Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Το αρσενικό παιδί της πεθεράς
Το μοναστήρι στο ψηλότερο μέρος των δύο χωριών κάθε μέρα λειτουργεί, νηστεύει, προσεύχεται, εξομολογεί. Οι πορτάρες του ανοίγουν πρωί πρωί στον κάθε άνθρωπο. Άλλοι προσέρχονται να καμαρώσουν την παλιά αρχιτεκτονική του. Άλλοι τις παμπάλαιες τοιχογραφίες. Άλλοι να πουν τους πόνους και τους καημούς τους. Άλλοι να ζητήσουν ελέη κι άλλοι έλεος από την Παναγία μας και τον Χριστό. Βέβαια δεν λείπουν και αυτοί που κουβαλούν στο μοναστήρι το φτωχό, από τους καρπούς των δένδρων που καλλιεργούν και από τα εισοδήματα που τους χαρίζει ο Θεός.
Μια κόρη έρχεται κρυφά από το σπίτι της με πύρινα μάτια και καυτά δάκρυα. Δεν είναι υπερβολή ο λόγος μου. Στον ασπασμό της δεξιάς δεχόμουνα το κάψιμο της καρδιάς της.
- Κόρη μου, τι κλαις και τι στενάζεις; Τι σου συμβαίνει; Έλα και καμιά φορά χωρίς δάκρυα.
- Αχ, Γέροντά μου, έρχομαι γιατί στο πρόσωπό σου βλέπω πατέρα στοργικό που δεν γνώρισα. Είχα και δεν είχα πατέρα. Ήμουν στο χωριό βοσκοπούλα. Έπαιζα φλογέρα. Χαιρόμουνα τις πλαγιές και τις βουνοκορφές. Έφθανα μέχρις εκεί που ξεχωρίζει μέσα στον λόγγο της Παναγιάς το μοναστήρι. Το πουρνό και το δείλι έστηνα αυτί ν’ αφουγκραστώ τις γλυκειές καμπάνες. Με την φαντασία μου πάντα τις άκουγα και χαιρόμουνα της Παναγίας τα μεγαλεία. Απ’ εκεί ψηλά έβλεπα τα αμάξια που πήγαιναν στη Χάρη Της και τα μετρούσα. Λογαριασμό δεν έβρισκα.
Κάποια μέρα μου προξένεψαν ένα παλληκάρι. Με γοήτεψαν, βλέπεις, με τ’ αγαθά του κάμπου. Παράπονο δεν έχω από το σύζυγό μου. Αλλ’ εκείνη η πεθερά φοβερή από την πρώτη μέρα. Τίποτε δεν κάνω καλά. Το ξύλο από το χέρι και το βρίσιμο από το στόμα δεν της λείπει. Δεν έφθαναν αυτά. Τώρα που έμεινα έγκυος, με χτυπά και, με όλα τ’ άλλα που μου λέγει, με απειλεί πως θα με στείλη στο βουνό να φυλάξω γίδια, αν το παιδί δεν είναι αρσενικό!
Ανατρίχιασα ακούγοντας το θράσος της πεθεράς. Της συνέστησα την αγία υπομονή και:
- Όταν τον ποτήρι ξεχειλίζη, κάνε προς τα πάνω. Η Παναγία θα σε βοηθήση. Θα μιλήση ο Θεός. Θα σφυρίξη στο αυτί της γραίας του κάμπου.
Πέρασε ο καιρός κι ένα βράδυ ήρθε ο γιατρός ταραγμένος.
- Τι έγινε; Γιατί τόση ταραχή;
- Ξεγέννησα μια κόρη στον κάμπο. Έκανε τέρας ∙ παιδί χωρίς κεφάλι.
- Τι ήταν αυτό το παιδί, αρσενικό ή θηλυκό;
- Αρσενικό.
Έτσι σφυρίζει ο Θεός στην αθεοφοβία της πεθεράς : «Πάρε αρσενικό παιδί που θέλεις, αλλά ακέφαλο».
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Μια κόρη έρχεται κρυφά από το σπίτι της με πύρινα μάτια και καυτά δάκρυα. Δεν είναι υπερβολή ο λόγος μου. Στον ασπασμό της δεξιάς δεχόμουνα το κάψιμο της καρδιάς της.
- Κόρη μου, τι κλαις και τι στενάζεις; Τι σου συμβαίνει; Έλα και καμιά φορά χωρίς δάκρυα.
- Αχ, Γέροντά μου, έρχομαι γιατί στο πρόσωπό σου βλέπω πατέρα στοργικό που δεν γνώρισα. Είχα και δεν είχα πατέρα. Ήμουν στο χωριό βοσκοπούλα. Έπαιζα φλογέρα. Χαιρόμουνα τις πλαγιές και τις βουνοκορφές. Έφθανα μέχρις εκεί που ξεχωρίζει μέσα στον λόγγο της Παναγιάς το μοναστήρι. Το πουρνό και το δείλι έστηνα αυτί ν’ αφουγκραστώ τις γλυκειές καμπάνες. Με την φαντασία μου πάντα τις άκουγα και χαιρόμουνα της Παναγίας τα μεγαλεία. Απ’ εκεί ψηλά έβλεπα τα αμάξια που πήγαιναν στη Χάρη Της και τα μετρούσα. Λογαριασμό δεν έβρισκα.
Κάποια μέρα μου προξένεψαν ένα παλληκάρι. Με γοήτεψαν, βλέπεις, με τ’ αγαθά του κάμπου. Παράπονο δεν έχω από το σύζυγό μου. Αλλ’ εκείνη η πεθερά φοβερή από την πρώτη μέρα. Τίποτε δεν κάνω καλά. Το ξύλο από το χέρι και το βρίσιμο από το στόμα δεν της λείπει. Δεν έφθαναν αυτά. Τώρα που έμεινα έγκυος, με χτυπά και, με όλα τ’ άλλα που μου λέγει, με απειλεί πως θα με στείλη στο βουνό να φυλάξω γίδια, αν το παιδί δεν είναι αρσενικό!
Ανατρίχιασα ακούγοντας το θράσος της πεθεράς. Της συνέστησα την αγία υπομονή και:
- Όταν τον ποτήρι ξεχειλίζη, κάνε προς τα πάνω. Η Παναγία θα σε βοηθήση. Θα μιλήση ο Θεός. Θα σφυρίξη στο αυτί της γραίας του κάμπου.
Πέρασε ο καιρός κι ένα βράδυ ήρθε ο γιατρός ταραγμένος.
- Τι έγινε; Γιατί τόση ταραχή;
- Ξεγέννησα μια κόρη στον κάμπο. Έκανε τέρας ∙ παιδί χωρίς κεφάλι.
- Τι ήταν αυτό το παιδί, αρσενικό ή θηλυκό;
- Αρσενικό.
Έτσι σφυρίζει ο Θεός στην αθεοφοβία της πεθεράς : «Πάρε αρσενικό παιδί που θέλεις, αλλά ακέφαλο».
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Αν τον έστειλε η Παναγία, θα ξαναστείλη
Η απαίδευτη και απλή γυναίκα, που μαθητεύει στην Εκκλησία, γίνεται των σοφών σοφωτέρα. Γνωρίζει το Ευαγγέλιο, χωρίς να ξεύρη να διαβάζη. Αφηγείται πανέμορφα τους βίους Αγίων. Ξεχωρίζει την καθημερινή από την σκόλη, την νηστεία από την κατάλυση. Του Γένους τις τυράγνιες και τα βάσανα διηγείται με καιόμενη καρδιά.
- Σαν σήμερα, παι’άκια μου, οι Τούρκοι μας πήραν την Πόλη. Το αίμα έτρεξε ποτάμι στα λιθόστρωτα.
Γνωρίζει την διάκριση και παλεύει την ζωή με τις άγιες αρετές. Καμμιά κακοτυχία δεν την απελπίζει και καμμιά χαρά δεν την ξυπάζει. Προ πάντων, έχει ύφος αρχοντικό και ήθος υψηλό σαν κι αυτό των Αγίων. Και, συνελόντι ειπείν, η γυναίκα της Εκκλησίας δεν περνά μεσαίωνα, κι ας φορά τριμμένα συρτά και κουρελιασμένο λέντιο.
Τουναντίον η γυναίκα μακριά από την Εκκλησία , και μάλιστα αν τύχη να πλουτήση και ευημερήση, καταντά η πιο αλλόκοτη ύπαρξη πάνω στη γη. Αν κάτι στραβώση στην ευτυχισμένη ζωή της, πολύ γρήγορα καταβάλλεται, καταρρακώνεται η προ ολίγου υψηλά ισταμένη.
Η γυναίκα της Εκκλησίας δεν πιστεύει ευκαιριακά∙ ποτέ δεν είναι καιροσκόπος στα πράγματα της πίστης. Έτσι και η κυρά- Μαρία η Σκαραμαγκά με τα πολλά παιδιά, όταν κάποια στιγμή δοκιμάστηκε η αγάπη της για την Παναγιά με την παρουσία ενός λαγού, έμεινε ακύμαντη.
Είναι αρχές Αυγούστου του 1942. Η πείνα χωρίζει ανδρόγυνα για μια ελιά και ένα κρεμμύδι. Όμως η νηστεία της Παναγίας τηρείται σ’ όλα τα σπίτια που φοβούνται τον Θεό. Κάπου η κυρά-Μαριώ εξοικονόμησε λίγο αλεύρι. Πρόσταξε τα παιδιά της να ανάψουν τον μικρό τους φούρνο. Ζύμωνε η μάννα το ψωμί στο σπίτι και στο φουρνόσπιτο τα παιδιά έπαιρναν από την γωνιά λίγα-λίγα τα στοιβαγμένα φρύγανα να κάψουν την κάμινο. Μέσα στα φρύγανα βρέθηκε να ‘χη τρυπώσει ένας λαγός. Τα παιδιά πήραν φτυάρια και σκότωσαν το ζωντανό. Χαρούμενα έτρεξαν στην μάννα.
- Θα φάμε λαγό σήμερα, μάννα∙ μας τον έστειλε η Παναγία.
- Τι λέτε παιδάκια μου; Θα μαγαρίσω τα σκεύη, μαγειρεύοντας κρέας τώρα που σαρακοστεύουμε για την Παναγία; Αν είναι από την Παναγία, θα μας στείλη πάλι στην ώρα της κατάλυσης. Παρ’ τε το απ’ εδώ.
- Μάννα, πεθαίνουμε της πείνας κι εσύ δεν δέχεσαι το δώρο της Παναγίας σε μας τα υστερημένα κάθε τροφής;
- Καλά μου παιδιά, ας δώσουμε πρώτοι εμείς στην Παναγία την νηστεία, κι Εκείνη με την σειρά της πλούσια την Χάρη της. Όσα και να φάμε, αν Εκείνη δεν θέλη να ζήσωμε, θα πεθάνωμε.
Ο γείτονας πήρε τ0ον λαγό και, πίνοντας γλυκό κρασί, έφτιαξε πανηγύρια…
Πέρασε ο χρόνος της νηστείας με ελάχιστα κηπουρικά, που έδωσε η ξερική καλουριά. Είμαστε 14 Αυγούστου. Οι άνθρωποι γυρίζουν στ’ αμπέλια να βρουν κάποια σταφιδιασμένη ρώγα να ‘χη πέση στη γη, να την βάλουν στο στόμα τους, για να στυλώσουν.
- Βρήκες Δημήτρη, ρώγες;
- Βρήκα, μάννα, αλλά οι παλιοσφήκες είχαν τραβήξει όλο τον χυμό και ήταν κατάξερες.
- Βλέπεις από τις αμαρτίες μας, παιδί μου, και αυτή η άλογη φύση οδυνάται και υποφέρει.
Η κυρά- Μαρία έχει πάλι λίγο αλευράκι συνάξει.
- Παιδιά μου, της Παναγίας ξημερώνει. Ας ανάψωμε τον φούρνο να ψήσωμε λίγο άρτο, που είναι μόνον επιούσιος∙ δεν θα περισσέψη για την άλλη μέρα ούτε μπουκιά.
Τα παιδιά χαρούμενα μπήκαν στο φουρνόσπιτο. Άναψαν φωτιά και άρχισαν να ρίχνουν ξερόκλαδα στον κλίβανο. Φούντωσε η φωτιά και οι πύρινες γλώσσες γλείφουν λαίμαργα το στόμα του φούρνου. Τα φρύγανα λιγοστεύουν στην γωνιά του φουρνόσπιτου. Και να πάλι στον ίδιο τόπο, στην ίδια θέση, ένας μεγάλος κούνελος έχει φωλιάσει, για να αποκρυβή από την μανία του πεινασμένου και γιατί όχι του καλοφαγά, που ονειρεύεται με στιφάδο φτιαγμένο με ξύδι παριανό και γλυκό κρασί να γιορτάση την Παναγία.
- Παιδιά μου, φωνάζει η κυρά- Μαριώ, αυτό είναι από την Παναγία. Το προηγούμενο ζουλάπι ήταν από τον διάβολο. Ήταν από παραχώρηση Θεού, για να δοκιμασθή η πίστη μας στην Καταπολιανή, στην φρουρό και προστάτιδα του νομού μας. Εγώ θα σας τον φτιάξω με πολλή επιτηδειότητα, για να σας ευφράνω, κι εσείς σιγοψάλλετε: «Εν τη κοιμίσει Σου ουκ εγκατέλιπες τον κόσμον, Παναγία Παρθένε».
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
- Σαν σήμερα, παι’άκια μου, οι Τούρκοι μας πήραν την Πόλη. Το αίμα έτρεξε ποτάμι στα λιθόστρωτα.
Γνωρίζει την διάκριση και παλεύει την ζωή με τις άγιες αρετές. Καμμιά κακοτυχία δεν την απελπίζει και καμμιά χαρά δεν την ξυπάζει. Προ πάντων, έχει ύφος αρχοντικό και ήθος υψηλό σαν κι αυτό των Αγίων. Και, συνελόντι ειπείν, η γυναίκα της Εκκλησίας δεν περνά μεσαίωνα, κι ας φορά τριμμένα συρτά και κουρελιασμένο λέντιο.
Τουναντίον η γυναίκα μακριά από την Εκκλησία , και μάλιστα αν τύχη να πλουτήση και ευημερήση, καταντά η πιο αλλόκοτη ύπαρξη πάνω στη γη. Αν κάτι στραβώση στην ευτυχισμένη ζωή της, πολύ γρήγορα καταβάλλεται, καταρρακώνεται η προ ολίγου υψηλά ισταμένη.
Η γυναίκα της Εκκλησίας δεν πιστεύει ευκαιριακά∙ ποτέ δεν είναι καιροσκόπος στα πράγματα της πίστης. Έτσι και η κυρά- Μαρία η Σκαραμαγκά με τα πολλά παιδιά, όταν κάποια στιγμή δοκιμάστηκε η αγάπη της για την Παναγιά με την παρουσία ενός λαγού, έμεινε ακύμαντη.
Είναι αρχές Αυγούστου του 1942. Η πείνα χωρίζει ανδρόγυνα για μια ελιά και ένα κρεμμύδι. Όμως η νηστεία της Παναγίας τηρείται σ’ όλα τα σπίτια που φοβούνται τον Θεό. Κάπου η κυρά-Μαριώ εξοικονόμησε λίγο αλεύρι. Πρόσταξε τα παιδιά της να ανάψουν τον μικρό τους φούρνο. Ζύμωνε η μάννα το ψωμί στο σπίτι και στο φουρνόσπιτο τα παιδιά έπαιρναν από την γωνιά λίγα-λίγα τα στοιβαγμένα φρύγανα να κάψουν την κάμινο. Μέσα στα φρύγανα βρέθηκε να ‘χη τρυπώσει ένας λαγός. Τα παιδιά πήραν φτυάρια και σκότωσαν το ζωντανό. Χαρούμενα έτρεξαν στην μάννα.
- Θα φάμε λαγό σήμερα, μάννα∙ μας τον έστειλε η Παναγία.
- Τι λέτε παιδάκια μου; Θα μαγαρίσω τα σκεύη, μαγειρεύοντας κρέας τώρα που σαρακοστεύουμε για την Παναγία; Αν είναι από την Παναγία, θα μας στείλη πάλι στην ώρα της κατάλυσης. Παρ’ τε το απ’ εδώ.
- Μάννα, πεθαίνουμε της πείνας κι εσύ δεν δέχεσαι το δώρο της Παναγίας σε μας τα υστερημένα κάθε τροφής;
- Καλά μου παιδιά, ας δώσουμε πρώτοι εμείς στην Παναγία την νηστεία, κι Εκείνη με την σειρά της πλούσια την Χάρη της. Όσα και να φάμε, αν Εκείνη δεν θέλη να ζήσωμε, θα πεθάνωμε.
Ο γείτονας πήρε τ0ον λαγό και, πίνοντας γλυκό κρασί, έφτιαξε πανηγύρια…
Πέρασε ο χρόνος της νηστείας με ελάχιστα κηπουρικά, που έδωσε η ξερική καλουριά. Είμαστε 14 Αυγούστου. Οι άνθρωποι γυρίζουν στ’ αμπέλια να βρουν κάποια σταφιδιασμένη ρώγα να ‘χη πέση στη γη, να την βάλουν στο στόμα τους, για να στυλώσουν.
- Βρήκες Δημήτρη, ρώγες;
- Βρήκα, μάννα, αλλά οι παλιοσφήκες είχαν τραβήξει όλο τον χυμό και ήταν κατάξερες.
- Βλέπεις από τις αμαρτίες μας, παιδί μου, και αυτή η άλογη φύση οδυνάται και υποφέρει.
Η κυρά- Μαρία έχει πάλι λίγο αλευράκι συνάξει.
- Παιδιά μου, της Παναγίας ξημερώνει. Ας ανάψωμε τον φούρνο να ψήσωμε λίγο άρτο, που είναι μόνον επιούσιος∙ δεν θα περισσέψη για την άλλη μέρα ούτε μπουκιά.
Τα παιδιά χαρούμενα μπήκαν στο φουρνόσπιτο. Άναψαν φωτιά και άρχισαν να ρίχνουν ξερόκλαδα στον κλίβανο. Φούντωσε η φωτιά και οι πύρινες γλώσσες γλείφουν λαίμαργα το στόμα του φούρνου. Τα φρύγανα λιγοστεύουν στην γωνιά του φουρνόσπιτου. Και να πάλι στον ίδιο τόπο, στην ίδια θέση, ένας μεγάλος κούνελος έχει φωλιάσει, για να αποκρυβή από την μανία του πεινασμένου και γιατί όχι του καλοφαγά, που ονειρεύεται με στιφάδο φτιαγμένο με ξύδι παριανό και γλυκό κρασί να γιορτάση την Παναγία.
- Παιδιά μου, φωνάζει η κυρά- Μαριώ, αυτό είναι από την Παναγία. Το προηγούμενο ζουλάπι ήταν από τον διάβολο. Ήταν από παραχώρηση Θεού, για να δοκιμασθή η πίστη μας στην Καταπολιανή, στην φρουρό και προστάτιδα του νομού μας. Εγώ θα σας τον φτιάξω με πολλή επιτηδειότητα, για να σας ευφράνω, κι εσείς σιγοψάλλετε: «Εν τη κοιμίσει Σου ουκ εγκατέλιπες τον κόσμον, Παναγία Παρθένε».
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Re: Αν τον έστειλε η Παναγία, θα ξαναστείλη
Γεωργία ευχαριστούμε πολύ για τα τόσο όμορφα και ωφέλημα κείμενα που μας ανεβάζεις.
"ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν"
Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας
Η Βλάχα από το χωριό Παναγιά της πολυπόθητης Κατάρας

Ήταν μια μάννα με οκτώ παιδιά. Όμορφο δέμας με βουνίσιο και κρυστάλλινο πρόσωπο σαν τις πηγές της πατρίδας μας. Είχε ανάπηρο σύζυγο , θύμα του καταραμένου πολέμου. Χρειάστηκε να δουλέψη σκληρά το τσαπί και το δικέλλι, το ζευγάρι και το δρεπάνι, για να ταΐση την πολυμελή φαμέλια της. Όταν γήρασε και την βρήκε το πάρκινσον από τις κακουχίες και τις κακοπάθειες, μου έλεγε πάντα το δίστιχο:
«Το τσαπί και το δικέλλι
Η καρδιά μου δεν τα θέλει».
Ήτανε μάννα αγαπημένη περισσότερο του δέοντος από τα παιδιά της. Θυμάμαι ακόμα την φωνή του γιού της, όταν η αρρώστια την βύθιζε στην πόρτα του Κάτω Κόσμου: «Μάννα, ε μάννα, άνοιξε τα μάτια σου».
Αυτή η μάννα, που ποτέ δεν είδε πώς είναι το σχολειό από μέσα, όταν την επισκεπτόμουνα στο χωριό, πρώτα με ρωτούσε:
- Γέροντα τα ‘χεις ούλα τα παιδιά καλά; Μακάρι, Παναγία μου.
Κι έπειτα ρωτούσε για τον αγαπημένο της Θανάση και άφηνε διακριτικά να κυλήσουν δυό κόμποι δάκρυα από τα πανέμορφα μάτια της.
- Πόσο όμορφα μου τα λες, κυρά-Βαγγελιώ.
- Γέροντα, η καρδιά της μάννας είναι για όλα τα παιδιά ίδια. Όταν είχα τα πόδια μου, αυγό άφηνα στην εκκλησία, για να πάρω κερί. Τώρα που έχω δραχμή να αφήσω στον Άγιο, δεν έχω τα πόδια μου. Δεν με βοηθάνε να εκκλησιάζωμαι, που ήταν η μοναδική χαρά μου.
- Μα συ βλάχα ήσουνα∙ πως καταλάβαινες την Λειτουργία και το Ευαγγέλιο;
- Φώτιζε ο Θεός.
Στα παιδιά της δεν είχε τίποτε άλλο να αφήση κληρονομιά, εκτός από την ευχή της και το καλό παράδειγμα της φιλεργίας και της φιλοτιμίας. Κληρονομιά που την κράτησαν όλα τους μέχρι σήμερα με πολλή ακρίβεια.
Το χωριό Παναγιά , κτισμένο στα σύνορα Θεσσαλίας και Ηπείρου, είχε όμορφους ανθρώπους , χαρούμενους, υψίκορμους κι ανδρειωμένους. Τέτοια ήτανε κι η κυρά- Βαγγελιώ, που μου γλυκαίνει την θύμηση αυτή την ώρα.
- Προτιμώ, Γέροντα, εγώ να υποφέρω και να πάσχω παρά ο άλλος.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος

Ήταν μια μάννα με οκτώ παιδιά. Όμορφο δέμας με βουνίσιο και κρυστάλλινο πρόσωπο σαν τις πηγές της πατρίδας μας. Είχε ανάπηρο σύζυγο , θύμα του καταραμένου πολέμου. Χρειάστηκε να δουλέψη σκληρά το τσαπί και το δικέλλι, το ζευγάρι και το δρεπάνι, για να ταΐση την πολυμελή φαμέλια της. Όταν γήρασε και την βρήκε το πάρκινσον από τις κακουχίες και τις κακοπάθειες, μου έλεγε πάντα το δίστιχο:
«Το τσαπί και το δικέλλι
Η καρδιά μου δεν τα θέλει».
Ήτανε μάννα αγαπημένη περισσότερο του δέοντος από τα παιδιά της. Θυμάμαι ακόμα την φωνή του γιού της, όταν η αρρώστια την βύθιζε στην πόρτα του Κάτω Κόσμου: «Μάννα, ε μάννα, άνοιξε τα μάτια σου».
Αυτή η μάννα, που ποτέ δεν είδε πώς είναι το σχολειό από μέσα, όταν την επισκεπτόμουνα στο χωριό, πρώτα με ρωτούσε:
- Γέροντα τα ‘χεις ούλα τα παιδιά καλά; Μακάρι, Παναγία μου.
Κι έπειτα ρωτούσε για τον αγαπημένο της Θανάση και άφηνε διακριτικά να κυλήσουν δυό κόμποι δάκρυα από τα πανέμορφα μάτια της.
- Πόσο όμορφα μου τα λες, κυρά-Βαγγελιώ.
- Γέροντα, η καρδιά της μάννας είναι για όλα τα παιδιά ίδια. Όταν είχα τα πόδια μου, αυγό άφηνα στην εκκλησία, για να πάρω κερί. Τώρα που έχω δραχμή να αφήσω στον Άγιο, δεν έχω τα πόδια μου. Δεν με βοηθάνε να εκκλησιάζωμαι, που ήταν η μοναδική χαρά μου.
- Μα συ βλάχα ήσουνα∙ πως καταλάβαινες την Λειτουργία και το Ευαγγέλιο;
- Φώτιζε ο Θεός.
Στα παιδιά της δεν είχε τίποτε άλλο να αφήση κληρονομιά, εκτός από την ευχή της και το καλό παράδειγμα της φιλεργίας και της φιλοτιμίας. Κληρονομιά που την κράτησαν όλα τους μέχρι σήμερα με πολλή ακρίβεια.
Το χωριό Παναγιά , κτισμένο στα σύνορα Θεσσαλίας και Ηπείρου, είχε όμορφους ανθρώπους , χαρούμενους, υψίκορμους κι ανδρειωμένους. Τέτοια ήτανε κι η κυρά- Βαγγελιώ, που μου γλυκαίνει την θύμηση αυτή την ώρα.
- Προτιμώ, Γέροντα, εγώ να υποφέρω και να πάσχω παρά ο άλλος.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Re: Το έγκλημα της έκτρωσης.
Το αίμα των παιδιών μου
Το ορεινό μοναστήρι αιώνες τώρα ανανεώνει το μυστήριο του βαπτίσματος. Κολυμβήθρα καθάρσεως και αγιασμού. Κανένας δεν ανέβαινε σ’ αυτά τα όρη για τουρισμό. Αυτή τη λέξη ήταν ακόμη άγνωστη στους προσκυνητές των Μονών. Άλλωστε , αυτό το μοναστήρι δεν εφημίζετο ποτέ για κειμηλιακό πλούτο και αρχαιότητες, που έλκουν συνήθως τους τουρίστες και τους περίεργους περιηγητές. Πάντα κειμήλια έγκριτα είχε τα δάκρυα και τους στεναγμούς των πιστών, πρώτα μπροστά στην άγια Εικόνα και είτα στο πετραχήλι του πνευματικού. Φαίνεται οι άνθρωποι του κάμπου, αν και ποτέ δεν εστερούντο πνευματικών πατέρων, ήθελαν στα βαθιά φαράγγια των βουνών να κρύψουνε τους κακούς «θησαυρούς», που επισύναξε στην ψυχή τους ο διάβολος , ο κόσμος και ο κακός εαυτός τους. Ο λαός λέγει: «Στα όρη και στα βουνά το κακό, εκεί που δεν κατοικεί άνθρωπος, αλλ’ επισκοπεί μόνον ο Θεός». Ονομάζω θησαυρούς τις αμαρτίες, γιατί σήμερα, σαν βρεθούν οι άνθρωποι, καυχώνται γι’ αυτές με τρόπο δαιμονικό. Οι δικές μας διηγήσεις είναι για τα δάκρυα της μετάνοιας. Σ’ αυτές βρίσκεται ο Θεός και αναπαύεται. Γι’ αυτό πάντα αυτές θα διηγούμαστε.
Ένας σκοτεινό απόβραδο του Αυγούστου μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο θρηνεί και γοερά επαναλαμβάνει: «Το αίμα των παιδιών μου». Βλέποντας ο πνευματικός τόσο θρήνο, τόσα δάκρυα αναλογίζεται: «Ίσως σε κάποιο δυστύχημα έχασε τα παιδιά της». Σέβεται όμως τον θρήνο και για πολλή ώρα δεν τον διακόπτει. Άλλωστε δεν του ήταν πολυσυνηθισμένο φαινόμενο τόσος πόνος και τόσο δάκρυ. Κάποια στιγμή δειλά-δειλά της λέγει:
- Έλα τώρα, πες μου τι σου συμβαίνει.
- Καλέ μου πάτερ, μπαίνοντας στην εφηβεία, γέμισα τα ρέματα με την αμαρτία του αιώνος. Συγγενική ήταν η σχέση και ασταμάτητη. Όπως ο κηπουρός κόβει κολοκύθια μέρα παρά μέρα, έτσι κι εγώ η αθλία κεφάλια. Όχι άνθη κολοκυθιάς, αλλά ανθούς της θείας δημιουργίας.
- Αχ, κόρη μου, αυτή η αμαρτία . Ο γέροντας Φιλόθεος έλεγε: «Αν το γεννήσετε το παιδί, το βαπτίσετε και μετά το σφάξετε λιγώτερο κρίμα θα έχετε». Γεμίσαμε οι χριστιανοί τον άλλον κόσμο με αβάπτιστα παιδιά. Η ευθύνη μας είναι μεγάλη. Αυτά τα παιδιά θα συναχθούν πίσω από τις πύλες του ουρανού, θα κρατήσουν κόντρα και δεν θα επιτρέψουν την είσοδο σε κανένα φονιά.
Τα δάκρυα και οι στεναγμοί , σαν άκουσε τα λόγια του πνευματικού, έγιναν πιο μεγάλοι. Με δυσκολία πολλή ψελλίζει:
- Μεγάλωσα , Γέροντα και παντρεύτηκα έναν απλό καλοκάγαθο άνθρωπο. Απέκρυψα όσο γινότανε τα βάραθρα της αμαρτίας. Έκανα μαζί του παιδιά, αλλά ποτέ μέσα μου δεν σταμάτησε ο κλαυθμυρισμός των ρεματισμένων μου παιδιών. Κάποια μέρα, ενώ ήμουν μέσα στο σπίτι και συγύριζα και τα παιδιά μου έπαιζαν στην αυλή, άκουσα να πιάνωνται μεταξύ τους και τι να δω. Γέροντά μου, σηκώνει το τσαπί το ένα στο άλλο και του θρυμματίζει την κεφαλή. Του χύνει τα μυαλά στην γη, στην αυλή του σπιτιού μου. Εκείνη την ώρα, ενώ έβλεπα αυτό το τρομακτικό και φοβερό, ο νους μου δεν έμεινε εκεί. Έτρεξε στα ρέματα, που δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο, ήταν πολλά. Από τότε έχασα τα λογικά μου, μάλλον τα βρήκα, και γυρίζω νύχτα-μέρα στους γνωστούς τόπους και θρηνώ τον χαμό τους ή μάλλον στην σφαγή των παιδιών μου. Βλέπω τον εαυτό μου Ηρώδη, τον βλέπω κακούργο, φονιά. Ανάπαυση δεν βρίσκω.
Δεν κάθισε να της διαβάσω ευχή. Θεώρησε ανάξιο τον εαυτό της. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε ολολύζοντας, χωρίς να αισθάνεται ντροπή, κι ας την έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι προσκυνητές. Δεν έμεινε στους ξενώνες του μοναστηριού. Ο υπηρέτης της Μονής μου λέγει:
- Μια γυναίκα κάθεται έξω από την πόρτα και δεν θέλει να μπη μέσα.
- Αν εκεί βρίσκη ανάπαυση, μη την ενοχλής.
Αφού ξημέρωσε , έφυγε για τον κάμπο, για την φαμελιά της με την πίκρα και τον στεναγμό των φόνων.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Το ορεινό μοναστήρι αιώνες τώρα ανανεώνει το μυστήριο του βαπτίσματος. Κολυμβήθρα καθάρσεως και αγιασμού. Κανένας δεν ανέβαινε σ’ αυτά τα όρη για τουρισμό. Αυτή τη λέξη ήταν ακόμη άγνωστη στους προσκυνητές των Μονών. Άλλωστε , αυτό το μοναστήρι δεν εφημίζετο ποτέ για κειμηλιακό πλούτο και αρχαιότητες, που έλκουν συνήθως τους τουρίστες και τους περίεργους περιηγητές. Πάντα κειμήλια έγκριτα είχε τα δάκρυα και τους στεναγμούς των πιστών, πρώτα μπροστά στην άγια Εικόνα και είτα στο πετραχήλι του πνευματικού. Φαίνεται οι άνθρωποι του κάμπου, αν και ποτέ δεν εστερούντο πνευματικών πατέρων, ήθελαν στα βαθιά φαράγγια των βουνών να κρύψουνε τους κακούς «θησαυρούς», που επισύναξε στην ψυχή τους ο διάβολος , ο κόσμος και ο κακός εαυτός τους. Ο λαός λέγει: «Στα όρη και στα βουνά το κακό, εκεί που δεν κατοικεί άνθρωπος, αλλ’ επισκοπεί μόνον ο Θεός». Ονομάζω θησαυρούς τις αμαρτίες, γιατί σήμερα, σαν βρεθούν οι άνθρωποι, καυχώνται γι’ αυτές με τρόπο δαιμονικό. Οι δικές μας διηγήσεις είναι για τα δάκρυα της μετάνοιας. Σ’ αυτές βρίσκεται ο Θεός και αναπαύεται. Γι’ αυτό πάντα αυτές θα διηγούμαστε.
Ένας σκοτεινό απόβραδο του Αυγούστου μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο θρηνεί και γοερά επαναλαμβάνει: «Το αίμα των παιδιών μου». Βλέποντας ο πνευματικός τόσο θρήνο, τόσα δάκρυα αναλογίζεται: «Ίσως σε κάποιο δυστύχημα έχασε τα παιδιά της». Σέβεται όμως τον θρήνο και για πολλή ώρα δεν τον διακόπτει. Άλλωστε δεν του ήταν πολυσυνηθισμένο φαινόμενο τόσος πόνος και τόσο δάκρυ. Κάποια στιγμή δειλά-δειλά της λέγει:
- Έλα τώρα, πες μου τι σου συμβαίνει.
- Καλέ μου πάτερ, μπαίνοντας στην εφηβεία, γέμισα τα ρέματα με την αμαρτία του αιώνος. Συγγενική ήταν η σχέση και ασταμάτητη. Όπως ο κηπουρός κόβει κολοκύθια μέρα παρά μέρα, έτσι κι εγώ η αθλία κεφάλια. Όχι άνθη κολοκυθιάς, αλλά ανθούς της θείας δημιουργίας.
- Αχ, κόρη μου, αυτή η αμαρτία . Ο γέροντας Φιλόθεος έλεγε: «Αν το γεννήσετε το παιδί, το βαπτίσετε και μετά το σφάξετε λιγώτερο κρίμα θα έχετε». Γεμίσαμε οι χριστιανοί τον άλλον κόσμο με αβάπτιστα παιδιά. Η ευθύνη μας είναι μεγάλη. Αυτά τα παιδιά θα συναχθούν πίσω από τις πύλες του ουρανού, θα κρατήσουν κόντρα και δεν θα επιτρέψουν την είσοδο σε κανένα φονιά.
Τα δάκρυα και οι στεναγμοί , σαν άκουσε τα λόγια του πνευματικού, έγιναν πιο μεγάλοι. Με δυσκολία πολλή ψελλίζει:
- Μεγάλωσα , Γέροντα και παντρεύτηκα έναν απλό καλοκάγαθο άνθρωπο. Απέκρυψα όσο γινότανε τα βάραθρα της αμαρτίας. Έκανα μαζί του παιδιά, αλλά ποτέ μέσα μου δεν σταμάτησε ο κλαυθμυρισμός των ρεματισμένων μου παιδιών. Κάποια μέρα, ενώ ήμουν μέσα στο σπίτι και συγύριζα και τα παιδιά μου έπαιζαν στην αυλή, άκουσα να πιάνωνται μεταξύ τους και τι να δω. Γέροντά μου, σηκώνει το τσαπί το ένα στο άλλο και του θρυμματίζει την κεφαλή. Του χύνει τα μυαλά στην γη, στην αυλή του σπιτιού μου. Εκείνη την ώρα, ενώ έβλεπα αυτό το τρομακτικό και φοβερό, ο νους μου δεν έμεινε εκεί. Έτρεξε στα ρέματα, που δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο, ήταν πολλά. Από τότε έχασα τα λογικά μου, μάλλον τα βρήκα, και γυρίζω νύχτα-μέρα στους γνωστούς τόπους και θρηνώ τον χαμό τους ή μάλλον στην σφαγή των παιδιών μου. Βλέπω τον εαυτό μου Ηρώδη, τον βλέπω κακούργο, φονιά. Ανάπαυση δεν βρίσκω.
Δεν κάθισε να της διαβάσω ευχή. Θεώρησε ανάξιο τον εαυτό της. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε ολολύζοντας, χωρίς να αισθάνεται ντροπή, κι ας την έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι προσκυνητές. Δεν έμεινε στους ξενώνες του μοναστηριού. Ο υπηρέτης της Μονής μου λέγει:
- Μια γυναίκα κάθεται έξω από την πόρτα και δεν θέλει να μπη μέσα.
- Αν εκεί βρίσκη ανάπαυση, μη την ενοχλής.
Αφού ξημέρωσε , έφυγε για τον κάμπο, για την φαμελιά της με την πίκρα και τον στεναγμό των φόνων.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Το αίμα των παιδιών μου
Το ορεινό μοναστήρι αιώνες τώρα ανανεώνει το μυστήριο του βαπτίσματος. Κολυμβήθρα καθάρσεως και αγιασμού. Κανένας δεν ανέβαινε σ’ αυτά τα όρη για τουρισμό. Αυτή τη λέξη ήταν ακόμη άγνωστη στους προσκυνητές των Μονών. Άλλωστε , αυτό το μοναστήρι δεν εφημίζετο ποτέ για κειμηλιακό πλούτο και αρχαιότητες, που έλκουν συνήθως τους τουρίστες και τους περίεργους περιηγητές. Πάντα κειμήλια έγκριτα είχε τα δάκρυα και τους στεναγμούς των πιστών, πρώτα μπροστά στην άγια Εικόνα και είτα στο πετραχήλι του πνευματικού. Φαίνεται οι άνθρωποι του κάμπου, αν και ποτέ δεν εστερούντο πνευματικών πατέρων, ήθελαν στα βαθιά φαράγγια των βουνών να κρύψουνε τους κακούς «θησαυρούς», που επισύναξε στην ψυχή τους ο διάβολος , ο κόσμος και ο κακός εαυτός τους. Ο λαός λέγει: «Στα όρη και στα βουνά το κακό, εκεί που δεν κατοικεί άνθρωπος, αλλ’ επισκοπεί μόνον ο Θεός». Ονομάζω θησαυρούς τις αμαρτίες, γιατί σήμερα, σαν βρεθούν οι άνθρωποι, καυχώνται γι’ αυτές με τρόπο δαιμονικό. Οι δικές μας διηγήσεις είναι για τα δάκρυα της μετάνοιας. Σ’ αυτές βρίσκεται ο Θεός και αναπαύεται. Γι’ αυτό πάντα αυτές θα διηγούμαστε.
Ένας σκοτεινό απόβραδο του Αυγούστου μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο θρηνεί και γοερά επαναλαμβάνει: «Το αίμα των παιδιών μου». Βλέποντας ο πνευματικός τόσο θρήνο, τόσα δάκρυα αναλογίζεται: «Ίσως σε κάποιο δυστύχημα έχασε τα παιδιά της». Σέβεται όμως τον θρήνο και για πολλή ώρα δεν τον διακόπτει. Άλλωστε δεν του ήταν πολυσυνηθισμένο φαινόμενο τόσος πόνος και τόσο δάκρυ. Κάποια στιγμή δειλά-δειλά της λέγει:
- Έλα τώρα, πες μου τι σου συμβαίνει.
- Καλέ μου πάτερ, μπαίνοντας στην εφηβεία, γέμισα τα ρέματα με την αμαρτία του αιώνος. Συγγενική ήταν η σχέση και ασταμάτητη. Όπως ο κηπουρός κόβει κολοκύθια μέρα παρά μέρα, έτσι κι εγώ η αθλία κεφάλια. Όχι άνθη κολοκυθιάς, αλλά ανθούς της θείας δημιουργίας.
- Αχ, κόρη μου, αυτή η αμαρτία . Ο γέροντας Φιλόθεος έλεγε: «Αν το γεννήσετε το παιδί, το βαπτίσετε και μετά το σφάξετε λιγώτερο κρίμα θα έχετε». Γεμίσαμε οι χριστιανοί τον άλλον κόσμο με αβάπτιστα παιδιά. Η ευθύνη μας είναι μεγάλη. Αυτά τα παιδιά θα συναχθούν πίσω από τις πύλες του ουρανού, θα κρατήσουν κόντρα και δεν θα επιτρέψουν την είσοδο σε κανένα φονιά.
Τα δάκρυα και οι στεναγμοί , σαν άκουσε τα λόγια του πνευματικού, έγιναν πιο μεγάλοι. Με δυσκολία πολλή ψελλίζει:
- Μεγάλωσα , Γέροντα και παντρεύτηκα έναν απλό καλοκάγαθο άνθρωπο. Απέκρυψα όσο γινότανε τα βάραθρα της αμαρτίας. Έκανα μαζί του παιδιά, αλλά ποτέ μέσα μου δεν σταμάτησε ο κλαυθμυρισμός των ρεματισμένων μου παιδιών. Κάποια μέρα, ενώ ήμουν μέσα στο σπίτι και συγύριζα και τα παιδιά μου έπαιζαν στην αυλή, άκουσα να πιάνωνται μεταξύ τους και τι να δω. Γέροντά μου, σηκώνει το τσαπί το ένα στο άλλο και του θρυμματίζει την κεφαλή. Του χύνει τα μυαλά στην γη, στην αυλή του σπιτιού μου. Εκείνη την ώρα, ενώ έβλεπα αυτό το τρομακτικό και φοβερό, ο νους μου δεν έμεινε εκεί. Έτρεξε στα ρέματα, που δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο, ήταν πολλά. Από τότε έχασα τα λογικά μου, μάλλον τα βρήκα, και γυρίζω νύχτα-μέρα στους γνωστούς τόπους και θρηνώ τον χαμό τους ή μάλλον στην σφαγή των παιδιών μου. Βλέπω τον εαυτό μου Ηρώδη, τον βλέπω κακούργο, φονιά. Ανάπαυση δεν βρίσκω.
Δεν κάθισε να της διαβάσω ευχή. Θεώρησε ανάξιο τον εαυτό της. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε ολολύζοντας, χωρίς να αισθάνεται ντροπή, κι ας την έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι προσκυνητές. Δεν έμεινε στους ξενώνες του μοναστηριού. Ο υπηρέτης της Μονής μου λέγει:
- Μια γυναίκα κάθεται έξω από την πόρτα και δεν θέλει να μπη μέσα.
- Αν εκεί βρίσκη ανάπαυση, μη την ενοχλής.
Αφού ξημέρωσε , έφυγε για τον κάμπο, για την φαμελιά της με την πίκρα και τον στεναγμό των φόνων.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Ένας σκοτεινό απόβραδο του Αυγούστου μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο θρηνεί και γοερά επαναλαμβάνει: «Το αίμα των παιδιών μου». Βλέποντας ο πνευματικός τόσο θρήνο, τόσα δάκρυα αναλογίζεται: «Ίσως σε κάποιο δυστύχημα έχασε τα παιδιά της». Σέβεται όμως τον θρήνο και για πολλή ώρα δεν τον διακόπτει. Άλλωστε δεν του ήταν πολυσυνηθισμένο φαινόμενο τόσος πόνος και τόσο δάκρυ. Κάποια στιγμή δειλά-δειλά της λέγει:
- Έλα τώρα, πες μου τι σου συμβαίνει.
- Καλέ μου πάτερ, μπαίνοντας στην εφηβεία, γέμισα τα ρέματα με την αμαρτία του αιώνος. Συγγενική ήταν η σχέση και ασταμάτητη. Όπως ο κηπουρός κόβει κολοκύθια μέρα παρά μέρα, έτσι κι εγώ η αθλία κεφάλια. Όχι άνθη κολοκυθιάς, αλλά ανθούς της θείας δημιουργίας.
- Αχ, κόρη μου, αυτή η αμαρτία . Ο γέροντας Φιλόθεος έλεγε: «Αν το γεννήσετε το παιδί, το βαπτίσετε και μετά το σφάξετε λιγώτερο κρίμα θα έχετε». Γεμίσαμε οι χριστιανοί τον άλλον κόσμο με αβάπτιστα παιδιά. Η ευθύνη μας είναι μεγάλη. Αυτά τα παιδιά θα συναχθούν πίσω από τις πύλες του ουρανού, θα κρατήσουν κόντρα και δεν θα επιτρέψουν την είσοδο σε κανένα φονιά.
Τα δάκρυα και οι στεναγμοί , σαν άκουσε τα λόγια του πνευματικού, έγιναν πιο μεγάλοι. Με δυσκολία πολλή ψελλίζει:
- Μεγάλωσα , Γέροντα και παντρεύτηκα έναν απλό καλοκάγαθο άνθρωπο. Απέκρυψα όσο γινότανε τα βάραθρα της αμαρτίας. Έκανα μαζί του παιδιά, αλλά ποτέ μέσα μου δεν σταμάτησε ο κλαυθμυρισμός των ρεματισμένων μου παιδιών. Κάποια μέρα, ενώ ήμουν μέσα στο σπίτι και συγύριζα και τα παιδιά μου έπαιζαν στην αυλή, άκουσα να πιάνωνται μεταξύ τους και τι να δω. Γέροντά μου, σηκώνει το τσαπί το ένα στο άλλο και του θρυμματίζει την κεφαλή. Του χύνει τα μυαλά στην γη, στην αυλή του σπιτιού μου. Εκείνη την ώρα, ενώ έβλεπα αυτό το τρομακτικό και φοβερό, ο νους μου δεν έμεινε εκεί. Έτρεξε στα ρέματα, που δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο, ήταν πολλά. Από τότε έχασα τα λογικά μου, μάλλον τα βρήκα, και γυρίζω νύχτα-μέρα στους γνωστούς τόπους και θρηνώ τον χαμό τους ή μάλλον στην σφαγή των παιδιών μου. Βλέπω τον εαυτό μου Ηρώδη, τον βλέπω κακούργο, φονιά. Ανάπαυση δεν βρίσκω.
Δεν κάθισε να της διαβάσω ευχή. Θεώρησε ανάξιο τον εαυτό της. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε ολολύζοντας, χωρίς να αισθάνεται ντροπή, κι ας την έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι προσκυνητές. Δεν έμεινε στους ξενώνες του μοναστηριού. Ο υπηρέτης της Μονής μου λέγει:
- Μια γυναίκα κάθεται έξω από την πόρτα και δεν θέλει να μπη μέσα.
- Αν εκεί βρίσκη ανάπαυση, μη την ενοχλής.
Αφού ξημέρωσε , έφυγε για τον κάμπο, για την φαμελιά της με την πίκρα και τον στεναγμό των φόνων.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Η Ελένη η παραδουλεύτρα
Η Ελένη η παραδουλεύτρα

Ζούσε στο όμορφο Καρπενήσι. Από τα παιδικά της χρόνια τη συνόδευε η φτώχεια. Υπανδρεύθη έναν άνδρα σκληρό και αγροίκο. Και μετά τον γάμο της εξακολούθησε να ξενοδουλεύη, για να επιβιώσουν, γιατί τα έσοδα του συζύγου δεν επαρκούσαν ούτε για το δικό του ποτήρι. Τα πόδια της κοντόσωμης γυναίκας είχαν στραβώσει από την δουλειά. Έμοιαζαν με τις κουτσούρες του αμπελιού. Έτσι τα είχε χαρακτηρίσει ο μακαριστός πατέρας μου, προσθέτοντας πως αυτή η γυναίκα πρέπει να είναι πολύ τυραννισμένη. Τα βάσανα της ζωής και οι πόνοι της και οι σωματικές της κακώσεις την έκαναν να ταχθή στην Παναγιά την Προυσιώτισσα, να Τη διακονή κάθε δεκαπενταύγουστο. Εκεί τη γνώρισα και μου εκμυστηρεύθηκε το μεγάλο θαύμα της ζωής της:
- Δούλευα, Γέροντά μου, από νύχτα σε νύχτα και το βράδυ με το παραμικρό έτρωγα ξύλο από τον σχωρεμένο τον άνδρα μου. Με χτυπούσε στη γη, όπως τα παιδιά το τόπι στο γήπεδο.
Μια περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σ’ ένα γιατρό. Ήταν καλοπληρωτής, αλλά κι αυτός σκληρός και δύστροπος σαν τον άνδρα μου. Δεν μου επέτρεπε καμμιά κουβέντα να κάνω απ’ όσα άκουγα και έβλεπα στο ιατρείο του.
Κάποτε πήρα τα σκουπίδια να τα πετάξω. Φορτώθηκα τον κάδο στην πλάτη και προχωρούσα μέσα στο παγερό απόβραδο για τον σκουπιδότοπο. Όπως βάδιζα, άκουγα ένα σιγανό κλαυθμύρισμα. Γύριζα δεξιά, ζερβά∙ δεν έβλεπα κανέναν. Άρχισα να σκιάζομαι, να σταυροκοπιέμαι, - πειρασμός λέγω - θα είναι. Κανείς δεν φαίνεται στον δρόμο και το μωρουδίστικο κλάμα με συνοδεύει. Έφθασα στον σκουπιδότοπο, άνοιξα το καπάκι του κάδου και βλέπω ένα μωρό στα αίματα να κλαίη. «Παναγιά μου, τι να κάνω; Στον γιατρό δεν πρέπει να κάνω λόγο, αφού αυτός το πέταξε. Στον σύζυγό μου πού να το δείξω; Θα με σφάξη σαν λαμπριάτικο αρνί ∙ άσε και τι θα βάλη στον λογισμό του». Το πήρα στην ποδιά μου. Ήταν ζεστό. Κλαυθμύριζε. «Ζωντανό πλάσμα του Θεού δεν πάει η καρδιά μου να το πετάξω. Θα το πάρω στο σπίτι μου κι ο Θεός βοηθός». Το φίλησα. Τα αίματα τρέχανε από το κεφαλάκι του. Φαίνεται πως το χτύπησε το καπάκι του κάδου. Το ‘σφιγξα στην αγκαλιά μου για να το ζεστάνω, και τράβηξα για το σπίτι μου. Τον κάδο στην πλάτη και το παιδί στην αγκαλιά. Το ‘σφιγξα, Γέροντά μου, όπως σου ‘πα, όσο μπορούσα περισσότερο, για να το ζεστάνω.
Στο σπίτι δεν βρήκα κανέναν. Είπα μέσα μου: «Ο Θεός είναι μαζί μου». Το έπλυνα από τα αίματα το τύλιξα στα κουρέλια μου, σε μια παλιά πουκαμίσα, το θήλασα (ήμουνα μωρομάννα) και το έβαλα στη σκάφη που ζύμωνα το ψωμί να κουρνιάση το πουλί μου. Το σταύρωσα και είπα: «Παναγιά μου, Προυσιώτισσα, χαρίτωσέ το να μη κλάψη». Έγινε, Γέροντά μου, το θαύμα της Προυσιώτισσας. Ποτέ δεν έκλαψε! Το τάιζα κρυφά και το κοίμιζα κάτω από το κρεβάτι μας. Όταν ερχόταν ο άνδρας μου, έτρεμα από φόβο. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ρολόι, μη κλάψη και πού θα σταθώ.
Πέρασε ο καιρός και άρχισε να μπουσουλά. Οπότε ένα μεσημέρι, την ώρα που τρώγαμε ξετρύπωσε το μωρό και ήρθε κάτω από το τραπέζι. Μόλις το είδε ο άνδρας μου, γυάλισαν τα μάτια του σαν του λιονταριού.
- Τι είναι αυτό;- μου λέγει.
Τότε έκαμα τον σταυρό μου και του είπα το μυστικό. Συγκινήθηκε και το δέχτηκε σαν να ήταν δικό του. Το παιδί αυτό σήμερα είναι νυμφευμένο και εργάζεται στο Καρπενήσι. Από το παιδί αυτό έχω ένα ποτήρι νερό∙ από τα δικά μου τίποτες.
Έκλαιγε η κυρά – Ελένη, οσάκις έκανε λόγο γι’ αυτό το γεγονός. Το διηγείτο τόσο ζωντανά, που ένιωθα πως κι εγώ πως βρισκόμουν μαζί της την ώρα που μετέφερε τον κάδο και σκιαζόμουνα το κλάμα του μωρού, άνοιγα τον κάδο και κατάπληκτος έπιανα το πεταμένο βρέφος στην αγκαλιά μου. Το ‘κρυβα στον αποκρέβατο με την ευχή ψάρι να γίνη, να μη κλάψη και βάλη σε ζάλη λογισμών τον γερο-σαμαρά. Και συγκινούμουνα την εμφάνισή του στο φτωχό τραπέζι της Ελένης.
Την ρώτησα πολλές φορές:
- Νοιάστηκες να μάθης ποιοι ήταν οι γονείς του;
Και μου απαντούσε:
- Σε τι θα ωφελούσε αυτό; Εγώ το έχω δικό μου, το πονώ περισσότερο από τα δικά μου παιδιά. Αυτό μ’ έκανε να συμβουλεύω τις παραδουλεύτρες των γιατρών: «Προσέχετε τι έχουν οι κάδοι που μεταφέρετε στα σκουπίδια». Μπορεί να έχω αμαρτία που το ‘λεγα, αλλ’ εγώ το σύστηνα.
Το διηγούμαι και το γράφω, για να μείνη η μάννα Ελένη στην ιστορία και το θαύμα της Παναγίας γνωστό, που κράτησε δύο χρόνια περίπου τον κλαυθμυρισμό του, για να μη προδώση την Ελένη. Όλα τα οικονομεί ο Θεός, όταν σ’ Αυτόν ακουμπάμε.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος

Ζούσε στο όμορφο Καρπενήσι. Από τα παιδικά της χρόνια τη συνόδευε η φτώχεια. Υπανδρεύθη έναν άνδρα σκληρό και αγροίκο. Και μετά τον γάμο της εξακολούθησε να ξενοδουλεύη, για να επιβιώσουν, γιατί τα έσοδα του συζύγου δεν επαρκούσαν ούτε για το δικό του ποτήρι. Τα πόδια της κοντόσωμης γυναίκας είχαν στραβώσει από την δουλειά. Έμοιαζαν με τις κουτσούρες του αμπελιού. Έτσι τα είχε χαρακτηρίσει ο μακαριστός πατέρας μου, προσθέτοντας πως αυτή η γυναίκα πρέπει να είναι πολύ τυραννισμένη. Τα βάσανα της ζωής και οι πόνοι της και οι σωματικές της κακώσεις την έκαναν να ταχθή στην Παναγιά την Προυσιώτισσα, να Τη διακονή κάθε δεκαπενταύγουστο. Εκεί τη γνώρισα και μου εκμυστηρεύθηκε το μεγάλο θαύμα της ζωής της:
- Δούλευα, Γέροντά μου, από νύχτα σε νύχτα και το βράδυ με το παραμικρό έτρωγα ξύλο από τον σχωρεμένο τον άνδρα μου. Με χτυπούσε στη γη, όπως τα παιδιά το τόπι στο γήπεδο.
Μια περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σ’ ένα γιατρό. Ήταν καλοπληρωτής, αλλά κι αυτός σκληρός και δύστροπος σαν τον άνδρα μου. Δεν μου επέτρεπε καμμιά κουβέντα να κάνω απ’ όσα άκουγα και έβλεπα στο ιατρείο του.
Κάποτε πήρα τα σκουπίδια να τα πετάξω. Φορτώθηκα τον κάδο στην πλάτη και προχωρούσα μέσα στο παγερό απόβραδο για τον σκουπιδότοπο. Όπως βάδιζα, άκουγα ένα σιγανό κλαυθμύρισμα. Γύριζα δεξιά, ζερβά∙ δεν έβλεπα κανέναν. Άρχισα να σκιάζομαι, να σταυροκοπιέμαι, - πειρασμός λέγω - θα είναι. Κανείς δεν φαίνεται στον δρόμο και το μωρουδίστικο κλάμα με συνοδεύει. Έφθασα στον σκουπιδότοπο, άνοιξα το καπάκι του κάδου και βλέπω ένα μωρό στα αίματα να κλαίη. «Παναγιά μου, τι να κάνω; Στον γιατρό δεν πρέπει να κάνω λόγο, αφού αυτός το πέταξε. Στον σύζυγό μου πού να το δείξω; Θα με σφάξη σαν λαμπριάτικο αρνί ∙ άσε και τι θα βάλη στον λογισμό του». Το πήρα στην ποδιά μου. Ήταν ζεστό. Κλαυθμύριζε. «Ζωντανό πλάσμα του Θεού δεν πάει η καρδιά μου να το πετάξω. Θα το πάρω στο σπίτι μου κι ο Θεός βοηθός». Το φίλησα. Τα αίματα τρέχανε από το κεφαλάκι του. Φαίνεται πως το χτύπησε το καπάκι του κάδου. Το ‘σφιγξα στην αγκαλιά μου για να το ζεστάνω, και τράβηξα για το σπίτι μου. Τον κάδο στην πλάτη και το παιδί στην αγκαλιά. Το ‘σφιγξα, Γέροντά μου, όπως σου ‘πα, όσο μπορούσα περισσότερο, για να το ζεστάνω.
Στο σπίτι δεν βρήκα κανέναν. Είπα μέσα μου: «Ο Θεός είναι μαζί μου». Το έπλυνα από τα αίματα το τύλιξα στα κουρέλια μου, σε μια παλιά πουκαμίσα, το θήλασα (ήμουνα μωρομάννα) και το έβαλα στη σκάφη που ζύμωνα το ψωμί να κουρνιάση το πουλί μου. Το σταύρωσα και είπα: «Παναγιά μου, Προυσιώτισσα, χαρίτωσέ το να μη κλάψη». Έγινε, Γέροντά μου, το θαύμα της Προυσιώτισσας. Ποτέ δεν έκλαψε! Το τάιζα κρυφά και το κοίμιζα κάτω από το κρεβάτι μας. Όταν ερχόταν ο άνδρας μου, έτρεμα από φόβο. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ρολόι, μη κλάψη και πού θα σταθώ.
Πέρασε ο καιρός και άρχισε να μπουσουλά. Οπότε ένα μεσημέρι, την ώρα που τρώγαμε ξετρύπωσε το μωρό και ήρθε κάτω από το τραπέζι. Μόλις το είδε ο άνδρας μου, γυάλισαν τα μάτια του σαν του λιονταριού.
- Τι είναι αυτό;- μου λέγει.
Τότε έκαμα τον σταυρό μου και του είπα το μυστικό. Συγκινήθηκε και το δέχτηκε σαν να ήταν δικό του. Το παιδί αυτό σήμερα είναι νυμφευμένο και εργάζεται στο Καρπενήσι. Από το παιδί αυτό έχω ένα ποτήρι νερό∙ από τα δικά μου τίποτες.
Έκλαιγε η κυρά – Ελένη, οσάκις έκανε λόγο γι’ αυτό το γεγονός. Το διηγείτο τόσο ζωντανά, που ένιωθα πως κι εγώ πως βρισκόμουν μαζί της την ώρα που μετέφερε τον κάδο και σκιαζόμουνα το κλάμα του μωρού, άνοιγα τον κάδο και κατάπληκτος έπιανα το πεταμένο βρέφος στην αγκαλιά μου. Το ‘κρυβα στον αποκρέβατο με την ευχή ψάρι να γίνη, να μη κλάψη και βάλη σε ζάλη λογισμών τον γερο-σαμαρά. Και συγκινούμουνα την εμφάνισή του στο φτωχό τραπέζι της Ελένης.
Την ρώτησα πολλές φορές:
- Νοιάστηκες να μάθης ποιοι ήταν οι γονείς του;
Και μου απαντούσε:
- Σε τι θα ωφελούσε αυτό; Εγώ το έχω δικό μου, το πονώ περισσότερο από τα δικά μου παιδιά. Αυτό μ’ έκανε να συμβουλεύω τις παραδουλεύτρες των γιατρών: «Προσέχετε τι έχουν οι κάδοι που μεταφέρετε στα σκουπίδια». Μπορεί να έχω αμαρτία που το ‘λεγα, αλλ’ εγώ το σύστηνα.
Το διηγούμαι και το γράφω, για να μείνη η μάννα Ελένη στην ιστορία και το θαύμα της Παναγίας γνωστό, που κράτησε δύο χρόνια περίπου τον κλαυθμυρισμό του, για να μη προδώση την Ελένη. Όλα τα οικονομεί ο Θεός, όταν σ’ Αυτόν ακουμπάμε.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Ο κυρ-Ηλίας ο μπαλωματής
Ο κυρ-Ηλίας ο μπαλωματής

Ο γέροντας Αμφιλόχιος πάντα μας παρώτρυνε σε ιεραποστολικούς αγώνες:
-Οι γείτονες Τούρκοι, οι περισσότεροι είναι αδελφοί μας εξωμότες. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε στον χαμό του μωαμεθανισμού. Να έχουμε και το σχήμα των μοναχών και την ιερωσύνη. Παράλληλα να επιδοθούμε σε διάφορα ταπεινά επαγγέλματα –κτίστες, μαραγκοί, σαμαράδες, ράπτες, τσαγκάρηδες, ρολογάδες-και να περάσουμε στην Μικρά Ασία ζητούντες τάχατες καλύτερη τύχη. Με το πρόσχημα αυτό εξηγούμε στον φτωχό πελάτη την πίστη των πατέρων του. Ίσως σας φαίνονται δύσκολα μέχρι ακατόρθωτα, αλλά, αν δεν επιτείνουμε τις προσπάθειες, αυτά τα ταπεινά επαγγέλματα θα τα χρησιμοποιήσουν άλλοι, για να διαστρέψουν την πίστη του λαού. Πιστεύσατέ με πως πίσω από τα μικρά κρύβονται μεγάλα, ενώ πίσω από τα μεγάλα δεν υπάρχει πολλές φορές τίποτες. Μη ξεχνάτε πως το λίγο κρασί του Οδυσσέα τύφλωσε τον Κύκλωπα.
Πράγματι, η αυγουλού στην λαϊκή διδάσκει τον δικό της Θεό, τον Ιεχωβά. Ο ξενοδοχειακός υπάλληλος προσφέρει καφέ στους πελάτες και τους ανοίγει συζήτηση για την πίστη των ευαγγελικών. Εκεί όμως που διαπίστωσα πως τα όνειρα του Γέροντα δεν είναι ουτοπία, αλλά πραγματικότητα, ήταν στην φοιτητική μου γειτονιά, στην Ακαδημία Πλάτωνος των Αθηνών. Κάθε Κυριακή και μικρογιορτή ο κυρ-Ηλίας πρώτος στην εκκλησία, πάντα όρθιος και με την καλή αλλοίωση στο πρόσωπό του. Έλεγα καθ’ εαυτόν: «Νεωκόρος , επίτροπος ή ευλαβής είναι;».
Στην γιορτή της ανακομιδής των λειψάνων του αγίου Γεωργίου, στις 3 Νοεμβρίου , ο παπα-Γιώργης , που διέθετε κάποια παιδεία ως απόφοιτος Ριζαρείου , απηύθυνε στο εκκλησίασμα λίγα λόγια. Εντελώς απερίσκεπτα είπε πως το αίμα του αγίου Γεωργίου μας καθαρίζει από την αμαρτία. Εξανέστη ο κυρ-Ηλίας: «Ούτε τον ίδιο δεν έσωσε. Μόνο το αίμα του Ιησού Χριστού μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». Τότε σκέφθηκα: «Ο κυρ-Ηλίας είναι απλώς ενορίτης και όχι κάποιος υπηρέτης του ναού» και άρχισα να το ψάχνω το πράγμα.
Τελικά ήταν ο μπαλωματής της γειτονιάς. Είχε ένα πολύ μικρό μαγαζί και διώρθωνε παπούτσια παλιά. Παρατήρησα την φτωχολογιά να μπαινοβγαίνει στο μαγαζάκι του κυρ-Ηλία όπως σε σημερινό σούπερ-μάρκετ, και το απόβραδο γύρω από τον πάγκο, από την μέσα μεριά τον κυρ-Ηλία με την άσπρη του ποδιά να ράβη παπούτσια κι από την άλλη πέντ’-έξι άνδρες να ακροάζωνται ανάγνωση. Λέγω: «Δεν πάει άλλο. Πρέπει το βράδυ με κάποια παπούτσια για διόρθωση ν’ ακούσω τι μελετούνε». Πράγματι, ένας ηλικιωμένος θεολόγος διάβαζε κι εξηγούσε την Φιλοκαλίαν σ’ αυτούς τους φιλόκαλους ανθρώπους. Την άλλη μέρα μαζί με τα διωρθωμένα υποδήματα συνεχάρην τον μπαλωματή για την συντροφιά του.
- Αφού δεν μας δίνει η Εκκλησία τους θησαυρούς της, θ’ απλώσουμε εμείς οι λαϊκοί βέβηλα χέρια να τους αρπάξουμε.
Ρώτησα στην γειτονιά:
- Τι εστί κυρ-Ηλίας;
Και μου απήντησαν:
- Ο πνευματικός μας. Στις δυσκολίες μας σ’ αυτόν προστρέχουμε.
Δεν ξεύρω το τέλος του, αλλά σίγουρα θα πάσχασε στην βασιλεία των ουρανών, γιατί των τοιούτων εστί , σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας.
Από το βιβλίο: « Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α΄ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου ,
ΆΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Ο γέροντας Αμφιλόχιος πάντα μας παρώτρυνε σε ιεραποστολικούς αγώνες:
-Οι γείτονες Τούρκοι, οι περισσότεροι είναι αδελφοί μας εξωμότες. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε στον χαμό του μωαμεθανισμού. Να έχουμε και το σχήμα των μοναχών και την ιερωσύνη. Παράλληλα να επιδοθούμε σε διάφορα ταπεινά επαγγέλματα –κτίστες, μαραγκοί, σαμαράδες, ράπτες, τσαγκάρηδες, ρολογάδες-και να περάσουμε στην Μικρά Ασία ζητούντες τάχατες καλύτερη τύχη. Με το πρόσχημα αυτό εξηγούμε στον φτωχό πελάτη την πίστη των πατέρων του. Ίσως σας φαίνονται δύσκολα μέχρι ακατόρθωτα, αλλά, αν δεν επιτείνουμε τις προσπάθειες, αυτά τα ταπεινά επαγγέλματα θα τα χρησιμοποιήσουν άλλοι, για να διαστρέψουν την πίστη του λαού. Πιστεύσατέ με πως πίσω από τα μικρά κρύβονται μεγάλα, ενώ πίσω από τα μεγάλα δεν υπάρχει πολλές φορές τίποτες. Μη ξεχνάτε πως το λίγο κρασί του Οδυσσέα τύφλωσε τον Κύκλωπα.
Πράγματι, η αυγουλού στην λαϊκή διδάσκει τον δικό της Θεό, τον Ιεχωβά. Ο ξενοδοχειακός υπάλληλος προσφέρει καφέ στους πελάτες και τους ανοίγει συζήτηση για την πίστη των ευαγγελικών. Εκεί όμως που διαπίστωσα πως τα όνειρα του Γέροντα δεν είναι ουτοπία, αλλά πραγματικότητα, ήταν στην φοιτητική μου γειτονιά, στην Ακαδημία Πλάτωνος των Αθηνών. Κάθε Κυριακή και μικρογιορτή ο κυρ-Ηλίας πρώτος στην εκκλησία, πάντα όρθιος και με την καλή αλλοίωση στο πρόσωπό του. Έλεγα καθ’ εαυτόν: «Νεωκόρος , επίτροπος ή ευλαβής είναι;».
Στην γιορτή της ανακομιδής των λειψάνων του αγίου Γεωργίου, στις 3 Νοεμβρίου , ο παπα-Γιώργης , που διέθετε κάποια παιδεία ως απόφοιτος Ριζαρείου , απηύθυνε στο εκκλησίασμα λίγα λόγια. Εντελώς απερίσκεπτα είπε πως το αίμα του αγίου Γεωργίου μας καθαρίζει από την αμαρτία. Εξανέστη ο κυρ-Ηλίας: «Ούτε τον ίδιο δεν έσωσε. Μόνο το αίμα του Ιησού Χριστού μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». Τότε σκέφθηκα: «Ο κυρ-Ηλίας είναι απλώς ενορίτης και όχι κάποιος υπηρέτης του ναού» και άρχισα να το ψάχνω το πράγμα.
Τελικά ήταν ο μπαλωματής της γειτονιάς. Είχε ένα πολύ μικρό μαγαζί και διώρθωνε παπούτσια παλιά. Παρατήρησα την φτωχολογιά να μπαινοβγαίνει στο μαγαζάκι του κυρ-Ηλία όπως σε σημερινό σούπερ-μάρκετ, και το απόβραδο γύρω από τον πάγκο, από την μέσα μεριά τον κυρ-Ηλία με την άσπρη του ποδιά να ράβη παπούτσια κι από την άλλη πέντ’-έξι άνδρες να ακροάζωνται ανάγνωση. Λέγω: «Δεν πάει άλλο. Πρέπει το βράδυ με κάποια παπούτσια για διόρθωση ν’ ακούσω τι μελετούνε». Πράγματι, ένας ηλικιωμένος θεολόγος διάβαζε κι εξηγούσε την Φιλοκαλίαν σ’ αυτούς τους φιλόκαλους ανθρώπους. Την άλλη μέρα μαζί με τα διωρθωμένα υποδήματα συνεχάρην τον μπαλωματή για την συντροφιά του.
- Αφού δεν μας δίνει η Εκκλησία τους θησαυρούς της, θ’ απλώσουμε εμείς οι λαϊκοί βέβηλα χέρια να τους αρπάξουμε.
Ρώτησα στην γειτονιά:
- Τι εστί κυρ-Ηλίας;
Και μου απήντησαν:
- Ο πνευματικός μας. Στις δυσκολίες μας σ’ αυτόν προστρέχουμε.
Δεν ξεύρω το τέλος του, αλλά σίγουρα θα πάσχασε στην βασιλεία των ουρανών, γιατί των τοιούτων εστί , σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας.
Από το βιβλίο: « Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α΄ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου ,
ΆΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
- Νίκος
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 7396
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
- 12
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 362 φορές
Θεολόγος είναι αυτός που ομιλεί με τον Θεό ...
Θεολόγος είναι αυτός που ομιλεί με τον Θεό και όχι ο σπουδάσας θεολογία
Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου 2011 - Από keliotis

Αυτή ήταν η μια πλευρά των Κατουνακίων. Στην άλλη φθάσαμε, όταν οι καυτές ακτίνες του ηλίου -ήταν τέλος του μήνα θεριστή- έγλειφαν τις τελευταίες νοστιμιές των βράχων. Προχωρημένο απόβραδο φθάσαμε στην καλύβα του Οσίου Εφραίμ. Μέσα σε θαμπό φως διεκρίνετο η φιγούρα του Γέροντα. Υψίκορμος και δεμένος όπως ήτανε φάνταζε σαν γερασμένος κορμός πλατάνου. Αργότερα μου διηγείτο:
- Και τις τέσσερις πεζούλες του κήπου μας τις έσκαβα μόνος μου με το δικέλλι. Τώρα προτείνω στους υποτακτικούς να πιάση ο καθένας από μια πεζούλα να σκάψη και μου καμώνονται πως δεν μπορούνε (άλλος έχει τη μέση του, άλλος τα χέρια του) και ζητάνε φρέζα.
- Παιδιά μου, η μηχανή θα καταστρέψη την ησυχία του τόπου.
- Όχι Γέροντα. Να πάρουμε φρέζα.
- Ε, πάρτε και χέζα να ησυχάσετε.
Ο παπα-Εφραίμ εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όνομα μεγάλο στον Άθωνα. Κάποιοι δειλά-δειλά σιγοψιθύριζαν για την αξία του λόγου του. Μέχρι και το '78, που ζητήσαμε από γείτονά του να μας δείξη το μονοπάτι που οδηγεί στην κέλλα του, μας είπε:
- Έχω ακούσει πως έχει καλή διδαχή και έχω λογισμό να τον επισκευθώ.
Ο Γέρων εκείνο το ευλογημένο βράδυ μας υποδέχθηκε με περισσή καταδεκτικότητα. Μας ωδήγησε στην εκκλησία και ξοπίσω του ακολουθούσε γέροντας ξυπόλυτος, που φαινόταν τα γηρατειά να του σκόρπισαν τον νου και είχε απόλυτη εξάρτηση από τον παπα-Εφραίμ. Όταν του συστηθήκαμε πως είμαστε θεολόγοι, μας κοίταξε μ' ένα μειδίαμα συμπάθειας που μας προσγείωσε αμέσως. Βρε τι μάθαμε στο σχολειό και τι πάθαμε στην έρημο! Ήταν φοβερό: εμείς τα εικοσιπεντάχρονα παιδαρέλια να συστηνώμαστε θεολόγοι σ' ένα λευκασμένο Γέροντα της ερήμου! Πήραμε μάθημα δυνατό και το κρατώ ακόμη:
- Καλά μου παιδιά, θεολόγος είναι αυτός που ομιλεί με τον Θεό και όχι αυτός που σπουδάζει θεολογία.
Ο γέρος μας άφησε να επιστρέψουμε στους Δανιηλαίους καταγοητευμένοι. Φορτίσαμε το είναι μας από την σκηνή της ερήμου και ήταν αλήθεια, γιατί και αργότερα, οσάκις τον απαντήσαμε, φορτωμένοι φύγαμε από τον παπα-Εφραίμ.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
Πηγή:agioritikesmnimes.pblogs.gr
Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου 2011 - Από keliotis

Αυτή ήταν η μια πλευρά των Κατουνακίων. Στην άλλη φθάσαμε, όταν οι καυτές ακτίνες του ηλίου -ήταν τέλος του μήνα θεριστή- έγλειφαν τις τελευταίες νοστιμιές των βράχων. Προχωρημένο απόβραδο φθάσαμε στην καλύβα του Οσίου Εφραίμ. Μέσα σε θαμπό φως διεκρίνετο η φιγούρα του Γέροντα. Υψίκορμος και δεμένος όπως ήτανε φάνταζε σαν γερασμένος κορμός πλατάνου. Αργότερα μου διηγείτο:
- Και τις τέσσερις πεζούλες του κήπου μας τις έσκαβα μόνος μου με το δικέλλι. Τώρα προτείνω στους υποτακτικούς να πιάση ο καθένας από μια πεζούλα να σκάψη και μου καμώνονται πως δεν μπορούνε (άλλος έχει τη μέση του, άλλος τα χέρια του) και ζητάνε φρέζα.
- Παιδιά μου, η μηχανή θα καταστρέψη την ησυχία του τόπου.
- Όχι Γέροντα. Να πάρουμε φρέζα.
- Ε, πάρτε και χέζα να ησυχάσετε.
Ο παπα-Εφραίμ εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όνομα μεγάλο στον Άθωνα. Κάποιοι δειλά-δειλά σιγοψιθύριζαν για την αξία του λόγου του. Μέχρι και το '78, που ζητήσαμε από γείτονά του να μας δείξη το μονοπάτι που οδηγεί στην κέλλα του, μας είπε:
- Έχω ακούσει πως έχει καλή διδαχή και έχω λογισμό να τον επισκευθώ.
Ο Γέρων εκείνο το ευλογημένο βράδυ μας υποδέχθηκε με περισσή καταδεκτικότητα. Μας ωδήγησε στην εκκλησία και ξοπίσω του ακολουθούσε γέροντας ξυπόλυτος, που φαινόταν τα γηρατειά να του σκόρπισαν τον νου και είχε απόλυτη εξάρτηση από τον παπα-Εφραίμ. Όταν του συστηθήκαμε πως είμαστε θεολόγοι, μας κοίταξε μ' ένα μειδίαμα συμπάθειας που μας προσγείωσε αμέσως. Βρε τι μάθαμε στο σχολειό και τι πάθαμε στην έρημο! Ήταν φοβερό: εμείς τα εικοσιπεντάχρονα παιδαρέλια να συστηνώμαστε θεολόγοι σ' ένα λευκασμένο Γέροντα της ερήμου! Πήραμε μάθημα δυνατό και το κρατώ ακόμη:
- Καλά μου παιδιά, θεολόγος είναι αυτός που ομιλεί με τον Θεό και όχι αυτός που σπουδάζει θεολογία.
Ο γέρος μας άφησε να επιστρέψουμε στους Δανιηλαίους καταγοητευμένοι. Φορτίσαμε το είναι μας από την σκηνή της ερήμου και ήταν αλήθεια, γιατί και αργότερα, οσάκις τον απαντήσαμε, φορτωμένοι φύγαμε από τον παπα-Εφραίμ.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
Πηγή:agioritikesmnimes.pblogs.gr
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Η εξομολόγηση του Νταβέλη
Η εξομολόγηση του Νταβέλη
(ένα άκουσμα για τον παπα-Νικόλα Πλανά από την έδρα της Θεολογικής του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Την Μεγάλη Σαρακοστή του 1966 παρακολουθώ μάθημα ηθικής στην Α΄ αίθουσα της Θεολογικής Σχολής. Διδάσκων ήταν ο Ιωάννης Καρμίρης, άνδρας σοφός και πεπαιδευμένος, ωραίος για το αρρενωπό και σοφό του χαρακτήρα…
…Αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της δογματικής και της ηθικής αναφέρθηκε σε κάποια του παράδοση στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ των άλλων είπε πως την ανάγκη της εξομολογήσεως την αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι.
- Οι τύψεις της συνειδήσεως είναι μεγάλη τυράγνια. Και οι πιο μεγάλοι ληστές και κακούργοι ψάχνουν άνθρωπο εμπιστοσύνης, παπά ευλαβή, να εξομολογηθούνε.
Και αναφέρθηκε στον αρχιληστή της Αττικής, τον Νταβέλη, που ίσως ήταν και ο τελευταίος λήσταρχος στον χώρο μας:
- O παπα-Νικόλας Πλανάς στην εποχή του λειτουργούσε σε δυο-τρία εκκλησάκια. Ο προφήτης Ελισσαίος στην πλαγιά του Λυκαβηττού του ήταν πολύ αγαπητό. Φαίνεται πως η τελευταία εκκλησία που έκλεινε την πόρτα, για να μείνουν μόνοι οι Άγιοι στα εικονοστάσιά τους, ήταν του προφήτη Ελισσαίου. Ο παπα- Νικόλας συντρόφευε τους Αγίους με τις προσευχές του, μέχρι να πέσει η βαθειά νύχτα. Έτσι, ένα απόβραδο, αφού άναψε την κανδήλα της παρακαταθήκης κι ενώ ακόμη δεν είχε δρασκελίσει την βορεινή πόρτα του ιερού βήματος, βλέπει να ανοίγει η μικρή πόρτα της εκκλησιάς, να κλείνει βεβιασμένα και ο αρχιληστής Νταβέλης, αρματωμένος σαν αστακούδι, να αμπαρώνη την πόρτα με σύρτες και με μάνταλα. Ο παπάς μαρμάρωσε. Κοντανάσαινε. Και ο νους του ήρθε σε μεγάλη αμηχανία. Οι λογισμοί του είπαν: «Θα νομίζη ο καημένος πως οι άνθρωποι που με πλησιάζουν, μου αφήνουν χρήματα και ήρθε να με ληστέψη». «Κύριε, το τέλος μου εγγίζει∙ μη επιτρέψης να θορυβηθή η ψυχή μου». Ο ληστής ξαρματώθηκε. Άφησε την πανοπλία του στα στασίδια και με βαριά βήματα προχώρησε στον ξαφνιασμένο παπά.
- Παπά- Νικόλα, ήρθα να εξομολογηθώ, να ξεκριματιστώ. Φόρεσε το πετραχήλι.
Γονάτισε στο πετραχήλι ο κατάδικος και είπε κάθε αναισχυντία τη νύχτας και της μέρας∙ τους θανάτους, τις ληστείες και τις βιαιότητες. Ο Όσιος άκουγε τον ληστή, χωρίς να αποδοκιμάζει την πώρωση της ψυχής του. Μόνον του είπε:
- Όλα αυτά θα σου τα συγχωρέσει ο Θεός . Αν όμως η πολιτεία σε συλλάβη, με τους δικούς της νόμους δεν ξεύρω τι θα κάνη.
Και του διάβασε συγχωρητική ευχή.
Ο ληστής ασπάστηκε το πετραχήλι και την δεξιά του, τις άγιες εικόνες, φόρεσε τα άρματά του κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Όσιος ξημέρωσε στην εικόνα του Χριστού, ζητώντας την άφεση και την συγχώρηση του ληστού.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
(ένα άκουσμα για τον παπα-Νικόλα Πλανά από την έδρα της Θεολογικής του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Την Μεγάλη Σαρακοστή του 1966 παρακολουθώ μάθημα ηθικής στην Α΄ αίθουσα της Θεολογικής Σχολής. Διδάσκων ήταν ο Ιωάννης Καρμίρης, άνδρας σοφός και πεπαιδευμένος, ωραίος για το αρρενωπό και σοφό του χαρακτήρα…
…Αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της δογματικής και της ηθικής αναφέρθηκε σε κάποια του παράδοση στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ των άλλων είπε πως την ανάγκη της εξομολογήσεως την αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι.
- Οι τύψεις της συνειδήσεως είναι μεγάλη τυράγνια. Και οι πιο μεγάλοι ληστές και κακούργοι ψάχνουν άνθρωπο εμπιστοσύνης, παπά ευλαβή, να εξομολογηθούνε.
Και αναφέρθηκε στον αρχιληστή της Αττικής, τον Νταβέλη, που ίσως ήταν και ο τελευταίος λήσταρχος στον χώρο μας:
- O παπα-Νικόλας Πλανάς στην εποχή του λειτουργούσε σε δυο-τρία εκκλησάκια. Ο προφήτης Ελισσαίος στην πλαγιά του Λυκαβηττού του ήταν πολύ αγαπητό. Φαίνεται πως η τελευταία εκκλησία που έκλεινε την πόρτα, για να μείνουν μόνοι οι Άγιοι στα εικονοστάσιά τους, ήταν του προφήτη Ελισσαίου. Ο παπα- Νικόλας συντρόφευε τους Αγίους με τις προσευχές του, μέχρι να πέσει η βαθειά νύχτα. Έτσι, ένα απόβραδο, αφού άναψε την κανδήλα της παρακαταθήκης κι ενώ ακόμη δεν είχε δρασκελίσει την βορεινή πόρτα του ιερού βήματος, βλέπει να ανοίγει η μικρή πόρτα της εκκλησιάς, να κλείνει βεβιασμένα και ο αρχιληστής Νταβέλης, αρματωμένος σαν αστακούδι, να αμπαρώνη την πόρτα με σύρτες και με μάνταλα. Ο παπάς μαρμάρωσε. Κοντανάσαινε. Και ο νους του ήρθε σε μεγάλη αμηχανία. Οι λογισμοί του είπαν: «Θα νομίζη ο καημένος πως οι άνθρωποι που με πλησιάζουν, μου αφήνουν χρήματα και ήρθε να με ληστέψη». «Κύριε, το τέλος μου εγγίζει∙ μη επιτρέψης να θορυβηθή η ψυχή μου». Ο ληστής ξαρματώθηκε. Άφησε την πανοπλία του στα στασίδια και με βαριά βήματα προχώρησε στον ξαφνιασμένο παπά.
- Παπά- Νικόλα, ήρθα να εξομολογηθώ, να ξεκριματιστώ. Φόρεσε το πετραχήλι.
Γονάτισε στο πετραχήλι ο κατάδικος και είπε κάθε αναισχυντία τη νύχτας και της μέρας∙ τους θανάτους, τις ληστείες και τις βιαιότητες. Ο Όσιος άκουγε τον ληστή, χωρίς να αποδοκιμάζει την πώρωση της ψυχής του. Μόνον του είπε:
- Όλα αυτά θα σου τα συγχωρέσει ο Θεός . Αν όμως η πολιτεία σε συλλάβη, με τους δικούς της νόμους δεν ξεύρω τι θα κάνη.
Και του διάβασε συγχωρητική ευχή.
Ο ληστής ασπάστηκε το πετραχήλι και την δεξιά του, τις άγιες εικόνες, φόρεσε τα άρματά του κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Όσιος ξημέρωσε στην εικόνα του Χριστού, ζητώντας την άφεση και την συγχώρηση του ληστού.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος