Ἡ μεταστροφὴ ἑνὸς Ἰνδοῦ Βραχμάνου στὸν Χριστιανισμὸ
Ἡ μεταστροφὴ ἑνὸς Ἰνδοῦ Βραχμάνου στὸν Χριστιανισμὸ
Τὸ ὄνομά μου εἶναι Ravi Maharaj. Ράβι εἶναι συντόμευση γιὰ τὸ ἰνδικὸ ὄνομα Ραβιντίναζ. Μαχαράτζ εἶναι τὸ ἐπώνυμό μου, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἦταν τίτλος. Σήμερα τὸ χρησιμοποιῶ ὡς ἐπίθετο∙ σημαίνει «μεγάλος βασιλιάς». Ἔχω τέτοιο ὄνομα ἐξ αἰτίας τῆς κάστας στὴν ὁποία γεννήθηκα, τῆς κάστας τῶν βραχμάνων. Ὁ πατέρας μου ἦταν Ἰνδὸς ἱερέας: ἕνας γκουροῦ, ἕνας γιόγκι. Μερικὰ χρόνια πρὶν δύσκολα θὰ ἀκούγαμε τέτοιους ὅρους – γκουροῦ καὶ γιόγκι κτλ. – σήμερα σχεδὸν ὅλοι τους ξέρουν. Γκουροῦ σημαίνει «θεϊκὸς κύριος» ἢ «διδάσκαλος», καὶ οἱ γκουροῦ στὸν Ἰνδουϊσμὸ λατρεύονται ὡς θεοί. Ὁ Ἰνδουιστὴς πιστεύει ὅτι ὁ γκουροῦ του εἶναι θεϊκός, κι ἔτσι πίστευαν ὅτι καὶ ὁ πατέρας μου ἦταν θεϊκός. Εἶχε τοὺς δικούς του ὀπαδούς, ἀνθρώπους ποὺ τὸν λάτρευαν σὰν θεό.
Παρατηρῶ ὅτι στὸν Δυτικὸ κόσμο σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι λένε: «Λοιπόν, ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι πάνω-κάτω οἱ ἴδιες. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἴδιος σὲ κάθε θρησκεία. ὅλες οἱ θρησκεῖες ὁδηγοῦν στὸν ἴδιο σκοπὸ στὸ τέλος». Ὅμως, ξέρετε, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια! Δὲν συμφωνῶ μ’ αὐτό. Ὁ σκοπὸς τοῦ πατέρα μου, γιὰ παράδειγμα, λεγόταν moksa, ποὺ σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸ χρόνο, τὸ χῶρο καὶ τὰ στοιχεῖα, ποὺ σημαίνει ἐπίσης αὐτοπραγμάτωση ἢ θεοπραγμάτωση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας μου θὰ ἔψαχνε μέσα στὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ βρεῖ τὸν ἀληθινὸ «ἑαυτό», καὶ νὰ ἀνακαλύψει ὅτι ὁ πραγματικὸς «ἑαυτός» εἶναι Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑψηλότερος σκοπὸς τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ, νὰ ἀνακαλύψεις ὅτι εἶσαι Θεός, νὰ συνειδητοποιήσεις μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι εἶσαι Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔκανε διάφορους ὅρκους. Γιὰ παράδειγμα, ὁ πατέρας μου περίπου ἀπαρνήθηκε τὸ γάμο του, μόλις μιά-δυὸ μέρες ἀφ’ ὅτου εἶχε παντρευτεῖ τὴ μητέρα μου – ἕνας γάμος τὸν ὁποῖο κανόνισαν οἱ γονεῖς τους. Ὁρκίστηκε νὰ μὴν ἔχει συζυγικὴ ἐπαφὴ ἢ σχέση. Ὁρκίστηκε νὰ μὴ μιλήσει μὲ κανέναν, νὰ μὴν κοιτάξει κανέναν, νὰ μὴν κόψει τὰ μαλλιὰ ἢ τὰ γένια του – ποὺ μάκρυναν πολύ, μέχρι τὸν καβάλο του. Ὁρκίστηκε νὰ μὴ φάει καθόλου μαγειρεμένο φαγητὸ∙ ὁ πατέρας μου ἔτρωγε μία μπανάνα κι ἔπινε ἕνα ποτῆρι γάλα τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπίσης ὁρκίστηκε νὰ μὴν πηγαίνει πουθενά, νὰ μὴν ξαναδουλέψει πιά. Καθόταν στὸ ἴδιο δωμάτιο, στὸ ἴδιο μέρος, ὅλη τὴν ἡμέρα, σὲ στάση λωτοῦ μὲ τὰ πόδια σταυρωμένα καὶ τὰ χέρια του ἑνωμένα, μὲ τὰ μάτια του στραμμένα μέσα στὸ μέτωπό του βαθιὰ σὲ διαλογισμό. Ἔζησε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ ὀκτὼ χρόνια, ἀνυποχώρητα, ἀποφασιστικὰ καὶ εἰλικρινά. Ἡ σύλληψή μου ἔγινε ἐκείνη τὴν μιά, ἢ περίπου μιά, ἡμέρα ποὺ ἡ μητέρα μου καὶ ὁ πατέρας μου ἦταν μαζί. Συνήθιζα νὰ πηγαίνω καὶ νὰ στέκομαι μπροστὰ του πολὺ συχνά, καὶ νὰ κοιτῶ τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ λαχταρῶ νὰ μὲ κοιτάξει κι ἐκεῖνος, ἔστω γιὰ μία φορᾶ, νὰ πεῖ «γιέ μου» - μόνο νὰ πεῖ μία λέξη, νὰ πεῖ τὸ ὄνομά μου «Ραβί». Ἀλλὰ ξέρετε δὲν ἔχω ἀκούσει ποτὲ τὴ φωνή του, οὔτε κὰν μιὰ φορᾶ σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Δὲν εἴχαμε ἐπαφή, πραγματικά, παρ’ ὅτι τὸν σεβόμουν∙ τὸν τιμοῦσα, ἤμουν ὑπερήφανος γι’ αὐτόν. Ὅταν πέθανε, ὁ κλῆρος του ἔπεσε σὲ μένα, κι ἄρχισα πολὺ πρόθυμα νὰ ἀκολουθῶ τὰ βήματά του. Ἤμουν ἤδη ἕνα πολὺ θρησκευόμενο παιδί, ἀκόμα καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ποὺ ἦταν κατὰ προσέγγιση ἡ ἡλικία μου ὅταν πέθανε. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἤμουν πάντα χορτοφάγος σὰν τὸν πατέρα μου, δὲν ἔτρωγα κρέας ἢ ψάρι ἢ αὐγὰ∙ κι ἄρχισα νὰ ἐξασκῶ τὴ γιόγκα καὶ τὸ διαλογισμὸ πρὶν ἀκόμα γίνω πέντε χρόνων. Μέσῳ τῆς ἐξάσκησης τῆς γιόγκα καὶ τοῦ διαλογισμοῦ, πολὺ συχνὰ βίωνα ἔκσταση, ταξίδια σὲ ἄλλους κόσμους ὅπου ἔβλεπα μυστηριακὰ πράγματα: τοὺς «θεούς» καὶ λαμπρὰ φῶτα καὶ λαμπρὰ χρώματα, ψυχεδελικὲς κινήσεις, καὶ ἦταν ὑπέροχο, ἢ τουλάχιστον ἔτσι ἔμοιαζε. Ἤμουν πολὺ ὑπερήφανος γι’ αὐτὲς τὶς πολλὲς ἐμπειρίες ποὺ εἶχα, ἐπειδὴ γιὰ τὸν Ἰνδουιστὴ ὅσο περισσότερα βιώνεις πνευματικά, τόσο θεϊκότερος νομίζεις ὅτι εἶσαι. Γιὰ τὸν Ἰνδουιστὴ τὸ ἐμπειρικὸ εἶναι ὑψίστης σημασία. Τώρα οἱ Ἰνδουιστὲς γονάτιζαν ἐπίσης στὰ πόδια μου, ὅπως ἔκαναν στὸν πατέρα μου, μὲ λάτρευαν καὶ μοῦ ἔδιναν τὰ δῶρα καὶ τὶς προσφορές τους. Ἀλλά, ξέρετε, παρ’ ὅλα αὐτά, παρ’ ὅλη τὴ θρησκευτικότητα καὶ τὶς ἀποκαλούμενες πνευματικὲς ἐμπειρίες, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόσμος μου τελικὰ ἔγινε ἕνας κόσμος μυστικισμοῦ, βαθιὰ στὴν καρδιά μου ἤμουν κενός, ἤμουν δυστυχισμένος, ἤμουν ἀνικανοποίητος. Ζοῦσα σ’ ἕνα σπίτι μὲ δεκατρεῖς ἢ δεκατέσσερις ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἤμουν μόνος μέσα στὸ ἴδιο μου τὸ σπίτι. Ἔφτασα νὰ συνειδητοποιήσω ὅτι κάτι ἔλειπε, κάτι πήγαινε στραβά. Κάτι δὲν ἦταν σωστό, κι ἄρχισα νὰ ψάχνω γιὰ τὴν ἀλήθεια – τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ἔντιμα καὶ εἰλικρινὰ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά. Ἔψαξα μέσα ἀπὸ τὸν Ἰνδουισμό, ἔψαξα στὶς ἰνδουιστικὲς γραφές. Ἔψαξα στὶς δικές μου ἰνδουιστικὲς μυστικιστικὲς ἐμπειρίες, ἀλλὰ ἤμουν ἀκόμα ἄδειος. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔπρεπε νὰ πιστεύω ὡς ἕνας θρησκευόμενος Ἰνδουιστὴς Βραχμάνος ὅτι ἤμουν θεϊκός, ὅτι ἤμουν τέλειος, ὅμως ἤξερα ὅτι ἤμουν μόνο ἕνας ἁμαρτωλὸς ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἤξερα τὴ δική μου ἀτέλεια, ἤξερα τοὺς δικούς μου περιορισμούς. Ἤξερα ὅτι δὲν ἤμουν θεός, καὶ ἤθελα νὰ βρῶ συγχώρεση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Ἐπίσης, πίστευα πολὺ εἰλικρινὰ στὴ μετενσάρκωση – πὼς ὅταν θὰ πέθαινα θὰ ἐρχόμουν πάλι πίσω – ὅμως αὐτὸ δὲν μοῦ πρόσφερε καμιὰ ἀληθινὴ ἐλπίδα: μόνο τὸ νὰ πεθάνεις καὶ νὰ ξανάρθεις, καὶ νὰ πεθάνεις καὶ νὰ ξανάρθεις πάλι καὶ πάλι, δὲν προσφέρει καμιὰ ἐλπίδα. Ἤθελα νὰ βρῶ μία ἀληθινὴ ἐλπίδα, μιὰ ἐλπίδα πέρα ἀπ’ τὸν τάφο. Καὶ ἤθελα νὰ βρῶ μία ἀληθινὴ ἐλπίδα μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔχοντας βρεῖ αὐτήν, θὰ ἤξερα μὲ κάποιον τρόπο ποὺ πραγματικὰ πηγαίνω. Πηγαίνουμε καὶ πηγαίνουμε…ἀλλὰ ποῦ πραγματικὰ πηγαίνουμε; Εἶχα σημαντικὰ ἐρωτήματα στὴν καρδιά μου: Ποιὸς εἶμαι; Γιατί ζῶ; Τί κάνω πραγματικὰ σ’ αὐτὸν τὸν πλανήτη, ἀλλὰ ἐπίσης, ποῦ πηγαίνω; Ἤθελα νὰ ξέρω. Καὶ στὴν πιὸ ἀπελπισμένη μου στιγμὴ – ἔχοντας κλειδωθεῖ σ’ ἕνα δωμάτιο ἐπὶ τέσσερεις περίπου ἡμέρες καὶ νύχτες δίχως νὰ τρώω, νὰ πίνω ὁτιδήποτε, δίχως νὰ μιλάω σὲ κανέναν – μία Ἰνδὴ κυρία ᾖρθε σπίτι μας καὶ μοῦ μετέδωσε τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶπε, «Ράβι, ὁ Θεὸς σ’ ἀγαπᾶ, καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πέθανε πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ συγχωρήσει ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες. Καὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἔρθει στὴ ζωή σου, ἀλλὰ θὰ ἔρθει μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ∙ κανεὶς δὲν ἔρχεται στὸν Πατέρα, παρὰ μέσῳ Ἐμοῦ». Λοιπόν, διαφώνησα πολὺ μαζὶ της, τῆς εἶπα ὅτι ποτὲ δὲν θὰ γινόμουν Χριστιανός, οὔτε κὰν στὸ νεκροκρέββατό μου. Ὅμως ἐκείνη ἦταν πολὺ εὐγενικὴ καὶ ψύχραιμη καὶ ἀγαπητική καὶ φιλική καὶ μὲ κατανόηση. Καὶ μὲ ἀνέχτηκε. Ἀλλὰ τὰ λόγια πού μοῦ εἶπε πραγματικὰ ἄγγιξαν τὴν καρδιὰ μου∙ μὲ ἔπεισαν. Καὶ ὁ Θεός μοῦ ἔδειξε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δρόμος πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι μέσῳ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἐσωτερικὲς μάχες, ἀναστάτωση καὶ ψυχικὲς συγκρούσεις, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες, τελικὰ γονάτισα καὶ προσευχήθηκα μὲ μία πολὺ ἁπλὴ προσευχὴ – γιατί ἤθελα πραγματικὰ νὰ γνωρίσω τὸν ἀληθινὸ καὶ ζωντανὸ Θεό, ἤθελα πραγματικὰ νὰ βρῶ τὴν ἀλήθεια, ἤθελα ὄντως τὴν ἀπάντηση. Προσευχήθηκα ἁπλά, ζητώντας ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ ἔρθει στὴ ζωή μου, νὰ συγχωρήσει ὅλες μου τὶς ἁμαρτίες, νὰ μὲ βοηθήσει νὰ βρῶ τὸν ἀληθινὸ καὶ ζωντανὸ Θεό. Προσευχήθηκα εἰλικρινά, καὶ δάκρυα ἄρχισαν νὰ κυλοῦν στὰ μάγουλά μου, ἐπειδὴ ὅταν εἶπα αὐτὴ τὴν προσευχὴ πραγματικὰ συνέβη κάτι στὴ ζωή μου. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ὅτι ὅλες οἱ πάρα πολλὲς «μυστηριακές» ἐμπειρίες ποὺ εἶχα – οἱ ψυχεδελικὲς ἐμπειρίες χωρὶς ναρκωτικά, ὅλα τὰ ὁράματα ὅπου ἔβλεπα τοὺς θεούς, κ.τ.λ. – ἦταν ὅλα ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ σκοταδιοῦ, ποὺ ἦταν μέσα μου. Ὁ Θεὸς μὲ ἐλευθέρωσε ἀπ’ ὅλα αὐτά, καὶ ὁ Χριστὸς ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου» μπῆκε στὴ ζωή μου καὶ μ’ ἔκανε ἕναν ἐντελῶς καινούργιο ἄνθρωπο. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία πολὺ πιὸ ὑπέροχη ἐλπίδα – τὴν ἐλπίδα νὰ εἶμαι μαζί Του στὴ βασιλεία Του, γιὰ πάντα. Καὶ βρῆκα τὴν ἀπάντηση μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σήμερα ξέρω ποιὸς εἶμαι, ξέρω γιατί ζῶ, ξέρω ἀπὸ ποὺ ἔρχομαι, καὶ ξέρω ποὺ πηγαίνω.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Θρησκεία τοῦ μέλλοντος», Ἐκδόσεις Ἐγρήγορση
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού http://www.imkifissias.gr)