰ στὰ σύγχρονα μεγάλα σπίτια τῆς Κύπρου καὶ αὐτῆς τῆς Ξυλοτύμπου φαντάζει ταπεινὸς καὶ πτωχικὸς οἰκίσκος. Αὐτὸς ὅμως ὁ οἰκίσκος κράτησε καὶ δίδαξε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ ἦθος τῆς πρωτινῆς Κύπρου, πρῶτα στοὺς ἐνοίκους του καί, κατόπιν, ὅταν ἡ ὥρα τὸ κάλεσε, καὶ σὲ πολλούς, σὲ πάρα πολλοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μεγάλους καὶ μικρούς: Σὲ Πατριάρχες, σὲ ἀρχιερεῖς, σὲ ἱερεῖς, σὲ μοναχούς, σὲ μοναχές, σὲ διδασκάλους, σὲ γονεῖς, μάλιστα σὲ νέους ἀνθρώπους τοῦ τόπου μας. Κι αὐτὸ φάνηκε ξεκάθαρα ἀπὸ αὐτούς, ποὺ σήμερα παρευρίσκονται ἐδῶ, γιὰ νὰ προπέμψουν τὴ Χαμποῦ στὴν αἰώνια ζωή. Εἴδετε πολλὲς κηδεῖες ἡλικιωμένων ἀνθρώπων, ὅπου νὰ παρίστανται τόσοι νέοι στὴν ἡλικία ἄνθρωποι, ὅπως σήμερα, ποὺ κυκλώνουν εὐλαβικὰ τὴν μεταστάσα; Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι παράδοξο! Ἀνερμήνευτο τυγχάνει μόνο γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν πώς, ἄθελά της ἡ Χαμποῦ, ἔγινε διδασκάλισσα τοῦ Ὀρθόδοξου βίου σέ ὅλους αὐτοὺς ποὺ προανάφερα, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους! Γιατὶ πράγματι ἡ Χαμποῦ, μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ ἤδη σύζυγό της Μιχαήλη, κατέστησαν διδάσκαλοι Ὀρθοδοξίας, γνήσιας λαϊκῆς εὐσέβειας, ὀρθόδοξοι ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο. Ἡ Μητρόπολή σας, ἅγιε Κιτίου, ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Μητρόπολη ἡ ταπεινὴ τῆς Μόρφου, ἡ ἐπισκοπή σας, ἅγιε Ἀρσινόης, ἡ Ξυλοτύμπου, π. Κυριακέ, καθὼς καὶ πολλὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι, ὀφείλουμε πολλά στὴ Χαραλαμπία τοῦ Μιχαήλη καὶ στὸν Μιχαήλη τῆς Χαραλαμπίας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παπάδες μας, ἀπὸ τοὺς μοναχούς μας, ἀπὸ τὶς μοναχές μας, ἔχουν διδαχθεῖ κατὰ Θεὸν σ’ αὐτὸ τὸν ταπεινὸ οἰκίσκο τῆς Ξυλοτύμπου, εἰσερχόμενοι ἀπὸ τὸ ταπεινὸ ἐκεῖνο ᾽ξωπόρτι, διερχόμενοι ἀπὸ τὴν ἐσώτερη αὐλὴ στὰ ταπεινὰ ἐκεῖνα δώματα καὶ δωμάτια, τὰ χαμηλοτάβανα, αὐτά, ποὺ καὶ πολλοὶ σύγχρονοι ἀσκητές, ἀκόμη καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, δὲν καταδέχονται νὰ κατοικήσουν. Καὶ ὅμως, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τοῦ Θεοῦ, σὲ ἕνα χῶρο ὀρθόδοξης ὀμορφιᾶς, ἀσκητικῆς σιωπῆς καὶ ἐμβληματικῆς λιτότητας δίδαξαν σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, «πλούσιός ἐστιν ὁ ἐν ὀλίγοις ἀναπαυόμενος».

 Ο μακαριστος Μιχαήλης, η μακαριστή Χαμπού και ο γέροντας Συμεών, ηγούμενος της Ιεράς Μονης Αγίου Γεωργίου στην Κύπρο Ἡ Χαμποῦ, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Λύση, ἦταν μία γυναίκα, ποὺ ἐν πρώτοις τὴ χαρακτήριζε ἡ πρωτινὴ ἐνδυμασία τῆς Κύπρου. Τὸ λευκὸ -κι ἀργότερα τὸ πένθιμο- κεφαλομάντηλό της τὸ κατέβαζε μέχρι τὰ μάτια καὶ τὸ περίδενε στὸ στόμα της, γιὰ νὰ δείχνει τὴ σιωπὴ ποὺ καλλιεργοῦσε. Ἔξυπνη ὅσο λίγοι ἄνθρωποι, ὅταν ἀντιλαμβανόταν ὅτι ὁ συνομιλητής της ἔχει εὐρυχωρία, ξανοιγόταν μὲ τὸ πηγαῖο της χιοῦμορ, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν ἦταν ὑπεροχικό, οὔτε καταλυτικὸ στὸν συνάνθρωπό της, ἂν καὶ ἐνίοτε τὴ χαρακτήριζε ἡ βυζαντινή εἰρωνεία. Μιλοῦσε ἀκόμη μὲ τὸ ἁπλὸ χαμόγελό της, ἀλλ᾽ ἐξαιρέτως μὲ τοὺς βαθυστόχαστους μαύρους ὀφθαλμούς της. ’Ενθυμοῦμαι, σὲ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες συναντήσεις μας, ὅταν, κατὰ τὸ ἔθος μου, εἶπα κάτι τὸ ὑπερβολικό, γύρισε καὶ μὲ εἶδε μὲ μία ματιὰ -δὲν μποροῦσε πλέον νὰ μιλήσει-, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Δεσπότη μου, αὐτὸ δὲν χρειαζόταν»! Ἤξερε λοιπὸν νὰ μᾶς διδάσκει μέχρι καὶ τὴν τελευταία της στιγμὴ μὲ τὶς βαθιὲς στοχαστικὲς ματιές της. Κι αὐτὴ ἡ σπάνια γυναίκα εὐτύχησε νὰ ζήσει στὸ λιτὸ σπίτι, ποὺ πιὸ πρὶν περιγράψαμε, δίπλα σ᾽ ἕνα σπάνιο ἄνθρωπο τῆς Ἀνατολῆς: Τὸν Μιχαήλη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἄρσος Μεσαορίας, τὸν ἄνθρωπο τῆς εὐγένειας καὶ ἀρχοντιᾶς, παρότι ἦταν βοσκός, τὸν ἀπαράμιλλο ἐκτελεστὴ τῶν πρωτινῶν μανέδων.

Αὐτὸ λοιπὸν τὸ εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ ζεῦγος ἀνέδειξε καὶ στήριξε τὴν κλίση καὶ τὴν κλήση τῶν παιδιῶν τους καί, κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο, τὴν κλίση τοῦ Γέροντός μας Συμεών. Ἤξερε ἡ Χαραλαμπία ἀπὸ τὴ δύσκολη ὥρα τῆς γέννας τοῦ Συμεῶνος, ὅτι τὸ τέκνο της προορίζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πρόσφερε ἀφειδώλευτα κι ἀπὸ καρδιᾶς. Κι ἀξιώθηκε ἔτσι νὰ προσφέρει στὴν Ὀρθοδοξία τὸν Γέροντα Συμεών, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέστησε τὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου. Εὐτύχησε ἀκόμη, οἱ τρεῖς θυγατέρες της νὰ παραμείνουν ἑνωμένες, ἀγαπημένες, διδάσκουσες κάθε μία κατὰ τὸν τρόπο καὶ τὸν χαρακτήρα της σ᾽ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους τὴν Ὀρθόδοξη φιλοξενία, τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Κύπρου.

 Το μακαριστό αντρόγυνο Μιχαήλ και Χαραλαμπία ΣυμεώνἮλθε ὅμως καὶ ἡ ὥρα, ποὺ ὁ Γέρων Συμεὼν ἔπρεπε νὰ δώσει, νὰ προσφέρει κάτι στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ: Καὶ στοὺς μοναχοὺς του καὶ στοὺς πολλοὺς προσκυνητὲς τῆς μονῆς του καί, ἐξαιρέτως, στοὺς πολλοὺς νέους ποὺ ἄρχισαν νὰ τὸν πλησιάζουν. Καί, τὶ θὰ ἔδινε ὁ ταπεινὸς Συμεών, πέραν ἀπὸ τὰ χρώματα τῆς ἁγίας ἱερουργίας τῆς ἁγιογραφίας, ποὺ εἶχε διδαχθεῖ κοντὰ στοὺς πολύπαθους καὶ πολυθαύμαστους ἀδελφοὺς Λέπουρα, μαθητὲς τοῦ Κόντογλου; Τί ἄλλο, ἀπὸ τὸ ἤθος, τὸ ὕφος καὶ τὴ ζωή τοῦ Μιχαήλη καὶ τῆς Χαμποῦς; Καί, ἐξαιρέτως τῆς Χαμποῦς, καθότι μὲ αὐτὴν συγγένευε πολὺ περισσότερο στὴν ποιητικότητα, στὴν  καλλιτεχνικότητα, στὴν ἐμβληματικὴ σιωπή, στὸ χαμόγελο, στὴ βαθυστόχαστη ἐσωτερικὴ ζωή. Ἔτσι, λοιπόν, ἔπρεπε ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ πλησιάζαμε τὸν υἱό της  Συμεὼν συχνὰ πυκνά, νὰ ἐπισκεφθοῦμε καὶ τὸν ταπεινὸ οἰκίσκο τῆς Ξυλοτύμπου. Καί, μέσα ἀπὸ τὴ γερόντισσα μητέρα του, μαθαίναμε τὸν Γέροντά μας. Μέσα ἀπὸ τὴ Χαμποῦ καὶ τὸν Μιχαήλη μαθαίναμε τὸν κόσμο τῆς πρωτινῆς Κύπρου, τῆς Κύπρου, ποὺ ἔφτανε μέχρι τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, μέχρι καὶ τὸν ποιητή Ὅμηρο. Αὐτὴ τὴν Κύπρο, αὐτὸ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο διδασκόταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλησίαζε τὸν υἱό της Συμεών. Εὐχαριστοῦμε Γέροντα, ποὺ εἶχες αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀγάπη στὴν κοινότητά σου Ξυλοτύμπου, στὴ μητέρα σου καὶ στὸν πατέρα σου, στὸν ταπεινό οἶκο τῆς Ξυλοτύμπου, στὸν τόπο τῆς γενέσεώς σου, ποὺ κατέστη τὸ πρῶτο καί, ἴσως, τὸ καλύτερο μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἔζησες. Γιατί, μέσα ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο, ἀξιωθήκαμε κι ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ προαναφέραμε.

 Η μακαριστή Χαμπού Συμεού Κάποτε, ἅγιε Κιτίου, ἦρθε στὴν Κύπρο ὁ πλέον σημαντικὸς ὑποτακτικὸς τοῦ συγχρόνου ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ὁσίου Γέροντος Παϊσίου, ὁ Γέρων Ἰσαὰκ ὁ Λιβανέζος. Συναντηθήκαμε τότε στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Μαχαιρᾶ, ὅπου τέλεσε τὴν κουρὰ σὲ μεγαλόσχημο τοῦ πατρὸς Ἰσαάκ. Ὁ τότε καθηγούμενος καὶ νῦν Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος μοῦ εἶπε: «Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Ἰσαὰκ ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς-ἄνθρωπος ποὺ σᾶς μοιάζει-, καὶ θέλει νὰ παραμείνει γιὰ δεκαπέντε μέρες στὴν Κύπρο. Ἐσύ, π. Νεόφυτε, γνωρίζεις καλὰ τὴν Κύπρο, τὶς μονές, τοὺς ναοὺς καὶ τὰ προσκυνήματά της (καὶ τήν Κύπρο τὴ γνώρισα μέσα ἀπὸ τὴ μαθητεία μου στόν υἱό τῆς Χαμποῦς, π. Συμεών).


 Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, νὰ πᾶτε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα στὰ μοναστήρια τῆς Κύπρου νὰ προσκυνήσει.» Σημειῶστε, ὅτι ὁ Γέρων Ἰσαὰκ εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Πράγματι, μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα Ἰσαὰκ ἐπισκεφθήκαμε ὅλα τὰ βασιλομονάστηρα καὶ τὶς ἐπαρχιακὲς μονὲς τῆς Κύπρου, ἀνδρῶες καὶ γυναικεῖες, καθὼς καὶ σπουδαῖα ἱστορικὰ μνημεῖα τῆς νήσου. Θυμᾶμαι πού, περνῶντας ἔξω ἀπὸ τὸ Λύκειο Κύκκου, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ καὶ διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα εἶχε, εἶδε τὰ τότε πρόσωπα τῶν νέων παιδιῶν τῆς Κύπρου καὶ μοῦ εἶπε ἔκπληκτος: «Νεόφυτε, τὰ παιδιά σας ἀκόμα ἔχουν παρθενία! Μέχρι πότε ὅμως;» Αὐτὰ τὸ 1995. Ἐπισκεφθήκαμε καὶ τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, ποὺ τότε ἀνακαινιζόταν καὶ δὲν εἴχαμε ἀκόμη ἐγκαταβιώσει ἐκεῖ, καὶ ἐξεπλάγηκε ἀπὸ τὸν ἡσυχαστικὸ χαρακτήρα τοῦ ἐρημικοῦ ἐκεῖ τοπίου. Στὸ τέλος τῆς μακρᾶς αὐτῆς προσκυνηματικῆς μας πορείας, μᾶς περίμενε ὁ Γέροντάς μας Συμεὼν στὸ πρῶτο μοναστήρι του ἐδῶ στὴν Ξυλοτύμπου, στὸν ταπεινό του οἶκο. Εἰσῆλθε λοιπὸν ὁ Γέρων τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καὶ τοῦ Λιβάνου καὶ ἄνθρωπος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς σ᾽ αὐτὸ τὸν οἰκίσκο. Καί, ὅταν εἶδε τὸ μικρὸ παρεκκλήσιο, τὰ ταπεινὰ δωμάτια· ὅταν εἶδε τὴ Χαμποῦ νὰ τὸν φιλοξενᾶ μὲ τὸ κεφαλομάντηλο κατεβασμένο στὰ μάτια καὶ περασμένο στὸ στόμα καὶ τὴ θυγατέρα της Γιῶνα, ὡς ἄλλες ὁσιακὲς μορφὲς νὰ διακονοῦν μὲ σιωπὴ στὸ τραπέζι καὶ νὰ βλέπουν χαμηλά, ἐξεπλάγη ὁ ἄνθρωπος καὶ γυρίζει στόν Γέροντα καὶ τοῦ λέει: «Ὁ παπᾶς σου -ἀναφερόμενος στὸν ὑποφαινόμενο-, μὲ πῆρε σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ μοῦ ἄρεσε περισσότερο, πάτερ Συμεών, εἶναι τὸ τελευταῖο.»


 «Τὸ Μαυροβούνι», εἶπα ἐγὼ προτρέχοντας. «Ὄχι», εἶπε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, «αὐτό τὸ μοναστήρι, ποὺ εἶμαι τώρα ἐδῶ. Καὶ βλέπω ἔχει καὶ δύο ἕτοιμες μοναχὲς - ἐννοῶντας τὴ Χαμποῦ, τὴν ἔγγαμη ἀσκήτρια, καὶ τὴ μικρή της θυγατέρα. Φέρε ἕνα ψαλίδι νὰ κάνουμε δύο κουρές! Αὐτὲς εἶναι ἕτοιμες γιὰ μοναχές!» Ἀντιλαμβάνεστε, λοιπόν, γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ ἔτσι ὁ Γέρων Ἰσαὰκ ὁ Λιβανέζος, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε τὴν ἄσκηση στὶς ἔσχατες μέρες μας ὅσο λίγοι, πόσο ὑψηλὴ βρῆκε τὴν πνευματικότητα καὶ τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα τῆς μητέρας Χαραλαμπίας!

Δόξα τῷ Ἁγίῳ Θεῷ, πού, μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ τὸ ἦθος τῆς μεταστάσης, ὅλα αὐτὰ τὰ νέα παιδιὰ τοῦ Μαυροβουνίου, μοναχοὶ καὶ μοναχές, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, μποροῦν πλέον νὰ ξέρουν ποιἀ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ Κύπρος, τόσο ἡ πρωτινή, ὅσο καὶ ἡ σύγχρονη. Φτάνει νὰ θέλουν νὰ μαθητεύσουν καὶ νὰ ἀκολουθήσουν, τηρουμένων ἀσφαλῶς τῶν ἀναλογιῶν τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ Κύπρος βεβαίως συνεχῶς μεταλλάσσεται. Ἄνθρωποι ὅμως σὰν τὴ Χαμποῦ, καθορίζουν τὴν ψυχή μας, καθορίζουν τὸ ἦθος μας, τὶς προτεραιότητές μας καὶ μᾶς μαθαίνουν τὸ εὐλογημένο ὀρθόδοξο μέτρο. Διὰ τῆς ἀφαιρέσεως μαθαίνεται τὸ μέτρο. Καὶ ἡ Χαμποῦ καὶ ἡ οἰκογένειά της, ἤξεραν πάρα πολὺ καλὰ νὰ ἀφαιροῦν.

Μία ἄλλη σημαντικὴ ἀρετή, ποὺ καλλιεργοῦσε ἐσωτερικὰ ἡ Χαραλαμπία καὶ τὴν ὁποία εἶναι καλὸ νὰ γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ καθημερινὴ μετάνοια καὶ αὐτομεμψία. Καί τοῦτο μοῦ τὸ φανέρωσε κάποια μέρα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κοντοῦ, ὅπου κάθε Πέμπτη ἐρχόταν νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Τὴ ρώτησα λοιπὸν ἐκείνη τὴ μέρα: «Πῶς ζῇς καθημερινά, θεία Χαμποῦ; Πῶς σκέφτεσαι; Πῶς βλέπεις τὸν ἑαυτό σου; Πῶς μετανοιώνεις γιὰ τὰ λάθη ποὺ κάμνεις; Ἄνθρωπος εἶσαι κι ἐσύ! Μιὰ ἁμαρτωλότητα τὴν ἔχεις!» Τὰ ἔχασε. Δὲν ἤθελε νὰ ἀποκαλυφθεῖ. 

Κι ὅταν ἐγώ, ἀπὸ καλὴ περιέργεια, τὴν πίεσα περισσότερο γιὰ νὰ ἀποκομίσω πνευματικὴ ὠφέλεια, μοῦ ἀπάντησε: «Ἄκουσε διάκο (τότε ἀκόμη ἤμουνα διάκονος). Ὅταν ξυπνῶ τὸ πρωΐ, κάθομαι στὸ κρεββάτι, βάζω τὸν σταυρό μου, λέω ‘‘δόξα σοι, ὁ Θεός’’, καὶ σκέφτομαι: ‘‘Σήμερα, ποιό μαράζι θὰ ἔχω νὰ σκέφτομαι, γιὰ νὰ περνῶ τὴν ἡμέρα μου καὶ νὰ ταπεινώνω τὸν νοῦ μου;’’» Τὰ ἔχασα! Δὲν περίμενα νὰ ἀκούσω τέτοια ἀσκητικὴ ἀγωγὴ ἀπὸ μία γυναίκα τοῦ κόσμου τούτου. Τῆς εἶπα τότε: «Καλά, κάθε μέρα βρίσκεις καὶ ἕνα μαράζι;» Μοῦ λέει: «Ὄχι, ἔχει μέρες ποὺ ξυπνῶ καὶ δὲν βρίσκω μαράζι.» «Καί, τί κάμνεις τότε;» «Πιάνω τὸ μαράζι τῆς προηγούμενης ἡμέρας, καὶ δουλεύω πάνω σ᾽ ἐκεῖνο.» Καί, θυμήθηκα τώρα τὸ Γεροντικό, ποὺ λέει: «Τίς δύναται βαστάξαι τὸν λογισμόν Ἀντωνίου;» Δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.

Ἔτσι ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι τῆς Κύπρου νὰ ζοῦν τὴν καθημερινότητά τους, τὴ μετάνοιά τους. Ταπεινώνοντας καθημερινὰ τὸν νοῦ τους! Κι αὐτὸ τὸ δίδασκαν ἔργῳ καὶ λόγῳ. Θυμᾶμαι, λίγο μετὰ ποὺ ἔγινα ἐπίσκοπος, ἡ Χαμποῦ ἦρθε μὲ τὴ μακαριστὴ μάνα μου Μηλιὰ -ποὺ κοιμήθηκε πρὶν ἐννιὰ μῆνες ἀκριβῶς-, καὶ μοῦ εἶπαν καὶ οἱ δύο ἐν μιᾷ φωνῇ: «Πρόσεχε, Δεσπότη μου, γιατὶ ὁ Θεός σὲ ἀνέβασε πολύ!» Καὶ τοὺς εἶπα: «Τί νὰ προσέχω;» «Νὰ προσέχεις τὸν νοῦ σου, νὰ μὴ ‘γείρει’ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γιατὶ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς του.»

Ἔτσι καλλιεργοῦσε ἡ Χαμποῦ τὸν νοῦ της. Αὐτό μετέδωσε καὶ στὸν Γέροντά μας καὶ στὶς πολὺ καλὲς κόρες της καὶ στοὺς ἐξαίρετους γαμπρούς της. Τόσο τὸν Γεώργιο, ὅσο καὶ τὸν Ἀνδρέα. Καὶ κρατήθηκε αὐτὴ ἡ οἰκογένεια ἑνωμένη -ἡ ἀλήθεια νὰ λέγεται- γύρω ἀπὸ τὴ Χαμποῦ. Ἐμπνεόμενη ἀπὸ αὐτήν, ταὴν ἀσκητική της παράδοση, τὴ φιλοξενία της τὴν ἀπέραντη, τὰ χαμόγελά της, τὰ πολλὰ τὰ ποιήματα τὰ πρωτινὰ ποὺ ἤξερε καὶ τὶς ἱστορίες τὶς παλαιές, τὶς ὁποῖες συχνὰ πυκνὰ ὑπενθύμιζε στὸν Μιχαήλη. Καί, μέσα ἀπὸ τὴ Χαμποῦ μαθαίναμε τὸν κόσμο τοῦ Μιχαήλη καὶ μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Μιχαήλη μαθαίναμε τὸν κόσμο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν κόσμο τοῦ Ὁμήρου. Αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ γέννησε ποιητές, ἥρωες καὶ ἁγίους.

Ὅταν, Χάριτι Θεοῦ καὶ μὲ τὶς εὐλογίες σας, ἅγιε Κιτίου, ἀνακαινίσαμε τὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου καὶ ἐγκαταβιώσαμε σ᾽ αὐτή, ρώτησα τὸν Γέροντα: «Τώρα, τί τάξη θά ἔχουμε στὸ μοναστήρι; Τί τυπικὸ θὰ ἀκολουθήσουμε; Ἐμεῖς δὲν ζήσαμε σὲ ἄλλο μοναστήρι!» Μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ, ἕνα μοναστήρι γνώρισα: Τό μοναστήρι τῆς μάνας μου, τό μοναστήρι τοῦ πατέρα μου, τό μοναστήρι τῆς Ξυλοτύμπου. Νὰ ζήσουμε, Νεόφυτε, οἰκογενειακὰ καὶ ταυτόχρονα ἀσκητικά, καὶ τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ εἶναι, ποὺ θὰ ὁδηγήσει καὶ καθοδηγήσει τὸν καθένα μας.»

Αὐτό εἶναι, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, πατέρες μου καὶ ἀδελφοί, τὸ μήνυμα τῆς Χαμποῦς. Νὰ ζήσουμε οἰκογενειακὰ καὶ ἀσκητικά. Καὶ τὰ δύο χρειάζονται στὶς πολύπαθες μέρες ποὺ ζοῦμε, σ᾽ αὐτὲς ποὺ ἔρχονται. Αὐτὸ εἶναι τὸ δίδαγμά της. Καί, πάνω ἀπὸ ὅλα, νὰ ἀγαπήσουμε τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τόσον ἡ Χαμποῦ ἀγαποῦσε καὶ ἀναδείκνυε μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα της. Ὅταν κάποτε ρώτησα τὸν υἱό της Συμεῶνα, ποιά εἶναι ἡ μυστικὴ Χαμποῦ, δηλαδὴ ὁ μυστικός, ἐσωτερικός της κόσμος, μοῦ ἀπάντησε μὲ δύο λέξεις: «Σπλάχνα οἰκτιρμῶν! Δηλαδὴ τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκια, ἡ εὐσπλαγχνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Σπλάχνα οἰκτιρμῶν. Ἀναζητεῖ τρόπους, νὰ τοὺς βάλει ὅλους στὴν εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»

Εὔχομαι, ἀγαπητή μου Χαραλαμπία, μεγάλη μάνα μας, μεγάλη διδασκάλισσά μας, νὰ σὲ ἀξιώσει ὁ Θεός αὐτῆς τῆς εὐλογημένης καὶ ἀτελεύτητης Βασιλείας, μαζὶ μὲ τὴν ἀγαπημένη καὶ ὁμότροπή σου Μηλιά, τὴ μάνα μας, μῆλον εὔοσμον μαζί της, εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.


Αἰωνία σου ἡ μνήμη! ἀμήν!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Ιουν 08, 2016 9:43 am

Ο ΆΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΙΟΡΔΑΝΙΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΗΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ




- Ώς πριν δυο χρόνια, αφηγείται ό ηγούμενος Χρυσόστομος, ζούσε στο μοναστήρι ή γερόντισσα Χριστοδούλη ή Μάϊκα, όπως συνήθως την φώναζαν. Είχε ζήσει πάρα πολλά χρόνια κοντά στον γέρο-Γαβριήλ, στον Ιορδάνη ποταμό (στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου), στην Ιεριχώ και μετά ήρθε κοντά μου. Έμεινε εδώ περίπου δεκατρία χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής της.

Κάποτε είχε αρρωστήσει από καρκίνο. Φέραμε τον γιατρό και αυτός είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Την πήγαμε στο γερμανικό νοσοκομείο πού είναι στα Ιεροσόλυμα γιατί ήταν τελειωμένη. Οι γιατροί της έκαναν κλίσμα και την έβαλαν στην τηλεόραση για να δουν πώς είναι τα έντερα της. Τότε βλέπουν ότι όλα της τα έντερα - τα είδα και εγώ γιατί είχα μπει στο δωμάτιο -ήτανε όλο κουβάρια και δεν περνούσε ένα άσπρο υγρό που κυλούσε μέσα στα έντερα. Φαινόταν στην οθόνη ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει το φάρμακο.

Οι γιατροί είπαν ότι έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο. Ή γερόντισσα όμως δεν δέχτηκε και μου είπε: Αν με αφήσεις εδώ, εγώ θα πέσω από το παράθυρο. Δεν μένω". Την έφερα πίσω στο μοναστήρι. Έμεινε τρεις μέρες στο κρεβάτι και έπαιρνε φάρμακα. Την τέταρτη μέρα τα πέταξε όλα και είπε: " Ό Θεός θα με κάνει καλά, αν θέλει να με κάνει". 

Όλως παραδόξως ό καρκίνος εξαφανίστηκε και ή γερόντισσα έλεγε: "Δεν θέλω να ξαναδώ αυτούς τους γιατρούς. Αυτοί ούτε για τα κατσίκια που έχω δεν κάνουν, όχι για ανθρώπους. Ή χάρη του Άγιου με θεράπευσε". Ή γερόντισσα έζησε ακόμα 7 χρόνια και πέθανε σε ηλικία 104 χρονών.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
Anastasios68
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 3833
Εγγραφή: Πέμ Ιούλ 26, 2012 10:31 am
Τοποθεσία: Πεύκη
Επικοινωνία:

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό Anastasios68 » Τετ Ιουν 08, 2016 9:51 am

Καλέ μου Φώτη, βάζε σε παρακαλώ την πηγή σε κάθε ένα από τα πολύ όμορφα και διδακτικά άρθρα που παραθέτεις. Αν δεν μπαίνει η πηγή προέλευσης, τότε είναι πιθανό να κατηγορηθεί το φόρουμ μας για λογοκλοπή. Αν η πηγή δεν είναι κάποιο άλλο Web site αλλά βιβλίο ή περιοδικό, μπορείς να γράφεις τον τίτλο του.
Σ' ευχαριστώ πολύ και με συγχωρείς για την παρέμβαση.


«ὃς δ' ἂν εἲπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ῥακά, ἒνοχος ἒσται τῷ συνεδρίῳ»
Κατά Ματθαῖον, Κεφ. 5, 22

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Ιουν 09, 2016 9:13 am

Anastasios68 έγραψε:Καλέ μου Φώτη, βάζε σε παρακαλώ την πηγή σε κάθε ένα από τα πολύ όμορφα και διδακτικά άρθρα που παραθέτεις. Αν δεν μπαίνει η πηγή προέλευσης, τότε είναι πιθανό να κατηγορηθεί το φόρουμ μας για λογοκλοπή. Αν η πηγή δεν είναι κάποιο άλλο Web site αλλά βιβλίο ή περιοδικό, μπορείς να γράφεις τον τίτλο του.
Σ' ευχαριστώ πολύ και με συγχωρείς για την παρέμβαση.


Αδελφέ μου Τάσο σου έχω πει και παλιά ότι όλα αυτά που βάζω είναι αποθηκεύμένα σε ένα σκληρό δίσκο
όπου τα κράταγα για προσωπική χρήση.Αλλά σιγά σιγά γνωρίζοντας το Ιντερνετ άρχισα να τα βάζω να
μαθαίνουν και άλλοι.
Είναι μία δουλεία 27 χρόνων όπου την συνεχίζω.Τα πιο πολλά από βιβλία.Αλλά δεν σημείωνα τους τίτλους
διότι τα κράταγα για μένα.Αν θέλεις να σταματήσω να γράφω δεν πειράζει,απλά θα μπαίνω και θα παρα-
κολουθώ εσάς.
Οπότε όπως κατάλαβες δεν έχω κρατήσει τις πηγές.
Περιμένω απάντησή σου αν μπορώ να συνεχίσω.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
Anastasios68
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 3833
Εγγραφή: Πέμ Ιούλ 26, 2012 10:31 am
Τοποθεσία: Πεύκη
Επικοινωνία:

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Δημοσίευσηαπό Anastasios68 » Παρ Ιουν 10, 2016 1:47 am

Έχεις δίκιο καλέ μου Φώτη, το καταλαβαίνω και σου ζητώ να με συγχωρέσεις για την επισήμανση που σου έκανα.
Μη σταματήσεις να γράφεις και να ανεβάζεις τα πολύ ωραία κείμενα. Αν κάποιος ενοχληθεί και μας κάνει παρατήρηση, είμαι σίγουρος πως ο Θεός θα τον φωτίσει να καταλάβει πως εδώ μέσα δεν υπάρχει καμία πρόθεση λογοκλοπής.


«ὃς δ' ἂν εἲπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ῥακά, ἒνοχος ἒσται τῷ συνεδρίῳ»
Κατά Ματθαῖον, Κεφ. 5, 22


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 10 και 0 επισκέπτες

cron