Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Απρ 07, 2015 9:58 am
Τὸ Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς
Δοξαστικὸν τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Τετάρτης
Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς. Ἦχος πλ. δ´.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις, περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων, τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι, πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ, Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις
ὑπὸ Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως
Κύριε, ἡ γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου νύχτα θολὴ
καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ᾿ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου·
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὔα κατὰ τὸ δειλινό,
τ᾿ ἄκουσε νὰ περπατοῦνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου;
Μὴν καταφρονέσῃς τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ᾿ ἀμέτρητο ἔλεος.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις
ὑπὸ Θεοφίλου Βορέως (1873-1954)
. Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις δημοσιευθεῖσα εἰς «Καθημερινή»
ὑπὸ Ἰωάννου Πολέμη (1862-1924)
Χριστέ, γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ χίλιες ἁμαρτίες,
σὰν ἄκουσε, σὰν ἔνιωσε τὴ θεϊκή σου χάρη,
μὲ μυροφόρας φόρεμα, στὰ δάκρυα πνιγμένη,
πρὶν νὰ σὲ θάψουνε στὴ γῆ, μύρα γλυκὰ σοῦ φέρνει.
Ὠιμέ! φωνάζει, ὁλόγυρα νύχτα ῾ναι, νύχτα μαύρη,
νύχτα π᾿ ἀνοίγει καὶ κεντᾶ τοὺς σαρκικούς μου πόθους
καὶ σκοτεινὴ κι ἀσέληνη, τῆς ἁμαρτίας ἔρως.
Δέξου, Χριστέ, τὰ δάκρυα, τὰ δάκρυα ποὺ χύνω·
Σὺ ποὺ τραβᾶς στὰ σύννεφα τῆς θάλασσας τὸ κύμα,
λυγίσου, γύρε τὴν καρδιὰ στοὺς ἀναστεναγμούς μου,
Σὺ πού ῾γυρες τοὺς οὐρανοὺς στὴ γέννησή σου ἐπάνω·
Τ᾿ ἀνέγγιχτα τὰ πόδια σου ἅφες νὰ τὰ φιλήσω
καὶ νὰ σφογγίσω τὰ φιλιὰ μὲ τὰ πλεχτὰ μαλλιά μου.
Τὰ πόδια, ποὺ σὰν ἄκουσε τὸν κρότους τους ἡ Εὔα
τὸ δειλινὸ μὲς στὴν Ἐδέμ, ἐκρύφτηκε ἀπὸ φόβο.
Τὶς τόσες ἁμαρτίες μου, τὴ φοβερή σου κρίση,
ποιὸς νὰ μετρήσει δύναται, Σωτήρ μου, ψυχοσώστη;
Μὴ μὲ θωρεῖς ἀδιάφορος τὴν ταπεινή σου δούλη,
Ἐσὺ ποὺ ἔχεις σὰν Θεὸς ἀμέτρητη εὐσπλαγχνία.
Ἡ Κασσιανή
Κωστῆς Παλαμᾶς (1859-1943)
Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!
Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.
Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.
Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.
Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.
Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.
Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.
Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση. Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς
Γιῶργος Χειμωνᾶς (1938-2000)
ἀφιέρωση στὸν Ὀδ. Ἐλύτη, περιοδ. Χάρτης (τ. 21-23, Νοε 1986, σσ.474-475).
Κύριε
Ἐγὼ ἡ γυναίκα
ἡ μολυσμένη τῶν ἁμαρτιῶν
στὰ σπλάχνα μου αἰσθάνθηκα τὴν θεότητά σου
κι ἔγινα μυροφόρος
Μὲ ὀδυρμούς μῦρα
ἀκουμπῶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν τάφο σου
Τά σπλάχνα μου ἡ νύχτα τά κατέχει
Μανία ἡ ἀκολασία μου
Σκοτάδι καὶ θάνατος τῆς σελήνης
ὁ ἔρως μου τῆς ἁμαρτίας
Πᾶρε τὰ μάτια μου μαζὶ μὲ τὰ δάκρυά τους
ἐσὺ ποὺ ὅρισες ἡ θάλασσα
νὰ κατάγεται ἀπό τα σύννεφα
Κλῖνε πάνω ἀπὸ τὸν στεναγμὸ τὸν πιὸ βαθὺ τῆς καρδιᾶς μου
ἐσὺ ποὺ ἔκαμψες τοὺς οὐρανοὺς
γιὰ νὰ χωρέσει τό ἄφατο
Θέλω νὰ φιλήσω τὰ πόδια σου τὰ ἀνέγγιχτα
καὶ νὰ τὰ προστατεύω
μέσα στὶς θηλειὲς τῶν μαλλιῶν μου
Στό σούρουπο τοῦ παράδεισου ἡ Εὔα
τοὺς κρότους ἀκούει καὶ ταράζεται
τρόμαξε καί ἐκρύφτη
Σωτῆρα μου καί τῶν ψυχῶν σωτῆρα
Ποιὸς τὸ κουβάρι τῶν ἁμαρτιῶν μου θὰ ἔρθει νὰ ξετυλίξει
Στῆς τιμωρίας σου τήν ἄβυσσο
ποιὸς πῶς νὰ κρατηθεῖ
Μὴν ἀποστρέψεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ πάνω μου
Βλέπε με. Τήν δούλη σου.
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι τό ἔλεος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.