Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ - Κηρύγματα στα Ευαγγέλια & στους Αποστόλους

Παρουσίαση βιβλίων με Χριστιανικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο Χριστιανικού ενδιαφέροντος - presentation of books with Christian content or content of Christian interest

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Α.Γ.
Δημοσιεύσεις: 824
Εγγραφή: Παρ Φεβ 12, 2016 11:46 pm

Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ - Κηρύγματα στα Ευαγγέλια & στους Αποστόλους

Δημοσίευσηαπό Α.Γ. » Πέμ Φεβ 22, 2018 5:40 am

Εικόνα

Εικόνα

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (2108220542)
Σταμάτα 2018

&

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ
Ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (2108220542)
Σταμάτα 2018


Αποσπάσμα από το Βιβλίο ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἡ Ἁγία Γραφή, κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, εἶναι σάν ρηχό ποταμάκι στό ὁποῖο πλησιάζουν τά ἥμερα καί ἄκακα πρόβατα, ἀλλά ταυτόχρονα καί μεγάλο πέλαγος στό ὁποῖο ξεκουράζονται καί τό ὁποῖο ἀπολαμβάνουν οἱ ἐλέφαντες. Θέλει νά πῆ, προφανῶς, ὅτι ἱκανοποιεῖ ἐξίσου καί τίς ἁπλοϊκές ψυχές καί τούς γίγαντες τοῦ πνεύματος.
Ἐμεῖς οἱ οὐτιδανοί ψαύσαμε λίγο τά ρεῖθρα στήν ὄχθη καί προσφέρουμε κάτι ἐλάχιστο στούς ἀγαπητούς ἀδελφούς μας. Αὐτό μπορούσαμε. Κρίνετέ μας ἐπιεικῶς.
Καλό ξεδίψασμα!

***

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (Ἰω 1, 1-17)

Ἔλεγε κάποιος δάσκαλος: «Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὑποχρεωμένος μέσα σέ τούτη τή ζωή νά ἄρη τό σταυρό τοῦ προσωπικοῦ του μαρτυρίου. Πιό ἐλαφρύ ὅμως εἶναι τό βάρος ἄν, στήν προσπάθεια τήν ὁποία κάνει γιά τόν ἑαυτό του, σκύψη νά βοηθήση, ἔστω καί γιά λίγο, τό διπλανό του»(ΔΚ, 123).
Γιατί σᾶς ἀνέφερα τή θέσι αὐτή; Γιά νά τονίσω τό θέμα τῆς βοήθειας στήν πίστι, γιά τήν ὁποία μᾶς μιλᾶ σήμερα ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης· λέει ὅτι ὁ Πρόδρομος μαρτυροῦσε περί τοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πιστεύσουν ὅλοι δι᾽ αὐτοῦ. Ἄς ποῦμε μερικά λόγια γιά τό θέμα αὐτό.
«Μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Κλεόπας, ὅταν ἦταν ἄρρωστος στό νοσοκομεῖο τοῦ Ἰασίου: “Μετά τήν ἐγχείρησι, μέ μετέφεραν στήν ἐντατική. Ἐκεῖ κοιμήθηκα τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες. Ὅταν ξύπνησα, μοῦ εἶπαν: —Πάτερ, ξέρεις ὅτι κοιμήθηκες τρία ἡμερόνυκτα καί ὅλο αὐτό τό διάστημα μιλοῦσες;
—Δέν ξέρω τίποτε! Τί ἔλεγα καί μιλοῦσα;
—Πάτερ, ξέρεις πόσα κηρύγματα μαγνητοφώνησα; Πάρε νά ἀκούσης τί μαγνητοφώνησα! Μοῦ ἔδειξαν μιά κασσέτα ὁλόκληρη. Ἦταν κηρύγματα τά ὁποῖα εἶχα κάνει πρίν 30-40 χρόνια. Ὅμως δέν καταλάβαινα τίποτε!”»(ΙΩ, 179). Φαντάζεσθε πόσους εἶχε βοηθήσει μέ τά κηρύγματα αὐτά;
Ἄς μεταφερθοῦμε, τώρα, στό μαθητικό χῶρο:
«—Αἴ Θοδωρῆ, ἀπ᾽ τό κατηχητικό δέν σ᾽ ἀφήνουν νά ᾽ρθῆς στό μασκέ-πάρτυ;
Τό χαμόγελο πού ζωγραφίστηκε στό πρόσωπο τοῦ Θόδωρου ἐρέθισε ἀκόμη περισσότερο τόν Ἠλία.
—Παιδιά, ὁ Θοδωρῆς ἔχει ρητή ἐντολή ἀπό τό κατηχητικό του ἀπόψε νά κοιμηθῆ νωρίς.
Ὅλο τό Β4 τοῦ Λυκείου κοίταξε τό Θόδωρο, πού ψύχραιμος δεχόταν τίς εἰρωνεῖες τοῦ Ἠλία.
—Ἐσύ, ἐξακολούθησε ὁ Ἠλίας, δέν χρειάζεται νά μασκαρευτῆς γιά νά ᾽ρθῆς. Φορᾶς ἤδη τή μάσκα τοῦ στωϊκοῦ φιλοσόφου.
Τό χτύπημα τοῦ κουδουνιοῦ ἔδωσε τέλος στίς προκλήσεις τοῦ Ἠλία καί ὁ καθηγητής, θέλαν δέν θέλαν, τούς ἔβαλε σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, τόν κόσμο τῶν ἀριθμῶν καί τῶν ἀσκήσεων. Καί εἶδε τό Β4 τόν “καθυστερημένο”, λόγῳ κατηχητικῶν, Θόδωρο μέ εὐστροφία καί ἄνεσι νά λύνη τίς ἀσκήσεις καί τόν “ἔξυπνο” Ἠλία νά κομπιάζη καί νά δικαιολογῆται.
Ἡ ἀνάγκη μιᾶς βόλτας ἔκανε τό Θόδωρο νά βρεθῆ τή νύχτα στούς δρόμους τῆς πόλεως. Μιά ὁμάδα μασκαρεμένων τοῦ ᾽φερε στή σκέψι τήν τάξι του, τόν Ἠλία. Ναί, τόν πίκρανε σήμερα ὁ Ἠλίας κι ἄς μή τοῦ τό ἔδειξε αὐτός. Μέχρι πέρσι ἀκόμα, μαζί ἀγωνίζονταν, μαζί ἔπαιρναν στό κατηχητικό τους τό σύνθημα νά μήν μασκαρευτοῦν, καί σήμερα ἐκεῖνος τόν πολεμοῦσε μέ εἰρωνεῖες.
—Σάν τήν Πομπηΐα, σκέφτηκε, μοιάζει ἀπόψε ἡ πόλι καί βιάστηκε νά γυρίση πίσω σπρωγμένος ἀπό τό αἴσθημα πώς κάποιος Βεζούβιος ἦταν ἕτοιμος νά ἐκραγῆ.
Ἕνας θόρυβος τόν ἔκανε νά σταματήση. Ἔστησε τό αὐτί του νά ἀκούση καλύτερα. Σίγουρα δέν ἔκανε λάθος, αὐτό τό ὁποῖο ἄκουγε ἦταν βογγητό. Ἄνοιξε τό βῆμα του καί κατευθύνθηκε πρός τό μέρος ἀπό τό ὁποῖο ἀκουγόταν ὁ βόγγος. Ἡ ἀγωνία του μεγάλωσε σάν εἶδε στήν ἄκρη τοῦ δρόμου πεσμένο ἕνα μηχανάκι καί λίγα μέτρα μακρυά, ἔξω ἀπό τό δρόμο, ἀναίσθητο ἕνα ἱερέα.
Ἔτρεξε κοντά του ὁ Θόδωρος καί μέσα στήν ἀγωνία καί τήν προσπάθειά του νά δῆ ἄν ζῆ ἀκόμα ὁ πληγωμένος, ἀναγνώρισε μέ πόνο στό καταματωμένο πρόσωπο, τό πρόσωπο τοῦ συμμαθητῆ του, τοῦ Ἠλία.
—Θεέ μου!, ξέφυγε μέσα ἀπ᾽ τήν καρδιά του ἡ κραυγή. Ὁ φίλος του ὁ συμμαθητής του, τό περσινό συγκατηχητόπουλο καί συναγωνιστής του, ἔφτασε στό σημεῖο νά σατιρίση τό ράσο, νά τό προσβάλη, νά μασκαρευτῆ μ᾽ αὐτό καί νά τό κατεβάση στή ντίσκο;
Κοίταζε μέ ἀπόγνωσι τόν ἔρημο δρόμο, ὥσπου μέ ἀνακούφισι εἶδε ἕνα Ι.Χ. νά ἔρχεται πρός τό μέρος του. Ἀπογοητεύθηκε, ὅταν τό εἶδε γεμάτο ἀπό μασκαρεμένους, μά δέν εἶχε ἄλλη ἐκλογή. Τό σταμάτησε, παρακάλεσε, ἔδειξε τόν πληγωμένο φίλο του καί ἐκεῖνοι ἔβγαλαν τίς μάσκες, πού τούς ἐμπόδιζαν, καί ἔβαλαν στό αὐτοκίνητο τόν πληγωμένο Ἠλία...
Ὅλη τή νύχτα, κατά τήν ὁποία οἱ γιατροί πάλευαν στό χειρουργεῖο νά σώσουν τόν Ἠλία, ὁ Θόδωρος πάλευε μέ τήν προσευχή. Ὅλη τή νύχτα, κατά τήν ὁποία τό Β4 χόρευε, ἔπινε καί μεθοῦσε στό μασκέ-πάρτυ, ὁ Θόδωρος ξαγρυπνοῦσε στό νοσοκομεῖο προσευχόμενος καί στό πρόσωπό του ἦταν χυμένη ἡ ἀγωνία γιά τή σωτηρία τοῦ φίλου του, μιά ἀγωνία πού ἐκεῖνος ποτέ μέχρι τώρα δέν μπόρεσε νά διαβάση στό στωϊκό καί ἀτάραχο, ὅπως τό χαρακτήριζε, πρόσωπό του. Πετάχτηκε ἀπό τή θέσι του, ὅταν ἄκουσε τήν πόρτα τοῦ χειρουργείου νά ἀνοίγη. Εἶδε τούς γιατρούς νά βγαίνουν καί σέ λίγο τό φίλο του ὠχρό, μά ὡστόσο ἀναπνέοντας πάνω στό φορεῖο. Κι ἀφοῦ βεβαιώθηκε πώς ὁ Ἠλίας ζῆ, ἀποκαμωμένος κοιμήθηκε πάνω στήν καρέκλα.
Στίς 9 τό πρωΐ ἔφευγε ἀπό τό νοσοκομεῖο κρατώντας διπλωμένο μέσα σέ μιά σακούλα τό ράσο τοῦ φίλου του. Ἔφευγε γιά νά ξαναγυρίση πολλές φορές ἀπό τότε, νά σταθῆ δίπλα στόν Ἠλία, νά τοῦ πῆ τά νέα τοῦ σχολείου, νά τοῦ ἐξηγήση τό μάθημα τό ὁποῖο ἔχανε, νά τοῦ δώση κουράγιο στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Καί ἐκεῖνος δέν ἔλεγε πολλά, μόνο ἄκουγε, ἄκουγε καί κοίταζε μέ μάτια γεμᾶτα εὐγνωμοσύνη τό συμμαθητή του. Ἡ μόνη ἐρώτησι πού τοῦ ἐρχόταν νά τοῦ κάνη, μά δέν τολμοῦσε, ἦταν γιά τό ράσο. Τί ἔγινε, τί τό ἔκανε; Μά κάθε φορά κατά τήν ὁποία ἔκανε νά τόν ρωτήση ἡ ντροπή τοῦ κοκκίνιζε τό πρόσωπο καί τοῦ ἔκοβε τή φωνή.
Ὁ Ἠλίας δέν ἔμαθε τί ἔγινε ἐκεῖνο τό ράσο, ὥσπου λίγα χρόνια ἀργότερα τό εἶδε νά τό φορᾶ ὁ φίλος του στή χειροτονία του ὡς διάκονος. Τό γνώρισε, γιατί τό ἕνα μανίκι του ἦταν λίγο σχισμένο. Καί ἴσως ὅλοι νά ἀπόρησαν πῶς ὁ καινούριος διάκονος δέν φοροῦσε καινούριο ράσο· μά ὁ Ἠλίας ἤξερε, καταλάβαινε. Ἤθελε ὁ Θόδωρος νά ξεπλύνη τήν ντροπή τή δική του, νά τιμήση τό ράσο τό ὁποῖο ἐκεῖνος πρόσβαλε. Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του νά εὐχηθῆ στό νεοχειροτονημένο διάκονο, τοῦ φίλησε πρῶτα τό χέρι καί ὕστερα φίλησε τό σχισμένο μανίκι. Ἡ ντροπή μαζί μέ τόν πόθο γιά ἐξιλέωσι τοῦ ἔφεραν δάκρυα στά μάτια»(περ. Απ).
Δίδαγμα: δέν πρέπει νά ἀπογοητευώμασθε σέ μερικές ἀντιξοότητες, ὅταν πρόκηται νά σώσουμε κάποιον.

***

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ἰω 20, 28)

«Ἀποκότησα τέλος:
—Παλεύεις ἀκόμα μέ τό Διάβολο, πάτερ Μακάριε;, τόν ρώτησα.
—Ὄχι πιά παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτός μαζί μου· δέν ἔχει δύναμι· παλεύω μέ τό Θεό.
—Μέ τό Θεό!, ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νά νικήσης;
—Ἐλπίζω νά νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τά κόκκαλα· αὐτά ἀντιστέκονται.
—Βαρειά ἡ ζωή σου, γέροντα μου· θέλω κι ἐγώ νά σωθῶ, δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
—Πιό βολικός;, ἔκαμε ὁ ἀσκητής καί χαμογέλασε μέ συμπόνοια.
—Πιό ἀνθρώπινος, γέροντά μου... Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ᾽ναι ἡ γῆ, ἔχω καιρό νά διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητής τά πέντε κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τό γόνατό μου, μέ σκούντηξε:
—Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρίν σέ ξυπνήση ὁ χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
—Εἶμαι νέος, ξανάπα γιά νά κάνω κουράγιο.
—Ὁ χάρος ἀγαπάει τούς νέους· ἡ κόλασι ἀγαπάει τούς νέους· ἡ ζωή ᾽ναι ἕνα μικρό κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τό νοῦ σου, ξύπνα!...
Δύο δάκρυα κύλησαν ἀπό τίς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καί σέ λίγο:
—Εἶμαι σίγουρος γιά τήν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτή νικάει καί συχωρνάει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
—Κι ἐγώ εἶμαι σίγουρος γιά τήν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτή λοιπόν μπορεῖ νά συγχωρέση καί τήν αὐθάδεια τῆς νιότης… Δέν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό ᾽πα, ἄστραψε στό νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιός ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πώς θά ᾽ρθη καιρός τῆς τέλειας λυτρώσεως, τῆς τέλειας συμφιλιώσεως, θά σβήνουν οἱ φωτιές τῆς κολάσεως, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ σατανᾶς, θ᾽ ἀνέβη στόν οὐρανό, θά φιλήση τό χέρι τοῦ Πατέρα καί δάκρυα θά κυλήσουν ἀπό τά μάτια του: “Ἥμαρτον!”, θά φωνάξη, κι ὁ Πατέρας θ᾽ ἀνοίξη τήν ἀγκάλη Του: “Καλῶς ἦρθες”, θά τοῦ πῆ· “καλῶς ἦρθες, γυιέ μου· συχώρεσέ Με πού σέ τυράννησα τόσο πολύ!”.
Μά δέν τόλμησα νά ξεστομίσω τό στοχασμό μου· πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νά τοῦ τό πῶ.
—Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πώς ἕνας ἅγιος, δέν θυμᾶμαι τώρα ποιός, δέν μποροῦσε νά βρῆ ἀνάπαυσι στόν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεός τούς στεναγμούς του, τόν κάλεσε: “Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;”, τόν ρώτησε· “δέν εἶσαι εὐτυχής; “Πῶς νά ᾽μαι εὐτυχής, Κύριε;” Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. “Στή μέση-μέση τοῦ Παραδείσου ἕνα συντριβάνι καί κλαίει”. “Τί συντριβάνι;”. “Τά δάκρυα τῶν κολασμένων”.
Ὁ ἀσκητής ἔκαμε τό σημάδι τοῦ σταυροῦ, τά χέρια του ἔτρεμαν.
—Ποιός εἶσαι;, ἔκαμε μέ φωνή ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τό σταυρό του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στόν ἀέρα:
—῞Υπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνή του τώρα εἶχε στερεώσει... Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τό μυαλό θά σέ φάη, τό ἐγώ θά σέ φάη. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, τόν ὁποῖο ἐσύ ὑπερασπίζεσαι καί θές νά τόν σώσης, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στήν κόλασι; Ὅταν στράφηκε στό Θεό κι εἶπε: Ἐγώ. Ναί, ναί, ἄκου νεαρέ, καί βάλ᾽ το καλά στό νοῦ σου: Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στήν κόλασι, τό ἐγώ. Τό ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τό κεφάλι πεισματωμένος:
—Μέ τό ἐγώ αὐτό ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό ζῶο, μήν τό κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
—Μέ τό ἐγώ αὐτό ξεχώρισε ἀπό τό Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μέ τό Θεό, εὐτυχισμένα στόν κόρφο Του. Δέν ὑπῆρχε ἐγώ καί σύ καί ἐκεῖνος· δέν ὑπῆρχε δικό σου καί δικό μου, δέν ὑπῆρχαν δύο, ὑπῆρχε ἕνα· τό Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος πού ἀκοῦς, κανένας ἄλλος· ἀπό κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτόν θυμᾶται καί στόν ὁποῖο λαχταράει ἡ ψυχή νά γυρίση· εὐλογημένος ὁ θάνατος! τί ᾽ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τό καβαλικεύουμε καί πᾶμε.
Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τό πρόσωπό του φωτίζονταν· γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνονταν ἀπό τά χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τό πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζονταν στόν Παράδεισο.
—Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
—Εἶναι νά μή χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε· εἶμαι εὐτυχής, παιδί μου· κάθε μέρα, κάθε ὥρα, ἀκούω τά πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, ἀκούω τό χάρο νά ζυγώνη.
Εἶχα σκαρφαλώσει τά βράχια γιά νά ἐξομολογηθῶ στόν ἄγριο τοῦτο ἀπαρνητή τῆς ζωῆς· μά εἶδα ἦταν ἀκόμα πολύ νωρίς· ἡ ζωή μέσα μου δέν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολύ τόν ὁρατό κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στό μυαλό μου, δέν εἶχε ἀκόμα ἀφανιστῆ μέσα στήν τυφλωτική λάμψι τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σάν γεράσω, σάν ξεθυμάνω, σάν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.
Σηκώθηκα. Σήκωσε ὁ γέροντας τό κεφάλι.
—Φεύγεις; ἔκαμε· ἄε στό καλό· ὁ Θεός μαζί σου.
Καί σέ λίγο, περιπαιχτικά:
—Χαιρετίσματα στόν κόσμο.
—Χαιρετίσματα στόν οὐρανό, ἀντιμίλησα· καί πές στό Θεό, δέν φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτός πού ἔκαμε τόν κόσμο τόσο ὡραῖο»(ΚΓ, 267).
Γιατί σᾶς διάβασα αὐτές τίς σελίδες ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Καζαντζάκη; Γιά νά τίς ἀντιπαραβάλλω στήν ἐν ταπεινώσει παραδοχή τοῦ Ἀπ. Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»(Ἰω 20, 28). Αὐτόν ἄς ἀκολουθήσουμε.

***

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μρ 15, 43-16, 8)

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο, εἴδαμε ὅτι τόν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας, τόν ὁποῖο εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ Μαθητές Του, μετά τήν ἑκούσια ἐκπνοή Του, παρά τήν ἀτμόσφαιρα φόβου καί τρόμου, Τόν διακόνησαν στήν ταφή ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, ἤ Τόν ἐπισκέφθηκαν στόν τάφο, οἱ Μυροφόρες, ἄνθρωποι δηλ. τούς ὁποίους δέν ὑπολόγιζε κανείς. Πολλές φορές, ἄνθρωποι στούς ὁποίους δέν δίνει κανένας σημασία, δείχνουν τό βαθύτερο καλό ἑαυτό τους καί μᾶς ξαφνιάζουν ἀπρόσμενα.
Ἕνα τέτοιο περιστατικό συνέβη σέ κάποιο ἀγροτικό ἰατρό στήν Πορτογαλία καί μᾶς τό ἀφηγεῖται γλαφυρά:
«Τό ὄνομά της ἦταν Μαρία Ρόζα ντέ Ζεσούς Καλιάρικα, μά ὅλοι σέ ἐκεῖνο τό ἀποχαυνωμένο ὀρεινό χωριό στήν Μπέιρα Ἄλτα τή φώναζαν Ξιδομαρία. Ἦταν πικρόχολη κι ἄξεστη, μ᾽ ἕνα κοκαλιάρικο ρυτιδωμένο πρόσωπο, ἀνύπαρκτο στῆθος καί καμπουριασμένη πλάτη. Ἔτρεφε τήν πεῖνα τῶν 70 της χρόνων σκαλίζοντας ἀσταμάτητα τόν ἄγονο κῆπο, ἀπ᾽ ὅπου κάθε μέρα ἔκοβε μιά λαχανίδα γιά τή βραδυνή της σούπα: δύο πατάτες, μιά σταγόνα λάδι καί νερό, τό ὁποῖο ἔπαιρνε ἀπό μιά μακρυνή πηγή μισοχαμένη σ᾽ ἕνα δαίδαλο ἀπό μονοπάτια μέσα στό δάσος.
Γνώρισα τή Ξιδομαρία πρίν ἀπό 15 χρόνια, ὅταν ἤμουν νεαρός γιατρός ἐκεῖ πέρα. Ἦταν ἡ πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ἀσκοῦσα τό ἐπάγγελμα καί, ἐπειδή δέν εἶχα μεγάλη πεῖρα τῆς ζωῆς, οἱ ἀπότομοι τρόποι της μέ πρόσβαλαν. Ἐμφανιζόταν στό σπίτι μου χωρίς κάν ἕνα “ἐπιτρέπεται” καί δείχνοντάς μου τό χέρι της πού εἶχε μολυνθῆ ἀπαιτοῦσε μέ πικρή φωνή: “Κάντο καλά”.
Ἤξερα ὅτι ἦταν ἀπελπιστικά φτωχή, γι᾽ αὐτό τῆς ἔδινα φαρμακευτικά δείγματα. Μετά, διορθώνοντας τόν κόμπο τῆς ἐσάρπας της, μοῦ γύριζε τήν πλάτη κι ἔφευγε χωρίς νά πῆ λέξι, οὔτε ἀκόμη και ἕνα “εὐχαριστῶ” ἤ ἕνα “γειά σου”.
Ἄρχισε νά μοῦ κολλᾶ σάν βδέλλα. Πότε παραπονιόταν γιά ρευματισμούς καί πότε πονοῦσε ἡ πλάτη της, ἐπειδή εἶχε κουβαλήσει ἕνα κούτσουρο γιά τή φωτιά.
Ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ φίλοι μου, στά νιάτα της ἡ Ξιδομαρία ἦταν ἀγωγιάτισσα. Κέρδιζε τό μεροκάματό της κάνοντας θελήματα καί μεταφορές. Παντρεύτηκε νέα, ἀλλά ὁ ἄντρας της, καθώς ἦταν μεθυσμένος ἑπτά μέρες τήν ἑβδομάδα, δέν ἄντεξε πολύ καί πέθανε γρήγορα. Ἀπό τότε, ἔχοντας ἀπομείνει μόνη, πενθοῦσε. Ἄρχισε νά συμπεριφέρεται παράξενα, καί ἀποτραβήχθηκε στά δικά της.
Καμμιά φορά, καθώς τῆς ἔκανα κάποια θεραπεία, προσπαθοῦσα νά πιέσω τήν Ξιδομαρία νά μιλήση γιά τόν ἑαυτό της: “Πές μου, Ρόζα...”. Πρίν προλάβω νά συνεχίσω, μ᾽ ἔκοβε: “Δέν ἤρθα ἐδῶ γιά νά μιλήσω. Κάνε ὅ,τι ἔχεις νά κάνης καί τελείωνε”. Καί συνέχιζα νά τήν κοιτάζω μέσα σέ μιά ὀδυνηρή σιωπή.
Ἡ σύμβασί μου μέ τό χωριό θά τελείωνε στήν ἀρχή τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό κάποιο γραφειοκρατικό μπέρδεμα ὅμως δέν ἄρχισα τίς προετοιμασίες γιά τήν ἀναχώρησί μου παρά στό τέλος τοῦ ἑπομένου Ὀκτωβρίου. Τό μικροσκοπικό Φιατάκι μου ἦταν γεμάτο μέ κουτιά καί βαλίτσες. Νωρίς τό πρωΐ ἦρθαν ὅλοι νά μέ χαιρετήσουν.
Ὅλοι, ἐκτός ἀπό τή Ξιδομαρία. Τό αὐτοκίνητο ἦταν τόσο γεμάτο, πού δέν ἔπεφτε καρφίτσα. Χοιρομέρι, λουκάνικα, ζαχαρωτά, μῆλα ἀπ᾽ τό περιβόλι. Ἡ μικρή μηχανή ἀγκομαχοῦσε παλεύοντας νά ἀνεβῆ τήν τελευταία πλαγιά πρίν ἀπό τή μακρυά κατηφόρα. Στό δροσερό, ἐλαφρό ἀεράκι, ἕνα ἄρωμα ἀπό βότανα πλανιόταν νοσταλγικά. Τό τελευταῖο σπίτι εἶχε κιόλας χαθῆ ἀνάμεσα στό πευκόδασος. Πιό κάτω, στή δημοσιά πού τραβοῦσε νότια, μέ περίμενε τό μέλλον.
Καθώς ἔπαιρνα τή στροφή, μιά φιγούρα στή μέση τοῦ δρόμου μοῦ ἔκανε νόημα νά σταματήσω. Συγκρατώντας τίς ἀποσκευές, ἄνοιξα τήν πόρτα καί βρέθηκα πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τήν τραχειά, ζαρωμένη μορφή τῆς Ξιδομαρίας.
Τά μάτια της, ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν πιό γλυκά κι ἀπ᾽ τό μυρωμένο ἀέρα. “Κάθομαι ἐδῶ παγωμένη ἀπό τίς ἕξι τό πρωΐ, περιμένοντας νά περάσης γιά νά σοῦ πῶ ἀντίο”, εἶπε. Ἔσκυψε, καί πίσω ἀπό μιά πέτρα ἔβγαλε πέντε αὐγουλάκια, τά ὁποῖα εἶχε κάνει ἡ κότα της, ἡ μόνη περιουσία της σ᾽ αὐτό τόν κόσμο. “Αὐτά εἶναι γιά σένα, γιατρέ. Εἶναι ὅ,τι ἔχω καί δέν ἔχω”. Μοῦ ἔδωσε τά αὐγά. Στά χείλια της σχηματίσθηκε τό πρῶτο χαμόγελό της τό ὁποῖο ἔβλεπα ἐδῶ καί ἕνα χρόνο. Τά πέντε αὐγά, τά ὁποῖα ἡ πεινασμένη γριά εἶχε στερηθῆ γιά πέντε μέρες, ἦταν γι᾽ αὐτήν μιά περιουσία, ἔτσι φτωχή πού ἦταν. Καί ἦταν πολύ πιό σημαντικά γιά μένα ἀπό τά πλούσια, παχειά καπνιστά κρέατα τοῦ πλούσιου κτηματία.
Προσπάθησα νά ἀρνηθῶ. “Ποῦ νά τά βάλω; Δέν βλέπεις πώς δέν ἔχει θέσι οὔτε γιά μιά κουκουνάρα;”. “Δέν τά ξαναπαίρνω πίσω”, ἐπέμεινε.
Ἔβγαλα ἕνα χοιρομέρι γιά νά κάνω χῶρο. Ἤμουν ἕτοιμος νά τῆς σφίξω τό χέρι, ἀλλά κάτι μᾶς ἔσπρωξε νά ἀγκαλιασθοῦμε.
Γιά νά κρύψω τή συγκίνησί μου, ἄρχισα στ᾽ ἀστεῖα νά κουνῶ τό χοιρομέρι στόν ἀέρα, σάν ἕνα κρεάτινο ραβδί. “Ἄν βάλω ἐτοῦτο τό βαρύ χοιρομέρι πάνω ἀπό τά αὐγά, θά σπάσουν”, εἶπα. “Πάρτο ἐσύ, Ρόζα, νά τό φᾶς καί νά μέ σκέπτεσαι”.
Τά βαθουλωτά μάτια τῆς γριᾶς, λαμπερά ἀπό σοφία, δέν εἶδαν τήν προσφορά μου σάν ἐλεημοσύνη. Ἁπλά, ντροπαλά, φοβισμένα, μ᾽ ἕνα σιωπηρό χάδι γεμάτο σεβασμό, πέρασε τά χέρια της πάνω στό πρόσωπό μου. “Σ᾽ ἀγαπῶ σάν γυιό μου, γιατρέ”. Πῆρε τό χοιρομέρι κι ἔφυγε.
Στή σταδιοδρομία μου δέν πῆρα ποτέ κάτι τόσο ὄμορφο καί τόσο πολύτιμο ὅσο τό δῶρο τό ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ξιδομαρία ἐκεῖνο τό πρωϊνό, τό γεμάτο ἀγάπη»(Μανουέλ ντέ Πορτουγκάλ, Τempo 7 Αὐ 1980, Λισαβῶνα, στό: περ. Επ, 45)
Τέλος λόγου: Ὁ κάθε ἄνθρωπος κρύβει καλά στοιχεῖα μέσα του. Καί εἶναι εὐτυχία ὅταν τά ἐξωτερικεύη καί μάλιστα σέ δύσκολες συνθῆκες, ὅπως ἔκαναν οἱ Μυροφόρες καί οἱ κεκρυμμένοι Μαθητές τοῦ Κυρίου μας.

Πηγή:

TRUTH TARGET - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ



Άβαταρ μέλους
heavenandearth
Δημοσιεύσεις: 303
Εγγραφή: Τρί Ιαν 02, 2018 1:19 pm
Τοποθεσία: Νεκταρία, Αθήνα

Re: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ - Κηρύγματα στα Ευαγγέλια & στους Αποστόλους

Δημοσίευσηαπό heavenandearth » Πέμ Φεβ 22, 2018 8:49 am

Να είστε καλά.


Αγαπάτε αλλήλους.

Α.Γ.
Δημοσιεύσεις: 824
Εγγραφή: Παρ Φεβ 12, 2016 11:46 pm

Re: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ - Κηρύγματα στα Ευαγγέλια & στους Αποστόλους

Δημοσίευσηαπό Α.Γ. » Πέμ Φεβ 22, 2018 8:59 am

heavenandearth έγραψε:Να είστε καλά.


Επίσης να είσαι καλά κι η Παναγίτσα να σε σκεπάζει!!

:) :) :)




Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 2 και 0 επισκέπτες