ΜΕΡΟΣ1ον
Η Εκκλησία της Κρήτης
Σύντομη Ιστορική Επισκόπηση
Θεοχάρη Δετοράκη
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης
Η Εκκλησία της Κρήτης είναι Αποστολική. Πρώτοι κήρυκες του Χριστιανισμού στην νήσο ήταν οι Εβραιοκρήτες, που παραβρέθηκαν στο κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων ( β΄, 11). Ο πρώτος όμως πυρήνας που οργανώθηκε περί το 64 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο κατά την γ΄ αποστολική περιοδεία του. Ο Παύλος ανέθεσε το συστηματικό έργο του εκχριστιανισμού της νήσου στον μαθητή του Απόστολο Τίτο, πρώτο επίσκοπο της νήσου. Ο επεκτεινόμενος Χριστιανισμός συνάντησε και στην Κρήτη την ισχυρή αντίδραση της εθνικής θρησκείας. Κατά τον διωγμό του Δεκίου (249-251 μ.Χ.) η Κρήτη προσέφερε τους Δέκα καλλίνικους μάρτυρες, που είναι εφεξής και η μεγάλη δόξα της. Οι βυζαντινοί συγγραφείς, οσάκις αναφέρονται στην Κρήτη, δεν παραλείπουν να μνημονεύσουν και τους Δέκα Καλλίνικους μάρτυρες ως ύψιστο τίτλο τιμής για την νήσο. Με την επέκταση του Χριστιανισμού, οργανώθηκε και η Κρητική Εκκλησία με προκαθήμενο και επισκόπους, που αποτέλεσαν την τοπική σύνοδο. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και η Κρήτη ήταν μία από τις δώδεκα Αρχιεπισκοπές του Ιλλυρικού (όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική Χερσόνησος). Από την άποψη των πρεσβειών κατείχε την ενδέκατη θέση ανάμεσα στις 64 αρχιεπισκοπές του Οικουμενικού Θρόνου της Κων/πόλεως.
Αγνοούμε τους άμεσους διαδόχους του Τίτου κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Αναφέρεται ο Φίλιππος στα τέλη του 2ου αιώνα και αργότερα ο Κύριλλος και ο Ευμένιος, όλοι επίσκοποι Γορτύνης, που τιμώνται και ως άγιοι. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης είχε έδρα τη Γόρτυνα, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της νήσου ήδη από την εποχή της ρωμαιοκρατίας. Εδώ ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, πιθανώς επί Ιουστινιανού, μεγαλοπρεπής ξυλόστεγη βασιλική προς τιμήν του πρώτου επισκόπου και πάτρωνα της κρητικής Εκκλησίας Αποστόλου Τίτου, και ο ναός αυτός εξελίχθηκε σε μέγα προσκύνημα, από τα μεγαλύτερα της χριστιανικής Ανατολής.
Στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης υπήγοντο οι τοπικές επισκοπές, των οποίων ο αριθμός κυμαινόταν κατά περιόδους από δώδεκα έως και είκοσι. Στις αρχές του 8ου αιώνα οι επισκοπές ήταν δώδεκα και η Κρήτη αποκαλείται «δωδεκάθρονος». Ως την εποχή αυτή η Αρχιεπισκοπή Κρήτης υπαγόταν διοικητικά στο θρόνο της Ρώμης, αλλά οι εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες την απέσπασαν και την προσάρτησαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ( περί το 754 ), επειδή ο πάπας ακολουθούσε πολιτική εικονόφιλη. Την κρίσιμη περίοδο της εικονομαχίας κατείχε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κρήτης ο Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, μια από τις μεγαλύτερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες του Βυζαντίου, λαμπρός ρήτορας και υμνογράφος, ο οποίος ποίμανε την κρητική εκκλησία τριάντα περίπου χρόνια (712-740), επέδειξε σπάνια διοικητικά προσόντα και δημιούργησε στενούς δεσμούς αγάπης με το ποίμνιό του. Λίγο αργότερα ποίμανε την εκκλησία της Κρήτης ένας άλλος λόγιος ιεράρχης, ο Ηλίας. Έλαβε μέρος στην Ζ\\\\\\\' Οικουμενική Σύνοδο (787), μαζί με όλους τους τότε επισκόπους της Κρήτης. Τα ονόματά τους σώζονται στα Πρακτικά της συνόδου αυτής: Λάμπης Επιφάνιος, Ηρακλειουπόλεως (Ηρακλείου) Θεόδωρος, Κνωσού Αναστάσιος, Κυδωνίας Μελίτων, Κισσάμου Λέων, Σουρβίτων Θεόδωρος, Φοίνικος Λέων, Αρκαδίας Ιωάννης, Ελευθέρνης Επιφάνιος, Καντάνου Φωτεινός, Χερρονήσου Σισίνιος.