Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ένα απιστευτο υπέροχο δίδαγμα: Μην κάνετε τίποτα με μισή καρδία…

Εικόνα

Ένας ηλικιωμένος ξυλουργός κόντευε να βγει στη σύνταξη, και είπε στο αφεντικό του τα σχέδια του για να φύγει και να ζήσει πιο ξεκούραστα μαζί με τη γυναίκα του.

Βέβαια δεν θα συνέχιζε να βγάζει τόσα λεφτά, όμως έπρεπε να βγει στη σύνταξη.

Θα τα κατάφερναν.

Ο εργολάβος του στεναχωρήθηκε που θα έφευγε ένας τόσο καλός μάστορας, και ζήτησε από τον ξυλουργό αν θα μπορούσε να του χτίσει άλλο ένα σπίτι σαν προσωπική του χάρη.
Ο ξυλουργός είπε ναι, όμως όσο περνούσε ο καιρός δεν ήταν δύσκολο να παρατηρήσει κάποιος πως δεν δούλευε με όλη του τη καρδιά.

Χρησιμοποιούσε υλικά κατώτερης ποιότητας, και έκανε επιπόλαιη δουλειά.

Ήταν ο χειρότερος τρόπος για να τελειώσει μια καριέρα γεμάτη αφοσίωση και επιτυχίες.

Όταν ο ξυλουργός τελείωσε το έργο, ήρθε ο εργολάβος να επιθεωρήσει το σπίτι. Έδωσε το κλειδί της εισόδου στον ξυλουργό και του είπε,

«Αυτό το σπίτι είναι δικό σου, ένα δώρο από μένα για σένα.»

Ο ξυλουργός έμεινε άναυδος!

Τι κρίμα!

Αν μόνο ήξερε πως έχτιζε το δικό του σπίτι, θα το είχε κάνει εντελώς διαφορετικά.

Το ίδιο συμβαίνει και με μας.

Χτίζουμε τη ζωή μας, μέρα με την μέρα, πολύ συχνά μη κάνοντας το καλύτερο μας σε αυτό που κτίζουμε.

Και μετά μένουμε εμβρόντητοι όταν αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να κατοικήσουμε στο σπίτι που κτίσαμε.

Αν μπορούσαμε να το κάνουμε ξανά, θα το χτίζαμε εντελώς διαφορετικά. Να όμως που δεν μπορούμε να επιστρέψουμε …;.

Εσύ είσαι ο ξυλουργός στη ζωή σου. Κάθε μέρα βάζεις μια πρόκα, τοποθετείς άλλη μια τάβλα, ή ορθώνεις ένα τοίχο.

Οι προθέσεις και οι επιλογές που κάνεις σήμερα χτίζουν το αυριανό σου «σπίτι» …;

Γι' αυτό να χτίζεις με σοφία!

Ζήτησε από το Θεό να γίνει Αυτός ο εργολάβος στη ζωή σου!

Αυτός θα σου δείξει πως να φτιάξεις ένα γερό θεμέλιο για να χτίσεις το σπιτικό της ζωής σου.

Αν βιάζεσαι να δεις τον κόσμο να γίνεται καλύτερος, άρχισε από τον εαυτό σου.

Είναι ο συντομότερος δρόμος.

panagiamegalohari.gr
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΦΟΥ ΛΥΚΟΥ (ένα μάθημα ζωής)
Εικόνα
Κάποτε έγινε ένας αγώνας ανάμεσα σε 12 λύκους. Στόχος ν” ανεβούν στην ψηλότερη κορυφή ενός απόκρημνου βουνού. Πολύ κοινό μαζεύτηκε να τους υποστηρίξει. Ο αγώνας άρχισε. Στην πραγματικότητα το πλήθος δεν πίστευε ότι ήταν εφικτό ν” ανέβει ποτέ λύκος σε κείνη την απόκρημνη κορυφή και το μόνο που άκουγε κανείς ήταν: «Τσάμπα κόπος! Ποτέ δεν θα τα καταφέρουν!»


Και οι λύκοι, ο ένας μετά τον άλλο, άρχιζαν να απογοητεύονται και να εγκαταλείπουν την προσπάθεια, εκτός από έναν που απτόητος συνέχιζε να σκαρφαλώνει, ενώ το πλήθος συνέχιζε το βιολί του: «Τσάμπα κόπος! Ποτέ δεν θα τα καταφέρει!»

Στο τέλος, ο λύκος, μετά από προσπάθειες επί προσπαθειών κατόρθωσε να ανέβει στην κορυφή. Το πλήθος άρχισε να επευφημεί αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τι έλεγαν. Δεν ήταν η απόσταση, αλλά το γεγονός ότι ο λύκος ήταν… κουφός!

Ποτέ δεν πρέπει ν” ακούμε αυτούς που έχουν την κακή συνήθεια να στέκουν με αρνητικότητα ή ηττοπάθεια απέναντι στις προκλήσεις, γιατί θα μας κλέβουν αιώνια τις λαχτάρες και τους πόθους της καρδιάς μας..

Πάντα να κάνουμε τους κουφούς απέναντι σε εκείνους που λένε ότι δεν μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας, είτε πνευματικοί, είτε οτιδήποτε άλλο ωφέλιμο στην ζωή εδώ!
ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΟΤΕ »ΚΟΥΦΟΙ ΛΥΚΟΙ».

http://panagiamegalohari.gr/%CE%B7-%CE% ... %B7%CE%BC/
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ο βλάσφημος Παριανός ψαράς και η Παναγία η Εκατονταπυλιανή
Εικόνα
Στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, που ψάρευαν τις νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου.


Εκείνη τη νύχτα η μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρείες κουβέντες.
Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ο Λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους
Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγγρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάϊκο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι πού τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.
Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρι-γρι.
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:
Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά πού δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες.
Ένας μάλιστα, ο Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
Άντε μωρέ, πού ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε η Παναγιά -να μην τη στολίσω και τώρα- να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά πού είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, -σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο- να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:
Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;
Τί είν΄ αυτά που μου λες, κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
Στα λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:
Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματός του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες και το ψαροκάϊκο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμμία ζημιά!
Ο βλάσφημος ψαράς, Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας,σελ. 154-156, Έκδοση Εβδόμη, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2007
http://www.agiameteora.net/index.php/is ... liani.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού!
Εικόνα
Έναν τέτοιο γέροντα αμέριμνο, απλό, ταπεινό, με μεγάλη εμπιστοσύνη στον Χριστό και την Παναγία, γνωρίσαμε.

Ήταν από το Ριζοκάρπασο της σήμερα τουρκοκρατούμενης Κύπρου κι ήλθε στο Άγιον 'Ορος όταν κι αυτό ήταν Τουρκοκρατούμενο. Εκοιμήθη πριν δώδεκα έτη σε ηλικία εκατόν έξι ετών.Είχε στο Άγιον 'Ορος ογδόντα έξι έτη.

Εξήλθε αυτού μία δύο φορές, για να πάει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Ογδόντα έξι έτη είχε να φάει κρέας. Ογδότα έξι έτη είχε να δει γυναίκα. Είκοσι πέντε έτη είχε να πλύνει το πιάτο του. Υγιέσταστος, εγκρατέστατος, εξυπνότατος , αγαθότατος. Εκατόν τριών ετών ανέβηκε στη σκέπη του κελλιού του να διορθώσει τα κεραμίδια.

«'Οτι ζητάω από την Παναγία μου το στέλνει» έλεγε. «Έχω την εικόνα της, της Οικονόμισσας, και με οικονομεί η Υπερευλογημένη... Να, τώρα ήθελα νερό και ήλθες να μου φέρεις».

Μια φορά ήλθαν δύο φίλοι από την Αθήνα, νεαροί οικογενειάρχες, και με ρωτούσαν αν υπάρχουν γέροντες του Γεροντικού και της Φιλοκαλίας. Υπάρχουν τους είπα και τους πήγα στον γέροντα αυτόν, τον μοναχό Ιωσήφ τον Κύπριο. Ήταν τότε εκατόν πέντε ετών. Ήταν ξαπλωμένος κι έκανε κομποσχοίνι. «Οι κύριοι» του λέγω, «είναι από την Αθήνα και ήθελαν να πάρουν την ευχή σου». Τον είδαν πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Αφού είπαν δύο-τρία λόγια, τους έκαμε νόημα να φύγουμε.

Φεύγοντας λένε στον γέροντα: «Γέροντα, είμαστε με πολλά προβλήματα, σας παρακαλούμε να προσεύχεσθε».

«Θα προσεύχομαι» τους απαντά, «αλλά για να προσεύχομαι θέλω και λεφτά»! Ντράπηκα πολύ, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω την κατάσταση. Απορούσα γιατί να το κάνει αυτό. Τους πήγα σ' έναν άγιο άνθρωπο κι αυτός να ζητάει χρήματα για να προσευχηθεί; Αυτός που δεν γνώριζε καλά-καλά την αξία των χρημάτων και δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Οι άνθρωποι έφυγαν και λυπήθηκα.

Την άλλη ημέρα που πήγα να τον δω, μου λέει: «Πάτερ Μωυσή την αρετή δεν τη μαζέψαμε μαζί. Μην μου φέρνεις κόσμο να με τιμάνε. Ζήτησα από τον Θεό να με τιμήσει στην άλλη ζωή, όχι σ΄αυτή την ψεύτικη».

Εξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, που ποτέ δεν είχε και ποτέ δεν τ' αγάπησε, με ντρόπιασε κι εμένα. Πού να τολμήσω να ξαναπάω κόσμο. Χάλασε την εικόνα του, ως σπουδαίου ασκητού. Κατέστρεψε την πρόσοψη του. Ποιος από μας το κάνει αυτό; Ήταν ταπεινός. Υπεράνω και του σκανδαλισμού. Τον ένοιαζε τι θα πει γι αυτόν ο Θεός κι όχι οι άνθρωποι. 'Οταν το είπα στους φίλους έμειναν άφωνοι...

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, Η εύλαλη σιωπή, εκδ. «Εν πλω»
http://agiameteora.net/index.php/istori ... ismoy.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει...
Εικόνα
Δυο φιλονικοῦσαν γιά ἕνα τμῆμα γῆς καί πῆγαν σέ ἕναν σοφό Γέροντα νά τούς λύσει τή διαφορά.
Κι ὁ Γέροντας τούς πῆρε καί πῆγαν στό ἀμφισβητούμενο τμῆμα.
Κι ὁ ἕνας ἔλεγε:-Αὐτό εἶναι δικό μου.
Ὁ ἄλλος:-Δικό μου.
Ὁ Γέροντας γονάτισε στή γῆ. Κι ὅταν σηκώθηκε τούς λέει:
Ρώτησα τή γῆ.
Καί τοῦ λένε αὐτοί:
-Τί σοῦ εἶπε;
Καί τούς λέει:

-Μοῦ εἶπε ὅτι ἐσεῖς ἀνήκετε σ’ αὐτήν κι ὄχι αὐτή σέ σᾶς.

Γαβριήλ Μοναχός-Γέρων στό Ἱερό Κουτλουμουσιανό κελλί Ὁσίου Χριστοδούλου-Καρυές Ἁγίου Ὄρους
http://agiameteora.net/index.php/istori ... eysei.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Μεγάλο κακό το να κρίνουμε μόνο από αυτά που βλέπουμε (Αληθινό Περιστατικό)
Εικόνα
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ο ιερέας μόλις είχε τελειώσει το συμβούλιο με την εκκλησιαστική επιτροπή. Είχε βραδιάσει πια. Η βροχή έκανε τους δρόμους να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού.
Μπήκε στο αμάξι του και πήρε τον δρόμο για το σπιτικό του. Ήταν πολύ κουρασμένος. Σωματικά αλλά και ψυχικά.

Όλη την ημέρα άκουγε τα προβλήματα του κόσμου προσπαθώντας να καθοδηγήσει, προσπαθώντας να μην αποκάμει ο ίδιος με αυτά που άκουγε δίνοντας συγχρόνως συγχώρεση και ελπίδα.
Καθώς είχε διασχίσει σχεδόν όλη την διαδρομή για το σπίτι του ξαφνικά πάτησε φρένο μπροστά σε ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς.
Κατέβηκε και με δυο τρία γρήγορα βήματα μπήκε μέσα στο κατάστημα. Η βροχή είχε δυναμώσει. Τα γυαλιά μυωπίας του θόλωσαν. Τα έβγαλε και τα σκούπισε με το εσώρασό του.
Στο κατάστημα δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Δύο κοπέλες πίσω από τον κισέ και ένας νεαρός ο οποίος μάλλον πήγαινε τις παραγγελίες στα σπίτια.
«Θα ήθελα παρακαλώ, δύο σάντουιτς με γύρο και δύο με σουβλάκι...» είπε ο ιερέας.
Οι δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν στα μάτια, με διάθεση να αστειευτούν.
Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς το ψυγείο με τα αναψυκτικά και πήρε δύο. Τα τοποθέτησε δίπλα στην ταμειακή μηχανή. Αυτά που ζήτησε ήταν έτοιμα.
«Τι οφείλω παρακαλώ...», απευθύνθηκε στην κοπέλα που κτυπούσε τα πλήκτρα τις ταμειακής βαριεστημένα. Αντί όμως για την τιμή της παραγγελίας ο ιερέας δέχτηκε μία ερώτηση...
«Πάτερ, ξέρετε τί ημέρα είναι σήμερα; Μήπως ξεχάσατε»;
Ο ιερέας παραξενεύτηκε... «Τι ημέρα είναι...»;
«Είναι Παρασκευή πάτερ...δεν είναι νηστεία; Εσείς δήθεν πρέπει να μας δείχνεται το καλό παράδειγμα και όχι να τρώτε κρέατα τέτοια ημέρα...».
Ο ιερέας χαμήλωσε το κεφάλι του. Έβγαλε από το πορτοφόλι του το ποσό που είδε να αναγραφεται πάνω στην ταμειακή μηχανή.
«Κρατήστε τα ρέστα....θα ήθελα να προσεύχεστε για μένα, είμαι ένας ταλαίπωρος άνθρωπος γεμάτος πάθη...» είπε και βγήκε από το μαγαζί.
Η κοπέλα παρατήρησε ότι ο ιερέας βγαίνοντας από το μαγαζί τους δεν κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του, γεμάτη ικανοποίησε γι'αυτό που είπε έκανε να βγει και αυτή έξω...
«Μα που πάει...»; είπε κοιτώντας την άλλη κοπέλα η οποία είχε σαστίσει με το όλο σκηνικό.
Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς την αντίθετη πλευρά που βρισκόταν η πορεία του προς το σπίτι του. Με γοργό βήμα σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο σημείο που ήθελε. Ένας κάδος σκουπιδιών. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει ακόμα περισσότερο.
«Αδελφέ, μπορώ να σε απασχολήσω λίγο...» ήταν τα λόγια του ιερέως προς τον μελαψό άνδρα ο οποίος έψαχνε μέσα στα σκουπίδια.
Ο άνδρας άφησε τις σακούλες που είχε στο χέρι του. Κατευθύνθηκε προς τον ιερέα.
Στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Τα μάτια τους κοινωνούσαν την ίδια βροχή, τον ίδιο αέρα, το ίδιο κρύο...
Ο ιερέας δεν είπε κάτι άλλο. Άπλωσε τα χέρια του τις σακούλες με τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά.
Ο μελαψός άνδρας δεν άπλωσε τα δικά του. Μάλλον δεν πίστευε ότι αυτό του συμβαίνει. Ένα μικρό παιδάκι, μάλλον ο γιος του, το οποίο στεκόταν δίπλα του άπλωσε τα μικρά και αδύνατα χεράκια του και πήρε τις σακούλες και άρχισε να τα περιεργάζεται.
Ο ιερέας με ένα νεύμα συγκατάβασης γύρισε και απομακρύνθηκε.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, το οποίο το είχε αφήσει μπροστά στο σαντουιτσάδικο, τον περίμενε μια έκπληξη.
Η κοπέλα η οποία του είχε κάνει την παρατήρηση είχε βγει έξω για να δει που πήγε...τα είχε δει όλα.
«Πάτερ....συγνώμη...». Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει. Ο ιερέας της έπιασε τα χέρια και διακόπτοντάς την είπε: «Μην στεναχωριέσαι...να εύχεσαι για μένα, καλό σου βράδυ».
Τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν...δύο τρία δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο του ιερέως να χάνεται μέσα στην βροχερή νύχτα.
Από το απέναντι πεζοδρόμιο περνούσαν τώρα ο μελαψός άνδρας με το μικρό παιδάκι του γελώντας και τρώγοντας αυτά που τους πρόσφερε ο ιερέας.
Η κοπέλα μπήκε μέσα στο μαγαζί.
«Είσαι καλά»; την ρώτησε η συνάδελφός της.
«Μεγάλο κακό το να κρίνουμε γρήγορα και επιπόλαια μόνο από αυτά που βλέπουμε...» είπε με τρεμάμενη φωνή.
http://agiameteora.net/index.php/istori ... atiko.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Κατακρίσεις και κουτσομπολιά (Αληθινή Ιστορία)
Εικόνα
Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα. Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.

Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.

Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε να φύγει.

Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.

Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.

Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.

«Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν την ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»;

Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο…κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».

Ο ιερέας μετά την σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!

Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω». Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και τις είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό»!!!

Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων.
http://agiameteora.net/index.php/istori ... toria.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ο ΤΣΟΜΠΑΝΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Εικόνα
Αυτός ο τσοµπάνος, που πήγε στον Παράδεισο, τον λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια και ζούσε µέ την γυναίκα του απ' τον κόσμο µακρυά, µέ τα ζωντανά του και δεν κατέβαινε στο χωριό, παρά µονάχα για να πουλήσει τα τυριά του και να ψουνίση τα χρειαζούµενα, ξεκίνησε να λέει ό Προκόπης.
Μιαν ημέρα το λοιπόν, όπου βρέθηκε στο χωριό για τις δουλειές του, πήγε να ανάψει ένα κερί στην εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούμενος και καλής ψυχής άνθρωπος. Εκεί µιλούσεν ό παπάς στους χωριανούς του και τούς έλεγε το κήρυγμα για τον ίσιον δρόμο του Θεού, πού πάει ολόϊσια στον Παράδεισον, αν δεν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να τραβούµεν ίσια και να είµαστε συµπονετικοί για κάθε άνθρωπον, όταν έχει την ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες και να ελεούμε, γιατί το ίδιο κάνει και ο Θεός και ελεεί τον κόσµον όλον για να ζει και να πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός το ίδιο, τον συµπαθά πολύ και τον παίρνει στον Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο ατελείωτον! "Έτσι τα έλεγεν ο παπάς κι έτσι πρέπει να είναι, κατά την γνώµην µου. Ή Εκκλησία δεν λέγει ποτέ της ψέματα και γιατί να τα πει, μαθές;


'Όλοι ακούγαμε τον απλοϊκόν τσοµπάνο, που μιλούσε µε τον δικό του παραστατικόν τρόπο και κάθε λίγο σκούπιζε τα µουστάκια του, άγνωστον γιατί, και δεν έδειχνε δυσκολία στο να εκφραστεί αυθόρµητα και να πει την πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ενθουσιασθεί, ρώτησε, συντομεύοντας την μικρή παύση στην διήγηση του Προκόπη:
- Και μετά τι έγινε: Πως πήγε στον Παράδεισον;
- 'Όταν γύρισε στο καλύβι του, το είπε στην γυναίκα του χαρούμενος αυτό το ευχάριστο μαντάτο και της είπε πώς θα πάει την άλλη μέρα να συναντήσει τον Θεό. 'Έτσι κι έγινε.
Την άλλη µέρα πήρε ψωμοτύρι µαζί του, χαιρέτισε την κυρά του και ξεκίνησε για τον Παράδεισο. Πήρε τον ίσιον δρόμο και προχωρούσε ανάµεσα στα χωράφια, χωρίς να στρίβει δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς και το βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο και συνέχισε την άλλη µέρα τον ίσιο δρόμο για τον Παράδεισο.
'Εφαγε και το ψωμοτύρι, που είχε µαζί του και συνέχισε και την τρίτη µέρα και την τέταρτη. Το ένα βουνό ανέβαινε, το άλλο κατέβαινε. Την πέµπτη µέρα πείνασε πολύ και σκέφτηκε τι να κάνη και που να βρει τροφή. Κι όταν ανέβηκε το βουνό, πού ήταν µπροστά του, είδε στην απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν και πήγε. Χτύπησε την πόρτα και ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς το Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στον δρόμο του. Τον βάλανε λοιπόν µέσα στην εκκλησιά του Μοναστηριού να περιµένει, ώσπου να του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τις εικόνες και τις θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, ολοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε το µάτι του και είδε στον σταυρό σταυρωµένον κι ολόγυμνο και µατωµένον τον Χριστό, αναφώνησε:

-' Ωχου, το παλληκάρι, το λαβώσανε οι άτιµοι! 'Ωχου και τον έχουν κρεµασµένον ακόµα!
- Την ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του έφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο και τούπε να φάει, συνέχισε ο Προκόπης. Ό καλόγερος όμως µπαίνοντας τον άκουσε, πού µιλούσε στον σταυρωµένον και τον ρώτησε:
Μιλούσες µέ κανέναν, αδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τον καλόγερον, πώς είναι απ' αυτούς, πού τον σταυρώσανε, δεν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στον σταυρωµένον:
- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς να κατέβεις; από κει πάνω, να 'ρθης να φάμε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θες να 'ρθώ να σε κατεβάσω εγώ;
- 'Οχι. Μπορώ και µόνος µου να κατέβω. 'Ερχοµαι.
- Κατέβηκε το λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης την αφήγηση του, κάθισε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τον τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε να τον πάρει µαζί του, τώρα πού πάει να συναντήσει τον Θεό.
Θέλεις να σε πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός και θα σε λυπηθεί και θα σε βάλει και σένα στον Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στον Θεό. 'Ερχεοαι µαζί µου; Δεν πρόλαβε όμως ο Σταυρωµένος ν' αποκριθεί, γιατί ακούστηκε να έρχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στον σταυρό κι έμεινε µέ ανοιγμένα χέρια.
Και ο καλόγερος ρώτησε τον τσοµπάνο:
- Τώρα µή µου πεις πώς δεν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' άκουσα µέ τα ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στην αρχή, δίστασε και στο τέλος είπε στον καλόγερο πώς μιλούσε με το κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού το λυπήθηκε και το κάλεσε να φάνε μαζί το βρισκόμενο. Και είπε στον καλόγερο:
- Μη με μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω να πάω στον Παράδεισο και ό παπάς του χωριού μας είπε να πάρουμε τον ίσιο δρόμο και να είμαστε ψυχοπονιάρηδα;
Κατάλαβες; Το λυπήθηκα λοιπόν το παλληκάρι και το κάλεσα να πάρει κι αυτό μια μπουκιά ψωμί. Κακό έκανα;
- 'Οχι, όχι, καλά έκανες και πάντα να συμπονάς τούς αναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος με τα όσα του είπε ό τσομπάνος. Κι έτρεξε και τα φανέρωσε όλα στον Ηγούμενό του.
'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οι καλόγεροι με τον Ηγούμενο στην εκκλησιά και βάλανε μετάνοια στον τσομπάνο, πού έφαγε μαζί με τον Σταυρωμένο Χριστό και τον παρακαλέσανε να πει καμμιά καλή κουβέντα και γι' αυτούς, όταν συναντήσει τον Θεό.
- Άμα τον δω τον Θεό, θα του πω και για σας, αλλά γιατί το κρατάτε σταυρωμένο το παλληκάρι; Τι σας έκανε; Κατεβάστε το να φάει και να ντυθεί, πού είναι ολόγυμνος και πληγωμένος. Κι αν δεν τον θέλετε εσείς εδώ, τον παίρνω εγώ μαζί μου.


- Εκείνοι κοκκαλώσανε απ' την καλοσύνη και την αθωότητα του Μαυρογένη και, αφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τον συνόδεψαν κάμποσο στον ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν εκείνος απομακρύνθηκε, τον βλέπανε πού δεν πάταγε στην γη, αλλά περπατούσε στον αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τα μάτια τους.

Από το βιβλίο του Π.M.Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου» εκδ.Αστήρ
http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_kei ... _tsompanos
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Το πάθημα του καλού οικογενειάρχη που δεν συγχωρούσε
Εικόνα
Ένας ευσεβής οικογενειάρχης από την Ανατολή, ο Γεώργιος, επισκέφθηκε τον αββά Σιλουανό, για να τον συμβουλευτεί σχετικά με κάτι που τον απασχολούσε.

Τον τελευταίο καιρό είχε προβλήματα με έναν γείτονά του, που του έκανε ζημιές στο κτήμα του. Για όλες τις ταλαιπωρίες ο Γεώργιος έκανε υπομονή και τις ξεπερνούσε με την προσευχή του στο Θεό.

Όσο περνούσαν όμως οι μέρες ο γείτονας γινόταν όλο και χειρότερος. Η υπομονή του Γεωργίου στο τέλος εξαντλήθηκε και πήρε την απόφαση να πάει το γείτονά του στα δικαστήρια.

Θέλησε να ρωτήσει γι’ αυτό τον αββά Σιλουανό. Στην εξομολόγησή του ο Γεώργιος αποκάλυψε στο Γέροντα το πρόβλημά του και την απόφασή του να πάει τον σκληρόκαρδο γείτονα στα δικαστήρια.

Ο γέροντας, σιωπηλός και ατάραχος, του λέει:

- Κάνε όπως θέλεις, παιδί μου.

- Δεν νομίζεις όμως, Γέροντα, ότι αν τιμωρηθεί αυστηρά θα ‘ναι πιο δίκαιο;

- Κάνε ό,τι σε αναπαύει, απάντησε ο Γέροντας με αδιαφορία.

- Θα ‘ναι καλύτερα και για την ψυχή του, ε Αββά; Ρώτησε ο Γεώργιος, μα ο Γέροντας δεν απάντησε.

- Τότε λοιπόν να πηγαίνω σιγά-σιγά, είπε ο Γεώργιος, να μην κουράζω άλλο την αγάπη σου. Θα φύγω για το δικαστή κατευθείαν.

- Στάσου λίγο, παιδί μου. Μη βιάζεσαι τόσο, είπε ο Γέροντας. Έλα να προσευχηθούμε πρώτα, να ευλογήσει ο Θεός την πράξη σου.

Σηκώθηκε ο Γέροντας και πήρε τον Γεώργιο και στάθηκαν μπροστά στην εικόνα του Παντοκράτορα.

Αφού έκανε τον σταυρό του ο Αββάς, άρχισε να λέει:

«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου• ελθέτω η βασιλεία σου• γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Στα τελευταία αυτά λόγια της προσευχής του αββά Σιλουανού ο Γεώργιος φώναξε:

-Μα, γέροντα, δε λέει έτσι η Κυριακή Προσευχή. Μήπως κάνετε κάποιο λάθος;

-Πραγματικά, παιδί μου, δεν λέει έτσι η Κυριακή Προσευχή, είπε με σταθερή φωνή ο Αββάς. Έτσι όμως είναι η πραγματικότητα. Αφού εσύ αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό στη δικαιοσύνη, εγώ δεν μπορώ να κάνω άλλη προσευχή για σένα.

Ο Γεώργιος έμεινε άφωνος! Πήρε ευχή και επέστρεψε στο σπίτι του. Τα λόγια του Αββά χαράκτηκαν βαθιά στην ψυχή του. Ο Γεώργιος συνέχισε την ενάρετη ζωή του επαναλαμβάνοντας το δίδαγμα του Αββά Σιλουανού:

«Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…»
http://agiameteora.net/index.php/istori ... royse.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Η μυρωδιά του λιβανιού (Διδακτική Ιστορία)

Εικόνα

Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας.

Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε.
Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ‘κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή.
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ‘ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ‘φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε.
Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον.
Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ δεν εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη.
Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ‘ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Πηγή
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”