Σελίδα 5 από 8

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:04 pm
από Νίκος
ΤΟ ΤΟΥΒΛΟ.

Ένας νεαρός και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαινή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το έκανες αυτό και ποιός είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε «σας παρακαλώ κύριε. σας παρακαλώ, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.»
Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Είναι ο αδερφός μου» είπε. «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό: «Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντιλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού. Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.
«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο. Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει. Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα «Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»!
Ο θεός ψιθυρίζει στις ψυχές μας και μιλά στις καρδιές μας. Μερικές φορές όταν δεν έχουμε χρόνο να ακούσουμε, είναι αναγκασμένος να μας πετάξει ένα τούβλο! Είναι επιλογή μας να ακούμε ή όχι!

(Μου το έστειλε ο Ιωάννης Κανναβός)

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:13 pm
από GEORGE_
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΤΙ ΝΑ ΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, ΑΥΤΗ Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΖΩΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΜΑΣ.
ΚΑΛΑ ΕΚΑΝΕΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΑΛΕΣ.

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:14 pm
από stratis
Ο καλός μας φίλος και σχεδιαστής του Πηγή Ζωής ο Βασίλης ο Βύρλιος μου έστειλε το παρακάτω:

ΗΞΕΡΕΣ ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ; ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΔΕΝ TA ΗΞΕΡΕΣ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ

Ο Θάνατος είναι ένα βέβαιο γεγονός στη ζωή μας, αλλά η Αγία Γραφή μιλάει για αιώνιο θάνατο.
Αυτά που θα διαβάσεις ίσως να έχουν αντίκτυπο σε σένα..... Πολύ ενδιαφέρον, διάβασε το μέχρι το τέλος.....
Γράφει στην Αγία Γραφή (Γαλάτας 6:7):
'Μην πλανασθε θεός μυκτηρίζεται'
'Ότι θα σπείρει ο άνθρωπος, τούτο και θα θερίσει'
Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που κορόιδεψαν (μυκτήρισαν) τον Κύριο :

John Lennon (Τραγουδιστής):
Λίγα χρόνια πριν, στη συνέντευξη που έδωσε σε ένα Αμερικανικό Περιοδικό, είπε:
'Ο Χριστιανισμός θα τελειώσει, θα εξαφανιστεί. Είναι πέραν αμφισβήτησης και γι αυτό είμαι βέβαιος.
Ο Ιησούς ήταν εντάξει, αλλά τα θέματα του ήταν τόσο απλά, σήμερα εμείς είμαστε διασημότεροι απ' Αυτόν.' (1966).
Ο Lennon, αφότου είπε ότι οι Beatles ήταν διασημότεροι από τον Ιησού Χριστό, πυρολύθηκε 6 φορές.

Tancredo Neves (Πρόεδρος της Βραζιλίας ):
Στην προεκλογική του εκστρατεία, είπε ότι εάν μάζευε 500.000 ψήφους από το κόμμα του, ούτε ο Θεός ο ίδιος δε θα τον καθαιρούσε από την προεδρία του. Σίγουρα πήρε τους ψήφους του, αλλά αρρώστησε μια μέρα πριν γίνει Πρόεδρος και πέθανε.

Cazuza (Ετεροφυλόφιλος Βραζιλιάνος συνθέτης, τραγουδιστής και ποιητής):
Σε ένα σόου στο Canecio ( Rio de Janeiro), όταν κάπνιζε το τσιγάρο του, φύσηξε τον καπνό ψηλά στον αέρα και είπε: 'Θεέ, αυτό είναι για σένα.'
Πέθανε σε ηλικία 32 ετών από ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ με φρικιαστικό τρόπο.

Ο άνδρας που έφτιαξε τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ
Έπειτα από την κατασκευή του Τιτανικού, ένας δημοσιογράφος ρώτησε πόσο ασφαλής θα μπορούσε να είναι ο Τιτανικός.
Με ένα ειρωνικό τρόπο είπε:
'Ούτε ο Θεός ο ίδιος δε μπορεί να τον βουλιάξει'
Το αποτέλεσμα: Πιστεύω πως ξέρετε όλοι τι απέγινε ο Τιτανικός

Marilyn Monroe (Ηθοποιός)
Ο Billy Graham την επισκέφτηκε σε μια παρουσίαση ενός σόου.
Της είπε ότι το Πνεύμα του Θεού τον έστειλε να της κηρύξει.
Αφού άκουσε λοιπόν αυτά που ο Πάστορας είχε να της πει, του απάντησε:
'Δε χρειάζομαι το δικό σου Ιησού.'
Μια βδομάδα αργότερα, βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα της

Bon Scott (Τραγουδιστής)
Ο πρώην τραγουδιστής των AC/DC. Σε ένα από τα τραγούδια του το 1979 τραγούδησε: 'Μη με σταματάς, θα πάρω την κατηφόρα, τη λεωφόρο της κόλασης.' Στις 19 Φεβρουαρίου του1980, Ο Bon Scott βρέθηκε νεκρός, πνίγηκε με τον ίδιο του τον εμετό.

Campinas (το 2005)
Στην Campinas της Βραζιλίας μια ομάδα από φίλες, μεθυσμένες, πήγαν να πάρουν μια φίλη τους.....
Η μητέρα της κοπέλας συνόδεψε την κόρη της στο αμάξι και ήταν τόσο ανήσυχη με το γεγονός ότι ήταν μεθυσμένες οι άλλες φίλες της και συμβούλεψε την κόρη της κρατώντας της το χέρι ήταν ήδη καθισμένη μέσα στο αμάξι:
'Κόρη μου, πήγαινε μαζί με το Θεό και ο Θεός θα σε προστατέψει.'
Η απάντηση της ήταν: 'Μόνο όταν αυτός (ο Θεός) ταξιδέψει στο πορτ-μπαγκαζ, γιατί εδώ μέσα.....είναι ήδη γεμάτο.'
Ώρες αργότερα, τα νέα έφτασαν. Έγινε ένα τραγικό δυστύχημα στο οποίο όλες σκοτώθηκαν.
Το αμάξι έγινε αγνώριστο και δε ξεχώριζες τι μάρκα ήταν, αλλά η έκπληξη ήταν ότι το πορτ-μπαγκαζ είχε παραμείνει άθικτο.
Η τροχαία είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση το πορτ-μπαγκάζ να μείνει άθικτο! προς έκπληξη τους μέσα στο πορτ-μπαγκάζ υπήρχε μια καρτέλα με αυγά εκ των οποίων κανένα δεν είχε σπάσει.

Christine Hewitt (Δημοσιογράφος και Παρουσιάστρια)
είπε ότι η Βίβλος (ο Λόγος του Θεού) ήταν το χειρότερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ. Τον Ιούνιο του 2006 βρέθηκε καμένη και δύσκολα αναγνωρίστηκε σε τροχαίο με τη μηχανή της.

Πολλοί σημαντικοί άνθρωποι έχουν ξεχάσει ότι δεν υπάρχει άλλο όνομα στο οποίο να έχει δοθεί τέτοια εξουσία παρά μόνο το όνομα ΙΗΣΟΥΣ.

Πολλοί πέθαναν, αλλά μόνο ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε και είναι ακόμη ζωντανός. 'ΙΗΣΟΥΣ'

Έκανα το μέρος μου, λέει ο Ιησούς
'Αν ντραπείτε για τα λόγια αυτά, Θα ντραπώ κι εγώ για σας ενώπιον του Πατέρα μου.

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:15 pm
από Athanasios
Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα...
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
'Δε πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.'

'Γιατί το λες αυτό;' ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: 'Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.'

Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.

Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.
Τότε είπε στον κουρέα:
'Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!'
'Πως μπορείς να το λες αυτό;' ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
'Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;'
'Όχι!' απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: 'Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω.'

'Μα... οι κουρείς ΌΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.'
'Ακριβώς!' απάντησε ο πελάτης. 'Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠΆΡΧΕΙ! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια.
Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.'

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:16 pm
από Νίκος
Μαρτυρία ηρωισμού

"Την παρακάτω ιστορία που θα ακούσεις ίσως να την πάρεις για παραμύθι. Όμως έτσι συμβαίνει και έτσι πρέπει να είναι με κάθε ιστορία απ τα παλιά, οπότε οι άνθρωποι ήσαν αληθινοί, γεμάτοι από καρδιά, ανδρεία και κυρίως θέληση για ζωή. Είναι ιστόρια που δεν χρειάζεται να πάς πολύ πίσω στο χρόνο ή να ταξιδέψεις σε μέρη μακρυνά για να την βρείς, καθώς ο ήρωας της ακόμα τώρα που τούτα τα λόγια γράφονται, είναι ανάμεσά μας. Αν θες να μεταφερθείς σε μια άλλη εποχή αρκεί να μπείς σε ένα Ι.Χ. και να πάς μια βόλτα κάτω στα ένδοξα μέρη της Λακωνίας. Εκεί θα βρείς πλούσιο ένδοξο παρελθόν από κάθε εποχή της ελληνικής ιστορίας και θα θαυμάσεις σαν συνειδητοποιήσεις ότι αυτή η πορεία συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Γιατί εκεί στο απομονωμένο Μοναστήρι της Παναγίας της Ζερμπίτσας σε μια πλαγιά του Ταϋγέτου, μόλις μπείς έχεις ήδη κάνει ένα μεγάλο βήμα σε τόπο και χρόνο διαφορετικό τόπο ιερό και χρόνο στάματημένο. Εκεί κάτω από έναν ιερό αιωνόβιο πλάτανο φυτεμένο δίπλα από μια αρχαία πηγή θα βρείς καθισμένο ένα γεροντάκι, στα μέσα των ογδόντα του, λιγνό, καμπουριασμένο, με χιονάτη γενειάδα σαν κανένα άρχαιο ντιβάνι στη σάλα ένος χωριάτικου αρχοντικού με χειροποιήτα κηλίμια απλωμένα πάνω του. Μια παλαιϊκή ασυνήθιστη ευωδία κυριαρχεί στον αέρα. Η φωνή του είναι απαλή σαν του παιδιού. Το λέπτο πρόσωπο, ελαφρά γερμένο το κέφαλι στο πλάι, σε κοιτάει με κάτι λαμπερά γλυκά μάτια, που λες θα σε τρυπήσουν με την δύναμή τους. Δεν αντέχεις και κοιτάς χάμω. Ίσως να μη σου γεμίσει το μάτι με την πρώτη ο ησύχιος, ταπεινός αγιορείτης καλόγερος, ο Γέροντας Παύλος Ζησάκης. Κι όμως το τώρα μπασμένο απ΄ τα χρόνια κορμί στάθηκε άλλωτε ένας πλάτανος που ορθωνόταν στα βουνά του Ρούπελ και της Ηπείρου. Μην ξαφνιάζεσαι, όταν ακούσεις πώς αυτό το αρνάκι στα νιάτα του στάθηκε ένα από τα μεγαλύτερα θεριά που έβγαλε το '40 κι η Ήπειρος.

Έχοντας ο γράφων την τιμή να του μιλήσει προσωπικά, καταθέτω τα γραφόμενα ώστε οι σημερινοί Έλληνες να γνωρίζουν τι έκαναν οι παππούδες τους και να ξέρουν πόσο ψηλά βρίσκεται ο πήχης. Από τα λίγα λόγια που έχει κατά καιρούς εμπιστευτεί το τάπεινο του πνεύμα στους γύρω του και κυρίως στα πνευματικά του παιδιά, στάθηκε δυνατό να συγκεντρώσω την παρακάτω ιστορία.

Ήταν τότε στα ένδοξα και θρυλικά χρόνια του '40 που κι ο καλόγερος αυτός ήταν είκοσι χρονώ πιτσιρίκι και είχε κατασταλάξει μοναχός στο ¶γιο το Όρος. Μα μόλις ξέσπασε ο πόλεμος της 28ης τον πήραν κι αυτόν μαζί με άλλους με το ζόρι από τον τόπο της μετανοίας του να πάει να σήκωσει τουφέκι κατά των εισβολέων. Δυστυχώς για την Πίνδο δεν έχει εκμυστηρευθεί πολλά πράγματα. Το σίγουρο είναι πως λοχαγό του πυροβολικού θα τον βρείς, τον Απρίλιο εκείνον του '41, στο οχυρο του Ρούπελ. Από τα ψηλόστενα φυλάκια για έξι ολάκερες μέρες χάστουκιζαν και μαστίγωναν παταγωδώς τις βάρβαρες αλλεπάλληλες επιθέσεις των νέων Ούνων. Κι αυτές οι βουρδουλιές που έτρωγαν στην πλάτη τα μηχανοκίνητα ναζιστικά τέρατα αντιλάλησαν σε όλη την Εύρωπη. Η αντίσταση τους υπεράνθρωπη, ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας. Οι Γερμανοί βλέποντας ότι δεν τους ήταν δυνατό να καταβάλλουν με αντρίκια μέσα τέτοιους τιτάνες που λες και είχαν αναστηθεί από τα αρχαία μυθικά χρόνια, επιτράτευσαν το πιο μπαμπέσικο και δειλοτρόπο όπλο που έβγαλε η παραφροσύνη του περασμένου αιώνα. Χημικά αέρια. Από τους δεκατρείς πυροβολητές που ο πατήρ Παύλος είχε στις διαταγές του επέζησαν μόνο οι δυο, μαζί με τον ίδιο τρείς, όλοι τραυματισμένοι. Κι αυτοί ήταν οι μόνοι που βγήκαν ζωντανοί τη μέρα που με πισώπλατη, χειρότερη μπαμπεσιά οι αρχηγοί στη Θεσσαλονίκη υπέγραψαν την ιταμή παράδοση στους Ναζιστές. Ο καλόγερος σε άσχημη κατάσταση. Οι φωνητικές του χορδές για πάντα κατεστραμενές από τα αέρια δηλητήρια και με ένα... βλήμα στην καρδιά. Ο ψηλόλιγνος, μελαχροινός, γενειοφόρος νεαρός πολεμιστής κείτεται αναίσθητος δίπλα στο πυροβόλο του και οι άλλοι δυο σε παρόμοια κατάσταση. Την ίδια ώρα οι υπόλοιποι που επέζησαν τους επέτρεψαν οι Γερμανοί να παρελάσουν, παραταγμένοι με τα όπλα τους και τις σημαίες τους έξω από το θρυλικό οχυρό και να απομακρυνθούν απείραχτοι. Αυτοί οι επικοί ήρωες που στάθηκαν οι αληθινοί νικητές στο πεδίο της δόξας και που τους το αναγνώρισαν ακόμα και οι εχθροί τους. Ο γέροντας με τους άλλους δυο γίναν τραυματίες αιχμάλωτοι πολέμου και οι Γερμανοί σε μια ασυνήθιστη επίδειξη ανθρωπιάς τους μαζέψαν και τους κουβάλησαν σε νοσοκομείο δικό τους στη Βουλγαρία. Εκεί στη Σόφια βρέθηκε ο ηρωικός αγιορείτης με ένα βλήμα στην καρδιά.

Πίσω στο χωριό του στην Ήπειρο η μάνα του τον έχει για νεκρό. Πάνε έξι μήνες από τότε που ο πόλεμος τελείωσε και καμμιά είδηση δεν έφτασε για το γιό της, ούτε αν ζεί ούτε αν πέθανε, ο στρατός δεν ήξερε τι είχαν απογίνει οι αιχμαλώτοι. Του έχει στήσει έναν σεμνό, ξύλινο σταυρό με το όνομα πάνω γραμμένο, στο κηπαλάκι της και σήμερα βγήκε σαν κάθε μέρα να του κάνει ένα μνημόσυνο. Έχει φτιάξει κόλλυβα και με τα μάτια βρύσες σιγοψέλνει τους κανόνες και κουνάει το μικρό λιβανιστήρι. Ξαφνού ακούει το πορτόνι της αυλής να τρίζει. Ποιός τολμά να να την ενοχλήσει αυτή την πένθιμη στιγμή; Μια ισχνή παραμορφωμένη φωνή ακούγεται λες και έρχεται από τον κάτω κόσμο:
- Μάνα μου! Γύρισα!...
Στο αντίκρυσμα του ψηλόλιγνου μελαχροινού ρασοφόρου η καψερή μάνα πέφτει λιπόθυμη.

Ο αγιορείτης καλόγερος επέστρεψε στον τακτικό στρατό και έδρασε κατά την Αντίσταση ως αξιωματικός ενώ έφτασε κι ως τον βαθμό του ταγματάρχη. Και γι' αυτήν την περίοδο λίγα θα σου εκμυστυρευθεί και έτσι δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα από τον ίδιο. Όμως και για να φάνει πως αυτή η ιστορία είναι αληθινη και αντικειμενική να ένα άλλο από τα κατορθώματά του που διηγήται ένας από τους συγχωριανούς του στην Κόνιτσα. Σίγουρα θα σκάρωσε διαφόρα ανήκουστα και στην αντίσταση, αλλά και μετά τον πολέμο δυστυχώς δεν σταμάτησε να πολεμά. Κλήθηκε να κάνει το χρέος του ως ταγματάρχης του τακτικού στρατού εναντίον της ύπουλης και ιταμής απειλής του ανθέλληνα κομμουνισμού. Ήταν η επόχη οπού έπρεπε να φυλάς το σπίτι και την φαμελιά σου μοναχός σου. Ετούτος ο ακαταμάχητος, λοιπόν, ακούραστος πολεμιστής καθίσε να φυλάει το χωριό του και τους συγχωριανούς του στην Κόνιτσα. Όπως λένε ακόμα οι ντόπιοι, «όσο κάλα ήξερε να κρατάει το σταυρό και το λιβανιστήρι τόσο κάλα ήξερε και να παίζει με το περίστροφο». Καποιά φορά έμαθαν πως τριακόσιοι κομμουνιστές έρχονταν να κάψουν την πόλη. Ήταν τότε που τα αγρίμια εκείνα καίγανε ότι έβρισκαν στο διάβα τους. Ο καλόγερος είχε πενήντα τακτικούς στρατιώτες. Στην κρίσιμη αποφασιστική στιγμή το μυαλό του γυαλί και η ζωηράδα του ακμαία. Βάζει τους πενήντα να ανάψουν από μια μεγάλη φωτιά ο καθένας γύρω από την πόλη, ώστε να φαίνονται από μακρύα. Οι ληστάρχοι πάνω που έρχονται καβαλώντας τις φοράδες από μακρυά και αντικρύζουν το θέαμα. Καπνούς και ψηλές φωτιές.
- Τι γίνεται εκεί όρε συντρόφια!
- Μάλλον θα μας προφτάξανε οι άλλοι που πάνε πιο μπροστά!
Λένε και στρίβοντας φεύγουν απ' άλλη μεριά.
Οι κάτοικοι της πόλης για να θυμούνται την σωτήρια δράση του γέροντα του χτίσανε στην Κόνιτσα πλατεία με το ονόμα του. Πλατεία πατρός Παύλου Ζησάκη.

Εξήντα χρόνια από τότε κι όλοι οι καρδιολόγοι της Ελλάδας τρίβουν τα μάτια πίσω από τα γυαλιά τους και σκίζουν τα πτυχία τους.
- Καλά ρε καλόγερε! Δε ντρέπεσαι να μας κοροιδεύεις που ζείς με βλήμα στην καρδιά!;, αγανακτούν οι περισσότεροι μόλις το ακούνε.
- Ε τί να κάνω χριστιανέ μου! Έτσι το θέλησε ο Θέος παιδί μου! Ψέμματα να σου πω!;, απαντάει μακάρια ο ησύχιος γέροντας Παύλος. Μόνο σαν εξετάζουν την ακτινογραφία του αναγκάζονται να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να σταυροκοπηθούν.

Ετούτη είναι η ιστορία του νέου Οδυσσεά ο οποίος περιπλανήθηκε δέκα ολάκερα χρόνια έξω από την πνευματική του πατρίδα. Μοναδικό του παράπονο το ότι τον πήραν με το ζόρι έξω από το περιβόλι της Παναγιάς και μακρυά από την Κυρά του. Κι έτσι έγινε και αυτός άλλος ένας στην μεγάλη σειρά που ξεκινά από πολύ πίσω. Παεί από τον Αχιλλέα, Θεμιστοκλή, Λεωνίδα, Μεγαλέξαντρο, Βασιλείο Βουλγαροκτόνο, Νικηφόρο Φωκά, Διγενή Ακρίτα, το Μαρμαρωμένο Βασιλιά ως τους Σουλιώτες, Μανιάτες, Σφακιανούς, Λάμπρο Κατσώνη, Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη κι όλο το Εικοσιένα. Ετσί μόνο για να ξέρουμε εμείς οι τωρινοί πού βρισκόμαστε, τι κάνουμε και τι θα έπρεπε να κάνουμε. Κι ακούγοντας αυτήν την θαυμαστή ιστορία αγαπητέ αναγνώστη θα καταλάβεις πως είναι αλήθεια ότι τους μωρούς και τους φτωχούς διαλέγει ο Παντοδύναμος για τους κάνει μεγάλους και ξακουστούς. Και έτσι θαυμαζοντάς να αναφωνήσεις κι εσύ: «Ως εμεγαλύνθει τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».

Ιωάννης Δανδουλάκης
Πολιτικός Επιστήμων-Διπλωμάτης

Από το site της ΧΦΕ: http://www.xfe.gr/modules.php?name=News ... le&sid=535

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:17 pm
από GEORGE_
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΛΑΕ.

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:19 pm
από Νίκος
Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΙΟΥ

Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.

Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απΆ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ΅κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γιΆ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο.Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ΅ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ΅φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.

- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

- Πάλι λιβάνι γιαγιά;

- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.

- Και σαν τι λες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.

- Και τα εννοείς;

- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.

- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ΅ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ΅ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε ... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ΅ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;

- Ορίστε;

- Εκκλησία πας;

- Δεν καταλαβαίνω ...

- Την προσευχή σου την κάμεις;

- Τι εννοείς, γιαγιά;

- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;

- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε ... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ΅ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Σπύρος Χιόνης,
φοιτητής Θεολογίας

Πηγή: http://www.xfe.gr/article.php?sid=295

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:19 pm
από Νίκος
Ο ΠΑΠΑ-ΣΑΒΒΑΣ

Πολλές φορές ο Aλέξης είχε ακούσει την μάνα του να του ιστορεί περιστατικά για τον παπά του χωριού της, τον παπα-Σάββα. Tου 'λεγε για την σεμνή του παρουσία, το τριμμένο του ράσο, το βλέμμα του που 'χε θαρρείς μια λάμψη άλλη, έξω από τούτο τον κόσμο. Tου 'λεγε ακόμη για τα κηρύγματά του, που 'ταν μοναδικά, και για τις λειτουργίες, που ήθελες - δεν ήθελες σε 'πιαναν τα κλάματα σαν έβλεπες σκυφτό το γεροντάκι να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και να λιβανίζει λέγοντας, αργά-αργά, το «Eλέησόν με ο Θεός...»

Mα ο Aλέξης κάτι τέτοια δεν τα είχε σε μεγάλη υπόληψη. Mορφωμένος καθώς ήταν και φιλοσοφημένος αρκετά για την ηλικία του, είχε μάθει να κρίνει τα πάντα και να τα περνά από το κόσκινο της λογικής προτού τ' αποδεχθεί. Eξάλλου, όλο αυτό το παπαδολόι με τα φανταχτερά άμφια, τα πάρε - δώσε με την εξουσία, τα σκάνδαλα που άκουγε κάθε τόσο, καθώς και οι εκνευριστικές κορώνες περί ελληνορθόδοξου πολιτισμού, που ευκαίρως - ακαίρως εκτόξευαν μεγαλοσχήμονες δεσποτάδες του προκαλούσαν αηδία. Γι' αυτό και κείνος πολλά με την Eκκλησία δεν είχε.

Nα, όμως, που ένα ανοιξιάτικο απόγευμα βρέθηκε στο χωριό της μάνας του μαζί με την παρέα του. Eίχαν πάει, φοιτητές αυτοί της Nομικής, να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο μακριά από το θόρυβο της πόλης στο εξοχικό του Aλέξη, στο πατρικό σπίτι της μάνας του. O τόπος φημιζόταν για την φυσική του ομορφιά και για τον παραδοσιακό οικισμό του. Ξάφνου, ενώ η παρέα απολάμβανε το καφεδάκι της στο καθιστικό του σπιτιού, ακούστηκαν οι καμπάνες της Eκκλησίας... Στο άκουσμά τους ο Aλέξης ταράχθηκε και σαν να του 'ρθε η επιθυμία να πάει στον Eσπερινό. Στον Eσπερινό...

...Θυμόταν που μικράκι, όταν ήταν, τον πήγαινε η μάνα του τα απογεύματα του Σαββάτου νΆ ανάψει ένα κερί και να προσκυνήσει τα εικονίσματα, έτσι, για να τον φυλά η Παναγιά. Ένα νοσταλγικό συναίσθημα τον πλημμύρισε. «Aς πάμε να δούμε και τον παπα-Σάββα» σκέφτηκε και χαιρετώντας την παρέα του, κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά του σπιτιού του και κίνησε για την Eκκλησία του χωριού, τον Άγιο Xαράλαμπο.

Mπαίνοντας στην παλιά, πέτρινη, βυζαντινή εκκλησούλα σταυροκοπήθηκε μηχανικά, έριξε κάτι ψιλά στο παγκάρι και πήρε ένα κερί. T' άναψε, φίλησε την εικόνα του Aγίου και στάθηκε σε μια γωνιά. Στο αχνό φως των καντηλιών διακρίνονταν οι μισοσβησμένες εικόνες, φτωχικές, απλές. Tο τέμπλο δουλεμένο στο χέρι, ξύλινο, έδινε μια αίσθηση ζεστασιάς, ενώ οι τέσσερις γριούλες, που αποτελούσαν το εκκλησίασμα, δεν σταματούσαν να σταυροκοπιούνται, να κάμουν μετάνοιες και να σιγομουρμουρίζουν προσευχές. Aπό το ψαλτήρι ακουγόταν ο δάσκαλος, που 'κανε χρέη ψάλτου. Kαλά τα κατάφερνε, μόνο που η φωνή του δεν τον πολυβοηθούσε. Mέσα από το ιερό ακουγόταν κι ο παπα-Σάββας:
«Nυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα...».

Πράγματι, τούτος ο παπάς σαν να 'ταν απΆ άλλο κόσμο. TΆ άμφιά του φτωχικά, λιγνός, ασκητικός ο ίδιος, με μάτια ολοζώντανα, σαν αναμμένα κάρβουνα, που τόξευαν κατ' ευθείαν στην καρδιά και σΆ αναστάτωναν μ' ένα βλέμμα. Kαι τα γένια του· άσπρα, πυκνά, μακριά, κατέβαιναν μεγαλοπρεπώς ίσαμε το στήθος του. H δε φωνή του βαριά, σαν βροντή τ' ουρανού, να ξεκινά απ' τα γέρικά του στήθη και να γεμίζει την εκκλησιά με μια απόκοσμη βουή:
«Δόξα σοι, Xριστέ ο Θεός, η ελπίς ημών δόξα σοι...».

O Aλέξης μαγεμένος περίμενε ωσότου φύγουν όλοι και μείνει μόνος του με τον παπα-Σάββα. Σε λίγο ο παππούλης, σκυφτός πρόβαλε από μια πόρτα του ιερού. Mόλις αντίκρισε τον Aλέξη, κοντοστάθηκε και τον ρώτησε:

- Kαλησπέρα παιδί μου. Θέλεις τίποτε;

- Tην ευχή σου παπά μου, ξέρετε, είμαι ο γιος της Bασιλικής, ο Aλέξης...

- Kαλώς τον, είπε και τον κοίταξε κατάματα...

Tι ματιά ήταν αυτή! Σαν ένα χέρι να μπήκε μέσα του και ν' άρχισε νΆ αναδεύει τα σωθικά του, την καρδιά του. O Aλέξης ταράχτηκε και έφερε ασυναίσθητα το χέρι του στον κόρφο. Για λίγο έμεινε άφωνος κοιτάζοντας τον γέροντα τούτο. Ύστερα, πήρε θάρρος και ξεκίνησε:

- Ξέρετε ...εγώ, η Eκκλησία ...θέλω, αλλά ...ο χρόνος είναι λίγος.

- Aλέξη! Γιατί; Γιατί παιδί μου αντιστέκεσαι στην αγάπη του Xριστού;

O Aλέξης σάστισε. Kι άθελά του άρχισε να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει. Nα κλαίει έτσι όπως έκλαιγε μικρός, πριν πάει στο σχολειό, πριν φορτωθεί γνώσεις, βιβλία και σοφίες. Σαν να 'νιωσε ντροπή που έκλαιγε κοτζάμ άντρας και γύρισε πιο 'κει για να αποφύγει το βλέμμα του παπά.

Mα τούτος ο γέροντας επέμενε, κι άπλωσε το χέρι του και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Tι χάδι ήταν αυτό! Σαν ολάκερη η Eκκλησιά να 'σκυψε πάνω του και να τον άγγιξε το πνεύμα τ' ουρανού. Tο πνεύμα τ' ουρανού, που σταλάζει παρηγοριά, γλυκύτητα, ζεστασιά. O Aλέξης, νικημένος, κάθισε σε μια καρέκλα που βρήκε πρόχειρη. Σιγά-σιγά συνήλθε, σφούγγισε τα δάκρυά του και πήρε να λέει:

- Συγχώρα με παπά μου, δεν ξέρω τι μου συνέβη...

- Tίποτε δεν συνέβη παιδί μου, μονάχα να, ο Θεός, που μας καταδιώκει και μας λέει, και μας φωνάζει ολοένα «υιέ μου δος μοι σήν καρδίαν» σήμερα, φώναξε λιγάκι περισσότερο. Φώναξε! Kαι ράγισε της καρδιάς σου το σκληρό κέλυφος και φανερώθηκε γυμνή, η γνώση της γύμνιας φέρνει πόνο, φέρνει δάκρυ, φέρνει θλίψη ψυχής. O παπάς για λίγο σώπασε και ύστερα κάθισε κοντά στον Aλέξη και του μίλησε:

- Έτσι 'ναι ο άνθρωπος παιδί μου. Zει μια ζωή θεατρίνου και γυρνοβολά μέσα σε τούτη τη ζωή με περηφάνια. Mα, θα 'ρθει η στιγμή, που δεν θ' αντέξει άλλο να στέκεται σα θεατρίνος και τότε, το αλλοτινό άκαμπτο δοκάρι γίνεται λυγαριά, τι λυγαριά, λέω, ζυμάρι! Nαι, ζυμάρι γίνεται ο άνθρωπος στα χέρια του Δημιουργού του. Kαι τον ξαναπλάθει ο Θεός και τον κάνει καινούργιο, νέο, δικό του, για πάντα δικό του! Tούτο το έργο κάνουμε όλοι στην Eκκλησιά μας. Mαζί με τον Θεό αναπλάθουμε τον άνθρωπο! Aυτή είναι και η δουλειά μας, ημών των παπάδων, να συνδράμουμε στην ανάπλαση του ανθρώπου. Nα γίνει πολίτης της Bασιλείας Tου. Nα μπει μέσα αναγεννημένος, ολοκαίνουργιος, να χαρεί το τραπέζι που του 'στρωσε ο Δεσπότης Xριστός.

Ξέρω... Kαμιά φορά λησμονούμε το χρέος μας και γυρνοβολάμε και μεις σα θεατρίνοι, περήφανοι και νομίζουμε πως έχουμε τον Xριστό στην τσέπη μας. Mα να 'σαι σίγουρος -ο γέροντας του 'σφιξε δυνατά το χέρι- να 'σαι σίγουρος πως ταχιά θα ξαναγυρίσουμε στη δουλειά μας, ήσυχοι, νηφάλιοι, με γνώση πως δεν είμαστε άλλο τίποτε παρά «γη καί σποδός». Mα έλα, σήμερα έγινε χαρά στον ουρανό! Xαρά μεγάλη! Σήμερα, επέστρεψες σπίτι σου, μην αφήσει τον εαυτό σου να ξαναγυρίσει στα ξένα. Mείνε 'δω, και φάγε στο πλούσιο τραπέζι του Πατέρα σου...

Kάθισε πολύ ώρα στην Eκκλησιά ο Aλέξης κι όταν βγήκε και γύρισε στο σπίτι του δεν έβγαλε λέξη. Aς τον ρωτούσαν οι φίλοι του που χάθηκε τόση ώρα, ας έπαιζε η τηλεόραση, ας βγαίναν στα «παράθυρα» οι ιερωμένοι, ας ξελαρυγγιαζόταν το στερεοφωνικό, εκείνος βυθισμένος στην πολυθρόνα μονολογούσε: «Γη καί σποδός».

Σπύρος Χιόνης
νομικός, φοιτητής Θεολογίας

Πηγή: http://www.xfe.gr/article.php?sid=171

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:20 pm
από GEORGE_
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΝΙΚΟΛΑΕ (filotas) ΜΕ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΣΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ

Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny

Δημοσιεύτηκε: Τετ Αύγ 22, 2012 12:21 pm
από Κωνσταντίνα
Πόσο πλούσιος είναι ένας φτωχός!

Ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.

Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες;» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.

Ο γιος απάντησε:

- Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
- Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές…
- Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι…
- Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα…
- Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας• αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό…
- Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι…
- Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα…
- Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους…
- Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους.

Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του…
Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:
«Σ' ευχαριστώ, μπαμπά, που μας δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε…»