Hans Killian
Πίσω μας στέκει ο Θεός
εκδόσεις Δαμασκός
Αναρωτιέμαι πώς ξέχασα να αναφέρω αυτό το βιβλίο; είναι απλά συγκλονιστικό! Διάφορα περιστατικά από τη ζωή ενός χειρουργού, που δείχνουν το χέρι του Θεού που βρίσκεται πίσω από κάθε ''αγιάτρευτη'' ιατρικά περίπτωση και πίσω από κάθε ''ιατρικό θαύμα''. Το τέλειο δώρο για φίλους γιατρούς! (Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι μάλλον προτεστάντης στο δόγμα, στο βιβλίο όμως δεν αγγίζει κανένα δογματικό θέμα, ή κάτι σχετικό με τη συγκεκριμένη αίρεση)
Παραθέτω ένα από τα περιστατικά που αναφέρονται στο βιβλίο, το οποίο βρήκα στον παρακάτω ιστότοπο:
http://www.orp.gr/?p=1618
Καλή ανάγνωση!
Το κληροδότημα – HANS KILLIAN.
Οι Άνθρωποι του καιρού μας έχουν την τάση να απομακρύνουν από μέσα τους, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη σκέψι του θανάτου. Παλιότερα ζούσαν οι άρρωστοι τις τελευταίες τους στιγμές μέσα στην αγκαλιά της οικογενείας τους. Σήμερα τελειώνουν τη ζωή τους οι πιο πολλοί μακρυά άπ' τους δικούς τους, πίσω άπ' τους κρύους τοίχους ενός νοσοκομείου. Τα νεκροταφεία, που ήταν κάποτε στο κέντρον ενός τόπου, γύρω άπ' την εκκλησία, τα έχουμε μετατοπίσει σήμερα έξω από την πόλι και τα περίχωρα, για να διαφεύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο από τα βλέμματα των ζωντανών. Και παρ' όλ’ αυτά: ο θάνατος μένει «στους αιώνες των αιώνων» και το μοναδικό βέβαιο γεγονός για τον καθέναν από μας. Ένας ψαλμός λέγει:
«Μάθε μας, Κύριε, να σκεπτώμαστε ότι είμαστε θνητοί, και να γινώμαστε έτσι πιο συνετοί».
Αλλά πόσο λίγοι το κάνουν... Γι αυτό θα ήθελα να κλείσω αυτό το βιβλίο με την Ιστορία μιας νεαρής γυναίκας της οποίας το πικρό τέλος, με παρηγορεί αφάνταστα, γιατί ήταν ένας άγιος θάνατος, αν και στην πραγματικότητα ήταν ένας θάνατος που τον ζούσε πριν ακόμη πεθάνη. Τα σοφά λόγια του Eckart, ότι ένα ζωντανό παράδειγμα αξίζει περισσότερο από χίλια λόγια, κρατούν μέχρι σήμερα—ίσως πιο πολύ σήμερα παρά. ποτέ—ολόκληρη την ισχύ τους.
Μου άρεσε από την πρώτη ματιά. Ήταν λεπτή και ξανθειά. Είχε ένα φίνο, υπερβολικά συμπαθητικό πρόσωπο και το βλέμμα των γαλάζιων ματιών της έδειχνε μια καλωσύνη και ένα κάποιο χιούμορ που είναι τόσο πολύ σπάνιο στις γυναίκες. Στην αρχή είχα την εντύπωσι ότι άνηκε σ' εκείνους τους πρόσχαρους ανθρώπους που παίρνουν τη ζωή σαν παιγνίδι, αλλά προσέχοντας την καλύτερα, ανακάλυψα στη στάσι της κάτι κουρασμένο και καταβεβλημένο, που σκέπαζε σαν ομίχλη την αυθόρμητη ευθυμία της.
Ήταν γυναίκα ενός συναδέλφου και είχε έλθει, μ' έναν κάπως ασυνήθιστο τρόπο, να με ζητήση στην κλινική. Δεν την είχε στείλει κανένας γιατρός, αλλά μου είχε τηλεφωνήσει μόνη της και με παρακάλεσε να έλθη για μια Ιατρική συμβουλή.
Όταν κάθησε απέναντι μου στο γραφείο—της είχα προσφέρει μια άνετη δερμάτινη πολυθρόνα—κουβεντιάσαμε απλά στην αρχή για πρόσωπα και προσωπικά θέματα. Μου διηγήθηκε ότι ο άνδρας της ήταν στο μέτωπο, ότι είχε δυό παιδάκια, πέντε και τριών χρόνων, που έμεναν στην εξοχή με την αδελφή της και ότι περίμενε Ένα τρίτο. Αυτό το είχα παρατηρήσει και μόνος μου. Ενώ μιλούσε παρατηρούσα τα χέρια της: είχε όμορφα, καλοσχηματισμένα μικρά χέρια, που έδειχναν καλλιτεχνική διάθεσι, ευαισθησία και γούστο.
Την ρώτησα πότε περίμενε το παιδί, το υπελόγιζε περίπου στους πέντε μήνες, και μετά της είπα:
—Επομένως, αγαπητή μου κυρία, δεν ανήκετε βεβαίως σε μένα, αλλά στα χέρια του μαιευτήρος μας και του γυναικολόγου.
Εκούνησε το κεφάλι.
— Κι' όμως νομίζω ότι δεν έκανα λάθος, κύριε καθηγητά!
Τότε ζήτησα να μάθω, εάν είχε τίποτε ενοχλήματα, κι' εκείνη εκούνησε βουβά το κεφάλι. Ναι είχε πόνους στον αριστερό μαστό.
— Ξέρω, φυσικά, εκ πείρας, προσέθεσε γρήγορα, ότι αυτό δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο όταν κανείς περιμένη παιδί. Το στήθος γίνεται μεγαλύτερο, ενοχλεί και μερικές φορές πονάει λιγάκι. Αλλ' αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά άπ' ο,τι ήταν πριν γεννηθούν τα’ άλλα δυό παιδιά.
Κατόπιν μου διηγήθηκε την τωρινή της κατάστασι: Οι μαστοί είχαν διαταθή και οι δυό πολύ παράξενα. Ήταν σκληροί, το δέρμα γυάλιζε μελανωπό και χθες ένιωσε έναν σκληρό σβώλο στην αριστερή της μασχάλη.
— Αυτό με ανησύχησε κάπως, κατέληξε, γιατί σαν γυναίκα γιατρού ξέρω οπωσδήποτε μερικά πράγματα.
Αστραπιαία μου πέρασε άπ' το μυαλό μια φρικτή υποψία, αλλά την έδιωξα. Την παρακάλεσα να γδυθή και να ξαπλώση στο εξεταστήριο. Ξεσκέπασε το επάνω μέρος του σώματος της και μου έδειξε τη θέσι εκείνη όπου είχε νιώσει το σβώλο: επάνω στην άκρη των μυών του στήθους, στην αριστερή μασχάλη. Το ψηλάφησα και ένιωσα έναν πολύ σκληρό, πραγματικά εκφυλισμένο λεμφαδένα —μπορούσε κανείς να νιώση μια ολόκληρη αλυσίδα από τέτοιους αδένες! Χωρίς να δείξω καμμιά έκπληξι ψηλάφησα ολόκληρο το αριστερό στήθος, που το περιέβαλε Ένα λεπτό μελανό φλεβικό πλέγμα. Χωρίς αμφιβολία είχε μεγαλώσει ο μαστός, ήταν τεταμένος και περιείχε σκληρές μάζες όγκων. Ένιωσα φρίκη. Κατόπιν εξήτασα, για να συγκρίνω και να ελέγξω,—όπως κάνω πάντα—το δεξί της στήθος, και διεπίστωσα με πολύ φόβο ότι και σ' αυτόν τον μαστό μπορούσε να ψηλαφήση κανείς σκληρούς όγκους. Σε μια θέσι το δέρμα φάνηκε επικίνδυνα τραβηγμένο. Και στη δεξιά μασχάλη ένιωθε κανείς, κάτω άπ' το δέρμα, μικρούς σκληρούς αδένες και δυό μεγαλύτερους όγκους κοντά στα αγγεία, που οδηγούν στο χέρι. Αυτό ήταν φρικιαστικό! Ένας αμφοτερόπλευρος, ταχύτατα αυξανόμενος, καρκίνος του μαστού. Το πόσο δύσκολο μου ήταν να συγκρατηθώ, δεν μπορούσε να το φαντασθή η νεαρά γυναίκα. Δεν είχαν περάσει ακόμη τέσσερις μήνες από τότε που μια παρόμοια σπανία περίπτωσις αμφοτεροπλεύρου καρκίνου μας είχε ξαναέλθει. Ήταν μια νεαρά Πολωνίδα έγκυος, στην οποία είχαμε βρει τα ίδια ακριβώς τρομερά πράγματα. Ολόκληρος ο τρόμος της περιπτώσεως εκείνης βρισκόταν ακόμη μέσα μου, γιατί εκείνη τη φορά βρεθήκαμε μπροστά στο ερώτημα αν θα είχε πλέον κάποιο σκοπό, κάτω άπ' τις συνθήκες που βρισκόταν η γυναίκα, να την εγχειρήσουμε. Είχα καταλήξει να την εγχειρήσω παρ' όλον ότι καταλάβαινα, πως η κατάστασις ήταν απελπιστική. Ανθρώπινα μου φαινόταν αδύνατον να παραιτηθώ.
Αλλά η ανάμνησις αυτής της φτωχής Πολωνέζας γινόταν ακόμη πιο σκοτεινή και για έναν άλλο λόγο: Είχε μισήσει το παιδί μέσα στα σπλάχνα της, γιατί ένιωθε, ότι αυτό της είχε φέρει την αρρώστια. Και μετέφερε αυτό το μίσος σε όλους και σε όλα. Μισούσε εμάς, μισούσε το σώμα της. Ύστερα από δυό βαρειές επεμβάσεις έμενε για εβδομάδες ολόκληρες σιωπηλή και συλλογισμένη, εγύριζε από την άλλη πλευρά, όταν έμπαινε κανείς στο δωμάτιο της και πέθανε στο τέλος δυσαρεστημένη από τον Θεό και τον κόσμο.
Αυτή η βασανιστική εικόνα της φρίκης που προσπαθούσα να τη διώξω από μέσα μου μ' όλες μου τις δυνάμεις, αυτή τη στιγμή άρχιζε πάλι να με καταπιέζη.
Μια ιστολογική εξέτασις, που μερικές φορές είναι αναγκαία για την επιβεβαίωση της διαγνώσεως, μου φαινόταν τελείως περιττή τώρα. Το πολύ - πολύ θα μπορούσε να μας ξεκαθαρίση εάν επρόκειτο για έναν αληθινό καρκίνο ή για έναν κακοήθη όγκο του συνδετικού ιστού, που είναι το ίδιο άσχημος και πρέπει κι' αυτός κατά τον ίδιο τρόπο να εγχειρισθή αμέσως. Ποιος ένιωθε τώρα περιέργεια να κάνη κάτι τέτοιο? Τα πράγματα έδειχναν ότι επρόκειτο για έναν αληθινό επιθηλιακό καρκίνο.
Ενώ η άρρωστη ξαναντυνόταν, σκεπτόμουν μέσα μου πώς θα μπορούσα να της πω την πικρή αλήθεια με τον πιο καλύτερο τρόπο. Το ότι θάπρεπε να πω την αλήθεια ήταν ξεκάθαρο μέσα μου, γιατί ανταποκρίνεται στην πεποίθησί μου ότι ακόμη και τα λεγόμενα «ψέματα συμπόνιας» είναι ψέματα και ενεργούν, όπως κάθε ψέμα, καταστρεπτικά. Πρώτα στο εσωτερικό του ανθρώπου, που μ' αυτόν τον τρόπο βρίσκεται σ' ένα φανταστικό κόσμο και τον απομακρύνουν από την δυνατότητα να αντιμετωπίση την αλήθεια. Έπειτα είναι ακόμη καταστρεπτικά και για τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ άρρωστου και γιατρού, έστω κι' αν αυτό το γεγονός δεν γίνεται φανερό άπ' την αρχή.
Είπα λοιπόν στην άρρωστη μου αμέσως μόλις κάθησε ντυμένη ξανά στην καρέκλα:
— Κυρία μου! Το ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά το γνωρίζετε και μόνη σας. Το ότι βρισκόμαστε μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις δεν μπορώ, ούτε πρέπει να σας το κρύψω.
Δεν λύγισε, ούτε έκλαψε. Με άκουγε τόσο συγκρατημένη και ήρεμη, σαν να είχε προ πολλού ξεπεράσει το οδυνηρό αυτό θέμα
που την έκανε να βρίσκεται σε μια σκοτεινιά, άπ' όπου δεν υπήρχε, όπως φαινόταν, κανένας δρόμος πια, που θα μπορούσε να την οδηγήση στην φωτεινή πλευρά της ζωής.
— Πρέπει αμέσως να μιλήσω με τον άνδρα σας! Πρέπει να τον καλέσουμε αμέσως άπ' το μέτωπο.
Αυτή τη φορά όμως τα μάτια της δάκρυσαν.
— Δεν ξέρω που είναι ο άνδρας μου. Αρκετούς μήνες τώρα δεν έχουμε πια νέα του.
Αυτό το γεγονός έκανε πιο δύσκολη την κατάστασι, γιατί τώρα θα είχε η φτωχή γυναίκα να αντιμετωπίση μόνη της την απόφασι που έπρεπε να πάρη, μιαν απόφασι, που θα σήμαινε το θάνατο η τη ζωή για το παιδάκι, που είχε κάτω άπ' την καρδιά της. Έπρεπε να της εξηγήσω πως ήταν ανάγκη να πάρη μιαν απόφασι και γι' αυτό συνέχισα με ένα σκληρό τόνο:
— Είστε βαρειά άρρωστη, κυρία μου, και βρίσκεσθε αναμφισβήτητα σε μεγάλο κίνδυνο. Οι μεταβολές στο στήθος σας εξαρτώνται εξάπαντος από την εγκυμοσύνη. Οι αδένες σας βρίσκονται σε ανωμαλία από την επίδρασι ωρισμένων ορμονών της κυήσεως και έχουν εκφυλισθή. Πρέπει να καταλάβετε, σας παρακαλώ, ότι γι' αυτό το λόγο πρέπει να σας προτείνω την διακοπή της κυήσεως. Όπως είναι η κατάστασίς σας, δεν μπορώ να σας αφήσω το παιδί. Πρέπει να προσπαθήσουμε να αναχαιτίσουμε τους όγκους αυτούς στους μαστούς και όσο το δυνατόν να τους σταματήσουμε. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνη όταν κυκλοφορούν στο σώμα σας μεγάλες ποσότητες ορμονών της κυήσεως, που ναι μεν είναι χρήσιμες για το παιδί, αλλά για σας αποτελούν σχεδόν ένα θανάσιμο κίνδυνο. Γι' αυτό πρέπει να διακοπή η εγκυμοσύνη. Κατά την γνώμη μου δεν έχουμε να διαλέξουμε τίποτε άλλο!
Με κύτταξε τρομαγμένα και κατόπιν κίνησε αρνητικά το κεφάλι της και μου εξήγησε με σταθερή φωνή:
—Όχι! Ποτέ! Το παιδί δεν ανήκει μονάχα σε μένα, αλλά και στον άνδρα μου! Ποτέ δεν θα δώσω την συγκατάθεσί μου να μου το πάρουν. Μου είναι τελείως αδιάφορο το τι μπορεί να συμβή σε μένα. Είναι μια κληρονομιά για τον άνδρα μου. Απ’ αυτό το πράγμα δεν μπορώ να παραιτηθώ. Ξέρω ότι η ζωή μου κινδυνεύει—ας το πούμε ήρεμα—ξέρω ότι είμαι χαμένη. Αυτό το νιώθω και μονάχα γι' αυτό σας παρακαλώ: κρατήστε με στη ζωή μέχρις ότου έλθει το παιδί. Αυτό σας ικετεύω !
Για πολλήν ώρα σώπασα, κατανικημένος άπ' τα λόγια της.
Κατόπιν δοκίμασα άλλη μια φορά να την μεταπείσω. Τονίζοντας τα λόγια μου της είπα:
— Δεν πρέπει να μιλάτε έτσι. Βρίσκεστε σε μεγάλο κίνδυνο, αυτό είναι βέβαιον, αλλά δεν είστε ακόμη χαμένη. Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυρισθή ένα τέτοιο πράγμα. Έχουμε μια δυνατότητα. Αυτό είναι. Ίσως θα μπορούσα να το διατυπώσω ως εξής: Θα ήταν δυνατόν να σας σώζαμε, αν ελαττώναμε την ενέργεια των ορμονών της εγκυμοσύνης με μια άμεση διακοπή της, ή και να τις σταματούσαμε και κατόπιν να εγχειρίζαμε. Είναι βέβαιον όμως ότι βαδίζετε προς την καταστροφή, αν δεν γίνη αυτό το πράγμα, έστω κι' αν απεμάκρυνα ριζικά και τους δυό μαστούς.
Όσο μιλούσα είχε στραμμένο το βλέμμα προς το παράθυρο και κύτταζε έξω. Όταν τελείωσα, με κύτταξε κατ' ευθείαν στο πρόσωπο και απήντησε σχεδόν εχθρικά:
— Αυτό το πράγμα δεν το θέλω. Δεν μπορείτε να μου πάρετε το παιδί μου. Δεν μπορείτε να μου το σκοτώσετε.
Ποτέ μέσα στα πολλά χρόνια της χειρουργικής μου πράξεως δεν είχα συναντήσει κάτι παρόμοιο. Συγκινημένος έπιασα το χέρι της.
— Καλά, νικήσατε! Θα εκπληρωθή η επιθυμία σας. Σας παρακαλώ, τακτοποιήστε τα όλα στο σπίτι σας όσο πιο γρήγορα μπορείτε κι' ελάτε ύστερα αμέσως στην κλινική. Δεν μπορούμε να χάνουμε καιρό.
Δυό μέρες αργότερα ήταν στην κλινική μας, σ' ένα όμορφο μοναχικό δωμάτιο. Στην πρώτη μου επίσκεψι την βρήκα ήρεμη, με μια σχεδόν χαρούμενη αταραξία. Δυστυχώς ήταν καθήκον μου να της κάνω καινούργιες πικρές ανακοινώσεις. Της είπα ότι δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω να αφαιρέσω μαζί και τους δυό μαστούς. Την μεθεπομένη στις 7 η ώρα θα εγχειρίζαμε την μια πλευρά και αν θα πήγαινε καλά, ύστερα από δυό τρεις εβδομάδες, θα εγχειρίζαμε κατά το δυνατόν ριζικά την άλλη πλευρά.
Άκουσε την ανακοίνωσί μου με μια καταπληκτική αδιαφορία. Όπως φαινόταν οι τεχνικές λεπτομέρειες ελάχιστα την ενδιέφεραν. Αλλά έπρεπε να της πω και για ένα άλλο ακόμη γεγονός που υπέθετα ότι θα την συνεκλόνιζε. Αργά - αργά άρχισα να της λέω:
— Ξέρετε, αγαπητή κυρία, ότι ένα γυναικείο σώμα δεν δέχεται πάντοτε μια τόσο βαρειά επέμβασι, όταν βρίσκεται σε κατάστασι εγκυμοσύνης. Όσο γρήγορα και προσεκτικά κι' αν εγχειρήσω, είναι δυνατόν να εμφανισθή ένας απότομος πρόωρος τοκετός. Φυσικά θα κάνουμε τα πάντα να τον προλάβουμε, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος.
Κι' αυτή τη φορά έμεινε τελείως ήρεμη και απήντησε:
— Στην περίπτωσι αυτή θα είναι θέλημα Θεού, στο οποίον θα πρέπη να υποταχθούμε.
Ο οργανισμός της νεαράς γυναίκας ήταν προς το παρόν ακόμη σε σχετικώς καλή κατάστασι. Οι όγκοι που μεγάλωναν τόσο γρήγορα, παρ' όλον ότι προκαλούσαν μια εξασθένησι, δεν είχαν ακόμη επιδράσει δυσμενώς στη γενική της κατάστασι.
Κουβέντιασα για την εγχείρησι με τον επιμελητή μου διεξοδικώτατα και διάλεξα τους καλύτερους βοηθούς. Την νάρκωσι θα την άρχιζα μόνος μου με Evipan, όπως έκανα πάντοτε όταν επρόκειτο για μια εξαιρετική περίπτωσι. Αφού θα κοιμόταν, τότε μόνον, ένας πεπειραμένος συνεργάτης μου θα έπαιρνε τη θέσι μου. Θα της έδινα μια πολύ ελαφρά νάρκωσι με αέριο και αιθέρα, στο οποίο θα προσέθετα και οξυγόνο. Εγώ ο ίδιος θα κανόνιζα το βάθος του ύπνου της. Έπρεπε ακόμη να είναι όλα έτοιμα για μια μετάγγισι αίματος. Κάθε σταγόνα που θάχανε, θάπρεπε αμέσως ν’ αντικατασταθή. Γιατί μια πτώσις της πιέσεως του αίματος ή μια έλλειψις οξυγόνου έπ' ουδενί λόγω θάπρεπε να παρουσιαστή. Όλα αυτά τα μέτρα θα εξυπηρετούσαν στο να προφυλάξουν τη μητέρα και το έμβρυο.
Και ήλθε η ημέρα της εγχειρήσεως. Πολύ πρωί πήγα στην κλινική και είδα την άρρωστη μου. Στεκόταν καλά, μου χαμογέλασε, παρ' όλον ότι βρισκόταν κάτω από την επίδρασι των καταπραϋντικών και ναρκωτικών φαρμάκων. Την έβαλαν στο φορείο, την σκέπασαν καλά και την έφεραν στον προθάλαμο του χειρουργείου, όπου ήταν έτοιμη η μηχανή για την νάρκωσι. Έπλυνα τα χέρια μου, μου έδωσαν την σύριγγα με το Evipan, στερέωσαν και καθάρισαν το χέρι. Κατόπιν ρώτησα σιγά:
— Μπορώ ν' αρχίσω τώρα ;
Με κλειστά μάτια έκανε νόημα. Το πρόσωπο της δεν συσπάστηκε ούτε για μια στιγμή, όταν την τρύπησα με την βελόνη στη φλέβα. Παρατήρησα ότι χασμουριόταν και κατόπιν σταμάτησε για μια στιγμή ν' αναπνέη. Όταν η αναπνοή απεκατεστάθη και πάλι, της ξανάδωσα ακόμη λίγο Evipan και συνέχισα με αέριο και λίγο αιθέρα. Όλα προχωρούσαν ομαλά. Βυθίστηκε σ' έναν ήρεμο ύπνο. Προσεκτικά κανόνισα το βάθος της ναρκώσεως, περίμενα ακόμη 10 - 15 λεπτά και παρέδωσα τη νάρκωσι, αφού εξήτασα για τελευταία φορά την όψι της άρρωστης. Όλα εφαίνοντο εν τάξει, τα χείλη και τα αυτιά αιματώνοντο καλά και ήταν ρόδινα.
— Να μου λέτε αμέσως κάθε μεταβολή που θα παρατηρήσετε, προσέθεσα στο βοηθό μου και πήγα να πλυθώ και να ετοιμαστώ για την εγχείρησι. Εν τω μεταξύ έφεραν την άρρωστη μαζί με το μηχάνημα της ναρκώσεως στο χειρουργείο και κάτω απ’ την επίβλεψι του επιμελητού, την ξάπλωσαν στο τραπέζι.
Όταν μπήκα αποστειρωμένος στο χειρουργείο, όλα ήταν έτοιμα. Το χειρουργικό πεδίο ήταν ξέσκεπο. Το εξήτασα άλλη μια φορά, επήρα τα λαστιχένια γάντια, τα φόρεσα και άρχισα. Κατ' ευθείαν έκοψα γύρω ολόκληρο το αριστερό στήθος προσεκτικά, μαζί με το δέρμα που θα το χρειαζόμαστε αργότερα. Πιάσαμε αμέσως με λαβίδες τα αιμορραγούντα αγγεία. Προχώρησα βαθύτερα, άφησα ανέπαφο ολόκληρο τον αδένα του μαστού, προσκολλημένον επάνω στους μεγάλους μυς του στήθους και τα απεχώρισα όλα μαζί από το θωρακικό τοίχωμα. Μερικές αρτηρίες αιμορραγούσαν. Τις πιάσαμε. Κατόπιν αποχώρισα την πρόσφυσι των μυών από την κλείδα, αποχώρισα και τους μικρούς μυς του στήθους τελείως, ξεχώρισα τους τένοντες των μυών από τον βραχίονα και μετακίνησα ολόκληρο το στήθος προς τα έξω. Μ' αυτό το πράγμα είχε τελειώσει η πρώτη φάσις της τρομερής επεμβάσεως.
«Σταματήστε τον αιθέρα και το αίμα!» φώναξα στο ναρκωτή. Ανέλαβα μόνος μου να κλείσω τα αγγεία της πληγής με το ηλεκτρικό μαχαιρίδιο. Εργαζόμουν με μια δαιμονισμένη ταχύτητα, για να κερδίσω χρόνο. Μονάχα ένα μεγάλο αγγείο το ξεχωρίσαμε και το δέσαμε.
Κατόπιν άρχισε το δεύτερο μέρος: Θα ξεκαθαρίζαμε τελείως τους μασχαλιαίους αδένας και τους υποκλειδίους. Ήταν μια κουραστική δουλειά, γιατί ολόκληρη η περιοχή είχε γεμίσει με μικρά καρκινωματώδη ογκίδια. Όλοι οι προσβεβλημένοι ιστοί ξεχωρίστηκαν και ολοκλήρωσα την δουλειά μου φθάνοντας μέχρι τα χείλη των μυών που κλείνουν προς τα πίσω τη μασχαλιαία κοιλότητα. Εδώ υπάρχουν σχεδόν πάντοτε επικίνδυνοι αδένες κι' αυτοί έπρεπε εξάπαντος να απομακρυνθούν.
Και πάλι η αιμόστασις μας πήρε λίγη ώρα.
Κατόπιν έβαλα ένα λαστιχένιο σωλήνα για παροχέτευσι και έκλεισα την πελώρια πληγή που έφτανε από το αριστερό στήθος μέχρι επάνω στον βραχίονα. Τέλος. Σαρανταπέντε λεπτά διήρκεσε ολόκληρη η εγχείρησις. Η απώλεια του αίματος δεν ήταν καθόλου μεγάλη, αλλά παρ' όλα αυτά στην τελευταία φάσι κάναμε μια μετάγγισι.
Ολόκληρη την πρώτη μέρα παρακολουθούσαμε συνεχώς την νεαρά γυναίκα. Εγώ ο ίδιος πήγαινα κάθε τόσο στο κρεββάτι της για να πεισθώ ότι δεν είχε συμβή τίποτε στο παιδί. Αλλά ευτυχώς, πέρασαν οι τέσσερις πρώτες ημέρες και το παιδί ήταν εν τάξει. Έτσι περιορίστηκε προς το παρόν αυτός ο κίνδυνος.
Όσο στις επισκέψεις μου εγώ ήμουν απησχολημένος με το χειρουργικό τραύμα και την αλλαγή των επιδέσμων, περιωρίζετο η συζήτησίς μας σε ελάχιστες ερωτήσεις και απαντήσεις πάνω στην κατάστασι της. Αλλά αφότου σταμάτησε η παροχέτευσις και η μεγάλη τομή έκλεινε, άρχισε μια κάποια νευρικότης. Ένιωθα πραγματικά σαν να πετούσε μες στο δωμάτιο μια ανείπωτη ερώτησι. Και μετά, κάποια ημέρα, έθεσε, γελώντας αθώα, το εξής ερώτημα:
— Πόσο περίπου θα ζήσω ακόμη, κύριε καθηγητά;
Αμέσως κατάλαβα: ήθελε να μάθη αν της έμενε ακόμη αρκετός καιρός για να φέρη το παιδί στον κόσμο. Με φτηνό τρόπο, ούτε μπορούσα, ούτε ήθελα να την παρηγορήσω. Γι' αυτό της είπα μονάχα:
— Αυτό μη μου το ρωτάτε, αγαπητή κυρία.
Με τον καιρό παρατηρήσαμε με φόβο ότι διαρκώς αδυνάτιζε. Το λεπτό δέρμα του προσώπου της τέντωνε, τα εκφραστικά της μάτια φαίνονταν μεγαλύτερα και πάνω σ' ολόκληρη τη μορφή της απλωνόταν ένας πόνος. Έχανε καθημερινά βάρος και γι' αυτό κουβέντιασα με την προϊσταμένη μας, που ήταν μια μικρόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα από τη Σιλεσία, με τόση καλωσύνη όση και πείρα, και την παρεκάλεσα με όλη μου την καρδιά να δίνη συμπληρωματικά στην άρρωστη τίποτε νόστιμο για φαγητό, παρ' όλον ότι η διατροφή ήταν περιορισμένη λόγω του (Β. Παγκοσμίου) πολέμου.
— Δεν θα τη βοηθήση και πολύ, είπε εκείνη. Η όρεξις λιγοστεύει. Βρίσκουμε κιόλας μεγάλες δυσκολίες στο φαγητό της.
Μερικές φορές της έφερνα μαζί μου τίποτε ορεκτικά, αλλά με βασάνιζε ανείπωτα η τρομερή σκέψις ότι μ' αυτά τα συμπεπυκνωμένα και γεμάτα θερμίδες φαγητά δεν τρέφαμε μονάχα τη μητέρα και το παιδί, αλλά και τον καρκίνο ! Ναι, τρέφαμε τον καρκίνο!
Κάθε φορά που άλλαζα τον επίδεσμο, παρατηρούσα το δεξιό στήθος και διεπίστωνα με τρόμο ότι διαρκώς μεγάλωνε. Ήταν πια καιρός να κάνουμε την δεύτερη εγχείρησι. Αλλά η γενική της κατάστασις ήταν τόσο άσχημη και ανελάμβανε τόσο αργά που αναγκάστηκα να αναβάλω την εγχείρησι.
Για να την διασκεδάσω και να την απασχολώ την άφηνα, αφού πέρασαν οι δέκα ημέρες από την εγχείρησι, να σηκώνεται και να περπατάη λιγάκι. Μερικές φορές την συνώδευα σ' αυτούς τους περιπάτους και κάποτε, μια όμορφη ηλιόλουστη φθινοπωριάτικη ημέρα, πήγαμε μαζί προσεκτικά, με μικρά βήματα στον κήπο της κλινικής. Το θέμα της συζητήσεως μας ήταν σχεδόν πάντοτε γύρω άπ' το παιδί που περίμενε και όταν δοκίμαζα να φέρω την κουβέντα σε άλλα πράγματα την ξαναγύριζε πάλι επίμονα στο ίδιο σημείο, γύρω απ’ το οποίον, όπως φαίνεται, περιστρέφονταν διαρκώς όλες της οι σκέψεις. Με πραγματική συγκίνησι αντιλαμβανόμουν διαρκώς ότι ήταν γαντζωμένη στην ιδέα ν' αφήση αυτό το παιδί σαν κληροδότημα της αγάπης της στον άνδρα της, όταν εκείνος θα γύριζε απ' το μέτωπο.
Δεν μπορούσα να την αφήσω να μαντέψη ότι δεν ήμουν εις θέσιν να συμμεριστώ την ελπίδα της. Κρυφά εζήτησα για να μάθω που βρισκόταν ο άνδρας της και από την Γενική Διοίκησι έμαθα εμπιστευτικά, ότι ολόκληρη η ομάδα, στην οποίαν άνηκε, είχε χαθή στο Ανατολικό Μέτωπο.
Κάποια μέρα της είπα ότι την επομένη ήθελα να κάνω την δεύτερη εγχείρησι. Κίνησε μονάχα το κεφάλι της.
Αυτή η δεύτερη εγχείρησις είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις και ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από την πρώτη, επειδή η γενική κατάστασις είχε επιδεινωθή. Κάθε κίνδυνος για την μητέρα και το παιδί είχε διπλασιαστή. Όλοι μας το ξέραμε και ο επιμελητής άκουσε τις οδηγίες μου για την εγχείρησι με μια βουβή υποταγή.
Ύστερα από μια ανήσυχη νύχτα, πήγα γεμάτος ανησυχία στην κλινική. Προτού αρχίσω να την κοιμίσω, της έδωσα άλλη μια φορά θάρρος. Είχε κλειστά τα μάτια και σώπαινε. Εγώ άρχισα.
Δουλεύαμε γρήγορα και προσεκτικά όσο μπορούσαμε. Με πολλή περισσότερη φροντίδα σταματούσα τις αιμορραγίες για να προφυλάξω την κυκλοφορία. Βρισκόμαστε στον έκτο μήνα, και το παιδί επομένως, αν προκαλείτο ένας πρόωρος τοκετός, δεν θα μπορούσε να ζήση. Αλλά, παρ' όλη μας την υπερέντασι, χρειάστηκα αυτή τη φορά πιο πολύ χρόνο για ν' αποχωρίσω το στήθος και να ξεκαθαρίσω τη μασχάλη και τους υποκλείδιους αδένας: Οι ιστοί είχαν γίνει ένας σβώλος και διαρκώς άγγιζα στο βάθος και καινούργιες ύποπτες καρκινωματώδεις μάζες.
Τελείωσα, έρραψα τη μεγάλη πληγή και τοποθέτησα την παροχέτευσι. Προχωρούσα μεν χωρίς να παρουσιάζωνται επιπλοκές, αλλά αμφέβαλα αν θα είχαμε μια πλήρη ίασι, γιατί το λεύκωμα στο αίμα, ήταν παρ' όλες μας τις προσπάθειες, κατεβασμένο. Έτσι μείναμε νιώθοντας μια βαθειά κατάθλιψι, όταν πήραν έξω άπ' το χειρουργείο την άρρωστη. Το πράγμα ήταν φοβερό και η συναίσθησις ότι στο τέλος όλα θα πήγαιναν χαμένα μας βάραινε όλους.
Εμενα με βασάνιζε ακόμη μια τελείως διαφορετική φροντίδα, που με προσοχή την έκρυβα από εκείνη: το μικρό πλασματάκι θα μπορούσε να πεθάνη μέσα της. Γι' αυτό, αμέσως ύστερα από την εγχείρησι, πήγα επάνω στο δωμάτιο της και ακροάσθηκα την καρδιά του παιδιού. Τα κτυπήματα ήταν αδύνατα, αλλά αρκετά αισθητά. Και έμειναν έτσι και τις επόμενες ημέρες. Ένα πρωί μου ανεκοίνωσε, ακτινοβολώντας άπ' τη χαρά της: το παιδί είχε κινηθή μέσα της. Είχε νιώσει καθαρά τα κτυπήματα, που έκαναν τα μικρά του ποδαράκια.
Αλλά τώρα αρχίσαμε να έχουμε δυσκολίες από την πληγή. Όταν απεμάκρυνα, ύστερα από τέσσερις ημέρες, το μεγάλο σωλήνα της παροχετεύσεως παρετήρησα ότι σε μια θέσι, μια μικρή περιοχή του δέρματος είχε νεκρωθή. Όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν έπρεπε ν' απομακρύνω αυτό το κομματάκι για να μην προέλθη καμμιά μόλυνσις. Κι' αυτή τη μικρή επέμβασι στο κρεββάτι την ξεπέρασε εύκολα, αλλά η σωματική της κατάπτωσις άρχισε ξαφνικά να μεγαλώνη.
Πλησιάζαμε στον έβδομο μήνα. Άρχιζε ο τελευταίος αγώνας με τον χρόνο. Της πρότεινα ακτινοβολίες για να εξουδετερώσουμε μερικά κακοήθη κύτταρα που είχαν απομείνει. Επειδή προέβλεψα ότι θα φοβόταν μήπως βλάψουν το παιδί, τη διαβεβαίωσα χωρίς να με ρωτήση, ότι μπορούσαμε να απομονώσουμε το παιδί από την επίδρασι των ακτίνων. Αλλά δεν συνεφώνησε και μούπε: — Για ποιό λόγο ; ξέρω που βρίσκομαι.
Από μέρα σε μέρα φαινόταν πιο κουρασμένη. Φάνηκε στα μάτια της μια αλλόκοτη λάμψις, η ακτινοβολία του προσώπου της χάθηκε κι' από την μεγάλη αδυναμία έγινε σαν φάντασμα, που με τρόμαζε ιδιαίτερα τα βράδυα μέσα στο σκοτάδι. Η πληγή δεν έκλεινε. Το μέρος που είχε μείνει ανοικτό δεν θεραπευόταν. Οι αναγεννητικές δυνάμεις του οργανισμού της είχαν φθάσει στο τέλος.
Η επίσκεψις στο δωμάτιο της γινόταν όλο και πιο οδυνηρή για μένα. Από πριν σκεπτόμουν ιστορίες που θα την διασκέδαζαν και θα την ευχαριστούσαν, αλλά οι προσπάθειες μου έπεφταν σαν τις σπίθες στο βρεγμένο άχυρο. Το γέλιο της έβγαινε αδύνατο. Ένα γέλιο φιλοφροσύνης.
Ο έβδομος όμως μήνας τελείωσε. Έτσι κάποια μέρα πήγα και της είπα:
—Εάν έλθη τώρα το παιδί μπορεί να διατηρηθή στη ζωή!
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις εκδηλώσεις που ακολούθησαν την είδησι. Δάκρυα χαράς λαμπύριζαν στα μάτια της και το ωχρό εξασθενημένο πρόσωπο φάνηκε να φωτίζεται από μέσα με μια ακτινοβολία ευτυχίας. Για λίγες μέρες καλυτέρευσε και η κατάστασίς της. Έκανε λίγο χρώμα—αλλά κατόπιν προχώρησε αδυσώπητα η σωματική κατάπτωσις.
Τον όγδοο μήνα της πρότεινα να της γίνη ένας πρόωρος τοκετός. Θα πήγαινε στην γυναικολογική κλινική και θάφερνε το παιδί στον κόσμο. Αρνήθηκε όμως. Ήθελε να πάη σπίτι της. Έτσι ήλθε η ημέρα που άφησε την κλινική μας. Εμφανίστηκε η αδελφή της για να την πάρη. Περίμενα πως θάταν κι' αυτή μια λεπτοκαμωμένη νεαρά γυναίκα, αλλά παρουσιάστηκε μπροστά μου ένας εύρωστος άνθρωπος που έσφυζε από ζωή. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο της άρρωστης, άρχισε αμέσως να φωνάζη:
— Μα πως είσαι έτσι; Έχεις αδυνατίσει υπερβολικά. Δεν σου δίνουν στην κλινική να φας; Καλά, περίμενε. Μόλις έλθης σπίτι θα σε ταϊσω για καλά . . .
Έτσι μιλούσε η ανίδεη.
Ένα λυπημένο γέλιο γλύστρησε στην όψι της άρρωστης κι' εγώ είπα, υπενθυμίζοντας της:
—Η αδελφή σας είναι πολύ άρρωστη! Έχει περάσει μέχρι τώρα δυό εγχειρήσεις και πρόκειται να κάνη και μια γέννα. Σας παρακαλώ, μην το ξεχνάτε!
Τις συνώδευσα και τις δυό μέχρι το αμάξι. Για μια στιγμή έμεινα ακόμη μόνος με την άρρωστη μου και ένιωσα ότι αγωνιζόταν με τον εαυτό της, αλλά στο τέλος ξέφυγε άπ' τα χείλη της η ερώτησις που φοβόμουν:
— Πόσο θα ζήσω ακόμη ;
Απέφυγα ν' απαντήσω, κουνώντας βουβά το κεφάλι μου. Δεν ήθελα την τελευταία στιγμή να πω ψέματα.
— Ειδοποιήστε με όταν γεννηθή το παιδί, την παρεκάλεσα. Κι' εκείνη μου το υποσχέθηκε.
Περίμενα να μου στείλουν καμμιά κάρτα και εξεπλάγην όταν κάποια μέρα πήρα ένα γράμμα, γραμμένο άπ' την ίδια.
«Αγαπητέ μου κ. καθηγητά», έγραφε, «επειδή συμμεριστήκατε τόσο θερμά τον αγώνα μου, θα είστε και ο μόνος που θα μάθετε από μένα την ίδια το ευχάριστο νέο. Γιατί είμαι πολύ αδύνατη και πρέπει να κάνω οικονομία στις υπόλοιπες δυνάμεις μου. Λοιπόν: προ δέκα ημερών ήλθε το παιδί στον κόσμο. Ένα αγοράκι. Ένα μικρούτσικο παιδάκι. Όταν γεννήθηκε ζύγιζε μόνο 2 κιλά και 640 γραμμάρια. Αλλά ζή, και κατά τη γνώμη του εδώ γιατρού, ενός καλού γιατρού του χωριού μας, με πολλή καρδιά και μεγάλη πείρα, θα διατηρηθή στη ζωή.
»Η καρδιά μου είναι τόσο πολύ γεμάτη από ευγνωμοσύνη, που μου είναι αδύνατον να βάλω σε λέξεις τα συναισθήματα μου. Ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και ευγνωμοσύνη και προς εσάς, αγαπητέ κ. καθηγητά. Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν αρκετά άσχημες και μερικές φορές σκεπτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να κρατήσω μέχρι τέλους. Προσευχόμουν μ' έναν τελείως παιδιάστικο τρόπο, που ίσως θα μπορούσε να κάνη ένα θεολόγο να γελάση περιφρονητικά: «Αν Εσύ είσαι κει πάνω, κι' αν Εσύ είσαι η Αγάπη, τότε χάρισε μου αυτό το παιδί». Έτσι Του έλεγα και Εκείνος, με την απέραντη ευσπλαχνία Του, άκουσε την ικεσία μου, που ήταν σαν ένας εξαναγκασμός.
»Αυτό το γεγονός σημαίνει για μένα πολλά πράγματα. Είναι η μεγαλύτερη μου παρηγοριά στο τελευταίο κομμάτι του δρόμου, που βρίσκεται ακόμη μπροστά μου. Ο θάνατος έρχεται. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι τόσο τίμιοι μαζί μου όπως εσείς, κ. καθηγητά. Ο γιατρός του χωριού λέει παρλαπίπες όταν αρχίζω να μιλάω για τον θάνατο. Και η αδελφή μου τελευταία θύμωσε και με μάλωσε για τις «χαζομάρες» μου, αλλά τα κλαμένα της κόκκινα μάτια, λένε κάτι άλλο. Όμως κι' αν δεν υπήρχαν αυτά τα σημάδια, δεν θα μπορούσε κανείς να μου βγάλη την εσωτερική βεβαιότητα ότι το τέλος πλησιάζει.
»Δεν θέλω να φαίνωμαι πιο καλή άπ' ο,τι είμαι: κι' εγώ συχνά νιώθω φόβο για τον θάνατο. Το βαθύ φόβο του πλάσματος προτού φύγη άπ' αυτή τη ζωή, και κυρίως τις νύχτες όταν μένω μόνη μ' ανοικτά τα μάτια στο σκοτάδι. Αλλά τότε με παρηγορεί η σκέψις του παιδιού που αποτελεί για μένα την ζωντανή απόδειξι της αγάπης του Θεού. Ίσως αυτές οι προσωπικές «αποκαλύψεις», που απέναντι τους στέκεται η προτεσταντική μας εκκλησία με κάποια επιφυλακτικότητα, αποτελούν παραχωρήσεις του Θεού στην ολιγοπιστία κάποιων Θωμάδων. Εγώ η ίδια μπορώ να πω μονάχα ότι τις δέχτηκα μ' ευγνωμοσύνη. Έτσι μου γίνεται ευκολώτερο να πιστέψω στην υπόσχεσι της Αιώνιας Ζωής.
»Άχ ναι! η αιωνιότης, η αιώνια μακαριώτής ! Απ' όλους τους άμβωνες διακηρύσσετε το χαρούμενο μήνυμα κάθε Κυριακή. Αλλά όταν φθάνουμε πραγματικά στον θάνατο, τότε οι άνθρωποι τον αποδιώχνουν, σαν να ήταν η πιο μεγάλη δυστυχία.
«Τελευταία, εδώ σ' ένα γειτονικό χωριό, κτύπησε ένα αντιαεροπορικό βλήμα ένα μικρό παιδί. Το πήγαν μισοπεθαμένο στο νοσοκομείο. Η μητέρα του—ήταν το μοναδικό της παιδί—ξεφώνιζε δυνατά και σωριάστηκε μπροστά στο κρεββάτι του. Και τότε αυτός ο δεκάχρονος μικρός της είπε: «Γιατί κλαις μητέρα; αφού πηγαίνω στον ουρανό. Εσύ μόνη σου δεν μου τόπες ;» Βλέπετε, έτσι θάπρεπε να πιστεύη κανείς! Δεν το κατορθώνω εγώ πάντα. Και τότε λέω την προσευχή, που αποτελεί για μένα, απ' ολόκληρη τη Βίβλο, τις πιο ανθρώπινες λέξεις: Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία...
»Χθες αναγκάστηκα να διακόψω εδώ το γράμμα μου. Ήλθε η αδελφή μου και με μάλωσε στα γερά. Ήθελε να μου κάνη ξεκάθαρο ότι για χάρι του παιδιού είχα καθήκον να μείνω στη ζωή. Τώρα, εκτός του ότι δεν εξαρτάται καθόλου απ' τις δικές μου δυνάμεις το να παρατείνω τη ζωή μου, θεωρώ σαν μια ανακουφιστική άποψι και το εξής: στο τέλος-τέλος και οι πιο τρυφεροί γονείς πολύ λίγα μόνον πράγματα μπορούν να κάνουν για τα παιδιά τους. Η τύχη τους όπως και η δική μας, βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Και σ' αυτά τα πατρικά, τα δυνατά χέρια, εμπιστεύομαι τώρα απόλυτα όλους εκείνους που αφήνω πίσω μου, τον άνδρα μου, τα παιδιά μου, όλους μου τους φίλους. Κι' εσάς, αγαπητέ κ. καθηγητά.
«Αγάπησα πάντα τη ζωή: την μουσική, τα λουλούδια, ολόκληρη την ομορφιά αυτού του κόσμου. Μόχθησα για νάμαι στα παιδιά μου, που ήταν για μένα το ωραιότερο δώρο, μια καλή μητέρα. Και δέκα ολόκληρα χρόνια έμεινα συνδεδεμένη με τον άνδρα μου, με μια αγάπη που δεν δοκίμασε ποτέ ούτε και την παραμικρότερη συννεφιά. Το να τ' αφήσης όλ' αυτά, δεν είν' εύκολο. Θα ήθελα όμως άλλη μια φορά να σας διαβεβαιώσω, επειδή μου παρασταθήκατε στις δυσκολώτερες ώρες μου, ότι προχωρώ με την βεβαιότητα πως θα τα ξαναβρώ, εκεί επάνω, όλα περιβεβλημένα με μια λαμπρότητα και ελευθερωμένα άπ' την γήινη μιζέρια. Αντίο για πάντα!
Ν. Ν.
Τ. Γ. Όταν γυρίση κάποτε ο άνδρας μου δώστε του σας παρακαλώ αυτό το γράμμα».
Ύστερα από 14 ημέρες, πήρα ένα χαρτί που μου ανήγγελε τον θάνατο της. Το γράμμα δεν μπόρεσα να το δώσω, γιατί ο άνδρας της δεν γύρισε ποτέ από το Ανατολικό Μέτωπο.
Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIAN.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις "Η Δαμασκός". Αθήναι 2006.