Αδελφέ εν τη σκόνη φιλόσοφε, (που έλεγε και ένας κάποτε στο εσωτέρικα). Παρακολουθώ την προσπάθειά σου να τεκμηριώσεις τη θέση ότι η πίστη χρειάζεται κάποιας μορφής νοητική διεργασία, κάποιας μορφής νοητική προσπάθεια, κάποιας μορφής νοητική έρευνα για να σταθεί, και ότι σαν τυφλή υπακοή η πίστη δεν υφίσταται. Ενδεικτικά σημεία των λόγων σου είναι για παράδειγμα
Η πλήρης πίστη θα έρθει με τη δική μας έρευνα και ενδιαφέρον
Η αποδοχή άνευ έρευνας μας οδηγεί κάλιστα στην καταδίκη
Ερευνάτε λοιπόν για να πιστέψετε!
Θα μπορούσα να τα πιάσω ένα ένα, αλλά θα μιλήσω συνολικά, μιας και στο σύνολό τους οι θέσεις σου εμφανίζουν και κάποιες αξιοσημείωτες αντιφάσεις. Από τη μία προσπαθείς να τεκμηριώσεις το πως η πίστη υφίσταται σαν αποτέλεσμα ερεύνης και γνώσης των του Θεού, και από την άλλη λεςΤι νόημα έχει να λέμε ότι πιστεύουμε κάτι όταν δεν το εχουμε ερευνήσει οι ίδιοι και δεν έχουμε πειστεί οι ίδιοι με όσα μέσα διαθέτουμε ότι είναι αληθινό;
Η τοποθέτησή σου γενικά θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών. Ο Δαρβίνος έχει μια άριστη θεωρία για να εξηγήσει πως από ένα κύτταρο εξελίχθηκαν όλα τα άλλα. Όταν έρχεται όμως η ώρα να εξηγήσει πως δημιουργήθηκε το πρώτο κύτταρο, όλα καταρρέουν. Κάπως έτσι λοιπόν και εσύ, έχεις μια πολύ καλή θεωρία για το πως η πίστη από κόκκο (που δεν έχει και κανένας μας μάλλον αλλά τέλος πάντων) εξελίσσεται μέσω της έρευνας και μεγαλώνει. Όμως όλη η θεωρία αυτή περί έρευνας από την οποία εξαρτάται κατ ουσία η πίστη, καταρρέει όταν χρειαστεί να εξηγήσει τον πρώτο αυτό κόκκο πίστης.Δηλαδή αποδίδει "μισθό" όχι ανάλογα με τα επιτεύγματα, γιατί αυτά μπορεί να μην ολοκληρωθούν λόγω αντίξοων συνθηκών, αλλά ανάλογα με την προθυμία , την επιθυμία που έχει κανείς να τον βρει! Γιαυτό και στον Αβραάμ λογίστηκε ως δικαιοσύνη η πίστη του στα λόγια του Θεού .
Χρησιμοποιείς λοιπόν ένα παράδειγμα με τον Αβραάμ,
και σε αυτό το παράδειγμα δεν εξετάζεις καθόλου το αρχικό στάδιο αυτής της βεβαιότητας που αναφέρεις. Πριν ο Αβραάμ φτάσει στο σημείο να πιστεύει γιατί είχε ερευνήσει και είχε ήδη τη βεβαιότητα, υπήρξε ένα άλλο καθοριστικό σημείο κατά το οποίο πίστεψε χωρίς να υπάρχει ΚΑΜΙΑ απόδειξη άλλη από το ότι άκουσε μια φωνή να του λέει ότι Αυτός είναι ο Θεός. Στην αρχική λοιπόν επαφή του Αβραάμ με το Θεό, δεν υπήρχε ούτε βεβαιότητα, ούτε δυνατότητα έρευνας, ούτε δυνατότητα αποδείξεων. Και όμως, ο Αβρααμ πίστεψε. Και ήταν τόσο σημαντικό αυτό που έκανε, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν όλα τα παραπάνω. Άρα, η πίστη κατουσίαν, είναι εντελώς ανεξάρτητη, και μάλιστα αντιστρόφως ανάλογη από το ποσό/ποσοστό αποδείξεων, αποτελεσμάτων ερεύνης ή νοητικών διεργασιών. Η πίστη είναι χάρισμα του Κυρίου, σύμφωνα και με αυτό που ο Ιάκωβος, στην επιστολή του που απευθύνεται σε μέλη της εκκλησίας, μέλη που και ερευνούν και ψάχνουν και αποδείξεις έχουν, λέει. Να τη ζητήσουν από το Θεό. Δεν τους λέει ούτε να ερευνήσουν καλύτερα, ούτε βαθύτερα.Ο Αβραάμ πίστεψε σε κάτι που σε άλλον θα φαινόταν αδύνατο, αλλά είχε ήδη μέσα του τη βεβαιότητα ότι ο Θεός μπορεί να κάνει αδύνατα πράγματα. Αυτή είναι η πραγματική γνώση και η πραγματική λογική. Από τη στιγμή που βλέπει κανείς να πραγματοποιείται ένα αδύνατο φαινόμενο η λογική λέει ότι το ον που το πραγματοποίησε μπορεί να πραγματοποιήσει και άλλα.
Πρώτα εμφανίζεται λοιπόν η πίστη, χωρίς προυποθέσεις και προαπαιτούμενα, και μετά εμφανίζεται η δυνατότητα της επιβεβαίωσης.
Πάνω από όλα αυτά, η γραφή κάνει ξεκάθαρο ότι ο ανθρώπινος νους αδυνατεί εξ ορισμού να συλλάβει και να κατανοήσει ότιδήποτε σχετίζεται με το Θεό. Τα του Θεού ΜΟΝΟ το Άγιο Πνεύμα μπορεί να τα αποκαλύψει στον άνθρωπο και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτώνται από το πόσο χρόνο θα ξοδέψει κανείς να ερευνήσει και να μελετήσει. Μπορεί η επιθυμία να γνωρίσει κανείς καλύτερα το Θεό να παίζει όντως σημαντικό ρόλο. Αλλά όχι ο κόπος, τα ανθρώπινα έργα. Αυτά είναι αποτέλεσμα και όχι προυπόθεση.
Εδώ λοιπόν ενυπάρχει η μέγιστη των αντιφάσεων στη θεωρία σου, μιας και το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει στον άνθρωπο ΜΟΝΟ εφόσον υπάρχει η πίστη. Αν λοιπόν η πίστη ήταν αποτέλεσμα έρευνας και νοητικής ικανότητας να κατανοήσουμε τα του Θεού, 1. όλοι οι αντίθεοι μανιώδης μελετητές και ερευνητές θα ήτανε πιστοί και 2. κανείς πτωχός το πνεύματι (π-νους) δεν θα μπορούσε να πιστέψει αρκετά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που αναφέρεις για τα μικρά παιδιά.
Διαφωνώ κάθετα φίλε μου, για πολλούς λόγους. Και θεωρητικούς, και πρακτικούς και πάνω από όλα Βιβλικούς.Όταν μας διδάσκει κάποιος τη χριστιανική πίστη ή δόγμα ενώ είμαστε μικρά παιδιά είναι για μας το ίδιο σαν να μας δίδασκε οποιοδήποτε άλλο δόγμα αφού το δεχόμαστε λόγω της αγάπης προς τους γονείς και μεγαλυτέρους συγγενείς και γνωστούς. Δεν προέρχεται από δική μας έρευνα.Είναι πίστη στους γονείς και στους μεγαλυτέρους εκείνη τη στιγμή, τους "πατέρες" και όχι ακριβώς πίστη στο Χριστό άμεση. Γιαυτό και είναι εξίσου τυφλή υπακοή και αποδοχή των όσων λένε αφού δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι δεν τα ξέρουν όλα οι γονείς μας ή ότι δεν ξέροπυν κάτι σωστά.
Ο θεωρητικός λόγος λέει ότι το παιδί αυτό, παρόλο που κανείς δεν του έμαθε θεολογία (και δεν μπορεί αν καταλάβει τέτοια ζητήματα), ακόμα και αν το κάνει επειδή εμπιστεύεται τους γονείς του και παραδειγματίζεται από την πίστη αυτών, ΠΙΣΤΕΥΕΙ στο Χριστό. Και πιστεύει όχι επιφανειακά, ούτε λίγο. Πιστεύει ΒΑΘΥΤΑΤΑ. Θεωρητικά τα παιδιά είναι τόσο ΕΥΚΟΛΟΠΙΣΤΑ, που αυτό που οι γονείς τους θα τους διδάξουν θα το πιστέψουν τόσο βαθιά που σχεδόν κανείς δεν μπορεί να τους το ξεριζώσει. Το ότι μπορεί κάποια παιδιά να οδηγηθούν σε λάθος πιστεύω και να πιστεύουν ένα ψέμα, δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση ότι η ΠΙΣΤΗ τους σε αυτό είναι βαθύτατη, ισχυρότατη, αληθινή, ανυπόκριτη, και σε περίπτωση που πιστεύουν στο Χριστό, απόλυτα ευλογημένη. Κατά συνέπεια, η πίστη τους αυτή, που δεν εξαρτάται ούτε από έρευνα, ούτε από βαθύτερες νοητικές διεργασίες, και υφίσταται και είναι ανεξάρτητη των προυποθέσεων που βάζεις.
Πρακτικά, θυμάμαι στην ηλικία των δώδεκα ετών, κάποιους πολύ καλούς μου φίλους να βάζουν κατά λάθος φωτιά στο χημείο του σχολείου. Αδυνατώντας να τη σβήσουν, την ώρα που φούντωνε, έτρεξαν να προσευχηθούν στον Ιησού Χριστό, που ούτε ποτέ είχαν ερευνήσει, ούτε ποτέ είχαν φυσικά κατανοήσει. Η θέρμη της προσευχής τους και της πίστης τους ήταν τέτοια, που η έλλειψη έρευνας και κατανόησης περίττευε εντελώς. Το θαύμα φυσικά έγινε, γιατί Αυτός δεν εξετάζει το αν πιστεύει κανείς αφού πρώτα ερεύνησε, αλλά εξετάζει το πόσο φουντωμένη είναι η πίστη μέσα στην καρδιά. Αν Αυτός περίμενε πρώτα να μεγαλώσουν, μετά να ερευνήσουν, μετά να καταλάβουν, για να αποδεχτεί την πίστη τους, ζήτω που καήκαμε (κυριολεκτικά). Αλλά ακόμα και αν είχαν μεγαλώσει, δεν είχαν ερευνήσει, δεν είχαν πολυσκεφτεί, και η πίστη τους τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν εξίσου δυνατή, πάλι θα ευλογούσε. Φυσικά κατά τα λεγόμενά σου, κάτι τέτοιο (να πιστέψουν δηλαδή βαθύτατα και ανυπόκριτα χωρίς να έχουν εκπληρώσει τις προυποθέσεις δεν μπορεί να γίνει)
Βιβλικά, η προτροπή/εντολή του Κυρίου για το να γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά, σίγουρα δεν αναφέρεται ούτε στην ακακία τους και την τρυφερή τους καρδιά (τα παιδιά είναι πολλές φορές οι πιο σκληρόκαρδοι και κακόβουλοι άνθρωποι) ούτε στην μακροχρόνια έρευνά τους, ούτε στην υψηλή τους διάνοια. Αναφέρεται στην ΠΙΣΤΗ τους. Την ανυπόκριτη, ανεξάρτητη, χωρίς χρείαν επιβεβαιώσεων, αποδείξεων, έρευνας, κατανόησης, γνώσης, κλπ κλπ κλπ ΠΙΣΤΗ τους. Άρα, η εμφάνιση και η εγκατάσταση της πίστης στην καρδιά μας, ούτε από έρευνα ούτε από κατανόηση εξαρτάται.
Εκεί φυσικά που συμφωνώ μαζί σου είναι στο ότι η εν πίστη ΠΑΝΤΑ έρευνα και προσπάθεια κατανόησης, μπορεί να συντηρήση, άντε και να δυναμώσει την πίστη. Αλλά όση έρευνα και αν προηγηθεί, όση κατανόηση, όση προσπάθεια προσέγγισης της ύπαρξης του Θείου με διανοητικά/ανθρώπινα κριτήρια, εν τη απουσία της πίστης εξ αρχής, άχρηστη είναι για τον άνθρωπο. Να πιστεύεις και να αμφιβάλεις ταυτόχρονα, δεν γίνεται. Αμφιβολία και πίστη δεν συνυπάρχουν, όπως πάλι ξεκαθαρίζει ο Ιάκωβος στην επιστολή του. Το ότι η ύπαρξη της πίστης πρέπει να οδηγήσει στην διαρκή αναζήτηση του Θεού, να Τον γνωρίσει κανείς ακόμα καλύτερα, και ότι αυτό θα έχει αποτέλεσμα Αυτός να αποκαλυφθεί κατά τη βούλησή Του, είναι γεγονός. Αλλά το να ψάχνει κανείς, να ερευνά, για να διαλύσει τις αμφιβολίες του, σημαίνει ότι δεν πίστευε πραγματικά ποτέ. Και όσο και αν ερευνήσει, πίστη δεν πρόκειται να γενηθεί σαν αποτέλεσμα αυτού και μόνο. Πρώτα θα πιστέψει, και μετά θα λάβει καρπό από την όποια προσπάθειά του.
Αν πιστεύει κάποιος, όπως εγώ, ότι η νόηση των αιώνων και των μυστηρίων του Θεού είναι απότέλεσμα Θεικής επιλογής και παρέμβασης, τότε η θέση ότι η πίστη περιέχει χαρακτηριστικά γνώσης, νοητικής διεργασίας και έρευνας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το ένα προυποθέτει ότι ο Θεός είναι ο Κύριος των πάντων, πόσο μάλλον των μυστηρίων Του, και τα αποκαλύπτει κατά βούληση σε όποιον Αυτός επιθυμεί. Το άλλο προυποθέτει την ανθρώπινη κατανόση, 'σοφία', 'γνώση', προσπάθεια, η οποία με κάποιο τρόπο αναγκάζει το Θεό να αποκαλυφθεί, σαν και καλά ο άνθρωπος να δικαιούται κάτι. Αντιθέτως όμως, οι αποκαλύψεις του θεού στον άνθρωπο δεν έλαβαν χώρα ούτε κατόπιν παρατεταμένης έρευνας, ούτε κατόπιν γνώσης επιστημονικής ή μη, ούτε κατόπιν νοητικών διεργασιών. Το να κάθεται κάποιος σε μια καρέκλα και να φιλοσοφεί, να σκέφτεται αδιάκοπα, να βάζει το νου του να εργάζεται συνεχώς για να κατανοήσει τα του Θεού, ήταν η πρακτική των αρχαίων ημών προγόνων, που ζητούσαν σοφία με τα ανθρώπινα μέτρα. Και βρήκαν τελικά το τίποτα. Σε έναν αδαή βοσκό αποκαλύφθηκε ο Θεός. Το να μελετάει κανείς όλη του τη ζωή αστροφυσική, για να καταλάβει πως έγινε το στερέωμα, και αυτό στην ίδια κατηγορία ανάγεται. Το να ερευνά αδιάκοπα για να πιστέψει το πως ο Θεός έφτιαξε τους αιώνες, είναι και αυτό εντελώς άχρηστο. Αυτό που χρειάζεται πρώτιστα είναι η πίστη στο Θεό, και μόνο τότε ΜΠΟΡΕΙ τα υπόλοιπα να οδηγήσουν κάπου. Όμως ο θεός πολλάκις έχει επιλέξει τους αδαής, τους μωρούς, τους τελευταίους σε επίπεδα έρευνας, γνώσης και διανοητικής ικανότητας, για να τους αποκαλύψει εν ριπή οφθαλμού τα μεγαλέια Του και την Αλήθεια.Το να πει κανείς ότι "νοεί" μέσω της πίστης πως έγιναν οι αιώνες και πως παρήχθη από το αόρατο το ορατό σημαίνει ότι εννοεί ως πίστη κάτι που έχει χαρακτηριστικά γνώσης , νοητικής διεργασίας αν θέλετε προς έρευνα της αλήθειας.
Άχρηστη λοιπόν είναι και η έρευνα, και η διανοητική διεργασία, και η γνώση, αν δεν ΠΡΟΥΠΑΡΧΕΙ η πίστη. Και σίγουρα δεν μπορεί να αποτελούν προυποθέσεις για την γέννησή της.
Σημείωση. Αν κάτι δεν κατάλαβα καλά ως προς αυτό που πρεσβεύεις, παρακαλώ διόρθωσέ με αφού το ξεκαθαρίσεις.
Just my 0.02$