Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - Χριστουγεννιάτικη ιστορία
π. Δημητρίου Μπόκου
Το χιόνι στοιβαζόταν πυκνό όλο το απόγευμα ντύνοντας την ορεινή πολίχνη, που είχε κουρνιάσει στην απάνεμη πλαγιά του βουνού, στα λευκά. Μα ωστόσο ο παγωμένος αέρας σήμερα, παραμονή Χριστούγεννα, δεν της χαριζόταν καθόλου. Σάρωνε τις πλαγιές, στριμωχνόταν βουίζοντας στα σοκάκια, ξεχυνόταν γοργά στην απλωμένη κοιλάδα, πιστός στο ραντεβού του με τις άπειρες λευκές νυφούλες που, παιχνιδιάρες, άπιστες, ψυχρές, στριφογύριζαν αδιάκοπα, λοξοδρομώντας απρόβλεπτα σε κάθε του ερωτικό άγγιγμα.
Τα Χριστούγεννα έρχονταν τυλιγμένα στην ομορφιά.
Κοντοστάθηκε μπρος στην κλειστή πόρτα. Τίναξε το χιόνι από πάνω του, ξερόβηξε και μπήκε. Με το άνοιγμα της πόρτας το χιόνι, σπρωγμένο απ' τον άνεμο, χύθηκε μέσα κι ανακάτεψε την πνιγηρή ατμόσφαιρα του καπηλειού κάνοντας όλους να γυρίσουν τα κεφάλια τους. Μα αυτός, χωρίς να καλησπερίσει, χωρίς να κοιτάξει κανένα, προχώρησε στη γωνιά του και σωριάστηκε βαρύς στην άδεια καρέκλα, γυρνώντας σχεδόν την πλάτη του σε όλους. Όμως δεν φάνηκε να πειράχτηκε ή να παραξενεύτηκε κανένας. Το γκαρσόνι μάλιστα, με το που τον είδε, έτρεξε αμέσως με το καραφάκι και το ποτήρι στο χέρι στο τραπέζι του.
Όλοι τον ήξεραν στη μικρή τους πόλη.
Το πικρό του δράμα το μοιράζονταν όλοι σιωπηλά. Η θλιβερή ζωή του μπαρμπα - Κοσμά ήταν μέρος της καθημερινής τους έγνοιας. Ήξεραν όλοι το μοναχικό γεράκο που τον εγκατέλειψε ο γιος του. Τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν.
Ο προκομμένος του ήταν φευγάτος από χρόνια. Είχε δηλώσει ότι δεν θέλει καμμιά επικοινωνία. Ήθελε να 'ναι ελεύθερος. Χωρίς δεσμεύσεις. Ο γέρος πικράθηκε βαθιά. Του μήνυσε πως το σπίτι του θα 'ταν πάντα ανοιχτό. Να τον περιμένει. Κι από τότε η ζωή του έγινε όλη ένα δάκρυ, που απ' τα μάτια του έσταζε αδιάκοπα στην καρδιά.
Δεν έλεγε σε κανέναν τον πόνο του. Μα όλοι τον γνώριζαν. Κάθε μέρα κατέβαινε στο σταθμό. Την ώρα της άφιξης αυτός ήταν πάντα εκεί. Το σφύριγμα του τραίνου ανατάραζε μέσα του τρελλά την ελπίδα. Κάθε μέρα τα τραίνα έρχονταν και έφευγαν σφυρίζοντας δυνατά στον αέρα. Κι αυτός περίμενε ...;, περίμενε ...;
Και πιο πολύ τις μέρες τις καλές που όλοι χαίρονται, σαν σήμερα. Τότε δυνάμωνε η απαντοχή του, δυνάμωνε η ελπίδα του, δυνάμωνε ο πόνος. Κι απόψε όλοι ήξεραν πως από 'κεί ερχόταν πάλι. Διπλά πικραμένος, διπλά απελπισμένος. Για μια φορά ακόμα θα κάμει μόνος του Χριστούγεννα.
Βυθισμένος στις μαύρες του αναμνήσεις άδειαζε σταγόνα - σταγόνα το ποτήρι του, πασχίζοντας μάταια να ρίξει φάρμακο στο φαρμάκι της καρδιάς του.
Η νύχτα προχώρησε. Το καπηλειό άδειαζε, μια και όλοι βιαζόντουσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους για τη μεγάλη γιορτή. Έφυγε τελευταίος. Μα αντί να ανηφορίσει για το σπίτι του, τα βήματά του κατηφόρισαν ανεξήγητα ως το σταθμό. Γιατί πήγαινε εκεί; Ούτε που καταλάβαινε.
Οι αποβάθρες έρημες. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν κουνιόταν εδώ. Το τελευταίο τραίνο είχε σφυρίξει εδώ και ώρες. Κάθισε σ' ένα παγκάκι. Το υπόστεγο τον προστάτευε απ' το χιόνι, μα όχι κι απ' τον άνεμο και το κρύο. Τυλίχτηκε στο χοντρό του παλτό. Ο βαθύς πόνος του έσχιζε την καρδιά. Το μυαλό του θόλωνε. Δε νοιαζόταν πια για τίποτε. Η ώρα περνούσε, μα ο χρόνος έπαψε να υπάρχει γι 'αυτόν. Ώσπου ακούστηκαν κάποια βήματα δίπλα του. Ο παπάς κατέβαινε για τη νυχτερινή γιορτινή Λειτουργία. Τον είδε και απορημένος πλησίασε.
- Μπαρμπα - Κοσμά, τέτοια ώρα τί κάνεις εδώ;
Δεν αποκρίθηκε. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Η μορφή του σκοτείνιαζε απ' τη μελαγχολία.
- Έλα στη Λειτουργία απόψε, συνέχισε ο παπάς. Έτσι, να γλυκαθεί λιγάκι η ψυχή σου, μέρα που είναι.
-Τράβα το δρόμο σου, παπά. Άσε με στο χάλι μου, είπε ανόρεχτα.
Ο παπάς επέμεινε. Μα ο γέρος έχασε την υπομονή του.
-Φύγε, παπά. Τα 'παμε και τα ξανάπαμε αυτά. Ο Θεός σου δεν υπάρχει για μένα. Μη με κεντρίζεις περισσότερο, μέρα που είναι. Τράβα στη δουλειά σου, το καλό που σου θέλω.
- Καλά λοιπόν, φεύγω. Μα η πόρτα θα 'ναι ανοιχτή, όποτε κι αν θελήσεις.
Ο παπάς έφυγε και ο γέρος έγειρε αποκαμωμένος στο παγκάκι. Έκλεισε τα μάτια του, μα πού ύπνος μ' αυτή την παγωνιά που έφτανε ως τα κόκκαλα. Ο αβάσταχτος πόνος διαπερνούσε τα σώψυχά του σωρεύοντας κρυάδα στην καρδιά του.
Ολόμαυρη η παγωμένη νύχτα γύρω του. Θανατερό το κρύο σκοτάδι μέσα του. Ο κόσμος όλος, έξω και μέσα του, ένας τάφος. Έρημος, κρύος, σκοτεινός.
Ένοιωσε την απόλυτη μοναξιά. Βίωσε την πλέρια δυστυχία. Βούλιαξε στην έσχατη απόγνωση. Τί περισσότερο θα μπορούσε να' ναι η κόλαση;
-Γιέ μου! βόγκηξε δυνατά και σωριάστηκε σαν το κουβάρι.
Ο άνεμος μούγκρισε δυνατά και ξανάφερε στ' αυτιά του ολόιδια τη φωνή του.
-Γιέ μου!
Την πήγε μακριά και την ξανάφερε. Και βάλθηκε να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά, λες και τον ευχαριστούσε να μαστιγώνει αλύπητα τ' αυτιά και την καρδιά του γέρου.
Μα όχι! Κάποιος φαίνεται να του μιλάει πραγματικά. Ακούει ξεκάθαρα μεσ' στου ανέμου τη βοή όχι τη δική του, μα κάποια άλλη, παράξενη φωνή.
- Γιέ μου!
- Ποιος είναι; αναρωτήθηκε. Μήπως ονειρευόταν;
Ποιος θα μπορούσε να τον φωνάζει γιο του; Έστρεψε τα κουρασμένα του βλέφαρα δώθε - κείθε. Μεσ' στη θολούρα του μυαλού του και της νύχτας αγνάντεψε μια ανάερη μορφή, που έσβηνε και φαινόταν σαν τις νιφάδες του χιονιού, που χόρευαν στον αέρα. Η απόκοσμη φωνή δεν έπαυε να αντηχεί σαν χάδι απαλό στ' αυτιά του. Μα τα θαμπά του μάτια δεν μπορούσαν ν' αντικρύσουν καθαρά τη μορφή που όλο ερχόταν κι έφευγε από μπροστά του.
Του φάνηκε αρχικά σα να 'ταν το πρόσωπο του συχωρεμένου του πατέρα. Μετά του φάνταζε σαν τη μορφή του παπά που του μίλησε νωρίτερα. Μα τέλος όλα ξεκαθάρισαν. Μπροστά του έλαμψε ολοκάθαρα του ίδιου του Χριστού το πρόσωπο, γλυκύτατο και ολοφώτεινο.
-Πέθανα φαίνεται, σκέφτηκε. Βρίσκομαι σ' άλλο κόσμο πια!
-Ολόκληρη ζωή σε περιμένω, γιέ μου. Γιατί δεν έρχεσαι κοντά μου; ακούστηκε ζεστή η θεϊκή φωνή.
Ο γέρος τα χρειάστηκε.
-Κοντά σου εγώ; Μα πώς να' ρθώ; Διάλεξα την ελευθερία μου από σένα. Πώς να ξαναγυρίσω τώρα; Και πώς μαζί σου να λογαριαστώ;
- Εσύ γι' αυτό ποθείς να 'ρθεί κοντά σου το παιδί σου; Για να σου δώσει λογαριασμό;
- Και βέβαια όχι! Ας ήτανε μονάχα να γυρίσει.
- Αυτό συμβαίνει και σε μένα. Μπορείς να με περιφρονείς, να μ' αγνοήσεις. Μα το δικαίωμα να σ' αγαπώ μπορείς να μου το πάρεις; Σε καρτερώ, θαρρείς, για να βγάλω το άχτι μου; Κοντά μου σε καλώ, γιατί σε λαχταράω, γιέ μου. Μόνο γι αυτό. Ο πόνος μου είναι βαθύς, όσο σε ξένα, μακρινά από μένα, μονοπάτια περπατάς. Πικρό το δάκρυ μου πίσω απ' το κάθε βήμα σου σταλάζει. Ολόκληρη ζωή κλαίω για σένα. Εσύ τουλάχιστον μπορείς να καταλάβεις τί σημαίνει αυτό. Ό,τι περνάς εσύ από το γιο σου, περνώ από σένα και εγώ. Και σκέψου ακόμα, πως εσύ πονάς για ένα σου παιδί μονάχα, μα εγώ για αναρίθμητα.
Σα να 'πεσαν λέπια από τα μάτια του, σα να σκορπίστηκε ομίχλη απ' το μυαλό του, ξαφνικά κατάλαβε. Συνειδητοποίησε το δράμα του Θεού. Τον ασίγαστο πόνο Του για τα παιδιά Του. Την απροσμέτρητη λαχτάρα Του να τα μαζέψει όλα γύρω Του, στο πατρικό τους σπίτι. Για πρώτη φορά ένοιωσε πατέρα του Αυτόν, που ως τότε έβλεπε σαν ανελέητο αφεντικό. Η εμπειρία τον συντάραξε.
- Σε νοιώθω, Θέ μου, πράγματι, μουρμούρισε. Πατέρας είμαι κι εγώ, φαντάζομαι τον πόνο σου. Μα δεν σε γνώριζα πριν. Πρώτη φορά σε ανταμώνω και μένω εκστατικός.
Η θεϊκή μορφή αχτινοβολούσε κύματα ζεστασιάς κι αγάπης που τύλιγαν το γέρικο κορμί σε μια ολόθερμη αγκαλιά. Η καρδιά του ζεστάθηκε. Δεν ένοιωθε καθόλου παγωνιά.
-Έλα στο σπίτι μου και εκεί δεν θα σου λείψει τίποτα, είπε κι άρχισε η θεϊκή μορφή να χάνεται.
Μα σύγκαιρα ο αέρας γέμισε από το γλυκό ήχο της καμπάνας που σήμαινε Χριστούγεννα. Ο γέρος ανασάλεψε ξυπνώντας απ' το μαγευτικό του όνειρο. Μα ήταν αλήθεια όνειρο; Κι όμως δεν ένοιωθε το κρύο πια. Και η καρδιά του πέταγε σαν του μικρού παιδιού.
Σηκώθηκε γρήγορα. Τα πόδια του ανάλαφρα τον έφεραν στην εκκλησιά. Ήταν μισογεμάτη κιόλας. Χρόνια είχε να δρασκελίσει το κατώφλι της. Έπιασε μια γωνιά. Το βλέμμα του πλανήθηκε ένα γύρο. Στάθηκε στις μεγάλες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας στο τέμπλο. Τους ένοιωσε δικούς του. Η καρδιά του αναγάλλιασε. Σαν τότε που έτρεχε παιδί στην αγκαλιά της μάνας, του πατέρα του. Στη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού του.
Μα εκεί στο πλάι του, παραμπροστά, στη δεξιά κολόνα ακουμπισμένος, ένας γεροδεμένος άντρας, ώρα τώρα, τον παρατηρούσε επίμονα. Κάποια στιγμή ήρθε και στάθηκε κοντά του. Τον άγγιξε απαλά. Ο μπαρμπα - Κοσμάς γύρισε παραξενεμένος. Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμές ακίνητοι. Και ξαφνικά ...;
- Πατέρα!
-Γιέ μου!
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σηκώθηκε σούσουρο τριγύρω, ο παπάς πρόβαλε απορημένος το κεφάλι απ' την Ωραία Πύλη, η ψαλμωδία σχεδόν σταμάτησε.
- Σ' έψαχνα, πατέρα, στο σπίτι. Πού ήσουνα; ρωτούσε χαμηλόφωνα ο γιος.
Μα η φωνή του ευτυχισμένου γεράκου είχε πνιγεί μεσ' στους λυγμούς του. Τα μάτια του, θολά απ' τα δάκρυα, αναζήτησαν τη θεϊκή μορφή στην εικόνα του τέμπλου.
- Θέ μου, δεν πρόλαβα να 'ρθώ στο σπίτι σου, κι όλα τα βρήκα.
Τί όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα!
π. Δημητρίου Μπόκου
Το χιόνι στοιβαζόταν πυκνό όλο το απόγευμα ντύνοντας την ορεινή πολίχνη, που είχε κουρνιάσει στην απάνεμη πλαγιά του βουνού, στα λευκά. Μα ωστόσο ο παγωμένος αέρας σήμερα, παραμονή Χριστούγεννα, δεν της χαριζόταν καθόλου. Σάρωνε τις πλαγιές, στριμωχνόταν βουίζοντας στα σοκάκια, ξεχυνόταν γοργά στην απλωμένη κοιλάδα, πιστός στο ραντεβού του με τις άπειρες λευκές νυφούλες που, παιχνιδιάρες, άπιστες, ψυχρές, στριφογύριζαν αδιάκοπα, λοξοδρομώντας απρόβλεπτα σε κάθε του ερωτικό άγγιγμα.
Τα Χριστούγεννα έρχονταν τυλιγμένα στην ομορφιά.
Κοντοστάθηκε μπρος στην κλειστή πόρτα. Τίναξε το χιόνι από πάνω του, ξερόβηξε και μπήκε. Με το άνοιγμα της πόρτας το χιόνι, σπρωγμένο απ' τον άνεμο, χύθηκε μέσα κι ανακάτεψε την πνιγηρή ατμόσφαιρα του καπηλειού κάνοντας όλους να γυρίσουν τα κεφάλια τους. Μα αυτός, χωρίς να καλησπερίσει, χωρίς να κοιτάξει κανένα, προχώρησε στη γωνιά του και σωριάστηκε βαρύς στην άδεια καρέκλα, γυρνώντας σχεδόν την πλάτη του σε όλους. Όμως δεν φάνηκε να πειράχτηκε ή να παραξενεύτηκε κανένας. Το γκαρσόνι μάλιστα, με το που τον είδε, έτρεξε αμέσως με το καραφάκι και το ποτήρι στο χέρι στο τραπέζι του.
Όλοι τον ήξεραν στη μικρή τους πόλη.
Το πικρό του δράμα το μοιράζονταν όλοι σιωπηλά. Η θλιβερή ζωή του μπαρμπα - Κοσμά ήταν μέρος της καθημερινής τους έγνοιας. Ήξεραν όλοι το μοναχικό γεράκο που τον εγκατέλειψε ο γιος του. Τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν.
Ο προκομμένος του ήταν φευγάτος από χρόνια. Είχε δηλώσει ότι δεν θέλει καμμιά επικοινωνία. Ήθελε να 'ναι ελεύθερος. Χωρίς δεσμεύσεις. Ο γέρος πικράθηκε βαθιά. Του μήνυσε πως το σπίτι του θα 'ταν πάντα ανοιχτό. Να τον περιμένει. Κι από τότε η ζωή του έγινε όλη ένα δάκρυ, που απ' τα μάτια του έσταζε αδιάκοπα στην καρδιά.
Δεν έλεγε σε κανέναν τον πόνο του. Μα όλοι τον γνώριζαν. Κάθε μέρα κατέβαινε στο σταθμό. Την ώρα της άφιξης αυτός ήταν πάντα εκεί. Το σφύριγμα του τραίνου ανατάραζε μέσα του τρελλά την ελπίδα. Κάθε μέρα τα τραίνα έρχονταν και έφευγαν σφυρίζοντας δυνατά στον αέρα. Κι αυτός περίμενε ...;, περίμενε ...;
Και πιο πολύ τις μέρες τις καλές που όλοι χαίρονται, σαν σήμερα. Τότε δυνάμωνε η απαντοχή του, δυνάμωνε η ελπίδα του, δυνάμωνε ο πόνος. Κι απόψε όλοι ήξεραν πως από 'κεί ερχόταν πάλι. Διπλά πικραμένος, διπλά απελπισμένος. Για μια φορά ακόμα θα κάμει μόνος του Χριστούγεννα.
Βυθισμένος στις μαύρες του αναμνήσεις άδειαζε σταγόνα - σταγόνα το ποτήρι του, πασχίζοντας μάταια να ρίξει φάρμακο στο φαρμάκι της καρδιάς του.
Η νύχτα προχώρησε. Το καπηλειό άδειαζε, μια και όλοι βιαζόντουσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους για τη μεγάλη γιορτή. Έφυγε τελευταίος. Μα αντί να ανηφορίσει για το σπίτι του, τα βήματά του κατηφόρισαν ανεξήγητα ως το σταθμό. Γιατί πήγαινε εκεί; Ούτε που καταλάβαινε.
Οι αποβάθρες έρημες. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν κουνιόταν εδώ. Το τελευταίο τραίνο είχε σφυρίξει εδώ και ώρες. Κάθισε σ' ένα παγκάκι. Το υπόστεγο τον προστάτευε απ' το χιόνι, μα όχι κι απ' τον άνεμο και το κρύο. Τυλίχτηκε στο χοντρό του παλτό. Ο βαθύς πόνος του έσχιζε την καρδιά. Το μυαλό του θόλωνε. Δε νοιαζόταν πια για τίποτε. Η ώρα περνούσε, μα ο χρόνος έπαψε να υπάρχει γι 'αυτόν. Ώσπου ακούστηκαν κάποια βήματα δίπλα του. Ο παπάς κατέβαινε για τη νυχτερινή γιορτινή Λειτουργία. Τον είδε και απορημένος πλησίασε.
- Μπαρμπα - Κοσμά, τέτοια ώρα τί κάνεις εδώ;
Δεν αποκρίθηκε. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Η μορφή του σκοτείνιαζε απ' τη μελαγχολία.
- Έλα στη Λειτουργία απόψε, συνέχισε ο παπάς. Έτσι, να γλυκαθεί λιγάκι η ψυχή σου, μέρα που είναι.
-Τράβα το δρόμο σου, παπά. Άσε με στο χάλι μου, είπε ανόρεχτα.
Ο παπάς επέμεινε. Μα ο γέρος έχασε την υπομονή του.
-Φύγε, παπά. Τα 'παμε και τα ξανάπαμε αυτά. Ο Θεός σου δεν υπάρχει για μένα. Μη με κεντρίζεις περισσότερο, μέρα που είναι. Τράβα στη δουλειά σου, το καλό που σου θέλω.
- Καλά λοιπόν, φεύγω. Μα η πόρτα θα 'ναι ανοιχτή, όποτε κι αν θελήσεις.
Ο παπάς έφυγε και ο γέρος έγειρε αποκαμωμένος στο παγκάκι. Έκλεισε τα μάτια του, μα πού ύπνος μ' αυτή την παγωνιά που έφτανε ως τα κόκκαλα. Ο αβάσταχτος πόνος διαπερνούσε τα σώψυχά του σωρεύοντας κρυάδα στην καρδιά του.
Ολόμαυρη η παγωμένη νύχτα γύρω του. Θανατερό το κρύο σκοτάδι μέσα του. Ο κόσμος όλος, έξω και μέσα του, ένας τάφος. Έρημος, κρύος, σκοτεινός.
Ένοιωσε την απόλυτη μοναξιά. Βίωσε την πλέρια δυστυχία. Βούλιαξε στην έσχατη απόγνωση. Τί περισσότερο θα μπορούσε να' ναι η κόλαση;
-Γιέ μου! βόγκηξε δυνατά και σωριάστηκε σαν το κουβάρι.
Ο άνεμος μούγκρισε δυνατά και ξανάφερε στ' αυτιά του ολόιδια τη φωνή του.
-Γιέ μου!
Την πήγε μακριά και την ξανάφερε. Και βάλθηκε να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά, λες και τον ευχαριστούσε να μαστιγώνει αλύπητα τ' αυτιά και την καρδιά του γέρου.
Μα όχι! Κάποιος φαίνεται να του μιλάει πραγματικά. Ακούει ξεκάθαρα μεσ' στου ανέμου τη βοή όχι τη δική του, μα κάποια άλλη, παράξενη φωνή.
- Γιέ μου!
- Ποιος είναι; αναρωτήθηκε. Μήπως ονειρευόταν;
Ποιος θα μπορούσε να τον φωνάζει γιο του; Έστρεψε τα κουρασμένα του βλέφαρα δώθε - κείθε. Μεσ' στη θολούρα του μυαλού του και της νύχτας αγνάντεψε μια ανάερη μορφή, που έσβηνε και φαινόταν σαν τις νιφάδες του χιονιού, που χόρευαν στον αέρα. Η απόκοσμη φωνή δεν έπαυε να αντηχεί σαν χάδι απαλό στ' αυτιά του. Μα τα θαμπά του μάτια δεν μπορούσαν ν' αντικρύσουν καθαρά τη μορφή που όλο ερχόταν κι έφευγε από μπροστά του.
Του φάνηκε αρχικά σα να 'ταν το πρόσωπο του συχωρεμένου του πατέρα. Μετά του φάνταζε σαν τη μορφή του παπά που του μίλησε νωρίτερα. Μα τέλος όλα ξεκαθάρισαν. Μπροστά του έλαμψε ολοκάθαρα του ίδιου του Χριστού το πρόσωπο, γλυκύτατο και ολοφώτεινο.
-Πέθανα φαίνεται, σκέφτηκε. Βρίσκομαι σ' άλλο κόσμο πια!
-Ολόκληρη ζωή σε περιμένω, γιέ μου. Γιατί δεν έρχεσαι κοντά μου; ακούστηκε ζεστή η θεϊκή φωνή.
Ο γέρος τα χρειάστηκε.
-Κοντά σου εγώ; Μα πώς να' ρθώ; Διάλεξα την ελευθερία μου από σένα. Πώς να ξαναγυρίσω τώρα; Και πώς μαζί σου να λογαριαστώ;
- Εσύ γι' αυτό ποθείς να 'ρθεί κοντά σου το παιδί σου; Για να σου δώσει λογαριασμό;
- Και βέβαια όχι! Ας ήτανε μονάχα να γυρίσει.
- Αυτό συμβαίνει και σε μένα. Μπορείς να με περιφρονείς, να μ' αγνοήσεις. Μα το δικαίωμα να σ' αγαπώ μπορείς να μου το πάρεις; Σε καρτερώ, θαρρείς, για να βγάλω το άχτι μου; Κοντά μου σε καλώ, γιατί σε λαχταράω, γιέ μου. Μόνο γι αυτό. Ο πόνος μου είναι βαθύς, όσο σε ξένα, μακρινά από μένα, μονοπάτια περπατάς. Πικρό το δάκρυ μου πίσω απ' το κάθε βήμα σου σταλάζει. Ολόκληρη ζωή κλαίω για σένα. Εσύ τουλάχιστον μπορείς να καταλάβεις τί σημαίνει αυτό. Ό,τι περνάς εσύ από το γιο σου, περνώ από σένα και εγώ. Και σκέψου ακόμα, πως εσύ πονάς για ένα σου παιδί μονάχα, μα εγώ για αναρίθμητα.
Σα να 'πεσαν λέπια από τα μάτια του, σα να σκορπίστηκε ομίχλη απ' το μυαλό του, ξαφνικά κατάλαβε. Συνειδητοποίησε το δράμα του Θεού. Τον ασίγαστο πόνο Του για τα παιδιά Του. Την απροσμέτρητη λαχτάρα Του να τα μαζέψει όλα γύρω Του, στο πατρικό τους σπίτι. Για πρώτη φορά ένοιωσε πατέρα του Αυτόν, που ως τότε έβλεπε σαν ανελέητο αφεντικό. Η εμπειρία τον συντάραξε.
- Σε νοιώθω, Θέ μου, πράγματι, μουρμούρισε. Πατέρας είμαι κι εγώ, φαντάζομαι τον πόνο σου. Μα δεν σε γνώριζα πριν. Πρώτη φορά σε ανταμώνω και μένω εκστατικός.
Η θεϊκή μορφή αχτινοβολούσε κύματα ζεστασιάς κι αγάπης που τύλιγαν το γέρικο κορμί σε μια ολόθερμη αγκαλιά. Η καρδιά του ζεστάθηκε. Δεν ένοιωθε καθόλου παγωνιά.
-Έλα στο σπίτι μου και εκεί δεν θα σου λείψει τίποτα, είπε κι άρχισε η θεϊκή μορφή να χάνεται.
Μα σύγκαιρα ο αέρας γέμισε από το γλυκό ήχο της καμπάνας που σήμαινε Χριστούγεννα. Ο γέρος ανασάλεψε ξυπνώντας απ' το μαγευτικό του όνειρο. Μα ήταν αλήθεια όνειρο; Κι όμως δεν ένοιωθε το κρύο πια. Και η καρδιά του πέταγε σαν του μικρού παιδιού.
Σηκώθηκε γρήγορα. Τα πόδια του ανάλαφρα τον έφεραν στην εκκλησιά. Ήταν μισογεμάτη κιόλας. Χρόνια είχε να δρασκελίσει το κατώφλι της. Έπιασε μια γωνιά. Το βλέμμα του πλανήθηκε ένα γύρο. Στάθηκε στις μεγάλες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας στο τέμπλο. Τους ένοιωσε δικούς του. Η καρδιά του αναγάλλιασε. Σαν τότε που έτρεχε παιδί στην αγκαλιά της μάνας, του πατέρα του. Στη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού του.
Μα εκεί στο πλάι του, παραμπροστά, στη δεξιά κολόνα ακουμπισμένος, ένας γεροδεμένος άντρας, ώρα τώρα, τον παρατηρούσε επίμονα. Κάποια στιγμή ήρθε και στάθηκε κοντά του. Τον άγγιξε απαλά. Ο μπαρμπα - Κοσμάς γύρισε παραξενεμένος. Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμές ακίνητοι. Και ξαφνικά ...;
- Πατέρα!
-Γιέ μου!
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σηκώθηκε σούσουρο τριγύρω, ο παπάς πρόβαλε απορημένος το κεφάλι απ' την Ωραία Πύλη, η ψαλμωδία σχεδόν σταμάτησε.
- Σ' έψαχνα, πατέρα, στο σπίτι. Πού ήσουνα; ρωτούσε χαμηλόφωνα ο γιος.
Μα η φωνή του ευτυχισμένου γεράκου είχε πνιγεί μεσ' στους λυγμούς του. Τα μάτια του, θολά απ' τα δάκρυα, αναζήτησαν τη θεϊκή μορφή στην εικόνα του τέμπλου.
- Θέ μου, δεν πρόλαβα να 'ρθώ στο σπίτι σου, κι όλα τα βρήκα.
Τί όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Βράδυ παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Γύρω από το μεγάλο τραπέζι στο κεντρικό σαλόνι του σπιτιού, μαζεμένα όλα τα μέλη, τελευταίοι απόγονοι της μεγάλης και ένδοξης οικογένειας «Ανοητίδου». Όλο το ρετιρέ της επί της οδού Πλουτάρχου πολυκατοικίας, που κρατούσε ο μεγαλέμπορας Ανοητίδης, αστραποβολούσε. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, βλέπεις. Ο καινούργιος χρόνος να μας βρει φωτισμένους. Γύρω από το τραπέζι από τα δεξιά προς τα αριστερά ο κ. Ανοητίδης πατήρ, μεγαλέμπορας της Κεντρικής αγοράς, με το απαραίτητο για κάθε σοβαρό άνθρωπο προκοίλι, με το εξίσου χαριτωμένο προγουλάκι του και με ύφος ανθρώπου, που έφαγε τη ζωή με τη σέσουλα. Δίπλα του το έτερο ήμισυ, με πέρλες στον πληθωρικό λαιμό της, με υπερβολικό ντεκολτέ – μόδα 52 – , με νύχια που θα τα ζήλευε κάθε αρπακτικό πουλί, καμάρωνε. Παραδίπλα, η νεαρά θυγάτηρ Ανοητίδου, μια αραχνοΰφαντη ύπαρξη, ένα κοκτέιλ διαφόρων σταρ του Χόλιγουντ και με ύφος κουρασμένης από τις απολαύσεις της ζωής. Εν συνεχεία ο νεαρός βλαστός, καμάρι και ελπίδα της οικογένειας, με το τσιμπούκι στο στόμα φιλοσοφούσε. Ήταν πνευματικός άνθρωπος, θαυμαστής της τζαζ και της σάμπας. Είχε τάξει στον τρόπο της ζωής του να οινοπνευματοποιήσει τον ιδρώτα των άλλων, που μάζευε ο πατέρας του. Και τέλος η γιαγιά Ανοητίδου, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά της, καμάρωνε τη φαμίλια.
Η οικογένεια είχε σουπάρει από νωρίς και κατά τη συνήθεια – καινούργια χρονιά βλέπεις – το ρίξανε στα χαρτιά. Το ποκεράκι είχε φουντώσει. Αφού και η γιαγιά είχε πάρει κοντά της την υπηρέτρια να της ξεχωρίζει τους βαλέδες από τις ντάμες, γιατί δεν την βοηθούσαν τα μάτια της. Σε λίγο έσβησε το παιχνίδι. Ήπιανε μερικά λικέρ, μα καθόλου κέφι. Τότε ο νεαρός βλαστός της οικογένειας ανάβοντας ξανά την πίπα του – έτσι έκανε σαν έπαιρνε μεγάλες αποφάσεις – γύρισε και στοχαστικά είπε στον πατέρα του.
- Καλέ πατέρα, σκέφτομαι, καινούργιος χρόνος. Χρόνος… τι είναι ο χρόνος; Παράξενο αλήθεια μυστήριο.
- Μπα, χρόνος, είπε ο κύριος Ανοητίδης. Χρόνος είπες; Α, ναι, χρόνος. Ο χρόνος είναι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, χρήμα.
Και με τη φιλοσοφία του, που τα όριά της είχανε την ευρύτητα του μπεζαχτά του, συμπλήρωσε.
- Ναι, χρόνος, χρήμα. Χρησιμοποιείς το χρόνο και κάνεις χρήμα. Έχεις ύστερα χρήμα, έχεις και χρόνο, γιατί μπορείς να ζήσεις πολλά χρόνια.
Η κυρία Ανοητίδου χαμογέλασε για την απάντηση του συζύγου και η νεαρά κακογραφία των σταρ, η θυγάτηρ Ανοητίδου, που ήξερε μερικά σπασμένα αγγλικά, πριν τελειώσει ο πατέρας της είπε.
- Ναι, μπαμπά, the time is money.
Η μόνη που διαφώνησε ήταν η γιαγιά, γιατί έβλεπε ότι το χρήμα του γιόκα της δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία της στον τάφο.
Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα. Ντουκ-ντουκ-ντουκ. Όλοι κοιταχτήκανε. Δεν περιμένανε κανέναν. Ποιος ήταν που χτυπούσε; Και τόσο βαριά; Και τέτοια ώρα; Ο νεαρός Ανοητίδης είπε «εμπρός». Και η πόρτα άνοιξε σιγά-σιγά. Όλοι έντρομοι σηκωθήκανε από τις καρέκλες τους. Μα δεν μπόρεσαν και να μη γελάσουν. Τι αλλόκοτο πλάσμα ήταν αυτό που έβλεπαν!
- Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι, επιτρέπεται;
- Πώς, πώς, περάστε, είπε η κυρία Ανοητίδου κρυφογελαστή.
Όλοι τον κοιτούσαν και δεν ήξεραν αν έπρεπε να γελάσουν ή να φοβηθούν. Και να μια σύντομη περιγραφή. Έμοιαζε σαν άνθρωπος, μα ήταν σκεπασμένος με χίλια δυο πράγματα. Σωστό παλιατζίδικο. Από τη μια μεριά κρεμόταν μια μεγάλη φιάλη οξυγόνου, από την άλλη κρεμόταν μια τράπουλα και μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ένα μεγάλο ξυπνητήρι ήταν στο χέρι του. Στην μπουτουνιέρα του είχε μια μεγάλη κρεμμύδα και στο στήθος του ένα αλογοπέταλο, όπως φορούσανε στην κατοχή οι άνδρες της Γκεστάπο. Κι άλλα χίλια δυο πράγματα είχε πάνω του, που δεν τα θυμάμαι. Ακόμα και η μορφή του ήταν αλλόκοτη. Το ένα του μάτι έκλαιγε και έτρεχε το δάκρυ και το άλλο ήταν γλαρωμένο. Τα μισά του δόντια ήταν σάπια και τα άλλα μισά μόλις σκάγανε. Στο ένα του πόδι είχε φτερά και το άλλο ακουμπούσε σε πατερίτσα. Το ένα του χέρι ήταν πλαδαρό σαν άψητο ζυμάρι και το άλλο σαν ροζιάρικο ξύλο βελανιδιάς. Η οικογένεια Ανοητίδη κοίταξε τον παράξενο επισκέπτη, γεμάτη κατάπληξη, με τρόπο που ξέχασε η κυρία Ανοητίδου να πει στον ξένο να καθίσει.
- Με συγχωρείτε, αγαπητοί μου, είπε ο ξένος. Ήρθα σε ακατάλληλη ώρα και είμαι λιγάκι εκκεντρικά ντυμένος. Δεν θα αργήσω όμως. Θα φύγω. Αν δεν απατώμαι, η οικογένεια Ανοητίδου. Μάλιστα. Εγώ ονομάζομαι Χρόνος.
- Αλλό, αλλό, φώναξε ο νεαρός θαυμαστής της τζαζ. Πάνω στην ώρα.
- Με συγχωρείς νεαρέ μου. Τον διέκοψε. Δυο λογάκια θα σας πω και φεύγω. Περαστικός ήμουν και άκουσα το όνομά μου και την απορία σας και μπήκα μέσα. Εγώ πάντα γυρίζω. Ούτε στέκομαι ούτε κάθομαι.
- Καθίστε, καθίστε, είπε η κ. Ανοητίδου με όψιμη ευγένεια.
- Περιττό, είπε ο ξένος.
- Μα, πώς είστε έτσι; Πού τα βρήκατε όλα αυτά; Και γιατί τα κουβαλάτε;
- Επειδή ήξερα ότι πολλοί απόψε θα είχανε τις ίδιες με εσάς απορίες, φρόντισα και μάζεψα όλα αυτά τα πράγματα και μακιγιαρίστηκα ανάλογα, για να με νιώσετε.
- Ένα τσέρι δεν θα πάρετε; λέει ο κύριος Ανοητίδης.
- Όχι, σας ευχαριστώ πολύ, κύριε. Δεν πίνω. Και συνέχισε. Περνούσα λοιπόν και άκουσα τον νεαρό που ρωτούσε «τι είναι χρόνος». Άκουσα και τα ωραία σας κομπλιμέντα, κύριε Ανοητίδη, που με παρομοιάσετε με δεκαχίλιαρα – λαχανίδες της κατοχής. Σας ευχαριστώ. Μα πρώτα απ’ όλα να σας εξηγήσω αυτά που φέρνω πάνω μου και γιατί είμαι έτσι μακιγιαρισμένος. Περνούσα από ένα σπίτι. Μια γριά σιγοπέθαινε. (Στο άκουσμα του «σιγοπέθαινε» η γιαγιά κουνήθηκε από τη θέση της). – Να ζήσω, φώναζε η μελλοθάνατη. – Οξυγόνο, οξυγόνο, φώναζαν οι άλλοι. Και πήγαν και έφεραν έναν ασκό οξυγόνου. Μονάχα μια λίγα λεπτά ζωή. Βλέπετε πόσο ζηλευτός, ακριβός και αγαπητός είμαι. Γι’ αυτό σαν σημάδι κουβαλώ τον ασκό του οξυγόνου. Στο διπλανό σπίτι της ετοιμοθάνατης, μια φαμίλια – καλή ώρα σαν και σας – χασμουριότανε και κατέληξαν να με σκοτώσουν. Οπλιστήκανε, λες κι ήμουν εχθρός τους, μ’ αυτά τα τρομερά όπλα – κι έδειξε την τράπουλα – σπαθιά, κούπες, μπαστούνια, να με εξολοθρέψουν. Βλέπετε ότι είμαι και μισητός, άξιος ξυλοδαρμού. Μα έχετε και εσείς τέτοια όπλα, κύριε Ανοητίδη; Και έδειξε την τράπουλα.
- Μας συγχωρείτε, μας συγχωρείτε. Δεν ξέραμε πως…
- Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Αγαπητοί μου με σκότωσαν, αλλά δεν σκοτώνομαι. Όποιος με σκοτώσει, τον εαυτό του σκοτώνει. Τι έλεγα λοιπόν; Α, ναι, και αυτό το πέταλο δεν ξέρω αν είναι από άλογο ή γάιδαρο, μια κυρία το κρέμασε στην πόρτα της. Και το έβαλε για μένα, να με εξευμενίσει. Δίπλα μου έβαλε κι αυτή την κρεμμύδα. Για τι με πέρασε; Εγώ πέταλα δεν φορώ, ούτε κρεμμύδια τρώω. Αλήθεια, πόσο πλανεμένες ιδέες έχετε για μένα εσείς οι άνθρωποι και τι ανόητοι που είστε!
Ο κύριος Ανοητίδης ακούγοντας το όνομά του χαμογέλασε.
- Αυτό το ξυπνητήρι το πήρα απ’ το κρεβάτι ενός θαυμαστή μου. Όλη την ημέρα λέει: δεν έχω καιρό, δεν έχω καιρό. Πνίγομαι, οι μέρες φεύγουν. Τα χρόνια φεύγουν. Και όμως ο άνθρωπος αυτός με θέλει όχι για κάτι ωφέλιμο, μα για να βασανίζεται μαζεύοντας χρήματα και κάνοντας τα παιδιά του να εύχονται το γρήγορο θάνατό του. Για κοιτάξτε τα πόδια μου. Το ένα έχει φτερά. Να, για πολλούς φεύγω, τρέχω γρήγορα, πετάω. Ίσως και η γιαγιά να έχει την ίδια γνώμη.
- Ναι, ναι! ξέφυγε από τα τρία δόντια της γιαγιάς.
- Για άλλους πάλι είμαι ανάπηρος, σέρνομαι. Τέτοια γνώμη έχουν οι φυλακισμένοι. Για κοιτάξτε τα μάτια μου. Το ένα κλαίει. Έτσι λένε πως φέρνω το δάκρυ, τον πόνο, τη θλίψη. Μα είναι και μερικοί που με ατενίζουν γελαστοί και χαρούμενοι, ίσως να είναι λίγοι, μα είναι αρκετοί. Τα δόντια μου δείχνουν πως γι’ άλλους είμαι πολύ μικρός και γι’ άλλους πολύ μεγάλος. Γι’ αυτό λοιπόν ντύθηκα έτσι και μακιγιαρίστηκα. Για να με νιώσετε. Θα έφερνα και ένα φέρετρο στην πλάτη μου, μα για να μη σας τρομάξω το άφησα στην πόρτα. Ναι, φέρνω και το θάνατο.
Η γιαγιά ξανακουνήθηκε από τη θέση της κι έκανε και το σταυρό της.
- Τι δεν μου έχουν πει. Ποιητές. Φιλόσοφοι. Μεγάλοι και μικροί. Με είπανε οδοστρωτήρα. Όλα τα ισοπεδώνω. Με είπανε καταλύτη. Όλα τα γκρεμίζω. Με είπανε νεκροθάφτη. Και πριν από λίγο με είπατε χρήμα. Αλλά τέτοια τιμή δεν τη θέλω. Οι πρόγονοί σας, οι Αρχαίοι Έλληνες στη μυθολογία τους με ταυτίσανε με τον Κρόνο. – Κρόνος, χρόνος – που έτρωγε τα παιδιά του – Τι παρανόηση!
- Τι είσαι λοιπόν; Δεν βάσταξε πια και φώναξε ο νεαρός Ανοητίδης.
Σε μια στιγμή ο ξένος άφησε και έπεσαν από πάνω του όλα όσα κουβαλούσε. Πήρε το μαντήλι του και σκουπίστηκε κι έβγαλε το μακιγιάρισμα.
- Α, τι όμορφος που είσαι! Του είπανε όλοι.
- Αν με γνωρίσετε και αν με χρησιμοποιήσετε κατάλληλα, θα γίνω πιο γλυκός, πιο ποθητός. Είμαι δημιούργημα Κάποιου, που τα ονόματά μας έχουν ίδια αρχικά ψηφία.
- Χριστός, είπε κάποιος.
- Μάλιστα, είπε ο ξένος. Ο Θεός με δημιούργησε από πολύ παλιά, για να είμαι δικός σας υπηρέτης. Εσείς είστε λουλούδια, που για λίγο θα μείνετε κοντά μου, στην αγκαλιά μου, με σκοπό να ανοίξετε την καρδιά σας, όπως τα μπουμπούκια ανοίγουν στον ήλιο, και να γνωρίσετε και να αγαπήσετε τον Δημιουργό και Σωτήρα σας Χριστό.
- Ο χρόνος δηλαδή είναι για να διαλέξουμε τον Χριστό και να ζήσουμε κοντά Του;
- Ακριβώς αυτό. Και τότε η ζωή βρίσκει το νόημά της. Εγώ ο Χρόνος γίνομαι πολύτιμος, γιατί με χρησιμοποιείτε για τη δόξα του Θεού και για τη δική σας προκοπή και πρόοδο. Αλλά αν περιφρονήσετε τον Χριστό και θέλετε να ζήσετε μονάχα κοντά μου, τότε με γελοιοποιείτε. Γίνομαι τέρας για σας. Μου κρεμάτε κρεμμύδια και πέταλα, με λέτε οδοστρωτήρα και με σκοτώνετε με τράπουλες ή με καταδιώκετε με ασκούς οξυγόνου. Μόνο αντάμα με τον Χριστό με νιώθετε. Μόνο ο χριστιανός ξέρει τι είναι ο χρόνος.
Έτσι είπε ο ξένος και δάκρυσε και από τα δύο μάτια.
- Γιατί τώρα κλαις; Του είπε ο κ. Ανοητίδης με συμπάθεια.
- Κλαίω, γιατί ενώ εγώ έχω αποστολή να σας λέω αυτές τις αλήθειες, θα ’ρθει μια ώρα, όταν πια εσείς, εάν πιστέψετε στον Χριστό, θα μπείτε στην αιωνιότητα, ενώ εγώ δεν θα χρειάζομαι πια και θα καταργηθώ από τον Δημιουργό.
Και με δακρυσμένα τα μάτια ευχήθηκε στην οικογένεια Ανοητίδου τον καινούργιο χρόνο να γνωρίσουν τον Χριστό και αθόρυβα γλίστρησε στην πόρτα.
Γύρω από το μεγάλο τραπέζι στο κεντρικό σαλόνι του σπιτιού, μαζεμένα όλα τα μέλη, τελευταίοι απόγονοι της μεγάλης και ένδοξης οικογένειας «Ανοητίδου». Όλο το ρετιρέ της επί της οδού Πλουτάρχου πολυκατοικίας, που κρατούσε ο μεγαλέμπορας Ανοητίδης, αστραποβολούσε. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, βλέπεις. Ο καινούργιος χρόνος να μας βρει φωτισμένους. Γύρω από το τραπέζι από τα δεξιά προς τα αριστερά ο κ. Ανοητίδης πατήρ, μεγαλέμπορας της Κεντρικής αγοράς, με το απαραίτητο για κάθε σοβαρό άνθρωπο προκοίλι, με το εξίσου χαριτωμένο προγουλάκι του και με ύφος ανθρώπου, που έφαγε τη ζωή με τη σέσουλα. Δίπλα του το έτερο ήμισυ, με πέρλες στον πληθωρικό λαιμό της, με υπερβολικό ντεκολτέ – μόδα 52 – , με νύχια που θα τα ζήλευε κάθε αρπακτικό πουλί, καμάρωνε. Παραδίπλα, η νεαρά θυγάτηρ Ανοητίδου, μια αραχνοΰφαντη ύπαρξη, ένα κοκτέιλ διαφόρων σταρ του Χόλιγουντ και με ύφος κουρασμένης από τις απολαύσεις της ζωής. Εν συνεχεία ο νεαρός βλαστός, καμάρι και ελπίδα της οικογένειας, με το τσιμπούκι στο στόμα φιλοσοφούσε. Ήταν πνευματικός άνθρωπος, θαυμαστής της τζαζ και της σάμπας. Είχε τάξει στον τρόπο της ζωής του να οινοπνευματοποιήσει τον ιδρώτα των άλλων, που μάζευε ο πατέρας του. Και τέλος η γιαγιά Ανοητίδου, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά της, καμάρωνε τη φαμίλια.
Η οικογένεια είχε σουπάρει από νωρίς και κατά τη συνήθεια – καινούργια χρονιά βλέπεις – το ρίξανε στα χαρτιά. Το ποκεράκι είχε φουντώσει. Αφού και η γιαγιά είχε πάρει κοντά της την υπηρέτρια να της ξεχωρίζει τους βαλέδες από τις ντάμες, γιατί δεν την βοηθούσαν τα μάτια της. Σε λίγο έσβησε το παιχνίδι. Ήπιανε μερικά λικέρ, μα καθόλου κέφι. Τότε ο νεαρός βλαστός της οικογένειας ανάβοντας ξανά την πίπα του – έτσι έκανε σαν έπαιρνε μεγάλες αποφάσεις – γύρισε και στοχαστικά είπε στον πατέρα του.
- Καλέ πατέρα, σκέφτομαι, καινούργιος χρόνος. Χρόνος… τι είναι ο χρόνος; Παράξενο αλήθεια μυστήριο.
- Μπα, χρόνος, είπε ο κύριος Ανοητίδης. Χρόνος είπες; Α, ναι, χρόνος. Ο χρόνος είναι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, χρήμα.
Και με τη φιλοσοφία του, που τα όριά της είχανε την ευρύτητα του μπεζαχτά του, συμπλήρωσε.
- Ναι, χρόνος, χρήμα. Χρησιμοποιείς το χρόνο και κάνεις χρήμα. Έχεις ύστερα χρήμα, έχεις και χρόνο, γιατί μπορείς να ζήσεις πολλά χρόνια.
Η κυρία Ανοητίδου χαμογέλασε για την απάντηση του συζύγου και η νεαρά κακογραφία των σταρ, η θυγάτηρ Ανοητίδου, που ήξερε μερικά σπασμένα αγγλικά, πριν τελειώσει ο πατέρας της είπε.
- Ναι, μπαμπά, the time is money.
Η μόνη που διαφώνησε ήταν η γιαγιά, γιατί έβλεπε ότι το χρήμα του γιόκα της δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία της στον τάφο.
Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα. Ντουκ-ντουκ-ντουκ. Όλοι κοιταχτήκανε. Δεν περιμένανε κανέναν. Ποιος ήταν που χτυπούσε; Και τόσο βαριά; Και τέτοια ώρα; Ο νεαρός Ανοητίδης είπε «εμπρός». Και η πόρτα άνοιξε σιγά-σιγά. Όλοι έντρομοι σηκωθήκανε από τις καρέκλες τους. Μα δεν μπόρεσαν και να μη γελάσουν. Τι αλλόκοτο πλάσμα ήταν αυτό που έβλεπαν!
- Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι, επιτρέπεται;
- Πώς, πώς, περάστε, είπε η κυρία Ανοητίδου κρυφογελαστή.
Όλοι τον κοιτούσαν και δεν ήξεραν αν έπρεπε να γελάσουν ή να φοβηθούν. Και να μια σύντομη περιγραφή. Έμοιαζε σαν άνθρωπος, μα ήταν σκεπασμένος με χίλια δυο πράγματα. Σωστό παλιατζίδικο. Από τη μια μεριά κρεμόταν μια μεγάλη φιάλη οξυγόνου, από την άλλη κρεμόταν μια τράπουλα και μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ένα μεγάλο ξυπνητήρι ήταν στο χέρι του. Στην μπουτουνιέρα του είχε μια μεγάλη κρεμμύδα και στο στήθος του ένα αλογοπέταλο, όπως φορούσανε στην κατοχή οι άνδρες της Γκεστάπο. Κι άλλα χίλια δυο πράγματα είχε πάνω του, που δεν τα θυμάμαι. Ακόμα και η μορφή του ήταν αλλόκοτη. Το ένα του μάτι έκλαιγε και έτρεχε το δάκρυ και το άλλο ήταν γλαρωμένο. Τα μισά του δόντια ήταν σάπια και τα άλλα μισά μόλις σκάγανε. Στο ένα του πόδι είχε φτερά και το άλλο ακουμπούσε σε πατερίτσα. Το ένα του χέρι ήταν πλαδαρό σαν άψητο ζυμάρι και το άλλο σαν ροζιάρικο ξύλο βελανιδιάς. Η οικογένεια Ανοητίδη κοίταξε τον παράξενο επισκέπτη, γεμάτη κατάπληξη, με τρόπο που ξέχασε η κυρία Ανοητίδου να πει στον ξένο να καθίσει.
- Με συγχωρείτε, αγαπητοί μου, είπε ο ξένος. Ήρθα σε ακατάλληλη ώρα και είμαι λιγάκι εκκεντρικά ντυμένος. Δεν θα αργήσω όμως. Θα φύγω. Αν δεν απατώμαι, η οικογένεια Ανοητίδου. Μάλιστα. Εγώ ονομάζομαι Χρόνος.
- Αλλό, αλλό, φώναξε ο νεαρός θαυμαστής της τζαζ. Πάνω στην ώρα.
- Με συγχωρείς νεαρέ μου. Τον διέκοψε. Δυο λογάκια θα σας πω και φεύγω. Περαστικός ήμουν και άκουσα το όνομά μου και την απορία σας και μπήκα μέσα. Εγώ πάντα γυρίζω. Ούτε στέκομαι ούτε κάθομαι.
- Καθίστε, καθίστε, είπε η κ. Ανοητίδου με όψιμη ευγένεια.
- Περιττό, είπε ο ξένος.
- Μα, πώς είστε έτσι; Πού τα βρήκατε όλα αυτά; Και γιατί τα κουβαλάτε;
- Επειδή ήξερα ότι πολλοί απόψε θα είχανε τις ίδιες με εσάς απορίες, φρόντισα και μάζεψα όλα αυτά τα πράγματα και μακιγιαρίστηκα ανάλογα, για να με νιώσετε.
- Ένα τσέρι δεν θα πάρετε; λέει ο κύριος Ανοητίδης.
- Όχι, σας ευχαριστώ πολύ, κύριε. Δεν πίνω. Και συνέχισε. Περνούσα λοιπόν και άκουσα τον νεαρό που ρωτούσε «τι είναι χρόνος». Άκουσα και τα ωραία σας κομπλιμέντα, κύριε Ανοητίδη, που με παρομοιάσετε με δεκαχίλιαρα – λαχανίδες της κατοχής. Σας ευχαριστώ. Μα πρώτα απ’ όλα να σας εξηγήσω αυτά που φέρνω πάνω μου και γιατί είμαι έτσι μακιγιαρισμένος. Περνούσα από ένα σπίτι. Μια γριά σιγοπέθαινε. (Στο άκουσμα του «σιγοπέθαινε» η γιαγιά κουνήθηκε από τη θέση της). – Να ζήσω, φώναζε η μελλοθάνατη. – Οξυγόνο, οξυγόνο, φώναζαν οι άλλοι. Και πήγαν και έφεραν έναν ασκό οξυγόνου. Μονάχα μια λίγα λεπτά ζωή. Βλέπετε πόσο ζηλευτός, ακριβός και αγαπητός είμαι. Γι’ αυτό σαν σημάδι κουβαλώ τον ασκό του οξυγόνου. Στο διπλανό σπίτι της ετοιμοθάνατης, μια φαμίλια – καλή ώρα σαν και σας – χασμουριότανε και κατέληξαν να με σκοτώσουν. Οπλιστήκανε, λες κι ήμουν εχθρός τους, μ’ αυτά τα τρομερά όπλα – κι έδειξε την τράπουλα – σπαθιά, κούπες, μπαστούνια, να με εξολοθρέψουν. Βλέπετε ότι είμαι και μισητός, άξιος ξυλοδαρμού. Μα έχετε και εσείς τέτοια όπλα, κύριε Ανοητίδη; Και έδειξε την τράπουλα.
- Μας συγχωρείτε, μας συγχωρείτε. Δεν ξέραμε πως…
- Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Αγαπητοί μου με σκότωσαν, αλλά δεν σκοτώνομαι. Όποιος με σκοτώσει, τον εαυτό του σκοτώνει. Τι έλεγα λοιπόν; Α, ναι, και αυτό το πέταλο δεν ξέρω αν είναι από άλογο ή γάιδαρο, μια κυρία το κρέμασε στην πόρτα της. Και το έβαλε για μένα, να με εξευμενίσει. Δίπλα μου έβαλε κι αυτή την κρεμμύδα. Για τι με πέρασε; Εγώ πέταλα δεν φορώ, ούτε κρεμμύδια τρώω. Αλήθεια, πόσο πλανεμένες ιδέες έχετε για μένα εσείς οι άνθρωποι και τι ανόητοι που είστε!
Ο κύριος Ανοητίδης ακούγοντας το όνομά του χαμογέλασε.
- Αυτό το ξυπνητήρι το πήρα απ’ το κρεβάτι ενός θαυμαστή μου. Όλη την ημέρα λέει: δεν έχω καιρό, δεν έχω καιρό. Πνίγομαι, οι μέρες φεύγουν. Τα χρόνια φεύγουν. Και όμως ο άνθρωπος αυτός με θέλει όχι για κάτι ωφέλιμο, μα για να βασανίζεται μαζεύοντας χρήματα και κάνοντας τα παιδιά του να εύχονται το γρήγορο θάνατό του. Για κοιτάξτε τα πόδια μου. Το ένα έχει φτερά. Να, για πολλούς φεύγω, τρέχω γρήγορα, πετάω. Ίσως και η γιαγιά να έχει την ίδια γνώμη.
- Ναι, ναι! ξέφυγε από τα τρία δόντια της γιαγιάς.
- Για άλλους πάλι είμαι ανάπηρος, σέρνομαι. Τέτοια γνώμη έχουν οι φυλακισμένοι. Για κοιτάξτε τα μάτια μου. Το ένα κλαίει. Έτσι λένε πως φέρνω το δάκρυ, τον πόνο, τη θλίψη. Μα είναι και μερικοί που με ατενίζουν γελαστοί και χαρούμενοι, ίσως να είναι λίγοι, μα είναι αρκετοί. Τα δόντια μου δείχνουν πως γι’ άλλους είμαι πολύ μικρός και γι’ άλλους πολύ μεγάλος. Γι’ αυτό λοιπόν ντύθηκα έτσι και μακιγιαρίστηκα. Για να με νιώσετε. Θα έφερνα και ένα φέρετρο στην πλάτη μου, μα για να μη σας τρομάξω το άφησα στην πόρτα. Ναι, φέρνω και το θάνατο.
Η γιαγιά ξανακουνήθηκε από τη θέση της κι έκανε και το σταυρό της.
- Τι δεν μου έχουν πει. Ποιητές. Φιλόσοφοι. Μεγάλοι και μικροί. Με είπανε οδοστρωτήρα. Όλα τα ισοπεδώνω. Με είπανε καταλύτη. Όλα τα γκρεμίζω. Με είπανε νεκροθάφτη. Και πριν από λίγο με είπατε χρήμα. Αλλά τέτοια τιμή δεν τη θέλω. Οι πρόγονοί σας, οι Αρχαίοι Έλληνες στη μυθολογία τους με ταυτίσανε με τον Κρόνο. – Κρόνος, χρόνος – που έτρωγε τα παιδιά του – Τι παρανόηση!
- Τι είσαι λοιπόν; Δεν βάσταξε πια και φώναξε ο νεαρός Ανοητίδης.
Σε μια στιγμή ο ξένος άφησε και έπεσαν από πάνω του όλα όσα κουβαλούσε. Πήρε το μαντήλι του και σκουπίστηκε κι έβγαλε το μακιγιάρισμα.
- Α, τι όμορφος που είσαι! Του είπανε όλοι.
- Αν με γνωρίσετε και αν με χρησιμοποιήσετε κατάλληλα, θα γίνω πιο γλυκός, πιο ποθητός. Είμαι δημιούργημα Κάποιου, που τα ονόματά μας έχουν ίδια αρχικά ψηφία.
- Χριστός, είπε κάποιος.
- Μάλιστα, είπε ο ξένος. Ο Θεός με δημιούργησε από πολύ παλιά, για να είμαι δικός σας υπηρέτης. Εσείς είστε λουλούδια, που για λίγο θα μείνετε κοντά μου, στην αγκαλιά μου, με σκοπό να ανοίξετε την καρδιά σας, όπως τα μπουμπούκια ανοίγουν στον ήλιο, και να γνωρίσετε και να αγαπήσετε τον Δημιουργό και Σωτήρα σας Χριστό.
- Ο χρόνος δηλαδή είναι για να διαλέξουμε τον Χριστό και να ζήσουμε κοντά Του;
- Ακριβώς αυτό. Και τότε η ζωή βρίσκει το νόημά της. Εγώ ο Χρόνος γίνομαι πολύτιμος, γιατί με χρησιμοποιείτε για τη δόξα του Θεού και για τη δική σας προκοπή και πρόοδο. Αλλά αν περιφρονήσετε τον Χριστό και θέλετε να ζήσετε μονάχα κοντά μου, τότε με γελοιοποιείτε. Γίνομαι τέρας για σας. Μου κρεμάτε κρεμμύδια και πέταλα, με λέτε οδοστρωτήρα και με σκοτώνετε με τράπουλες ή με καταδιώκετε με ασκούς οξυγόνου. Μόνο αντάμα με τον Χριστό με νιώθετε. Μόνο ο χριστιανός ξέρει τι είναι ο χρόνος.
Έτσι είπε ο ξένος και δάκρυσε και από τα δύο μάτια.
- Γιατί τώρα κλαις; Του είπε ο κ. Ανοητίδης με συμπάθεια.
- Κλαίω, γιατί ενώ εγώ έχω αποστολή να σας λέω αυτές τις αλήθειες, θα ’ρθει μια ώρα, όταν πια εσείς, εάν πιστέψετε στον Χριστό, θα μπείτε στην αιωνιότητα, ενώ εγώ δεν θα χρειάζομαι πια και θα καταργηθώ από τον Δημιουργό.
Και με δακρυσμένα τα μάτια ευχήθηκε στην οικογένεια Ανοητίδου τον καινούργιο χρόνο να γνωρίσουν τον Χριστό και αθόρυβα γλίστρησε στην πόρτα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
Ζούσε στην Ανατολή ένας πολύ ασκητικός ερημίτης και μέρα νύχτα προσευχόταν στον Θεό
και τον παρακαλούσε πρώτα για όλους τους άλλους κι έπειτα για τον εαυτό του.
Ο αναχωρητής που λεγόταν Λογγίνος, είχε για βοηθό του τον Τιμόθεο, ο οποίος φρόντιζε
να υπακούει τις εντολές του γέροντα.
Ο Τιμόθεος φρόντιζε να βρίσκεται συνεχώς κοντά του, ώστε να ακούσει κάποια φράση
απο την προσευχή του Λογγίνου και να ωφεληθεί ο ίδιος.
Την πρώτη φορά που τον άκουσε ο Γέροντας έλεγε:
<Κύριε, άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, ζήτα...>
<Κύριε των Δυνάμεων! Τί είδος προσευχή είναι αυτή;>είπε μέσα του ο Τιμόθεος.
Το ίδιο συνέβη δεύτερη και τρίτη φορά. Ο Γέροντας έλεγε την αλφαβήτα, έφτανε στο ωμέγα
και άρχιζε πάλι απο την αρχή. Δεν άντεξε άλλο ο Τιμόθεος, έβαλε μετάνοια και ρώτησε
<Μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί στην προσευχή σας λέτε συνεχώς τα γράμματα του αλφαβήτου;
Απόρησα επειδή δεν βρήκα παρόμοια προσευχή σε κανένα εκκλησιαστικό βιβλίο>.
Ο Γέροντας κατάλαβε. Χαμογέλασε με καλοσύνη και του είπε:
<Άκουσε, παιδί μου, Τιμόθεε. Η ψυχή μας μπορεί να προσεύχεται με πολλούς τρόπους στο
Θεό. Με δάκρυα, με στεναγμούς, με λόγια, με σκέψεις με σιωπή και με άλλα πολλά.
Όπως ξέρεις, απο τα 24 γράμματα του αλφαβήτου σχηματίζονται όλες οι λέξεις της γλώσσας που μιλάμε.
Εγώ λοιπόν παρακαλώ με όλη μου την πίστη το Θεό να με ελεήσει.
<Μα πώς γίνεται αυτό;Πάλι δεν κατάλαβα>.
<Λέω, στο Θεό: Θεέ μου πάρε αυτά τα γράμματα της αλφαβήτου και σχημάτισε Εσύ
όποια λέξη θέλεις, επειδή Εσύ θέλεις πάντοτε το καλό μου. Για παράδειγμα: Λέω το άλφα και μπορεί να σχηματιστεί
η λέξη ανάπαυση για το κουρασμένο μου σώμα ή μπορεί να σχηματιστεί η λέξη ασθένεια για να με δοκιμάσει περισσότερο.
Και στη μία περίπτωση Τον ευχαριστώ και στην άλλη Τον ευχαριστώ και Τον ευγνωμονώ.
Λέω το βήτα και μπορεί ο Θεός να φτιάξει απο αυτό τη λέξη βοήθεια ή τη λέξη βάσανα.
Και εγώ πάλι θα πω ευχαριστώ, γιατί οτι δίνει ο Θεός στον άνθρωπο είναι καλό και σωτήριο.
Το ίδιο κάνω και με τα υπόλοιπα γράμματα του αλφαβήτου και γι αυτό το λόγο με
άκουσες να λέω τα γράμματα απ' την αρχή ως το τέλος.
Ζούσε στην Ανατολή ένας πολύ ασκητικός ερημίτης και μέρα νύχτα προσευχόταν στον Θεό
και τον παρακαλούσε πρώτα για όλους τους άλλους κι έπειτα για τον εαυτό του.
Ο αναχωρητής που λεγόταν Λογγίνος, είχε για βοηθό του τον Τιμόθεο, ο οποίος φρόντιζε
να υπακούει τις εντολές του γέροντα.
Ο Τιμόθεος φρόντιζε να βρίσκεται συνεχώς κοντά του, ώστε να ακούσει κάποια φράση
απο την προσευχή του Λογγίνου και να ωφεληθεί ο ίδιος.
Την πρώτη φορά που τον άκουσε ο Γέροντας έλεγε:
<Κύριε, άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, ζήτα...>
<Κύριε των Δυνάμεων! Τί είδος προσευχή είναι αυτή;>είπε μέσα του ο Τιμόθεος.
Το ίδιο συνέβη δεύτερη και τρίτη φορά. Ο Γέροντας έλεγε την αλφαβήτα, έφτανε στο ωμέγα
και άρχιζε πάλι απο την αρχή. Δεν άντεξε άλλο ο Τιμόθεος, έβαλε μετάνοια και ρώτησε
<Μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί στην προσευχή σας λέτε συνεχώς τα γράμματα του αλφαβήτου;
Απόρησα επειδή δεν βρήκα παρόμοια προσευχή σε κανένα εκκλησιαστικό βιβλίο>.
Ο Γέροντας κατάλαβε. Χαμογέλασε με καλοσύνη και του είπε:
<Άκουσε, παιδί μου, Τιμόθεε. Η ψυχή μας μπορεί να προσεύχεται με πολλούς τρόπους στο
Θεό. Με δάκρυα, με στεναγμούς, με λόγια, με σκέψεις με σιωπή και με άλλα πολλά.
Όπως ξέρεις, απο τα 24 γράμματα του αλφαβήτου σχηματίζονται όλες οι λέξεις της γλώσσας που μιλάμε.
Εγώ λοιπόν παρακαλώ με όλη μου την πίστη το Θεό να με ελεήσει.
<Μα πώς γίνεται αυτό;Πάλι δεν κατάλαβα>.
<Λέω, στο Θεό: Θεέ μου πάρε αυτά τα γράμματα της αλφαβήτου και σχημάτισε Εσύ
όποια λέξη θέλεις, επειδή Εσύ θέλεις πάντοτε το καλό μου. Για παράδειγμα: Λέω το άλφα και μπορεί να σχηματιστεί
η λέξη ανάπαυση για το κουρασμένο μου σώμα ή μπορεί να σχηματιστεί η λέξη ασθένεια για να με δοκιμάσει περισσότερο.
Και στη μία περίπτωση Τον ευχαριστώ και στην άλλη Τον ευχαριστώ και Τον ευγνωμονώ.
Λέω το βήτα και μπορεί ο Θεός να φτιάξει απο αυτό τη λέξη βοήθεια ή τη λέξη βάσανα.
Και εγώ πάλι θα πω ευχαριστώ, γιατί οτι δίνει ο Θεός στον άνθρωπο είναι καλό και σωτήριο.
Το ίδιο κάνω και με τα υπόλοιπα γράμματα του αλφαβήτου και γι αυτό το λόγο με
άκουσες να λέω τα γράμματα απ' την αρχή ως το τέλος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ!!
Το γεγονός είναι πραγματικό…
Ένας Έλληνας µπαίνει σε µια τράπεζα της Νέας Υόρκης και ζητάει πληροφορίες για ένα δάνειο. Λέει στον υπάλληλο των δανείων ότι θέλει να ταξιδέψει στην Ελλάδα λόγω των εορτών των Χριστουγέννων για 2 εßδοµάδες και χρειάζεται να πάρει οπωσδήποτε ένα δάνειο των 5000$.
Ο υπάλληλος του εξηγεί ότι η τράπεζα θα χρειασθεί ένα είδος εξασφάλισης για να του χορηγήσει το δάνειο, έτσι ο Έλληνας ßγάζει από την τσέπη του και αφήνει πάνω στο γραφείο τα κλειδιά από µια ολοκαίνουρια Ferrari, που είναι παρκαρισµένη στην είσοδο της τράπεζας. Αφού πραγµατοποιείται ο έλεγχος από την τράπεζα ότι το αυτοκίνητο είναι όντως στο όνοµα του, µέσα σε 20 λεπτά εγκρίνεται το δάνειο, και ο Έλληνας παίρνει τα χρήµατα και φεύγει. Μόλις φεύγει, ο διευθυντής της τράπεζας και οι υπάλληλοι του ξεκαρδίζονται στα γέλια που ο Έλληνας έßαλε υποθήκη µια Ferrari των $200.000 για να πάρει δάνειο $5.000! Ένας υπάλληλος παίρνει το αυτοκίνητο και το αφήνει στο υπόγειο γκαράζ της τράπεζας. Δυο εßδοµάδες αργότερα ο Έλληνας επιστρέφει, πληρώνει $5.000 και τον τόκο που ανέρχεται στα $15.41.
Ο υπάλληλος του λέει:
Κύριε είµαστε ευτυχείς που συνεργαστήκατε µε την τράπεζα µας, όλα έγιναν σωστά µόνο που έχουµε µια απορία. Όσο εσείς λείπατε, ελέγξαµε στον υπολογιστή και ßρήκαµε ότι είσαστε δισεκατοµµυριούχος! Το περίεργο είναι ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε το δάνειο!
Και ο Έλληνας απαντά:
Πες µου ένα άλλο σηµείο στη Νέα Υόρκη που θα µπορούσε να αφήσει κανείς µια Ferrari µε ασφάλεια για δυο εßδοµάδες πληρώνοντας για παρκινγκ µόνο $15.41!!!
Κόκκαλο ο υπάλληλος…..
Το γεγονός είναι πραγματικό…
Ένας Έλληνας µπαίνει σε µια τράπεζα της Νέας Υόρκης και ζητάει πληροφορίες για ένα δάνειο. Λέει στον υπάλληλο των δανείων ότι θέλει να ταξιδέψει στην Ελλάδα λόγω των εορτών των Χριστουγέννων για 2 εßδοµάδες και χρειάζεται να πάρει οπωσδήποτε ένα δάνειο των 5000$.
Ο υπάλληλος του εξηγεί ότι η τράπεζα θα χρειασθεί ένα είδος εξασφάλισης για να του χορηγήσει το δάνειο, έτσι ο Έλληνας ßγάζει από την τσέπη του και αφήνει πάνω στο γραφείο τα κλειδιά από µια ολοκαίνουρια Ferrari, που είναι παρκαρισµένη στην είσοδο της τράπεζας. Αφού πραγµατοποιείται ο έλεγχος από την τράπεζα ότι το αυτοκίνητο είναι όντως στο όνοµα του, µέσα σε 20 λεπτά εγκρίνεται το δάνειο, και ο Έλληνας παίρνει τα χρήµατα και φεύγει. Μόλις φεύγει, ο διευθυντής της τράπεζας και οι υπάλληλοι του ξεκαρδίζονται στα γέλια που ο Έλληνας έßαλε υποθήκη µια Ferrari των $200.000 για να πάρει δάνειο $5.000! Ένας υπάλληλος παίρνει το αυτοκίνητο και το αφήνει στο υπόγειο γκαράζ της τράπεζας. Δυο εßδοµάδες αργότερα ο Έλληνας επιστρέφει, πληρώνει $5.000 και τον τόκο που ανέρχεται στα $15.41.
Ο υπάλληλος του λέει:
Κύριε είµαστε ευτυχείς που συνεργαστήκατε µε την τράπεζα µας, όλα έγιναν σωστά µόνο που έχουµε µια απορία. Όσο εσείς λείπατε, ελέγξαµε στον υπολογιστή και ßρήκαµε ότι είσαστε δισεκατοµµυριούχος! Το περίεργο είναι ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε το δάνειο!
Και ο Έλληνας απαντά:
Πες µου ένα άλλο σηµείο στη Νέα Υόρκη που θα µπορούσε να αφήσει κανείς µια Ferrari µε ασφάλεια για δυο εßδοµάδες πληρώνοντας για παρκινγκ µόνο $15.41!!!
Κόκκαλο ο υπάλληλος…..
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΖΗΤΗΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ.
Ζήτησα από τον Θεό να κάνει καλά το παιδί μου με ειδικές ανάγκες, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι το πνεύμα της είναι ολόκληρο, το σώμα της είναι μόνο προσωρινό.
Ζήτησα από τον Θεό να grand μου υπομονή, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι η υπομονή είναι ένα υποπροϊόν της θλίψεως, δεν χορηγούνται, είναι κέρδισε.
Ζήτησα από τον Θεό να μου δώσει την ευτυχία, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι δίνει τις ευλογίες, η ευτυχία είναι στο χέρι μου.
Ζήτησα από τον Θεό να με απαλλάξει από τον πόνο μου, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε, "Παθήματα να σας παρασύρουν πέρα από τα κοσμικά σας φέρνουν πιο κοντά σε μένα."
Ζήτησα από τον Θεό να κάνει το πνεύμα μου μεγάλο, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι πρέπει να αναπτυχθεί μέσα από μόνο του.
Ζήτησα από τον Θεό, αν με αγάπησε, και ο Θεός είπε, "ναι".
Μου έδωσε τον Υιό Του μόνο που πέθανε για μένα, και θα είμαι στον Ουρανό κάποια μέρα γιατί πιστεύω.
Ζήτησα από τον Θεό να κάνει καλά το παιδί μου με ειδικές ανάγκες, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι το πνεύμα της είναι ολόκληρο, το σώμα της είναι μόνο προσωρινό.
Ζήτησα από τον Θεό να grand μου υπομονή, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι η υπομονή είναι ένα υποπροϊόν της θλίψεως, δεν χορηγούνται, είναι κέρδισε.
Ζήτησα από τον Θεό να μου δώσει την ευτυχία, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι δίνει τις ευλογίες, η ευτυχία είναι στο χέρι μου.
Ζήτησα από τον Θεό να με απαλλάξει από τον πόνο μου, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε, "Παθήματα να σας παρασύρουν πέρα από τα κοσμικά σας φέρνουν πιο κοντά σε μένα."
Ζήτησα από τον Θεό να κάνει το πνεύμα μου μεγάλο, και ο Θεός είπε: "Οχι".
Είπε ότι πρέπει να αναπτυχθεί μέσα από μόνο του.
Ζήτησα από τον Θεό, αν με αγάπησε, και ο Θεός είπε, "ναι".
Μου έδωσε τον Υιό Του μόνο που πέθανε για μένα, και θα είμαι στον Ουρανό κάποια μέρα γιατί πιστεύω.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Kύριε μη με ελεήσεις...
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπο κατέληξε σε ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.
Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσευχόταν ο Γέροντάς του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.
Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντος του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.
Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της Ευχής προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, για αυτό και δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα-νύχτα προσευχόταν με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν και ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα κα πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητού που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος’ να προσεύχεται και να κλαίει.
Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει οτι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Ταράχθηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στη ψυχή του και ξέσπασε σε κλάμματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή. Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» τη γλώσσα στο να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε, ελέησόν με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε, ελέησόν με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε, ελέησόν με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
- Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σε αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα…! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
- Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνησι του απάντησε:
- Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου. Συγχώρεσέ με και κάνε και για μένα ένα σταυρό!
Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη,
διασκευή από "Το βιβλίο της ζωής", τ. Α’ Πειραιάς 1987, σελ. 25
Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου "Η «Ευχή» μέσα στον κόσμο"
Πειραιάς 2007 σελίδες 20-22
Πηγή: www.istologio.org.gr/αντιγραφη
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπο κατέληξε σε ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.
Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσευχόταν ο Γέροντάς του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.
Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντος του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.
Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της Ευχής προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, για αυτό και δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα-νύχτα προσευχόταν με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν και ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα κα πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητού που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος’ να προσεύχεται και να κλαίει.
Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει οτι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Ταράχθηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στη ψυχή του και ξέσπασε σε κλάμματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή. Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» τη γλώσσα στο να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε, ελέησόν με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε, ελέησόν με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε, ελέησόν με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
- Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σε αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα…! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
- Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνησι του απάντησε:
- Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου. Συγχώρεσέ με και κάνε και για μένα ένα σταυρό!
Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη,
διασκευή από "Το βιβλίο της ζωής", τ. Α’ Πειραιάς 1987, σελ. 25
Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου "Η «Ευχή» μέσα στον κόσμο"
Πειραιάς 2007 σελίδες 20-22
Πηγή: www.istologio.org.gr/αντιγραφη
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΖΕΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ.
Ό μοναχός Σάββας κατήγετο από το χωριό Μαζέϊκα των Καλαβρύτων. 'Εκάρη μοναχός στο Κελί Άγιος Νικόλαος, εξάρτημα άλλοτε του παρακειμένου μονυδρίου του Ραβδούχου, σήμερα της Μονής Παντοκράτορος.
Ένα διάστημα κοινοβίασε ό μοναχός Σάββας στη Μονή Έσφιγμένου και είχε το διακόνημα του τυπικάρη. Διακρινόταν για το φιλακόλουθο, τη μεγάλη του ευλάβεια, την αντοχή ατούς σωματικούς κόπους και την υπομονή του.' Εκείνο πού τον ξεχώριζε πολύ, ήταν ή μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κάθε μέρα διάβαζε κι από ένα βιβλίο της. Άρα ό πατήρ Σάββας κάθε μήνα μελετούσε μια φορά, ολόκληρη την Καινή Διαθήκη.
Πολλές φορές, καθ' όν χρόνο είχε την Καινή Διαθήκη και τη διάβαζε, έβγαινε πολλή ευωδία μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ό Ίδιος ό Κύριος του χάιδευε τις αισθήσεις, του χάριζε ειρήνη, του δώριζε αγιασμό και χαρίσματα πολλά. Κι εμείς δεν θέλουμε και βαριόμαστε να διαβάσουμε ένα κεφάλαιο την ήμερα... Ντροπή μας! Με συγχωρείτε, αλλά ντροπή !!!
Όταν προείδε τον θάνατο του, επέστρεψε στη μετάνοια του. Οι παραδελφοί του και ό Γέροντας του τον υποδέχθηκαν με πολλή χαρά, γιατί ποτέ δεν τους είχε στενοχωρήσει, παρά μόνο βέβαια όταν έφυγε για να ζήση ως ασκητής και ερημίτης.
Περιμένοντας τούς Αγγέλους, τούς Αγίους και την' Υπεραγία Θεοτόκο να τον πάρουν μαζί τους στον ουρανό, παρεκάλεσε τούς αδελφούς όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα ένας-ένας να του διαβάζουν Καινή Διαθήκη και Ψαλτήρι, μέχρι να «κοιμηθή». Τόση ήταν ή αγάπη του για τις Άγιες Γραφές, για τις επιστολές του ουρανού προς τον άνθρωπο! Άραγε, ό καθένας από μας, τί αγαπά περισσότερο;
Λέγει ό Κύριος κάπου: «Όπου γάρ εστίν ό θησαυρός υμών, εκεί εσταί και ή καρδιά υμών». Που είναι ό θησαυρός σου, άνθρωπε μου; Εκεί είναι και ή καρδιά σου. Του πατρός Σάββα ό θησαυρός ήταν στον λόγο του Θεού.
Μετά τρία έτη από τον όσιακό θάνατο του έγινε ή εκταφή του και ή κάρα του ευωδίαζε. Διαδόθηκε βέβαια το γεγονός και πήγαιναν πολλοί να την προσκυνήσουν.
Ένας δόκιμος μοναχός της συνοδείας νόμισε ότι οι Γεροντάδες, για να καυχηθούν ότι είχαν έναν άγιο μεταξύ τους, ρίχνουν άρωμα στην κάρα του. Την πήρε λοιπόν κρυφά και την έριξε στη στέρνα της Μονής βυθίζοντας την με κάποιο βάρος.
Οι Γεροντάδες έχασαν την κάρα, δεν ήξεραν ποιος την πήρε και τί έγινε.
Άνω-κάτω το μοναστήρι..., τίποτα, δεν βρέθηκε. Άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάποιος από τούς μοναχούς πού ήρθε για προσκύνηση, την πήρε και έφυγε. Στενοχωρήθηκαν οι καημένοι και έκαναν συνέχεια Παρακλήσεις.. .
Μετά από δώδεκα ήμερες έβγαλε ό δόκιμος την κάρα από την στέρνα και τον έπνιξε περισσότερο ή ευωδία! Τρόμαξε, λοιπόν, πίστεψε ότι πράγματι πρόκειται περί αγίου μοναχού και ομολογώντας την πράξη του, ζήτησε έλεος και συγγνώμη.
Μέχρι σήμερα αυτή τη φήμη έχει ό πατήρ Σάββας: ότι υπήρξε ένας άγιος μοναχός, ένας όσιος, πού αγαπούσε την μελέτη της Αγίας Γραφής μέχρι και της τελευταίας του πνοής. Ή δε κάρα του εξακολουθεί και σήμερα να ευωδιάζει!
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ό μοναχός Σάββας κατήγετο από το χωριό Μαζέϊκα των Καλαβρύτων. 'Εκάρη μοναχός στο Κελί Άγιος Νικόλαος, εξάρτημα άλλοτε του παρακειμένου μονυδρίου του Ραβδούχου, σήμερα της Μονής Παντοκράτορος.
Ένα διάστημα κοινοβίασε ό μοναχός Σάββας στη Μονή Έσφιγμένου και είχε το διακόνημα του τυπικάρη. Διακρινόταν για το φιλακόλουθο, τη μεγάλη του ευλάβεια, την αντοχή ατούς σωματικούς κόπους και την υπομονή του.' Εκείνο πού τον ξεχώριζε πολύ, ήταν ή μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κάθε μέρα διάβαζε κι από ένα βιβλίο της. Άρα ό πατήρ Σάββας κάθε μήνα μελετούσε μια φορά, ολόκληρη την Καινή Διαθήκη.
Πολλές φορές, καθ' όν χρόνο είχε την Καινή Διαθήκη και τη διάβαζε, έβγαινε πολλή ευωδία μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ό Ίδιος ό Κύριος του χάιδευε τις αισθήσεις, του χάριζε ειρήνη, του δώριζε αγιασμό και χαρίσματα πολλά. Κι εμείς δεν θέλουμε και βαριόμαστε να διαβάσουμε ένα κεφάλαιο την ήμερα... Ντροπή μας! Με συγχωρείτε, αλλά ντροπή !!!
Όταν προείδε τον θάνατο του, επέστρεψε στη μετάνοια του. Οι παραδελφοί του και ό Γέροντας του τον υποδέχθηκαν με πολλή χαρά, γιατί ποτέ δεν τους είχε στενοχωρήσει, παρά μόνο βέβαια όταν έφυγε για να ζήση ως ασκητής και ερημίτης.
Περιμένοντας τούς Αγγέλους, τούς Αγίους και την' Υπεραγία Θεοτόκο να τον πάρουν μαζί τους στον ουρανό, παρεκάλεσε τούς αδελφούς όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα ένας-ένας να του διαβάζουν Καινή Διαθήκη και Ψαλτήρι, μέχρι να «κοιμηθή». Τόση ήταν ή αγάπη του για τις Άγιες Γραφές, για τις επιστολές του ουρανού προς τον άνθρωπο! Άραγε, ό καθένας από μας, τί αγαπά περισσότερο;
Λέγει ό Κύριος κάπου: «Όπου γάρ εστίν ό θησαυρός υμών, εκεί εσταί και ή καρδιά υμών». Που είναι ό θησαυρός σου, άνθρωπε μου; Εκεί είναι και ή καρδιά σου. Του πατρός Σάββα ό θησαυρός ήταν στον λόγο του Θεού.
Μετά τρία έτη από τον όσιακό θάνατο του έγινε ή εκταφή του και ή κάρα του ευωδίαζε. Διαδόθηκε βέβαια το γεγονός και πήγαιναν πολλοί να την προσκυνήσουν.
Ένας δόκιμος μοναχός της συνοδείας νόμισε ότι οι Γεροντάδες, για να καυχηθούν ότι είχαν έναν άγιο μεταξύ τους, ρίχνουν άρωμα στην κάρα του. Την πήρε λοιπόν κρυφά και την έριξε στη στέρνα της Μονής βυθίζοντας την με κάποιο βάρος.
Οι Γεροντάδες έχασαν την κάρα, δεν ήξεραν ποιος την πήρε και τί έγινε.
Άνω-κάτω το μοναστήρι..., τίποτα, δεν βρέθηκε. Άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάποιος από τούς μοναχούς πού ήρθε για προσκύνηση, την πήρε και έφυγε. Στενοχωρήθηκαν οι καημένοι και έκαναν συνέχεια Παρακλήσεις.. .
Μετά από δώδεκα ήμερες έβγαλε ό δόκιμος την κάρα από την στέρνα και τον έπνιξε περισσότερο ή ευωδία! Τρόμαξε, λοιπόν, πίστεψε ότι πράγματι πρόκειται περί αγίου μοναχού και ομολογώντας την πράξη του, ζήτησε έλεος και συγγνώμη.
Μέχρι σήμερα αυτή τη φήμη έχει ό πατήρ Σάββας: ότι υπήρξε ένας άγιος μοναχός, ένας όσιος, πού αγαπούσε την μελέτη της Αγίας Γραφής μέχρι και της τελευταίας του πνοής. Ή δε κάρα του εξακολουθεί και σήμερα να ευωδιάζει!
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Τι να ζητήσω από τον Θεό;
Έκθεση μαθητή του Δημοτικού
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε μια πραγματική έκθεση ενός μαθητή του Δημοτικού. Την έδωσε ή ίδια ή μητέρα του, ανώνυμα φυσικά, για να δείξει και στους άλλους γονείς πώς... απέχουν πολύ από τα παιδιά και πώς χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ή σχέση μεταξύ τους. Το θέμα της έκθεσης ήταν: «Τι επιθυμώ πολύ και θα ζητούσα από τον Θεό να μου το δώσει». Η έκθεση του μαθητή είναι απλή, περιεκτική και κυρίως συγκλονιστική!
«Θεε μου, απόψε σου ζητάω κάτι που το θέλω πάρα πολύ.
Θέλω να με κάνεις τηλεόραση!
Θέλω να πάρω τη θέση της τηλεόρασης που είναι στο σπίτι μου.
Να έχω το δικό μου χώρο. Να έχω την οικογένεια μου γύρω από εμένα.
Να με παίρνουν στα σοβαρά όταν μιλάω.
Θέλω να είμαι το κέντρο της προσοχής και να με ακούνε οι άλλοι χωρίς διακοπές η ερωτήσεις. Θέλω να έχω την ίδια φροντίδα που έχει η τηλεόραση όταν δεν λειτουργεί.
Όταν είμαι τηλεόραση, θα έχω την παρέα του πατέρα μου όταν έρχεται σπίτι από τη δουλειά, ακόμα κι αν είναι κουρασμένος.
Και θέλω τη μαμά μου να με θέλει όταν είναι λυπημένη και στενοχωρημένη, αντί να με αγνοεί...
Θέλω τ’ αδέλφια μου να μαλώνουν για το ποιός θα περνάει ώρες μαζί μου.
Θέλω να νοιώθω ό,τι η οικογένειά μου αφήνει τα πάντα στην άκρη, πότε-πότε, μόνο για να περάσει λίγο χρόνο με μένα.
Και το τελευταίο, κάνε με έτσι ώστε να τους κάνω όλους ευτυχισμένους και χαρούμενους.
Θεέ μου, δε ζητάω πολλά.
Θέλω μόνο να γίνω σαν μια τηλεόραση!»
Τη δασκάλα πού την διάβασε (καθώς βαθμολογούσε) την έκανε να κλάψει. Ο σύζυγος της που μόλις είχε μπει στο σπίτι, τη ρώτησε: «τι συμβαίνει;» Αυτή απάντησε: «Διάβασε αύτη την έκθεση, την έχει γράψει ένας μαθητής μου». Ο σύζυγος αφού τη διάβασε είπε: «Θεέ μου, το καημένο το παιδί. Τι αδιάφοροι γονείς είναι αυτοί!» Τότε η δασκάλα τον κοίταξε και είπε:«Αυτή ή έκθεση είναι του γιου μας!..».
Περιοδικό "Η Δράσις μας" Έτος ΜΘ' ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2010 Τεύχος 482
Έκθεση μαθητή του Δημοτικού
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε μια πραγματική έκθεση ενός μαθητή του Δημοτικού. Την έδωσε ή ίδια ή μητέρα του, ανώνυμα φυσικά, για να δείξει και στους άλλους γονείς πώς... απέχουν πολύ από τα παιδιά και πώς χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ή σχέση μεταξύ τους. Το θέμα της έκθεσης ήταν: «Τι επιθυμώ πολύ και θα ζητούσα από τον Θεό να μου το δώσει». Η έκθεση του μαθητή είναι απλή, περιεκτική και κυρίως συγκλονιστική!
«Θεε μου, απόψε σου ζητάω κάτι που το θέλω πάρα πολύ.
Θέλω να με κάνεις τηλεόραση!
Θέλω να πάρω τη θέση της τηλεόρασης που είναι στο σπίτι μου.
Να έχω το δικό μου χώρο. Να έχω την οικογένεια μου γύρω από εμένα.
Να με παίρνουν στα σοβαρά όταν μιλάω.
Θέλω να είμαι το κέντρο της προσοχής και να με ακούνε οι άλλοι χωρίς διακοπές η ερωτήσεις. Θέλω να έχω την ίδια φροντίδα που έχει η τηλεόραση όταν δεν λειτουργεί.
Όταν είμαι τηλεόραση, θα έχω την παρέα του πατέρα μου όταν έρχεται σπίτι από τη δουλειά, ακόμα κι αν είναι κουρασμένος.
Και θέλω τη μαμά μου να με θέλει όταν είναι λυπημένη και στενοχωρημένη, αντί να με αγνοεί...
Θέλω τ’ αδέλφια μου να μαλώνουν για το ποιός θα περνάει ώρες μαζί μου.
Θέλω να νοιώθω ό,τι η οικογένειά μου αφήνει τα πάντα στην άκρη, πότε-πότε, μόνο για να περάσει λίγο χρόνο με μένα.
Και το τελευταίο, κάνε με έτσι ώστε να τους κάνω όλους ευτυχισμένους και χαρούμενους.
Θεέ μου, δε ζητάω πολλά.
Θέλω μόνο να γίνω σαν μια τηλεόραση!»
Τη δασκάλα πού την διάβασε (καθώς βαθμολογούσε) την έκανε να κλάψει. Ο σύζυγος της που μόλις είχε μπει στο σπίτι, τη ρώτησε: «τι συμβαίνει;» Αυτή απάντησε: «Διάβασε αύτη την έκθεση, την έχει γράψει ένας μαθητής μου». Ο σύζυγος αφού τη διάβασε είπε: «Θεέ μου, το καημένο το παιδί. Τι αδιάφοροι γονείς είναι αυτοί!» Τότε η δασκάλα τον κοίταξε και είπε:«Αυτή ή έκθεση είναι του γιου μας!..».
Περιοδικό "Η Δράσις μας" Έτος ΜΘ' ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2010 Τεύχος 482
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Το αγόρι που ήθελε να συναντήσει το Θεό
Άρχοντες και αρχόντισσες
Αν είναι ορισμός σας, θέλω να σας διηγηθώ, θυμήσω, την ιστορία ενός μικρού αγοριού που ήθελε να συναντήσει τον Θεό.
Μήπως όλοι μας, λίγο πολύ αυτό δεν αποζητούμε; Ιδίως τούτες τις μέρες των γιορτών;
Μια φορά λοιπόν, ήταν ένα μικρό αγόρι που ήθελε να συναντήσει το Θεό.
Ηξερε ότι θα ήταν ένα μακρύ ταξίδι, μέχρι εκεί που έμενε ο Θεός, και έτσι πήρε μια τσάντα, έβαλε μέσα λίγο κέικ, λίγα αναψυκτικά και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Όταν είχε προχωρήσει γύρω στα τρία τετράγωνα, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα, να κάθεται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και να κοιτάζει τα περιστέρια.
Το αγόρι την πλησίασε και κάθησε δίπλα της.
Έιχε διψάσει ο μικρός. Άνοιξε την τσάντα του να πάρει και να πιεί ένα αναψυκτικό.
Παρατήρησε πως η κυρία ήταν πολύ πεινασμένη και έτσι έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ και της έδωσε. Εκείνη με ευγνωμοσύνη το δέχτηκε και του χαμογέλασε πλατιά.
Το χαμόγελο της ήταν τόσο υπέροχο που ήθελε να το ξαναδεί, έτσι της έδωσε και ένα κουτάκι χυμό. Εκείνη του ξαναχαμογέλασε.
Το αγόρι ήταν ενθουσιασμένο.
Κάθησαν όλο το απόγευμα εκεί. Έπιναν, έτρωγαν, δίχως να πουν ούτε μια λέξη.
Όταν βράδυασε αρκετά, το μικρό αγόρι αισθάνθηκε κουρασμένο και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Αφού είχε προχωρήσει λίγα βήματα, γυρίζει και τρέχει στην κυρία και της δίνει μια μεγάλη αγκαλιά. Εκείνη του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ στην ζωή του.
Όταν γύρισε στο σπίτι του η μητέρα του γεμάτη έκπληξη που το είδε με την υπέροχη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του το ρώτησε:
- Γιατί σε βλέπω τόσο χαρούμενο; Τι έγινε;
- Εφαγα μεσημεριανό με τον Θεό, της απάντησε εκείνο.
Προτού του πεί κάτι η μητέρα του, εκείνο συνέχισε:
- Και ξέρεις ε; Τελικά, είναι γυναίκα, και έχει το ωραιότερο χαμόγελο στον κόσμο!
Εν τω μεταξύ, η γυναίκα, επίσης πολύ χαρούμενη, επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο γιος της την ρώτησε:
- Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη σήμερα μητέρα;
- Έφαγα κέικ σήμερα στο πάρκο με τον Θεό, απάντησε αυτή.
Και πριν την ξαναρωτήσει κάτι ο γιος της συμπλήρωσε:
- Και ξέρεις ε; Είναι πολύ πιο νέος από ο,τι τον φανταζόμουν.
Σας αφήνω με την ευχή όλοι μας να συναντήσουμε το Θεό φέτος, αν και εδώ που τα λέμε, είναι τόσο κοντά, ίσαμε το πρόσωπο του διπλανού μας!
Άρχοντες και αρχόντισσες
Αν είναι ορισμός σας, θέλω να σας διηγηθώ, θυμήσω, την ιστορία ενός μικρού αγοριού που ήθελε να συναντήσει τον Θεό.
Μήπως όλοι μας, λίγο πολύ αυτό δεν αποζητούμε; Ιδίως τούτες τις μέρες των γιορτών;
Μια φορά λοιπόν, ήταν ένα μικρό αγόρι που ήθελε να συναντήσει το Θεό.
Ηξερε ότι θα ήταν ένα μακρύ ταξίδι, μέχρι εκεί που έμενε ο Θεός, και έτσι πήρε μια τσάντα, έβαλε μέσα λίγο κέικ, λίγα αναψυκτικά και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Όταν είχε προχωρήσει γύρω στα τρία τετράγωνα, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα, να κάθεται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και να κοιτάζει τα περιστέρια.
Το αγόρι την πλησίασε και κάθησε δίπλα της.
Έιχε διψάσει ο μικρός. Άνοιξε την τσάντα του να πάρει και να πιεί ένα αναψυκτικό.
Παρατήρησε πως η κυρία ήταν πολύ πεινασμένη και έτσι έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ και της έδωσε. Εκείνη με ευγνωμοσύνη το δέχτηκε και του χαμογέλασε πλατιά.
Το χαμόγελο της ήταν τόσο υπέροχο που ήθελε να το ξαναδεί, έτσι της έδωσε και ένα κουτάκι χυμό. Εκείνη του ξαναχαμογέλασε.
Το αγόρι ήταν ενθουσιασμένο.
Κάθησαν όλο το απόγευμα εκεί. Έπιναν, έτρωγαν, δίχως να πουν ούτε μια λέξη.
Όταν βράδυασε αρκετά, το μικρό αγόρι αισθάνθηκε κουρασμένο και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Αφού είχε προχωρήσει λίγα βήματα, γυρίζει και τρέχει στην κυρία και της δίνει μια μεγάλη αγκαλιά. Εκείνη του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ στην ζωή του.
Όταν γύρισε στο σπίτι του η μητέρα του γεμάτη έκπληξη που το είδε με την υπέροχη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του το ρώτησε:
- Γιατί σε βλέπω τόσο χαρούμενο; Τι έγινε;
- Εφαγα μεσημεριανό με τον Θεό, της απάντησε εκείνο.
Προτού του πεί κάτι η μητέρα του, εκείνο συνέχισε:
- Και ξέρεις ε; Τελικά, είναι γυναίκα, και έχει το ωραιότερο χαμόγελο στον κόσμο!
Εν τω μεταξύ, η γυναίκα, επίσης πολύ χαρούμενη, επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο γιος της την ρώτησε:
- Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη σήμερα μητέρα;
- Έφαγα κέικ σήμερα στο πάρκο με τον Θεό, απάντησε αυτή.
Και πριν την ξαναρωτήσει κάτι ο γιος της συμπλήρωσε:
- Και ξέρεις ε; Είναι πολύ πιο νέος από ο,τι τον φανταζόμουν.
Σας αφήνω με την ευχή όλοι μας να συναντήσουμε το Θεό φέτος, αν και εδώ που τα λέμε, είναι τόσο κοντά, ίσαμε το πρόσωπο του διπλανού μας!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
TO "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ"
Είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο και ένας άγγελος ανέλαβε να με ξεναγήσει.
Περπατούσαμε δίπλα δίπλα σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη αγγέλους.
Ο άγγελος οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε:
«Αυτό είναι το τμήμα παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις που φτάνουν στον Θεό, με την μορφή προσευχής».
Κοίταξα γύρω στον χώρο. Έσφυζε από κίνηση, με τόσους πολλούς αγγέλους να βγάζουν και να ταξινομούν αιτήσεις γραμμένες σε ογκώδεις στοίβες από και σημειώματα, από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μετά προχωρήσαμε σε έναν μακρύ διάδρομο, μέχρι που φτάσαμε στο δεύτερο σταθμό. Ο άγγελός μου είπε:
«Αυτό είναι το τμήμα συσκευασίας και παράδοσης. Εδώ οι χάρες και οι ευχές που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σε αυτούς που τις ζήτησαν».
Πρόσεξα και πάλι πόση κίνηση είχε εδώ. Αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί και συσκευάζονταν για να παραδοθούν στην γη. Τέλος, στην άκρη ενός μακρινού διαδρόμου, σταματήσαμε στην πόρτα ενός πολύ μικρού σταθμού. Προς μεγάλη μου έκπληξη μόνο ένας άγγελος καθόταν εκεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα.
«Αυτό είναι το τμήμα ευχαριστιών», μου είπε σιγανά ο άγγελος μου. Έδειχνε λίγο ντροπιασμένος.
«Πως γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ;» ρώτησα.
«Είναι λυπηρό» αναστέναξε ο άγγελος. «Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, πολύ λίγοι στέλνουν ευχαριστήρια».
«Πως μπορεί κάποιος να ευχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε;» ρώτησα πάλι.
«Πολύ απλά» απάντησε. «Χρειάζεται μόνο να πεις ευχαριστώ Θεέ μου!»
«Και γιατί ακριβώς πρέπει να ευχαριστήσουμε;»
«Αν έχεις τρόφιμα στο ψυγείο σου, ρούχα στην πλάτη σου, μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου και ένα μέρος για να κοιμηθείς, είσαι πλουσιότερος από το 75% αυτού του κόσμου.
Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, στο πορτοφόλι σου και λίγα κέρματα σ' ένα πιατάκι είσαι το 8% των ανθρώπων που ευημερούν.
Αν ξύπνησες το πρωί με περισσότερη υγεία από ότι αρρώστια, είσαι πιο ευλογημένος από όσους δεν θα επιζήσουν καν ως αυτή τη μέρα.
Αν ποτέ δεν βίωσες την εμπειρία του φόβου του πολέμου, της μοναξιάς της φυλακής, της αγωνίας του βασανισμού και της σουβλιάς της πείνας, είσαι μπροστά από 700 εκατομμύρια ανθρώπους αυτής της γης.
Αν μπορείς να προσευχηθείς σε ένα ναό χωρίς τον φόβο της επίθεσης, της σύλληψης ή της εκτέλεσης, θα σε ζηλεύουν σίγουρα περίπου 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.
Αν οι γονείς σου είναι ακόμα ζωντανοί και είναι ακόμα παντρεμένοι, είσαι σπάνιος.
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά και να χαμογελάς, δεν είσαι ο κανόνας, είσαι η εξαίρεση για όλους όσους ζουν μέσα στην αμφιβολία και στην απόγνωση. Και αν διαβάζεις τώρα αυτό το μήνυμα, μόλις έλαβες μια διπλή ευλογία, γιατί σου το έδωσε κάποιος που σ' αγαπάει και γιατί είσαι πιο τυχερός από δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους, που δεν ξέρουν καν να διαβάζουν.
«Κατάλαβα. Και τώρα τι να κάνω; Πως μπορώ ν' αρχίσω;» «Να πεις καλημέρα», μου χαμογέλασε ο άγγελος, «να μετρήσεις τις ευλογίες σου και να περάσεις αυτό το μήνυμα και σε άλλους ανθρώπους, για να τους θυμίσεις πόσο ευλογημένοι είναι.
Και να μην ξεχάσεις να στείλεις το ευχαριστήριό σου».
Είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο και ένας άγγελος ανέλαβε να με ξεναγήσει.
Περπατούσαμε δίπλα δίπλα σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη αγγέλους.
Ο άγγελος οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε:
«Αυτό είναι το τμήμα παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις που φτάνουν στον Θεό, με την μορφή προσευχής».
Κοίταξα γύρω στον χώρο. Έσφυζε από κίνηση, με τόσους πολλούς αγγέλους να βγάζουν και να ταξινομούν αιτήσεις γραμμένες σε ογκώδεις στοίβες από και σημειώματα, από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μετά προχωρήσαμε σε έναν μακρύ διάδρομο, μέχρι που φτάσαμε στο δεύτερο σταθμό. Ο άγγελός μου είπε:
«Αυτό είναι το τμήμα συσκευασίας και παράδοσης. Εδώ οι χάρες και οι ευχές που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σε αυτούς που τις ζήτησαν».
Πρόσεξα και πάλι πόση κίνηση είχε εδώ. Αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί και συσκευάζονταν για να παραδοθούν στην γη. Τέλος, στην άκρη ενός μακρινού διαδρόμου, σταματήσαμε στην πόρτα ενός πολύ μικρού σταθμού. Προς μεγάλη μου έκπληξη μόνο ένας άγγελος καθόταν εκεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα.
«Αυτό είναι το τμήμα ευχαριστιών», μου είπε σιγανά ο άγγελος μου. Έδειχνε λίγο ντροπιασμένος.
«Πως γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ;» ρώτησα.
«Είναι λυπηρό» αναστέναξε ο άγγελος. «Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, πολύ λίγοι στέλνουν ευχαριστήρια».
«Πως μπορεί κάποιος να ευχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε;» ρώτησα πάλι.
«Πολύ απλά» απάντησε. «Χρειάζεται μόνο να πεις ευχαριστώ Θεέ μου!»
«Και γιατί ακριβώς πρέπει να ευχαριστήσουμε;»
«Αν έχεις τρόφιμα στο ψυγείο σου, ρούχα στην πλάτη σου, μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου και ένα μέρος για να κοιμηθείς, είσαι πλουσιότερος από το 75% αυτού του κόσμου.
Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, στο πορτοφόλι σου και λίγα κέρματα σ' ένα πιατάκι είσαι το 8% των ανθρώπων που ευημερούν.
Αν ξύπνησες το πρωί με περισσότερη υγεία από ότι αρρώστια, είσαι πιο ευλογημένος από όσους δεν θα επιζήσουν καν ως αυτή τη μέρα.
Αν ποτέ δεν βίωσες την εμπειρία του φόβου του πολέμου, της μοναξιάς της φυλακής, της αγωνίας του βασανισμού και της σουβλιάς της πείνας, είσαι μπροστά από 700 εκατομμύρια ανθρώπους αυτής της γης.
Αν μπορείς να προσευχηθείς σε ένα ναό χωρίς τον φόβο της επίθεσης, της σύλληψης ή της εκτέλεσης, θα σε ζηλεύουν σίγουρα περίπου 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.
Αν οι γονείς σου είναι ακόμα ζωντανοί και είναι ακόμα παντρεμένοι, είσαι σπάνιος.
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά και να χαμογελάς, δεν είσαι ο κανόνας, είσαι η εξαίρεση για όλους όσους ζουν μέσα στην αμφιβολία και στην απόγνωση. Και αν διαβάζεις τώρα αυτό το μήνυμα, μόλις έλαβες μια διπλή ευλογία, γιατί σου το έδωσε κάποιος που σ' αγαπάει και γιατί είσαι πιο τυχερός από δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους, που δεν ξέρουν καν να διαβάζουν.
«Κατάλαβα. Και τώρα τι να κάνω; Πως μπορώ ν' αρχίσω;» «Να πεις καλημέρα», μου χαμογέλασε ο άγγελος, «να μετρήσεις τις ευλογίες σου και να περάσεις αυτό το μήνυμα και σε άλλους ανθρώπους, για να τους θυμίσεις πόσο ευλογημένοι είναι.
Και να μην ξεχάσεις να στείλεις το ευχαριστήριό σου».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.