Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μαρ 16, 2014 2:23 pm
34. Ας αναγκάζουμε λοιπόν τον εαυτό μας να είμαστε από μέσα από την ψύχή μας ελεήμονες σε κάθε ευκαιρία προς όλους τους ανθρώπους, γιατί έτσι μας επιβάλει η διδασκαλία του Κυρίου.
Ποιος σοφός Μοναχός, που έχει τροφές και ρούχα, άμα δει τον πλησίον του γυμνό και πεινασμένο, δε θα του δώσει απ’ αυτό που έχει, αλλά θα τσιγγουνευθεί; Ή ποιός είναι εκείνος που θα δει έναν άνθρωπο να κατατρέχετε από αρρώστια, και να ταλαιπωρείται από σωματικούς κόπους, και να χρειάζεται να τον ανακουφίσουν και, παρ’ όλα αυτά, επειδή τάχα ποθεί την ησυχία, θα προτιμήσει την απομόνωση από τη αγάπη προς τον αδελφό του; Ωστόσο, όταν δεν έχουμε τα μέσα για να ασκήσουμε την πρακτική Ελεημοσύνη, ας είναι η αγάπη και η ελεημοσύνη μέσα στην καρδιά μας και στην προσευχή μας.
Εάν ένας μοναχός συγκατοικεί με άλλους, και το κελί του είναι κοντά τους, και αναπαύεται με τους κόπους τους, είτε είναι υγιής είτε είναι άρρωστος, και αυτός οφείλει να κάνει το ίδιο προς αυτούς. Με άλλα λόγια: Δεν είναι σωστό αυτός να απαιτεί από τους άλλους να τον ανακουφίσουν, και ο ίδιος να κάνει πίσω και να κρύβεται όταν δει τον ομοιοπαθή και ομόσχημο αδελφό του, μάλλον δε τον ίδιο το Χριστό, να στεναχωρείται και να είναι παραπεταμένος και να κοπιάζει πάνω από τις δυνάμεις του. Ένας τέτοιος μοναχός είναι σκληρός, και η ησυχία του είναι ψεύτικη και μόνο στη φαντασία του.
Και καθώς ο άνθρωπος συνίσταται από δύο μέρη, από την ψυχή και το σώμα, έτσι και όλα τα έργα του έχουν διπλή τη φροντίδα, σύμφωνα με τη σύστασή του. Και επειδή η πράξη της αγάπης προηγείται από τη θεωρία του Θεού σε κάθε περίσταση, είναι αδύνατο να υψωθεί ο άνθρωπος στη θεωρία, εάν δεν τελειώσει πρώτα την έμπρακτη αγάπη. Και τώρα, κανείς άνθρωπος δεν τολμά να πει ότι κατορθώνει στην ψυχή του την αγάπη του πλησίον, εάν δεν την εκπληρώσει με τις σωματικές δυνάμεις που διαθέτει, στο χρόνο και στον τόπο που προσφέρονται κάθε φορά. (372 – 4 ).
Ποιος σοφός Μοναχός, που έχει τροφές και ρούχα, άμα δει τον πλησίον του γυμνό και πεινασμένο, δε θα του δώσει απ’ αυτό που έχει, αλλά θα τσιγγουνευθεί; Ή ποιός είναι εκείνος που θα δει έναν άνθρωπο να κατατρέχετε από αρρώστια, και να ταλαιπωρείται από σωματικούς κόπους, και να χρειάζεται να τον ανακουφίσουν και, παρ’ όλα αυτά, επειδή τάχα ποθεί την ησυχία, θα προτιμήσει την απομόνωση από τη αγάπη προς τον αδελφό του; Ωστόσο, όταν δεν έχουμε τα μέσα για να ασκήσουμε την πρακτική Ελεημοσύνη, ας είναι η αγάπη και η ελεημοσύνη μέσα στην καρδιά μας και στην προσευχή μας.
Εάν ένας μοναχός συγκατοικεί με άλλους, και το κελί του είναι κοντά τους, και αναπαύεται με τους κόπους τους, είτε είναι υγιής είτε είναι άρρωστος, και αυτός οφείλει να κάνει το ίδιο προς αυτούς. Με άλλα λόγια: Δεν είναι σωστό αυτός να απαιτεί από τους άλλους να τον ανακουφίσουν, και ο ίδιος να κάνει πίσω και να κρύβεται όταν δει τον ομοιοπαθή και ομόσχημο αδελφό του, μάλλον δε τον ίδιο το Χριστό, να στεναχωρείται και να είναι παραπεταμένος και να κοπιάζει πάνω από τις δυνάμεις του. Ένας τέτοιος μοναχός είναι σκληρός, και η ησυχία του είναι ψεύτικη και μόνο στη φαντασία του.
Και καθώς ο άνθρωπος συνίσταται από δύο μέρη, από την ψυχή και το σώμα, έτσι και όλα τα έργα του έχουν διπλή τη φροντίδα, σύμφωνα με τη σύστασή του. Και επειδή η πράξη της αγάπης προηγείται από τη θεωρία του Θεού σε κάθε περίσταση, είναι αδύνατο να υψωθεί ο άνθρωπος στη θεωρία, εάν δεν τελειώσει πρώτα την έμπρακτη αγάπη. Και τώρα, κανείς άνθρωπος δεν τολμά να πει ότι κατορθώνει στην ψυχή του την αγάπη του πλησίον, εάν δεν την εκπληρώσει με τις σωματικές δυνάμεις που διαθέτει, στο χρόνο και στον τόπο που προσφέρονται κάθε φορά. (372 – 4 ).