«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου»

Προσευχές για κάθε ώρα και περίσταση από τους Πατέρες τις Εκκλησίας μας και από σύγχρονους Πατέρες και Αγίους.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου»

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τρί Σεπ 11, 2012 10:39 pm

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου»
Ερμηνεία της προσευχής του Οσίου Εφραίμ του Σύρου

Ημ. Δημοσίευσης: Feb 27, 2012

Εικόνα

Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη

Κύριε και Δέσποτα της Ζωής μου,
πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δος,
πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης
χάρισε μοι τω σω δούλω.
Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα,
και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου.
ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι περίοδος μεταμόρφωσης. Ο άνθρωπος αγωνίζεται καθημερινά «τον καλόν αγώνα», που αποβλέπει στην αλλαγή, στην ολοκληρωτική πνευματική αλλοίωση των αισθήσεων, των επιθυμιών των αναγκών και της σάρκας. Μέσα από μια θαυμάσια, άνετη, ειρηνική, μυσταγωγική και προσευχητική διαδικασία όλα μεταμορφώνονται κατά την περιόδο αυτή. Γι᾽ αυτό ο καιρός του κατανυκτικού Τριωδίου, «καιρός ευπρόσδεκτος καιρός μετανοίας», είναι ξεχωριστός, γίνεται για όλους μας «ο ευλογημένος καιρός» μέσα στην τραγικότητα της ιστορίας μας, αφού αναζητούμε το άλλο, το διαφορετικό από αυτό που επαγγέλεται ο κόσμος, αφού καλλούμαστε να χορτάσουμε πνευματικά, ενώ θα πεινούμε σωματικά, αφού αισθανόμαστε το άπειρο έλεος του Θεού, ο οποίος εκουσίως πορεύεται προς τη σταύρωση, αφού τέλος, προσπαθούμε να γίνουμε κοινωνοί της χαράς της Αναστάσεως και της ωραιότητας Χριστού και Εκκλησίας. Μιας ωραιότητας μοναδικής και ανεπανάληπτης που βιώνεται μόνο όταν υπάρχει το πνεύμα και το ήθος της Σαρακοστής, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πόθος ψυχής δρυμίς και αφόρητος» για το Νυμφίο της Εκκλησίας μας Ιησού Χριστό.

Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου που επανειλημμένα θα ακούγεται την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται ως η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γιατί ακριβώς συνοψίζει όλο το πνεύμα και το ήθος αυτής της περιόδου, που είναι ασκητικό και προσευχητικό.

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθίσταται στάδιο αγώνα προσωπικού και η ευχή του Οσίου Εφραίμ αποτελεί ένα κανόνα ελέγχου, ένα μέτρο αξιολόγησης του προσωπικού μας αγώνα, ο οποίος αποβλέπει στο να μας απελευθερώσει από κάποιες βασικές πνευματικές ασθένειες, που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους, ενώ προσδοκά να μας οδηγήσει στη μετάνοια, στην ελευθερία, στην εμπειρία των αρετών, που θα μεταμορφώσουν τελικά τη χριστιανική μας ζωή τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και τον σύμπαντα κόσμο.

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου


Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου ξεκινά με μια επίκληση στο Θεό, η οποία προέρχεται από τα βάθη της καρδιάς του πονεμένου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου». Με αυτή την επίκληση η αν θέλετε με αυτή την εσωτερική κραυγή συντριβής και αγωνίας ο άνθρωπος δηλώνει τη μηδαμηνότητά του, καταθέτει ενώπιον του «Κυρίου και Δεσπότου» της ζωής του ότι αισθάνεται την αμαρτωλότητά του και την αδυναμία του, ενώ εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δούλο έναντι του Κυρίου του. Έτσι ο Χριστός για τον προσευχόμενο δεν καθίσταται απλά και μόνο ένας Θεός η ένας σπουδαίος άνθρωπος που πέρασε από την ιστορία του κόσμου η ακόμη ένας μεγάλος φιλόσοφος, ο οποίος πραγματοποίησε τεράστιες κοινωνικές τομές και μεταρρυθμίσεις, αλλά ο Χριστός γίνεται ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής του». Από την αρχή, επομένως, της προσευχής αυτής δίδεται το στίγμα του προσευχομένου ανθρώπου, ότι αφενός ανήκει στην Εκκλησία, αφού κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός τον οποίο επικαλείτε, και αφετέρου ότι αποδέχετε την κυριότητα του Χριστού στη ζωή του αποκαλύπτοντας δια της επικλήσεως αυτής την πίστη και την αφοσίωση στη θεότητά Του.

Η αποδοχή του Χριστού ως «Κυρίου και Δεσπότου της ζωής μας» έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους μας κυρίως όμως γι᾽ αυτούς οι οποίοι, έχοντας την τάση της αυτονομίας και αυτοειδωλοποιήσεως, πολλές φορές χωρίζουν την ζωή τους από το Θεό, απομονώνονται και απομακρύνονται, γεγονός που δηλώνει ότι κατ᾽ ουσίαν δεν Τον αναγνωρίζουν ως «Κύριο και Δεσπότη της ζωής τους». Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος, έχοντας τη ροπή του προπατορικού αμαρτήματος, τολμά με θράσσος μέσα στην καθημερινότητά του, να αυτοανακηρύσσεται Θεός για να έχει έτσι την δυνατότητα να γνωρίσει τα πάντα και να γευτεί όλους τους καρπούς, δίχως αναστολές και ηθικούς ενδοιασμούς, αφού «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται».

Δεν χρειάζεται βέβαια πολύς χρόνος για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτή η απομάκρυνση από το Θεό και η προσωπική αυτονόμηση όχι μόνο δεν προσφέρει στον άνθρωπο χαρά και εσωτερική πληρότητα αλλά καταθλιπτικά περιορίζει και συνθλίψει τη ζωή του. Γι᾽ αυτό ο αυτονομημένος και εγωιστής άνθρωπος, ο αυτοθεούμενος και αυτολατρευόμενος καταντά να ζει ανελεύθερα. Οι απολαύσεις του γίνονται πόνος. Οι ηδονές του καταλήγουν σε οδύνες. Οι χαρές του είναι άγευστες. Η ζωή του όλη είναι μια κατάθλιψη χωρίς νόημα και ενθουσιασμό.

Με άνεση κατανοούνται οι παραπάνω αλήθειες εάν προχωρήσουμε στα λόγια της ευχής του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, τα οποία μας παρουσιάζουν ένα σύμπλεγμα παθών, αρνητικών στοιχείων της πνευματικής ζωής, που απομακρύνουν τον άνθρωπο από την οδό του Ευαγγελίου και την εργασία των αρετών του Αγίου Πνεύματος. Σημειώνει, επικαλούμενος τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής του», ο όσιος πατήρ: «Πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως», δηλαδή μη μου δώσεις Κύριε πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας.

Όπως εύκολα διαπιστώνουμε τα πάθη αυτά: η αργία, η περιέργεια, η φιλαρχία, και η αργολογία, είναι πάθη της καρδιάς και όχι του σώματος. Κι αυτό πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα, αποδεχόμενοι ότι το κείμενο της Ευχής του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, καθώς και ολόκληρη η παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δεν δίνει πρωτεύουσα σημασία στα αμαρτήματα της σάρκας, όπως λανθασμένα νομίζουμε, αλλά στα αμαρτήματα της ανθρώπινης καρδιάς. Εκεί δίδονται οι λεπτές πνευματικές μάχες και από τη διάκριση αυτή εξαρτάται το δράμα της απώλειάς μας η η ομορφιά της σωτηρίας μας.

Πνεύμα αργίας

Η πρώτη προς αποφυγή πνευματική ασθένεια που παρουσιάζεται είναι η αργία, η οποία όπως μας διδάσκουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας είναι η πηγή κάθε κακίας και η θύρα από την οποία μπαίνουν οι δαίμονες στην καρδιά του ανθρώπου. Γι᾽ αυτό εν επιγνώσει παρακαλούμε τον Θεό να μην μας δώσει πνεύμα αργίας, που αυτόματα σημαίνει ότι δεν επιθυμούμε να γίνομε άπρακτοι, οκνηροί, νωθροί, αδρανείς η αδιάφοροι.

Η αργία, όπως και κάθε πνευματικό παράπτωμα, μας απομακρύνει από το Θεό, κυρίως όμως συνιστά μια βασική άρνηση της κλήσεώς μας και απόρριψη της ευθύνης μας να διακονήσουμε ως συνδημιουργοί του Θεού. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσίν Του. Επομένως, ο άνθρωπος, επί τη βάσει των προδιαγραφών του, δημιουργεί και εργάζεται όπως τον Δημιουργό Θεό. Ο χριστιανός δεν ζει απλά μέσα στη δημιουργία, αλλά εργάζεται γι᾽ αυτήν, τη φροντίζει και έχει αναλάβει την διαχείρησή της, μια ευθύνη αρκετά υψηλή και επίπονη, παράλληλα όμως και τιμητική εφόσον κανένα άλλο δημιούργημα δεν έχει αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα.

Με αυτά τα δεδομένα αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε παθητικότητα και αδράνεια, κάθε μορφής αργία και αδιαφορία είναι φαινόμενα ξένα προς το πνεύμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και προς το ήθος της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο χριστιανός οφείλει να καταθέτει καθημερινά την μαρτυρία του, που πρέπει να είναι μαρτυρία δυναμική, έμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχική στο δημιουργικό έργο του Θεού. Πόσο δυσάρεστο είναι το γεγονός να επιτρέπουμε η να αποδεχόμαστε ως πρόσωπα αλλά και ως κοινωνία η αργία να γίνεται τρόπος ζωής. Ως πρόσωπα, δυστυχώς, δεν επιθυμούμε να εργαζόμαστε, δεν χαιρόμαστε τη δουλειά, δεν έχουμε τον πόθο να μετέχουμε στην δημιουργία του κόσμου και στην ζωή του πλησίον. Κι αυτό συμβαίνει σε τέτοια βαθμό ώστε το μεγάλο αστικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα είναι το τι θα κάνουμε τις ελεύθερες ώρες μας, γεγονός που δηλώνει ότι ταυτίζουμε τη ζωή μας με την ξεκούραση, την αργία και την απόλαυση.

Από την άλλη πλευρά η καταναλωτική κοινωνία μας έχει την τάση να μειώνει την εργασία, να αυξάνει την απόλαυση, να εξαφανίζει σχεδόν την δημιουργηκότητα του ανθρώπου και το χειρότερο να μεταποιεί τις εορτές της Εκκλησίας μας σε αργίες, που λειτουργούν ως ευκαιρίες ξεκούρασης, εκτόνοσης, διασκέδασης και απόλαυσης. Έτσι με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η Κυριακή και σχεδόν όλες οι εκκλησιαστικές εορτές για πολλούς από τους συνανθρώπους μας έχουν χάσει το σκοπό και το νοημά τους, αφού αργούμε αλλά δεν εορτάζουμε, ξεκουραζόμαστε σωματικά αλλά ασθενούμε πνευματικά. Και βέβαια ο άνθρωπος του Θεού εορτάζει αλλά δεν αργεί γιατί η αργία είναι σημείο απομόνωσης, εγωισμού και εσωστρέφειας ενώ η εορτή είναι κοινωνία με τη χαρά του Θεού, τη χαρά των Αγίων και της Εκκλησίας.

Πνεύμα περιεργείας

Η αργία ως απραξία αναπόφευκτα οδηγεί στην περιέργεια. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια ο Απόστολος Παύλος καυτηριάζει την περίπτωση των γυναικών εκείνων που είχαν περιέργεια σημειώνοντας ότι «και αργαί.... ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα». Είναι σαφές και μόνο από τους λόγους του Αποστόλου ότι η περιέργεια είναι ένα πάθος που εκφράζει την εσωτερική ακαταστασία και αταξία αυτού που το έχει. Γιατί ο περίεργος είναι συνεχώς συγχυσμένος, ανήσυχος και ταραγμένος. Διακατέχεται από επιπολαιότητα, αταξία, ανευθυνότητα, παραμονή στην επιφάνεια των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο περίεργος χάνει την προσοχή του, διασπά και εκδαπανά το νου και την καρδιά του σε αλλότρια και μη σπουδαία πράγματα, με αποτέλεσμα να χάνει την πορεία του προς τον ουρανό, να εκτροχιάζεται από το δρόμο του Ευαγγελίου, να ματαιοπονεί, και να εγκλωβίζει την καρδιά του σε ανούσια και ανώφελα θέματα.

Πέραν τούτων όμως η περιέργεια δηλώνει ότι ως άνθρωποι δεν έχουμε γνώση του εαυτού μας, γι᾽ αυτό με άνεση εγκαταλείπουμε τα δικά μας θέματα, τα προβλήματά μας, τα πάθη μας και τις αμαρτίες μας, τις υποχρεώσεις μας και τις εργασίες μας και με τρόπο αυθάδη και κυνικό εισερχόμαστε στη ζωή των άλλων. Έτσι, το πάθος αυτό της ψυχής μας αιχμαλωτίζει στον πειρασμό της κρίσεως και της κατακρίσεως, του χλευασμού και της γελειοποιήσεως των άλλων, αφού δεν εργαζόμαστε για τους άλλους, αλλά περιεργαζόμαστε τους άλλους.

Πνεύμα φιλαρχίας

Το να εγκαταλείπει κανείς τον εαυτό του και να ασχολείται με αλλοτρια πράγματα είναι καθαρά δείγμα εγωισμού. Για το λόγο αυτό το επόμενο πάθος που παρακαλούμε τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να απαλλαγούμε είναι η φιλαρχία. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας μη μοι δως».

Η φιλαρχία είναι η οίηση, η υπερηφάνεια, η φιλοδοξία για αρχηγία, η δίψα για εξουσία και η αγωνία για καταδυνάστευση. Πρόκειται για ένα πάθος που κυριεύει τον άνθρωπο όταν αυτός χάσει την αυτογνωσία του και την κυριαρχία πάνω στον εαυτό του. Μάλιστα η φιλαρχία συνιστά το αποτέλεσμα των δύο παθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως: της αργίας και της περιεργείας, γιατί οι αργοί και οι περίεργοι επιθυμούν να καλύψουν την ένδειά τους και τα εσωτερικά τους κενά με το να θέλουν να γίνουν φίλαρχοι. Αιχμαλωτίζονται σε μια ζωή που φθείρεται στην αργία και την οκνηρία, ενώ παράλληλα εγκλωβίζονται στην περιέργειά τους για τα θέματα των άλλων κι αυτή η νοσηρή κατάσταση αναπόφευκτα οδηγεί στην απομόνωση, στην ευτέλεια, στην υπερηφάνεια, στον εγωισμό, στην φιλαυτία και στην φιλαρχία.

Η αργία, η περιέργεια και η φιλαρχία κλονίζουν τη σχέση μας με το Θεό και τον πλησίον. Κι όταν αυτή η σχέση διαστρέφεται «τότε αναγκαστικά ωθούμαστε να αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα πρόσωπα των άλλων και στο πρόσωπο του Θεού. Η ζωή μας χωρίς Θεό η δίχως άφθαρτα αγαθά, εκ των πραγμάτων θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική και αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι θα πρέπει να γίνονται τα μέσα για τη δική μας αυτοϊκανοποίηση η φιλοδοξία. Αν ο Θεός δεν είναι ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, τότε το εγώ μας είναι αυτό που θα γίνει ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, το απόλυτο κέντρο του κόσμου μας, το μοναδικό μέτρο όλων των πραγμάτων, με βάση τις δικές μας ανάγκες, ιδέες, επιθυμίες και κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μας αμαρτία στις σχέσεις μας με τους άλλους, αφού συνήθως απαιτούμε την υποταγή των άλλων σε μας».

Ωστόσο, η φιλαρχία συνιστά τελείως διαφορετική έννοια από αυτήν της αρχής. Η φιλαρχία είναι η νοθευμένη και διεστραμμένη μορφή της αρχής. Γιατί η αρχή είναι χάρισμα που προέρχεται από την κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν δημιουργία του ανθρώπου. Κατά την Ορθόδοξη Θεολογία το να άρχουμε είναι διακονία, είναι θυσία είναι προσφορά και ευλογία. Ο άρχων χαίρεται τους καρπούς του πόνου και της θυσίας και όχι τη δόξα του αξιώματός του, ενώ επιδιώκει τη φροντίδα και τη μέριμνα για όλους τους άλλους αγνοώντας την δική του απόλαυση, άνεση και ξεκούραση. Γι᾽ αυτό πολύ σοφά θα σημειώσει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ουκ έστι κακόν το άρχειν, αλλ᾽ η φιλαρχία, ουδέ η δόξα αλλ᾽ η φιλοδοξία και χείρων ταύτης κενοδοξία».

Πνεύμα αργολογίας

Το τελευταίο πνευματικό εμπόδιο που αναφέρεται στην ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η αργολογία. Και αναφέρεται στο τέλος των προς αποφυγήν παθών όχι διότι είναι υποδεέστερο των άλλων αλλά ακριβώς διότι η αργολογία είναι το πιο διαδεδομένο πνευματικό νόσημα των ανρθώπων, ακόμη και των ανθρώπων της Εκκλησίας.

«Αργολογία σημαίνει να φλυαρούμε υπέρμετρα η απεριόριστα, να εκστομίζουμε λέξεις που δεν είναι λόγοι καρδιάς, να λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, ευτράπελους, κατακριτικούς, άσαρκους και ανεύθυνους, χωρίς επίγνωση και σεβασμό στον άνθρωπο και τη ζωή του. Ο λόγος ασφαλώς είναι από τα πιο χαρακτηριστικά θεία χαρίσματα του ανθρώπου, που μπορεί όμως να διαστραφεί και να μεταστραφεί σε τρομακτικό κίνδυνο, σε όπλο καταστροφικό, αφού μπορεί να γίνει συκοφαντία, κατάκριση, ύβρη, βλασφημία, αίρεση κι έτσι να οδηγήσει στην πτώση και την καταδίκη τον άνθρωπο. Ο λόγος όταν δεν χωρίζεται από την θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του είναι λόγος παρακλήσεως, επικλήσεως, ικεσίας, δοξολογίας και ευχαριστίας, όταν όμως χωριστεί από το Θεό τότε μπορεί να καταντήσει λόγος αργός και να γίνει ακριβώς αργολογία».

Οι πατέρες της Εκλκησίας μας και κυρίως οι πατέρες της ασκήσεως όχι μόνο δεν αγαπούσαν την αργολογία αλλά αντιθέτως χρησιμοποιούσαν τον λόγο όταν αυτό που επρόκειτο να πουν ήταν πιο πολύτιμο από τη σιωπή. Γι᾽ αυτό εκείνο που εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι η διδασκαλία των λόγων αλλά η διδασκαλία των έργων, δηλαδή η μαρτυρία της ζωής μας την οποία τόσο έχει ανάγκη η σημερινή κοινωνία μας.

Η παράκληση που απευθύνουμε στο Θεό: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως» προσβλέπει στο να μας εισαγάγει στην εμπειρία και στο βίωμα της Εκκλησίας και όχι στη θεωρία και στο στεγνό συναίσθημα, που δεν αναζωογονούν την ψυχή και δεν μεταμορφώνούν τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό στη συνέχεια της ευχής παρακαλούμε το Θεό, τον «Κύριο και Δεσπότης και Βασιλέα της ζωής μας», να μας χαρίζει «πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης», στοιχεία απαραίτητα για την εν Χριστώ μεταμόρφωση του ανθρώπου.

Πνεύμα σωφροσύνης

Η πρώτη από αυτές τις αρετές που προτείνεται είναι η σωφροσύνη που σημαίνει «να έχει κανείς σώο φρόνημα, σεμνότητα, κοσμιότητα, νηφαλιότητα, σοφία, εγκράτεια, ακεραιότητα, αγνότητα ψυχής και σώματος. Η σωφροσύνη είναι το αντίδοτο της αλογίας, της παραφροσύνης, της αθεΐας, της ακολασίας, της ρυπαρότητας και της αθλιότητας, με τα οποία είναι πλήρης ο οίκος του άφρονος ανθρώπου και δι᾽ αυτού πλήρης ο οίκος της αλόγου κοινωνίας μας».

Ο σημερινός κόσμος φαίνεται να απεχθάνεται την σωφροσύνη, γι᾽ αυτό επιδιώκει μόνο την άνεση, επικροτεί τον πολιτισμό των απολαύσεων, της ευμάρειας και της ευημερίας, επιδιώκει σκανδαλωδώς τις ηδονές της σάρκας και ανέχεται την διαστροφή του καταναλωτισμού. Λείπει παντελώς από τον κόσμο μας η εγκράτεια, η νηστεία, το μέτρο, δηλαδή η σωφροσύνη. Γι᾽ αυτό ο άνθρωπος καλείται δια της επικλήσεως: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου χάρισαί μοι τω δούλω πνεύμα σωφροσύνης», που σημαίνει ότι «καλείται να απαλλαγεί από ακάθαρτους και αισχρούς λογισμούς, από σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος, από κάθε απρεπές βλέμμα και άτακτο γέλιο, από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή». Και τονίζεται ιδιαίτερα η αποχή από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή διότι όπως προαναφέρθηκε η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου έχει να κάνει με την καλλιέργεια του έσω ανθρώπου. Εξάλλου, σωφροσύνη δεν είναι μόνο η αποχή από την πορνεία και τα σαρκικά αμαρτήματα, αλλά η αποχή όλων των κακών επιθυμιών και παθών, όπως είναι η φιλοχρηματία, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η εσωστρέφεια και γενικά όλα τα πάθη που μας απομακρύνουν από το Θεό και μειώνουν την αγάπη μας για τον πλησίον.

Πνεύμα ταπεινοφροσύνης

Για να υπάρξει σωσφροσύνη πρέπει απαραίτητα να υπάρχει ως βάση η ταπεινοφροσύνη και αντίθετα δεν μπορεί να υπάρξει ταπεινοφροσύνη δίχως την προϋπόθεση της σωφροσύνης. Είναι δύο αρετές αλληλένδετες και άμεσα συνδεδεμένες όπως το φως με τη θερμότητα. Όπου υπάρχει φως υπάρχει και θερμότητα και όπου υπάρχει θερμότητα υπάρχει και φως.

Η ταπεινοφροσύνη είναι η δεύτερη στη σειρά των αρετών που επικαλούμαστε δια της ευχής του Οσίου Εφραίμ: «Πνεύμα δε σωφροσύνης και ταπεινοφροσύνης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Πρόκειται για το αντίθετο της υπερηφανείας, της αλαζονείας, της επάρσεως, της οιήσεως, της κενοδοξίας, της αυτοδικαιώσεως, του εωσφορικού εγωισμού. Η ταπεινοφροσύνη ταυτίζεται με την επίγνωση του εαυτού μας, με το αίσθημα της αμαρτωλότητάς μας, με το ταπεινό φρόνημα, που εκφράζεται και συνοδεύεται από συντριβή και μετάνοια για τα λάθη και τις αμαρτίες μας.

Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρετή που προσελκύει τη χάρη του Θεού αφού «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Οι πατέρες της Εκκλησίας μας με σαφήνεια μας διδάσκουν ότι ταπεινοφροσύνη δεν είναι απλώς και μόνο η κακουχία του σώματος, την οποία μπορεί να έχουν κάποιοι αλλά παράλληλα να μην είναι ταπεινοί.

Ταπεινοφροσύνη δεν έχει κάποιος όταν από ανάγκη η από συμφέρον ταπεινώνεται, ακόμη δεν είναι ταπεινοφροσύνη το να μεμψημιρεί κανείς με τον εαυτό του νομίζοντας ότι είναι αμαρτωλός, ενώ την ίδια στιγμή επιμένει να είναι αμετανόητος για τις αμαρτίες του και τα λάθη του. Και βέβαια ταπεινοφροσύνη δεν είναι η ταπεινοσχημία, δηλαδή το να υποδύεται κανείς την ταπείνωση. Η ταπεινοφροσύνη είναι φρόνημα καρδιακό, που σημαίνει ότι ο ταπεινός άνθρωπος αναγνωρίζει τις αρετές του και τα χαρίσματά του και τα ανάγει στο Θεό παράλληλα όμως αντιλαβμάνεται τις αδυναμίες του και τα λάθη του τα οποία δίχως καμιά δυσκολία αποδίδει στον εαυτό του.

Πνεύμα υπομονής

Καρπός της ταπεινοφροσύνης είναι η υπομονή γιατί αν δεν έχεις ταπεινοφροσύνη δεν μπορείς να υπομείνεις, να μείνεις ατάραχος και σταθερός, να ελέγχξεις τις δυνάμεις σου αλλά και τις αδυναμίες σου. Ο υπομένων είναι αυτός που καρτερικά αφήνεται στο Θεό και αναμένει να έρθει η ώρα του Θεού για να εκπληρωθεί το θέλημά Του, που είναι προς το συμφέρον της ψυχής του. Κι η ώρα αυτή του Θεού μπορεί να καθυστερήσει και να χρειαστεί πολλή υπομονή.

Με άνεση κατανοείται αυτή η μεγάλη αλήθεια αν μάλιστα θυμηθούμε την περίπτωση του παραλύτου της Βηθεσδά, ο οποίος για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια υπέμεινε το σταυρό της δοκιμασίας του. Όμως μετά από τόσα χρόνια υπομονής έφτασε η ώρα του Θεού. Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου παρακαλεί τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να μας χαρίσει, μετά από την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή. Γιατί η υπομονή είναι η δύναμη που θα βοηθήσει τον καθένα από μας να αναμένει καρτερικά την ώρα του Θεού η οποία μπορεί να είναι μετά από τριανταοκτώ χρόνια όπως συναίβει στον Παράλυτο, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι τώρα, αλλά μπορεί να είναι και πέντα λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σ᾽ αυτόν τον κόσμο.

Εξάλλου όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπερία ότι η υπομονή δοκιμάζεται στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής, στις ασθένειες, στον καρκίνο, στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, σε κάθε στιγμή που καλούμαστε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να ακολουθήσουμε το δρόμο του Θεού που είναι σταυρικός, στενός, ενδεχομένως τεθλιμένος και σίγουρα όχι άνετος.

Πνεύμα αγάπης

Η υπομονή οικοδομεί. Είναι στοιχείο καλής επικοινωνίας, συμβάλει στην προαγωγή των ανθρωπίνων σχέσεων κυρίως όμως ενισχύει το σύνδεσμο της αγάπης. Οι αρετές για τις οποίες ήδη αναφερθήκαμε κορυφώνονται και τελειώνονται με την αγάπη που είναι η τελευταία στην επίκληση του Οσίου Εφραίμ. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος της πνευματικής ζωής. Χωρίς αυτήν ο αγώνας μας είναι ατελής, δεν επιφέρει καρπούς πνευματικούς.

Η αγάπη είναι το τελευταίο χάρισμα που ζητά ο πιστός αλλά ουσιαστικά επειδή αυτή αποτελεί το επιστέγασμα των αρετών έρχεται στο τέλος για να κατανοήσουμε προσευχητικά ότι όλες οι αρετές είναι χριστιανικές και καρποφόρες ανάλογα με το βαθμό που μετέχουν και εκφράζουν την αγάπη.

Κύριο γνώρισμά της είναι η άνευ όρων θυσία του ενός για τον άλλο. Θυσία σε τέτοιο βαθμό που μόνο ο θάνατος μπορεί να περιορίσει. Ακόμη και το πρόσωπο του εχθρού πρέπει να αγαπήσουμε, αφού ο αγαπών άνθρωπος παραιτήται από κάθε δικαίωμα και κάθε διεκδίκηση και αξίωση για τον εαυτό του. Στην ασκητική φιλοσοφία η διεκδίκηση του δικαιώματος μας χωρίζει από το Θεό και μας εγκλωβίζει στον εαυτό μας γιατί αποτελεί έκφραση εγωισμού. Και βέβαια εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος που διεκδικεί μετά μανίας τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, στο βάθος αγωνίζεται για την ανισότητα. Έτσι παρατηρούμε ότι οι ισχυροί της Γης σήμερα μιλούν για ισότητα, ευημερία και ειρήνη αλλά από την άλλη ανέχονται η στη χειρότερη περίπτωση οι ίδιοι δημιουργούν την ένδοια, την φτώχεια, την πείνα, το ρατσισμό, την σπατάλη, τον πόλεμο, τον καπιταλισμό και τον πλουτισμό. Μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη με τη θυσία των άλλων αλλά όχι τη δική τους.

Τίποτε δεν υπάρχει στην Εκκλησία και στη Θεολογία που να μην πηγάζει από την αγάπη. Ο Θεός κυρίως και πρωτίστως είναι αγάπη. Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού δηλώνει την κενωτική Του αγάπη για τον άνθρωπο. Ο σταυρός είναι δείγμα θυσιαστικής αγάπης. Η ύπαρξη και η σύσταση της Εκκλησίας μας είναι δείγμα προνοητικής αγάπης. Η κάθοδος του Παναγίου Πνεύματος δηλώνει την χαρισματική αγάπη του Θεού στον κόσμο και στον άνθρωπο.

Εμείς αγιαζόμαστε και σωζόμαστε κατά χάριν μόνο όταν μετέχουμε στην αγάπη του Θεού, η οποία πρέπει να τονίσουμε δεν συνιστά ένα ιδίωμα η μια ενέργεια του Θεού αλλά το Είναι Του. Γι᾽ αυτό η Ευαγγελική αγάπη συνίσταται στο να δίνεις κυρίως τον εαυτό σου στον άλλο. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και προσθέτει παρακάτω ότι «μείζονα ταύτης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Η αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει στην απομόνωση αλλά προϋποθέτει τον άλλο, τον πλησίον. Κι όποιος αγαπά προσλαμβάνει τον πλησίον, ενστερνίζεται τη ζωή του και δίνει αυτό που είναι και όχι αυτό που έχει.

Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου

Για να αποκτήσει κάποιος την αγάπη πρέπει να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του εις βάθος και να σταματήσει να ασχολείται με τους άλλους. «Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου» είναι το τελευταίο μέρος των ικεσιών προς το Θεό της προσευχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η αναφορά αυτή είναι μία έμεση νύξη για μετάνοια και συγχώρηση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η ευχή του Αγίου Εφραίμ, ακούγεται για πρώτη φορά στον Κατανυκτικό Εσπερινό, την Κυριακή της Τυρινής, που είναι γνωστή σε όλους τους χριστιανιούς ως η Κυριακή της συγχώρησης.

Είναι σαφές ότι η στροφή στον εαυτό μας η οποία πραγματοποιείται με την όραση των εμών πταισμάτων, αποτελεί την αρχή της σωτηρίας, γιατί βλέποντας τον πραγματικό μας εαυτό που είναι αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και αδυναμίες, συνειδητοποιούμε ότι το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι το έλεος και η φιλανθρωπία του Θεού. Όποιος αγνοεί τα δικά του σφάλματα είναι τυφλός πνευματικά. Οποιος κατακρίνει τον αδελφό του σημαίνει πως βλέπει μόνο τα σφάλματα του πλησίον και όχι τα δικά του και επομένως έχει φρόνημα φαρισαϊκό. Ακόμη κι αν διαπιστώνουμε λάθη και αδυναμίες στον άλλο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο πλησίον δεν είναι ο άγνωστος, ο ξένος, ο εχθρός, ο αντίδικος αλλά ο αδελφός μας, ο φίλος μας. Είναι η χαρά μας. Ο πλησίον είναι το μέσο για να δούμε το Θεό και να γευτούμε την τρυφή του Παραδείσου. Η κρίση και η κατάκριση εκφράζουν εωσφορικό εγωισμό και εσωτερική ακαταστασία. Είναι δείγμα αυθάδειας και ελειψης σεβασμού προς το Δημιουργό, αφού εμείς επιχειρούμε να οικειοποιηθούμε το έργο της κρίσεως που ανήκει στο Θεό, ένα έργο το οποίο γίνεται εγκληματικό όταν περιορίζεται στα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Γιατί ο Θεός είναι μεν κριτής, αλλα στην κρίση Του υπερισχύει η αγαθότητα και όχι η δικαιοσύνη.
Κατά συνέπεια το βάρος σύμφωνα με τον συγγραφέα της ευχής πέφτει στο να βλέπουμε τα δικά μας πταίσματα και όχι του πλησίον που είναι ο αδελφός μας. Πρωταρχικό και επείγον είναι να αποκτήσουμε επίγνωση και αυτομεμψία, να αποκτήσουμε την ευλογημένη αρετή του αυτοελέγχου των αδυναμιών και αμαρτιών μας. Είναι σωτήριο να μην κατακρίνουμε. Ακόμη και αν με τα ίδια μας τα μάτια δούμε κάποιον να αμαρτάνει ας μην τον καταδικάσουμε αλλά ας καλύψουμε στοργικά και σιωπηλά το σφάλμα του αδελφού μας. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η αναφορά του Γεροντικού: «Έλεγον περί του Αββά Μακαρίου ότι γέγονε θεός επίγειος, ότι ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακάριος, σκεπάζειν τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων».

Ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων

Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής θα ακούγεται καθημερινά στους Ορθόδοξους ναούς μας πολλοί δε από μας θα την ψελλίζουν με το στόμα και θα την αισθάνονται με την καρδιά τους. Η ευχή αυτή εκφράζει το ασκητικό φρόνημα που πρέπει να έχουμε αυτή την περίοδο και περικλείει το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας μας. Θα πορευθούμε μέχρι τη Ανάσταση έχοντας συντροφιά αυτή την ευχή και καθημερινά θα παρακαλούμε το Θεό να μας ελεήσει με την απαλλαγή των παθών και να μας ευλογήσει με τη δωρεά των αρετών.

Η ευχή ολοκληρώνεται με την προσφορά της ευχαριστίας προς τον Θεό: «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων». Και είναι σα να λέει ο Όσιος Εφραίμ: μετά την ικεσία μου να απαλλαγώ από τα πάθη της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας και της αργολογίας, μετά από τη θερμή μου παράκληση να βιώσω το υπόλοιπο της ζωής μου με σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη, και όταν τελικά καταφέρω να έλθω εις εαυτόν και αρχίσω να βλέπω τα εμά πταίσματα δίχως να κατακρίνω τον αδελφό μου, τότε θα είμαι έτοιμος εν ευγνωμοσύνη πολλή να ευχαριστήσω και να δοξολογήσω το Θεό λέγοντας «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων».

Ο Χριστός είναι ο Κύριος και Δεσπότης και Βασιλεύς της ζωής μας, είναι όμως και «ο ευλογητός των αιώνων». Κι αυτό είναι σημαντικό διότι για να φτάσει κάποιος να χαρακτηρίζει έτσι το Θεό σημαίνει ότι έχει αρχίσει την πνευματική του εργασία και πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας για τα πλήθη των πεπραγμένων του δεινών. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ευχή αρχίζει αλλά και τελειώνει με το όνομα του Θεού. Έτσι και ο κάθε πιστός αρχίζει την εν επιγνώσει πορεία του προς το Θεό, με το Θεό, ο οποίος αποτελεί έκφραση της βεβαιότητας και ελπίδα για τη σωτηρία του.

Τον Θεό φωνάζουμε, Αυτόν ποθούμε, επιθυμούμε να μας αποκαλυφθεί, προσβλέπουμε να γίνει ο ελευθερωτής μας, παρακαλούμε να πλουτίσει τη φτώχεια μας και να μας γεμίσει με χαρά ανεξάντλητη, όπως είναι η χαρά της Αναστάσεως, γιατί Αυτός είναι «ο ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων».

Αμήν.

Πηγή: amen.gr


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Απρ 11, 2013 10:05 am

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ



῾Η Σαρακοστή εἶναι ἡ περίοδος πού φέρνει τόν χριστιανό στά σύγκαλά του, ἀφοῦ τόν κάνει νά ζεῖ τήν ζωή τοῦ συνεποῦς χριστιανοῦ: τοῦ ἐν μετανοίᾳ εὑρισκομένου, τοῦ ἐγρηγορότος πού βρίσκεται σέ διαρκή σχέση μέ τόν Θεό καί ἐξάρτηση ἀπό Αὐτόν. ῾Η Σαρακοστή λοιπόν εἶναι ἡ περίοδος ἀνανήψεως, τό λουτρό καθάρσεως τοῦ χριστιανοῦ πού τόν ἀπομακρύνει ἀπό τίς φαντασιώσεις καί τίς πλάνες τῆς ζωῆς αὐτῆς. ῾Η Σαρακοστή δηλαδή εἶναι ἡ περίοδος προσγειώσεως τοῦ χριστιανοῦ στήν πραγματικότητα: τόν κάνει νά βλέπει τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο ὅπως εἶναι ἀληθινά.
῾Η εὐχή τοῦ ὁσίου ᾽Εφραίμ τοῦ Σύρου φανερώνει τό πνεῦμα αὐτό τῆς Σαρακοστῆς. ᾽Αναφέρεται στόν ἀγώνα τοῦ χριστιανοῦ νά ἀποβάλει τά πάθη του καί νά ἐνδυθεῖ τίς ἀρετές.
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ σχολιασμός τῆς εὐχῆς μέ τήν βοήθεια τῶν ἀσκητικῶν ἰδίως Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι, πιστεύουμε, ἔργο σημαντικό.

῾Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας,
φιλαρχίας καί ἀργολογίας, μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης,
χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε βασιλεῦ,
δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα
καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου,
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
᾽Αμήν᾽.

(α) ῾Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου᾽.
῾Ο Χριστός εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ Δεσπότης τῆς ζωῆς μας.

῎Ηδη ἐξαρχῆς ἡ εὐχή μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου καί Δεσπότου δίνει τό στίγμα τοῦ προσευχομένου. Πρόκειται γιά τόν πιστό χριστιανό, ὁ ὁποῖος βλέπει τόν ἑαυτό του στήν θέση τοῦ δούλου ἔναντι τοῦ Κυρίου του. ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός γιά τόν προσευχόμενο δέν εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἕνας μεγάλος φιλόσοφος ἤ κάποιος κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ἀλλά ὁ Κύριος καί ὁ Δεσπότης τῆς ζωῆς του. ῎Ετσι ἡ ἐπίκληση αὐτή τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ὅτι ὁ προσευχόμενος εἶναι μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀφοῦ μόνο γιά τήν ᾽Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί συνεπῶς ὁ Κύριος αὐτῆς. ῞Οπως τό ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: (Πιστεύω) ῾καί εἰς ἕνα Κύριον, ᾽Ιησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ᾽. ῾Η ἀποδοχή λοιπόν τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μας ἀποκαλύπτει τήν πίστη στήν θεότητά Του.
῾Η κυριότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ βεβαίως κυριότητα ἐπί τῶν πάντων. Καί ἐπί τῆς δημιουργίας καί ἐπί τῆς ἱστορίας καί ἐπί τῶν καρδιῶν τοῦ ἀνθρώπων. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου - ῾πάντα δι᾽ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε᾽ (᾽Ιωάν. 1, 3) – Αὐτός εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου πού εἰσῆλθε καί ὡς ἄνθρωπος μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία - ῾ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός Κύριος᾽ (Λουκ. 2, 11) – Αὐτός εἶναι ὁ κύριος τῆς καρδιᾶς μας - ῾υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν᾽. Κατά συνέπεια ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τό βάθος τοῦ σύμπαντος, δηλαδή πίσω ἀπό ὅλα στέκει ᾽Εκεῖνος, καί ἄρα ὅλα εἶναι δικά Του.
᾽Ενῶ ὅμως ὅλα δικά Του, δέν ἐκβιάζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αφήνει τό λογικό αὐτό πλάσμα Του ἐλεύθερα νά ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμά Του, ὥστε νά ἀποδεχθεῖ μόνο του τήν κυριότητα καί στήν δική του ζωή. Καί τοῦτο γιατί ἡ κυριότητα τοῦ Θεοῦ δέν λειτουργεῖ σάν τήν ἀνθρώπινη ἐξουσία: κατακτηκτικά καί ἐγωϊστικά. ῾Ο Θεός ῾κατακτᾶ᾽ τόν ἄνθρωπο ἀρχοντικά, κατά τήν ἔκφραση τοῦ γέροντα Παϊσίου, δηλαδή μέ τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη πού τοῦ δείχνει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀποκορύφωση τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός Του. Στόν Σταυρό ἐπάνω ὁ Χριστός εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός πού ἀφήνεται ἀδύναμος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν Του. Κι αὐτή ἡ φαινομενική λόγω ἀγάπης ἀδυναμία Του ἀποτελεῖ τόν μαγνήτη πού ἑλκύει πρός ᾽Εκεῖνον ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. ῾Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν᾽ (᾽Ιωάν. 12, 32).
Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως! ᾽Εξακολουθοῦν καί ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι πού μένουν τυφλοί στήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Δημιουργοῦ τους καί Τόν ἀφήνουν ἔξω νά κρούει τήν θύρα τῆς καρδιᾶς τους. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽ (᾽Αποκ. 3, 20). Κι αὐτοί βεβαίως γίνονται ἀποδεκτοί ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά χωρίς νά ἔχουν τήν δυνατότητα πιά νά γευθοῦν τήν γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του, γεγονός πού συνιστᾶ τήν κόλασή τους. Αὐτή εἶναι ἡ ῾κόλαση᾽ τοῦ Θεοῦ στά πλάσματά Του: ἡ ἀδιάκοπη ἀγάπη Του πρός αὐτά, χωρίς ἐκεῖνα νά μποροῦν νά ἀνταποκριθοῦν σ᾽ αὐτήν. ῾Η κόλασή τους ἔτσι γίνεται καί ὁ δικός Του πόνος! Γιατί ἡ ἀγάπη πάντα συμπάσχει μέ τόν πονεμένο κι ἀγάπη τέλεια καί ἀπόλυτη εἶναι ὁ Θεός μας. ῞Ωστε ἡ κυριότητα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ λειτουργεῖ μέσα σέ ῾περιοριστικά᾽ γι᾽ Αὐτόν πλαίσια: τά πλαίσια τῆς ἀγάπης! ῾Εἰς τά ἴδια ἦλθε᾽, γράφει ὁ Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης, ῾καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον᾽ (᾽Ιωάν. 1, 11).
Στό σημεῖο αὐτό δίνεται ἀπάντηση καί σ᾽ ἕνα εὔλογο ἐρώτημα πού πιθανόν δημιουργεῖται ἀπό τούς χαρακτηρισμούς ῾Κύριος᾽ καί ῾δοῦλος᾽: Μά ὁ Θεός θέλει τούς ἀνθρώπους δούλους; ῎Εχει ἀνάγκη Αὐτός νά εἶναι ὁ Κύριος πού νά ἔχει τά δουλικά Του; ᾽Ακριβῶς λοιπόν μέ τίς παραπάνω ἐπισημάνσεις φαίνεται ὅτι ἡ σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου ὡς σχέση Κυρίου καί δούλου δέν κατανοεῖται κατά τά ἀνθρώπινα σχήματα. ῾Ο Χριστός ἐνῶ εἶναι Κύριος ὅλων, γίνεται προσωπικά Κύριος μόνον ἐκείνων πού Τόν ἀποδέχονται μέ πίστη καί ἀγάπη. ᾽Απόδειξη: ὅσοι γίνονται δοῦλοι Του, ὅσοι δηλαδή Τόν πιστεύουν, τούς κάνει υἱούς Του καί τούς δίνει τήν ἱκανότητα νά Τόν ζοῦν καί νά Τόν βλέπουν ὡς Πατέρα, ἀδελφό καί φίλο τους. ῾῞Οσοι ἔλαβον αὐτόν᾽, σημειώνει καί πάλι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ῾ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽ (᾽Ιωάν. 1, 12).
Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι τήν προσευχή αὐτή μπορεῖ νά τήν πεῖ μόνον ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτός εἶναι τό μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας. Εἶναι σαφῆ ἐν προκειμένῳ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽ (Α´ Κορ. 12, 3). Πράγματι, κατά τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἄν δέν ἐνισχυθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά δεῖ τί εἶναι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός στήν πραγματικότητα: Θεός τέλειος καί ἄνθρωπος τέλειος. Καί τοῦτο γιατί ἔργο τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ὁ Κύριος ἔσωσε τόν κόσμο γενικά καί ἀντικειμενικά, τό ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού μᾶς οἰκειώνει προσωπικά τό γενικό αὐτό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Τί σημαίνει ὅμως ὁμολογία ἐν ἁγίῳ Πνεύματι τῆς κυριότητος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ; ῾Ο ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής διευκρινίζει στό 39ο κεφάλαιο τῶν 400 κεφαλαίων του περί ἀγάπης: ῾῾Ο τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ρυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽. Δηλαδή: ῾Αὐτός πού μπόρεσε νά ἀποκτήσει τέλεια ἀγάπη καί ρύθμισε ὅλη τήν ζωή του πρός αὐτήν, αὐτός ὁμολογεῖ ὡς Κύριο τόν ᾽Ιησοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽. ῎Ετσι ἡ ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου στήν βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, ἀποδεικνύει τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν καί ἄρα καί τήν ἀποδοχή τοῦ ᾽Ιησοῦ ὡς Κυρίου τῆς ζωῆς του. ῾Η κυριότητα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει θεωρητικό χαρακτήρα. ῾Η προσαρμογή τῆς ζωῆς μας στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς ὁμολογίας μας περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καί Κυρίου μας. ῎Ετσι ἡ κυριότητα τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τοῦ πιστοῦ βαίνει αὐξανομένη στόν βαθμό πού ὁ πιστός τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου Του, ζεῖ δηλαδή ἐν μετανοίᾳ.
Κι ὅταν μιλᾶμε γιά τήν τέλεια ἀγάπη πού μνημονεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος μιλᾶμε ἀσφαλῶς γιά τήν ἀγάπη ἐκείνη τοῦ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης στήν Α´ καθολική ἐπιστολή του: ῾ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον᾽ (4, 18). Μία ἀγάπη δηλαδή πού προϋποθέτει τήν κάθαρση ἀφενός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλα τά ψεκτά πάθη καί τήν ταύτισή του ἀφετέρου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως μάλιστα τό ὁρίζει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς: ῾Τῶν καθαρισθέντων (ἐστίν) ἡ τελεία ἀγάπη, ἐν οἷς οὐκέτι ἐστίν ἔννοια φόβου τινός, ἀλλ᾽ ἔκκαυσις ἄπαυστος καί κόλλησις τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεόν διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος κατά τόν λέγοντα ῾᾽Εκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω μου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου᾽. Δηλαδή: ῾Τῶν καθαρισμένων γνώρισμα εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη. Σ᾽ αὐτούς δέν ὑπάρχει πλέον σκέψη κανενός φόβου, ἀλλά ἄπαυστη θέρμη καί προσκόλληση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ αὐτόν πού λέγει ῾προσκολλήθηκε ἡ ψυχή μου σ᾽ ᾽Εσένα καί μέ ἔχει πιάσει τό δεξί σου χέρι᾽. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο τόν Χριστό Τόν ὁμολογεῖ ὡς Κύριο μόνον ἐκεῖνος πού ἔγινε σάν Αὐτόν καί Τόν ἔχει παρόντα καί λαλοῦντα στήν καρδιά του.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Απρ 12, 2013 9:01 am

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (2)



β) ῾Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας
μή μοι δῷς᾽.
῾Υπάρχει ἕνα πλέγμα παθῶν πού καί ὡς διάθεση ἀκόμη ἀποτελεῖ ἄρνηση γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Τέτοια πάθη ἀρνητικά εἶναι ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία καί ἡ ἀργολογία.

῾Ο ὅσιος ᾽Εφραίμ εἶναι βαθύς γνώστης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γνωρίζει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁποιαδήποτε ἀμέλεια τοῦ ἀνθρώπου σχετικά μέ τήν πνευματική ζωή ἀνοίγει τόν δρόμο γιά νά σκηνώσουν στήν ψυχή ὅλα τά ψεκτά πάθη. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἄνθρωπος ὅσο βρίσκεται στόν κόσμο αὐτό εἶναι ἐκτεθειμένος στίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, πού ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽ (Α´Πέτρ. 5,8), ὅπως καί εὔκολα προσκλίνει στήν ἀνυπακοή στόν Θεό λόγω ῾τῆς οἰκούσης ἐν αὐτῷ ἁμαρτίας᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἐξαρτώντας ὁ πιστός τόν ἑαυτό του ἀπό τόν Θεό-Χριστό, ὅπως ἐξηγήσαμε, ζητᾶ ἀπό Αὐτόν ὡς χάρη τήν ἀποφυγή τοῦ πνεύματος τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας.

῾Η ἀργία

Τό πρῶτο πάθος λοιπόν πού ζητᾶ νά ἀποφύγει ὁ πιστός εἶναι τό πάθος τῆς ἀργίας. Θέ λέγαμε μάλιστα ὅτι ἰδιαιτέρως σήμερα ἔχει σημασία ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα τῆς ἀργίας, ἀφοῦ ὁ σύγχρονος πολιτισμός τείνει νά δημιουργήσει, μᾶλλον ἔχει δημιουργήσει, ἕναν τύπο ἀνθρώπου πού ὡς κύριο χαρακτηριστικό του ἔχει τήν ἀργία. ῞Ολα τά στοιχεῖα γύρω μας τό ἐπιβεβαιώνουν: ἀγωνιζόμαστε οἱ ἄνθρωποι νά περιορίσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τίς ἐργάσιμες ἡμέρες καί νά αὐξήσουμε τίς ἡμέρες ἀργίας• θεωροῦμε ὡς δικαίωμα ἱερό, γιά τό ὁποῖο εἴμαστε ἕτοιμοι καί νά θυσιασθοῦμε, τήν κατάκτηση ὁρισμένων ἡμερῶν ὡς ἡμερῶν ἀργίας• ἐπιζητοῦμε γενικῶς αὔξηση τῶν ἀποδοχῶν μας, ἀλλά μέ ταυτόχρονο περιορισμό τῆς ἐργασίας μας. Τά χαρακτηριστικά αὐτά τά διαπιστώνουμε δυστυχῶς καί στόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς παιδείας. Κι εἶναι εὔλογο: τά παιδιά προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τούς μεγάλους, ἐνῶ ἡ ἀγωγή πού παίρνουν ἐκφράζει τόν τύπο ἀνθρώπου πού κυριαρχεῖ στούς μεγάλους. ῎Ετσι φυσιολογικά πιά τά παιδιά καί οἱ νέοι θέλουν βαθμούς χωρίς ὅμως καί νά μελετοῦν, ἀγωνίζονται γιά τό ῾δικαίωμα᾽ τῆς...κοπάνας ἀπό τά σχολεῖα ἤ καί τίς καταλήψεις, θεωροῦν πολλές φορές ὅτι ὁ χρόνος στό σχολεῖο τους εἶναι χρόνος χαμένος, ἐνῶ χαρακτηρίζουν ὡς κέρδος τους τό χάσιμο τῶν ὡρῶν διδασκαλίας καί τίς ἐκδρομές.

Τί εἶναι ὅμως ἀργία; Εἶναι, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἴδια τήν λέξη, ἡ ἀπραξία, ἡ ἔλλειψη διαθέσεως γιά ἐργασία, ἄρα μία κατάσταση ραθυμίας καί τεμπελιᾶς. Εὔκολα συνεπῶς ἐπισημαίνουμε τήν προέλευσή της: πηγάζει ἀπό τήν φιληδονία, τήν ἐφάμαρτη αὐτήν κατάσταση πού μέ τήν σειρά της πηγάζει ἀπό τήν φιλαυτία, τήν μητέρα ὅλων τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν. Καί ἀντιστρόφως: ἡ φιλαυτία πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ἁμαρτίας ὡς ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου, γεννᾶ μεταξύ τῶν ἄλλων παθῶν τήν φιληδονία, ἐνῶ αὐτή μέ τήν σειρά της γεννᾶ καί τήν ἀργία, ῾τήν μητέρα πάσης κακίας᾽ κατά τήν γνωστή παροιμία. ῎Ετσι ἡ ἀργία εἶναι μία ἁμαρτωλή κατάσταση, διότι φανερώνει ἀντίθεση πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

῎Ας τό ἐξηγήσουμε περισσότερο. ῾Ο Θεός πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἕνας ῾ἐργατικός᾽ Θεός. ῾῾Ο πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 5, 17). Καί τοῦτο γιατί ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο κι ἐξακολουθεῖ νά συνεχίζει τό δημιουργικό Του ἔργο, ἀφοῦ μετά τήν δημιουργία δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἀλλ᾽ ἐξακολουθεῖ νά τόν φροντίζει καί νά τόν συντηρεῖ καί μάλιστα νά τόν διακυβερνᾶ στόν τελικό του προορισμό. ῎Ετσι ὁ Θεός μας δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό ἀνενέργητο ὄν τοῦ Θεοῦ τῶν φιλοσόφων, ἀλλ᾽ εἶναι ἕνας δραστήριος Θεός, πού ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη Του, πέρα ἀπό τήν Οὐσία Του.

῾Η ὥς ἕνα βαθμό βεβαίως κατανόηση τοῦ Θεοῦ δίνει τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε τούς ἀνθρώπους ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἐργασία ἀνήκει στό ἀρχικό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, τό νά ἐργάζεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τήν ἀπαρχῆς πλάση του καί τήν φυσιολογική πορεία τῆς ζωῆς του. Τοῦτο φαίνεται ἄλλωστε καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀπαρχῆς ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο ῾ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν᾽ αὐτόν.

῎Ετσι ἡ ἐργασία κατανοεῖται ὡς συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ - ὁ ἄνθρωπος ἐργαζόμενος γίνεται συνεργάτης καί συν-δημιουργός μέ τόν Θεό. Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ ἐργασία ἦταν πηγή χαρᾶς καί εὐτυχίας γιά τόν ἄνθρωπο, πλαίσιο φανέρωσης τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης του, ἀφοῦ καί ὁ Θεός μέ τήν δημιουργία φανερώνει τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία Του.

Ποιό τό ἀντικείμενο ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου; ᾽Ασφαλῶς ἡ φύση, ἡ δική του καί ἡ ἔξω ἀπό αὐτόν. ῾Η ἐργασία ἀπέβλεπε δηλαδή στήν καλλιέργεια τοῦ ἴδιου ὡς αὔξηση τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ καί στήν καλλιέργεια τῆς ἔξω φύσεως, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐκφράζει τήν κυριαρχική του θέση μέσα στήν δημιουργία, μέ τήν ἔννοια βεβαίως ὄχι τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς δημιουργικῆς κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διαμορφώσεως αὐτῆς. ῾Η καλλιέργεια λοιπόν τῶν ἀρετῶν καί ἡ διαχείριση τῆς φύσεως ἦταν τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου, μέ σκοπό νά φθάσει στόν προορισμό του, τήν ἕνωση μέ τόν Θεό.

῾Η πτώση ὅμως στήν ἁμαρτία διέστρεψε μεταξύ τῶν ἄλλων τόν χαρακτήρα τῆς ἐργασίας. ῾Η ἐργασίας ἔγινε δουλεία καί ἀπό συμμετοχή στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἔγινε αὐτόνομη προσπάθεια ἐκμεταλλεύσεως τῆς φύσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στήν ἀργία μέ μία διπλή ἔννοια: α) σταμάτησε νά ἐργάζεται τήν ἔσω του φύση – δέν μποροῦσε πιά νά ἐργάζεται τίς ἀρετές, καί β) ἡ καλλιέργεια τῆς ἔξω φύσεως, ὅταν δέν σταμάτησε, ἔγινε ὑποδούλωση σέ αὐτήν. ῎Ετσι ἀργία σημαίνει πρωτίστως: σταματῶ νά ἐργάζομαι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχω διάθεση νά κάνω μέ χαρά ὁποιαδήποτε ἐργασία καί, ὅταν ἐργάζομαι, δέν σχετίζω τήν ἐργασία μου μέ τόν Θεό. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἀργία ἔχει σχέση μέ τήν ἀπώλεια τῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι ὁ ἱερέας τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ. ᾽Ενῶ μέχρι τήν πτώση δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρόσφερε μέ τήν ἐργασία του τήν φύση στόν Θεό ὡς δοξολογία Αὐτοῦ, γιατί σ᾽ ᾽Εκεῖνον ἀνῆκε, γινόμενος ἔτσι ἱερέας αὐτῆς, μετά τήν ἁμαρτία χάνει τήν ἱερατική αὐτή θέση καί, καθώς εἴπαμε, ὑποδουλώνεται στήν φύση.

῾Ο ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ ἀποκαθιστᾶ ὅμως τόν ἄνθρωπο. ᾽Ανοίγεται καί πάλι ὁ δρόμος εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ἡ ἐργασία προσφέρεται ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο ὡς δυνατότητα συμμετοχῆς στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ὡς χριστιανοί μποροῦμε καί πάλι νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὅπως καί νά βρίσκουμε νόημα καί χαρά στήν καταβολή κόπου καί ἔργου. Γιά τόν χριστιανό μάλιστα ὁ κόπος τῆς ἐργασίας περικλείει τήν ἀνάπαυση, δότι ἡ ἐργασία δέν αὐτονομεῖται, ἀλλά προσφέρεται στόν Θεό ὡς προσφορά ἀγάπης στόν συνάνθρωπο.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λέει σέ μία ἐπιστολή του: ῾εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω᾽ (Β´Τιμ. 3, 10). Πρέπει νά τό ἐννοήσουμε καί βιολογικά ἀλλά καί πνευματικά. Δέν μπορῶ νά περιμένω καμμία ἀπολαβή, ὑλική ἤ πνευματική, ἄν δέν ἐργασθῶ. ῞Οπως δηλαδή ἡ σωματική ἀργία δέν μπορεῖ νά μοῦ ἀποφέρει τά πρός τό ζῆν, ἔτσι καί ἡ πνευματική ἀργία δέν μπορεῖ νά μέ θρέψει. Καί τροφή πνευματική εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Μ᾽ ἕναν λόγο: μέ τήν ἀργία ποτέ δέν πρόκειται νά φθάσω στόν προορισμό μου ὡς ἄνθρωπος: νά ἔχω χάρη Θεοῦ, νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Απρ 13, 2013 6:59 pm

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (3)



῾Η περιέργεια

Στενά συνδεδεμένο μέ τό πάθος τῆς ἀργίας εἶναι καί τό πάθος τῆς περιεργείας. ῾᾽Από γάρ ἀργίας περιέργεια καί ἀπό περιεργείας ἀταξία᾽ (ἅγιος ᾽Ιωάννης Κασσιανός). Εἶναι σαφές ἐν προκειμένῳ ὅτι δέν ἀναφερόμαστε σ᾽ ἐκείνην τήν περιέργεια πού σχετίζεται μέ τήν θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο. Μέ τήν ἐπιστημονική δηλαδή περιέργεια πού ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τόν γύρω του καί τόν μέσα του κόσμο. Μία τέτοια περιέργεια ὄχι μόνον εἶναι ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἐντολή Του. Διότι στήν οὐσία ἐκφράζει τήν βασιλική ἐξουσία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Δημιουργία, ἀφοῦ πλάστηκε νά εἶναι ἡ κορωνίδα καί ὁ βασιλέας αὐτῆς. ῎Αλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ῾ἔδωκεν ἐπιστήμην᾽ στόν ἄνθρωπο.

Μιλώντας γιά ἀποφυγή τοῦ πνεύματος τῆς περιεργείας ἐννοοῦμε ἐκείνην τήν περιέργεια πού ἀκριβῶς πηγάζει ἀπό τήν δαιμονική κατάσταση τῆς ἀργίας. Πρόκειται καί πάλι γιά μία ἀρρωστημένη κατάσταση πού φανερώνει τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅ,τι καλό καί οὐσιῶδες πρέπει νά ἐργασθεῖ γιά τήν πνευματική του προκοπή. ῎Ετσι ἡ περιέργεια ἀποτελεῖ ἔκφραση ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἑαυτοῦ μας, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν μέ πάθος ἐνασχόληση μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων καί τήν δημιουργία συνθηκῶν ἐξάψεως τῶν δαιμονικῶν παθῶν. ῾᾽Από περιεργείας ἀταξία᾽.

῾Υπό τό πρίσμα αὐτό ἡ περιέργεια πάντοτε φανερώνει τήν παρουσία δαιμονικῶν ἐνεργειῶν καί τήν ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τό ῾Οποῖο εἶναι Πνεῦμα εἰρήνης, ἡσυχίας καί ἀγάπης. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἰδιαιτέρως τονίζει τά ἄσχημα τῆς περιεργείας. ῾᾽Ακούομεν γάρ τινας᾽, γράφει στήν Β´ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του (3, 6-12), ῾περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδέν ἐργαζομένους, ἀλλά περιεργαζομένους᾽. Εὐθέως ἐδῶ σχετίζει ὁ ἀπόστολος τήν περιέργεια μέ τήν ἔλλειψη ἐργασίας καί τήν ἀταξία. ᾽Αλλοῦ, μιλώντας γιά ὁρισμένες χῆρες γυναῖκες πού ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπό τόν ὀρθό δρόμο σημειώνει ὅτι εἶναι ῾καί ἀργαί...οὐ μόνον δέ ἀργαί, ἀλλά καί φλύαροι καί περίεργοι, λαλοῦσαι τά μή δέοντα᾽ ( Β´Τιμ. 5, 13).

῾Ο ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος εἶναι ἐκεῖνος μεταξύ τῶν ἄλλων νηπτικῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πού ἐπισημαίνει καί μία ἄλλη ἐκτροπή τοῦ πνεύματος τῆς περιεργείας: τήν διανοητική περιέργεια, ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα τοῦ Θεοῦ. ῾Εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο – γράφει – νά περιεργάζεται κανείς τόν βυθό τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ περίεργοι ταξιδεύουν μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γιά τήν προσπάθεια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου πού σέ κατάσταση ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος ἐπιχειρεῖ νά διεισδύσει μέ τήν λογική του στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί νά τό ἐξιχνιάσει. Κι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει χάσει τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στήν κεκαθαρμένη καρδιά, γι᾽ αὐτό βρίσκεται σέ κατάσταση πλάνης, ἀφοῦ ἔχει ὡς ὄργανο λειτουργίας τήν ἀποκομμένη ἀπό τήν καρδιά καί τόν νοῦ του λογική. ῎Ετσι ἡ διανοητική αὐτή θεολογική περιέργεια ἀφενός ὁδηγεῖ σέ διαστροφή τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀφετέρου ἀποκαλύπτει τήν ἄβυσσο τῆς ὑπερηφάνειας τοῦ ἀνθρώπου, πού θέλει νά κατανοήσει τόν Θεό ἐρήμην τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀποκαλύψεώς Του. Σ᾽ αὐτόν τόν βυθό ἀπωλείας, τήν διανοητική περί Θεοῦ περιέργεια, ἔπεσαν καί πέφτουν ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνες. Χωρίς ἀμφιβολία βρισκόμαστε μπροστά καί πάλι στό προπατορικό ἁμάρτημα: τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νά φθάσει τόν Θεό χωρίς Θεό.

Τό πρακτέον τίθεται ἀφ᾽ ἑαυτοῦ. ᾽Απαιτεῖται, ὅπως καί πάλι λέει ὁ τῆς Κλίμακος ἅγιος, νά ἀσκηθοῦμε γιά νά ζοῦμε σέ κατάσταση ἀπεριεργείας καί ἁπλότητος. ῾Η ἄσκηση αὐτή μάλιστα μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπόκτηση καί τῆς ὀρθῆς πίστεως, διότι ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος ῾πίστις ἐστίν ἀπερίεργος συγκατάθεσις τῶν ἀκουσθέντων᾽. Καί ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐκφράζοντας εἰκονιστικά τήν ἴδια ἀλήθεια ἀναφέρει: ῾Τῆς πίστεως ὁ βυθός ἐρευνώμενος μέν κυμαίνεται. ῾Απλῇ δέ διαθέσει θεωρούμενος γαληνιᾷ. Λήθης γάρ κακῶν ὕδωρ ὄν τό βάθος τῆς πίστεως οὐ φέρει παρά περιέργων ἐννοιῶν θεωρεῖσθαι. ῾Απλότητι οὖν διανοίας τοῖς αὐτῆς ἐμπλέωμεν ὕδασιν, ἵνα εἰς τόν λιμένα τοῦ θελήματος οὕτω φθάσωμεν τοῦ Θεοῦ᾽ (22). Δηλαδή: ῾῾Ο βυθός τῆς πίστεως ὅταν ἐρευνᾶται, ταράσσεται. ῞Οταν ὅμως θεωρεῖται μέ ἁπλή διάθεση, γαληνεύει. Γιατί τό βάθος τῆς πίστεως πού εἶναι σάν τό νερό τῆς λησμονιᾶς τῶν κακῶν δέν ἀνέχεται νά θεωρεῖται ἀπό περίεργους λογισμούς. ῎Ας ἐμπλέουμε λοιπόν στά ὕδατά της μέ ἁπλότητα σκέψεως γιά νά φθάσουμε ἔτσι στό λιμάνι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ᾽.

Μέ βάση τά παραπάνω: πρέπει νά στραφοῦμε στόν μέσα μας κόσμο καί νά ψάξουμε νά βροῦμε τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, ὅπου ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐστι᾽. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος βεβαίωσε λέγοντας ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκει. ᾽Ιδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι᾽ (Λουκ. 17, 20-21). Μέ ἄλλα λόγια ἡ περιέργεια ὡς πάθος ὑπερβαίνεται μόνον στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τό κρυμμένο κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, αὐτό πού ὁ ἀπόστολος ὀνόμασε ῾καρδία᾽. Κατά τούς νηπτικούς Πατέρες τοῦτο εἶναι γεγονός χάρης τοῦ Θεοῦ καί ἐργασίας τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ᾽Ιησοῦ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Απρ 14, 2013 11:44 am

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (4)



῾Η φιλαρχία

Μόλις προηγουμένως ὁ Σιναΐτης ἅγιος ζωγράφισε τήν κατάσταση τοῦ περιέργου: ῾ταξιδεύει μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ περιέργεια σχετίζεται μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπερηφάνεια δέ μέ ὅ,τι ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ ὀνομάζει φιλαρχία. Γιατί φιλαρχία σημαίνει ἀγάπη γιά ἀρχή, δίψα γιά ἐξουσία, ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων. Μία ἐξήγηση τοῦ φαινομένου δίνει σέ παραπλήσιο ἐπίπεδο και πάλι ὁ μέγαλος νηπτικός ἅγιος Διάδοχος. ῾῾Ο πνευματικός λόγος – σημειώνει – φυλάγει πάντοτε τήν ψυχή ἀπό τήν κενοδοξία, γιατί τήν φωτίζει σέ ὅλα τά μέρη της καί τήν κάνει νά μήν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινη τιμή. Γι᾽ αὐτό καί φυλάγει τήν διάνοια ἀπό φαντασίες, καθώς τήν ἀλλοιώνει καί τήν στρέφει ὁλόκληρη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ᾽Αντίθετα, ὁ λόγος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου παρακινεῖ πάντοτε τόν ἄνθρωπο στήν φιλοδοξία. ᾽Επειδή δέν ἱκανοποιεῖ μέ νοερή αἴσθηση τήν ψυχή, προξενεῖ στούς ὀπαδούς του ἀγάπη γιά ἐπαίνους, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα κενόδοξων ἀνθρώπων᾽.

῾Η φιλοδοξία λοιπόν κατά τόν ἅγιο Διάδοχο καί ἡ ἀγάπη τῶν ἐπαίνων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κενότητας τῆς ψυχῆς. Καί ἡ κενότητα αὐτή ὀφείλεται στήν ἀπουσία τῆς χάρης καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς καί ἡ φιλαρχία ὡς καρπός κενοδοξίας ἀποκαλύπτει τήν ἐσωτερική στέρηση τοῦ ἀνθρώπου, τήν κατάσταση τοῦ σκοτασμοῦ τῆς ψυχῆς του, ἄρα τήν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεώς του. ῾Ο φίλαρχος δηλαδή μή ἔχοντας ἐσωτερική πληρότητα ἀναζητεῖ νά γεμίσει τό κενό τῆς ψυχῆς του μέ τήν ἐξωτερική ἀναγνώρισή του ἀπό τούς ἄλλους. ῎Ετσι καί ἡ φιλαρχία ἀποτελεῖ σύμπτωμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ δίψα γιά ἐξουσία καί ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Κατά συνέπεια ὁ φίλαρχος μόνον ὡς ἀντικείμενο οἴκτου καί λύπης θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ.

Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅμως στό σημεῖο αὐτό νά κάνουμε μία διάκριση. Καταδικάζοντας τήν φιλαρχία δέν καταδικάζουμε ταυτοχρόνως καί τό ἄρχειν. ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός ἀναφέρει γιά παράδειγμα: ῾Οὐκ ἔστι κακόν τό ἄρχειν, ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία, οὐδέ ἡ δόξα ἀλλ᾽ ἡ φιλοδοξία καί ἡ χείρων ταύτης κενοδοξία᾽. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία γιά ἀρχή καί ἐξουσία μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀρκεῖ νά μήν εἶναι δεμένη μέ τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. ῾Η ἐμπαθής δηλαδή ἐπιθυμία τοῦ ἄρχειν καταδικάζεται.

῾Ο λόγος γι᾽ αὐτό εἶναι γνωστός. Τό ἄρχειν ἀνήκει σ᾽ ἐκεῖνα τά χαρίσματα πού δόθηκαν ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο λόγω τῆς κατ᾽ εἰκόνα Αὐτοῦ πλάσεώς του. Τό ἄρχειν δηλαδή ἐντάσσεται στά πλαίσια τῆς λεγόμενης ἀρχέγονης δικαιοσύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η πτώση στήν ἁμαρτία διέστρεψε καί αὐτό τό χάρισμα, τό ὁποῖο βρῆκε τήν ἀποκατάστασή του μεταξύ τῶν ἄλλων στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. ῎Ετσι ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιθυμεῖ τό ἄρχειν, ἀλλά μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ: μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης. Κατά συνέπεια ἡ ἐπιθυμία τῆς πρωτιᾶς ἐννοεῖται μόνον ὡς διακονία καί θυσία πρός χάρη τοῦ συνανθρώπου. ῾Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽ (Μάρκ. 9, 35). Λοιπόν ἐκεῖνος γίνεται φυσικός ἀρχηγός: ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νά θυσιασθεῖ πρός χάρη τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ προτεραιότητα καί ἡ ἀρχηγία τοῦ ἄνδρα ἔναντι τῆς γυναίκας στήν οἰκογένεια: ὡς δηλαδή προτεραιότητα διακονίας καί προσφορᾶς. Κι ἀκόμη. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό γίνεται ἀποδεκτή καί ἡ ἐπιθυμία γιά ἐξουσία ἀπό τόν χριστιανό: ὡς ἐπιθυμία γιά διακονία τῶν συνανθρώπων.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Απρ 15, 2013 11:14 am

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (5)



῾Η ἀργολογία

Τελευταῖος κρίκος τοῦ πλέγματος τῶν παθῶν πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ εἶναι ἡ ἀργολογία. Γιά τήν ἀργολογία ἔχουμε ἐπακριβῶς τίς ἀξιολογήσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πού εἶναι ἀπόλυτες καί συγκλονιστικές: ῾Πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. ᾽Εκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ᾽ (Ματθ. 12, 36-37). ῾Ο λόγος μας κατά τόν Κύριο ἐκφεύγει τῶν ἁπλῶν ὁρίων αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἀποκτᾶ σωτηριολογικές διαστάσεις: θά σωθοῦμε ἤ ὄχι ἀπό τήν ποιότητα τῶν λόγων μας.

Γιατί ὅμως ἀποκτᾶ τέτοια βαρύτητα ὁ λόγος μας; Ποῦ ὀφείλεται ἡ δύναμή του αὐτή; Τήν ἀπάντηση τήν παίρνουμε ἀπό τά θεόπνευστα λόγια καί πάλι τοῦ Κυρίου: ῾Τά ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τόν ἄνθρωπον. ᾽Εκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Ταῦτά ἐστι τά κοινοῦντα τόν ἄνθρωπον᾽ (Ματθ. 15, 18-20) (῞Οσα βγαίνουν ἀπό τό στόμα προέρχονται ἀπό τήν καρδιά, κι αὐτά κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο Γιατί ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν πονηρές σκέψεις, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλαστήμιες. ῞Ολα αὐτά κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο). ῾Η δύναμη τοῦ λόγου ἔγκειται ὄχι στόν ἐκφρασμένο λόγο καθ᾽ ἑαυτόν, ἀλλά στήν πηγή ἀπό τήν ὁποία ἐξέρχεται. Κι ἡ πηγή αὐτή εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια ὁ λόγος ὁ προφορικός ἀποκαλύπτει τήν ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου: τήν χάρη πού ἔχουμε ἤ τόν ὑπάρχοντα δαιμονισμό μας.

Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν Κύριο ὁ ἀδελφόθεος ᾽Ιάκωβος στήν ὁμώνυμη καθολική του ἐπιστολή μέ πολύ παραστατικό τρόπο θά σημειώσει: ῾Καί ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. Οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τό σῶμα καί φλογίζουσα τόν τροχόν τῆς γενέσεως καί φλογιζομένη ὑπό τῆς γεένης. Πᾶσα γάρ φύσις θηρίων τε καί πετεινῶν, ἑρπετῶν τε καί ἐναλίων δαμάζεται καί δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, τήν δέ γλῶσσαν οὐδείς δύναται ἀνθρώπων δαμᾶσαι. ᾽Ακατάσχετον κακόν, μεστή ἰοῦ θανατηφόρου. ᾽Εν αὐτῇ εὐλογοῦμε τόν Θεόν καί Πατέρα, καί ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τούς ἀνθρώπους τούς καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας. ᾽Εκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καί κατάρα᾽ (᾽Ιάκ. 3, 6-10) (Κι ἡ γλώσσα εἶναι σάν τήν φωτιά. Εἶναι ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ἀδικίας. ῾Η γλώσσα ἐξουσιάζει τά μέλη μας. Αὐτή σπιλώνει ὅλο τό σῶμα. Κατακαίει τόν κύκλο τῆς ζωῆς μας καί παίρνει τήν φλόγα της ἀπό τήν φωτιά τῆς κόλασης. ῞Ολα τά εἴδη τῶν θηρίων καί τῶν πτηνῶν, τῶν ἑρπετῶν καί τῶν θαλασσινῶν, δαμάστηκαν καί δαμάζονται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τήν γλώσσα ὅμως κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν μπορεῖ νά τήν δαμάσει. Εἶναι ἀσυγκράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. Μ᾽ αὐτήν εὐλογοῦμε τόν Θεό καί Πατέρα καί μ᾽ αὐτήν καταριόμαστε τούς ἀνθρώπους πού πλάστηκαν καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. ᾽Από τό ἴδιο στόμα βγαίνει ἡ εὐλογία καί ἡ κατάρα). Σύμφωνα μέ τά παραπάνω λοιπόν ῾εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὖτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα᾽ (᾽Ιακ. 3, 2).

Εἶναι εὐνόητο λοιπόν γιατί καταδικάζεται ἡ ἀργολογία. Διότι ἀργολογία σημαίνει κάθε λόγο πού δέν σχετίζεται μέ τά οὐσιώδη καί τίμια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. ῾Σημαίνει νά λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, εὐτράπελους, κατακριτικούς᾽. ᾽Ακόμη: ῾νά φλυαροῦμε ὑπέρμετρα ἤ ἀπεριόριστα, νά ἐκστομίζουμε λέξεις πού δέν εἶναι λόγοι καρδιᾶς, πού δέν γεννιοῦνται ἀπό τήν καρδιά, κατά τό ῾δίδαξον τό στόμα σου λαλεῖν ἅ ἔχει ἡ καρδία σου᾽, πού δέν ἔχουν νικήσει τήν ὑποκρισία, κατά τό ῾ὑποκριτής ἐστιν ὁ διδάσκων τόν πλησίον αὐτοῦ πρᾶγμα, εἰς ὅ οὗτος οὐκ ἔφθασε᾽ (π. Μιχαήλ Καρδαμάκης). Κατά συνέπεια ἡ καταδίκη τῆς ἀργολογίας σημαίνει τήν καταδίκη τῆς διαστροφῆς τῆς καρδιᾶς μας.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν πολύ καλά γιατί τόσο πολύ ἡ ἐκκλησιαστιατική μας παράδοση, καί μάλιστα ἡ ἀσκητική, τονίζει τήν ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς σιωπῆς. ῎Οχι γιατί θέλει νά καταργήσει τόν λόγο – αὐτός εἶναι θεόσδοτος, ἀφοῦ καί ὁ Κύριος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται - ἀλλά γιατί θέλει νά ἐξαλείψει τόν δαιμονισμό τοῦ λόγου, προκειμένου νά γίνει αὐτός λόγος θεϊκός, ἔκφραση τῆς κεκαθαρμένης καρδίας. ῎Ετσι ἡ ἀρετή τῆς σωπῆς, ὅλως παραδόξως, διασαλπίζει τήν μεγαλειώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές τόν δένει μέ τόν κόσμο, γιά νά εἰσέλθει στόν χῶρο, ὅπως ἑρμηνεύσαμε καί παραπάνω, τῆς καρδιᾶς. Κι αὐτός ὁ χῶρος εἶναι ὁ τόπος τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό.

῾Υπό τό πρίσμα αὐτό ἡ σιωπή δέν εἶναι κενή περιεχομένου, δέν εἶναι ἀπουσία τῆς ὑπάρξεως, ἀλλά πλήρης περιεχομένου καί Λόγου: τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν σιωπή δηλαδή παραμερίζει ὁ ἀνθρώπινος διεστραμμένος λόγος γιά νά φανερωθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο φίλος τῆς σιωπῆς – λέγει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος – προσεγγίζει τόν Θεό καί συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται ἀπό Αὐτόν᾽. ῎Ετσι τόσο πιό γνήσια εἶναι ἡ θεολογία, ὅσο περισσότερο εἶναι καρπός σιωπῆς. Χωρίς τήν σιωπή γίνεται ἡ θεολογία ἔκφραση πτωχῆς διανοίας. Καί ῾οὐδέν πτωχότερον διανοίας φιλοσοφούσης τά τοῦ Θεοῦ χωρίς Θεοῦ᾽ (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς).

Μέ βάση τά παραπάνω κατανοοῦμε ὅτι ὑπερβαίνεται εὔκολα τό δίλημμα πού θέτουν ἀρκετοί χριστιανοί: νά μιλᾶ κανείς ἤ νά σιωπᾶ; ῾Η ἀπάντηση δίνεται ἀπό τόν ἀββά Ποιμένα σέ παρόμοια ἐρώτηση νεαροῦ μοναχοῦ: ῾῞Οποιος μιλᾶ γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καλά κάνει. Καί ὅποιος σιωπᾶ γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, πάλι καλά κάνει᾽. Σ᾽ αὐτόν πού ἔχει χάρη Θεοῦ καί συνεπῶς κριτήριο ρυθμιστικό τῆς ζωῆς του εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει θέμα σιωπῆς ἤ ὁμιλίας. Μέ τήν σιωπή του μιλᾶ καί ἡ ὁμιλία του εἶναι καρπός σιωπῆς.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Απρ 16, 2013 12:02 pm

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (6)



῾Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ᾽.

Αἴτημα τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Κύριες ἀρετές εἶναι ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπομονή καί ἡ ἀγάπη.

Πρίν προβοῦμε σέ σύντομο σχολιασμό τῶν ἐννοιῶν καί τῆς παραπάνω πρότασης, εἶναι καλό νά ἐπισημάνουμε δύο σημεῖα. Τό πρῶτο: ἡ ἐκκλησιαστική πατερική παράδοση, ὅπως φαίνεται ἐδῶ στήν εὐχή τοῦ ὁσίου ᾽Εφραίμ, ὅταν καταδικάζει ἀρνητικές καταστάσεις, τό κάνει μέ τήν προοπτική πάντοτε τῆς θετικῆς ἀναφορᾶς. ᾽Επικαλούμενος δηλαδή ὁ ὅσιος τήν χάρη τῆς ἀποφυγῆς τῶν παθῶν, ταυτοχρόνως ἀναζητεῖ καί τήν δωρεά τῶν ἀρετῶν. Αὐτό συμβαίνει γιατί ποτέ ἡ χριστιανική πίστη δέν τονίζει τήν ἄρνηση παρά στόν βαθμό πού ὑπάρχει καί τό θετικό στοιχεῖο, μᾶλλον ἡ ἄρνηση δικαιολογεῖται, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ θέση. Αὐτό ἀκριβῶς βλέπουμε γενικά καί στόν λόγο τοῦ Θεοῦ πού φανέρωσε ὁ Θεός τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη. ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται νά ὑπακούσει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού τοῦ λέει πρωτίστως τί νά κάνει καί κατά δεύτερο λόγο τί νά μή κάνει. Καλύτερα: τό τί δέν πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι συνέπεια τῆς γνώσεως τοῦ τί πρέπει νά κάνει. Παράδειγμα: ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά ἀκατακρισία κατανοεῖται μόνον ἄν ληφθῆ ὑπόψη ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης. ῎Ετσι ἡ πνευματική πορεία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι πορεία αὐξήσεως καί ἐπεκτάσεως σ᾽ αὐτό πού εἶναι ὁ Θεός. Δέν εἶναι πορεία στερήσεως καί ἀρνήσεως.

Τό δεύτερο σημεῖο: οἱ ἀρετές στήν χριστιανική πίστη δέν νοοῦνται κατά τά ἀρχαιοελληνικά δεδομένα. Οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες τίς ἀρετές τίς θεωροῦσαν ὡς προσωπικό καί ἀτομικό ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, κάτι σάν κατόρθωμα. Χαρακτηριστικό λοιπόν τῆς ἀρετῆς ἦταν ἡ καύχηση: οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τό ποιητικό αἴτιο. Στήν ᾽Ορθοδοξία οἱ ἀρετές νοοῦνται ὡς καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο. ῾῾Ο δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια᾽ (Γαλ. 5, 22). Δέν εἶναι δηλαδή οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις πού κατακτοῦν τήν ἀρετή, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού γεμίζοντας τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόν κάνει νά ἐκφράζεται μέ τίς ἀρετές. ῎Ετσι βάση κάθε ἀρετῆς στόν χριστιανισμό ἔχουμε τήν ταπείνωση: ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ τίποτε οὐσιαστικά καλό νά διαπράξει.

᾽Ερχόμαστε τώρα στόν ἐπιμέρους σχολιασμό.

῾Η σωφροσύνη

Τό πρῶτο χάρισμα πού ζητᾶ ὁ πιστός ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ ἀρετή τῆς σωφροσύνης, δηλαδή νά βρίσκεται σέ μία ἰσορροπημένη κατάσταση, ὅπως δηλώνει ἡ ἴδια ἡ λέξη: νά ἔχει σώας τάς φρένας. ῾Η σωφροσύνη κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἀποτελεῖ δεῖγμα θεοσεβείας. ᾽Αναφερόμενος συγκεκριμένα (Α´ Τιμ. 2, 9-10) σέ γυναῖκες πού θέλουν νά ζήσουν μέ σεβασμό στόν Θεό θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο γι᾽ αὐτές μεταξύ τῶν ἄλλων τήν σωφροσύνη. ῾Η σωφροσύνη δηλαδή προϋποθέτει κατά κύριο λόγο τήν πίστη στόν Θεό. ῎Αλλωστε ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα, κατά τήν Γραφή, θεωροῦνται ὡς καρπός ἀφροσύνης. ῾Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός᾽.

῾Η σωφροσύνη ἔπειτα σχετίζεται μέ τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στήν παραβολή τοῦ ἄφρονος, δηλαδή τοῦ ἀνόητου, πλουσίου ἐκεῖνο πού διέπει τόν πλούσιο εἶναι ἀκριβῶς ἡ καύχησή του γιά τά πλούτη του καί ἡ ἐγωϊστική κατοχή τῶν ἀγαθῶν του (Πρβ. Λουκ. 12, 16ἑξ.). ῎Ετσι ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρετή πού φανερώνει τήν ὀρθή σχέση τοῦ ἀνθρώπου καί ἔναντι τοῦ Θεοῦ (πίστη) καί ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του (ἀγάπη), ἀλλά καί ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του (ταπείνωση). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμά της ἔχει τήν κοσμιότητα σέ ὅλα. ῾Σωφροσύνης ἴδιον – κατά Κλήμεντα ᾽Αλεξανδρέα – κοσμίαν ἑαυτῷ διά πάντων ἄγειν᾽.

῾Η πατερική παράδοση μέ διεισδυτική ματιά μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερο ἑρμηνευτικό βάθος. Βλέπει τήν σωφροσύνη νά σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τό παθητικό λεγόμενο τμῆμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, κατεξοχήν δέ μέ τό ἐπιθυμητικό. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ ἀσκητικοῦ συγγραφέα Εὐαγρίου πού ἐκφράζουν τήν συνολική ἀσκητική γραμματεία ἐπί τοῦ προκειμένου: ῾῞Οταν ἐν τῷ ἐπιθυμητικῷ (γένηται ἡ ἀρετή, καλεῖται) σωφροσύνη καί ἀγάπη καί ἐγκράτεια...σωφροσύνης δέ ἔργον, τό βλέπειν ἀπαθῶς τά πράγματα, τά κινοῦντα ἐν ἡμῖν φαντασίας ἀλόγους᾽ (῞Οταν ἡ ἀρετή ὑπάρχει στόν χῶρο τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀνθρώπου ὀνομάζεται σωφροσύνη καί ἀγάπη καί ἐγκράτεια...῎Εργο δέ τῆς σωφροσύνης εἶναι νά βλέπει μέ ἀπάθεια τά πράγματα πού κινοῦν μέσα μας παράλογες φαντασίες).
Προϋπόθεση τῆς ἀναφορᾶς αὐτῆς εἶναι ἡ γνωστή ἤδη ἀπό τήν πλατωνική φιλοσοφία (ἀλλά μέ χριστιανική ἑρμηνεία ἀπό τούς Πατέρες) ἀποδοχή τῆς διακρίσεως τῆς ψυχῆς σέ τρεῖς δυνάμεις: τό λογιστικό (ὁ χῶρος τῶν λογισμῶν), τό ἐπιθυμητικό (ὁ χῶρος τῶν ἐπιθυμιῶν) καί τό θυμοειδές (ὁ χῶρος τῶν συναισθημάτων). Τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμοειδές συνιστοῦν τό παθητικό τῆς ψυχῆς (ἐκεῖ λειτουργοῦν καί ἐνεργοῦν τά πάθη), ἀπό τήν καλή ἤ ὄχι κατάσταση τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται καί τό λογιστικό. ῾Η καλή κατάσταση τοῦ παθητικοῦ εἶναι ἡ ἀπάθεια, κατανοούμενη ὡς ὑπέρβαση τῶν παθῶν καί ὄχι βεβαίως καταστροφή αὐτῶν, πού σημαίνει ὅτι τότε κανείς μπορεῖ νά ἔχει θεωρία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνηκόντων σέ Αὐτόν, ὅταν ἔχει καθαρθεῖ ὡς πρός τά πάθη του. ῎Ετσι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά προοδεύσει πνευματικά, δηλαδή νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό, χωρίς τήν ἀρετή τῆς σωφροσύνης. Αὐτῆς ἔργο εἶναι ῾τό βλέπειν ἀπαθῶς τά πράγματα᾽ καί ἄρα ἡ ἀποφυγή καί τῆς ἀλόγους φαντασίας. Κατά συνέπεια σώφρων εἶναι αὐτός πού κυριαρχεῖ ἐπί τῶν ἐπιθυμιῶν του, ὁ ἐγκρατής, ὁ ἐλεύθερος τῶν κακῶν παθῶν. Μέ ἄλλα λόγια ἡ σωφροσύνη κάνει τόν ἄνθρωπο κύριο καί αὐτοκράτορα. ῾῾Η σωφροσύνη, κατά τήν γνῶσιν τελειουμένη... κύριον καί αὐτοκράτορα τόν ἄνδρα κατασκευάζει᾽ (Κλήμης ᾽Αλεξανδρεύς).

῾Υπό τούς ὅρους αὐτούς ἡ σωφροσύνη δέν πορεῖ νά νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν νηστεία. Κατά τήν ᾽Εκκλησία μας μάλιστα ἡ νηστεία θεωρεῖται ὡς μητέρα τῆς σωφροσύνης. ῾᾽Ελήλυθεν ἡ νηστεία, ἡ μήτηρ τῆς σωφροσύνης᾽ (Τροπάριο Α´ Νηστειῶν). Κι αὐτό γιατί ἡ νηστεία ὡς ἐγκράτεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλά καί τῶν ἁμαρτημάτων ἀποτελεῖ τήν κατεξοχήν ἀπόδειξη τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεσμά τῆς ῾γεώδους ὀρέξεώς᾽ του, στά ὁποῖα τόν ἔριξε ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό ἤδη ἀπό τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Απρ 17, 2013 12:35 pm

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (7)



῾Η ταπεινοφροσύνη

Τό δεύτερο χάρισμα πού αἰτεῖ ὁ χριστιανός κατά τήν εὐχή αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Σωφροσύνη καί ταπεινοφροσύνη καταρχάς πρέπει ὑπογραμμίσουμε ὅτι εἶναι ἀρετές ἀλληλένδετες. Δέν νοεῖται ἡ σωφροσύνη χωρίς τήν ταπεινοφροσύνη, ὅπως ἄλλωστε δέν νοεῖται καμμία ἀρετή χωρίς αὐτήν (τήν ταπεινοφροσύνη). Καί τοῦτο γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη θεωρεῖται ἡ βάση καί τό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν. ῾Τῶν μακαρισμῶν ἐντεῦθεν ἤρξατο ὁ Χριστός – σημειώνει ὁ μέγας Πατήρ Χρυσόστομος. ῞Ωσπερ...θεμέλιον...μεγίστης οἰκοδομῆς καταβάλλεσθαι μέλλων οὕτω τήν ταπεινοφροσύνην πρώτην ἔθηκεν. Οὔ γάρ ἐστιν ταύτης σωθῆναι χωρίς᾽. Καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος γράφει: ῾Μή παρούσης ταπεινοφροσύνης πάντα ἡμῶν ἕωλα᾽. Γι᾽ αὐτό καί ῾πρό παντός χρῄζομεν τῆς ταπεινοφροσύνης᾽.

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού δίνει τέτοια ὑψηλή θέση στήν ταπεινοφροσύνη, ἔτσι πού χωρίς αὐτήν ὅλα νά εἶναι ἀκάθαρτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; (Χρυσόστομος). ᾽Ασφαλῶς τό γεγονός ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ ῾τήν στολήν τῆς θεότητος᾽ κατά τόν ἀββά ᾽Ισαάκ τόν Σύρο, πού σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινόφρων γίνεται θεοειδής, ἀφοῦ ῾μιμεῖται᾽ τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος ῾ἐταπείνωσεν ἑαυτόν᾽ προκειμένου νά σώσει τόν κόσμο. ῎Αλλωστε ἡ ὑπερηφάνεια ὡς ἀντίθετη τῆς ταπεινοφροσύνης κατάσταση ἀποτελεῖ τήν νόσο τοῦ διαβόλου, γι᾽ αὐτό καί ῾ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν᾽.

῾Ως θεία ἀρετή ὅμως ἡ ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορισθεῖ στήν οὐσία της. ᾽Εκεῖνος πού ῾φαντάζεται ὅτι θά δώσει νά καταλάβουν αὐτά τά πράγματα μέ τήν ἐξήγησή του ὅσοι δέν τά ἔχουν γευθῆ προσωπικῶς, αὐτός ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού θέλει νά ἐξηγήσει μέ λόγια καί παραδείγματα πόσο γλυκό εἶναι τό μέλι σέ ἐκείνους πού ποτέ δέν τό ἐγεύθηκαν᾽ (ἅγ. ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος). Μοιάζει ἡ ταπεινοφροσύνη μέ ἕναν θησαυρό πού ἔχει ῾ἀπ᾽ ἔξω μόνο μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη καί παρέχει πολλή καί ἀτέλειωτη ἐρευνητική προσπάθεια σέ ὅσους ζητοῦν νά τήν ἐξηγήσουν μέ λόγια. Καί ἡ ἐπιγραφή αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς: ῾Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ’ (ἅγ. ᾽Ιωάννης Κλίμακος).

Συνεπῶς οἱ κίνδυνοι διαστροφῆς της, δηλαδή νά θεωρεῖ κανείς ὡς ταπεινοφροσύνη αὐτό πού ἔχει τό προσωπεῖο αὐτῆς, εἶναι πολύ μεγάλοι. Καί πράγματι. Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας μᾶς ἐπέστησαν τήν προσοχή καί μᾶς ἔδωσαν κριτήρια διακρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἀπό τήν ψεύτικη καί κίβδηλη ταπεινοφροσύνη. ῎Ετσι γιά παράδειγμα μᾶς δίδαξαν καί μᾶς διδάσκουν ὅτι ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ κακουχία τοῦ σώματος (Κλήμης ᾽Αλεξανδρεύς) οὔτε ἡ ἀπό ἀνάγκη ταπεινοφροσύνη (ἱ. Χρυσόστομος). ᾽Ακόμη: δέν εἶναι ταπεινοφροσύνη τό νά νομίζει κάποιος τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό, ὅταν εἶναι βουτηγμένος ἀμετανόητα στίς ἁμαρτίες (ἱ. Χρυσόστομος), ὅπως δέν εἶναι ἡ κατάσταση πού ῾ἐν λόγῳ μόνον καί σχήματι᾽ ὑποδύεται κανείς τήν ταπείνωση (ἀββᾶς Δωρόθεος).

᾽Αντίθετα διαρκῶς τονίζουν ὅτι ῾ἡ ταπεινοφροσύνη πραότης ἐστίν᾽ (Κλήμης) καί ῾προσευχή συνεχής μετά δακρύων καί πόνων᾽ (ὅσιος Μάξιμος ὁμολογητής). ῾Ταπεινοφροσύνη ἐστί τό ταπεινά φρονεῖν. Ταπεινά δέ φρονεῖ οὐχ ὁ ἀπό ἀνάγκης ταπεινός ἀλλ᾽ ὁ ἑαυτόν ταπεινῶν᾽ (Χρυσόστομος). ῎Ετσι ἡ ἀρετή αὐτή εἶναι ῾διάθεσις εἰδικῶς ταπεινή γενομένη ἐν αὐτῇ τῇ καρδίᾳ᾽ (Δωρόθεος), γι᾽ αὐτό καί ῾ἐστί ἄβυσσος εὐτελείας πᾶσι κλέπταις οὖσα ἀνεπιχείρητος᾽ (᾽Ιωάννης Κλίμακος). Κατά συνέπεια, καί πάλι κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ῾ταπεινοφροσύνη ἐστί, ὅταν τις πολλά καί μεγάλα συνειδώς ἑαυτῷ, μηδέν μέγα περί ἑαυτοῦ φαντάζηται᾽, ἐνῶ ἔχει ὡς σημάδια τῆς ὑπάρξεώς της ῾τό ἑαυτόν μέμφεσθαι, τό μή πιστεύειν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, τό μισεῖν τό ἴδιον θέλημα᾽ (ἅγιος Δωρόθεος). Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ἡ χάρη τῆς ταπεινοφροσύνης δίνει ἐκεῖνον τόν φωτισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά διακρίνει αὐτός τί ὁ ἴδιος ἀπό μόνος του ἔχει καί τί ὑπάρχει μέσα ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως τό διατυπώνει μέ ἰδιαίτερη ἔνταση καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;᾽ (Α´ Κορ. 4,7).

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινόφρων εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς αὐτογνωσίας. ῎Εχει δηλαδή ἐπίγνωση καί τῶν ἀγαθῶν του στοιχείων τά ὁποῖα ἀνάγει στόν Θεό, καί τῶν ἁμαρτιῶν του τίς ὁποῖες προσγράφει στόν ἑαυτό του. ῎Αλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ φανερώνει τίς ἁμαρτίες του, δίνοντάς του παράλληλα καί τήν χάρη τῆς μετανοίας. ῾῾Ο τήν ταπείνωσιν κτησάμενος ἀποκαλύπτει αὐτῷ ὁ Θεός τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ᾽ (ἀββάς ῾Ησαΐας). Πῶς ἄλλωστε νά μήν ὑπάρχει ἡ ἐπίγνωση αὐτή, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ῾φωτογράφισε᾽ τήν κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέ τά λόγια ῾χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν;᾽ (᾽Ιωάν. 15,5). ῎Αν κάτι καλό ἔχουμε, ὀφείλεται στόν Χριστό. ᾽Από μόνοι μας εἴμαστε ἕνα μηδέν. ῾Ο ταπεινόφρων λοιπόν εἶναι ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παίρνει στά σοβαρά στήν ζωή του τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γι᾽ αὐτό ὁ κατεξοχήν ρεαλιστής καί προσγειωμένος τύπος ἀνθρώπου.

Μέσα στήν λογική αὐτή βλέπουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά κυνηγᾶ τόν ταπεινόφρονα, ὅπως ἡ σκιά τό σῶμα (ἀββᾶς ᾽Ισαάκ). Κι εἶναι ἡ ἴδια ἀλήθεια πού ἐξέφραζε μέ πολύ ἁπλό καί χαριτωμένο τρόπο καί ὁ γέρων Τύχων, στό ῞Αγιον ῎Ορος, πνευματικός τοῦ γέροντος Παϊσίου: ῾῾Ο Θεός κάθε ἡμέρα εὐλογεῖ τόν κόσμο μέ τό χέρι Του. ῞Οταν ὅμως δεῖ ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δύο Του χέρια᾽. ῾Ο ταπεινόφρων δηλαδή ἀποτελεῖ τήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Γιατί προεκτείνει, καθώς ἀναφέραμε, τήν πορεία τοῦ ῎Ιδιου μέσα στόν κόσμο. Κι εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι ὁ κοσμημένος μέ τήν ἀρετή αὐτή γίνεται ἄτρωτος ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, ὑπερβαίνοντας ὁποιαδήποτε δική του παγίδα. Εἶναι τό ὅραμα πού εἶδε συγκλονισμένος ὁ μέγας ᾽Αντώνιος: ῾Εἶδα ἁπλωμένες ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου πάνω στήν γῆ. Καί στέναξα καί εἶπα: Ποιός ἄραγε μπορεῖ νά τίς διαβεῖ ἀβλαβῶς; Κι ἄκουσα τήν φωνή τοῦ Θεοῦ νά μοῦ λέει: Μόνον ὁ ταπεινόφρων!᾽

Δέν εἶναι ὑπερβολή λοιπόν ἄν ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ὁ μονόδρομος πού ἐκβάλλει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ συνιστᾶ, κατά τούς Πατέρες μας, καί τό τέλος κάθε πειρασμοῦ: ὅλοι οἱ πειρασμοί παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στήν ταπείνωση. ῾Οπότε κατά τήν ὄμορφη διατύπωση τοῦ μοναχοῦ ᾽Αντίοχου: ῾῾Η ταπεινοφροσύνη ὑψιπετεῖ καί ἀεροπόρον ἀποτελεῖ τόν ἄνθρωπον᾽.

Πῶς μπορεῖ κανείς λοιπόν νά ἀποκτήσει τήν ῾θεοδώρητον ταύτην ἀρετήν τῆς ταπεινοφροσύνης;᾽ (᾽Αντίοχος) Βεβαίως ὡς θεοδώρητος εἶναι χάρη Θεοῦ. ῞Οπως ὅμως ὅλα τά χαρίσματα, κι ἀκόμη περισσότερο ἐν προκειμένῳ λόγω τῆς σπουδαιότητός της, ἀπαιτεῖται καί ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἡ ἀνταπόκριση αὐτή ἀπαιτεῖ πολλούς κόπους. ῾Ταπεινοφροσύνη μετά πολλῶν κόπων κατορθοῦται᾽ (ἅγιος Διάδοχος). Κι οἱ κόποι αὐτοί εἶναι σωματικοί καί ψυχικοί. Εἶναι γνωστή ἡ ρήση τοῦ ἀββᾶ τοῦ Γεροντικοῦ ὡς πρός τήν ἀναγκαιότητα τῶν σωματικῶν κόπων. ῾῾Ο σωματικός κόπος ὁδηγεῖ εἰς τόν τῆς ταπεινοφροσύνης τρόπον᾽. Αὐτός ὁ σωματικός κόπος ὅμως, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τίς ἁρμόζουσες ψυχικές ἀρετές, δέν ὁδηγεῖ στό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα. Καί τοῦτο γιατί ῾ἡ ἄσκησις, ἡ ἀγρυπνία καί παντοῖος κόπος᾽ μπορεῖ νά μήν ἐκφράζει τήν γνήσια ταπείνωση (᾽Αποφθέγματα Γερόντων). ῾Η γνήσια ταπεινοφροσύνη, παράλληλα μέ τήν σωματική ἄσκηση βεβαίως, κυρίως ἀποκτᾶται μέσω τῆς ὀρθῆς συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ πλησίον, δηλαδή μέσω τῆς ἀγάπης. Κι ἡ ἀγάπη ἀποδεικνύεται μέ τόν ἀπόλυτο σεβασμό τοῦ ἄλλου. Καί πάλι ὁ ἀββάς ῾Ησαΐας τό ἐκφράζει ἐπιγραμματικά: ῾τό μή πλῆξαι τήν συνείδησιν τοῦ πλησίον τίκτει τήν ταπεινοφροσύνην᾽.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Απρ 18, 2013 1:18 pm

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (8)



῾Η ὑπομονή

῾Η ταπεινοφροσύνη κατά τούς Πατέρες δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὑπομονή. Γι᾽ αὐτό καί στήν συνέχεια τῆς εὐχῆς ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ τοποθετεῖ τήν χάρη τῆς ἀρετῆς αὐτῆς. ῾Ο ὅσιος ᾽Ηλίας ὁ ἔκδικος ὡς ἑξῆς μᾶς δίνει τήν ἄρρηκτη σχέση ταπεινοφροσύνης καί ὑπομονῆς. ῾Σπίτι τῆς ψυχῆς – γράφει – εἶναι ἡ ὑπομονή, ἐπειδή μέσα σ᾽ αὐτήν ζεῖ ἐξασφαλισμένη. Περιουσία της εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατί τρέφεται ἀπό αὐτήν᾽. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ὅπως ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔτσι ἀπαραίτητη εἶναι καί ἡ ὑπομονή. Εἶναι τόσο σημαντική μάλιστα ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς, ὥστε χωρίς αὐτήν δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἰδίως δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφισβητήσεως. ῾῾Ο ὑπομείνας εἰς τέλος – εἶπε – οὗτος σωθήσεται᾽ (Ματθ. 10, 22). ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός, μεγάλος νηπτικός συγγραφέας, γράφει κι αὐτός γιά τήν σημασία τῆς ὑπομονῆς. ῾Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη πρό πάντων ἀπό ὑπομονή, ὅπως ἡ γῆ ἀπό βροχή, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιά νά βάλει πάνω σ᾽ αὐτήν τό θεμέλιο, πού λέει ὁ ἀπόστολος, δηλαδή τήν πίστη, καί πάνω στήν πίστη κτίζει σιγά-σιγά ἡ διάκριση σάν ἔμπειρος οἰκοδόμος τό σπίτι τῆς ψυχῆς᾽.

῾Η ὑπομονή λοιπόν εἶναι τό ἔδαφος, πάνω στό ὁποῖο μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ ὁποιαδήποτε ἀρετή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὑπομονή δέν εἶναι μία ἀπό τίς πολλές ἀρετές, ἀλλά αὐτή πού συνοδεύει ὅλες καί στήν γένεσή τους, μά καί στήν διατήρηση καί τήν τελείωσή τους. ῾Η κάθε ἀρετή δηλαδή εἶναι πράγματι ἀρετή, ὅταν εἶναι καρπός ὑπομονῆς. Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες τήν ἀρετή πού ἀποκτήθηκε χωρίς κόπο καί ὑπομονή τήν θεωροῦν ἐπιφανειακή καί συνεπῶς εὔκολη νά χαθεῖ. ῾῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ συγκρότηση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γιατί καμμία ἀρετή δέν στέκεται χωρίς τήν ὑπομονή. Καθένας πού θά στραφεῖ πίσω δέν εἶναι κατάλληλος γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. ᾽Αλλά καί ἄν νομίζει κανείς ὅτι ἔχει ὅλες τίς ἀρετές, πάλι δέν εἶναι κατάλληλος, ἄν δέν ὑπομείνει μέχρι τό τέλος, ὥστε ἀφοῦ σωθεῖ ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ, νά φτάσει στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν᾽ (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

῞Ωστε τίποτε δέν εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖο στήν πνευματική ζωή καί τά στάδιά της, ὅσο ἡ ὑπομονή. Αὐτή δίνει τήν δύναμη ἀντοχῆς ἰδιαιτέρως στίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς. ῎Αλλωστε τί νόημα θά εἶχε νά μιλᾶμε γιά ὑπομονή, ἄν δέν ὑπῆρχα οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί; Εἶναι σημαντικό ὅμως ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι αὐτή ἡ ὑπομονή τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν δέν γίνεται ἀπό μία μοιρολατρική ἤ καί μαζοχιστική ἀκόμη διάθεση. Δέν εἶναι δηλαδή ἡ ὑπομονή τοῦ ῾ὑπομένω, γιατί δέν μπορῶ νά κάνω ἀλλιῶς᾽. Μία τέτοια ὑπομονή συσσωρεύει ἀγανάκτηση καί διάθεση ἐκδικήσεως, ὅταν βρεῖ δέ τήν κατάλληλη στιγμή, θά ἐκφραστεῖ ὡς βία καί ἐπανάσταση. ῾Η ὑπομονή γιά τήν ὁποία μιλᾶμε ἐδῶ ἔχει νόημα καί περιεχόμενο. Κατανοεῖται μέ τήν προοπτική τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὑπάρχει ἡ πίστη ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει - ὄχι δημιουργεῖ - τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ Αὐτόν καί νά ὁδηγηθεῖ ἔτσι στήν ὁλοκλήρωσή του, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Δημιουργό του.

Μέσα στήν διάσταση αὐτή οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί ὄχι μόνον δέν ἀξιολογοῦνται ἀρνητικά, ἀλλά ἐντελῶς θετικά: θεωροῦνται μακαριότητα καί χαρά, εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ στό πλάσμα του, ῾Μακάριος ἀνήρ ὅς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν᾽ (᾽Ιακ. 1, 12). Καί: ῾Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, εἰδότες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι᾽ (᾽Ιακ. 1, 2-4). ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός καί πάλι σημειώνει: ῾Καλύτερο ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις. ᾽Εκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά ἔχει αὐτό τό μεγάλο χάρισμα, ὀφείλει νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, γιατί εὐεργετήθηκε περισσότερο ἀπό ὅλους. ῎Εγινε μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων Του, τῶν μαρτύρων καί τῶν ὁσίων᾽.

῎Αμεσα κατανοοῦνται οἱ παραπάνω ἀλήθειες μέσα ἀπό ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα πού μᾶς παρέχει ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος. Λέγει χαρακτηριστικά: ῾Εἶπε κάποιος ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. ῾Υπῆρχε κάποτε κάποιος ἀναχωρητής, γέροντος τίμιος πρός τόν ὁποῖο πῆγα καί ἐγώ μιά φορά, ὅταν βρισκόμουνα σέ λύπη τῶν πειρασμῶν. Αὐτός ὁ μακάριος ἦταν ξαπλωμένος, γιατί ἦταν ἀσθενής. ᾽Αφοῦ τόν ἀσπάσθηκα καί κάθισα κοντά του, τοῦ εἶπα: Νά εὔχεσαι, πάτερ, γιά μένα, γιατί πολύ θλίβομαι ἀπό τούς πειρασμούς τῶν δαιμόνων. ᾽Εκεῖνος ἄνοιξε τά μάτια του, μέ κοίταξε καί εἶπε: Παιδί μου, εἶσαι ἀκόμα νέος καί ὁ Θεός δέν ἀφήνει σέ σένα πειρασμούς. Κι ἐγώ εἶπα, ναί, καί νέος εἶμαι, καί πειρασμούς ἔχω δυνατῶν ἀνθρώπων. Κι ἐκεῖνος πάλι εἶπε: Λοιπόν ὁ Θεός θέλει νά σοῦ δώσει σοφία. ᾽Απάντησα: Καί πῶς θέλει νά μοῦ δώσει σοφία, ἐνῶ καθημερινά κινδυνεύω τόν ψυχικό θάνατο; Κι ἐκεῖνος: Σιώπα, παιδί μου, ὁ Θεός σέ ἀγαπᾶ. Μέλλει ὁ Θεός νά σοῦ δώσει τήν χάρη Του. Κι εἶπε στήν συνέχεια: Γνώριζε, τέκνον, ὅτι τριάντα χρόνια πολέμησα μέ τούς δαίμονες, κι ἐνῶ πέρασε τό 25ο ἔτος, ἄρχισα νά βρίσκω κάποια μικρή ἀνάπαυση. Καθώς περνοῦσε ὁ καιρός, αὔξανε καί ἡ ἀνάπαυσή μου. ᾽Αφοῦ πέρασε δέ τό 27ο κι ἔφθασε τό 28ο ἔτος, αὐξήθηκε καί ἡ ἀνάπαυσή μου περισσότερο. ᾽Αφοῦ πέρασε δέ καί τό 30ό κι ἔφθανα ἤδη στό τέλος, τόσο αἰσθάνθηκα τήν δύναμη τῆς ἀναπαύσεως, ὥστε δέν γνώριζα σέ πόσο μέτρο ἔφθασε. Εἶπε δέ ἀκόμη καί τά ἑξῆς: ὅτι ὅταν ἐγερθῶ στήν προσευχή μου, μιά μόνη δόξα προφθάνω νά πῶ. Στήν συνέχεια καί τρεῖς μέρες νά σταθῶ, βρίσκομαι σέ ἔκπληξη μέ τόν Θεό, καί δέν αἰσθάνομαι καθόλου τόν κόπο. ᾽Ιδού λοιπόν τό δι᾽ ὑπομονῆς ἔργον τοῦ πολλοῦ καιροῦ ποίαν ἀνάπαυσιν προεξένησεν εἰς ἐμέ᾽.

᾽Από τά παραπάνω καταφαίνεται ὅτι ἡ ὑπομονή παρέχει τήν τάξη στόν πνευματικό ἀγώνα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά πολεμᾶ τά πάθη του ὄχι ὅλα μαζί, ἀλλά ἕνα-ἕνα. Γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ῾νά ἀποτύχει καί νά γυρίσει πίσω καί νά μή βρεθεῖ κατάλληλος γιά τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν᾽. ῾Η βιασύνη δηλαδή καί ἡ ἀνυπομονησία στήν πνευματική ζωή ἀποτελοῦν τήν καταστροφή της. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀνυπομονησία, ἐκεῖ παρατηρεῖται ταραχή. Κι ὅπου ὑπάρχει ταραχή, ἐκεῖ κι ἐλλείπει ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῎Εχουμε πολλά παραδείγματα στό σημεῖο αὐτό νεαρῶν ἰδίως μοναχῶν, πέρα ἀπό τό παραπάνω πού ἀναφέρει ὁ ἀββάς ᾽Ισαάκ, πού εὑρισκόμενοι ἀκόμη στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ταράσσονταν, γιατί ἀνυπομονοῦσαν νά γευτοῦν πλούσια τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά δοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἔλεγχος καί ἡ νουθεσία τῶν ἐμπείρων γερόντων σ᾽ αὐτούς ἦταν ἄμεσος καί σκληρός πολλές φορές.

Εἶναι αὐτονόητο ἔτσι ὅτι ἡ ὑπομονή δημιουργεῖ τίς συνθῆκες νίκης κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς. ῾᾽Οφείλει ἐκεῖνος πού θέλει νά νικήσει τούς ἐχθρούς, νά ἔχει μεγάλη ὑπομονή...῎Αν κανείς δέν ἔχει ὑπομονή καί πολλή ταπείνωση, θά πάθει ἐκεῖνα πού ἔπαθαν πολλοί καί χάθηκαν μέ τήν ἀνοησία τους, γιατί πίστεψαν στά νοήματά τους καί νόμισαν ὅτι μποροῦν νά βαδίσουν σωστά χωρίς ὁδηγό ἤ χωρίς τήν πείρα πού προξενεῖ ἡ ὑπομονή καί ἡ ταπείνωση᾽ (Πέτρος Δαμασκηνός).

῾Η ὑπομονή λοιπόν ὡς μεγάλο χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαίτερη εὐλογία Του, στηρίζεται στήν πίστη σ᾽ Αὐτόν καί τρέφεται ἀπό τήν ἐλπίδα ᾽Εκείνου. ῾᾽Εκεῖνος πού δέν ὑπομένει, δέν εἶναι πιστός᾽ (᾽Ηλίας ὁ ἔκδικος). ῾Ο δυναμικός σωτηριολογικός χαρακτήρας τῆς ὑπομονῆς εἶναι φανερός.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Απρ 19, 2013 2:22 pm

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (9)



῾Η ἀγάπη

Τελευταῖο χάρισμα πού ζητᾶ νά ἀποκτήσει ὁ πιστός εἶναι ἡ ἀγάπη. ῾Η θέση τῆς ἀρετῆς αὐτῆς στό τέλος δέν εἶναι τυχαία. ῾Η ἀγάπη θεωρεῖται τό ἐπιστέγασμα καί ἡ ὁλοκλήρωση κάθε ἀρετῆς. Γιά τήν χριστιανική πίστη μάλιστα τίποτε δέν ἔχει νόημα, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη. Καί τοῦτο γιατί ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί. Καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 16). Μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀρετή εἶναι χριστιανική στόν βαθμό πού μετέχει καί ἐκφράζει τήν ἀγάπη. Κι ἀπό τήν ἄλλη: αὐτός πού ἔχει ἀγάπη ἔχει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. ῾Ο Κύριος ὑπῆρξε κατηγορηματικός: ῾᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις᾽ (᾽Ιωάν. 13, 35). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν περίφημο ὕμνο τῆς ἀγάπης στήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του σημειώνει μεταξύ τῶν ἄλλων γιά τό ἀνωφελές τῶν ἀρετῶν, ὅταν δέν καταλήγουν στήν ἀγάπη: ῾Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου καί παραδῶ τό σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽ (13,3).

Μιλώντας ὅμως γιά ἀγάπη ἐννοοῦμε ὄχι αὐτήν πού ὁ πολύς κόσμος ἴσως ἐννοεῖ, ἀλλά αὐτήν πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανέρωσε. Μία ἀγάπη ἔτσι ξέχωρη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ παύει νά εἶναι ἀγάπη, ἔστω κι ἄν χρησιμοποιεῖ τό ὄνομά της. Αὐτό σημαίνει ὅτι πίστη καί ἀγάπη πᾶνε μαζί, ἰσχύει δηλαδή τό τοῦ ἀποστόλου: ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6).

Κύριο γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης εἶναι ἡ θυσία τοῦ ἑνός πρός χάρη τοῦ ἄλλου, ἔστω καί τοῦ θεωρουμένου ἐχθροῦ. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή – εἶπε ὁ Κύριος - ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 15, 12-13). Καί: ῾ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν᾽ (Ματθ. 5, 44). Στήν ἐν Χριστῷ δηλαδή ἀγάπη δέν ὑπάρχουν ὅρια. ῞Οριό της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῎Ετσι ἡ χριστιανική ἀγάπη δέν ἀφήνει περιθώρια στά λεγόμενα ῾δικαιώματα᾽. Τό ῾δικαίωμα᾽ γιά τούς Πατέρες εἶναι αὐτό πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐγωϊσμοῦ καί ἁμαρτίας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅλος σχεδόν ὁ σύγχρονος πολιτισμός πού ἔχει ἀναγάγει σέ ἐπίπεδο θεότητος τά ῾δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου᾽ στό βάθος του εἶναι ἀντιχριστιανικός. Διότι θέτει ὡς κέντρο του τόν ἀποκομμένο ἀπό τόν Θεό ἄνθρωπο. Εἶναι θά λέγαμε ὁ πολιτισμός αὐτός ἡ μορφοποίηση τοῦ αὐτοθεοποιημένου ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια εἶναι ἕνας ἄθεος πολιτισμός μέ ἐπίχρισμα χριστιανικότητος. Δυστυχῶς τά ἀποτελέσματά του τά ζοῦμε καθημερινά κι ἐμεῖς σέ ὅλα σχεδόν τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς μας.

Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή ἀνήκει στά ῾καθ᾽ ὑπερβολήν᾽ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει δηλαδή τήν ὑπέρ φύσιν ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη παραμένει ἀνενέργητη καί κενή γνώση. Προϋπόθεση λοιπόν ἀποκτήσεως καί βιώσεώς της εἶναι ἡ λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία καί ἡ προσαρμογή ἐν συνεχείᾳ σέ ὅ,τι ἐκείνη καθορίζει. Γι᾽ αὐτό ἡ ἀγάπη αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς πνευματική, ἔρχεται δέ ὡς ἡ τελευταία ῾πινελιά᾽ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ἀναγεννημένη διά τοῦ βαπτίσματος ψυχή καί τοῦ ἀγώνα της νά ἀποκτήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν.

Στό σημεῖο αὐτό ἕνα κεφάλαιο τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς διαφωτίζει ἰδιαιτέρως τά πράγματα: ῾Οἱ ζωγράφοι στήν ἀρχή ἰχνογραφοῦν τό σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, καί σιγά σιγά, προσθέτοντας τά διάφορα χρώματα φτάνουν νά ἀπεικονίσουν μέχρι καί τίς τρίχες τήν μορφή αὐτοῦ πού ζωγραφίζουν. ῎Ετσι καί ἡ θεία χάρη, πρῶτα μέ τό βάπτισμα ρυθμίζει τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽, ἐπαναφέροντας τόν ἄνθρωπο στό τί ἦταν ὅταν δημιουργήθηκε. Καί ὅταν δεῖ ὅτι μέ ὅλη τήν διάθεσή μας ἐπιθυμοῦμε τό κάλλος τῆς ῾ὁμοιώσεως᾽ καί ὅτι στεκόμαστε γυμνοί καί ἄφοβοι στό ἐργαστήριό της, τότε ζωγραφίζει ἀρετή πάνω στήν ἀρετή καί προσθέτει στήν μορφή τῆς ψυχῆς δόξα πάνω στήν δόξα καί τῆς προσδίδει τόν χαρακτήρα τῆς ὁμοιώσεως᾽. Καί συνεχίζει παρακάτω: ῾Σέ μία προσωπογραφία ὅταν προστεθεῖ στό σχέδιο ἡ κατάλληλη ἀπόχρωση ἀπό κάθε χρῶμα, ἡ προσωπογραφία μοιάζει στόν εἰκονιζόμενο ἀκόμη καί στό μειδίαμα. ῎Ετσι καί σέ ἐκείνους πού ζωγραφίζονται ἀπό τήν θεία χάρη γιά νά γίνουν ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽, ὅταν προστεθεῖ ὁ φωτισμός τῆς ἀγάπης, τότε φανερώνει ὅτι τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ βρίσκεται καθ᾽ ὁλοκληρίαν στήν ὡραιότητα τοῦ ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽. Καμμία ἄλλη ἀρετή δέν μπορεῖ νά προξενήσει ἀπάθεια στήν ψυχή, παρά μόνον ἡ ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκπλήρωση ὅλου τοῦ νόμου. ῞Ωστε λοιπόν ξανακαινουργώνεται μέρα μέ τήν μέρα ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος μέ τήν γεύση τῆς ἀγάπης, καί ὁλοκληρώνεται ὅταν φτάσει στήν τελειότητά της᾽ (89).


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 3 και 0 επισκέπτες