Η ημερομηνία ίδρυσης της μονής δεν είναι ακριβής. Από μια επιγραφή που υπάρχει στο καμπαναριό μπορούμε να θεωρήσουμε ότι χτίστηκε τον 16ο αιώνα, άλλες πληροφορίες λένε ότι ιδρύθηκε από τον μοναχό Αρκάδιο την Β' Βυζαντινή περίοδο (961 - 1204). Η μονή είναι χτισμένη σαν φρούριο με δύο κύριες εισόδους, πυριτιδαποθήκη ξενώνες, τραπεζαρία και κελάρια. Η πύλη ξαναχτίστηκε το 1870 μετά την καταστροφή της από τους Τούρκους το 1866. Το οστεοφυλάκιο που υπάρχει απέναντι από την πύλη ήταν πριν το 1910 ανεμόμυλος. Το όλο κτίσμα είναι σε ρυθμό αναγεννησιακό με θολωτά κελιά και γοτθικά παράθυρα. Η εκκλησία είναι δίκλυτη βασιλική, αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο και στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Σύμφωνα με τον περιηγητή R. Pococke η μονή φιλοξενούσε 300 μοναχούς επί Ενετοκρατίας. Εδώ ήκμασε τον 18ο αιώνα η χρυσοκεντιτική και υπήρχε εργαστήριο κεντητικής αμφίων.
Από την μονή υπάρχει μια υπέροχη θέα προς την θάλασσα και την χαράδρα που είναι γεμάτη βλάστηση. Η θέση της όμως καθώς και οι χοντροί τοίχοι που την περιβάλουν έπαιξαν καθοριστική σημασία όχι μόνο για την δική της ιστορία, αλλά για την ιστορία της Ελλάδας. Όταν άρχισε η μεγάλη Κρητική επανάσταση τον Μάη του 1866, συγκεντρώθηκαν στο Αρκάδι 1500 οπλαρχηγοί και καπετάνιοι για να οργανώσουν την επανάσταση. Με την πληροφορία αυτή ο Τούρκος πασάς στο Ρέθυμνο έστειλε στρατό για να σταματήσει τους Έλληνες. Όμως οι οπλαρχηγοί είχαν φύγει και ο τούρκικος στρατός ερήμωσε το εσωτερικό της εκκλησίας. Παρόλο που η μονή δεν ήταν το τέλειο οχυρό ο ηγούμενος Γαβριήλ και οι επαναστάτες αποφάσισαν να οχυρωθούν και να την κάνουν ορμητήριό τους, αφού η θέση της ήταν κατάλληλη.
Στις 7 Νοεμβρίου 15.000 τούρκοι στρατιώτες με 30 κανόνια είχαν περικυκλώσει το Αρκάδι. Από την μεριά των Ελλήνων υπήρχαν στη μονή 260 οπλοφόροι και 700 γυναικόπαιδα. Την πρώτη μέρα οι Έλληνες άντεξαν στον άνισο αυτό αγώνα όμως ο ηγούμενος γνωρίζοντας την δύσκολη θέση που βρισκόταν έστειλε το βράδυ δύο άντρες για βοήθεια. Οι άντρες κατάφεραν μέσα στο βαθύ σκοτάδι να περάσουν τις Τούρκικες γραμμές χωρίς όμως να βρούν βοήθεια. Την επόμενη μέρα οι Τούρκοι με τα κανόνια τους κατάστρεψαν την κεντρική πύλη και ορμήσανε μέσα στη μονή. Η μάχη ήταν τρομερή. Ο ηγούμενος συγκέντρωσε τα γυναικόπαιδα στην πυριτιδαποθήκη. Στην μάχη ο ηγούμενος σκοτώνεται μαζί με πολλούς πολεμιστές. Το μακελειό στον αυλόγυρο συνεχίζεται για πολλές ώρες αν και οι Τούρκοι ήταν πολλοί περισσότεροι. Ο Κωσταντής Γιαμπουδάκης περιμένει μέσα στην πυριτιδαποθήκη με την πιστόλα στο χέρι για να τιναχθεί στον αέρα μαζί με όσους περισσότερους Τούρκους μπορεί.
Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσιο φωνοκλήσι. Ετούτ' η ώρα θ'ακουστεί σ'ανατολή και δύση. Και μέσα στον αναβρασμό, που ο χάρος εβρουχάτο, βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω. Φωτιά, καπνός και κτήρια, κορμιά κομματιασμένα, άντρες και γυναικόπαιδα στ'ανέφαλ'ανεβαίνα. Τρόχαλος έγινε η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' άκρ' ως ακρ' η Κρήτη.
Ο τραγικός επίλογος ήταν 845 νεκροί, 114 αιχμάλωτοι και μόνο 3-4 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν πολύ μεγαλύτερες και έφταναν τους 1.500 νεκρούς και τραυματίες. Το Αρκάδι πατήθηκε μα δεν έπεσε. Στα κυπαρίσσια υπάρχουν ακόμα οι σφαίρες εκείνης της εποχής. Ο πασάς πίστεψε ότι με την νίκη του αυτή θα σταματούσε την επανάσταση στην Κρήτη, κάτι που δεν έγινε αφού με την μάχη αυτή μαθεύτηκε στην Ευρώπη ο αγώνας του Κρητικού λαού για την ελευθερία του.
Μέσα στη μονή υπάρχει μουσείο με εκθέματα από την ιστορία της μονής και κυρίως από την επανάσταση.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο πρώτος πυρήνας της Μονής οργανώθηκε στο κτιριακό συγκρότημα του Κάτω Μοναστηριού του Προδρόμου, κατά τη Β' βυζαντινή περίοδο της Κρήτης, περί το τέλος του 10ου ή τις αρχές του 11ου αιώνα, τότε που τα νότια παράλια της Κρήτης γέμισαν με μικρά και μεγάλα μοναστήρια.
Η παλαιότερη χρονολογία που σχετίζεται με το μοναστήρι είναι του έτους 1594, και είναι χαραγμένη σε μιά καμπάνα του μοναστηριού. Η πρώτη ονομασία της Μονής (πρίν το 1700), σύμφωνα με την παλαιά ορειχάλκινη σφραγίδα της είναι: " του Μεγάλου Ποταμού κατά την νήσον Κρήτην". Για τη σημερινή ονομασία υπάρχουν πολλές ευσεβείς επιτόπιες παραδόσεις. Το πιο πιθανό είναι ότι κάποιος ιερομόναχος με το επώνυμο Πρέβελης, της μεγάλης Ρεθεμνιώτικης οικογένειας των Πρεβέληδων, υπήρξε ο ανακαινιστής του μοναστηριού στον οποίο οφείλεται και η ονομασία.
Η μοναστηριακή παράδοση, όπως αναφέρεται στο μοναχολόγιο, διέσωσε τα ονόματα των πρώτων ηγουμένων , του Μεθοδίου, του Ακακίου Πρέβελη, του Ιακώβου Πρέβελη, του Ακακίου Μοάτζου και του οσιωτάτου Ευφραίμ του οποίου η μακρά ηγουμενία (1769-1803) υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της Μονής. Ο Ευφραίμ ήταν γιός του ιερέως Αλεβίζου Πρέβελη, από τον Άρδακτο Αγίου Βασιλείου. Το όνομά του σώζεται στην έμμετρη ιαμβική επιγραφή της βάσης του θαυματουργού Τιμίου Σταυρού της Μονής: " ΚΟΠΟΙΣ ΚΑΙ ΜΟΧΘΟΙΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΟΥ". Το Μάρτιο του 1789 και ύστερα από αίτημά του, εκδόθηκε Πατριαρχικό σιγίλλιο του Εθνομάρτυρα Γρηγορίου του Ε', με το οποίο αναγνωρίζεται η σταυροπηγιακή αξία της Μονής.
Ηγούμενος Μελχισεδέκ Τσουδερός Κατά τη μετέπειτα περίοδο της Κρητικής Ιστορίας, την περίοδο των μεγάλων επαναστάσεων, το Πρέβελη βρέθηκε στο κέντρο των απελευθερωτικών αγώνων, βοήθησε με ποικίλους τρόπους την υπόθεση της Κρητικής Ελευθερίας και γνώρισε επανειλημμένες καταστροφές από τους Τούρκους.
Η θρυλική μορφή του "Φιλικού" Ηγουμένου Μελχισεδέκ Τσουδερού (1803-1823) δεσπόζει κατά τα δύο πρώτα έτη της Επαναστάσεως του 1821. Ο ηρωικός Μελχισεδέκ αφού έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, πληγώθηκε θανάσιμα στο Πολεμάρχι Κισάμου στις 5-2-1823. Ο ιστορικός της Κρήτης Ι. Μουρέλλος σημειώνει: " εις το Μοναστήριον του Πρέβελη και στον μεγαλεπήβολο ηγούμενό του Μελχισεδέκ ανήκει χωρίς αμφισβήτηση, η τιμή της διοργανώσεως, του οπλισμού και του ετοιμοπολέμου του πρώτου μαχίμου σχηματισμού της επαναστάσεως του '21 στην Κρήτη. Και πρώτη πράξις γενικωτέρας σημασίας ήταν η Τουρκική επιδρομή του Ψαροσμαήλη και η καταστροφή του Πρέβελη".
Ακολούθησε ο Νείλος Μοσχοβίτης, επί της ηγουμενίας του οποίου(1823-1862) κτίσθηκε το νέο Καθολικό της Μονής καθώς και οι δύο περίτεχνες γέφυρες, του Μ. Ποταμού και του Μπουρτζούκου. Αναδιοργανώθηκε επίσης το παλαιό σχολείο της Μονής και η ονομαστή σχολή του Αγίου Πνεύματος στο ομώνυμο μικρό μοναστήρι. Άλλες σημαντικές φυσιογνωμίες ηγουμένων και αδελφών της Μονής υπήρξαν οι: Επίσκοπος Λάμπης Νικόδημος (1831 -1845), Αγαθάγγελος Παπαβασιλείου (1864-1871), Καλλίνικος Σπιταδάκης (1872-1892), και Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος (1936-1944).
Ευθύς μετά τη κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, στο Μοναστήρι άρχισαν να συγκεντρώνονται στρατιώτες που είχαν αποκλειστεί, 'Ελληνες, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Άγγλοι, για να διασωθούν τελικά με υποβρύχια στη Μέση Ανατολή από τη περιοχή της Λίμνης και με ενέργειες του ηγουμένου Αγαθαγγέλου. 'Ετσι και το 1941 το μοναστήρι εκπληρώνει τον ιστορικό του προορισμό, όπως και παλαιότερα. Όπως γράφει ο Μιχ. Παπαδάκης " άνω από 5,000 άνθρωποι πέρασαν, έφαγαν, κοιμήθηκαν, εξυπηρετήθηκαν. Και για την συνέχεια της οδοιπορίας των εφοδιάστηκαν με τα χρειώδη".
Στις 25-8-1941 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το μοναστήρι και πολλοί μοναχοί οδηγήθηκαν στις φυλακές των Χανίων. Στα τέλη του 1943 η Μονή είχε αναλάβει τις δυνάμεις της και μπορούσε να ανταποκριθεί και πάλι στο έργο της.
Η ανδρική Μονή του Αγίου Γεωργίου του Σεληνάρη είναι κτισμένη στην καρδιά του φαραγγιού του Σεληνάρη, κοντά στο Βραχάσι Λασιθίου και στη Νεάπολη. Δίπλα από το μοναστήρι περνάει η Εθνική Οδός Ηρακλείου – Αγίου Νικολάου και γι’ αυτό το μοναστήρι δέχεται πολλούς επισκέπτες καθημερινά. Για τους Κρητικούς μάλιστα θεωρείται γρουσουζιά να περνάει κάποιος το φαράγγι, χωρίς να σταματήσει στον Άγιο Γεώργιο. Αυτό έχει επικρατήσει καθώς παλιά η μονή ήταν ένα σημείο όπου σταματούσαν για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. Μάλιστα υπάρχει μια πασίγνωστη μαντινάδα στην Κρήτη που λέει:
Από τα Μάλια όντε περνάς και πας για Σεληνάρι ένα κεράκι άναψε στ' Αϊ - Γιωργιού τη χάρη
Σύμφωνα με την παράδοση, ένας μοναχός από τη Ρόδο, ο Νικόλαος, οδηγήθηκε από τον θεό σε ένα σημείο όπου βρήκε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και έκτισε το εκκλησάκι του, το οποίο θα δείτε σήμερα. Ο Νικόλαος εγκαταστάθηκε στο Σεληνάρι μέχρι το θάνατο του, όταν τάφηκε σε ένα μικρό σπήλαιο στην κορυφή του Ανάβλοχου, που λάξευσε ο ίδιος. Χρόνια μετά το θάνατό του , ένα ροδίτικο καράβι περνούσε και οι ναύτες παρακολούθησαν την αξιοσημείωτη πορεία ενός αστεριού που σταμάτησε πάνω από το σπήλαιο και που έλαμπε σαν ήλιος. Κατάλαβαν τότε ότι ήταν θεϊκό σημάδι , πήγαν στο μέρος αυτό , πήραν τα κόκαλα του και τα πήγαν στη Ρόδο την πατρίδα του. Ο Ανάβλοχος με το σπήλαιο βρίσκεται πάνω στην ανατολική πλευρά του φαραγγιού, απέναντι από τη μονή, και μπορείτε να τον διακρίνετε αν κοιτάξετε ψηλά και δείτε το μεγάλο σταυρό. Η πρόσβαση ως τον τάφο είναι εφικτή από μονοπάτι, αλλά απαιτεί καλή φυσική κατάσταση.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι θεωρείται ότι προσπάθησαν να καταστρέψουν το μοναστήρι, καθώς αυτό μαρτυρούν οι τρεις σφαίρες που έχουν σφηνωθεί στην παλιά εικόνα του Αγίου, η οποία θεωρείται θαυματουργή.
Στο μοναστήρι αξίζει να κατεβείτε και να θαυμάσετε την ομορφιά του καταπράσινου φαραγγιού και να δροσιστείτε στο νερό της πηγής. Οι μοναχοί είναι πολύ φιλικοί και έτοιμοι να σας ενημερώσουν για την ιστορία του μοναστηριού. Το κύριο σώμα του κεντρικού ναού είναι σύγχρονο, ενώ το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου είναι ο ναός που έκτισε ο Νικόλαος, αλλά με σύγχρονες τοιχογραφίες. Επίσης, λειτουργεί σύγχρονο γηροκομείο, το οποίο έχει κτιστεί πάνω στα ερείπια των παλιών κελιών της μονής.
Η ονομασία Τοπλού αντικατέστησε κατά τον 17ο αιώνα την επίσημη ονομασία του μοναστηριού που ήταν Παναγία η Ακρωτηριανή όπως αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα και σε σφραγίδα του 15ου ή 16ου αιώνα.
Η Μονή Τοπλού βρίσκεται στην βορειοανατολικότερη άκρη της Κρήτης, στη βάση του Ακρωτηρίου Σίδερο, 10km ανατολικά της Σητείας και 6km βόρεια του Παλαίκαστρου. Η μονή είναι μια από τις ιστορικότερες μονές της Κρήτης και είναι πολύ γνωστή για την τεράστια περιουσία της που αποτελείται. Στους εκκλησιαστικούς Κύκλους είναι γνωστή ως μονή της Παναγίας της Ακρωτηριανής, ενώ στους ντόπιους είναι γνωστή ως Μεγάλο Μοναστήρι.
Μια επίσκεψη σε αυτήν αξίζει, παρόλο που απέχει 2.5 ώρες από το Ηράκλειο, καθώς μπορείτε να τη συνδυάσετε με μια βόλτα στις τριγύρω πανέμορφες παραλίες, στην Αρχαία Ίτανο και το κοντινό φοινικόδασος στο Βάι. Η περιοχή είναι από τις πλέον άνυδρες και αφιλόξενες της Κρήτης, ενώ ο έντονος αέρας τροφοδοτεί ένα από τα μεγαλύτερα αιολικά πάρκα του νησιού.
Το μοναστήρι είναι περιτειχισμένο με τείχος 10m που την προστάτευε από τις εχθρικές επιδρομές. Έχει έκταση 800τμ και είναι τριώροφο, έχοντας 40 αίθουσες, ένα επιβλητικό καμπαναριό 33m και τετράγωνο σχήμα, ενώ σύμφωνα με την παράδοση έχει 100 πόρτες, αλλά έχουν βρεθεί οι 99. Στο κέντρο υπάρχει ένα πηγάδι με νερό, το οποίο εξασφάλιζε τους μοναχούς της κατά τη διάρκεια των διάφορων πολιορκιών από τους Τούρκους κι από τους πειρατές. Απέναντι από το πηγάδι βρίσκεται η δίκλιτη, βασιλική εκκλησία, αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου και στον Ιωάννη το Θεολόγο.
Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του και η πανίσχυρη πόρτα της κυλιόταν πάνω σε τροχούς. Πάνω από την κεντρική είσοδο υπάρχει ακόμη μια τρύπα, ο «φονιάς», από την οποία έριχναν πέτρες ή καυτό υγρό σε όποιον επιχειρούσε να παραβιάσει την πόρτα.
Στην είσοδο του κεντρικού ναού υπάρχει η επιγραφή του 132 π.Χ. η «Διαιτησία των Μαγνητών», όπου αναφέρεται στις προστριβές της Ιτάνου και της Ιεράπυτνας, η οποία επιγραφή βρέθηκε στα ερείπια της (κοντινής) αρχαίας Ιτάνου. Η διαμάχη είχε ως αντικείμενο τη διεκδίκηση της νήσου Λεύκης (σημερινό Κουφονήσι), η οποία ήταν σπουδαίο κέντρο παραγωγής της κόκκινης βαφής, της πορφύρας και τελικά αποδόθηκε στην Ίτανο. Το 1530 το Τοπλού λεηλατήθηκε από τους ιππότες της Μάλτας. Το 1612 υπέστη καταστροφή από σεισμό και το 1613 η Ενετική Γερουσία έστειλε για ανακαίνισή της 200 δουκάτα στον ηγούμενο της Γαβριήλ Παντόγαλο. Αυτά αναφέρονται σε έγγραφο του διοικητή της Σητείας Nicolo Balbi όπως γράφει ο Σάθας.
Στη μονή φυλάσσονται πολύ σπουδαίες και παμπάλαιες εικόνες, όπως η «Μέγας ει Κύριε» του Ιωάννη Κορνάρου (1770), το «Ρόδον το Αμάραντο» (1771), της Αγίας Αναστασίας και της Παναγίας (η οποία βρέθηκε σε κοντινή σπηλιά όπου τρέχει νερό – αγίασμα), ενώ υπάρχουν και αρκετές καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα. Εκτός από τις εικόνες, στη μονή Τοπλού λειτουργεί μουσείο Χαλκογραφιών και Ελληνικών Λαϊκών Χαρακτικών από τους Μοναχούς του Αγίου Όρους του 18ου-19ου αιώνα. Επίσης εκτίθενται αντικείμενα Εκκλησιαστικής Τέχνης όπως Ευαγγέλια, σταυροί, Πατριαρχικά συγγίλια, Σουλτανικά φιρμάνια, σφραγίδες, επαναστατικά λάβαρα, αρχιερατικά άμφια και άλλα.Δεν έχουμε σαφή στοιχεία αλά μόνο ενδείξεις ότι στο Τοπλού λειτουργούσε Κρυφό Σχολείο στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας είναι όμως βέβαιο πως το 1870 ιδρύθηκε εκεί αλληλοδιδακτικό Σχολείο.
Δεν ξέρουμε επίσης με ακρίβεια πόσους μοναχούς είχε κατά περιόδους η Μονή πλην του 1881 που απογράφονται 26 μοναχοί και 54 άτομα υπηρετικό προσωπικό.
Στην Γερμανική κατοχή στην Μονή υπήρχε ασύρματος και οι Γερμανοί συνέλαβαν και εξετέλεσαν το 1944 τον ηγούμενο της Μονής Γεννάδιο Συλλιγνάκη, από τα Σφακιά στην Αγιά Χανιών, ενώ βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν και άλλοι μοναχοί.
Τα οστά του Συλλιγνάκη μεταφέρθηκαν το 1955 στο ηρώο έξω από την Μονή.
Η Μονή γιορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου, οπότε γίνεται μεγάλο πανηγύρι με πλήθος προσκυνητών. Είναι ανοικτή για το κοινό καθημερινά 9:00 – 13:00 και 14:00 – 18:00. Τέλος, οι μοναχοί παράγουν και πωλούν εξαιρετικά προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας όπως κρασί, λάδι και ρακί.
Η ημερομηνία ίδρυσης της μονής δεν είναι ακριβής. Από μια επιγραφή που υπάρχει στο καμπαναριό μπορούμε να θεωρήσουμε ότι χτίστηκε τον 16ο αιώνα, άλλες πληροφορίες λένε ότι ιδρύθηκε από τον μοναχό Αρκάδιο την Β' Βυζαντινή περίοδο (961 - 1204). Η μονή είναι χτισμένη σαν φρούριο με δύο κύριες εισόδους, πυριτιδαποθήκη ξενώνες, τραπεζαρία και κελάρια. Η πύλη ξαναχτίστηκε το 1870 μετά την καταστροφή της από τους Τούρκους το 1866. Το οστεοφυλάκιο που υπάρχει απέναντι από την πύλη ήταν πριν το 1910 ανεμόμυλος. Το όλο κτίσμα είναι σε ρυθμό αναγεννησιακό με θολωτά κελιά και γοτθικά παράθυρα. Η εκκλησία είναι δίκλυτη βασιλική, αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο και στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Σύμφωνα με τον περιηγητή R. Pococke η μονή φιλοξενούσε 300 μοναχούς επί Ενετοκρατίας. Εδώ ήκμασε τον 18ο αιώνα η χρυσοκεντιτική και υπήρχε εργαστήριο κεντητικής αμφίων.
Από την μονή υπάρχει μια υπέροχη θέα προς την θάλασσα και την χαράδρα που είναι γεμάτη βλάστηση. Η θέση της όμως καθώς και οι χοντροί τοίχοι που την περιβάλουν έπαιξαν καθοριστική σημασία όχι μόνο για την δική της ιστορία, αλλά για την ιστορία της Ελλάδας. Όταν άρχισε η μεγάλη Κρητική επανάσταση τον Μάη του 1866, συγκεντρώθηκαν στο Αρκάδι 1500 οπλαρχηγοί και καπετάνιοι για να οργανώσουν την επανάσταση. Με την πληροφορία αυτή ο Τούρκος πασάς στο Ρέθυμνο έστειλε στρατό για να σταματήσει τους Έλληνες. Όμως οι οπλαρχηγοί είχαν φύγει και ο τούρκικος στρατός ερήμωσε το εσωτερικό της εκκλησίας. Παρόλο που η μονή δεν ήταν το τέλειο οχυρό ο ηγούμενος Γαβριήλ και οι επαναστάτες αποφάσισαν να οχυρωθούν και να την κάνουν ορμητήριό τους, αφού η θέση της ήταν κατάλληλη.
Στις 7 Νοεμβρίου 15.000 τούρκοι στρατιώτες με 30 κανόνια είχαν περικυκλώσει το Αρκάδι. Από την μεριά των Ελλήνων υπήρχαν στη μονή 260 οπλοφόροι και 700 γυναικόπαιδα. Την πρώτη μέρα οι Έλληνες άντεξαν στον άνισο αυτό αγώνα όμως ο ηγούμενος γνωρίζοντας την δύσκολη θέση που βρισκόταν έστειλε το βράδυ δύο άντρες για βοήθεια. Οι άντρες κατάφεραν μέσα στο βαθύ σκοτάδι να περάσουν τις Τούρκικες γραμμές χωρίς όμως να βρούν βοήθεια. Την επόμενη μέρα οι Τούρκοι με τα κανόνια τους κατάστρεψαν την κεντρική πύλη και ορμήσανε μέσα στη μονή. Η μάχη ήταν τρομερή. Ο ηγούμενος συγκέντρωσε τα γυναικόπαιδα στην πυριτιδαποθήκη. Στην μάχη ο ηγούμενος σκοτώνεται μαζί με πολλούς πολεμιστές. Το μακελειό στον αυλόγυρο συνεχίζεται για πολλές ώρες αν και οι Τούρκοι ήταν πολλοί περισσότεροι. Ο Κωσταντής Γιαμπουδάκης περιμένει μέσα στην πυριτιδαποθήκη με την πιστόλα στο χέρι για να τιναχθεί στον αέρα μαζί με όσους περισσότερους Τούρκους μπορεί.
Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσιο φωνοκλήσι. Ετούτ' η ώρα θ'ακουστεί σ'ανατολή και δύση. Και μέσα στον αναβρασμό, που ο χάρος εβρουχάτο, βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω. Φωτιά, καπνός και κτήρια, κορμιά κομματιασμένα, άντρες και γυναικόπαιδα στ'ανέφαλ'ανεβαίνα. Τρόχαλος έγινε η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' άκρ' ως ακρ' η Κρήτη.
Ο τραγικός επίλογος ήταν 845 νεκροί, 114 αιχμάλωτοι και μόνο 3-4 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν πολύ μεγαλύτερες και έφταναν τους 1.500 νεκρούς και τραυματίες. Το Αρκάδι πατήθηκε μα δεν έπεσε. Στα κυπαρίσσια υπάρχουν ακόμα οι σφαίρες εκείνης της εποχής. Ο πασάς πίστεψε ότι με την νίκη του αυτή θα σταματούσε την επανάσταση στην Κρήτη, κάτι που δεν έγινε αφού με την μάχη αυτή μαθεύτηκε στην Ευρώπη ο αγώνας του Κρητικού λαού για την ελευθερία του.
Μέσα στη μονή υπάρχει μουσείο με εκθέματα από την ιστορία της μονής και κυρίως από την επανάσταση.
"... η ηρωική μονή η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, ..αποθνήσκει ως ηφαίστειον!!! Τα Ψαρά, δεν είναι επικώτερα , το Μεσολόγγιον δεν είναι υψηλότερον" ( Victor Hugo)
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Απανωσήφη ή Επανωσήφη, βρίσκεται στο κέντρο περίπου του νομού Ηρακλείου και της Κρήτης γενικότερα. Είναι το μεγαλύτερο μοναστήρι από την ίδρυσή του στην Κρήτη σε αριθμό Μοναχών, όχι μόνο εγγεγραμμένων αλλά και εγκαταβιούντων. Η Μονή χτίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας και απέκτησε τέτοια φήμη που τα επόμενα χρόνια έγινε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Κρήτης. Ο ακριβής χρόνος της ίδρυσης της Μονής παραμένει άγνωστος. Ο καθ. Τωμαδάκης την κατατάσσει ανάμεσα στα Μοναστήρια που λειτουργούσαν επί Ενετοκρατίας. Επίσης όσοι ασχολήθηκαν με την ιστορία της Μονής τοποθετούν την ίδρυσή της στα μέσα ή στα τέλη του 17ου αιώνα. Ένα σπουδαίο στοιχείο για τον καθορισμό της εποχής της ιδρύσεως της Μονής είναι η αναφερόμενη επιγραφή του τάφου του Μιχαήλ Μηλιαρά. Ο τάφος αυτός βρίσκεται στον περίβολο της Μονής, δεν σώζεται όμως η ανάγλυφη πλάκα με την χρονολογία 1614.
Ένα ακόμη στοιχείο που μας παρέχει πληροφορίες για την ιστορία της Μονής είναι ο «Παρακλητικός Κανών εις τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον του Απανωσήφη». Ο Παρακλητικός κανόνας γράφτηκε κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανώλους του 1655. Μια προσεκτική ανάγνωση του Κανόνα μας πείθει για το ότι ο Άγιος Γεώργιος ήταν ήδη φημισμένο προσκύνημα, και γίνονται σαφείς υπαινιγμοί για την επιδρομή των Τούρκων στην Κρήτη.
Η πιο σημαντική όμως πηγή πληροφοριών για την ίδρυση και την εξέλιξη της Μονής αποτελεί η «Διήγηση» του Ιεροδιακόνου Ιακώβου που γράφτηκε στις 26 Ιανουαρίου 1864. Το κείμενο αυτό σύμφωνα με ομολογία του συγγραφέα στηρίχθηκε σε γραπτές πληροφορίες «των παλαιών γερόντων και ηγουμένων» της Μονής.Η διήγηση αναφέρεται στην ίδρυση της Μονής από έναν Μοναχό, τον Παΐσιο, ο οποίος ξεκίνησε από τη Μονή Απεζανών για να πάει στη Μονή Αγκαράθου, λόγω εσωτερικών διενέξεων. Διανυκτέρευσε όμως στα κτήματα του Λαγγουβάρδου, (προφανώς Βενετού), κοντά στο Κακό Χωριό (το σημερινό Μεταξοχώρι) και εκεί έκτισε τη Μονή Απανωσήφη μετά από παρέμβαση του ίδιου του Αγίου Γεωργίου. Η ονομασία Επανωσήφης δόθηκε από τον άρχοντα της περιοχής Λαγγουβάρδο, ο οποίος είχε δύο βοσκούς με το ίδιο όνομα, Σήφης. Για να τους ξεχωρίζει έδωσε τα ονόματα Επάνω-Σήφης και Κάτω-Σήφης. Έτσι επικράτησε η προσωνυμία, Άγιος Γεώργιος του Επανωσήφη. Το μιτάτο του Κάτω-Σήφη ήταν σύμφωνα με την παράδοση στο χωριό Χαράκι, στο οποίο υπάρχει παλαιά Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Την περίοδο της τουρκικής επιδρομής (1645-1669), η Μονή Επανωσήφη βρίσκεται στα πρώτα της βήματα και έχει αποκτήσει τα πρώτα σημαντικά περιουσιακά της στοιχεία. Εκείνη την δύσκολη εποχή για την Κρήτη άρχισε να αναπτύσσεται η Μονή. Η Μονή αναφέρεται συχνά στα έγγραφα του Τουρκικού αρχείου Ηρακλείου που μετέφρασε ο Νικόλαος Σταυρινίδης. Η πρώτη αναφορά γίνεται το 1672. Ο Μεχμέτ Βέης υιός Χασάν, που ήταν στην υπηρεσία του Διοικητή Χάνδακος, είχε εμπιστευθεί μια φορβάδα στο μοναχό της Μονής Αγίου Γεωργίου Γερμανό. Την περίοδο αυτή οι δωρεές και οι αφιερώσεις κτημάτων αποτελούν συνηθισμένο γεγονός για τη Μονή. Το 1697 η Μονή βρέθηκε στο επίκεντρο μιας δικαστικής διαμάχης. Ένας Τούρκος βρέθηκε δολοφονημένος έξω από το Μοναστήρι. Η οικογένεια του Τούρκου θεώρησε ύποπτους τους μοναχούς, ζητώντας τους να καταβάλουν τον φόρο αίματος και να εφαρμοσθή η υπό του Ιερού Νόμου προβλεπομένη διάταξις. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται 13 ονόματα Μοναχών που ζούσαν τότε στον Επανωσήφη. Αυτό δείχνει ότι η Μονή είχε γίνει σπουδαίο μοναστικό κέντρο.
Το 1718 προσήλθε στη Μονή και έγινε Μοναχός ο έγγαμος ιερεύς Ματθαίος Θαλασσινός, ο οποίος έγινε Ηγούμενος και αργότερα Επίσκοπος Αρκαδίας (1763) με έδρα τη Μονή Επανωσήφη. Αυτό το γεγονός απηχεί την πνευματική ακτινοβολία της Μονής, που διαθέτει μορφωμένους και δραστήριους Ηγουμένους. Τον 18ο αιώνα η Μονή βρίσκεται σε μεγάλη ακμή. Οι περισσότεροι περιηγητές που ήρθαν στην Κρήτη σταμάτησαν στη Μονή Επανωσήφη. Αρκετοί απ' αυτούς διέσωσαν πληροφορίες για τη μοναστική κοινότητα, τις ασχολίες των Μοναχών, την πνευματική ακτινοβολία της και τη μορφή του κτηριακού συγκροτήματος.
Το 1758 αποκτά ένα ακόμη μοναστήρι ως εξάρτημα. Πρόκειται για τη Μονή της Θεοτόκου στο Βενεράτο. Ο Κρήτης Γεράσιμος αφιέρωσε ολόκληρη τη Μονή αυτή με τα κτήματά της στον Ηγούμενο Μεθόδιο Θαλασσινό, «για τους πτωχούς της Μονής Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη».
Η πνευματική και κοινωνική προσφορά της Μονής στα δίσεκτα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι ανεκτίμητη. Βοηθούσε τους οδοιπόρους αλλά και το δοκιμαζόμενο λαό της Κρήτης. Διατηρούσε σχολείο και πλούσια βιβλιοθήκη. Και συγχρόνως ζούσαν στο Μοναστήρι λόγιοι Μοναχοί, οι οποίοι ανέπτυξαν δράση είτε ως αντιγραφείς βιβλίων, είτε ως υμνογράφοι, είτε ως διδάσκαλοι. Στα τέλη του 18ου αιώνα ζούσαν στο Μοναστήρι σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Συνέσιος ο Κρής και ο Γεώργιος Γουνάλες.
Ο Συνέσιος ο Κρής ήταν Αρχιμανδρίτης και στα βιβλία του, (πολλά σώζονται στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη), έγραφε πάντα, «Συνεσίου ιεροδιδασκάλου του Κρητός». Ο Συνέσιος ήταν και υμνογράφος. Ως υμνογράφος και ποιητής ο Αρχιμανδρίτης Συνέσιος ενσωματώνει στο έργο του την πραγματικότητα της εποχής του και εκφράζει την αγωνία του, που είναι και αγωνία ολόκληρου του γένους. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τους Ισμαηλίτας υπόταξον, θεόφρων, ποσί των Ορθοδόξων. Τον Ηγούμενόν σου ρύου παντός κινδύνου Γεώργιε τρισμάκαρ».
Ο Γεώργιος Γουνάλες ήταν σπουδαίος κωδικογράφος. Μάλλον δεν ήταν Μοναχός. Ο καθηγητής Θ. Δετοράκης σημειώνει: «Μερικά χειρόγραφα (προερχόμενα από κρητικά μοναστήρια) παρουσιάζουν έκτακτο ενδιαφέρον, όπως ο κώδικας Additional 41483 του Βρετανικού Μουσείου, που τον αντέγραψε το 1784 ο Γεώργιος Γουνάλες στη Μονή Αγ. Γεωργίου Απανωσήφη». Στο Μοναστήρι διασώζονται τα ίχνη του Γεωργίου Γουνάλε. Είναι ο αντιγραφέας της «Ακολουθίας του Αγίου Γεωργίου» που συνέθεσε ο Συνέσιος ο Κρής. Η Ακολουθία αυτή « καλλιγραφείσα απεστάλθη τη θεοφρουρήτω πόλει Σμύρνη, χάριν των εν αυτή οικούντων χριστιανών, εν τω μετοχίω της αυτής ιεράς Μονής του Απανωσήφη». Ένας άλλος υμνογράφος της Μονής Επανωσήφη είναι ο Μοναχός Γερόντιος Καλαμαράς, ο οποίος έγραψε ακολουθίες του Αγ. Γεωργίου το 1724, οι οποίες περιέχονται σε χειρόγραφο της Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους.
Επίσης στη Μονή αντιγράφτηκε το 1774 το 55 χειρόγραφο της Μονής Παναγίας της Χάλκης, από τον Μελέτιο Καλλέργη. Το χειρόγραφο αυτό περιέχει τους ψαλμούς του Δαυίδ με την ερμηνεία του Μεγάλου Αθανασίου.
Η πνευματική ακτινοβολία της Μονής και η οικονομική της άνθιση συνεχίζονται και κατά τα προεπαναστατικά χρόνια. Η επανάσταση όμως του 1821 υπήρξε καθοριστικός σταθμός για τη ζωή της Μονής. Στα χειρόγραφα σημειώματα του Ιερομονάχου Τίτου Βαρελτζάκη αναφέρεται: «Οι Κακοχωριανοί Τούρκοι, επιδραμόντες εφόνευσαν 18 εκ των μοναχών. Οι λοιποί φοβηθέντες έφυγον εις Σφακιά δια να σωθούν. Αλλ' εκεί άλλη καταστροφή τους περίμενεν. Ο αρμοστής Τομπάζης έλαβε τα πολυτιμότερα κειμήλια των Μονών, εν οις και κειμήλια της Μονής Επανωσήφη και τα έφερεν εις Ύδραν. Εκεί επωλήθησαν και δια των χρημάτων ηγοράσθησαν όπλα, τα οποία έφεραν εις Κρήτην προς άμυναν των κατοίκων». Οι 18 αυτοί πατέρες τιμούνται σήμερα ως Νεομάρτυρες της Εκκλησίας Κρήτης μαζί με τους Αρχιερείς που σφαγιάσθησαν εκείνη την περίοδο.
Η παράδοση αναφέρει ότι η Μονή γνώρισε μια μικρή περίοδο ερήμωσης μετά τη σφαγή. Για την περίοδο αυτή ο Τίτος αναφέρει: «Μετά την καταστολήν της επαναστάσεως του 1821 κατήλθεν εξ Αϊδινίου της Μ. Ασίας μοναχός τις, αδελφός της Μονής, Νεόφυτος, ο οποίος επανασυνέστησε την Μονήν, εκάλεσε μοναχούς και ούτως η αφανισθείσα προς ώραν Μονή, ήρχισεν αύθις ανθούσα και προοδεύουσα. Απέκτησε δε, ως φαίνεται, αρκετούς μοναχούς και κατέστη κέντρον της συσκέψεως των διαφόρων κατά καιρούς καπεταναίων, ως και καταφύγιον των υπό των Τούρκων καταδιωκομένων...». Η παράδοση αναφέρει ότι μαζί με το Νεόφυτο είχαν διασωθεί κι άλλοι δύο μοναχοί που βοήθησαν στο δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης της Μονής.
Το 1855 ο Ηγούμενος της Μονής Επανωσήφη Γρηγόριος εξελέγη Επίσκοπος Αρκαδίας, ο οποίος είχε ως έδρα της Επισκοπής του το μοναστήρι. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής φυλάσσεται το Μικρό Ωμοφόριό του με χειροποίητους κεντητούς σταυρούς και τη χρονολογία 1864. Ο Γρηγόριος συνήθιζε στα Αρχιερατικά του άμφια να γράφει «Κτήμα Επανωσήφη», φανερώντας με αυτό τον τρόπο την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του στη Μονή της Μετανοίας του. Ο Γρηγόριος πέθανε το 1877, αρχιερατεύσας 22 χρόνια. Επίσης η μητέρα του αφιέρωσε στη Μονή την περιουσία της στη θέση «Μερθιώτης», μόλις ο Γρηγόριος έγινε Μοναχός.
Με το σεισμό του 1856 κατέπεσε ο ναός του Αγίου Γεωργίου, και η Μονή έμεινε χωρίς καθολικό. Για να επισκευασθεί ή να ανοικοδομηθεί ο ναός χρειαζόταν άδεια από την Υψηλή Πύλη. Η σχετική αίτηση υπεβλήθη μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η άδεια (φερμάνι) εκδόθηκε στις 5 Μαρτίου 1862. Ο Ναός αποπερατώθηκε στις 22 Απριλίου 1863.
Κατά την επανάσταση του 1866 οι πατέρες της Μονής μαζί με τον Ηγούμενο Σωφρόνιο διεδραμάτισαν ενεργό ρόλο. Οι περισσότεροι Μοναχοί κατατάχτηκαν στα επαναστατικά σώματα, όπως εκείνο του Μιχαήλ Κόρακα. Οι γεροντότεροι μαζί με τα κειμήλια και τα ιερά σκεύη μεταφέρθηκαν προσωρινά στη Μονή Απεζανών. Εκείνη την περίοδο η Εκκλησία ανέλαβε να συντηρεί από τα έσοδα των μοναστηριών τα σχολεία της Κρήτης. Τα τεράστια έσοδα της μονής Επανωσήφη χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή των δασκάλων που είχαν αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για το νησί μας. Οι σχετικές καταστάσεις, που φυλάσσονται στο Αρχείο της Δημογεροντίας Ηρακλείου, αποκαλύπτουν ότι οι περισσότεροι δάσκαλοι του Νομού πληρώνονταν από έσοδα του Επανωσήφη.
Η Μονή Επανωσήφη πλήρωσε το δικό της τίμημα και κατά τις υπόλοιπες επαναστάσεις του 19ου αιώνα, αφού αποτελούσε εύκολο στόχο των Τούρκων. Στις αρχές του 20ου αιώνα ανακαινίζεται το Ηγουμενείο, το οποίο βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Ενώ το 1918 είχε 29 Μοναχούς με Ηγούμενο τον Ησύχιο Μαρκατάτο.
Οι Μοναχοί του Επανωσήφη πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης το Μάιο του 1941. Το Ηγουμενείο έγινε νοσοκομείο για τους τραυματίες και πολλές αστικές οικογένειες, πάνω από 100, βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Η Μονή πρόσεφερε μεγάλη βοήθεια στα ανταρτικά σώματα παρ' όλο που οι Γερμανοί λεηλάτησαν αρκετές φορές το μοναστήρι.
Μετόχια και περιουσία της Μονής υπάρχουν σχεδόν σε όλη την Κρήτη. Το μετόχι Αιστράτηγος, το οποίο βρίσκεται ΒΔ της Μονής. Λειτουργούσε ως Μοναστήρι κατά τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας. Πιθανώς ιδρύθηκε κατά τον 10ο ή 11ο αιώνα από τον Νικηφόρο Φωκά. Σήμερα σώζεται η Εκκλησία με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα και μερικά ισόγεια σπίτια. Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τη Μονή βρίσκεται το μετόχι του Αγίου Αντωνίου. Σήμερα σώζεται η εκκλησία με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα και ερείπια κελιών. Ένα άλλο μετόχι είναι των Ξερών Ξύλων στην περιοχή του Μεραμβέλλου. Ιδρύθηκε κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης. Άλλα μετόχια είναι: α) Λαζαρέτο στο Παρθένι, β) του Μερθιώτη, γ) του Καπέλλα κοντά στο Ρουκάνι, δ) του Μουσταφά Μπέη, στο Βαθύπετρο Αρχανών και ε) τα Ριμάμπελα. Επίσης η Μονή είχε μετόχι στο Αϊδίνιο της Μ. Ασίας. Άγνωστο το πώς και πότε το απέκτησε η Μονή. Από εκεί ήρθε ο Μοναχός Νεόφυτος που ανοικοδόμησε την Μονή μετά την σφαγή των Πατέρων το 1821. Το μετόχι αυτό ήταν χάνι μέσα στη πόλη με ναό του Αγίου Γεωργίου. Τη φροντίδα και τη διαχείρηση του είχαν αναλάβει μοναχοί του Επανωσήφη. Η διατήρηση του μετοχίου αυτού φανερώνει πως η φήμη της Μονής Επανωσήφη είχε ξεπεράσει τα όρια της Κρήτης. Το μετόχι διαλύθηκε το 1882. Ένα τελευταίο μετόχι της Μονής ήταν αυτό στο Μεσοχωριό, με εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, στο οποίο έμενε επιστάτης Μοναχός του Επανωσήφη.
Όπως φαίνεται από το Αρχείο της Δημογεροντίας Ηρακλείου η Μονή διέθετε μεγάλη περιουσία όχι μόνο στο Νομό Ηρακλείου, αλλά και στην Ιεράπετρα, στο Μεραμβέλλο, στη Βιάννο και στο Οροπέδιο Λασιθίου.
Η προσφορά της Μονής Επανωσήφη είναι ανυπολόγιστη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η σημερινή Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης, το Ορφανοτροφείο και το κτίριο που στεγάζεται ο Ρ\Σ της Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης κτίστηκαν σε οικόπεδο της Μονής και με δικά της έξοδα. Το Πνευματικό κέντρο της Ι. Α. Κρήτης κτίστηκε δι' εξόδων της Μονής. Το Γηροκομείο στον Άγ. Ιωάννη, σε προάστειο του Ηρακλείου, το ξεκίνησε ο εκ των αδελφών της Μονής μακαριστός Παΐσιος Χουδετσανάκης. Επίσης βοήθησε σημαντικά στην ανέγερση του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά και των κτιρίων της Αρχιεπισκοπής.
Πνευματικό ανάστημα της Μονής ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος Ψαλλιδάκης, ο οποίος την ευεργέτησε πολλαπλώς και στην οποία ήταν δια βίου ευγνώμων. Σήμερα στη Μονή βρίσκονται αρκετά προσωπικά του είδη και άμφια. Επίσης έχει κτισθεί παρεκκλήσιο στον αύλειο χώρο της Μονής επ' ονόματι του αγίου Ευγενίου και εις μνήμην του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου. Στη Μονή έζησε κατά τα τελευταία έτη και ο μακαριστός Μοναχός Γαβριήλ Μαμουγιώργης, άριστος καλλιγράφος και μουσικός, ο οποίος δια των ταλάντων που τον πλούτησε ο Θεός έκαμε ευρύτερα γνωστό το όνομα του Επανωσήφη. Χιλιάδες είναι οι Εκκλησίες και τα σπίτια στα οποία βρίσκονται τα καλλιγραφικά του αριστουργήματα, λειτουργικές φυλλάδες και θαυμάσιες εικόνες.
Στην Εκκλησία της Κρήτης δύο Μητροπολίτες που ξεκίνησαν από τη Μονή Επανωσήφη δίδουν με τη ζωή και το έργο τους ένα δυνατό παρόν, ο Μητροπολίτης Πέτρας & Χερρονήσου Νεκτάριος και ο Μητροπολίτης Ιεραπύτνης & Σητείας Ευγένιος. Επίσης στο εξωτερικό, στη μακρινή ήπειρο της Αμερικής ένας Επίσκοπος αδελφός της Μονής προσφέρει την εκκλησιαστική του διακονία στους Έλληνες της διασποράς ο Επίσκοπος Ολύμπου Άνθιμος.
Σήμερα η Μονή έχει εγγεγραμένους 40 Μοναχούς από τους οποίους οι 25 ζούν μόνιμα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη προσεύλεση νέων μορφωμένων Μοναχών. Το Μοναστήρι μας έχει αρκετούς Θεολόγους, μερικοί εξ αυτών με ευρύτερες σπουδές στο εξωτερικό και πολλοί νέοι Μοναχοί σπουδάζουν τώρα την ιερή επιστήμη της Θεολογίας.
Η Μονή Επανωσήφη πανηγυρίζει δύο φορές το χρόνο. Την 23η Απριλίου μνήμη του μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου και την 3η Νοεμβρίου την ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, με τη συμμετοχή πλήθους προσκυνητών.
Επίσης φυλάσσει αρκετά τεμάχια ιερών λειψάνων όπως του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Αικατερίνης, του Ιερού Χρυσοστόμου, του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου Μεθοδίου του Κρητός κ.α.
Στη Μονή υπάρχει Εκκλησιαστικό σκευοφυλάκιο με ιερά κειμήλια της πίστεως και της Πατρίδας μας, όπως ιερές εικόνες, άμφια, χειρόγραφα κ.α.
Μονή Σαββαθιανών Ονομαστό μοναστήρι που βρίσκεται σε μια περιοχή εξαιρετικής ομορφιάς, με πελώρια δέντρα και αγρία βλάστηση, με ωραία θέα και πολλές μνήμες από παλαιότερες εποχές. Η απόσταση του από το Ηράκλειο είναι 20 χιλιόμετρα, αλλά μετά το χωριό Ρογδια ο δρόμος που οδηγεί ως εκεί είναι αγροτικός. Είναι ένα από τα πολλά μοναστήρια που λειτουργούσαν το 17 αιώνα γύρω από την πρωτεύουσα της Βενετοκρατούμενης Κρήτης, το Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο ). Επί ενετοκρατίας ονομαζόταν «Μονή του κυρ Σαββατίου» και έτσι αναφέρεται σε έγγραφα της εποχής. Για την παλιότερη ιστορία της Μονής δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Η παράδοση μιλά για πειρατικές επιδρομές , λόγω των οποίων οι μονάχοι από τα παραθαλάσσια μοναστήρια αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε πιο ασφαλή περιοχή και ίδρυσαν τη Μονή Σαββαθιανών. Επί Ενετοκρατίας ήταν ονομαστό μοναστήρι. Και φαίνεται να κυριαρχούσε ανάμεσα σε πολλά μικρότερα μοναστικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής. Πολλά απ΄ αυτά βρίσκονταν στην παράλια με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μονής Αγίας Πελαγίας που βρισκόταν στον ομώνυμο σημερινό παραλιακό οικισμό. Η Αγια Πελαγία παρέμεινε για πολλούς αιώνες φημισμένο προσκύνημα και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας γινόταν εκεί ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Κρήτης. Ως Κέντρο της ορθόδοξης λατρείας και κοιτίδα της μοναστικής παράδοσης στην περιοχή θα πρέπει να θεωρείται ο σπηλαιώδης Ναός του Αγίου Αντωνίου που βρίσκεται πολύ κοντά στο μοναστήρι. Πιθανότατα να λειτουργούσαν στον ίδιο χώρο όχι ένα αλλά δυο μοναστήρια, το ένα με καθολικό το Ναό του Αγίου Αντωνίου και το άλλο με καθολικό το Ναό της Θεοτόκου. Ο Ναός της Θεοτόκου είναι καθολικό και του σημερινού μοναστηριού. Ένα σύντομο μονοπάτι μήκους διακοσίων περίπου μέτρων χωρίζει τους δυο Ναούς. Παρεμβάλλεται ένας μικρός χείμαρρος, στις όχθες του οποίου υπάρχουν καρυδιές και αλλά δέντρα. Για να γίνει ευκολότερη η διάβαση και η επικοινωνία ανάμεσα στα δυο λατρευτικά κέντρα οι παλιοί μονάχοι κατασκεύασαν μια πέτρινη γέφυρα η οποία διασώζεται ακόμη μαζί με μια επιγραφή που αναφέρει τη χρονολογία 1596. Ανάμεσα στους Ηγούμενους της Μονής Σαββαθιανων ήταν και ο ονομαστός λόγιος της Ενετοκρατίας Μάξιμος Μαρνούνιος. Την εποχή εκείνη το μοναστήρι βρισκόταν σε ακμή, αλλά η τουρκική κατάκτηση (που ολοκληρώθηκε το1669) δημιούργησε ποικίλα προβλήματα. Η Μονή καταστράφηκε και ερημώθηκε, όπως ερημώθηκαν και όλα τα κοντινά μοναστήρια στα 22 χρόνια της πιο σκληρής πολιορκίας της ανθρώπινης ιστορίας, της πολιορκίας του σημερινού Ηρακλείου (1647-1669).Οι καλόγεροι των Σαββαθιανων πολέμησαν τον εισβολέα και συνελήφθησαν αιχμάλωτη για να αποσταλούν στην Αμερική ως δούλοι. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να απελευθερωθούν ύστερα από ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επέστρεψαν στο μοναστήρι τους αλλά το βρήκαν έρημο και η παρουσία του είχε διαρπαγεί από τους κατακτητές, όπως συνηθιζόταν. Κατέφυγαν στην τούρκικη δικαιοσύνη αλλά δεν δικαιώθηκαν. Ανοικοδόμησαν τα ερείπια και περιήλθαν στην κατοχή τους τα ερείπια των κοντινών μικρών μοναστηριών. Ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει ερείπια τέτοιων μοναστηριών μέσα στο γραφικό φαράγγι του Αλμυρού, που βρίσκεται κοντά στην πηγή του Αλμυρού , πριν ξεκινήσει να ανηφορίζει για τη Ρογδια και τη Μονή Σαββαθιανων. Η τραγική αυτή συγκυρία συντέλεσε στο να αντιμετωπίσει η Μονή για πολλούς αιώνες την έλλειψη χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων. Αυτό, όμως, δεν πτόησε τους μοναχούς. Με σκληρή προσπάθεια κατάφεραν να ανασυγκροτήσουν το παλιό ιστορικό μοναστήρι. Τα οικονομικά προβλήματα συνεχίστηκαν και καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στις επαναστάσεις του 1821 και του 1866 πήραν μέρος και οι μοναχοί των Σαββαθιανών. Ένας από τους πιο γενναίους ανταγωνιστές του 1866, μάλιστα ήταν διάκος στη Μονή, ο Ευμένιος Βουρεξάκης που σκοτώθηκε στη μάχη του Αλμυρού. Ο τάφος του βρίσκεται δίπλα στο Ναό της Θεοτόκου στα Σαββαθιανά μαζί με τον τάφο ενός άλλου σπουδαίου αγωνιστή, του Ηρακλή Κοκκινίδη. Στη Μονή Σαββαθιανών ζωγραφίστηκε πριν από το 1770 μια εικόνα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Η εικόνα «Μέγας ει Κύριε» που πανομοιότυπο της υπάρχει στη Μονή Τοπλού. Είναι έργα του ίδιου του ζωγράφου. Του Ιωάννη Κορνάρου. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν γνωστή μόνο η εικόνα του Τοπλού. Για την εικόνα των Σαββαθιανων υπήρχε η πληροφορία από παλιό χειρόγραφο, αλλά όλοι πίστευαν ότι έχει χαθεί. Το 1991 οι καλογριές παρέδωσαν στην αρχαιολογική υπηρεσία μιαν εικόνα κατάμαυρη και ξεφτισμένη από το χρόνο. Ο προσεκτικός καθαρισμός της αποκάλυψε τμήματα της πολυπρόσωπης ωραίας εικόνας του Ιωάννη Κορνάρου!Μετά το 19 αιώνα ο αριθμός των μονάχων άρχισε να μειώνεται και μετά το 1945 εγκαταστάθηκαν εκεί καλογριές από γυναικεία Μονή της Πελοποννήσου. Οι καλογριές αντικατέστησαν τους γέροντες μοναχούς. Σήμερα η Μονή είναι Κοινοβιακή και έχει 25 μονάχες. Θαυμάσια έργα τους είναι τα ωραία ιερατικά άμφια, τα οποία κατασκευάζουν στους κρητικούς αργαλειούς όπως επίσης και αλλά κρητικά κεντήματα.
ΜΟΝΗ ΒΩΣΑΚΟΥ Βρίσκεται σε απόσταση 50 περίπου χιλ. ανατολικά του Ρεθύμνου, από την παλαιά εθνική οδό Ρεθύμνου - Ηρακλείου με παράκαμψη βόρεια του χωριού Δοξαρό. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό. Στην επιγραφή της εισόδου του ναού αναφέρεται ότι χτίστηκε το 1195 αλλά καταστράφηκε 2 φορές. Ο σημερινός ναός είναι σύγχρονος και οικοδομήθηκε στο τέλος του 19ου αι. Το μοναστήρι έχει παραλληλόγραμμη κάτοψη με τα κτίσματα να αναπτύσσονται γύρω από κεντρική αυλή όπου υψώνεται και ο ναός. Καταστράφηκε δύο φορές από τους Τούρκους, το 1646 και το 1821, και στη δεκαετία του 1950 ερημώθηκε εντελώς. Τα τελευταία χρόνια η Μονή έχει ξεκινήσει να ξαναζωντανεύει με την παρουσία μοναχών και τις σοβαρές προσπάθειες που γίνονται για την αναστήλωση και την αποκατάστασή της.
Για την επίσκεψη των μοναστηριών της επαρχίας Mυλοποτάμου παίρνουμε ως αφετηρία τις ανατολικές εξόδους του Pεθύμνου. Aπό την περιοχή του Σταυρωμένου ακολουθούμε την παλιά εθνική οδό και φθάνουμε στον Kάμπο Δοξαρού, 42 χλμ. από το Pέθυμνο. Aπό το σημείο αυτό υπάρχει σήμερα καλός δρόμος 8 χλμ. που οδηγεί βόρεια στη μονή Bωσάκου. H διαδρομή προσφέρει σπάνιες συγκινήσεις. Πριν φθάσουμε στον χώρο της υπάρχει ένα εντυπωσιακό οροπέδιο και σε μικρή απόσταση δεξιά το σπήλαιο του Mούγκρη με σπάνια παλαιοντολογικά ευρήματα.
Tο κτηριακό συγκρότημα της Mονής είναι φρουριακού τύπου, περιτειχισμένο, με σεβασμό στις παραδοσιακές αρχές της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. H είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του, η οποία είναι πολύ στενότερη από τις άλλες τρεις. H βόρεια πλευρά είναι προσαρμοσμένη (δεμένη) στη βουνοπλαγιά. Tο παραλληλόγραμμο σχήμα της Mονής είναι επίσης προσαρμοσμένο στην ιδιατερότητα του εδάφους.
Mόλις περάσουμε το θολωτό διαβατικό με τα χτιστά θρανία και την είσοδο βρισκόμαστε μπροστά στον ιερό ναό του Tιμίου Σταυρού. Eίναι ένας μικρός μονόχωρος ναός, χτίσμα του τέλους του 19ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε πότε οικοδομήθηκε το πρώτο καθολικό, το 1195, όπως αναφέρει η επιγραφή που έχει εντοιχισθεί πάνω από την είσοδό του, ή το 1630. H δεύτερη χρονολογία είναι πλησιέστερη, σε σύγκριση με τις σωζόμενες επιγραφές της Mονής. H παλαιότερη γνωστή μαρτυρία για την ιστορία της, μετά το 1195, προέρχεται από ένα νοταριακό έγγραφο του 1629, στο οποίο προσδιορίζεται και η θέση της σημά του μοναστηρίου τα καλά χωράφια. Eκεί υπήρχε η μονή των Aγίων Πατέρων, που λειτουργούσε τότε παράλληλα και ανεξάρτητα από τη μονή Bωσάκου, όπως μαρτυρούν άλλα δύο νοταριακά έγγραφα των ετών 1562 και 1628. O Mαρίνος Tζάνες Mπουνιαλής, αφηγούμενος την προέλαση του τουρκικού στρατού προς το Mυλοπόταμο, γράφει: «Mπαίνει στο Mυλοπόταμο, στο Bώσακο αποσώνει (= φθάνει) …» κι αμέσως μετά αφηγείται το πέρασμα από τα «Kαλά Xωράφια».
Aργότερα, στις 22 Aυγούστου 1669, λίγες μόνο μέρες πριν από την οριστική κατάληψη του Xάνδακα, τρεις μοναχοί του Bωσάκου ζήτησαν από τον πασά Kιοπρουλή την έκδοση «ιεράς διαταγής» για την προστασία τους. H κατασκευή του πυλώνα της Mονής με τον ανάγλυφο σταυρό που φέρει τη χρονολογία 1669 φανερώνει ότι ο Kιοπρουλής έκανε δεκτό το αίτημά τους. Στα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατοχής κατασκευάστηκε και η περίτεχνη κρήνη, αμέσως δυτικά του καθολικού. H επιγραφή της φέρει χρονολογία 5 Aυγούστου 1673. Tο νερό μταφερόταν στη δεξαμενή της με ειδικό αγωγό από απόσταση 600 μέτρων.
Tον Aπρίλιο του 1676, μόλις εξήμισυ χρόνια από την οριστική κατάληψη της Kρήτης από τους Tούρκους, η Mονή έλαβε το πρώτο πατριαρχικό σιγίλλιο και έγινε Σταυροπηγιακή. Mε το ίδιο σιγίλλιο απέκτησε σταυροπηγιακή αξία και η μονή Xαλέπας, 6 χλμ. νοτιοανατολικά του Kάμπου Δοξαρού. Tα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν πως η Mονή βρισκόταν σε ακμή κατά την πρώτη περίοδο της Tουρκοκρατίας. Tο 1740 απώλεσε, όπως και όλα τα μοναστήρια της Kρητης, τη σταυροπηγιακή ιδιότητα. Aλλά το γεγονός αυτό δεν την εμπόδισε να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό προσκύνημα. H φήμη της είχε απλωθεί έως και τον Xάνδακα, απ’ όπου ένας Xριστιανός της αφιέρωσε το σπίτι του προκειμένου να αναγιγνώσκεται μετά τον θάνατόν του χάριν αυτού το Eυαγγέλιον... Aπό το 1790 ανανεώθηκε η σταυροπηγιακή αξία της Mονής, η οποία βρισκόταν ακόμη σε ακμή. Kατά την επανάσταση του 1821 η Mονή πυρπολήθηκε από τους Tούρκους και καταστράφηκαν τα κτήρια, ο ναός, η βιβλιοθήκη και το αρχείο της και το χειρότερο σφαγιάστηκαν οι περισσότεροι μοναχοί της. Aπό τους 20 μοναχούς επέζησαν μόνο δύο, ο ηγούμενος Mελχισεδέκ και ο ιερομόναχος Άνθιμος, οι οποίοι επέστρεψαν και κατοίκησαν στα ερείπια της Mονής. Xρειάστηκε πολύς χρόνος και μόχθος για να ανασυγκροτηθεί. Oι παλιές φορητές εικόνες του ναού καταστράφηκαν και αντικαταστάθηκαν, όπως δείχνουν οι επιγραφές τους, μετά το 1840, δια χειρός Mιχ. Πολυχρονίου. Eπί ηγουμενίας Mελετίου Bαρδιάμπαση (1840-1866), η Mονή γνώρισε νέα ακμή. Xειροτονήθηκαν 12 ιερομόναχοι και 4 μοναχοί. Eκδόθηκε νέο πατριαρχικό σιγίλλιο, που ανανέωνε τη σταυροπηγιακή αξία της. Έγιναν νέες οικοδομικές εργασίες. Oργανώθηκαν τα μετοχια της στις Σίσες, στο Γαράζο και στις Δαφνέδες. Tο 1843 πλήρωσε 400 γρόσια υπέρ των σχολείων του Pεθύμνου και χορήγησε υποσχετική για άλλα 400 γρόσια κάθε χρόνο. Oι συνεισφορές αυτές συνεχίστηκαν και κατά τη δεκαετία του 1850, ενώ από το 1860, που ιδρύθηκαν σχολεία σε πολλά χωριά, έγιναν πιο συστηματικές.
H συμμετοχή της Mονής στην επανάσταση του 1866-1869 ήταν πολύπλευρη, κυρίως όμως αγωνιστική και φιλανθρωπική, με ηγέτη τον δυναμικό ηγούμενό της Mελχισεδέκ Bαρδιάμπαση. Aντιμετώπισε τους Tούρκους, φιλοξένησε τους εθελοντές του Πετροπουλάκη και περιέθαλψε πολλά γυναικόπαιδα. Eκτός της προσφοράς αυτής ο Mελχισεδέκ πέτυχε να αποδεσμεύσει τη δική του Mονή και τη μονή Xαλέπας, της οποίας είχε την επιστασία, από την εξάρτηση της Δημογεροντίας. Tο γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Δημογερόντων, οι οποίοι επέμεναν στην εφαρμογή του «Διοργανισμού των μονών». Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η εξέλιξη αυτής της διαμάχης, γιατί δεν εντοπίστηκαν, τουλάχιστο μέχρι σήμερα, τα αρχεία τη Mονής και της Δημογεροντίας Pεθύμνου. H επαφή, πάντως, με το Πατριαρχείο δεν διακόπηκε. Tο 1875 εκδόθηκε πατριαρχικό επιτίμιο εναντίον όλων εκείνων που διήρπαζαν τις περιουσίες των μονών Bωσάκου και Xαλέπας. O Mελχισεδέκ έμεινε ηγούμενος πολλά χρόνια και κατά την επανάσταση του 1878 εξελέγη πληρεξούσιος της επαρχίας Mυλοποτάμου. Στην ίδια επανάσταση διακρίθηκε και ο μοναχός της Mονής Γαβριήλ Kλάδος, ο οποίος, αργότερα, ως ηγούμενος της μονής Aρσανίου, σκοτώθηκε κατά την επανάσταση του 1897-1898. Tο 1881 η Mονή βρισκόταν και πάλι σε ακμή, με πληθυσμό 12 μοναχούς και 17 κοσμικούς. Aλλά από την περίοδο εκείνη άρχισε η μείωση του αριθμού των μοναχών, με αποτέλεσμα το 1900 να κριθεί διαλυτή. Tο 1935 κρίθηκε διατηρητέα. Tο 1941 είχε δύο ιερομονάχους και τρεις μοναχούς, με ηγούμενο τον Γαβριήλ Nύκταρη. Tο 1955 πέθαναν και οι δύο τελευταίοι μοναχοί, ο Xρύσανθος Mανωλάς και ο Aβδιού Kαλυβιανάκης, με αποτέλεσμα η Mονή να μείνει έρημη και να καταστραφεί. Aπό το 1998 άρχισε η αναστήλωσή της με γοργούς, μάλιστα, ρυθμούς, αλλά και με την προσοχή που επιβάλλεται για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής και του περιβάλλοντος χώρου.