Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Πνευματικά θέματα της Ορθόδοξης πίστης μας - Spiritual subjects of our Orthodox faith.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

Μια ματιά στον ψυχικό κόσμο των αγίων Ιωακείμ και Άννας
9 Σεπτεμβρίου, 2009 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Ο Ιωακείμ και η Άννα δεν ήθελαν παιδί “εγωιστικά”, ούτε ψυχολογικά ή συναισθηματικά.

Δεν ήθελαν να γεννήσουν παιδί για τον εαυτό τους, αλλά για τον Κύριο. Η τεκνογονία θεωρούνταν τότε “υποχρέωση” απέναντι στον Θεό. Εκεί ακριβώς συνίσταται η ντροπή και το “όνειδος” της ατεκνίας. Το θαυμάσιο αυτό ζεύγος, ο Ιωακείμ και η Άννα, όχι μόνο ήταν πολύ αγνοί και ελεήμονες και το σπίτι τους ήταν καταφύγιο και λιμάνι για κάθε πονεμένο, αλλά και πέρασαν τη ζωή τους με εξαντλητικές προσευχές παρακαλώντας να ευαρεστήσουν τον Θεό. Δεν είχαν καθόλου σαρκικό ή κοσμικό φρόνημα. Μόνη τους έγνοια ήταν να ευαρεστήσουν τον Θεό. Παρακαλούσαν τον Θεό όχι για κάτι δικό τους, αλλά για κάτι δικό Του! Απίστευτο! Τί ζήλος! Προσέξτε! Δεν παρακαλούσαν τον Θεό να εκπληρώσει δικό τους θέλημα, αλλά δικό Του! Αντί να ξεγνοιάσουν λίγο και να ξεκουραστούν οι άνθρωποι και “να ζήσουν τη ζωή τους”, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο – δυνατό ή αδύνατο - να ευαρεστήσουν τον Κύριο. Αν είναι πίστη το να ζητάμε κάτι εύλογο για μάς, για δική μας διευκόλυνση και παρηγοριά, πόσο περισσότερο πίστη και ασύγκριτα πιο αξιέπαινο είναι να κουραζόμαστε και να παιδευόμαστε να ζητάμε κάτι αποκλειστικά για το θέλημα του Θεού; Σχεδόν αδιανόητο είναι κάτι τέτοιο για τον κόσμο.

Στους Ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης λέει: «Θυμήσου, Κύριε, τον Δαβίδ και όλη την πραότητά του. Πώς έδωσε όρκο στον Κύριο, πώς έκαμε τάξιμο στον Θεό του Ιακώβ: Δεν θα μπώ στην σκηνή όπου κατοικώ, δεν θα ανέβω να κοιμηθώ στο κρεβάτι και το στρώμα μου, δεν θα δώσω ύπνο στα μάτια μου και νυσταγμό στα βλέφαρά μου και ξεκούραση στους κροτάφους μου, μέχρι που θα βρώ τόπο για τον Κύριο, σκήνωμα για τον Θεό του Ιακώβ» (Ψαλμοί 131/ρλα΄ 1-5). Έτσι και ο Ιωακείμ και η Άννα, που ήταν άξιοι απόγονοί του. Και αυτοί ένα σκήνωμα του Θεού ήθελαν να γεννήσουν, μια αγία ψυχούλα που να ανήκει σε Αυτόν, όπου Αυτός θα αναπαύεται, και που Αυτός θα καταυγάζει και θα ευφραίνει με τις άκτιστες θείες ενέργειές Του εις τους αιώνας των αιώνων.

Ενδεικτικό του ότι οι άγιοι δεν ήθελαν για τον εαυτό τους το παιδί, είναι ότι, όπως είχαν τάξει, το αποχωρίστηκαν και το αφιέρωσαν στο Ναό μόλις έγινε τριών ετών. Πόση πίστη απαιτεί και αυτό, όταν πρόκειται για γονείς που αγαπούν το παιδί τους, και μάλιστα ένα παιδάκι τόσο γλυκύτατο και τρισχαριτωμένο!

Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απόλυτο πρότυπο του γάμου και της οικογενειακής ζωής.

Το παράδειγμα των αγίων θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννας μάς διδάσκει, μεταξύ πολλών άλλων, και το πόσο πολύ πρέπει να εκτιμάμε την τεκνογονία και να αγαπάμε τα παιδιά. Οι άγιοι αυτοί αφήνουν τελείως μα τελείως αναπολόγητους όσους κάνουν εκτρώσεις ή όσους δεν θέλουν να κάνουν παιδιά ή όσους δεν θέλουν και δεν αγαπούν όσο και όπως πρέπει τα παιδιά που έχουν. Το ίδιο και όλους όσους επικαλούνται ένα σωρό δικαιολογίες για να μην κάνουν το θέλημα του Θεού.

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com
Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

«άνθρωπός τις εποίησεν δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς» - Κυριακή ΙΑ Λουκά
Τελευταία Ενημέρωση: Dec 10, 2010

του Μητροπολίτη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας Παϊσίου

Εικόνα

Κλήση μεγάλη και αγία από τον Θεό Πατέρα, τον Πλάστη και Δημιουργό του παντός, ο Οποίος έστειλε τον Μονογενή Υιό Του στον κόσμο να καλέσει στο μέγα και σωτήριο Αυτού Δείπνο πάντα άνθρωπο που επιζητεί και θέλει να γίνει σύσσωμος και σύναιμος Χριστού.

Ο άνθρωπος όμως ,άνθρωπος μωρός και κουφός και πολλάκις αδιάφορος δια την σωτηρία της ψυχής του προτιμά τα επίγεια και φθαρτά αγαθά ,τις φαύλες και πρόσκαιρες ηδονές και τέρψεις της μάταιης αυτής ζωής και όχι μόνο αλλά παρακούει και την μεγάλη και ωφέλιμη πρόσκληση που του γίνεται να προσέλθει στο μέγα και σωτήριο δείπνο.

Ο άνθρωπος αυτός ζαλισμένος από τις βιοτικές μέριμνες λέγει με ελαφρά την συνείδηση «ερωτώ σε έχε με παρητημένον». Ω ! άνθρωπε ο Θεός τη αγάπης ,του ελέους και των οικτιρμών σε καλεί και σε προσκαλεί και εσύ δεν ανταποκρίνεσαι και το σπουδαιότερο αρνιέσαι τη μεγάλη αυτή τιμητική πρόσκληση.

Ο Θεός ,άνθρωπε, σε καλεί και σε προσκαλεί να καθίσεις στο στολισμένο, στο γιορτινό και πλούσιο σε εδέσματα τραπέζι Του. Σε καλεί να γίνεις συνδαιτυμόνας Του. Σε καλεί να συνδειπνήσεις μαζί Του και εσύ με ελαφρά την συνείδηση σου αποποιείσαι τέτοια αξιοζήλευτη πρόσκληση και δεν παίρνεις μέρος σε τέτοια συμμετοχή ,σε τέτοιο κάλεσμα «προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις».

Ο Θεός , άνθρωπε , από άπειρο Πατρική αγάπη προς το πρόσωπο σου παρέχει δια του Μονογενούς Υιού Του την σωτηρία της ψυχής σου και εσύ μένεις αδιάφορος στο μέγα τούτο κάλεσμα.

Ο Θεός, άνθρωπε, ο Οποίος σε έπλασε « βραχύ τι παρά αγγέλους δόξη και τιμή εστεφανομένον» σε καλεί σήμερα δια του Μονογενούς Υιού Του να λάβεις μέρος στο μέγα δείπνο, και στο οποίο μέγα αυτό δείπνο θύμα και θύτης είναι αυτός ο εκ Παρθένου Σαρκωθείς Θεάνθρωπος Ιησούς.

Ο Θεός, λοιπόν , άνθρωπε , Θεός πλήρης αγάπης και αγαθότητας ετοίμασε για σένα και για όλο το ανθρώπινο γένος τραπέζι καθαρό, τροφή πνευματική, τροφή υγιή, τροφή ουράνιο, τροφή αγία, τροφή θεία και εσύ παρακούς αυτής της μεγάλης κλήσης και μένεις αδιάφορος. «εμπλεκόμενος ταις του βίου πραγματείας».

Να ξέρεις άνθρωπε ότι, η σημερινή ευαγγελική περικοπή, η μεγάλη και αιώνιος αυτή κλήση δεν αναφέρεται μόνο δια τους τότε Ιουδαίους αλλά αναφέρεται και καλεί εσέ και εμέ και όλους τους επί γης αδελφούς μας να προσέλθεις και να προσέλθουμε και να συμμετέχουμε στο μέγα δείπνο μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης.

Ο Ιερεύς κρατώντας το ΄Αγιο Ποτήριο σε κάθε Θεία Λειτουργία απευθυνόμενος προς τον λαό λέγει το , «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε»στο Μέγα Δείπνο.

Η πρόσκληση και η κλήση είναι γενική ,απευθύνεται και ισχύει δια κάθε άνθρωπο που επιθυμεί διακαώς να συμμετέχει στην πνευματική αυτή τράπεζα του Εσφαγμένου Αρνίου της Αποκἀλυψης.

Ο αγαθός Θεός θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων και δια τούτο προσκαλεί στο μέγα Δείπνο της σωτηρίας με πολλούς και διαφόρους τρόπους όλους τους ανθρώπους-πάντας άνθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».

Ο Φιλεύσπλαχνος Θεός δεν βιάζει, δεν εξαναγκάζει κανένα άνθρωπο να γίνει συνδαιτυμόνας Του . Άλλωστε ο άνθρωπος έχει ελευθερία και ιδία βούληση. Ο Θεός Πατέρας όμως προσκαλεί, προτρέπει, και έχει ανοικτή την θύρα της οικίας Του δι΄ όλους τους ανθρώπους που επιθυμούν να εισέλθουν και να πάρουν θέση στην Πατρική Τράπεζα της σωτηρίας και τούτο δε το κάνει χωρίς καμία διάκριση.

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Ο Θεός, λέγει, σε κάθε άνθρωπο, «Σώζων σώζε την σεαυτού ψυχήν».

Στην μεγάλη αυτή πρόσκληση προσήλθαν οικειοθελώς οι υπό της εκκλησίας μας σήμερα πάντες οι εορταζόμενοι ΄Αγιοι Προπάτορες, του Θεανθρώπου Ιησού ,από τον Αδάμ έως Ιωσήφ τον Μνήστορα και οι οποίοι κήρυξαν Χριστόν , την ζωήν και την ανάστασιν του γένους ημών.
Αλλά και ο πράος ,ο ταπεινός τη καρδία ΄Οσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος της Κύπρου και Προστάτης και ΄Εφορος της Νήσου Κερκύρας δέχθηκε την μεγάλη πρόσκληση και προσήλθε στο Μέγα Δείπνο της χάριτος και συνεδειπνήσε μετά του Σωτήρος Χριστού και ανεδείχθηκε δια της συμμετοχής του αυτής επί γης άγγελος, «και αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας» ,ψάλλει η Εκκλησία μας σήμερα στην πανίερο μνήμη του.

Και -χάριτι θεία – ο ταπεινός και πράος Εκείνος της Τριμυθούντος Επίσκοπος παρά του Αθλοθέτη Χριστού έτυχε της μεγάλης τιμής και δόξας να υπεφημήται και να μακαρίζεται υπό της Εκκλησίας- ως των αρχιερέων ο κανόνας, της Εκκλησίας το αδιάσειστο στήριγμα, το κλέος των ορθοδόξων ,η πηγή των θαυμάτων, της αγάπης το ρείθρο το μη κενούμενο, ο φωστήρας ο πολύφωτος, όργανο του πνεύματος , ο νους ο θείος, ο αληθής εξωραϊζόμενος, ο πράος και ο ακέραιος, ο απλός , ο άνθρωπος ο επουράνιος ,ό επίγειος άγγελος τη , ο εργάτης Κυρίου και φίλος γνήσιος του Αρχιποίμενα Χριστού.
Ας μιμηθούμε και εμείς, αγαπητοί μου αδελφοί, τους Προπάτορες του Ιησού Χριστού, καθώς και τον ΄Οσιο και Θαυματουργό Σπυρίδωνα και μετά φόβου Θεού Πίστεως και αγάπης να δεχθούμε και εμείς μετά χαράς την πρόσκληση του Σωτήρα Χριστού και με ταπείνωση, και ειλικρινή μετάνοια να συμμετάσχουμε στο Μέγα Δείπνο ,στο δείπνο της χάριτος και της σωτηρίας , τρώγοντες και πίνοντες αξίως τον Πανάγιο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Σωτήρα Χριστού,

Ού η χάρις και το άπειρον Αυτού έλεος είη μετά πάντων ημών αδελφοί.

ΑΜΗΝ.

Πηγή: www.amen.gr
Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

Το θείον πυρ (Μνήμη Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου – 20 Δεκεμβρίου)
20 Δεκεμβρίου, 2008 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού

Με την είσοδο των προεορτίων των Χριστουγέννων, έχομε και τη μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, ενὸς εκ των Αποστολικών Πατέρων. Και θυμήθηκα μία περικοπὴ από τους λόγους του Κυρίου μας, που αρμόζει στην αυριανὴ εορτή. «Μη νομίσητε ότι ήλθον», είπε κάποτε ο Ιησούς μας, «βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10, 34). Και αφού είπε τους τρόπους της διαιρέσεως που ήλθε να προκαλέσει, όπως ερμηνεύονται φυσικά κατά την ιερά μας παράδοση, προσέθεσε. «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12, 49). Περί αυτού του πυρὸς ακριβώς είναι ο λόγος, γιατί πολύ απασχολεί τουλάχιστον εμᾶς τους μοναχούς.

Το δοξαστικό του Αγίου Ιγνατίου αναφέρει τα εξής: «Ουκ εστιν εν εμοί πυρ φιλόυλον, ύδωρ δε μάλλον ζων, και λαλούν εν εμοί, ένδοθέν μοι λέγον – Δεύρο προς τον πατέρα.» Και γενικὰ η ακολουθία, όπως θα παρακολουθήσετε, είναι μια έξαρση θεουργικού έρωτος, που πάλλει μέσα στην καρδία αυτού του μεγάλου φωστήρος. Γιατὶ αναφέρει η παράδοση, ότι αυτός ο Άγιος ήταν ένα από τα παιδιά εκείνα, τα οποία δέχθηκε ο Ιησούς μας στις αγκάλες Του…

Όταν κάποτε τον ρωτούσαν οι μαθηταί Του για τα πρωτεία και ποιές είναι οι αξίες τους στο μέλλον, κατὰ τον τρόπο που μπορούσαν να συλλάβουν τότε το νόημα, επηρεασμένοι από τις ιουδαϊκὲς παραδόσεις, τότε, «προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυτὸ εν μέσω αυτῶν και είπεν, «ος αν δέξηται παιδίον τοιούτον έν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται» (Ματθ. 18,2,5). Και πάλιν, «άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθεῖν προς με» (Ματθ. 19,14). Ένα λοιπόν από τα παιδιά ήτο αυτος ο Άγιος, ο μετέπειτα Θεοφόρος.

Γι᾿ αυτὸ και ονομάστηκε Θεοφόρος, επειδὴ έφερε τον Θεό. Αλλὰ και όλοι οι Άγιοι Θεοφόροι είναι, διότι ο αγιασμός τούτο σημαίνει, Θεοφόρος και Θεολόγος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενοικεί μέσα στη ψυχή του ανθρώπου και τον καταξιώνει να ονομάζεται έτσι, διότι φέρει μέσα του τον Θεό. Και αυτή η Χάρις, που ενοικεί μέσα του, τον διδάσκει τα μυστήρια της Θεολογίας γενικά, αυτα που είναι δόγματα της πίστεως.

Ειδικά όμως, εμάς τους μοναχούς μας απασχολεί αυτό. Πότε καί εμείς θα δούμε μέσα μας εάν άναψε αυτό το πυρ; Άλλοτε ο Κύριος το ονομάζει «ύδωρ αλλόμενον», όπως ερμήνευσε στη Σαμαρείτιδα. Όπου ἀναβλύσει αυτό, ποτέ δεν τελειώνει και αυτό ακριβώς είναι η Θεία Χάρις. Και ειδικά εκείνη, η οποία συνδέει εμάς με την απόλυτο – ανθρωπίνως ερμηνεύομε – αγάπη του Ιησού μας, του κέντρου της αγάπης και όλου του ενδιαφέροντός μας.

Γι᾿ αυτὸ στενάζομε και εμείς, περιφερόμενοι σ’ αυτοὺς τους τόπους, στους οποίους μας οδήγησε Αυτός. Διότι όταν ξυπνήσαμε και γνωρίσαμε περί τίνος πρόκειται, έγινε και σε μας αυτό που λέει ο Απόστολος Ιωάννης. «Ημείς αγαπώμεν Αυτόν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α´ Ἰωάν. 4, 19). Και πραγματικά, πρώτος Αυτός μας «ηγάπησεν» και γι᾿ αυτό μας κάλεσε, όπως σας ερμήνευσα και άλλοτε. Δεν είναι απλή η κλήσι μέσα στη ψυχή, αλλά είναι προσωπική επέμβαση της μακαρίας Θεότητος.

Τώρα μας απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλουμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι μπορούμε και βρισκόμαστε εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύηση και η απόδειξη μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ό,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.

Τώρα μένει τό δεύτερο σκέλος, που είναι «το εξ ημών» Αυτό που, βέβαια, προέρχεται από μας», δηλαδή τη θέληση, την προαίρεσή μας, κατά τη γνώμη των Πατέρων. Αυτό είναι που πρέπει να καταβάλωμε εμείς, ούτως ώστε να συνεργαστούν αυτοί οι δυό παράγοντες, η ενέργεια της Θείας Χάριτος, που γίνεται κατ᾿ εὐδοκία και αγάπη του Θεού, και η προαίρεση η σωστή από μέρους του ανθρώπου, που αποδέχεται την κλήση και υποτάσσεται στο Θείο θέλημα. Όταν αυτὰ τα δυὸ συναντηθούν καταλλήλως όπως ο Θεός ξέρει, τότε επιτυγχάνεται ακριβώς στή ψυχή του ανθρώπου η ενοίκηση της Θείας Χάριτος και τον επαναφέρει στην πρώτη του κατάσταση. Καταργείται τότε «το θνητόν υπὸ της ζωής» και η «καινή κτίσις», ο Ιησούς μας ζει και λαλεί μέσα στον άνθρωπο. Και τότε γίνεται η ανάσταση. Αυτός πλέον ο άνθρωπος, είναι αυτός πο έλαβε Αυτὸν (Ἰωάν. 1,12) και ο Ιησούς του έδωσε «εξουσίαν τέκνον Θεού γενέσθαι». Και ερμηνεύει. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ᾿ εκ Θεού» (Ἰωάν. 1,13) έγινε αυτή η γέννηση. Και γίνεται ο άνθρωπος πράγματι τέκνο και φίλος Θεοῦ.

Αυτός είναι και ο στόχος μας. Και δεν θα παύσω να σας ενθυμίζω, ότι δεν πρέπει να σταματήσωμε όσο ζούμε να προσπαθούμε στο πως θα το κατορθώσουμε αυτό…

Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πυρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μας ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα που το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίση και να πυρπολεί όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρον…

Άν αυτό ανάψει θα μας αναβίβασει προς τον Πατέρα. Εφ᾿ όσον εκ μέρους του Θεού, εκ μέρους της Χάριτος, όλα ορθά λειτουργούν και δεν υπάρχει λάθος, τότε εάν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός, το σφάλμα είναι δικό μας. Κάτι σε μας δεν πάει καλὰ και επομένως εδώ πρέπει να συγκεντρωθεί όλο μας το ενδιαφέρον, όλη μας η έννοια, όλη μας η σπουδή, όλη μας ἡ προσοχή. Γιατί να μην ανάβει το πυρ αυτό; Φαίνεται υπάρχει μέσα μας υγρασία, δηλαδὴ φιλαυτία, φιληδονία, εγωισμός. Συμβαίνει όπως με την αισθητή φωτιά. Δεν ανάβουν τα ξύλα όταν η εμπρηστική ύλη είναι υγρή. Πρέπει να στεγνώσει.

Και εμείς ακριβώς τώρα πρέπει να προσέξουμε, διότι κάποια υγρασία υπάρχει και δεν ανάβει αυτή η πυρά. Διότι αν δεν αγαπήσουμε τον Θεό εξ ολοκλήρου, «εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας» και άρα και τον πλησίον μας όπως και τον εαυτό μας, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός, είναι άστοχη η προσπάθειά μας. Γι᾿ αυτό βλέπετε, ότι από μέρους της Χάριτος τα πάντα είναι τέλεια. Ο Θεός με όλη την Θεοπρεπή του αγάπη και συμπάθεια, αγκαλιάζει τον άνθρωπο και από μέρους Του δεν υπάρχει τίποτε ελλιπές. Πρέπει όμως και από μέρους μας να συμβαίνει το ίδιο.

Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, που εκπροσωπεί τον παλαιόν άνθρωπο, που είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πῦρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλουμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, που είναι οι πόρτες που εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώση και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψει μέσα μας αυτο το πυρ.

Κάθε μέρα και κάθε νύκτα εξετάζετε τον εαυτό σας. Και όσο ζει μέσα αυτός ο εγωισμός, να μην δειλιάτε, αλλὰ συνεχώς να τον αποξέετε (αποβάλλετε) με οποιονδήποτε τρόπο μπορείτε, έως ότου, χάριτι Θεοῦ, να τον γκρεμμίσουμε… Αὐτὴ εἶναι ἡ σπουδή μας.

Πώς είναι δυνατό να πιστέψομε ότι αγαπάμε τόν Θεό με όλες μας τις δυνάμεις, εφ᾿ όσον δεν παραμερίζομε τις ιδιοτέλειες; Όταν υπάρχει ιδιοτέλεια, τότε ο άνθρωπος ζει για το άτομό του και όχι για την αγάπη του Θεού και προτιμά κάτι, που αρέσει πρώτα σ’ αυτόν και μετα εκείνο που αρέσει στον Θεό… Όλη μας λοιπόν η σπουδή να είναι εδώ. Κάθε τι που είναι θέλημα του Θεού, προηγείται. Εδώ δεν χωράει καμμιά συγκατάβαση… Εάν παρασυρθήκαμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν είναι εύκολο ο άνθρωπος με μια προαίρεση να μεταφερθεί στην απάθεια. Είναι δύσκολο πράγμα. Βλέπετε μεγαλώσαμε μέσα στα συστήματα του παλαιού ανθρώπου, και σκληρύνθηκαν, παγιώθηκαν μέσα μας οι παμπόνηρες έξεις και οι συνήθειες. Αλλὰ δεν είναι μόνο αυτὸ. Είναι και η δύναμη της αμαρτίας, που φωλιάζει μέσα στα μέλη μας. Η τραγικὴ αυτή ανταρσία, που φυτεύθηκε μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχομε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευόμενου νόμου, που βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μας πιέζει να μην πειθαρχήσουμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν αλλ᾿ ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τινος».

Αυτό είναι το σύνθημα των Πατέρων μας, το οποίο κάθε μέρα αναγινώσκομε. Θα συνεχίσουμε την πορεία μας αυτή με στραμμένη την ελπίδα μας στον Πανάγαθο Δεσπότη, ο οποίος όχι μόνο τώρα πρακτικά, που τον βλέπομε, αλλά και πριν ξυπνήσουμε να τον ιδούμε, γνώριζε με την Θεοπρεπή Του μεγαλωσύνη, ότι είμαστε ευτελείς καί ουτιδανοί και όμως δεν μας απεστράφει. Αυτός είναι ο θρίαμβος του καυχήματός μας και η μεγάλη μας ελπίδα. Ότι, παρ᾿ όλο που ήξερε ότι είμαστε τόσο ευτελείς και αδύνατοι, δεν μας συγχάθηκε, αλλά μας έδωσε τον κλήρο της κλήσεώς Του, όπως τον έδωσε στους εκλεκτούς. Και αυτό μας γεννάει, εν μέρει, την μακαρία ελπίδα ότι οπωσδήποτε θα πετύχουμε, εφ᾿ όσον Αυτὸς μένει μαζί μας και μας δικαιώνει.

Βλέποντας τη μικρή μας πρόθεση, Αυτός θα συνέχισει μέχρι τέλους και στο μέλλον θα μας δοξάσει, όπως υπόσχεται με την αγαθότητά Του.

( Γεροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, Έκδ. Ι.Μ.Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999, έκδ. Γ΄ σ. 135-141).

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com
Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

Κήρυγμα της Πρωτοχρονιάς (Περιτομή του Κυρίου και εορτή του Μεγάλου Βασιλείου)

Οικουμενικός Πατριάρχης «Η στροφή προς την παράδοση δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση»

Σάββατο, 01 Ιανουάριος 2011 - Συντάχθηκε απο τον/την Οικουμενικό Πατριαρχείο

Εικόνα

Εορτάζει σήμερον η Εκκλησία του Χριστού, ως «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1, 23), την κατά σάρκα Περιτομήν του «πάντα δρακί περιέχοντος και εν σπαργάνοις ειληθέντος» Σωτήρος ημών και την ιεράν μνήμην του «ιεραρχίας στολαίς ηγλαϊσμένου» ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, όστις «τη Εκκλησία δέδοται παρά Θεού, χαράκωμα και τείχος οχυρόν».

Εορτάζομεν ημείς, τα πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εις την ευλογημένην γην των Πατέρων ημών, εν Φαναρίω, εις το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας, την ευχαριστίαν της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, αισθανόμενοι ομοθυμαδόν, όπως γράφει επιφανής σύγχρονος θεολόγος, «σαν στο σπίτι μας», «παιδιά στο σπίτι του Πατέρα μας».

Όντως, όπως προσθέτει άλλος σπουδαίος μύστης της ιεράς επιστήμης, «η βαθύτερη εμπειρία που έχουμε για την Εκκλησία είναι αυτή του ‘οίκου’».

Είμεθα δεμένοι με την Εκκλησίαν «άμεσα, σωματικά, όπως δένεται το παιδί με τη μάνα του». Είναι «η ζωή» αυτό που συνδέει ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς με την Εκκλησίαν και «όχι οι ιδέες».

«Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Εκκλ. 1, 4) και όλοι ημείς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, φυλάσσομεν τον τόπον, ον ελάβομεν εις κληρονομίαν, τα όσια και τα ιερά του Γένους, επί των οποίων ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν φαίνεται να έχη πραγματικήν εξουσίαν.

Η αιωνιότης ευρίσκεται εκεί, όπου ο χρόνος δεν έχει και δεν ημπορεί να έχη δύναμιν. Δια τούτο δεν ισχύει δι’ ημάς το «χρόνου φείδου», αναφορικώς προς την διακονίαν και την προθυμίαν να φυλάσσωμεν τούτον τον τόπον.

Βιούμεν την ζωήν ημών ως «πλήρωμα χρόνου, φυλακής και μαρτυρίας», ενδυναμούμενοι από την επαγγελίαν του Χριστού: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20).

Τό «φυλάσσειν τόν ἱερόν τόπον», τον οποίον γνωρίζομεν, επειδή ακριβῶς τον αγαπώμεν, και αγαπώμεν επειδή τον γνωρίζομεν, είναι συνυφασμένον αρρήκτως με το «φυλάσσειν τον τρόπον του βίου», την Ορθοδοξίαν, την ορθήν λατρείαν και δοξολογίαν και την ορθοπραξίαν.

Αυτός ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής εβιώθη και υμνήθη από ενθέους αγίους, από μάρτυρας και ασκητάς, κήρυκας του Ευαγγελίου του Χριστού, ποιητάς και μελωδούς, από αγιογράφους και χαρισματικούς τεχνίτας, από ευλογημένους χριστιανούς, διακόνους της φιλανθρωπίας.

Είναι πίστις και δόγμα, αγάπη και ήθος, ελπίς εις Χριστόν και άσβεστος πόθος της αιωνιότητος, βιωμένη ελευθερία, δέσιμο με τον τόπον και εμπειρία οικειότητος, αλληλεγγύη και κοινωνία, αυθυπέρβασις και μαρτυρία ζωής εν Χριστώ.

Όλα αυτά συμπυκνώνονται και αποκαλύπτονται εις τας εορτάς, αι οποίαι δι’ ημάς αποτελούν τον άξονα της εκκλησιαστικής ζωής. «Ο πιστός ζει από γιορτή σε γιορτή», σημειώνει ο μακαριστός πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν.

Πράγματι, η εορτή, η οποία είναι πάντοτε κάτι περισσότερον και πολυτιμότερον από τον «ελεύθερον χρόνον» και συνδέεται ουσιαστικώς και αναποσπάστως με την θείαν λατρείαν, είναι καιρός αποκαλύψεων.

Η εορτή φωτίζει την πορείαν μας, απελευθερώνει την ζωήν από τας αντιφάσεις της, διαλύει την αχλύν των βιωτικών μεριμνών, πλαταίνει τον κόσμον, ανοίγει την διάστασιν του βάθους των πραγμάτων. Εορτή είναι η βίωσις της ζωής ως κοινωνίας και ευχαριστίας.

Ο κλειστός άνθρωπος, ο άνθρωπος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, δεν ημπορεί να εορτάση πραγματικά η εορτάζει μόνον τον εαυτόν του. Ο homo clausus δεν είναι δυνατόν να ζη ως homofestivus.

Ο χρόνος της ζωής του δαπανάται δια την ατομικήν του ευδαιμονίαν, δια το έχειν του εαυτού του και όχι δια την κοινωνίαν, την κοινωνίαν μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων.

Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι κατά τας λεγομένας «αργίας» η κατά τον «ελεύθερον χρόνον», επιτείνεται η αίσθησις της ματαιότητος και η αγωνία ότι η ζωή περνά χωρίς να την ζήσουν οι άνθρωποι εις βάθος. Είμεθα προφανώς εποχή της ψυχαγωγίας και των διασκεδάσεων, αλλά όχι εποχή της εορτής.

Αι σύγχρονοι «εορταί» είναι καιρός του έχειν, παγίδες αυτοπραγματώσεως, εκδιονυσιασμού της ζωής και επιδεικτικού καταναλωτισμού.

Είναι χαρακτηριστικόν ότι τας εορτάς, το περιεχόμενον και την μορφήν των διαχειρίζονται σήμερον οι διαφημισταί, η τηλεόρασις, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι πωλούντες και αγοράζοντες.

Και το αρχαίον «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», τονίζει μεν την ανάγκην και το νόημα της εορτής δια τον οδοιπόρον άνθρωπον, ημπορεί όμως να κατανοηθή με την έννοιαν ότι το πανδοχείον είναι «ο οίκος» του ανθρώπου.

Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι «Τα παρόντα οδός εστιν» και ότι «Πανδοχείόν εστιν ο παρών βίος», τότε τοποθετούν την πατρίδα ημών εις την βασιλείαν του Θεού και θεωρούν τον παρόντα βίον πορείαν προς την αληθινήν ζωήν.

Αυτήν την ζωήν υπενθυμίζουν αι εορταί, καθώς και την προσωρινότητα των παρόντων.

Η εορτή έχει ουσιαστικήν εσχατολογικήν αναφοράν. Όχι μόνον δεν μας επιτρέπει να βλέπωμεν το «πανδοχείον» ως «οίκον», αλλά τρέφει την νοσταλγίαν της «πατρίδος».

«Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Αυτήν την ζωήν των εσχάτων υμνεί υπερεχόντως ο εορταζόμενος σήμερον Μέγας Βασίλειος, όστις «απέρριψεν των ουκ όντων τον πόθον» και «χαίρων ανεκήρυξεν το ευαγγέλιον της βασιλείας».

Ιερώτατοι, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Η κακή αλλοίωσις των εορτών η ακόμη η λήθη του νοήματος του εορτάζειν δεν είναι κάτι νέον. Το παρελθόν δεν είναι «ο χαμένος παράδεισος».

Όσον άτοπον είναι όμως να πιστεύωμεν ότι παλαιότερα ήσαν όλα καλύτερα, τόσον λανθασμένον είναι να κλείνωμεν τους οφθαλμούς έναντι όσων αρνητικών συμβαίνουν σήμερον. Εμφανέστατα η εποχή μας απολυτοποιεί πλείστα όσα ασήμαντα και απαξιώνει πολλά σημαντικά.

Παραλλήλως προς τας εκπληκτικάς προόδους, ζώμεν σήμερον την αδυσώπητον κοινωνικήν αδικίαν, την αλαζονίαν των ισχυρών, την καταστροφήν της φύσεως, την σχάσιν των σχέσεων και τόσα άλλα δεινά.

Ζωτικαί αλήθειαι, αι οποίαι έδιναν νόημα εις την ζωήν των ανθρώπων, πολύτιμοι παραδόσεις αιώνων, περιφρονούνται και χλευάζονται. Απεδείχθη περιτράνως ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός δεν αποτελεί πρόοδον.

Ισχύει, αντιστοίχως, ότι κάθε στροφή εις την παράδοσιν δεν αποτελεί οπισθοδρόμησιν. Έχομεν ημείς οι ορθόδοξοι μίαν παράδοσιν αληθείας, ελευθερίας και φιλανθρωπίας, η οποία τροφοδοτεί το παρόν και το μέλλον μας, μίαν παρακαταθήκην πίστεως, η οποία απελευθερώνει μέσα μας ανεξαντλήτους δυνάμεις κατ’ αλήθειαν ζωής και διακονίας.

Δεν ανήκει το μέλλον εις τον αυτάρεσκον ατομιστήν, εις τον άνθρωπον «αυτοείδωλον», ο οποίος ζη αποκλειστικώς δια τον εαυτόν του και αρνείται να αναγνωρίση εις τον πλησίον τον «αδελφόν» του Χριστού, Εκείνου όστις απεκαλύφθη ως «Θεός μεθ’ ημών» και Θεός «υπέρ ημών».

Ο συγκαταβάς των γένει των ανθρώπων Σωτήρ ημών, ας χαρίζη εις όλους ημάς, πρεσβείαις του «εκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» ιεροφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ένα ευλογημένον και αγλαόκαρπον ενιαυτόν με υγείαν κατ’ άμφω και ας κατευθύνη τα διαβήματα ημών εις την οδόν της ειρήνης, της «πάντα νουν υπερεχούσης» (Φιλιππ. 4, 7).

Πηγή: www.romfea.gr
Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

"Φωνή Κυρίου επί των υδάτων..." (Κήρυγμα της Εορτής των Θεοφανίων)
Τρίτη, 04 Ιανουάριος 2011

απο τον/την Μητροπολίτη Κερκύρας Νεκτάριο

Εικόνα

Σε ένα από τα ωραιότερα και πιο γνωστά ιδιόμελα της εορτής των Θεοφανίων ψάλλουμε, καθώς πηγαίνουμε για να αγιάσουμε τα ύδατα: «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων βοά λέγουσα . Δεύτε λάβετε πάντες, Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεύμα φόβου Θεού, του επιφανέντος Χριστού».

Με αυτόν τον χαρακτηριστικό τρόπο ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Σωφρόνιος μας προτρέπει να συμπορευθούμε με τον Χριστό στον νέο, αγιασμένο απόν Αυτόν κόσμο και να λάβουμε όχι απλώς νερό ευλογημένο, αλλά το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αγιάζει τον κόσμο και τον καθέναν από εμάς.

Με αυτή την προτροπή η Εκκλησία μας δεν μένει στο εξωτερικό, στο συμβολικό στοιχείο, αλλά καλεί τον άνθρωπο να βιώσει στην ύπαρξή του την ανακαίνισή του και να καταστήσει την χάρη και τον αγιασμό ενεργά στη ζωή του.

Ο υμνογράφος κάνει αναφορά στην «Φωνή του Κυρίου». Για εκείνον, όπως και για την σύνολη Εκκλησία, δεν είναι η εορτή των Θεοφανείων μία απλή ανάμνηση ενός γεγονότος της ζωής του Χριστού, συνδεόμενη με λαογραφικά και άλλα έθιμα, τα οποία ομορφαίνουν εξωτερικά τη γιορτή και την συνδέουν με τον λαό που ακολουθεί τις χριστιανικές παραδόσεις.

Είναι η ίδια η «Φωνή του Κυρίου» που μας προτρέπει να αναζητήσουμε το Άγιο Πνεύμα στα τελούμενα και τα ορώμενα. Για τον υμνογράφο ο Κύριος είναι παρών σε κάθε ακολουθία, σε κάθε τελετή.

Ο υμνογράφος βιώνει το μυστήριο της Εκκλησίας σε όλες του τις διαστάσεις, υλικές και συμβολικές, αλλά, κυρίως, πνευματικές και αναγεννητικές. Και δεν είναι εικασία ή δημιούργημα της ποιητικής του τέχνης ο ύμνος, αλλά καρπός εμπνεύσεως, φωτισμού και αγιασμού της υπάρξεώς του από το Άγιο Πνεύμα.

Στην Εκκλησία ο κάθε χριστιανός λειτουργεί προφητικά, εφόσον αγωνίζεται να βιώσει το μυστήριο της πίστεως ως μυστήριο ζωής και ανακαινίσεως. Σημείο της προφητείας είναι ο λόγος τόσο προς τον εαυτό μας όσο και προς τον κόσμο.

Ο λόγος αυτός είναι προτρεπτικός και ανακαινιστικός. Ο χριστιανός απευθύνεται τόσο προς τον εντός του άνθρωπο, όσο και προς τον κόσμο, τους συνανθρώπους του, χωρίς να εξαιρεί κανέναν και καλεί όλους να συμμετάσχουν στην πνευματική χαρά της Θείας Επιφανείας.

Προϋπόθεση είναι το να αφεθεί εσωτερικά στην χάρη του Θεού, να εκζητήσει με όλη του την ύπαρξη την ευλογία του Θεού, να εναποθέσει ακόμη και την ελευθερία του στο Θείο Θέλημα.

Και τότε, τόσο ο ίδιος, όσο και όλοι που τον ακολουθούν βιώνουν τις συνέπειες αυτής της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος: λαμβάνουν Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεύμα φόβου Θεού, χαρίσματα τα οποία πηγάζουν από την σχέση με τον Επιφανέντα Χριστό.

Ζούμε σε μια εποχή όπου η Επιφάνεια έχει λάβει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με τον λόγο και το μυστήριο της πίστεως, καθώς έχει περιορισθεί μόνο στην εξωτερική φανέρωση, χωρίς να εμπεριέχει το στοιχείο του ανακαινισμού της συνόλου υπάρξεως, και γι’ αυτό ο άνθρωπος βιώνει την υποκρισία.

Θέλει να δείξει άλλος, ενώ εντός του παραμένει ακμαίος ο «παλαιός άνθρωπος», αυτός που φθείρεται κατά τις επιθυμίες της απάτης και της αμαρτίας. Όμως ο Χριστός «επεφάνη τη οικουμένη» όχι απλώς για να δείξει ότι είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, αλλά γιατί είναι έτσι. Δεν ήθελε να εντυπωσιάσει τον κόσμο, αλλά να σώσει τον κόσμο.

Δεν ήθελε να δημιουργήσει οπαδούς, αλλά να ελευθερώσει τους ανθρώπους από την δουλειά της αμαρτίας, της κακίας, του θανάτου.

Ζούμε σε μια εποχή που οι πολλοί δεν πιστεύουν ότι η Εκκλησία διασώζει την φωνή του Θεού. Την θεωρούν θεσμό ή κατάλοιπο του παρελθόντος, χρήσιμη μεν, αλλά όχι αναγκαία για τη ζωή τους.

Δεν πιστεύουν οι πολλοί στην παρουσία του Θεού και γι’ αυτό στην καλύτερη περίπτωση κρατούν τα εξωτερικά τελετουργικά, μόνο και μόνο για την εορτή ή για το έθιμο και την συνήθεια.

Και βεβαίως δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν αυτή την φωνή του Κυρίου, γιατί η ύπαρξή τους παραμένει ανέγγιχτη από το πνευματικό περιεχόμενο της πίστεως. Έτσι, γι’ αυτούς η Εκκλησία δεν είναι η αυθεντική φωνή του Θεού, αλλά η άποψη της θρησκείας, έστω και επικρατούσας, που άλλους ενοχλεί και την θέλουν στο περιθώριο, ενώ άλλοι την ανέχονται για να εξυπηρετεί κοινωνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι εορτές της πίστεώς μας πόρρω απέχουν από το να θεωρούνται πηγές λήψεως του Πνεύματος της σοφίας, της συνέσεως, του φόβου του Θεού. Σοφία θεωρείται η επιστημονική γνώση. Σύνεση θεωρείται η υποταγή στα κελεύσματα των ισχυρών και της εξουσίας. Ο φόβος του Θεού δεν υπάρχει, διότι για τους πολλούς ο Θεός «έχει πεθάνει», καθώς ο άνθρωπος και ο εαυτός τους είναι το κέντρο του κόσμου.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία περιθωριοποιείται, γιατί οι πνευματικές της συντεταγμένες δεν μπορούν να συνταιριάξουν με έναν κόσμο που αρνείται την ουσία. Η αληθινή σοφία για την Εκκλησία βρίσκεται στην εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού.

Η αληθινή σύνεση βρίσκεται στην μέριμνα του ανθρώπου να αγωνίζεται να παραμένει ελεύθερος από κάθε λογής εξουσίες, κοσμικές και πολιτισμικές, όπως επίσης και από την αμαρτία που χωρίζει τον άνθρωπο τόσο από τον Θεό όσο και από τον πλησίον του.

Ο φόβος του Θεού βρίσκεται στην εκζήτηση του ανθρώπου να αγαπά τόσο τον Θεό όσο και τον συνάνθρωπο, γιατί αυτή είναι η εντολή του Χριστού.

Η εορτή των Θεοφανείων, εάν δεν θέλουμε να μείνουμε σε μία απλώς εξωτερική και τελετουργική θέασή της, αποτελεί για μας πνευματική ευκαιρία να εμβαπτισθούμε τόσο στο μυστήριο της Εκκλησίας όσο και στο μυστήριο της σχέσεως με τον Επιφανέντα Χριστό εν Αγίω Πνεύματι.

Η εποχή της κρίσεως, την οποία βιώνουμε, είναι ταυτοχρόνως και η εποχή της δεδηλωμένης αποτυχίας του «παλαιού ανθρώπου». Δεν μας έσωσαν τα υλικά αγαθά και ο καταναλωτισμός.

Δεν μας έσωσε η επιφανειακότητα της ζωής μας. Καιρός να επιστρέψουμε στον τρόπο της Εκκλησίας. Στον φωτισμό, τον αγιασμό και την ανακαίνισή μας.

Χρόνια Πολλά κι ευλογημένα! Ο επιφανείς Θεός να φωτίζει και να αγιάζει όλους και τον κόσμο μας!

Πηγή: www.romfea.gr
Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

Κυριακή μετά τα Φώτα – Η πρόταση του Φωτός και η επιλογή του σκότους
10 Ιανουαρίου, 2011 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου

Βρισκόμαστε, αγαπητοί μου, μέσα στο κλίμα των Θεοφανίων. Τα πάντα στην Εκκλησία πλημμυρίζουν από φως. Γιατί, όπως η υμνολογία της εορτής υπογραμμίζει, φως εκ φωτός έλαμψε το κόσμω, Χριστός ο Θεός ημών, ο επιφανείς Θεός…1. Για το ίδιο φως ομιλεί και το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Χριστός περνά στην παραλίμνια πόλη Καπερναούμ, στην περιοχή ανάμεσα στην Ζαβουλών και στην Νεφθαλείμ, όπου κυριαρχεί το ειδωλολατρικό στοιχείο. Κι έτσι εκπληρώνεται η προφητεία του Ησαϊου, σύμφωνα με την οποία, ο λαός της περιοχής, που μέχρι τότε βίωνε το σκοτάδι της ειδωλολατρίας, είδε το φως της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού. Ο λαός, που ζούσε σε καθεστώς πνευματικού μαρασμού και θανάτου, είδε ν’ ανατέλλει εμπρός του το φως της όντως ζωής.

Το φως είναι η ταυτότητα του Χριστού. Εκείνος είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, που ήλθε στον κόσμο για να διαλύσει τα σκοτάδια της αγνωσίας, να εξαφανίσει τον ζόφο του μίσους, να εξολοθρεύσει την καταχνιά της κακίας. Ήλθε για να φέρει στον κόσμο και στις ανθρώπινες καρδιές την αγάπη και την ειρήνη. Γι΄ αυτό και δικαίως διεκήρυξε για τον Εαυτό Του: «Εγώ είμαι το φως. Όποιος με ακολουθήσει δε θα περπατήσει ποτέ ξανά στο σκοτάδι, αλλά θα αποκτήσει το φως της ζωής»2.

Εφόσον πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι το φως του κόσμου και η Εκκλησία, που είναι το Σώμα Του, η συνέχεια και έκφρασή Του στους αιώνες, είναι εξίσου φως. Είναι ο χώρος μέσα στον οποίο βιώνεται ο φωτισμός του Χριστού, όχι χαριστικά και μαγικά, αλλά συνειδητά και οντολογικά. Βιώνεται με την μετοχή των Ιερών Μυστηρίων με τα οποία «ξαναγεννιόμαστε, μορφοποιούμαστε και συναπτόμαστε υπερφυώς με το Σωτήρα. Αυτά είναι εκείνα με τα οποία, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν3.»4. Βιώνεται με την μετοχή στην Ορθόδοξη πνευματικότητα, στη ζωή της προσευχής, της αγάπης και του ελέους, της μετανοίας και της αγιότητας, η οποία δε μπορεί να νοηθεί μακριά και έξω από το φως του Χριστού.

Παρά ταύτα, ο κόσμος σήμερα αρνείται τον Χριστό και βυθίζεται στο σκοτάδι της άρνησης και της απιστίας. Επικαλείται γι’ αυτό επιπόλαιες δικαιολογίες, συνήθως τις αδυναμίες και τις πτώσεις των λειτουργών και στελεχών της Εκκλησίας. Όμως, ο Χριστός δεν απέδωσε στους ανθρώπους την ιδιότητα του φωτός, αλλά στον Εαυτό Του. Στους ανθρώπους έδωσε τη δυνατότητα πρώτα να φωτιστούν και, μετά να φωτίσουν. Οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται. Εκείνος, όμως, μένει το διαχρονικά άσβεστο φως της αλήθειας, που συνέχει, συγκροτεί και συγκρατεί την Εκκλησία στην πορεία της ιστορίας.

Η επιλογή της άρνησης του φωτός που σκορπίζει ο Χριστός έχει οδυνηρά αποτελέσματα στη ζωή του κόσμου. Σήμερα ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας βιώνει την τραγικότητα της φτώχειας και της ανέχειας, του πολέμου και της ανασφάλειας, αποτέλεσμα της απάνθρωπης πολιτικής των ισχυρών της γης, που είναι βουτηγμένοι στα σκοτάδια της ιδιοτέλειας και του παγερού συμφέροντος. Σήμερα η πατρίδα μας βιώνει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, αποτέλεσμα της πνευματικής χαλάρωσης, του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, της αρρωστημένης νοοτροπίας του εύκολου πλουτισμού και της έλλειψης αλληλεγγύης. «Η κρίση κατέστησε φανερό, ότι η συγκρότηση του σύγχρονου κοινωνικού βίου με γνώμονα τον ατομισμό και την άρνηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας οδήγησε στην καταρράκωση της αξίας του ανθρώπου και στην επικράτηση της αναξιοκρατίας και της αδιαφορίας για τον πόνο του διπλανού μας. Αυτή η κατάσταση, για την δημιουργία της οποίας όλοι έχουμε μικρό η μεγάλο μερίδιο ευθύνης, είναι αταίριαστη με την παράδοση του τόπου μας. Η μόνη έξοδος από το αδιέξοδο είναι η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας…»5.

Η αλλαγή της νοοτροπίας που βυθίζει τους ανθρώπους στο τέλμα, στο σκοτάδι και στ’ αδιέξοδα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν επιστρέψουμε, με ταπείνωση, στη ζωή του Χριστού, την οποία αρνηθήκαμε, παρασυρμένοι από την δαιμονική έπαρση και τον πλάνο αυτοθαυμασμό. Μόνο αν δεχθούμε να ξαναφωτίσουμε τη ζωή μας, όχι με τα ψεύτικα φώτα του κόσμου, όχι με τις εφήμερες φωταψίες της κοσμικής ματαιότητας, αλλά με το φως του Χριστού, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον6. ΑΜΗΝ!

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ


1.Στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων των Θεοφανίων
2. Ιωάν. 8,12
3. Πράξ. 17,28
4.Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 22
5. Ανακοινωθέν Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 8/10/2010
6.Ιωάν. 1,9

Πηγή: synodoiporia.blogspot.com
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από Νίκος »

Κυριακή του "Τελώνου και Φαρισαίου" - "Χριστώ συναντηθώμεν"

Εικόνα

Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου ξεκινά η εκκλησιαστική περίοδος του Τριωδίου, που είναι καιρός Μετανοίας, αλλαγής δηλαδή τρόπου ζωής. Και ο σκοπός της αλλαγής; Για να ζήσουμε τον σταυρικό τρόπο ζωής, «Ίνα Χριστώ συναντηθώμεν». Να μη μείνουμε δούλοι της «κατά σάρκα ζωής», της αμαρτίας και των παθών, αλλά να ζήσουμε «εν Χριστώ», να χριστοποιηθούμε, που θα πει να θεωθούμε.

Για την αγία μας Εκκλησία όλος ο ανθρώπινος βίος είναι καιρός Μετανοίας, για πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Επειδή όμως είμαστε αμελείς και ράθυμοι (=οκνηροί) στα πνευματικά και πρέπει να καταβάλουμε τις αντιστάσεις της επαναστατημένης σάρκας, που δε θέλει να υποταγεί στην πνευματική ζωή, η Εκκλησία κηρύσσει Μετάνοια και μας καλεί ν’ αγωνισθούμε, έστω και σ’ αυτό το διάστημα προ του Πάσχα. Η μορφή δε του αγώνα αυτού βρίσκεται στις λέξεις: «Νεκρούμενοι και ανιστάμενοι» κάθε ήμερα

Πριν από τη Μετάνοια η σχέση μας και η αγάπη μας αναφέρονται στον «εκπεσόντα» εαυτό μας, τον «παλαιόν άνθρωπον», όπως τον ονομάζει ο απ. Παύλος, ή αλλιώς τον «κατά σάρκα». Όλος ο βίος μας εξαντλείται στην ικανοποίηση των επιθυμιών και επιδιώξεων του εγωκεντρικού εαυτού μας. Αυτή όμως η σχέση και η αγάπη οδηγούν τον άνθρωπο στον αιώνιο θάνατο, που είναι η απομάκρυνση από τον Θεό. Η πρόσκληση της Εκκλησίας για Μετάνοια σημαίνει να «απολέσωμεν» τον παλαιό εαυτό μας, που κυριαρχείται από τα πάθη, η δε σχέση με αυτόν να μεταμορφωθεί σε σχέση και αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει αλλαγή στην εξωτερική συμπεριφορά, αλλά αλλοίωση εσωτερική, μεταμόρφωση της ζωής και της ύπαρξής μας, ριζική αλλαγή όλης της υπόστασής μας.

Η αναφορά της Εκκλησίας μας κατά την περίοδο αυτή, περισσότερο στον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους, είναι ακριβώς η μεταστροφή της αγάπης, από τον κόσμο και τα πράγματά του στον Χριστό. Και η μεν σχέση μας με τα πράγματα, που εξυπηρετούν τον «παλαιόν» άνθρωπο, αναφέρονται στη βιολογική ζωή, που καταλήγει στον θάνατο, ενώ η σχέση με τον Χριστό γίνεται πηγή ζωής αιωνίας.

Στον Μοναχισμό δεν υπάρχει κενό στην αγαπητική σχέση του Μοναχού με τον Θεό, χάρη στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, που συνίσταται στις πέντε λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Η προσευχή αυτή χαρίζει στους μοναχούς «πνοήν ζωής». Απομάκρυνση από τη σχέση με τον Θεό είναι απομάκρυνση από τη ζωή, δηλαδή θάνατος, έστω και αν διαθέτουμε αφθονία υλικών αγαθών. Όπου υπάρχει παρουσία του Θεού, είναι ζωή αιωνία. Απ’ όπου ο Θεός απουσιάζει, είναι θάνατος, πρώτα της ψυχής και ύστερα του σώματος. Σ’ αύτη την αλλαγή ζωής αποβλέπουν η νηστεία, η προσευχή, η άσκηση γενικά, η ελεημοσύνη, η συμμετοχή στα μυστήρια κ.λπ. για να πέσουν οι αντιστάσεις του σαρκικού φρονήματος. Είναι ο τρόπος συμμετοχής μας στα πάθη του Κυρίου μας. Νεκρούμενοι στα πάθη και την «κατά σάρκα» ζωή, συμμετέχουμε στον Σταυρό Του και ζώντας με τον Θεό, ενεργοποιούμε τη Χάρη Του μέσα στην ύπαρξή μας, που είναι Ανάσταση. «Περιπατούμεν εν καινότητι ζωής», για να γίνουμε «καινοί άνθρωποι» (=καινούργιοι) κατά το πρότυπό μας, που είναι ο Χριστός και αυτό είναι σωτηρία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε, πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό με πρότυπο τον Θεάνθρωπο Χριστό και φέρει μέσα του την έφεση να ομοιωθεί με το πρότυπο Του. Γι’ αυτό πήραμε λογισμό (=σκέψη) για να σκεπτόμαστε τον Χριστό και νουν και επιθυμία για να τρέχουμε σ’ Αυτόν και μνήμη για να τον φέρουμε συνεχώς μέσα σ’ αυτή. Δεν είναι ο παλαιός άνθρωπος η βάση για να γίνει η ενανθρώπηση του Νέου, αλλά ο Νέος -ο Σαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός- είναι παράδειγμα για τον παλαιό.

Αυτή η στροφή, τόσο της ψυχής όσο και του σώματος, προς τη Χάρη του Θεού προς βοήθεια, για να γίνουμε συνοδοιπόροι του Χριστού -νεκρούμενοι και ανιστάμενοι- είναι ο σκοπός του αρχο­μένου Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μ. Τεσσαρακοστής.

Στη σημερινή Παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου, ο Χριστός μας δίνει να καταλάβουμε τί είναι και τί δεν είναι Μετάνοια.

1. Η Μετάνοια του Τελώνη

Ο Τελώνης είναι παράδειγμα αληθινής μετανοίας. Και το πρώτο σημείο από το οποίο ξεκινά η μετάνοια, είναι να νοιώσει ο άνθρωπος την ανεπάρκειά του χωρίς τον Θεό. Ο Τελώνης κατέχει πολλά, εν τούτοις δεν νοιώθει αυτάρκης. Δεν είναι σε θέση τα πλούτη να αναπληρώσουν τη δωρεά της αγάπης και της Χάριτος του Θεού. Γι’ αυτό αποφασίζει να μετανοήσει, δηλαδή να νεκρώσει την αυτόνομη από τον Θεό εγωκεντρική ζωή του και να εγκαινιάσει για τον εαυτό του την καινούργια ζωή με τον Θεό.

Η νέκρωση της παλαιάς ζωής θα έχει κόστος, είναι ένας εσωτερικός θάνατος του «θελήματος της σαρκός», αλλ’ ο Τελώνης είναι πρόθυμος να «δώσει και αίμα για να πάρει Πνεύμα». Είναι θάνατος, που φέρει ζωή και χαρά, γιατί θανατούται η φιλαυτία και το αμαρτωλό θέλημά μας. Όλος εκείνος ο αγώνας και η επιστράτευση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματός του για να αποκτήσει τα τεράστια πλούτη και τα κέρδη του, πρέπει να νεκρωθούν ή μάλλον να μεταποιηθούν σε αγώνα για κέρδη ουράνια, πνευματικά.

2. Ως «κύων τεθνηκώς»

Ανεβαίνει στον Ναό μαζί με τον Φαρισαίο για να προσευχηθούν. Το «ανέβασμα» για τον Τελώνη δεν ήταν φαινομενικό, επειδή ο Ναός βρισκόταν σε ψηλό μέρος, αλλά εσωτερικό, της ψυχής. Ανέβασμα προς τη θεία ζωή, επειδή αποφάσισε να νεκρώσει τη μέχρι τώρα ζωή του. «Ανέβαινε με επίδοση της ψυχής στην αρετή και μάλιστα στην ταπεινοφροσύνη». Με την ταπεινοφροσύνη αφανιζόταν η «κατά σάρκα» ζωή, που διψούσε για πλούτη και επαίνους των ανθρώπων, αλλά ανέβαινε η κατά Θεόν ζωή της αγάπης και της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον. Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρχή, το μέσο, αλλά και το τέλος της Με­τανοίας. Είναι το ένδυμα που ντύθηκε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του και τώρα που το ντύνεται και ο Τελώνης, αρχίζει η σχέση του με τον Χριστό. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «οποίος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, ντύνεται τον ίδιο τον Χριστό».

Ο Τελώνης δεν υποκρίνεται και δεν προσποιείται τον καλό, για να κερδίσει την υπόληψη και τον θαυμασμό του κόσμου. Το προσποιημένο είναι πλαστό, ψεύτικο. Ο Τελώνης είναι άνθρωπος αληθινός, όπως αληθινοί είναι οι Άγιοι, που πίστευαν και μιλούσαν για την αθλιότητά τους. Και ο Τελώνης αυτό πιστεύει. Παρουσιάζεται όπως είναι: άδικος, άρπαγας, ακάθαρτος στην ψυχή, ως «κύων τεθνηκώς» (=ψόφιο σκυλί). Δεν προσποιείται τον ευσεβή, αφού δεν είναι. Λέγει την αλήθεια όσο κι αν είναι πικρή. Με τέτοια συναίσθηση, όχι μόνο ταπεινοφρονεί, αλλά και συντρίβεται μπροστά στον Θεό, μεταμελείται για την αμαρτωλή ζωή του και λαχταρά να συναφθεί εσωτερικά με τον Χριστό. Μπαίνοντας στον Ναό αποφεύγει κάθε περίοπτη θέση, προσεύχεται με συντριβή, δάκρυα και στεναγμούς, κτυπά το στήθος του και ζητά το μεγαλύτερο αγαθό, το έλεος του Θεού. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», είναι η συνεχής προσευχή του. Το πάθος του πλούτου μεταποιήθηκε σε πάθος για το έλεος του Θεού. Και αυτό είναι Μετάνοια.

Είναι δυνατό ο φιλάνθρωπος Θεός να αρνηθεί το έλεός Του σε τέτοια προσευχή, που βγαίνει από καρδιά «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη»;

Ο Φαρισαίος τον κατακρίνει δημόσια, τον εξευτελίζει για να τον γελοιοποιήσει και αυτός τα δέχεται και δεν εξοργίζεται, δεν ανταποδίδει τις ύβρεις, γιατί πιστεύει πως είναι και χειρότερος από ό,τι τον κατηγορεί. Δέχεται τις ταπεινώσεις και την αδοξία, γιατί μ’ αυτά ο Θεός τον δικαιώνει και τον υπερυψώνει. Τους επαίνους και τον θαυμασμό του κόσμου δεν τα επιθυμεί, γιατί νεκρώθηκε για τον κόσμο. Έχει διαγράψει τον εαυτό του για τον κόσμο. Έγινε «μωρός διά Χριστόν».

Με την «απώλεια» του «εγώ» του, με την καθήλωση στον σταυρό των ονειδισμών και της οδύνης του ανθρώπου της αμαρτίας, συντάσσεται με τον Χριστό και γίνεται συνοδοιπόρος του για τους ονειδισμούς και τους εμπαιγμούς, που θα υποστεί στον Γολγοθά. Γίνεται «καινός άνθρωπος», κατά το υπόδειγμα του Χριστού. Αυτή την «κοινότητα της ζωής» εκφράζει ο Χριστός όταν λέγει: «Κατέβη δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού», διότι ο «ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Η μετάνοια του Τελώνη τον ανέδειξε «εκ νεκρών ζώντα». Μεταστράφηκε, άλλαξε, ο δε έρωτας του πλούτου και η δόξα του κόσμου μεταποιήθηκαν σε έρωτα για τον Θεό και τη Βασιλεία Του. Μόνο που αυτά που ένοιωσε ο Τελώνης στο βάθος της ψυχής του, τη χαρά της ανάστασης από τους ονειδισμούς, τη γλυκύτητα από την πικρία των προσβολών και εξευτελισμών, την ανάπαυση από τον κόπο, θα παραμένουν άρρητα (=ανείπωτα) για μας, που δεν έχουμε εμπειρίες της αληθινής Μετάνοιας.

3. Ο Φαρισαίος, αμετανόητος και υπερόπτης

Ο Φαρισαίος, που αναφέρει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, ποτέ του δε μετανόησε, γιατί ποτέ δεν ένοιωσε την ανάγκη του Θεού. Ένοιωθε αυτάρκεια με τον εαυτό του. Γιατί ν’ αλλάξει ζωή; Γιατί να συναφθεί με τον Θεό, αφού δεν τον έχει ανάγκη; Ήταν άνθρωπος εγωκεντρικός, αλαζόνας, υπερόπτης, σκληρός και απάνθρωπος, ιδιαίτερα δε στους αμαρτωλούς. Καυχόταν πως γνώριζε τον Νόμο και αγνοούσε τον Νομοθέτη. Εκτός από τη φιλαυτία του (=την αγάπη στον εαυτό του) δεν γνώριζε τί είναι αγάπη. Αγνοούσε ότι η αγάπη είναι το «πλήρωμα του Νόμου», τον οποίο ερμήνευε. Αυτό δε οφείλεται, στο ότι δεν είχε ούτε και αμυδρά σχέση με τον Θεό, που είναι αγάπη.

Σκοπός του Φαρισαίου ήταν να αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους ως καλός, σπουδαίος, σοφός, δάσκαλος της αρετής. Γι’ αυτό και ό,τι καλό έκανε, απέβλεπε «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Πάσχει από εγωκεντρισμό και αυτοϊκανοποίηση. Ποτέ του δεν παρουσιάζεται όπως είναι, για να μη μειωθεί η υπόληψη και το κύρος του μεταξύ των ανθρώπων. Η κενοδοξία του δεν έχει όρια. Υποκρίνεται τον ευσεβή και πλάθει μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό του. Δεν μοιάζει με τον Τελώνη που παρουσιάζει την αληθινή εικόνα και γίνεται κατήγορος του εαυτού του.

Πώς λοιπόν θα μετανοήσει ο άνθρωπος αυτός, αφού η Μετάνοια προϋποθέτει το «απαρνησάσθω εαυτόν»; Πώς να σταυρώσει το «εγώ» του και να το θέσει κάτω από όλους, αφού πασκίζει να είναι πάνω από όλους; Ποτέ του δεν γεύθηκε την υψοποιό ταπείνωση.

Πώς θα γίνει «μωρός» για τον κόσμο, ο άνθρωπος που υποφέρει από αλαζονεία και υψηλοφροσύνη; Προσπαθεί να συντηρήσει τον αμαρτωλό εαυτό του, που θα έπρεπε να νεκρώσει.

Ανεβαίνει κι αυτός στον Ναό με τον τελώνη για να προσευχηθεί, για να συναντήσει τον Θεό. Δεν ξέρει όμως, ότι ο Θεός βρίσκεται στην «οδόν των ταπεινών».

Στην παραβολή ο Χριστός λέγει: «Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο». Οι Πατέρες λένε, πως το «σταθείς» σημαίνει το «αγέρωχον, το υψηλόφρον και αταπείνωτον» του Φαρισαίου. Και μάλιστα δεν προσεύχεται στον Θεό, αλλά «προς εαυτόν», στον εαυτό του.

Ευχαριστεί τον Θεό, όχι για τις ευεργεσίες του, αλλά γιατί διαφέρει από όλους: Όλοι είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και ονομαστικά ο Τελώνης. Κατακρίνει, προσβάλλει και εξευτελίζει όλους, έκτος από τον εαυτό του. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του υπερόπτη και υπερήφανου. Ο ταπεινός δέχεται τις προσβολές και δεν τις ανταποδίδει. Αυτό που έκανε και ο Τελώνης.

Ο Φαρισαίος καυχάται πως «νηστεύει, δίνει ελεημοσύνη το δέκατο της σοδειάς του» και με αυτά δικαιώνει μόνος του τον εαυτό του. Ο Κύριος όμως είπε, πως και αν ακόμη τηρήσουμε «όλο τον Νόμο», να λέμε πως είμαστε «αχρείοι δούλοι».

Όλες οι αρετές αφανίζονται, όταν συζευχθούν με την υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια έκανε δαιμονικό το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου. Η ίδια κακία εξόρισε τον Αδάμ από τον Παράδεισο. Γι’ αυτό και ο Χριστός, για να μας ανοίξει τον Παράδεισο ντύθηκε την ταπεινοφροσύνη.

Οι Άγιοι, επειδή μιλούσαν για την αθλιότητά τους, έπιαναν τα θηρία με τα χέρια τους. «Λέγανε για τον άγιο Μακάριο, ότι έγινε κατά το γεγραμμένο, θεός επίγειος, διότι όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι έγινε και ο αββάς Μακάριος σκεπάζων τα ελαττώματα που έβλεπε, σαν να μη τα έβλεπε και όσα άκουε, σαν να μη τα άκουε», γιατί αγαπούσε τον κόσμο και ήταν ταπεινός.

Κάποιος άλλος αναχωρητής που έβγαλε δαιμόνια, τα ρωτούσε: Τί είναι εκείνο που σας κάνει να εξέρχεσθε; Και απαντούσαν: Τίποτε δεν μας νικά, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη.

Ας τελειώσουμε με αποφθέγματα των Πατέρων: «Όλη η εν Χριστώ ζωή είναι η κάθαρση της ψυχής από την υπερηφάνεια». Και «είναι προτιμότερο να αμαρτάνουμε και να μετανοούμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να έχουμε πνευματικά επιτεύγματα και να υπερηφανευόμαστε».

(Π.Μουχταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο δια των σπορίμων», τ.Β΄ εκδ. Ι.Μητροπόλεως)

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Zenon
Δημοσιεύσεις: 113
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:07 pm
12

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από Zenon »

Κυριακή του Ασώτου - Κήρυγμα του Αγ Ιωάννη του Χρυσοστόμου.

Εικόνα

Ήταν δυό αδέλφια· τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.

Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18 ). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.

Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8 ).

Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν

(Απόσπασμα από την Α' Ομιλία-Περί μετανοίας)

ΠΗΓΗ: Ι.Μ.Καισαριανής,Βύρωνα και Υμηττού (αναδημοσίευση egolpion.com)
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από Νίκος »

Κυριακή των Απόκρεω - Το νόημα του ευαγγελικού αναγνώσματος της Τελικής Κρίσεως είναι η Αγάπη.

Εικόνα

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Τελικής Κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46) δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει φόβο στις καρδιές των Χριστιανών, επειδή όπως λέει ο Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α Καθολική του Επιστολή: "Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τή αγάπη εν τώ Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ. 17 Εν τούτω τετελείωται η αγάπη μεθ' ημών, ίνα παρρησίαν έχωμεν εν τή ημέρα της κρίσεως, ότι καθώς εκείνός εστι, και ημείς εσμεν εν τώ κόσμω τούτω. 18 φόβος ουκ έστιν εν τή αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τή αγάπη. 19 Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς.20 εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γάρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν; 21 και ταύτην την εντολήν έχομεν απ' αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού." (Ιωαν. Α Καθολ. 4, 16-21) Όποιος τηρεί την εντολή της Αγάπης μένει κοντά στο Θεό και ο Θεός μένει μέσα του και δεν έχει κανένα φόβο για την Ημέρα της Κρίσεως, επειδή η Αγάπη απομακρύνει τον φόβο.

Αυτό αναλύει ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του: "Μεγάλη Σαρακοστή, η πορεία προς το Πάσχα"

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή της Απόκρεω)
Alexander Schmemann


Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία - αποχή κρέατος» - όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει άπα μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθεια μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ' αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον γιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ' όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.

Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που - ακριβώς επειδή είναι Αγάπη - ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι - απελπιστικά λανθασμένοι - είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.

Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση∙ η αγάπη - όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτη η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λ.π. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λ.π., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.

Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» η για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.

Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» - ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα - και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» η το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σʹ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.

Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές τα αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μανό το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι - και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι - μάλλον διστακτικός γιʹ αύτη την αόριστη Ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγιση της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδιθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γιʹ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στον κόσμο τούτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τούτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τούτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρο της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωση της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σʹ αυτόν τον κόσμο που «εν τω πονηρώ κείται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μʹ αυτή την αγάπη.

Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την Ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απʹ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μʹ ένα ξεχωριστό τρόπο.

Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «εν φυλακή», είναι «πεινώντες και διψώντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί εφʹ όσον εποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Από το βιβλίο: ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ - Πορεία προς το Πάσχα, Μετάφραση από το Αγγλικό: ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΝΟΥΡΗ, «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ»

Πηγή: egolpion.com
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2090
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
12
Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 10 φορές

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευση από Achilleas »

Πορεία προς τον ουρανό - Μάθε να συγχωρείς
Κήρυγμα της Κυριακής της Τυρινής

Εικόνα

Ευαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. στ’ 14-21

Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.

Ὃταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.

Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

Μια συμφωνία κάνει στο σημερινό ιερό Ευαγγέλιο ο Κύριος με όλους τους πιστούς. Εάν συγχωρούμε τους ανθρώπους για τα αμαρτήματα που μας έχουν κάνει, μας λέει, και ο ουράνιος Πατέρας μας θα συγχωρήσει και τα δικά μας αμαρτήματα. Εάν όμως δεν τους συγχωρούμε, τότε ούτε ο Πατέρας μας θα συγχωρήσει τις αμαρτίες μας.

Γιατί όμως ο Κύριος κάνει αυτήν την απαράβατη συνθήκη; Γιατί θέτει τη δική μας συγχωρητικότητα ως προϋπόθεση της δικής μας συγχωρήσεως και σωτηρίας; Γιατί αρνείται να μας βάλει στον Παράδεισο, εάν εμείς δεν συγχωρούμε όσους μας αδίκησαν;

Διότι θέλει να μας δείξει πόσο μεγάλη αρετή είναι η συγχωρητικότητα· αρετή η οποία μας εξομοιώνει με τον Θεό, ο Οποίος είναι πολυέλεος, συγχωρεί καθημερινά τα αμέτρητα αμαρτήματά μας. Ζητά λοιπόν από εμάς να Του μοιάσουμε, να κάνουμε ό,τι κάνει διαρκώς Εκείνος. Όπως Εκείνος συγχωρεί καθημερινά όλους μας και συγχώρησε επάνω στο Σταυρό του ακόμη και τους σταυρωτές του, ζητεί να ακολουθήσουμε κι εμείς το δικό του παράδειγμα. Να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Όσο μεγάλα κι αν μας φαίνονται, όσο κι αν μας έχουν πικράνει. Κατανοώντας μάλιστα ότι αυτά στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρά και ασήμαντα, αν συγκριθούν με τις τόσο πολλές δικές μας αμαρτίες προς τον Θεό.

Ο Κύριος ζητεί επιπλέον ως όρο της σωτηρίας μας τη συγχωρητικότητα, διότι χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να ζήσουμε ούτε σ’ αυτή τη ζωή. Χωρίς συγχωρητικότητα η ζωή μας γίνεται κόλαση, αφαιρεί την ειρήνη από μέσα μας, κάνει τη ζωή μας ένα δράμα.

Τέλος ο Κύριος μας ζητεί να συγχωρούμε, διότι εάν εδώ στη γη δεν μπορούμε να συγχωρέσουμε τους αδελφούς μας, δηλαδή να τους χωρέσουμε στην καρδιά μας, τι θα κάνουμε στην άλλη ζωή; Πώς θα αντέχουμε εκεί ο ένας τον άλλον; Θα έχουμε κακία και μνησικακία και μέσα στον Παράδεισο; Αλλά τότε θα γίνει ο Παράδεισος κόλαση! Μας λέει λοιπόν ο Θεός: Εάν θέλετε να χωρέσετε στον Παράδεισο, πρέπει να χωρέσετε τους αδελφούς σας και στην καρδιά σας. Να τους συγχωρείτε και να τους αγαπάτε.
Θησαυροί άφθαρτοι

Ο Κύριος προχωρεί τώρα στο θέμα της νηστείας. Όταν νηστεύετε, λέει, μη γίνεσθε σαν τους υποκριτές σκυθρωποί και περίλυποι. Διότι αυτοί παίρνουν την έκφραση καταβεβλημένου ανθρώπου, για να φανούν στους ανθρώπους ότι νηστεύουν. Έτσι όμως δέχονται ολόκληρη την αμοιβή τους από τους επαίνους των ανθρώπων. Εσείς όμως όταν νηστεύετε, να είστε χαρούμενοι για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι ότι νηστεύετε. Και ο Θεός Πατέρας σας αυτό που κάνετε κρυφά, θα σας το ανταποδώσει φανερά στην άλλη ζωή. Μην επιζητείτε λοιπόν ανθρώπινους επαίνους και πρόσκαιρες αμοιβές. Μη μαζεύετε επίγειους θησαυρούς, τους οποίους ο σκόρος, η σαπίλα και η σκουριά καταστρέφουν, και κλέβουν οι κλέφτες. Μαζεύετε ουράνιους θησαυρούς, τους οποίους κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει ή να κλέψει. Η καρδιά σας να είναι προσκολλημένη στον Θεό και στα ουράνια. Διότι εκεί που είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.

Εδώ λοιπόν ο Κύριος κάνει μια διάκριση ανάμεσα στους επίγειους και στους ουράνιους θησαυρούς. Σε ποιους επίγειους θησαυρούς αναφέρεται; Οι άνθρωποι τότε αποθήκευαν ως θησαυρούς διάφορα προϊόντα της γης, μεταλλικά αντικείμενα και πολυτελή ενδύματα. Τα προϊόντα της γης όμως σάπιζαν, τα μεταλλικά αντικείμενα σκούριαζαν και τα ενδύματα τα έτρωγε ο σκόρος. Και όσοι είχαν πολύτιμα αντικείμενα από χρυσό, ασήμι και χαλκό, έτρεμαν διαρκώς μην τα χάσουν από τους κλέφτες. Όσοι λοιπόν κατείχαν υλικούς θησαυρούς, είχαν καθημερινή αγωνία μήπως γίνουν θύματα ληστειών ή μήπως καταστραφούν οι θησαυροί τους. Κι αυτή ακριβώς η αγωνία τους ταλαιπωρούσε και τους εξαθλίωνε.

Μήπως όμως παθαίνουμε κάτι παρόμοιο κι εμείς, όταν έχουμε κάποια προσκόλληση στα λίγα ή πολλά υλικά αγαθά μας; Στα σπίτια μας, στα αυτοκίνητά μας, στα ρούχα μας, στα ηλεκτρικά μηχανήματά μας, στα χρήματά μας;

Αλλά ο Κύριος σήμερα μας λέει ότι όλα αυτά τα υλικά αγαθά δεν είναι ασφαλισμένα, δεν είναι μόνιμα, δεν είναι αληθινά. Δεν δίνουν ευτυχία. Αντίθετα μας υποδουλώνουν σε μία σκληρή τυραννία. Αιχμαλωτίζουν το νου μας στα μικρά και επίγεια και δεν μας αφήνουν να ποθήσουμε τα υψηλά και αιώνια.

Μην ξεγελιόμαστε λοιπόν. Μην παρασυρόμαστε από τα ασήμαντα και χάνουμε τα ανεκτίμητα, τα μόνιμα, τα αληθινά, τα αιώνια πλούτη. Κι αυτά τα πλούτη είναι οι άγιες αρετές του Χριστού, οι καρποί του Αγίου Πνεύματος: η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η ανεκτικότητα, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, η καλοσύνη, η πραότητα, η εγκράτεια. Σ’ αυτούς τους ουράνιους θησαυρούς να στρέψουμε το νου μας, αυτούς να αγαπήσουμε, να ποθήσουμε και να κατακτήσουμε. Μ’ αυτούς τους θησαυρούς να γεμίζουμε τις αποσκευές μας για το ουράνιο ταξίδι μας. Έτσι θα γίνουμε πλούσιοι, πάμπλουτοι, αιώνια πανευτυχείς.

Πηγή: xfd.gr
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Μηνύματα - Spriritual Messages”