ΠΡΑΞΕΙΣ 26β
Πραξ. 26,14 πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν.
Πραξ. 26,14 Ενώ δε όλοι επέσαμεν κάτω εις την γην, διότι δεν αντείχαμεν εις την καταπληκτικήν αυτήν λάμψιν, ήκουσα μίαν φωνήν να μου ομιλή και να λέγη εις την εβραϊκήν γλώσσαν· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν δια σε να κλωτσάς εις τα καρφιά.
Πραξ. 26,15 ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις.
Πραξ. 26,15 Εγώ δε είπα· Ποιός είσαι, Κυριε; Εκείνος δε είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώκεις.
Πραξ. 26,16 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι,
Πραξ. 26,16 Αλλά σήκω και στάσου ορθός εις τα πόδια σου· δια τούτο παρουσιάσθηκα εις σε, να σε αναδείξω υπηρέτην και κήρυκα αυτών που είδες και εκείνων τα οποία στο μέλλον θα σου αποκαλύψω.
Πραξ. 26,17 ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω
Πραξ. 26,17 Εγώ δε θα σε σώζω από τους κινδύνους, που θα διατρέξης εκ μέρους του Ιουδαϊκού λαού και εκ μέρους των εθνών, εις τα οποία εγώ σε στέλλω.
Πραξ. 26,18 ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ.
Πραξ. 26,18 Και σε στέλνω να ανοίξης τα μάτια της ψυχής των, δια να πιστεύσουν και επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσίαν του σατανά στον Θεόν, και να πάρουν δια της πίστεώς των εις εμέ άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μαζή με εκείνους, που έχουν αγιασθή.
Πραξ. 26,19 Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ,
Πραξ. 26,19 Οθεν, βασιλεύ Αγρίππας, δεν έγινα ανυπάκουος στο ουράνιον αυτό όραμα.
Πραξ. 26,20 ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱερολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.
Πραξ. 26,20 Αλλά πρώτον εις αυτούς που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν και εις τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εις τα έθνη, εκήρυττα και κηρύττω ματάνοιαν και επιστροφήν στον Θεόν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας των.
Πραξ. 26,21 ἕνεκα τούτων με οἱ Ἰουδαῖοι συλλαβόμενοι ἐν τῷ ἱερῷ ἐπειρῶντο διαχειρίσασθαι.
Πραξ. 26,21 Ενεκα δε αυτών ακριβώς των κηρυγμάτων μου, οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν εις την αυλήν του ναού και επροσπαθούσαν να με φονεύσουν.
Πραξ. 26,22 ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι καὶ Μωϋσῆς,
Πραξ. 26,22 Ελαβα όμως βοήθειαν και προστασίαν από τον Θεόν τότε και μέχρις αυτής της ημέρας, που στέκομαι σώος και υγιής εμπρός σας και δίδω την μαρτυρίαν του Ευαγγελίου εις μικρούς και μεγάλους, χωρίς να λέγω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα, που οι προφήται και ο Μωϋσής προεκήρυξαν, ότι μέλλουν να γίνουν.
Πραξ. 26,23 εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι.
Πραξ. 26,23 Κηρύττω δηλαδή, περί του αν ο Χριστός έμελλε να πάθη, εάν επρόκειτο πρώτος αυτός εκ των νεκρών να αναστηθή και περί του αν επρόκειτο να κηρύξη το Ευαγγέλιον της σωτηρίας στον Ιουδαϊκόν λαόν και τους εθνικούς”.
Πραξ. 26,24 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἔφη· μαίνῃ, Παῦλε· τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει.
Πραξ. 26,24 Ενώ δε αυτά ο Παύλος απελογείτο είπε ο Φήστος με μεγάλη φωνήν· “παρεφρόνησες, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε κάνουν να παραλογίζεσαι”.
Πραξ. 26,25 ὁ δέ, οὐ μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φῆστε, ἀλλὰ ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα ἀποφθέγγομαι.
Πραξ. 26,25 Ο δε Παύλος απήντησε· “δεν παραλογίζομαι, εξοχώτατε Φήστε, αλλά εξαγγέλω λόγους αληθείας και συνέσεως.
Πραξ. 26,26 ἐπίσταται γὰρ περὶ τούτων ὁ βασιλεύς, πρὸς ὃν καὶ παῤῥησιαζόμενος λαλῶ· λανθάνειν γὰρ αὐτόν τι τούτων οὐ πείθομαι οὐδέν· οὐ γάρ ἐστιν ἐν γωνίᾳ πεπραγμένον τοῦτο.
Πραξ. 26,26 Και ομιλώ έτσι, διότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα αυτά ο βασιλεύς, προς τον οποίον και με τόσον θάρρος ομιλώ. Δεν πιστεύω τίποτε από αυτά να διαφεύγη την γνώσιν και την προσοχήν του. Είναι άλλως τε αυτά γνωστά, διότι δεν έχουν πραγματοποιηθή εις καμμίαν απόμερον γωνίαν, αλλά εις όλους τους Ιουδαίους.
Πραξ. 26,27 πιστεύεις, βασιλεῦ Ἀγρίππα, τοῖς προφήταις; οἶδα ὅτι πιστεύεις.
Πραξ. 26,27 Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, στους προφήτας; Εγώ ξέρω ότι πιστεύεις”.
Πραξ. 26,28 ὁ δὲ Ἀγρίππας πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι.
Πραξ. 26,28 Είπε δε ο Αγρίππας στον Παύλον· “ολίγον ακόμη και με πείθεις να γίνω Χριστιανός”.
Πραξ. 26,29 ὁ δὲ Παῦλος εἶπεν· εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων.
Πραξ. 26,29 Ο δε Παύλος είπε· “θα ηυχόμην στον Θεόν και ολίγον και πολύ όχι μόνον συ, αλλά και όλοι όσοι με ακούουν σήμερον να γίνουν τέτοιοι σαν εμέ, εκτός από τις αλυσίδες αυτές”.
Πραξ. 26,30 Καὶ ταῦτα εἰπόντος αὐτοῦ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν ἥ τε Βερνίκη καὶ οἱ συγκαθήμενοι αὐτοῖς,
Πραξ. 26,30 Και αφού είπε αυτά ο Παύλος, εσηκώθηκε ο Βασιλεύς και ο Ρωμαίος ηγεμών και η Βερνίκη και όλοι όσοι εκάθηντο μαζή με αυτούς.
Πραξ. 26,31 καὶ ἀναχωρήσαντες ἐλάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι οὐδὲν θανάτου ἄξιον ἢ δεσμῶν πράσσει ὁ ἄνθρωπος οὗτος.
Πραξ. 26,31 Και όταν ανεχώρησαν, συνωμιλούσαν μεταξύ των λέγοντες ότι ο άνθρωπος αυτός τίποτε άξιον θανάτου η φυλακίσεως δεν έχει κάμει.
Πραξ. 26,32 Ἀγρίππας δὲ τῷ Φήστῳ ἔφη· ἀπολελύσθαι ἐδύνατο ὁ ἄνθρωπος οὗτος, εἰ μὴ ἐπεκέκλητο Καίσαρα.
Πραξ. 26,32 Ο δε Αγρίππας είπε στον Φήστον· “ο άνθρωπος αυτός ήτο δυνατόν ν' απολυθή, αν δεν είχε επικαλεσθή τον Καίσαρα”.