Καθημερινή άρση σταυρού Η κλήση του Θεού δεν έχει ποτέ το νόημα να μας μειώσει τον πλούτο της υπάρξεώς μας.
Η Κλεονίκη ανέπαυε πολλούς, που είχαν την ευκαιρία να την δουν και να συζητήσουν μαζί της, γιατί ήταν όλο μ' ένα φωτεινό χαμόγελο - αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό στο αξιαγάπητο αυτό πλάσμα.
Είχε πνευματική ωριμότητα, διότι καλλιέργησε τις έμφυτες αρετές της με την μελέτη των εκκλησιαστικών κειμένων. Διάβαζε πολύ, ξενυχτούσε για να τελειώσει ένα βιβλίο. Έλεγε με την διάκριση, που την ξεχώριζε, στη μητέρα της:
-Εγώ θα κοιμάμαι το πρωί, που εσύ έχεις τις δουλειές σου, για να μη σε ενοχλώ, και το βράδυ θα διαβάζω. Και πράγματι, είχε ένα φωτιστικό, δίπλα στο κομοδίνο και διάβαζε. Προγραμμάτιζε να διαβάζει ένα πατερικό βιβλίο την νύχτα και το πρωί κοιμόταν.
Γέμιζε η ψυχή της με το διάβασμα. Τι πατερικά βιβλία, τι βίους αγίων, τι από εγκυκλοπαίδειες, κοινωνικά θέματα, επιστημονικά σύγχρονα σε θέματα Βιοηθικής. Όταν κάτι την ενδιέφερε κρατούσε σημειώσεις για να τα συζητήσει με ειδικούς. Της άρεζε η τελειότητα.
Έκοβε σελίδες από ενδιαφέροντα άρθρα και τα συγκέντρωνε σε άλμπουμ. Έγραψε με ωραία, βυζαντινά γράμματα τον Ύμνο της Αγάπης του αποστόλου Παύλου και αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, και τα έκανε καδράκια να τα έχει κρεμασμένα στον τοίχο του δωματίου της. Στο ψαλτήρι της είχε γράψει στις πρώτες λευκές σελίδες:
«Φύλαγέ με Κύριε από τις παγίδες των δαιμόνων. Έλα φως αληθινό, κρυμμένο μυστήριο, έλα αμάραντο στεφάνι, έλα Μόνε σε κάποιον άλλο που είναι μόνος».
Ήταν καρδιά ελεήμων, καρδιά γεμάτη τρυφερή αγάπη προς όλους. Αξιοποιούσε κάθε στιγμή του χρόνου της για κάτι το δημιουργικό. Ήταν ακούραστο πλάσμα. Μπροστά της οι υγιείς αισθάνονταν ανίκανοι, «τεμπέληδες».
Αρχοντική ψυχή. Της άρεζαν τα αρμονικά φτιαγμένα σχέδια σε κεντήματα, τα ρούχα με ρομαντικά λουλούδια, το ωραίο, το εκλεπτυσμένο.
Παλαιότερα, που είχε κουράγιο, έκανε σελιδοδείκτες σαν εργόχειρο, κεντούσε, και μάλιστα τα έσοδα από όσα πουλούσε τα έστελνε στην Ιεραποστολή. Κάποτε που δεν είχε δύναμη να περάσει την κλωστή με την βελόνα απ’ τον καμβά, τραβούσε με τα δόντια την βελόνα - δεν το έβαζε κάτω στην προσπάθειά της να προσφέρει. Έτσι κέντησε κι ένα κάδρο με την γνωστή παράσταση «προς Εμμαούς». Είχε μεγάλη κλίση για την Ιεραποστολή. Είχε επικοινωνία με τον ιεραπόστολο π. Κοσμά Γρηγοριάτη, που ήταν στο Κολουέζι του Κογκό (υπάρχει και φωτογραφία της με τον π. Κοσμά) και βοηθούσε όσο μπορούσε, με τον τρόπο της, τα πεινασμένα και τα άρρωστα παιδιά.
Η αγάπη δεν αγνοεί τις φυσικές διεξόδους της στον άνθρωπο. Δεν περιφρονεί γι' αυτό το συναίσθημα, την ευγένεια, την ιλαρότητα, την χαρά, το γέλιο, την λεπτότητα και την τρυφερότητα. Όλα αυτά ξεπηδούν εξαγνισμένα από μία πλούσια εν Χριστώ Ζωή και Καρδιά, που απαρνήθηκε και συνεχώς απαρνείται τον εαυτό της για να γίνει όλη αγάπη που ποτέ δεν ζητάει τίποτα για τον εαυτό της, αφού ποτέ δεν ευκαιρεί γι' αυτό.
Όταν της εμπιστεύονταν γνωστοί και φίλοι τα προβλήματά τους η Κλεονίκη δεν απαντούσε αμέσως. Μετά λίγες μέρες, αφού τα σκέπτονταν -και τα έκανε θέμα προσευχής- αναφερόταν παρεμπιπτόντως, στο θέμα του καθενός που είχε ρωτήσει, με λίγα λόγια, μετρημένα. Ενώ δεν λογάριαζε τους κόπους και τον εαυτό της δεν έλεγε εύκολα πολλά λόγια. Έπρεπε να σκεφτεί για να μιλήσει, όμως ό,τι έλεγε το έλεγε με χαριτωμένο τρόπο. Γι' αυτό πολλοί ζητούσαν τις προσευχές της. Για μία περίπτωση έκανε σε μία ήμερα 3.000 κομποσχοίνια. Κι άλλοτε διάβαζε την παράκληση της Παναγίας και άλλων αγίων.
Ο Θεός προτιμά να φανερώνεται μέσω των ταπεινών ανθρώπων που ο κόσμος τους περιφρονεί. (Α' Κορινθ. 1, 25-28)
Είχε μεγάλη πίστη μα και λογική. Ήταν χωρίς συμπλέγματα, αυτό που λένε στην καθημερινή ζωή, κόμπλεξ, σχετικά με την κατάστασή της. Δεν ήθελε να την λυπούνται, ο τρόπος της ζωής της το έδειχνε. Δεν την άγγιζε ούτε η προσβολή, ούτε την έθιγε κάτι ή όταν κάποτε εκδήλωναν μερικοί τον οίκτο τους, «την καημένη! πώς το έπαθε! κ.τ.λ.».
Δεν είχε ούτε θυμό, ούτε σχολίαζε, είχε μία απάθεια μοναδική. Όταν την στεναχωρούσαν με λόγια ή με υπονοούμενα, δεν τα φανέρωνε αλλού, τα κρατούσε μυστικά μέσα της - χωρίς όμως να συσσωρεύει στο υποσυνείδητο της κακίες, αντιπάθειες κ.τ.λ. Μια μέρα θέλησαν να πάνε με την μητέρα της στα γραφεία της εξωτερικής ιεραποστολής του γιατρού π. Παπαδημητρακόπουλου, κοντά στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, κι επειδή υπήρξε και σχετική καθυστέρησι με το καροτσάκι, ο ταξιτζής έκανε φασαρία με ανάγωγο τρόπο.
Η Κλεονίκη όμως ούτε που σχολίασε τίποτα, ούτε εξεδήλωσε παράπονο πικρίας, που της φέρθηκαν με τέτοιο τρόπο.
Μια άλλη φορά όμως, συνέβη ένας άλλος οδηγός ταξί να τους φερθεί με τέτοιο φιλότιμο όταν τους μετέφερε, μέχρι που προσφέρθηκε να λαδώσει το καροτσάκι κι ούτε τους πήρε χρήματα, παρά είπε «εγώ πήρα την αμοιβή μου!».
Η συναισθηματικότητά μας είναι πλούτος και ευλογία. Είναι δώρο πολύτιμο του Θεού και γίνεται πολύ μεγάλη δύναμη και ισχύς, όταν κατευθύνεται από μία εν πίστει φωτισμένη λογική. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι.... μια υποταγή με εμπιστοσύνη και αμοιβαιότητα, χωρίς να νοιώθουμε ντροπή ή συστολή για ό,τι αποτελεί κληρονομική μας καταβολή.
Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε. Και αυτό θα το πετύχουμε αν ό,τι κάνουμε το κάνουμε με τον Ιησού και την χάρι Του, προσπαθώντας να βλέπουμε και να αγαπούμε με την καρδιά του Ιησού.... Να συσταυρωθούμε με τον Ιησού. Να τον αντικαταστήσουμε στο σταυρό της οδυνόμενης αγάπης Του, συνοδυνώμενοι και συμπάσχοντες. (Ύποτυπώσεις πνευματικής ζωής π. Ευσεβίου Βίττη).
Στην προϊούσα εξέλιξη της ασθένειας η Κλεονίκη είχε την δική της αντίδραση. Ήταν ολοκληρωμένη, έτοιμη για όλα, για κάθε δυσκολία. Ήθελε να είναι ενημερωμένη για την πορεία της ασθένειάς της, είχε έφεση να πραγματοποιεί ό,τι καινούργιο διάβαζε π.χ. παρήγγειλε από την Αμερική ένα ειδικό «εργαλείο» για να γυρίζει τις σελίδες των βιβλίων κάτι σαν καλαμάκι, που στην άκρη είχε μία «βεντούζα» κι απ’ την άλλη ρουφούσε τον αέρα κι' έτσι γύριζε τις σελίδες των βιβλίων.
Ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα ωρίμου ανθρώπου μα με το αστείρευτο χαμόγελο αθώου παιδιού. Έβλεπε με μάτι αθωότητος τα νέα παιδιά, εντελώς απονήρευτα. Αποδεχόταν ακόμη και το παράξενο ντύσιμο ορισμένων, γιατί δεν ήξερε τι θα πει πονηρία ή κακός λογισμός. Ήταν μία αθώα, αγνή ψυχή μα και σύγχρονη. Δεν άφηνε ούτε ήθελε να στερηθεί κάτι καλό και ευγενικό, π.χ. όταν περνούσε η ολυμπιακή φλόγα από την γειτονιά τους, την πήγαν με το καροτσάκι μέχρι το κεντρικό δρόμο και κρατώντας με ενθουσιασμό μικρές Ελληνικές σημαίες, έκανε μεγάλη χαρά σαν μικρό παιδί.
Την διέκρινε πνεύμα μαθητείας γι’ αυτό και πίστευε έμπρακτα στην διά βίου μάθηση. Μάθαινε Αγγλικά, Γερμανικά, για ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει Βουλγάρικα, γιατί είχε βοηθό μία κυρία ξένη. Το «δεν μπορώ» ήταν για όσα αφορούσαν την αρρώστια. Οτιδήποτε άλλο όμως, το επιχειρούσε με πίστη στο Θεό και την δύναμη της θελήσεως. Ήταν φωτισμένη ψυχή, μας είπε η αδελφή της: μας έδινε ιδέες πώς να γράφουμε γράμματα, με τι να στολίσουμε τις ευχετήριες κάρτες, βοηθούσε στα μαθήματα τα ανιψάκια της, είχε μάθει να χειρίζεται τον υπολογιστή όπου έπαιζε κάποτε και για να χαλαρώσει σκάκι με την Ιωσηφίνα, η οποία είχε παρόμοια πάθηση με αυτήν. Το κινητό το χρησιμοποιούσε κρατώντας ένα μολύβι με τα δόντια της και έτσι πατούσε τα πλήκτρα.
Μια άλλη γνωστή της, που έζησε τα τελευταία χρόνια κοντά της εξυπηρετώντας την αναφέρει:
«Περισσότερο εξηρτημένο άτομο (αφού δεν μπορούσε ούτε το χέρι της να μετακινήσει, ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί) δεν είδα αλλά συγχρόνως δεν είδα και περισσότερο ανεξάρτητο άτομο με δίψα για δραστηριότητα. Δεν ήθελε να υστερεί σε τίποτα, πάντα ήταν απασχολημένη με κάτι. Τα χέρια της και τα πόδια της ήταν εξαρθρωμένα, θαρρείς και κρατιόνταν με νήματα από τον κορμό της, όμως πόση αξιοπρέπεια είχε στις καθημερινές στιγμές της (όταν την έλουζαν, όταν την άλλαζαν κ.τ.λ.) Ήταν θαρρείς φευγάτη από το σώμα της, χωρίς όμως να αδιαφορεί γι' αυτό ή να ντρέπεται γι' αυτό που ήταν. Δεν μας επέτρεπε να την δούμε «σαν χάλια».
Ήταν εκλεκτική, τελειομανής, ετοιμόλογη και με τα χαριτωμένα πνευματώδη «αστεία» που έλεγε, δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα - πολλές φορές επειδή δεν είχε υπερηφάνεια, έφτανε ως τον αυτοσαρκασμό, άλλοτε έπαιζε με τις λέξεις. Κάποτε, που έψαχναν μία μπλούζα για να φορέσει, η μητέρα της είπε επειδή βιαζόταν - διάλεξε γρήγορα, έχεις του κόσμου τις μπλούζες! Και η Κλεονίκη τότε απάντησε, μα ακριβώς, έχω του κόσμου... ας έχω και μία δική μου! Μια άλλη φορά όταν την έκανε μπάνιο η μητέρα της γλίστρησε και της ξέφυγε από τα χέρια και τότε χτύπησε στο κεφάλι της και αντί να κλάψει και να διαμαρτυρηθεί είπε χαριτωμένα: -αύριο θα γράφουν οι εφημερίδες ψυχοπαθής μητέρα στραγγάλισε νήπιο 15 ετών! Υστερόγραφο: το αθώο πλάσμα πλήρωσε για όσα έκανε στην μητέρα της, άρα δεν ήταν και τόσο αθώο! Από τότε δεν την έβαλαν στο μπάνιο».
ΚΛΕΟΝΙΚΗ Η ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
http://www.impantokratoros.gr/kleonikh- ... ou.el.aspx