Μιλώντας για την ηλικία της Γης2013-14
γράφει ο Δημήτριος Κούζας, Γεωλόγος Α.Π.Θ.Η αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για τον χρόνο άλλαξε σημαντικά στην πορεία της ιστορίας και πολλές φορές οι διαμάχες γύρω από την γεωλογία αλλά και άλλες επιστήμες σχετίζονται με την αντίληψη και τον καθορισμό του χρόνου. Η ηλικία της Γης μέχρι και των πρώιμο Μεσαίωνα θεωρούνταν γενικά πολύ μικρή μιας και το πλαίσιο αναφοράς ήταν ο άνθρωπος. Ο συνδυασμός μιας φράσης της Βίβλου "...στον Κύριο μία ημέρα είναι σαν 1.000 χρόνια, και 1.000 χρόνια σαν μία ημέρα" που εμφανίζεται στην Β' επιστολή του Πέτρου (κεφ.3, στίχ.8), και της εξαήμερης δημιουργίας του κόσμου όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης έκαναν προφανή τον υπολογισμό μια ηλικίας 6000 ετών για την Γη. Πολλοί προσπάθησαν με βάση αυτό το στοιχείο και χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές να υπολογίσουν την ακριβή ημερομηνία δημιουργίας της Γης. Ο αρχιεπίσκοπος James Ussher (1581-1656) την τετραετία 1650-1654 έκανε μια λεπτομερή μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης και κατέληξε στην ακόλουθη ημερομηνία δημιουργίας: 23η Οκτωβρίου 4004 π.Χ. στις 12 το μεσημέρι (Leddra, 2010, σσ 2–5). Οι επόμενοι λόγιοι που ασχολήθηκαν με το θέμα δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση την άποψη της Εκκλησίας. Ακόμη και με την επανάσταση της επιστημονικής σκέψης που επέφερε ο Νεύτωνας οι προσπάθειες που έγιναν απλά χρησιμοποιούσαν τις νέες εξελιγμένες θεωρίες της επιστήμης για να στριμώξουν την ιστορία της Γης σε 6000 χρόνια και οι ελάχιστοι που διεύρυναν αυτό το όριο, σε μερικές χιλιάδες δεκάδες χρόνια, αψηφώντας την οργή της Εκκλησίας δεν ήταν αρκετοί για να γίνει η υπέρβαση στην θεώρηση του γεωλογικού χρόνου (Repcheck, 2009, σ 4).
Παρόλο όμως τους περιορισμούς αυτούς οι παρατηρήσεις προσέφεραν σταδιακά ένα στέρεο υπόβαθρο στην επιστημονική σκέψη. Το 1669 ο Nicola Steno (1638–1686) ορίζει τους νόμους της στρωματογραφίας (Κουφός, 1985, σσ 8–12) και οι μέθοδοι του Steno ήταν αποφασιστικής σημασίας καθώς θεώρησε ότι οι αποδείξεις σχετικά με την ιστορία της Γης δεν βρίσκονται στο παρελθόν αλλά στο παρόν και προσπάθησε να κατανοήσει την σημερινή εικόνα μέσα από ένα πραγματικά ιστορικό πλαίσιο, χωρίς να θέλει να ιδρύσει μια νέα επιστήμη αλλά μέσα από ένα νέο τρόπο σκέψης. Σήμερα ο Steno θεωρείται ο πρώτος που αναγνώρισε την αρχή του πραγματισμού στη Γεωλογία (Cutler, 2009). Τα γεγονότα του παρελθόντος μπορούν δηλαδή να εξηγηθούν με δυνάμεις που δρουν τώρα αυτή τη στιγμή και όχι με όρους και γεωλογικές δυνάμεις άγνωστες σήμερα όπως διατείνονταν η καταστροφική θεωρία του Cuvier. Βέβαιο ο Steno σαν βαθιά θρησκευόμενος πίστευε ότι μπορούσε να ερμηνεύσει όλες τις γεωλογικές παρατηρήσεις με βάση την Αγία Γραφή, δεν υπήρξε για αυτόν κανένας λόγος να την αμφισβητήσει (Kardel & Maquet, 2013, σσ 219–221).
To 1785 ο James Hutton (1726-1797) παρουσίασε στη Royal Society του Εδιμβούργου την θεωρία του για την ηλικία της Γης και το 1788 τη δημοσίευσε με τι έργο του Theory of the Earth. υποστηρίζοντας ότι η ηλικία της Γης είναι πολύ μεγαλύτερη από 6000 χρόνια (McIntyre, 1999, σσ 1–12). Κατέληξε στο επαναστατικό αυτό συμπέρασμα αναγνωρίζοντας τη σημασία των πολύ αργών ρυθμών διάβρωσης σε συνδυασμό με τις δυναμικές κινήσεις της γήινης επιφάνειας που προκαλείται από την υπόγεια θερμότητα (Repcheck, 2009, σ 4).
Ο Hutton μελέτησε τα στρώματα της ανατολικής ακτής της Σκωτίας και διαπίστωσε την ύπαρξη πτυχώσεων και ασυμφωνιών κάνοντας παρατηρήσεις για την κλίση και την διεύθυνση των στρωμάτων. Μελετώντας τις ασυμφωνίες μεταξύ των στρωμάτων, προσπάθησε να εξηγήσει πως είναι δυνατόν όλα τα αρχικώς οριζόντια στρώματα να εμφανίζονται σήμερα κατακόρυφα. Παρατήρησε ότι τα στρώματα των ιζηματογενών πετρωμάτων είναι προϊόντα της διάβρωσης των βουνών και ότι τα όρη που παρατηρούμε σήμερα με τα στρώματα αυτά ανυψώθηκαν λόγω δυνάμεων στο εσωτερικό της Γης. Το καινοτόμο στη σκέψη του είναι ότι πρότεινε ότι αυτός ο κύκλος έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν και συνδυάζοντας αυτή τη σκέψη με τις πολύ αργές διαδικασίες της διάβρωσης και αποσάθρωσης επέκτεινε τον χρονικό ορίζοντα εκατοντάδες εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια χρόνια προς τα πίσω (Dalziel, 1999, σ 120). O Hutton θεμελίωσε την αρχή του ομοιομορφισμού (ή πραγματισμού) που στη συνέχεια ο Charles Lyell (1797-1875) τη χρησιμοποίησε για να επιφέρει ένα ακόμη χτύπημα στην καταστροφική θεωρία του Cuvier που καθόριζε την ιστορία της Γης με διαδοχικές εναλλαγές καταστροφών και περιόδων ηρεμίας (Rainger, 2009, σσ 189–190). Ο Lyell υποστήριξε τις ιδέες του Hutton για την κυκλική επαναλαμβανόμενη δράση των δυνάμεων που διαμορφώνουν το ανάγλυφο της Γης καθιστώντας έτσι αναγκαία την καθιέρωση ενός τεράστιου χρονικού πλαισίου για την ιστορία της Γης (Overton, 1994).
Η επιβεβαίωση αυτών των απόψεων έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα με την βοήθεια της πρόσφατης τότε ανακάλυψης των ραδιενεργών στοιχείων. Η εφαρμογή της ραδιοχρονολόγησης για τον υπολογισμό της ηλικίας πετρωμάτων έγινε κυρίως από τον Arthur Holmes (1890-1965) ο οποίος το 1913 υπολόγισε με βάση ραδιοχρονολογήσεις την ηλικία του αρχαιότερου ως τότε πετρώματος στα 1.600 Ma (Lewis, 2002). Μέχρι το τέλος της ζωής του εργάστηκε στη βελτίωση των μεθόδων ραδιοχρονολογήσεων και προχώρησε σε δημοσιεύσεις χρονικών κλιμάκων που συνεχώς βελτίωνε (Wyse Jackson, 2006, σσ 244–249). Σήμερα θεωρούμε ως έγκυρη ηλικία της Γης 4.54 ± 0.05 Ga (Dalrymple, 2001, σ 219).
ΒιβλιογραφίαΚουφός, Γ. (1985). Μαθήματα Στρωματογραφίας. Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία 7ημοσιευμάτων Α.Π.Θ.
Cutler, A. H. (2009). Nicolaus Steno and the problem of deep time. Στο G. D. Rosenberg (Επιμ.), The revolution in geology from the Renaissance to the enlightenment (σσ 143–148). Coulder, Colo: Geological Society of America.
Dalrymple, G. B. (2001). The age of the Earth in the twentieth century: a problem (mostly) solved. Στο C. Lewis & S. J. Knell (Επιμ.), The age of the earth: from 4004 BC to AD 2002 (σσ 205–221). London: Geological Society.
Dalziel, I. (1999). Vestiges of a beginning and the prospect of an end. Στο G. Y. Craig & J. H. Hull (Επιμ.), James Hutton: present and future. London: Geological Society of London.
Kardel, T., & Maquet, P. (2013). Nicolaus Steno biography and original papers of a 17th Century Scientist. Berlin; New York: Springer. Ανακτήθηκε από
http://dx.doi.org/10.1007/978-3- 642-25079-8
Leddra, M. (2010). Time matters: geology ’s legacy to scientific thought. Chichester ; Hoboken, NJ: Wiley.
Lewis, C. L. E. (2002). Rock Stars: Arthur Holmes: An Ingenious Geoscien. GSA TODAY, 12, 17–18.
McIntyre, D. B. (1999). James Hutton ’s Edinburgh: a precis. Στο G. Y. Craig & J. H. Hull (Ε-πιμ.), James Hutton: present and future. London: Geological Society of London.
Overton, W. F. (1994). The Arrow of Time and the Cycle of Time: Concepts of Change, Cognition,and Embodiment. Psychological Inquiry, 5(3), pp. 215–237.
Rainger, R. (2009). Paleontology. Στο The Cambridge History Of Science, Volume 6: The Modern Biological and Earth Sciences (Τ. 6). Cambridge University Press.
Repcheck, J. (2009). The man who found time James Hutton and the discovery of the Earth ’s antiquity. New York: Basic Books. Ανακτήθηκε από
http://site.ebrary.com/id/10288654Wyse Jackson, P. (2006). The chronologers ’ quest: episodes in the search for the age of the earth. Cambridge, UK ; New York: Cambridge University Press.
Πηγή:
https://www.academia.edu/10028132/Μιλών ... α_της_Γης/