
Στην έρημο της Παφλαγονίας, στη Μικρά Ασία ο κόσμος σχηματίζει ουρές. Απορεί κανείς τι γυρεύει τόσο πλήθος σε ένα τόσο αφιλόξενο μέρος. Πολλοί κρατούν στα χέρια τους μικρά παιδιά. Παιδιά με σβησμένα μάτια, παιδιά άρρωστα. Όλοι σταματούν μπροστά σε μια σπηλιά. Αναζητούν απεγνωσμένα τη σωτηρία απ’ τη μεγάλη αρρώστια που θερίζει τα παιδιά τους.
Ένας ασπρομάλλης γέροντας βγαίνει έξω από τη σπηλιά. Ευλογεί τα πλήθη. Παίρνει τα παιδάκια στην αγκαλιά του. Τα χαϊδεύει, τους γλυκομιλά, τα ευλογεί. Αυτά δέχονται τα χάδια και τις ευλογίες του. Δε φοβούνται τη γεροντική ασκητική μορφή. Μοιάζουν σα να τον ξέρουν από καιρό. Ακούν τα γλυκά του λόγια λες και τους μιλά ένας μεγάλος
φίλος.
Και να το θαύμα! Τα σβησμένα μάτια φωτίζονται ξανά. Τα κουρασμένα κορμάκια παίρνουν ξανά δύναμη και στέκονται στα πόδια τους. Είναι καλά τώρα! Ναι, έχουν γιατρευτεί. Ο Άγιος Στυλιανός έκανε πάλι το θαύμα του με τη δύναμη του Θεού. Το πονεμένο πλήθος ανακουφίζεται, ανασαίνει. Ο σεβάσμιος γέροντας δεν γνωρίζει τη λέξη «κουράστηκα!» Δεν αρνείται να βοηθήσει, δεν σταματά.
Ο Στυλιανός ανατράφηκε από πλούσια οικογένεια. Όταν οι γονείς του απεβίωσαν, ο Στυλιανός μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς, κάνοντας πράξη τα λόγια του Χριστού: «Μη Θησαυρίζετε ημίν θησαυρούς επί της γης»