Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Οι Αγίες Μάρθα και Μαρία αδελφές του Αγίου Λαζάρου

Ημ. Εορτής: 4 Ιουνίου.

Εικόνα Εικόνα

Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία, μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους Λαζάρου, ἀποτελοῦσαν τὴν πλέον ἀγαπητὴ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. Στὴν οἰκία τους φιλοξενούμενος ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ διδακτικώτατο: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δὲ ἔστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς», ὅταν ἡ Μάρθα, ὡς μεγαλύτερη, ἠσχολεῖτο μὲ τὴν περιποίηση Αὐτοῦ, ἐνῷ ἡ ἀδελφή της Μαρία ἦταν ἀφοσιωμένη στὴ διδασκαλία Του καὶ δὲν τὴν ἐβοηθοῦσε στὶς ἐργασίες. Γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους πρὸς Αὐτόν, ὁ Κύριος τὶς ἀντάμειψε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ προσφιλοῦς τους ἀδελφοῦ Λαζάρου. Ἡ Μαρία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἄλειψε τοὺς πόδες τοῦ Ἰησοῦ μὲ πολύτιμο μύρο καὶ τοὺς ἐσπόγγισε διὰ τῆς παρθενικῆς της κόμης. Ἀπετέλεσαν εὐσεβὴ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ Μαρία πάνσεμνε· καὶ τὴν Ἀνάστασιν αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῇ· χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ’ ὧν ἡμῖν αἰτεῖσθαι, τὸ θεῖον ἔλεος.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2058
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
11
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από Φωτεινή »

Η οσιομάρτυς Ανυσία, από τη Θεσσαλονίκη

30 Δεκεμβρίου

Εικόνα

Η Ανυσία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς πλούσιους και επιφανείς, οι οποίοι της μετέδωσαν τα νάματα της χριστιανικής Πίστεως. Ορφάνεψε όμως και από τους δύο γονείς της, σε νεαρή ηλικία. Έκτοτε ζούσε αφιερωμένη στην προσευχή και τη μνήμη του Θεού. Διάπυρος ήταν ο πόθος της Ανυσίας για τον Χριστό και συχνά έλεγε: «Ω! πόσο ψεύτικη η ζωή της νεότητας· είτε σκανδαλίζει κανείς είτε σκανδαλίζε­ται. Είναι καλύτερο το γήρας, αλλά θλίψη με συνέχει για το χρονικό διάστημα που με χωρίζει από τον ουρανό».
Πούλησε όλα τα υπάρχοντά της και διένειμε το χρηματικό ποσό στους απόρους, ενώ η ίδια ζούσε από τον κόπο των χεριών της. Τηρούσε αυστηρή νηστεία, κοιμόταν πολύ λίγο και έχυνε άφθονα δάκρυα στην προσευχή της. Όταν της ερχόταν ύπνος, έλεγε στον εαυτό της: «Είναι επικίνδυνο να καθεύδω, ενώ οι εχθροί μου αγρυπνούν»!

Την εποχή εκείνη, ο δυσσεβής αυτοκράτορας Μαξιμιανός εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να σκοτώσει χριστιανό, οποτεδήποτε και οπουδήποτε τον συναντούσε, χωρίς γι’ αυτό να δικαστεί ή καταδικαστεί.

Κάποια ημέρα η αγία αυτή παρθένος είχε βγει έξω για να πάει στην εκκλησία. Την ημέρα εκείνη οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τη γιορτή του ήλιου. Καθ’ οδόν συνάντησε έναν στρατιώτη, ο οποίος ελκύστηκε από την ομορφιά της και την πλησίασε με ανήθικο σκοπό, ρωτώντας να μάθει το όνομά της. Εκείνη έκανε το σημείο του Σταυρού και είπε: «Είμαι δούλη του Χριστού και πηγαίνω στην εκκλησία».

Όταν ο ακόλαστος στρατιώτης ήρθε πιο κοντά και άρχισε να της λέει ανοησίες, εκείνη τον έσπρωξε μακριά και τον έφτυσε κατά πρόσωπο. Ο στρατιώτης έβγαλε το σπαθί του και το έμπηξε κάτω από το πλευρό της. Έτσι έλαβε μαρτυ­ρικό τέλος η επίγεια ζωή της αγίας Ανυσίας, το έτος 298. Οι χριστιανοί την ενταφίασαν με όλες τις τιμές. Στον ουρανό δέχθηκε από τον Θεό τον στέφανο της δόξης, εισερχόμενη, στην Αιώνια Βασιλεία. Αργότερα κτίστηκε εκκλησία προς τιμήν της αγίας Ανυσίας, πάνω απ’ τον τάφο της.

Ύμνος στην αγία μάρτυρα Ανυσία

Η αγία Ανυσία προσευχόταν στον Θεό,
γονατισμένη διαρκώς και λουσμένη στα δάκρυα της: «Ω Κύριε Ιησού Χριστέ, η Πηγή της αιωνίου Ζωής, η Κιβωτός των αφθάρτων αγαθών, βοήθησέ με, Θεέ μου, βοήθησέ με να διαφυλαχθώ παρθένος μέχρι τον θάνατό μου· ως παρθένος να εισέλθω στην αιώνια ανάπαυση και ν’ αξιωθώ της Ουρανίου Βασιλείας Σου!

*
Χαρίτωσέ με, Σωτήρα μου, με τη Χάρη Σου, να αξιωθώ να μαρτυρήσω για Σένα, για Σένα να θυσιαστώ! Ποθώ θυσία να γίνω στον Θεό μου, γι' αυτό αξίωσέ με, Κύριε, να κερδίσω αυτό που επιθυμώ!».

*

Ενωτίσθη ο Θεός την προσευχή της παρθένου Ανυσίας

και της έδωσε τη Χάρη Του:

να αξιωθεί γι’ Αυτόν να μαρτυρήσει!

*

Τώρα στον Παράδεισο λάμπει η αγία Ανυσία,

σαν αστέρας εν μέσω των αστέρων,

σαν άγγελος εν μέσω των αγγέλων,

και υπέρ ημών πρεσβεύει προς τον Αθάνατο Χριστό!

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Δεκέμβριος, εκδ. Άθως, σ.274-275, 278-279)

Πηγή
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2058
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
11
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από Φωτεινή »

Οσία Μελάνη η Ρωμαία, η ελεήμων και φιλάνθρωπος

31 Δεκεμβρίου


Εικόνα



Στίχ. Ουχ υλική σε χειρ, Μελάνη, και μέλαν.

Θεός δε, καν τέθνηκας, εν ζώσι γράφει.

Μετ. Μελάνη, δεν σε γράφει χέρι αν­θρώπινο και με­λάνι·

ο Θεός όμως, κι αν πέθανες, σε γράφει στους ζώντες.

Η Οσία Μελάνη έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ονωρίου, ο οποίος βασίλευσε στο Δυτικό Ρω­μαϊκό Κράτος από το 395 μέχρι το 423 μετά Χριστόν· καταγόταν δε η Οσία από πολύ ένδο­ξο και λαμπρό γένος.
Η Οσία Μελάνη αγάπησε τον Κύριο ολόψυχα και είχε μεγάλη επιθυμία να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν. Πλην όμως οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά τη θέλησή της, και έγινε μητέρα δυο παιδιών. Αργότερα οι γονείς της και τα τέκνα της πέθαναν. Έτσι λοιπόν η Οσία, αφού συμφώνησε με τον σύζυγό της να ζήσουν εφεξής χωριστά και εν σωφροσύνη, έφυγε από την πόλη, τη Ρώμη, και ζούσε σε ένα προάστιο. Εκεί φιλοξενούσε τους παρεπιδημούντες ξένους, που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τη διαμονή τους. Επίσης η Οσία επισκεπτόταν και βοηθούσε παντοιοτρόπως τους φυλακισμένους και τους εξόριστους.

Μετά ταύτα η Οσία Μελάνη πούλησε όλη την περιου­σία της, η οποία ήταν πολύ μεγάλη, και πήρε δώδεκα μυ­ριάδες (=εκατόν είκοσι χιλιάδες) χρυσά νομίσματα. Ολόκληρο δε αυτό το χρηματικό ποσό το διέθεσε με απλοχεριά στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες. Εν συνε­χεία η Οσία εισήλθε σε ένα γυναικείο Μοναστήρι, στην Αφρική, όπου εκάρη μοναχή και ζούσε αυστηρότατη ασκητική ζωή. Αρχικά έτρωγε ανά δύο ημέρες και βέβαια πολύ λίγη τροφή. Κατόπιν περιόρισε την τροφή ακόμη περισσότερο: έτρωγε μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μια πολύ- πολύ μικρή ποσότητα ευτελούς τροφής. Τις υπόλοιπες πέντε ημέρες της εβδομάδας δεν έτρωγε απολύτως τίποτα. Όντας δε η Οσία άριστη καλλιγράφος και ταχυγράφος, είχε ως εργόχειρό της το να αντιγράφει, ιερά κείμενα.

Η Οσία Μελάνη έμεινε στο Μοναστήρι εκείνο επτά έτη. Κατόπιν έφυγε και πήγε στην Αλεξάνδρεια. Μετά από λίγο όμως αναχώρησε από εκεί και πήγε στα Ιεροσό­λυμα, όπου και κλείστηκε σε ένα κελί. Εκεί η Οσία συγ­κέντρωσε ενενήντα παρθένες (νεαρές κοπέλες) και παρεί­χε σ’ αυτές όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή και συντή­ρησή τους. Γύρω δε από το κελί της έκτισε και άλλα πολλά κελιά και έτσι δημιούργησε εκεί μεγάλο Κοινόβιο.

Έφτασε όμως ο καιρός που ο Κύριος θα καλούσε κοντά Του την Οσία Μελάνη. Έτσι λοιπόν κάποια ημέρα αυτή κρυολόγησε και έπαθε πλευρίτιδα, η οποία της προκάλεσε ισχυρούς πόνους και υψηλό πυρετό. Αμέσως τότε η Οσία προσκάλεσε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε απ’ αυτόν τη θεία Μετάληψη. Ακολούθως συγκάλεσε τις αδελφές και τις αποχαιρέτησε δίνοντάς τους και την ευχή της. Εν συνεχεία είπε την τελευταία της φράση: «Όπως ο Κύριος έκρινε, έτσι και έγινε». Και ευθύς αμέ­σως παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας- Δεκέμβριος, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 283-285)

Πηγή
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ Ζ` ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Εικόνα

Η κυριακή μεταξύ της 11ης και της 17ης Οκτωβρίου κάθε χρόνο, είναι αφιερωμένη στην μνήμη των αγίων Πατέρων της Ζ` Οικουμενικής Συνόδου, και ονομάζεται Κυριακή του Σπορέως, διότι το Ευαγγελικόν ανάγνωσμα της είναι η γνωστή παραβολή του Σπορέως.
Μία παραβολή ταιριαστή πολύ με το παράδειγμα των αγίων Πατέρων, που επιμελήθηκαν ιδιαιτέρως αυτό το έργο της σποράς του λόγου του Θεού, με τον οποίο άλλωστε αντιμετώπισαν και συνέτριψαν τις μανιώδεις αιρέσεις, όπως αυτή της Εικονομαχίας που την κατέβαλαν στην Ζ`Οικουμενικήν Σύνοδον.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΣΙΟΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ
(+17 Αυγούστου 903)

Εικόνα

Η μεγαλύτερη περιοχή της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας υπήρξε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα διακεκριμένος χώρος του Χριστιανικού Ελληνισμού και τμήμα της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πολύ ενωρίς, ιδίως μετά την επικράτηση του Μονοφυσιτισμού στη Μέση Ανατολή και κυρίως την Αραβική κατάκτηση, ιδρύθηκαν εκεί σπουδαία και μεγάλα μοναστήρια από τα οποία προέκυψαν Εκκλησιαστικές μορφές που διακρίθηκαν για την αγιότητα του βίου των αλλά και την Ελληνική παιδεία τους.
Την εποχή της κατάκτησης της Σικελίας από τους Σαρακηνούς πολύ μεγάλος αριθμός χριστιανών αναγκάστηκε να καταφύγει στη γειτονική περιοχή της Καλαβρίας, με συνέπεια να αυξηθούν και τα μοναστικά κέντρα. Μεταξύ των τελευταίων υπήρξε και η Μονή των Αγίων Ηλία και Φιλάρετου που ιδρύθηκε από αυτόν τον Όσιο Ηλία στα Σάλινα της Καλαβρίας.
Ο Άγιος, υπήρξε μια ισχυρή και γεμάτη χαρίσματα προσωπικότητα, η οποία εξέπεμψε μεγάλη ακτινοβολία στο στενό και ευρύτερο περιβάλλον του, και η οποία έζησε και γνώρισε όλες τις συνέπειες των ιστορικών περιπετειών της εποχής του. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τη θερμή και σταθερή του πίστη «εκ κοιλίας μητρός». Αυτή μάλιστα η πίστη είναι εκείνη που τον στήριξε και τον διαφύλαξε από τις παγίδες μιας τόσο δύσκολης εποχής όπως ήταν ο ένατος αιώνας για την περιοχή στην οποία έζησε ο άγιος.
Καταγόταν από την πόλη της Σικελίας Έννη. Ανήκε στην αρχοντική οικογένεια των Ραχιτών και οι γονείς του ευσεβέστατοι άνθρωποι, τον ονόμασαν Ιωάννη. Από πολύ μικρή ηλικία είχε ιδιαίτερα χαρίσματα και μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό, εκείνο της πρόγνωσης που τον συνόδευσε σε όλη τη διάρκεια της μακράς επίγειας ζωής του. Για τα παραπάνω έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε τις δοκιμασίες της αιχμαλωσίας, ταυτόχρονα όμως και την εμφανή χάρη του Θεού, η οποία τον έσωσε και τον διαφύλαξε πολλές φορές. Παράλληλα και εξίσου αξιομνημόνευτο ήταν και το ήθος του νεαρού Ιωάννη που μαζί με την ευσέβεια και το πλήθος άλλων χριστιανικών αρετών, συγκροτούσε την διακεκριμένη όντως προσωπικότητα ενός αγίου. Συνέπεια των παραπάνω υπήρξε η φήμη που τον συνόδευε σε όλη τη ζωή του.
Η Κέρκυρα μαζί με άλλα μέρη της Ελλάδας, αξιώθηκε της ευλογημένης παρουσίας Του και της θαυματουργικής του ενέργειας στη γη της.
Μεταφέρουμε, σε μετάφραση, τμήμα του «Βίου» του που αναφέρεται σ' αυτήν την παρουσία: «Ελεύθεροι (από προηγηθείσα αιχμαλωσία από τους Αγαρηνούς) θέλησαν να μεταβούν στη Ρώμη χάριν προσευχής αλλ' επειδή βρήκαν εμπόδια πέρασαν στην Κέρκυρα. Αφού κατέλυσαν στο Επισκοπείο, έμειναν κρυμμένοι σ' ένα από τα οικήματα του. Επειδή όμως δεν διέφυγε την προσοχή ο υπέρλαμπρος φωστήρ Ηλίας, τον παρεκάλεσαν μερικοί από τους εκκλησιαζομένους να προσευχηθεί για μία γυναίκα που έχασε τα λογικά της, γιατί, όπως έλεγαν, χάνοντας το γιο της παραφρόνησε. Μόλις ο άγιος δέχτηκε να προσευχηθεί, εκείνοι πάλι παρακαλούσαν να επιτραπεί και σ' εκείνην να έλθει. Ο Άγιος όμως δεν επέτρεψε και είπε: «Ας γίνει η προσευχή μου και θα δείτε πως η δύναμη του Θεού φέρνει σε κάθε τόπο το έλεος του». Προσευχήθηκε λοιπόν και την ίδια ώρα που πήγαν οι πρεσβύτεροι στο σπίτι της γυναίκας, την βρήκαν να είναι στα λογικά της» (κεφ. 29). Δεδομένου ότι το παραπάνω γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 884 (όταν είχε γίνει μοναχός ο Ηλίας) και 903 (έτος του θανάτου του), ο Όσιος Ηλίας συναντήθηκε ίσως στην Κέρκυρα, εφ' όσον μάλιστα κατέλυσε στο Επισκοπείο, με τον τότε Επίσκοπο Κερκύρας που ήταν ο Άγιος Αρσένιος (876 -953).
Από άλλο σημείο του «Βίου" του Οσίου Ηλία (κεφ. 37), πληροφορούμεθα: «Μία ημέρα που βρισκόταν στο Ρήγιο κι ετελείτο η ακολουθία του Όρθρου, αφού πλησίασε τον Πρωτοπρεσβύτερο, ονόματι Δημήτριο, του είπε με χάρη: «Ευλόγησε μας, ω Επίσκοπε!». Εκείνος νομίζοντας ότι κάνει λάθος ο Άγιος, γιατί ζητούσε την ευλογία άλλου αντ' άλλου, είπε: «Συγχώρησέ με, πάτερ, δεν είμαι εγώ ο Επίσκοπος». Κι εκείνος: «Σε βλέπω να φοράς ωμοφόριο και συ λες ότι δεν είμαι Επίσκοπος; Πράγματι δεν απατήθηκα, αλλ' ο Θεός θα επιτελέσει σίγουρα εκείνο που προγνώρισε και προώρισε να γίνει». Ο Δημήτριος λοιπόν επειδή γνώριζε προ πολλού ότι ο Θεοφόρος Ηλίας ήταν ονομαστός για το προφητικό του χάρισμα, κράτησε στη μνήμη του τον λόγο, ύστερα δε από λίγο, αφού ανέβηκε στην Κωνσταντινούπολη και συναντήθηκε με τον ιεράρχη της πόλεως, εκλέγεται Επίσκοπος της Αγίας Εκκλησίας της Κερκύρας αφού διεδέχθη τον αοίδημο Παχώμιο».
Το απόσπασμα αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την τοπική μας Εκκλησία, γιατί προσφέρει δύο ονόματα Επισκόπων αγνώστων ως σήμερα. Του Παχωμίου και Δημητρίου.
Ο «Βίος» μας παρέχει ειδήσεις για δύο ακόμη ταξίδια στο Ιόνιο" κατά το πρώτο μάλιστα κατέπαυσε δια προσευχής φοβερή τρικυμία (κεφ. 38 και 67). Ο Ηλίας πέθανε στις 17 Αυγούστου 903, στη Θεσσαλονίκη όπου είχε προηγουμένως προσκυνήσει τον τάφο του μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, ενώ είχε ήδη ασθενήσει. Το ιερό Λείψανο παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, στο ναό του Λγίου Γεωργίου επί δέκα μήνες. Κατόπιν, με μεγάλες τιμές μεταφέρθηκε, έπειτα από μακρά πορεία, στο μοναστήρι του στα Σάλινα της Καλαβρίας.

-Κοντάκιο Ήχος δ' ποίημα Αντωνίου
Άσκηταίς έκπέφηνας κανών ακμαίος, και συγχρόνοις εσοπτρον των αρετών καί βοηθός Ηλία πάτερ άοίδημε, νυν ως αστήρ βροτοίς πάσιν άνέτειλας.
Κάθισμα Ήχος α'. Χορός αγγελικός
Ό βίος σου λαμπρός ανεδείχθη εν κοσμώ, ή άσκησις στερρά, θαυμαστοί οι αγώνες, οι πόνοι πανάριστοι Ήλιου παμμακάριστε, όθεν άνωθεν χάριν λαβών θεραπεύεις δυσθεράπευτα πάθη καμνόντων ανθρώπων λιταϊς σου προς Κύριον.
Κοντάκιο (έτερο) Ήχος θ'. Τα άνω ζητών

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος ΗΣΑΪΑΣ ο θαυματουργός, επίσκοπος Ροστώφ

Εικόνα

Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ησαΐας, γεννήθηκε στη γη του Κιέβου από ευγενείς και φιλόχριστους γονείς, που του έδωσαν χριστιανική αγωγή.
Από τα νεανικά του χρόνια αγάπησε το Χριστό, περιφρόνησε όλες τις κοσμικές απολαύσεις και ήρθε στη μονή των Σπηλαίων για να γίνει μοναχός. Ηγούμενος ήταν τότε ο όσιος Θεοδόσιος, που διείδε με τη χαρισματική του διάνοια τη μελλοντική εξέλιξη του νέου και τον έντυσε με το μοναχικό ένδυμα.

Από τότε ο Ησαΐας δόθηκε «ψυχή τε και σώματι» στο Νυμφίο Χριστό και άρχισε μιαν αυστηρή ασκητική ζωή.
Ήταν απλός, ταπεινός, υπάκουος, αφιλάργυρος, Φιλάδελφος, γνήσιος ενσαρκωτής της αγγελικής ζωής. Με την εγκράτεια και την υπομονή του νέκρωσε σύντομα τα πάθη και τις επιθυμίες της σάρκας. Στολισμένος έτσι με σοφία, διάκριση, ανδρεία και σωφροσύνη, έγινε από τη ζωή αυτή ένας ουρανοπολίτης, που βάδιζε γοργά για την άνω Ιερουσαλήμ. Και επειδή «ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη», η φήμη των αρετών και της αγιότητάς του διαδόθηκε σ` όλη την κιεβική χώρα κι έφτασε μέχρι τα` αυτιά του μεγάλου ηγεμόνα Ιζιασλάβου Παροσλάβιτς.

Άρχισε τότε εκείνος να παρακαλεί επίμονα τον όσιο Θεοδόσιο να δώσει την ευλογία του για να τοποθετηθεί ο Ησαΐας, ηγούμενος στο μοναστήρι του αγίου Δημητρίου, μια και ο μακάριος Βαρλαάμ είχε κοιμηθεί εν Κυρίω.
Ο θεοφώτιστος Θεοδόσιος πληροφορήθηκε εσωτερικά από το Πανάγιο Πνεύμα ότι ήταν θέλημα Θεού ν' αναλάβει ο υποτακτικός του τη διακονία του ηγουμένου. Έτσι έδωσε τη συγκατάθεση και την ευλογία να γίνει ο Ησαΐας ηγούμενος. Κι εκείνος, μη θέλοντας να παρακούσει, σήκωσε με πόνο το βαρύ φορτίο κι έγινε «ο ποιμήν ο καλός» των μοναχών της νέας μονής του.
Ούτε ο τρόπος της ζωής του άλλαξε, ούτε το ταπεινό φρόνημά του αλλοιώθηκε από το αξίωμα που ανέλαβε. Ο νους του ήταν πάντοτε προσκολλημένος στη μνήμη του Θεού και του θανάτου, της κρίσεως και της βασιλείας των ουρανών. Γι' αυτό συνέχιζε, με περισσότερο τώρα ζήλο, τις ασκήσεις και τους αγώνες του και γινόταν ζωντανό παράδειγμα αγγελικής βιοτής για τους υποτακτικούς του, καλώντας τους στις κορυφές των αρετών και εκπληρώνοντας πάντοτε πρώτος εκείνο που ζητούσε από τους άλλους.

Ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος χαιρόταν κι ευγνωμονούσε το Θεό και τον όσιο Του Θεοδόσιο, που έστειλαν στη μονή του αγίου Δημητρίου ένα τέτοιον «έμψυχο αδάμαντα». Αλλά περισσότερο ο Κύριος δόξασε τον πιστό δούλο Του, τιμώντας τον με το υψηλό και θείο αρχιερατικό αξίωμα. Μετά τη μακάρια κοίμηση του θεοφιλούς Λεοντίου, επισκόπου του Ροστώφ, ο όσιος Ησαΐας, με κοινή βουλή Θεού και ανθρώπων, αναδείχθηκε επίσκοπος σ' εκείνη την επαρχία.

Όταν ήρθε στη θεόσωστη γη του Ροστώφ, ο όσιος ποιμενάρχης βρήκε πολλούς χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους αλλά αστερέωτους στην πίστη. Είχαν κρατήσει πολλές παλιές ειδωλολατρικές συνήθειες και διέπρατταν από άγνοια σοβαρά αμαρτήματα. Άρχισε τότε ο όσιος ένα δύσκολο και κοπιαστικό ποιμαντικό αγώνα, για τη διαφώτιση και τη στήριξη του ποιμνίου του στην πίστη και τη διδασκαλία του Χριστού.

«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», φώναζε στα κηρύγματά του προς το λαό. Γι` αυτό μόνο στο Χριστό να πιστεύετε. Μόνο το Χριστό ν` ακολουθείτε. Μόνο τη διδασκαλία Εκείνου και τις διδαχές των ποιμένων Του να εφαρμόζετε στη ζωή σας. Ν' απαλλαγείτε από τις πλάνες των ειδώλων και τις απάτες των δαιμόνων για να μη βλασφημείται, αλλά να δοξάζεται με τη ζωή και τα έργα σας το όνομα του Θεού!

Περιόδευε ακατάπαυστα ο όσιος στις πόλεις και τα χωριά της περιοχής Ροστώφ και Σουζντάλ και κατηχούσε, κήρυττε, νουθετούσε, δίδασκε, διέλυε τις πλάνες, κατέλυε τα προπύργια του νοητού εχθρού.

Όπου έβλεπε να υπάρχουν ακόμα είδωλα ή ειδωλολατρικοί ναοί, έδινε εντολή να κατεδαφιστούν ή να παραδοθούν στη φωτιά, κι έπειτα δίδασκε στους κατοίκους την ορθόδοξη πίστη στην Αγία και Ομοούσιο Τριάδα. Όσοι από τους αβάπτιστους Ρώσους πίστευαν, βαπτίζονταν από τον όσιο Ιεράρχη στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Κι όσοι δεν πίστευαν με την κατήχηση και το κήρυγμα, πείθονταν με τα υπερφυσικά θαύματα και σημεία που επιτελούσε ο όσιος με τη δύναμη του παντοδύναμου Θεού.
Αλλά και τις πιο σκληρές καρδιές τις λύγιζε η αγάπη, η ευσπλαχνία, η ακακία και η μακροθυμία του μακαρίου Ησαΐα.
Ήταν παρηγορητής των θλιβομένων, τροφός των πεινασμένων, προστάτης των χηρών και ορφανών, βοηθός των φτωχών, υπερασπιστής των αδικούμενων. «Οφθαλμός ην τυφλών, πους δε χωλών», όπως ο δίκαιος Ιώβ, έτσι που όλοι χαίρονταν και δόξαζαν τον Κύριο, γιατί τους χάρισε ένα τέτοιο πατέρα και διδάσκαλο.

Ο όσιος Ιεράρχης Ησαΐας, αξιώθηκε να παρευρεθεί και στα εγκαίνια του πάνσεπτου ναού της Λαύρας, καλεσμένος από άγγελο Κυρίου, όπως είδαμε στη σχετική διήγηση.

Μετά τα εγκαίνια, έζησε εννέα μήνες ακόμη.
Στις 15 Μαΐου του 1090, αφού μετέστρεψε στην αληθινή πίστη πολλές ψυχές που ζούσαν «εν σκότει και σκιά θανάτου» και αφού ευαρέστησε τον Κύριο με την ενάρετη ζωή του, εκοιμήθη ειρηνικά και παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια των αγγέλων, που τη μετέφεραν στον ουρανό.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος Θεοδόσιος,κτήτωρ της Λαύρας των Σπηλαίων
(+3 Μαΐου)

Ημερομηνία εορτής: 03/05/2014
Τύπος εορτής: Σταθερή, εορτάζει στις 3 Μαΐου εκάστου έτους.

Εικόνα

Ο Όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στην πόλη Βασίλιεφ της περιοχής του Κιέβου, το 1029 μ.Χ., από εύπορους γονείς. Κατά την ώρα της βαπτίσεώς του, ο ιερέας που τον βάπτιζε, είδε ότι το βρέφος αυτό θα αφιέρωνε αργότερα την ζωή του στον Θεό, γι' αυτό και του έδωσε το όνομα Θεοδόσιος.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι γονείς του αναγκάσθηκαν, με διαταγή του ηγεμόνα, να μετοικήσουν μακριά σε άλλη πόλη, στο Κουρσκ, στην οποία γεννήθηκε ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Αυτό ήταν οικονομία Θεού, για να λάμψει εκεί ο μικρός Θεοδόσιος με την ενάρετη ζωή του. Σε αυτή την πόλη μεγάλωνε σωματικά αλλά αυξανόταν και πνευματικά στη σοφία και στην αγάπη του Θεού. Μελετούσε με επιμέλεια τον Θείο Λόγο και πολύ γρήγορα έγινε κάτοχος όλης της Αγίας Γραφής. Όλοι έμειναν έκπληκτοι από τη σοφία του, την αντίληψη και την ταχύτητα εκμαθήσεως. Καθημερινά επισκεπτόταν το ναό του Θεού και παρακολουθούσε με όλη του την προσοχή τις ιερές Ακολουθίες. Σε ηλικία δεκατριών ετών, ο θάνατος του στέρησε τον πατέρα. Από τότε ο μακάριος Θεοδόσιος έγινε περισσότερο ασκητικός. Πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού στα χωράφια και έκανε το καθετί με βαθιά ταπείνωση. Στην καρδιά του αρχίζει να καλλιεργείται η αίσθηση της πτώχιας και της ταπεινώσεως. Έτσι, σε νεαρή ηλικία απεκδύεται τα αρχοντικά του ρούχα, ενδύεται με τα ενδύματα των χωρικών, τους οποίους βοηθά σε κάθε είδους εργασίας. Η συμπεριφορά του εξοργίζει την μητέρα του, η οποία τον επιπλήττει και τον κτυπά.


Κάποτε ο Θεοδόσιος πήγε σε ένα σιδερά και παρήγγειλε μια σιδερένια ζώνη. Όταν ετοιμάσθηκε, την πήρε και την φόρεσε κατάσαρκα, χωρίς να την βγάζει καθόλου από επάνω του. Ήταν στενή, έσφιγγε πολύ το σώμα του και προξενούσε πόνους, που τους υπέμενε όμως καρτερικά σαν να μην συνέβαινε τίποτε.
Σε ένα εορταστικό γεύμα, που θα δινόταν στο μέγαρο του άρχοντα και θα παρευρίσκονταν όλοι οι προύχοντες της πόλεως, έπρεπε να πάει και ο Θεοδόσιος, για να υπηρετήσει. Αναγκάσθηκε λοιπόν από τη μητέρα του να ενδυθεί την καλή του στολή. Καθώς την φορούσε, δεν μπόρεσε να προφυλαχθεί και το διακριτικό μάτι της μητέρας πρόσεξε πάνω στη φανέλα στίγματα από αίμα. Πλησίασε να εξετάσει και μόλις διαπίστωσε πως οφειλόταν στο σφίξιμο της σιδερένιας ζώνης, άναψε από το κακό της. Όρμησε πάνω του με μανία, άρχισε να τον κτυπάει, του ξέσκισε την φανέλα και του αφαίρεσε τη ζώνη οργισμένη. Αλλά ο ευλογημένος εκείνος νέος, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, ενδύθηκε τα ρούχα του και ξεκίνησε ειρηνικά, για να υπηρετήσει στο γεύμα.

Με τα λόγια αυτά πυρπολήθηκε η καρδιά του φωτισμένου από τον Κύριο Θεοδοσίου. Και φλεγόμενος από θείο έρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πώς θα μπορούσε, κρυφά από την μητέρα του, να ενδυθεί το άγιο μοναχικό σχήμα.
Έτσι, ο Όσιος φεύγει από το σπίτι, για να έλθει να ασκητέψει στο Κίεβο. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν τον δέχεται κανένας. Βρίσκει όμως πνευματικό καταφύγιο κοντά στον Όσιο Αντώνιο. Ο Όσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ολόψυχα στον Θεό και στον θεοφόρο Γέροντά του Αντώνιο. Επιδόθηκε σε μεγάλες ασκήσεις και βάσταζε με χαρά το ζυγό της μοναχικής ζωής. Τις νύχτες τις αφιέρωνε στη δοξολογία του Κυρίου, αρνούμενος την ξεκούραση του ύπνου. Μάταια η μητέρα του τον αναζητούσε. Όταν επιτέλους τον βρήκε μετά από αρκετά χρόνια, τον παρακάλεσε να επιστρέψει σπίτι και να μείνει εκεί μέχρι το θάνατό της. Ο Όσιος την παρακάλεσε να γίνει μοναχή και να μείνει κάπου εκεί κοντά. Η μητέρα του τελικά πείσθηκε και έγινε μοναχή στη μονή του Αγίου Νικολάου. Αφού έζησε με μετάνοια τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της, κοιμήθηκε με ειρήνη.


Οι ασκητικοί αγώνες του Οσίου Θεοδοσίου μέσα στο σπήλαιο, πολύ γρήγορα τον ανέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά των πονηρών πνευμάτων. Όταν μάλιστα η μητέρα του ξεπέρασε τον πόνο της και έγινε μοναχή, τότε επιδόθηκε σε μεγαλύτερες ασκήσεις, φλεγόμενος από θείο έρωτα. Μέσα στο σπήλαιο μπορούσε τότε να δει κανείς τρεις λαμπάδες αναμμένες, που με την προσευχή και τη νηστεία διέλυαν το σκότος των δαιμόνων: τον Όσιο Αντώνιο, τον μακάριο Θεοδόσιο και τον μεγάλο Νίκωνα.

Όταν αργότερα, το 1062 μ.Χ., ο ηγεμόνας οργίσθηκε κατά των σπηλαιοτών μοναχών, επειδή είχαν δεχθεί στη μονή, τον βογιάρο Βαρλαάμ και τον Ευνούχο Εφραίμ, ο μακάριος Νίκων αναγκάσθηκε να φύγει με μερικούς αδελφούς. Πήγε στο Τμουταρακάν, στην ανατολική όχθη της Αζοφικής θάλασσας, όπου ίδρυσε μοναστήρι και έμεινε μέχρι το 1068 μ.Χ. Τότε ο Όσιος Θεοδόσιος, με θέλημα Θεού και επιθυμία του Οσίου Αντωνίου, χειροτονήθηκε ιερέας. Ως ιερέας τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία με πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες επάνω του τη φυσική πραότητα, την αταραξία των λογισμών και την απλότητα της καρδιάς. Ήταν γεμάτος πνευματική σοφία και έτρεφε αγάπη προς όλους αδιάκριτα τους αδελφούς, που μαζεύτηκαν γύρω από τον Όσιο Αντώνιο.
Μετά από αρκετό καιρό ο Όσιος Αντώνιος ανέθεσε την ηγουμενία στον μακάριο Βαρλαάμ και αναχώρησε σε ένα ήσυχο λόφο. Εκεί άνοιξε ένα άλλο σπήλαιο και συνέχισε την ασκητική του ζωή.
Ο ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, αφού πήραν την ευχή και ευλογία του Οσίου, συνέχισαν να ζουν οσιακά και ενάρετα στο πρώτο σπήλαιο. Επειδή όμως η αδελφότητα σιγά-σιγά αυξήθηκε και ο χώρος του σπηλαίου δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές συνάξεις της, ο ευλαβέστατος Θεοδόσιος και ο μακάριος Βαρλαάμ, με την ευλογία του Οσίου Αντωνίου, έκτισαν επάνω από το σπήλαιο ένα ευρύχωρο ξύλινο εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να συναθροίζονται σε αυτό οι αδελφοί και να κάνουν τις Ακολουθίες.


Η στενότητα του χώρου μέσα στο σπήλαιο και οι κόποι της ασκήσεως προξενούσαν στους πατέρες μεγάλες θλίψεις και ταλαιπωρίες, που μόνο ο Θεός τις γνωρίζει και που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να τις εκφράσει. Συντηρούσαν τον εαυτό τους με νερό και λίγο ψωμί από σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο έτρωγαν μόνο το Σαββατοκύριακο και όχι πάντα, γιατί ορισμένες φορές δεν υπήρχε, οπότε κατέφευγαν στα βρασμένα χόρτα. Ανάμεσα στις άλλες εργασίες, έπλεκαν καθημερινά καλάθια, τα πουλούσαν και με τα χρήματα που έπαιρναν, αγόραζαν σιτάρι. Τη νύχτα άλεθε ο καθένας το μερίδιό του και έπειτα συγκέντρωναν το αλεύρι, για να φτιάξουν ψωμί. Πριν ξημερώσει, συναθροίζονταν στην εκκλησία για τον Όρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στα εργόχειρά τους, που προορίζονταν για πούλημα. Αν είχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν και στον κήπο. Έπειτα τελούσαν στο ναό τις Ώρες και τη Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τις εργασίες τους, που διαρκούσαν ως την ώρα του Εσπερινού και του Αποδείπνου. Έτσι μοχθούσαν κάθε ημέρα, αφοσιωμένοι στην αγάπη του Θεού.
Ο Όσιος Θεοδόσιος, που ήταν τώρα και ιερέας, κατέπλησσε όλους τους άλλους αδελφούς με τη νηστεία, την ανδρεία, την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή του. Ήταν πρόθυμος να τους εξυπηρετεί όλους. Μετέφερε νερό ή ξύλα από το δάσος. Ορισμένες φορές, ενώ οι αδελφοί αναπαύονταν, μάζευε το σιτάρι που έπρεπε να αλέσουν εκείνοι και το άλεθε ο ίδιος, εργαζόμενος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα.
Αλλά συνέβη κάποτε να προσκληθεί ο μακάριος Βαρλαάμ, ο ηγούμενος της αδελφότητας, από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, για να αναλάβει την ηγουμενία της μονής του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, που ο ίδιος είχε ιδρύσει.
Όταν, λοιπόν, ο μακάριος Βαρλαάμ έφυγε για το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, οι αδελφοί πήγαν και ζήτησαν ομόφωνα από τον Όσιο Αντώνιο να τοποθετήσει ηγούμενο τον Όσιο Θεοδόσιο. Ο Όσιος Αντώνιος συμφώνησε. Με την ευλογία του ο Όσιος Θεοδόσιος έγινε ηγούμενος των είκοσι αδελφών. Ο αξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, αν και έγινε ηγούμενος, δεν απέβαλε το ταπεινό φρόνημα, αλλά θυμόταν πάντα τα λόγια του Κυρίου: «Ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμὶν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τον εαυτό του και γινόταν έσχατος και υπηρέτης όλων. Στο καθετί παρείχε τον ευατό του, τύπο καλών έργων. Στην εργασία και στο ναό ήταν ο πρώτος που πήγαινε και τελευταίος που έφευγε. Οι δεήσεις του δικαίου Θεοδοσίου έφεραν πολλές ευλογίες και η ζωή της αδελφότητας άνθιζε και προόδευε. Σαν το σπόρο που έπεσε σε εύφορη γη και έφερε καρπό εκατονταπλάσιο, έτσι μεγάλωσε σε μικρό χρονικό διάστημα η αδελφότητα και έφθασε τους εκατό αδελφούς. Και όλοι προόδευαν με την ενάρετη ζωή τους και την προσευχή.
Πιστός ο Άγιος Θεοδόσιος στις παραδόσεις του Οσίου Αντωνίου ζει μια σκληρή ασκητική ζωή και συνεχή μετάνοια, προσευχή αλλά και χαρά. Η όψη του ήταν πάντοτε φωτισμένη, ιλαρή και αντανακλούσε την χαρά του Πάσχα. Από τις αρετές του ξεχώριζαν δύο: η ταπείνωση και η αγάπη. Η ευσπλαχνία του Οσίου στρεφόταν όχι μόνο προς τους πάσχοντες αδελφούς, τους ασθενείς και τους φτωχούς, αλλά και προς εκείνους που τον αδικούσαν ή έβλαπταν το μοναστήρι. Ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της διακρίσεως και της θαυματουργίας.


Ο ευσεβής Στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, που προερχόταν από την Ελλάδα, βρισκόταν τότε κοντά στην αδελφότητα. Είχε έλθει από την Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τον νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062 μ.Χ.). Πληροφόρησε, λοιπόν, τον Όσιο Θεοδόσιο για τη θεάρεστη ζωή των Στουδιτών μοναχών, ζωή που αξιώθηκε και ο ίδιος να ζήσει. Οι πληροφορίες αυτές άρεσαν πολύ στον Όσιο. Χωρίς καθυστέρηση, αποστέλλει κάποιον αδελφό στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να βρει τον μοναχό Εφραίμ, τον ευνούχο, που τότε επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους και να του αναθέσει το σπουδαίο αυτό έργο: να επισκεφθεί δηλαδή τη μονή του Στουδίου, να γνωρίσει ο ίδιος με τον ακριβέστερο τρόπο την τάξη και το Τυπικό της και να καταγράψει όλα με κάθε λεπτομέρεια.
Πράγματι, ο μακάριος Εφραίμ, σύμφωνα με την εντολή του Οσίου, παρακολούθησε την τάξη της μονής, κατέγραψε με ακρίβεια το Τυπικό και επέστρεψε. Μόλις πήρε στα χέρια του ο Όσιος Θεοδόσιος το κείμενο, έδωσε εντολή να διαβασθεί σε όλη την αδελφότητα. Από τότε η Πετσέρσκαγια Λαύρα άρχισε να εφαρμόζει το Στουδίτικο Τυπικό. Από εκεί το παρέλαβαν και τα άλλα μοναστήρια, όπως ακριβώς το εφάρμοσε ο Όσιος. Έτσι, όλες οι Ρωσικές μονές, που προηγουμένως δεν γνώριζαν το καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα έστρεφαν τα βλέμματα στη Λαύρα του Οσίου Θεοδοσίου και τη θεωρούσαν για το καθετί ως πρότυπό τους.
Ο Όσιος νουθέτησε πάντοτε τους μοναχούς λέγοντας: «Σας ικετεύω, αδελφοί. Ας προοδεύσουμε στη νηστεία και στην προσευχή, ας φροντίσουμε για τη σωτηρία των ψυχών μας, ας επιστρέψουμε από τις κακίες μας και τους δρόμους του πονηρού. Ας πλησιάζουμε τον Θεό με στεναγμούς, με δάκρυα, με τη μετάνοια, τις αγρυπνίες και την υπακοή, ώστε να αποσπάσουμε το έλεός Του. Και ας μισήσουμε τον παρόντα κόσμο, έχοντας πάντοτε στη σκέψη μας τα λόγια του Κυρίου. Έτσι κι εμείς, αδελφοί, που απαρνηθήκαμε τον κόσμο, ας απαρνηθούμε και τα πράγματα του κόσμου. Ας μισήσουμε το ψέμα, που μας ελκύει σε πράγματα ελεεινά, και ας μην στραφούμε στις πρώτες αμαρτίες μας. Πώς θα αποφύγουμε την αιώνια κόλαση, αν τελειώσουμε την ζωή μας με οκνηρία και χωρίς μετάνοια; Η μετάνοια είναι το κλειδί της βασιλείας των Ουρανών και χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να την κερδίσει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιώνια πατρίδα. Ας τον ακολουθήσουμε με φόβο Θεού και ας στερεώσουμε επάνω του γερά τα βήματά μας. Στην οδό της μετάνοιας δεν πλησιάζει ο πονηρός, και παρόλο που τώρα είναι τεθλιμμένη, αργότερα θα μας γεμίσει χαρά. Προτού πλησιάσουν οι έσχατες ημέρες, ας πάρουμε το δρόμο αυτό, για να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά».
Ο Όσιος, σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε ετών, προαισθάνθηκε το τέλος του. Κάλεσε τους συνασκητές του και τους έδωσε τις τελευταίες του πατρικές συμβουλές για την σωτηρία της ψυχής τους. Τους υπέδειξε να εκτελούν με προσοχή τα διακονήματά τους, να επιμελούνται ιδιαίτερα το ναό και να εισέρχονται σε αυτόν με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού, να έχουν αγάπη μεταξύ τους και υπακοή στους μεγαλύτερους, να επιδίδονται στην άσκηση και τη νηστεία.


Ο Όσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1074 μ.Χ. Πολλοί Χριστιανοί, χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει, σαν να τους έσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν έξω από την πύλη της μονής και περίμεναν κλαίγοντας την ώρα της εκφοράς. Οι αδελφοί, σύμφωνα με την παραγγελία του Οσίου, είχαν ασφαλισμένη την πόρτα. Όσο υπήρχε ο κόσμος αυτός, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν για τον ενταφιασμό. Ευτυχώς όμως, κατά θεία βούληση, ο ουρανός σκεπάσθηκε ξαφνικά με σύννεφα και μια δυνατή βροχή σκόρπισε τα πλήθη που περίμεναν. Έτσι οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν την εκφορά. Έφεραν το τίμιο σκήνωμα του Οσίου Θεοδοσίου στο σπήλαιο που ασκήτευε και το ενταφίασαν εκεί με τιμές.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2058
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
11
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από Φωτεινή »

Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα οι αδελφές

Εικόνα

Εικόνα

Εορτάζει στις 11 Οκτωβρίου εκάστου έτους.

Οι Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα ήταν αδελφές μεταξύ τους και διακρίθηκαν για την έμπρακτη πίστη τους. Η καταγωγή τους ήταν από την Ταρσό της Κιλικίας. Μερικοί συναξαριστές αναφέρουν ότι ήταν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου, αλλά τα ονόματα τους δεν έχουν κάτι το Εβραϊκό και επομένως ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει βάση. Βέβαιο όμως είναι, ότι ήταν γυναίκες που διακρίθηκαν για τη θερμή τους πίστη, ήταν πολύ μορφωμένες και γνώριζαν την ιατρική τέχνη που εξασκούσαν με τρόπο εντελώς φιλανθρωπικό και φιλάδελφο. θεράπευαν δηλαδή δωρεάν, και έτρεχαν αυτές στους ασθενείς και όχι το αντίθετο. Η θεραπευτική τους ικανότητα ενεργούσε πάντα με επιτυχία, ενισχυόμενη από τη Θεία Χάρη.

Η παροχή των ιατρικών υπηρεσιών τους, τις βοηθούσε θαυμάσια στο να εργάζονται και για την πίστη. Κοντά σε κάθε άρρωστο και στην οικογένεια αυτού, γίνονταν διδασκάλισσες του Ευαγγελίου. Παρηγορούσαν και μαλάκωναν με τα λόγια τους και τους τρόπους της χριστιανικής αγάπης και ελπίδας, καρδιές τραυματισμένες από τις συμφορές της ζωής. Ευτύχησαν μάλιστα να φωτίσουν, αρκετούς απίστους στη χριστιανική ζωή.

Κάποτε έφτασαν στην πόλη Δημητριάδα, όπου και διέμειναν σε ένα σπήλαιο. Κατά την διαμονή τους στο σπήλαιο αυτό η Ζηναΐδα θεράπευε από κάθε ἀσθένεια όσους προσέτρεχαν σε αυτήν για βοήθεια. Η Φιλονίλλα έκανε μακροχρόνιες νηστείες και πραγματοποίησε πολλές θαυματουργές θεραπείες και άλλα θαύματα.

Και οι δυό Αγίες κοιμήθηκαν εν ειρήνη στο σπήλαιο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Τήν πολυθαύμαστον Ταρσόν τιμήσωμεν τήν ἐξανθήσασαν ἄνθη τά τίμια, τήν Ζηναΐδα τήν σοφήν καί Φιλονίλλαν. ἅμα δέ ἔχουσαι τῆς πίστεως τήν κρηπῖδα ἀσάλευτον, πᾶσαν τήν μυρίδα τῶν δαιμόνων κατήσχυναν. Διό καί σύν Ἀγγέλοις χορεύουσαι, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Πηγή: Πηγή
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο Όσιος ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων

Εικόνα

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Βασίλιεφ (σημερινό Βασίλκωφ), κοντά στο Κίεβο, ζούσαν οι ευσεβείς χριστιανοί γονείς του οσίου Θεοδοσίου. Οκτώ μέρες μετά τη γέννησή του, στα 1029, οι γονείς του τον έφεραν στον Ιερέα για να του δώσει τ' όνομά του. Εκείνος, μόλις τον αντίκρισε, πρόβλεψε με τα μάτια της ψυχής του, πως από μικρός θ' αφιερωνόταν στο Θεό και τον ονόμασε Θεοδόσιο. Μετά από σαράντα μέρες έγινε η βάπτιση. Ο μικρός μεγάλωνε κάτω από τη στοργή των γονέων του, ενώ η χάρη του Θεού τον επισκίαζε.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι γονείς του αναγκάστηκαν με διαταγή του ηγεμόνα να μετοικήσουν μακριά, σε άλλη πόλη, στο Κούρσκ. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, για να λάμψη εκεί ο μικρός Θεοδόσιος με την ενάρετη ζωή του.
Σ' αυτή την πόλη μεγάλωνε σωματικά, αλλ' αυξανόταν και πνευματικά στη σοφία και στην αγάπη του Θεού. Μελετούσε μ' επιμέλεια το θείο λόγο και πολύ γρήγορα έγινε κάτοχος όλης της Αγίας Γραφής. Όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη σοφία του, την αντίληψη και την ταχύτητα εκμαθήσεως.
Καθημερινά επισκεπτόταν το ναό του Θεού και παρακολουθούσε μ' όλη του την προσοχή τις ιερές ακολουθίες.
Στις συντροφιές των συνομηλίκων του δεν πλησίαζε, όπως συνήθως γίνεται, αλλ' αποστρεφόταν και αντιπαθούσε τα παιχνίδια τους. Και δεν του άρεσε καθόλου να στολίζεται με φανταχτερά ρούχα. Ένιωθε ευχαρίστηση να ντύνεται τα πιο απλά.

Σε ηλικία δεκατριών ετών, ο θάνατος του στέρησε τον πατέρα. Από τότε ο μακάριος έγινε περισσότερο ασκητικός. Πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού στα χωράφια κι έκανε το κάθε τι με βαθιά ταπείνωση.
Η μητέρα του τον μάλωνε γι' αυτά τα φερσίματα. Απαιτούσε να ντύνεται με ωραιότερα ρούχα και να συναναστρέφεται με τους ομοίους του.
—Εσύ, του έλεγε, έτσι που συμπεριφέρεσαι ,προσβάλλεις τον εαυτό σου και την καταγωγή σου.

Ο Θεοδόσιος όμως, όχι μόνο δεν την άκουγε, αλλά ποθούσε πιο πολύ να γίνεται ένα με τους φτωχούς. Αυτό την εξόργιζε τόσο, ώστε πολλές φορές τον έδερνε αλύπητα. Στο μεταξύ ο μακάριος νέος συλλογιζόταν με ποιο τρόπο θα εύρισκε τη σωτηρία του. Έτσι, όταν κάποτε άκουσε για τους Αγίους Τόπους, όπου πραγματοποίησε ο Κύριος το έργο της σωτηρίας, επιθύμησε να φτάσει ως εκεί και να τους προσκυνήσει.

Κι ενώ προσευχόταν πολύ γι' αυτό, να! ήρθαν στο Κούρσκ προσκυνητές. Βλέποντάς τους ο Θεοδόσιος, έτρεξε κοντά τους γεμάτος χαρά. Έβαλε μετάνοια, τους ασπάστηκε μ' ευλάβεια και τους ρώτησε από που έρχονται και που πηγαίνουν.
— Ερχόμαστε από την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, του αποκρίθηκαν. Και, αν είναι θέλημα Θεού, επιθυμούμε πολύ να πάμε σ' αυτή και πάλι.
Τους παρακάλεσε τότε ο μακάριος να τον πάρουν μαζί τους. Όταν του υποσχέθηκαν πως θα ικανοποιήσουν τον πόθο του, πέταξε από χαρά και γύρισε ευτυχισμένος στο σπίτι του. Ήρθε ο καιρός της αναχωρήσεως και οι προσκυνητές τον ειδοποίησαν. Εκείνος σηκώθηκε νύχτα. Και κρυφά, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, βγήκε από το σπίτι, μη κρατώντας τίποτε μαζί του, εκτός από τ' αναγκαία ρούχα του.
Έτσι πήρε από πίσω τους προσκυνητές.
Μα ο πανάγαθος Θεός δεν θέλησε ν' απομακρύνει από τη γη της Ρωσίας αυτόν που προόριζε «εκ κοιλίας μητρός» ποιμένα των λογικών προβάτων της, που θ' ασπάζονταν το αγγελικό σχήμα.
Όταν λοιπόν η μητέρα του υστέρα από τρεις ημέρες διαπίστωσε πως ο μικρός γιος της αναχώρησε μαζί με τους προσκυνητές, άρχισε την καταδίωξη. Μετά από πολύ δρόμο τους έφτασε και τους τον άρπαξε.
Ήταν τόσο μεγάλη η οργή και η μανία της, ώστε τον έπιασε από τα μαλλιά, τον έριξε καταγής και τον χτυπούσε με τα πόδια της. Έπειτα, αφού επέπληξε άγρια τους προσκυνητές, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Δεμένο σαν εγκληματία έσερνε το νεαρό Θεοδόσιο. Ο θυμός της ήταν τόσο μεγάλος, ώστε και στο σπίτι ακόμη τον χτυπούσα, μέχρι που κουράστηκε πια να τον δέρνει.
Έπειτα τον οδήγησε σ' ένα δωμάτιο. Τον κλείδωσε και τον άφησε δεμένο εκεί. Και ο ευλογημένος νέος τα δεχόταν όλα με χαρά. Προσευχόταν κι ευχαριστούσε το Θεό.
Ύστερα από δυο μέρες τον έλυσε και του έδωσε να φάει. Μα η οργή της δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει. Του πλάκωσε τα πόδια μ' ένα βαρύ σίδερο, επιτηρώντας τον διαρκώς για να μην της ξαναφύγει.

Πέρασε έτσι πολλές ημέρες ο «αιχμάλωτος». Τελικά η μητέρα του φάνηκε σπλαχνική. Τον θερμοπαρακαλούσε να μην ξαναφύγει ποτέ πια από κοντά της. Τον αγαπούσε πιο πολύ από τα άλλα της παιδιά και δεν μπορούσε να τον αποχωριστή.
Εκείνος υποσχέθηκε πως δεν θ' απομακρυνθεί, εφ' όσον αυτό είναι το θέλημα του Θεού, κι έτσι του έβγαλε τα σίδερα από τα πόδια, αφήνοντάς τον να κινείτε ελεύθερος.
Ο μακάριος Θεοδόσιος ξαναβρήκε πάλι τις παλιές του ασκήσεις και καθημερινά πήγαινε στο ναό του Κυρίου. Δοκίμαζε όμως μεγάλη θλίψη βλέποντας πως αρκετές φορές δεν γινόταν θεία Λειτουργία, γιατί δεν υπήρχαν πάντοτε πρόσφορα. Με το ταπεινό λοιπόν φρόνημα που τον διέκρινε, να τι έκανε: Αγόραζε σιτάρι, το άλεθε με τα ίδια του τα χέρια, έψηνε τα πρόσφορα και τα πήγαινε στην εκκλησία. Πουλώντας λίγα, εξοικονομούσε μερικά χρήματα και αγόραζε έτσι σιτάρι για να ξαναφτιάξει άλλα. Όσα χρήματα περίσσευαν τα μοίραζε στους φτωχούς. Μια τέτοια πράξη ευαρεστούσε πολύ το Θεό, γιατί έρχονταν στην εκκλησία πρόσφορα καθαρά, φτιαγμένα από τα χέρια του αγνού αυτού νέου.

Περισσότερο από δύο χρόνια εκτελούσε το ιερό αυτό έργο. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά της ηλικίας του, τον αντιμετώπιζαν με ύβρεις, χλευασμούς και εχθρότητα. Εκείνος ο μακάριος τα δεχόταν όλα με χαρά και σιωπή. Ο εχθρός όμως του καλού, βλέποντάς τον εαυτό του νικημένο από την ταπείνωση του εργατικού νέου, δεν ησύχασε. Θέλοντας να τον αποσπάσει από το θεάρεστο κόπο του, άρχισε να εξοπλίζει εναντίον του τη μητέρα του. Μη μπορώντας να βλέπει το γιο της σε τέτοια ταπεινωτική, όπως πίστευε, απασχόληση, του έλεγε με αγάπη:
- Σε ικετεύω, παιδί μου, σταμάτησε αυτή τη δουλειά. Φέρνεις ντροπή στη γενιά σου... Δεν αντέχω πια να δέχομαι απ' όλους προσβολές. Σ' ένα παιδί σαν κι εσένα δεν ταιριάζουν αυτές οι ενέργειες. Άκουσέ με σε παρακαλώ μητέρα, απαντούσε με ταπείνωση.
Φορώντας ο μακάριος για λίγες ημέρες τη λαμπρή εκείνη στολή, την ένιωθε Βάρος επάνω του, και γι' αυτό την έδωσε στους φτωχούς. Έτσι εμφανίστηκε πάλι στο ναό με τα δικά του ταπεινά ρούχα. Ο κυβερνήτης, σαν τον είδε μ' αυτά, του χάρισε καινούργια στολή, καλύτερη από την πρώτη, και τον παρακάλεσε να τη χρησιμοποιεί. Εκείνος όμως την έδωσε πάλι στους φτωχούς. Η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές. Αυτό έκανε τον άρχοντα να τον αγαπά πιο πολύ και να θαυμάζει την ταπεινοφροσύνη του.

Κάποτε ο Θεοδόσιος πήγε σ' ένα σιδερά και παρήγγειλε μια σιδερένια ζώνη. Όταν ετοιμάστηκε, την πήρε και τη φόρεσε κατά-σάρκα, χωρίς να τη βγάζει καθόλου από πάνω του. Ήταν στενή, έσφιγγε πολύ το σώμα του και προξενούσε πόνους, που τους υπέμενε όμως καρτερικά σαν να μη συνέβαινε τίποτε.
Σ' ένα γιορταστικό γεύμα, που θα δινόταν στο μέγαρο του άρχοντα και θα παραβρίσκονταν όλοι οι προύχοντες της πόλεως, έπρεπε να πάει και ο Θεοδόσιος για να υπηρετήσει. Αναγκάστηκε λοιπόν από τη μητέρα του να ντυθεί την καλή του στολή. Καθώς τη φορούσε δεν μπόρεσε να προφυλαχτεί, και το διακριτικό μάτι της μητέρας πρόσεξε πάνω στη φανέλα στίγματα από αίμα. Πλησίασε να εξετάσει, και μόλις διαπίστωσε πως οφειλόταν στο σφίξιμο της σιδερένιας ζώνης, άναψε από το κακό της. Όρμησε πάνω του με μανία, άρχισε να τον χτυπάει, του ξέσκισε τη φανέλα και του αφαίρεσε τη ζώνη οργισμένη. Αλλά ο ευλογημένος εκείνος νέος, σα να μην του συνέβαινε κανένα κακό, ντύθηκε τα ρούχα του και ξεκίνησε ειρηνικά για να υπηρετήσει στο γεύμα.

Μια μέρα άκουσε στο Ευαγγέλιο τον Κύριο να λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος...». «Μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι είσιν, οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν». Επίσης άκουσε και άλλα: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Με τα λόγια αυτά πυρπολήθηκε η καρδιά του φωτισμένου από τον Κύριο Θεοδοσίου. Και φλεγόμενος από θείο έρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πως θα μπορούσε, κρυφά από τη μητέρα του, να ντυθεί το άγιο μοναχικό σχήμα.

Κατά θεϊκή οικονομία, η μητέρα του έλειψε για αρκετές ημέρες ο μακάριος Θεοδόσιος. Ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός θέλησε να γίνει φτωχός και ταπεινός. Έδωσε έτσι το παράδειγμα για να φάνουμε κι εμείς ταπεινοί. Εκείνος δέχτηκε ύβρεις, εμπτυσμούς, ραπίσματα, και όλα τα υπέμεινε για τη σωτηρία μας. Πόσα θα πρέπει τώρα να υπομείνουμε εμείς για χάρη Του! Και για το έργο που κάνω, άκουσε: Ο Κύριος μας, στο Μυστικό Δείπνο, πήρε στα χέρια Του τον άρτο, τον ευλόγησε και μοιράζοντας τον στους μαθητές είπε: «Λάβετε, φάγετε• τούτο μου εστί το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Αφού λοιπόν ο Κύριος ονόμασε σώμα Του τον άρτο εκείνο, δεν θα πρέπει να χαίρομαι κι εγώ που αξιώνομαι να φτιάχνω άρτους, οι οποίοι στο μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μεταβάλλονται σε σώμα Χριστού;

Η μητέρα του, ακούγοντας τα λόγια αυτά, θαύμασε τη σοφία του παιδιού και το άφησε ήσυχο. Πέρασε λίγος καιρός, και μια μέρα τον βλέπει καπνισμένο από το φούρνο. Ερεθίστηκε πάλι κι άρχισε να τον επιπλήττει — άλλοτε με ήπιο τρόπο, άλλοτε με απειλές, κάποτε χρησιμοποιώντας και το ξύλο — για να σταματήσει μια τέτοια εργασία. Με τη συμπεριφορά της αυτή ο μακάριος νέος δοκίμαζε μεγάλη θλίψη. Μη γνωρίζοντας τι να κάνη, μια νύχτα έφυγε κρυφά από το σπίτι και πήγε σ' άλλη πόλη, όχι πολύ μακριά από το Κούρσκ. Εκεί έμεινε σ' ένα γνωστό του ιερέα και συνέχισε το συνηθισμένο του έργο.

Η μητέρα του, αφού έψαξε όλη την πόλη και δεν τον βρήκε, καταστενοχωρήθηκε. Όταν ύστερα από πολλές ημέρες πληροφορήθηκε που βρίσκεται, ξεκίνησε γεμάτη οργή. Τον βρήκε πράγματι στο σπίτι του ιερέως. Χτυπώντας τον, τον έφερε πίσω.
— Από κοντά μου, τον προειδοποίησε, δεν πρόκειται πια ν' απομακρυνθείς. Αν επιχείρησης κάτι τέτοιο, θα σε γυρίσω δεμένο στο Κούρσκ.

Ταπεινός στην καρδιά και υπάκουος σ' όλους, όπως ήταν ο Θεοδόσιος, κέρδισε και την αγάπη του άρχοντα του Κούρσκ, ο οποίος παρατήρησε την ταπείνωση και την αφοσίωση του στην Εκκλησία. Μάλιστα του είπε να επισκέπτεται και το δικό του ναό. Του πρόσφερε ακόμη μια όμορφη φορεσιά για να πηγαίνει μ' αυτήν εκεί από το Κούρσκ. Και ο μακάριος, γεμάτος χαρά, έκανε την προσευχή του στο Θεό και αναχώρησε κρυφά από το σπίτι.

Βάδιζε προς την πόλη του Κιέβου, γιατί είχε ακούσει για τους μοναχούς που ζούσαν εκεί. Δεν γνώριζε όμως το δρόμο και προσευχόταν στο Θεό να του στείλει κάποιον, που θα τον συνόδευε και θα τον οδηγούσε ως εκεί. Και να, κατά θεία συγκυρία, κάποιοι έμποροι, με τα βαριά τους εμπορεύματα και τ' αμάξια τους, σκόπευαν να κάνουν το ίδιο δρομολόγιο. Μόλις κατάλαβε ο μακάριος πως πήγαιναν για το Κίεβο, δόξασε το Θεό και τους ακολούθησε από μακριά, χωρίς εκείνοι να τον πάρουν είδηση. Όταν στάθμευαν για διανυκτέρευση, σταματούσε κι αυτός την πορεία του - σε τέτοια απόσταση, ώστε να μην τους χάση από τα μάτια του — και αναπαυόταν στηριζόμενος μόνο στην προστασία του Κυρίου. Τρεις εβδομάδες κράτησε η οδοιπορία από το Κούρσκ ως το Κίεβο, την πρωτεύουσα της χώρας.

Σαν έφτασε εκεί, επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια και παρακαλούσε τους μοναχούς να τον δεχτούν. Εκείνοι, καθώς τον έβλεπαν νεαρό κι εξαθλιωμένο, με ρούχα φθαρμένα, δεν έδειχναν διαθέσεις να τον προσλάβουν.
Το θέλημα του Θεού ήταν να πάει σ' εκείνο το μέρος για το οποίο ήταν προορισμένος «εκ κοιλίας μητρός», όπως και έγινε.

Συνέβη ν' ακούσει τότε για τον όσιο Αντώνιο, που ασκήτευε με σκληρό τρόπο μέσα σε σπηλιές. Σκίρτησε η καρδιά του και ξεκίνησε για κει. Μόλις αντίκρισε τον άγιο γέροντα, έπεσε να τον προσκυνήσει, παρακαλώντας τον με δάκρυα να τον δεχτή κοντά του.
—Τέκνο μου, του είπε ο όσιος Αντώνιος, δεν βλέπεις πόσο «στενή και τεθλιμμένη» είναι η σπηλιά αυτή; Εσύ δεν θα μπορέσεις να υπομείνεις το στενόχωρο αυτό τόπο. Δεν είπε τα λόγια αυτά για να τον δοκιμάσει, αλλά γιατί διέβλεπε προφητικά πως ο Θεοδόσιος επρόκειτο να επεκτείνει το μέρος εκείνο και να χτίση ένα ξακουστό μοναστήρι, όπου θα συνάζονταν πολλοί μοναχοί.

Ο θεοφώτιστος Θεοδόσιος ικετευτικά του αποκρίθηκε:
—Να γνωρίζεις, τίμιε πάτερ, πως ο Χριστός με οδήγησε στην αγιότητά σου για να σωθώ και είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι θα μου πεις. Τότε ο όσιος Αντώνιος του είπε:
-Ευλογητός ο Θεός παιδί μου, που ενισχύει τέτοιες προσπάθειες. Να το μέρος που είναι για σένα. Εκεί να μείνεις.
Ο μακάριος Θεοδόσιος έπεσε πάλι στα γόνατα, ζητώντας την ευλογία του γέροντα. Εκείνος τον ευλόγησε και στη συνέχεια έδωσε εντολή στο μακάριο Νίκωνα, που ήταν ιερεύς, να τον κείρει. Αυτός πήρε το Θεοδόσιο, τον κούρεψε σαν άκακο αρνίο, κατά την τάξη των αγίων Πατέρων, και τον έντυσε τα ρούχα του μοναχού, σε ηλικία εικοσιτριών ετών, την εποχή που ηγεμόνευε στο Κίεβο ο Παροσλάβος Βλαντιμίροβιτς.
Ο όσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ολόψυχα στο Θεό και στο θεοφόρο γέροντα του Αντώνιο. Επιδόθηκε σε μεγάλες ασκήσεις και βάσταζε με χαρά το ζυγό της μοναχικής ζωής. Τις νύχτες τις αφιέρωνε στη δοξολογία του Κυρίου, αρνούμενος την ξεκούραση του ύπνου. Τις ημέρες σκληραγωγούσε τον εαυτό του με την εγκράτεια, τη νηστεία και τη χειρωνακτική εργασία. Πάντοτε θυμόταν το ψαλμικό: «Ιδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου».

Με την εγκράτεια και τη νηστεία ταπείνωνε την ψυχή και με την αγρυπνία και τη χειρωνακτική εργασία ταλαιπωρούσε το σώμα, ώστε να προκαλεί το θαυμασμό του οσίου Αντωνίου και του μακαρίου Νίκωνος. Τον θαύμαζαν για τη φρόνησή του, την ταπείνωση, την υπακοή, το θάρρος και την αντοχή — παρ' όλο που ήταν τόσο νέος - και δόξαζαν γι' αυτά το Θεό. Στο μεταξύ η μητέρα του τον αναζητούσε παντού, στην πόλη και στα περίχωρα, αλλά δεν τον εύρισκε πουθενά. Με πικρούς κοπετούς τον θρηνούσε σαν νεκρό. Ειδοποίησε σ' όλη τη χώρα, πως εκείνος που θα τον δη και θα την πληροφορήσει, θα πάρει μεγάλη αμοιβή. Και να, κάποιοι που ήρθαν από το Κίεβο της ανήγγειλαν:
-Εμείς τον είδαμε στην πόλη μας, στο Κίεβο, πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, ν' αναζητά μοναστήρι για να γίνει μοναχός.
Εκείνη, μόλις πήρε την πληροφορία αυτή, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση και χωρίς να λογαριάσει την απόσταση, ξεκίνησε για το Κίεβο. Αφού έψαξε μάταια σ' όλα τα μοναστήρια, της είπαν να πάει και Στις σπηλιές, στο γέροντα Αντώνιο. Σαν έφτασε εκεί, αναζήτησε τον περίφημο ασκητή.
—Πέστε στον όσιο, έλεγε στους πατέρες, πως έχω έρθει από πολύ μακριά για να τον προσκυνήσω και να πάρω την ευλογία του.

Ο γέροντας, μόλις ειδοποιήθηκε, βγήκε από τη σπηλιά του. Εκείνη του έβαλε βαθιά μετάνοια μέχρι το χώμα, ζητώντας την ευλογία του. Ο γέροντας την ευλόγησε κι έπειτα τη δέχτηκε σε συζήτηση. Του είπε πολλά και στο τέλος αποκάλυψε το λόγο για τον οποίο είχε έρθει.
— Σε ικετεύω λοιπόν, πάτερ, του λέει. Πες μου την αλήθεια. Είναι εδώ ο γιος μου, που τόσα υπέφερα γι' αυτόν, χωρίς να ξέρω αν είναι ζωντανός;
Ο γιος σου είναι ζωντανός. Να μη θλίβεσαι και να μην πονάς γι' αυτόν. Βρίσκεται εδώ.
Θα μπορούσα, πάτερ, να τον έβλεπα; Τόσο δρόμο περπάτησα για να φτάσω ως εδώ. Να τον δω μόνο, κι έπειτα φεύγω.
Έχει αρχή του, της απάντησε ο γέροντας, να μη βλέπει κανένα. Ωστόσο έλα πάλι αύριο πρωί-πρωί κι εγώ θα τον ειδοποιήσω.
Η γυναίκα έβαλε μετάνοια κι απομακρύνθηκε. Ο όσιος μπήκε στη σπηλιά για να ενημερώσει το μακάριο Θεοδόσιο, που η θλίψη του ήταν μεγάλη σαν έμαθε πως η μητέρα του τον ανακάλυψε.
Πολύ νωρίς το άλλο πρωί η μητέρα κατέφθασε. Αλλά ό Θεοδόσιος δεν δεχόταν να τη δη, παρ' όλη την επιμονή του γέροντα.
- Παρακάλεσα πολύ το γιο σου να 'ρθη να σε δη, αλλά δεν θέλει, της είπε ο όσιος Αντώνιος.
Στα λόγια αυτά, η μέχρι τότε ταπεινή τάχα γυναίκα έγινε έξω φρενών. Αντέδρασε γεμάτη οργή: "Ω! Να παρακαλώ εγώ αυτόν τον γέροντα! Αυτόν που πήρε το παιδί μου και το έκρυψε στη σπηλιά και δεν μου το παρουσιάζει!
Να μου φανερώσεις το παιδί μου! Δεν αντέχω άλλο, πεθαίνω αν δεν το δω. Η φέρνεις το παιδί μου, η αυτοκτονώ εδώ μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς!

Καταστενοχωρημένος ο όσιος πήγε να παρακαλέσει και πάλι το Θεοδόσιο, που τη φορά αυτή, για να μη λυπήσει το γέροντά του, υπάκουσε και βγήκε. Εκείνη, μόλις τον αντίκρισε κάτισχνο και με πρόσωπο βαθουλωμένο από την άσκηση, έπεσε στο λαιμό του κι έχυνε για πολλή ώρα πικρά δάκρυα.
Όταν άρχισε σιγά-σιγά να συνέρχεται από τους λυγμούς, έπιασε τα θερμά παρακάλια:
Γύρισε παιδί μου στο σπίτι. Ότι κάνεις εδώ για την ψυχή σου, μπορείς να το εκτελείς κι εκεί. Έλα να είσαι κοντά μου. Έλα να θάψεις το σώμα μου, όταν φύγω από τον κόσμο αυτό και τότε γυρίζεις πάλι στη σπηλιά. Εγώ παιδί μου, δεν μπορώ να ζω χωρίς να βλέπω το πρόσωπό σου.
Κι εκείνος ο μακάριος της αποκρίθηκε:
-Α μητέρα, αν θέλεις να με βλέπεις, μείνε εδώ στο Κίεβο. Να γίνεις μοναχή στο γυναικείο μοναστήρι, ώστε κι εμένα να βλέπεις από καιρό σε καιρό και τη σωτηρία σου να εξασφαλίσεις. Διαφορετικά σε βεβαιώνω πως δεν πρόκειται ποτέ να με ξαναδείς.
Για αρκετές ημέρες, που τον επισκεπτόταν η μητέρα του, τη νουθετούσε και προσπαθούσε να τη μεταστρέψει. Εκείνη όμως δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει για μοναστήρι.

Στο μεταξύ ο όσιος, μόλις αυτή απομακρυνόταν, έμπαινε στη σπηλιά και παραδινόταν σε θερμή δέηση. Παρακαλούσε το Θεό να μεταβάλει την καρδιά της, ώστε να δεχτή τις σωτήριες συμβουλές του.
Και ο Θεός άκουσε τις ικεσίες του δούλου Του, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη: «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. Θέλημα των φοβούμενων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται».
Έτσι, μετά από λίγο καιρό, η μητέρα του έδειχνε διαφορετική.
- Ναι παιδί μου του είπε, θα κάνω ό,τι μου ζήτησες. Δεν θα γυρίσω πίσω, αλλά, αφού έτσι ευδόκησε ο Θεός, θα μείνω στο γυναικείο μοναστήρι για να ζήσω εκεί σαν μοναχή την υπόλοιπη ζωή μου. Τώρα κατάλαβα πόσο πρόσκαιρος είναι αυτός ο κόσμος.

Αγαλλίασε το πνεύμα του οσίου στα λόγια αυτά κι έσπευσε να τα ανακοινώσει στον όσιο Αντώνιο. Εκείνος δοξολόγησε το Θεό για τη μεταστροφή της δούλης Του και βγήκε να της πει λόγους ωφελείας. Έπειτα μεσίτευσε στην πριγκίπισσα για να διευκολυνθεί η είσοδός της στη γυναικεία μονή του αγίου Νικολάου. Εκεί εκάρη μοναχή κι αφού έζησε με μετάνοια τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, που υπήρξαν αρκετά, εκοιμήθη εν Κυρίω.

Οι ασκητικοί αγώνες του οσίου Θεοδοσίου μέσα στη σπηλιά, πολύ γρήγορα τον ανέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά των πονηρών πνευμάτων. Όταν μάλιστα η μητέρα του ξεπέρασε τον πόνο της κι έγινε μοναχή, τότε επιδόθηκε σε μεγαλύτερες ασκήσεις, φλεγόμενος από θείο έρωτα. Μέσα στη σπηλιά μπορούσε τότε να δη κανείς τρεις λαμπάδες αναμμένες, που με την προσευχή και τη νηστεία διέλυαν το σκότος των δαιμόνων: τον όσιο Αντώνιο, το μακάριο Θεοδόσιο και το μεγάλο Νίκωνα.

Όταν αργότερα στα 1062, ο ηγεμόνας οργίστηκε κατά των σπηλαιωτών μοναχών, επειδή είχαν δεχτή στη μονή το βογιάρο Βαρλαάμ και τον ευνούχο Εφραίμ, ο μακάριος Νίκων αναγκάστηκε να φυγή με μερικούς αδελφούς. Πήγε στο Τμουταρακάν, στην ανατολική όχθη της Αζοφικής θάλασσας, όπου ίδρυσε μοναστήρι κι έμεινε μέχρι το 1068. Τότε ο όσιος Θεοδόσιος, με θέλημα του Θεού και επιθυμία του οσίου Αντωνίου, χειροτονήθηκε ιερεύς.
Σαν Ιερεύς τελούσε καθημερινά τη θεία Λειτουργία με πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες πάνω του τη-φυσική πραότητα, την αταραξία των λογισμών και την απλότητα της καρδίας. Ήταν γεμάτος πνευματική σοφία κι έτρεφε αγάπη προς όλους αδιάκριτα τους αδελφούς, που μαζεύτηκαν γύρω από τον όσιο Αντώνιο.

Μετά από αρκετό καιρό ο όσιος Αντώνιος ανέθεσε την ηγουμενία στο μακάριο Βαρλαάμ και αναχώρησε σ' έναν ήσυχο λόφο. Εκεί άνοιξε μιαν άλλη σπηλιά και συνέχισε την ασκητική του ζωή.

Ο ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, αφού πήραν την ευχή και ευλογία του οσίου, συνέχισαν να ζουν οσιακά και ενάρετα στο πρώτο σπήλαιο. Επειδή όμως η αδελφότητα σιγά-σιγά αυξήθηκε και ο χώρος του σπηλαίου δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές συνάξεις της, ο ευλαβέστατος Θεοδόσιος και ο μακάριος Βαρλαάμ, με την ευλογία του οσίου Αντωνίου, έχτισαν πάνω από τη σπηλιά ένα πιο ευρύχωρο ξύλινο εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να συναθροίζονται σ' αυτό οι αδελφοί και να κάνουν τις ακολουθίες.
Η στενότητα του χώρου μέσα στη σπηλιά και οι κόποι της ασκήσεως προξενούσαν στους πατέρες μεγάλες θλίψεις και ταλαιπωρίες, που μόνο ο Θεός τις γνωρίζει και που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να τις εκφράσει.
Συντηρούσαν τον εαυτό τους με νερό και λίγο ψωμί από σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο έτρωγαν μόνο το Σαββατοκύριακο• και όχι πάντα, γιατί ορισμένες φορές δεν υπήρχε, οπότε κατέφευγαν στα βρασμένα χόρτα.
Ανάμεσα στις άλλες εργασίες, έπλεκαν καθημερινά καλάθια, τα πουλούσαν και με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν σιτάρι. Τη νύχτα άλεθε ο καθένας το μερίδιο του, κι έπειτα συγκέντρωναν το αλεύρι για να φτιάξουν ψωμί.
Πριν ξημερώσει συναθροίζονταν στην εκκλησία για τον όρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στα εργόχειρά τους, που προορίζονταν για πούλημα. Αν είχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν και στον κήπο. Έπειτα τελούσαν στο ναό τις ώρες και τη θεία Λειτουργία και στη συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τις εργασίες τους, που διαρκούσαν ως την ώρα του εσπερινού και του αποδείπνου.
Έτσι μοχθούσαν κάθε μέρα, αφοσιωμένοι στην αγάπη του Θεού.

Ό όσιος Θεοδόσιος, που ήταν τώρα και ιερεύς, κατέπλησσε όλους τους άλλους αδελφούς με τη νηστεία, την ανδρεία, την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή του. Ήταν πρόθυμος να τους εξυπηρετεί όλους. Μετέφερε νερό ή ξύλα από το δάσος. Ορισμένες φορές, ενώ οι αδελφοί αναπαύονταν, μάζευε το σιτάρι που έπρεπε ν' αλέσουν εκείνοι και το άλεθε ο ίδιος, εργαζόμενος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα.

Κάποτε που έπεσαν πολλές σκνίπες και κουνούπια στην περιοχή, για ν' ασκηθεί έβγαινε τη νύχτα έξω από τη σπηλιά. Άφηνε το σώμα του γυμνό ως τη μέση κι εκτεθειμένο στα τσιμπήματα τους, ενώ με τα χέρια του έπλεκε καλάθια και τα χείλη του ψέλλιζαν ψαλμούς του Δαβίδ. Παρ' όλο που το σώμα του καταματωνόταν, αυτός παρέμενε ακίνητος στη θέση του μέχρι τα χαράματα. Έπειτα πήγαινε στο ναό για τον όρθρο. Και σ' όλη την ακολουθία δεν κουνιόταν καθόλου από τη θέση του, ούτε απομάκρυνε το νου του από την προσευχή. Έτσι τον αγαπούσαν όλοι οι αδελφοί, τον είχαν σαν πατέρα τους και τον θαύμαζαν υπερβολικά για την ταπείνωση και την υπακοή του.
Αλλά συνέβη κάποτε να προσκληθεί ο μακάριος Βαρλαάμ, ο ηγούμενος της αδελφότητας, από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, για ν' αναλάβει την ηγουμενία της μονής του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, που ο ίδιος είχε ιδρύσει.

Ο ηγεμόνας φιλοδοξούσε, με τα πλούτη που διέθετε, να δώσει ιδιαίτερο μεγαλείο στο μοναστήρι του, ώστε να ξεπεράσει σε αίγλη τη μονή των Σπηλαίων.
Ματαιοπονούσε όμως.
Γιατί πολλά μοναστήρια χτίζονται με τους θησαυρούς βασιλιάδων και αρχόντων.
Δεν έχουν όμως την αξία εκείνων που θεμελιώνονται με τις προσευχές και τα δάκρυα, με τις νηστείες και τις αγρυπνίες των αγίων. Ο ιδρυτής της μονής των Σπηλαίων όσιος Αντώνιος, δεν είχε χρυσάφι και ασήμι, φύτεψε όμως με νηστείες και πότισε με δάκρυα το νοητό αμπελώνα του. Γι` αυτό αυξήθηκε και δοξάστηκε κι ευλογήθηκε πλούσια από το Θεό.

Όταν λοιπόν ο μακάριος Βαρλαάμ έφυγε για το μοναστήρι του αγίου Δημητρίου, οι αδελφοί πήγαν και ζήτησαν ομόφωνα από τον όσιο Αντώνιο να τοποθετήσει ηγούμενο τον όσιο Θεοδόσιο. Ο όσιος Αντώνιος συμφώνησε. Με την ευλογία του ο όσιος Θεοδόσιος έγινε ηγούμενος των είκοσι αδελφών. Ο αξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, αν και έγινε ηγούμενος, δεν απέβαλε το ταπεινό φρόνημα, αλλά θυμόταν πάντοτε τα λόγια του Κυρίου: «Ός αν θέλει εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος». Ταπείνωνε τον εαυτό του και γινόταν «έσχατος» και υπηρέτης όλων. Στο κάθε τι «εαυτόν παρείχε τύπον καλών έργων». Στην εργασία και στο ναό ήταν ο πρώτος που πήγαινε και ο τελευταίος που έφευγε. Οι δεήσεις του δικαίου Θεοδοσίου έφεραν πολλές ευλογίες και η ζωή της αδελφότητας άνθιζε και προόδευε. Σαν το σπόρο που έπεσε σ' εύφορη γη κι έφερε καρπό εκατονταπλάσιο, έτσι μεγάλωσε σε μικρό χρονικό διάστημα η αδελφότητα κι έφτασε τους εκατό αδελφούς. Και όλοι προόδευαν με την ενάρετη ζωή τους και την προσευχή.

Με την αύξηση της αδελφότητας, η σπηλιά δεν προσφερόταν πλέον για τη ζωή της σιωπής. Επίσης ο μικρός ναός πάνω απ' αυτήν δεν επαρκούσε για τις ακολουθίες. Ο όσιος όμως δεν έδειξε ποια στενοχωρημένος με την πληκτική αυτή ατμόσφαιρα. Αντίθετα, παρηγορούσε καθημερινά τους αδελφούς και τους δίδασκε να μην ασχολούνται με τα γήινα. Τους υπενθύμιζε τα λόγια του Κυρίου: «Εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλοί είσιν» και «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμιν».

Στο μεταξύ, είδε εκεί κάπου, όχι πολύ μακριά από τη σπηλιά, ένα χώρο εξαιρετικό και σκεπτόταν πως θα ήταν κατάλληλος για θεμελίωση μοναστηριού. Άρχισε να πιστεύει και να ελπίζει σε κάτι τέτοιο κι έδειχνε πολύ ενδιαφέρον για να τον αποκτήσει.

Πήραν την ευλογία του οσίου Αντωνίου και απευθύνθηκαν στον ηγεμόνα Ιζιασλάβο για την περιοχή εκείνη.
Πράγματι, τους παραχωρήθηκε η έκταση και σε μικρό χρονικό διάστημα ανεγέρθηκε εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, μεγάλη ξύλινη εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Χτίστηκαν επίσης πολλά κελιά και οι αδελφοί εγκαταστάθηκαν σ' αυτά. Το μέρος εκείνο ευλογήθηκε ιδιαίτερα από το Θεό κι έγινε ένδοξη μονή, η Πετσέρσκαγια.
Το όνομα αυτό οφείλεται στη σπηλιά, όπου διέμενε αρχικά η αδελφότητα και διατηρείται μέχρι σήμερα. Με τη νέα μορφή που πήρε η ζωή τους, ο όσιος Θεοδόσιος σκεπτόταν το τυπικό που θα έπρεπε να βάλει στο μοναστήρι. Τον απασχολούσε πολύ το θέμα αυτό. Κατέφυγε και Στις προσευχές και ευλογίες του οσίου Αντωνίου. Ο Θεός δεν άργησε ν' απαντήσει. Οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε να τους γίνει γνωστό το τυπικό της μονής του Στουδίου.
Ο ευσεβής στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, που προερχόταν από την Ελλάδα, βρισκόταν τότε κοντά τους. Είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας το νεοχειροτόνητο μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). Πληροφόρησε λοιπόν τον όσιο Θεοδόσιο για τη θεάρεστη ζωή των στουδιτών μοναχών, ζωή που αξιώθηκε κι ο ίδιος να ζήση.

Οι πληροφορίες αυτές άρεσαν πολύ στον όσιο. Χωρίς καθυστέρηση, στέλνει κάποιον αδελφό στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να βρει το μοναχό Εφραίμ, τον ευνούχο, που τότε επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους και να του αναθέσει το σπουδαίο αυτό έργο: Να επισκεφθεί δηλαδή τη μονή του Στουδίου, να γνωρίσει ο ίδιος με τον ακριβέστερο τρόπο την τάξη και το τυπικό της και να τα καταγράψει όλα με κάθε λεπτομέρεια:
• πως ψέλνουν,
• πως διαβάζουν,
• πως κάνουν τις μετάνοιες,
• πως στέκονται στο ναό,
• πως κάθονται στην τράπεζα,
• τι τρώνε τις διάφορες ημέρες...

Πράγματι, ο μακάριος Εφραίμ, σύμφωνα με την εντολή του οσίου, παρακολούθησε την τάξη της μονής, κατέγραψε με ακρίβεια το τυπικό και επέστρεψε. Μόλις πήρε στα χέρια του ο όσιος Θεοδόσιος το κείμενο, έδωσε εντολή να διαβαστεί σ' όλη την αδελφότητα. Από τότε η Πετσέρσκαγια άρχισε να εφαρμόζει το στουδίτικο τυπικό. Από κει το παρέλαβαν και τ' αλλά μοναστήρια, όπως ακριβώς το εφήρμοσε ο όσιος. Έτσι, όλες οι ρωσικές μονές, που προηγουμένως δεν γνώριζαν το καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα έστρεφαν τα βλέμματα στην Πετσέρσκαγια και τη θεωρούσαν για το κάθε τι σαν πρότυπό τους.

Σ' όλη τη διάρκεια της ηγουμενίας του, δεν έπαυε ο όσιος Θεοδόσιος να λάμπει με την ενάρετη ζωή του. Τους υποψήφιους μοναχούς τους δεχόταν με μεγάλη εγκαρδιότητα. Γνώριζε τη θλίψη που δοκιμάζει όποιος ποθεί τη μοναχική ζωή και δεν γίνεται δεκτός. Κι ο ίδιος γεύτηκε τη θλίψη αυτή όταν, παλαιά που ξεκίνησε για μοναχός, τα μοναστήρια του Κιέβου του έκλειναν τις πόρτες.
Δεν βιαζόταν όμως να κουρέψει κάποιον μοναχό, ούτε του φορούσε αμέσως τα ράσα. Τον άφηνε με τα κοσμικά του ρούχα αρκετό χρόνο, μέχρι να γνωρίσει καλά τη ζωή της μονής. Αφού τον δοκίμαζε σ' όλα τα διακονήματα, τον έκειρε μικρόσχημο μοναχό. Αργότερα, αν διακρινόταν για την καθαρότητα της ζωής του, τον αξίωνε να φορέσει το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Δεν έπαυε να παροτρύνει τους μαθητές του σε μια ζωή μετανοίας. Είχε και τη συνήθεια ο άγιος να περνάει τις νύχτες απ' όλα τα κελιά για να βλέπει πως ζει και πως λατρεύει τον Κύριο ο κάθε αδελφός. Όταν αντιλαμβανόταν ότι προσεύχεται, δόξαζε το Θεό γεμάτος χαρά. Αν όμως έβλεπε πως δύο ή τρεις είχαν μαζευτεί σ' ένα κελί μετά το απόδειπνο κι είχαν πιάσει συζήτηση, χτυπούσε με το χέρι του την πόρτα κι απομακρυνόταν λυπημένος. Έτσι τους άφηνε να εννοήσουν την παρουσία του. Το πρωί τους καλούσε και με πετυχημένα παραδείγματα τους παιδαγωγούσε να εντείνουν την αφοσίωσή τους Στο Θεό. Ο αδελφός που είχε ταπεινή καρδιά καταλάβαινε το σφάλμα του, έβαζε μετάνοια και ζητούσε συγχώρηση. Εκείνον που είχε την καρδιά του σκοτισμένη από την επήρεια του διαβόλου και δεν διέκρινε το σφάλμα του, αλλά θεωρούσε τον εαυτό του αθώο και τα λόγια του οσίου άσχετα με την περίπτωση του, τον νουθετούσε πολύν ώρα και τον άφηνε, αφού του όριζε και κάποιο επιτίμιο. Έτσι λοιπόν δίδασκε όλους να επιμελούνται την προσευχή τους, να μη συζητούν μετά το απόδειπνο, να μην πηγαίνουν από κελί σε κελί, αλλά να μένουν στο δικό τους και να προσεύχονται. Τους έλεγε επίσης, όταν εργάζονται την ημέρα, αν μπορούν, να λένε τους ψαλμούς του Δαβίδ.
Μεταξύ άλλων τους νουθετούσε:
-Σας ικετεύω, αδελφοί. Ας προοδεύσουμε στη νηστεία και στην προσευχή, ας φροντίσουμε για τη σωτηρία των ψυχών μας, ας επιστρέψουμε από τις κακίες μας και τους δρόμους του πονηρού. Ας πλησιάζουμε το Θεό με στεναγμούς, με δάκρυα, με τη μετάνοια, τις αγρυπνίες και την υπακοή, ώστε ν' αποσπάσουμε το έλεός Του. Κι ας μισήσουμε τον παρόντα κόσμο, έχοντας πάντοτε στη σκέψη μας τα λόγια του Κυρίου: Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφός, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται μου μαθητής είναι". Επίσης: Ο εύρων την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο απωλέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν".
Έτσι κι εμείς αδελφοί, που απαρνηθήκαμε τον κόσμο, ας απαρνηθούμε και τα πράγματα του κόσμου. Ας μισήσουμε το ψέμα, που μας ελκύει σε πράγματα ελεεινά, κι ας μη στραφούμε Στις πρώτες αμαρτίες μας "ως κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα". Γιατί, όπως λέει ο Κύριος, "ουδείς επιβολών την χείρα αυτού έπ' άροτρο και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού".
Πως θ' αποφύγουμε την αιώνια κόλαση, αν τελειώσουμε τη ζωή μας με οκνηρία και χωρίς μετάνοια; Η μετάνοια είναι το κλειδί της βασιλείας των ουρανών και χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να την κερδίσει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιώνια πατρίδα. Ας τον ακολουθήσουμε με φόβο Θεού, κι ας στερεώσουμε πάνω του γερά τα βήματα μας. Στην οδό της μετανοίας δεν πλησιάζει ο πονηρός, και παρ' όλο που τώρα είναι "τεθλιμμένη", αργότερα θα μας γεμίσει χαρά. Προτού πλησιάσουν οι έσχατες Ημέρες, ας πάρουμε το δρόμο αυτό, για να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά».

Εξασκώντας ο ίδιος κάθε αρετή, δίδασκε με το παράδειγμά του τούς αδελφούς, που δέχονταν σαν την εύφορη γη το σπόρο της διδασκαλίας του και καρποφορούσαν, κατά το λόγο του Κυρίου, «ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα».

Μπορούσες να δεις τους ανθρώπους αυτούς να ζουν σαν άγγελοι πάνω στη γη και την Πετσέρσκαγια να μοιάζει με ουρανό, που στο θόλο του ακτινοβολούσε σαν μεγάλο αστέρι ο όσιος Θεοδόσιος με τα ενάρετα έργα του.
Πολλές φορές μάλιστα έλαμπε και πραγματικά, με φως άκτιστο, με το οποίο τον δόξαζε ο Θεός.
Όταν κάποτε, μια σκοτεινή νύχτα ο Σωφρόνιος, ο ηγούμενος της μονής του αρχιστρατήγου Μιχαήλ, γύριζε στο μοναστήρι του, είδε πάνω από την Πετσέρσκαγια ένα εξαίσιο φως, που σχημάτιζε τη μορφή του οσίου Θεοδοσίου. Κατάπληκτος τότε δόξασε το Θεό:
- Μεγάλη η χάρη σου, Κύριε! Ανέδειξες στις ημέρες μας έναν τέτοιο φωστήρα, που καταυγάζει όλη την Πετσέρσκαγια! Αλλά και πολλοί άλλοι αντίκρισαν αρκετές φορές το φως αυτό και το διηγήθηκαν παντού.

Τότε άρχισαν να έρχονται σ' αυτόν πολλοί, να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους και να επιστρέφουν αποκομίζοντας πάντοτε μεγάλη πνευματική ωφέλεια. Άρχισαν μάλιστα να προσφέρουν και βοηθήματα στο μοναστήρι για τις ανάγκες του και το χτίσιμό του. Ορισμένοι απ' αυτούς αφιέρωσαν και κτήματα.

Πολύ αγαπούσε τον άγιο και ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος. Συχνά τον καλούσε κοντά του, ενώ πολλές φορές τον επισκεπτόταν ο ίδιος και ευφραινόταν από τα πνευματέμφορα λόγια του.

Ανάμεσα σ' άλλους κανονισμούς ο όσιος είχε θεσπίσει και τούτον: Όρισε στον πορτάρη να μην ανοίγει σε κανένα επισκέπτη την πόρτα μετά το μεσημβρινό φαγητό και μέχρι την ώρα του εσπερινού. Αυτό το καθιέρωσε για ν' αναπαύονται το μεσημέρι οι αδελφοί, έπειτα από τον κόπο που προηγήθηκε (νυχτερινή έγερση, προσευχές και ακολουθίες, διακονήματα κ.λ.π.).

Ένα μεσημέρι ο ηγεμόνας ξεκίνησε για το μοναστήρι μαζί με το μικρό του παιδί. Μόλις έφτασε, κατέβηκε από το άλογό του -γιατί δεν έπρεπε να μπει κανείς στο μοναστήρι με το άλογο — χτύπησε την εξώπορτα και ζήτησε να του ανοίξουν. Ο πορτάρης όμως του απάντησε:
Έχω εντολή από το γέροντά μας, να μην ανοίξω σε κανένα την πόρτα ως την ώρα του εσπερινού.
—Δεν θ' ανοίξεις ούτε σ' εμένα; είπε ο ηγεμόνας.
Ο πορτάρης όμως δεν κατάλαβε ποιος ήταν.
— Μα σου λέω, μ' έχει διατάξει ο ηγούμενος: «Κι αν ακόμα έρθει ο ίδιος ο ηγεμόνας, εσύ να μην ανοίξεις την πόρτα». Κάνε λίγη υπομονή μέχρι την ώρα του εσπερινού και θα μπεις.
— Μα εγώ είμαι! Ο ηγεμόνας!

Τότε ο πορτάρης πλησίασε στην πόρτα και διαπίστωσε ότι πράγματι ήταν ο Ιζιασλάβος. Εν τούτοις δεν του άνοιξε, αλλά έσπευσε να το αναγγείλει στον ηγούμενο.
Ο όσιος ήρθε να τον υποδεχθεί και τον καλωσόρισε με πολλή τιμή.
-Τι αυστηρή διαταγή είν' αυτή, του είπε ο Ιζιασλάβος, ώστε να λέει τούτος ο υποτακτικός πως κι ο ηγεμόνας ο ίδιος αν έρθει δεν πρέπει ν' ανοίξει η πόρτα;
—Ευλογημένε άρχοντα, του εξήγησε ο όσιος, το ορίσαμε αυτό για να ξεκουράζονται οι αδελφοί από τον κόπο της νυχτερινής ακολουθίας. Η δική σου αφοσίωση στην Υπεραγία Θεοτόκο είναι ευπρόσδεκτη, κι ο ερχομός σου, που φανερώνει την πνευματική σου πρόοδο, μας προξενεί μεγάλη χαρά.
Προχώρησαν στην εκκλησία, όπου ο όσιος έκανε μια μικρή δέηση, κι έπειτα κάθισαν να συζητήσουν πνευματικά. Τόσο πολύ ευφραινόταν ο Ιζιασλάβος από τα μελιστάλακτα λόγια του οσίου, που δεν τα χόρταινε. Τέλος, ωφελημένος πολύ, επέστρεψε Στο μέγαρό του δοξάζοντας το Θεό. Μάλιστα από την ημέρα εκείνη, άρχισε ν' αγαπά περισσότερο τον άγιο, να τον θεωρεί ισάξιο των αρχαίων αγίων Πατέρων και ν' ακούει κάθε συμβουλή του.
Αν και τόσο πολύ τιμούσαν τον όσιο Θεοδόσιο ο ηγεμόνας και οι άρχοντες, αυτός δεν το έπαιρνε καθόλου επάνω του. Παρ' όλο που ήταν όλος ένα φως, επιδίωκε να κρύβεται πιο πολύ μέσα στην αφάνεια.
Ταπείνωνε τώρα περισσότερο τον εαυτό του. Εργαζόταν χειρωνακτικά όλη την ημέρα και δίδασκε όχι με λόγια, αλλά με έργα.
Αν και ήταν ηγούμενος, πήγαινε πολλές φορές στο μαγκιπειό και δούλευε μαζί με τους αδελφούς. Ζύμωνε το ψωμί με πολλή επιτυχία και ταυτόχρονα παρηγορούσε κι ενίσχυε τους ζυμωτές, για να μην κλονίζονται στο κοπιαστικό έργο τους.
Μια μέρα, ενώ πλησίαζε η εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεν υπήρχε στο μαγειρείο νερό. Ο αδελφός Θεόδωρος, που ήταν τότε μάγειρας, απευθύνθηκε στον όσιο:
-Δεν έχω κανένα να μου φέρει λίγο νερό.
Τότε ο όσιος σηκώθηκε κι άρχισε ο ίδιος να μεταφέρει νερό από το πηγάδι. Μα σαν τον είδε ένας αδελφός να κουράζεται έτσι, έσπευσε να το αναγγείλει και στους άλλους. Έτρεξαν όλοι με προθυμία κι έφεραν τόσο νερό, ώστε ξεχείλισαν τα δοχεία του μαγειρείου. Άλλοτε, που δεν υπήρχαν έτοιμα ξύλα για το μαγείρεμα, είπε ο ίδιος Θεόδωρος στον όσιο:
Γέροντα, πες σε κάποιον που δεν έχει δουλειά να φέρει ξύλα, γιατί τα χρειάζομαι.
Και ο όσιος απάντησε: Να, εγώ είμαι αργόσχολος. Εγώ θα πάω.
Ήταν τότε ώρα φαγητού. Ο μακάριος έδωσε εντολή στους αδελφούς να πάνε στην τράπεζα, ενώ ο ίδιος με το τσεκούρι άρχισε να κόβει ξύλα. Σαν τελείωσε το φαγητό και είδαν οι πατέρες τον ηγούμενό τους να ετοιμάζει ξύλα, πήραν κι αυτοί τσεκούρια κι έκοψαν τόσα πολλά, που έφτασαν για μέρες.

Όταν ο μακάριος Νίκων επέστρεψε στην Πετσέρσκαγια, ο όσιος, αν και ηγούμενος, τον τίμησε σαν πατέρα του. Και πολλές φορές, επειδή ο Νίκων ασκούσε το εργόχειρο του βιβλιοδέτη, τον βοηθούσε. Του έφτιαχνε τις κλωστές που είχε ανάγκη στη βιβλιοδεσία. Τόσο ταπεινός και απλός ήταν.
Ακόμη και τα ρούχα που φορούσε ως ηγούμενος, ήταν ταπεινά και φτωχικά. Φορούσε κατάσαρκα μια φανέλα, που ήταν φτιαγμένη από σκληρό μαλλί και τον αγκύλωνε. Όμοιος ήταν και ο σκούφος του. Ήταν μάλιστα πολύ στενός και μακρύς, ώστε να του σκεπάζει πολύ το κεφάλι και να μη διακρίνει κανείς ούτε τρίχα.
Μια φορά ο όσιος πήγε για κάποια υπόθεση στον ηγεμόνα, που τότε έμενε μακριά από την πόλη και καθυστέρησε μέχρι που βράδιασε. Ο Ιζιασλάβος, του διέθεσε μιαν αμαξά, ώστε να κάνη αναπαυτικά το νυχτερινό ταξίδι.
Στο δρόμο, ο μικρός που οδηγούσε την αμαξά, βλέποντάς τον μ' εκείνα τα φτωχικά ενδύματα, δεν φαντάστηκε πως ήταν ηγούμενος.
Του λέει λοιπόν:
- Καλόγερε, εσύ όλη την ημέρα τεμπελιάζεις. Εγώ όμως πάντοτε κοπιάζω και θέλω τώρα να κοιμηθώ. Σαν ξεκούραστος που είσαι, έλα να καθίσεις στο άλογο.
Ο όσιος με πολλή ταπείνωση σηκώθηκε, βοήθησε το μικρό ν' ανέβει και να ξαπλώσει στην άμαξα κι έπειτα ανέβηκε ο ίδιος στο άλογο. Καθώς προχωρούσε καθισμένος στο ζώο, ζαλιζόταν από τη νύστα. Γι' αυτό κατέβαινε κάθε τόσο και βάδιζε πεζός. Όταν κουραζόταν, ανέβαινε πάλι.
Κατά τα ξημερώματα συναντούσαν στο δρόμο τους αξιωματούχους, που κατευθύνονταν προς τον ηγεμόνα. Μόλις από μακριά αναγνώριζαν τον όσιο, κατέβαιναν από τ' αλόγα τους για να του κάνουν υπόκλιση.
Τότε ο όσιος είπε στο μικρό:
- Να, παιδί μου, ξημέρωσε πια. Έλα να καθίσεις εσύ στο άλογο.
Ο μικρός, καθώς έβλεπε τους βογιάρους να υποκλίνονται στον όσιο, κυριεύτηκε από μεγάλο φόβο και κάθισε στο άλογο τρέμοντας. Προχωρώντας συναντούσαν όλο και πιο πολλούς μεγιστάνες που υποκλίνονταν. Και ο φόβος του μικρού αμαξά όλο και μεγάλωνε.
Σαν έφτασαν στο μοναστήρι και ξεπέζεψαν, οι αδελφοί έβαλαν μετάνοια, πράγμα που τάραξε ακόμα πιο πολύ το μικρό.
«Ποιος να είναι αυτός που όλοι υποκλίνονται μπροστά του;» συλλογίστηκε.
Ο όσιος τότε τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην τράπεζα. Εκεί είπε να του δώσουν φαγητό και στη συνέχεια, αφού του πρόσφερε κάποιο χρηματικό φιλοδώρημα, τον άφησε να επιστρέψει.
Όλ' αυτά τα πληροφορηθήκαμε από τον ίδιο το μικρό, που τα εξομολογήθηκε στους αδελφούς, γιατί ο μακάριος Θεοδόσιος δεν φανέρωσε το παραμικρό.

Όταν έπαιρνε είδηση ο όσιος πως κάτι έγινε χωρίς ευλογία και υπακοή, το χαρακτήριζε «μερίδιο του εχθρού». Αν επρόκειτο για φαγητό, ποτέ δεν επέτρεπε στους αδελφούς να το γευθούν. Έδινε εντολή να το πετάξουν στον ποταμό Δνείπερο ή στο φούρνο για να καεί. Την τακτική του αυτή τη διαπιστώνει κανείς και στο επόμενο περιστατικό.

Ήταν ή εορτή του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, και ό όσιος Θεοδόσιος μαζί με ορισμένους αδελφούς επισκέφθηκε το μοναστήρι του αγίου. Εκεί κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί του πρόσφεραν εκλεκτούς άρτους. Ο όσιος τους έστειλε στην Πετσέρσκαγια και παρήγγειλε στον κελάρι να τους παράθεση στην τράπεζα, σ' όσους αδελφούς είχαν απομείνει στη μονή. Εκείνος όμως δεν έκανε υπακοή. «Ας τους βάλω στο τραπέζι αύριο το πρωί που θα είναι όλοι οι αδελφοί», σκέφτηκε. «Τώρα ας παραθέσω ψωμί δικό μας». Έτσι κι έγινε.
Το πρωί, όταν κάθισαν οι αδελφοί στην τράπεζα, ο όσιος είδε τους άρτους. Φωνάζει τότε τον κελάρι.
— Που βρέθηκαν αυτοί οι άρτοι;
— Είναι αυτοί που μου έστειλε χθες η οσιότης σου, Γέροντα. Επειδή όμως ήταν λίγοι οι αδελφοί, σκέφτηκα να τους βάλω σήμερα που είμαστε όλοι.
—Θα ήταν προτιμότερο να έκανες υπακοή και να μην εμπιστευόσουν το λογισμό σου, του υπέδειξε αυστηρά ο όσιος.
Και αμέσως είπε σ' έναν αδελφό να βάλει τους άρτους εκείνους σε κοφίνια και να τους πετάξει στο ποτάμι, ενώ στον κελάρι έβαλε επιτίμιο για την ανυπακοή του.
Γνωρίζοντας ο όσιος Θεοδόσιος πως η απληστία και οι φροντίδες για το αύριο αρμόζουν μόνο σε μοναχούς ασυνεπείς προς τις υποσχέσεις τους, πήρε μιαν απόφαση: Να διδάξει επίμονα στους αδελφούς την αρετή της ακτημοσύνης, για να μάθουν να πλουτούν στην πίστη και στην ελπίδα και να μη στηρίζονται στα υλικά.
Πολλές φορές έκανε επισκέψεις στα κελιά τους και σαν εύρισκε κάτι φαγώσιμο ή παραπανίσιο ένδυμα ή άλλο περιττό, τα πετούσε στη φωτιά. Τα θεωρούσε όπως είπαμε, «μερίδιο του εχθρού» και πράξη παρακοής.
Δεν πρέπει αδελφοί, τους νουθετούσε εμείς που ασπασθήκαμε τη μοναχική πολιτεία και απαρνηθήκαμε τα πράγματα του κόσμου, να τα μαζεύουμε πάλι στο κελί μας. Τι καθαρή προσευχή να προσφέρουμε στο Θεό, όταν έχουμε τόσα πράγματα στο κελί μας; «Όπου γαρ έσην ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» μας λέει ο Κύριος. Ας αρκούμαστε λοιπόν αδελφοί, στο καθορισμένο ένδυμα και στην τροφή που παρατίθεται στην τράπεζα. Τίποτε περισσότερο ας μην ύπαρχοι στο κελί μας. Έτσι η προσευχή μας θ' ανέρχεται στο Θεό ένθερμη, από νου καθαρό.

Με τέτοιες συμβουλές νουθετούσε τους αδελφούς. Σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάστηκε άδικος ή οργίλος ή οξύς, αλλά ήταν καλοσυνάτος σε όλους. Αν τύχαινε κανένας από τους αμελείς μοναχούς να λιποψυχήσει και να εγκατάλειψη το μοναστήρι, τότε τον κυρίευε μεγάλη θλίψη. Έκανε δακρύβρεχτες προσευχές στο Θεό για να επιτρέψει στη μάνδρα το πρόβατο που έφυγε. Κι αν γύριζε, τον υποδεχόταν όλος χαρά και τον νουθετούσε. «Όσες ψυχές ακολουθούν το δρόμο της φυγής είναι άνανδρες», έλεγε, «και υποκύπτουν στα κατώτερα πάθη τους και στο διάβολο».

Υπήρχε στο μοναστήρι κάποιος αδελφός χωρίς υπομονή, που κάθε τόσο το εγκατέλειπε κι υστέρα από λίγο ξαναγύριζε. Ο όσιος τον δεχόταν κάθε φορά με χαρά. Βεβαίωνε μάλιστα τους αδελφούς πως ο Θεός δεν θα τον αφήσει να πεθάνει έξω, αλλά στο τέλος θα τον πάρει από τη μονή για τον ουρανό.
Κάποια φορά, υστέρα από πολλές αποχωρήσεις, γύρισε πάλι ο αδελφός και ικέτευε τον όσιο να τον δεχτή. Πράγματι, σαν σπλαχνικός, τον συγκαταρίθμησε και πάλι στα πρόβατα της ποίμνης. Ύστερα από λίγο ο αδελφός ήρθε να δώσει στον όσιο τα χρήματα που είχε αποκτήσει στον κόσμο, εργαζόμενος σαν ιεροράπτης. Τον άκουσε όμως να του λέει:
- Αν θέλεις να γίνεις τέλειος υποτακτικός, πέταξέ τα στη φωτιά, γιατί προέρχονται από ανυπακοή.
Εκείνος συγκέντρωσε τη μικρή περιουσία που είχε αποκτήσει στον κόσμο και, όπως παρήγγειλε ο όσιος, την έκαψε. Από τότε δεν ξανάφυγε από τη μονή. Σ' αυτήν εκοιμήθη ειρηνικά, ζώντας με μετάνοια τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής του. Έτσι επαλήθευσε και η πρόρρηση του οσίου.

Μ' αυτούς τους τρόπους ήξερε ο όσιος να παρακινεί στην ακτημοσύνη και να εμπνέει την πίστη και την ελπίδα, ώστε κανένα πρόβατο να μην ξεκόβει από το κοπάδι.
Στους φτωχούς ο όσιος έδειχνε πολλή αγάπη κι ευσπλαχνία. Σαν έβλεπε ένα ζητιάνο ή κάποιο φτωχό, εξαθλιωμένους και ρακένδυτους, πονούσε για την κατάστασή τους και τους ελεούσε με δάκρυα στα μάτια. Έτσι παρακινήθηκε να χτίση κοντά στο μοναστήρι πανδοχείο και ναό αφιερωμένο στον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο, για να βρίσκουν στέγη οι φτωχοί, οι τυφλοί, οι χωλοί, οι λεπροί... Άφησε εντολή να φροντίζει το μοναστήρι για τις ανάγκες τους, και να τους διαθέτη το δέκατο της περιουσίας του. Επίσης κάθε Σάββατο έστελνε ένα αμάξι γεμάτο ψωμιά στους δέσμιους των φυλακών.

Η ευσπλαχνία του στρεφόταν όχι μόνο προς τους φτωχούς, αλλά και σ' εκείνους που είχαν αδικήσει το μοναστήρι. Κάποια φορά για παράδειγμα, έφεραν δεμένους στον όσιο ληστές, που τους συνέλαβαν σ' ένα κτήμα του μοναστηρίου ενώ επιχειρούσαν να κλέψουν. Σαν τους είδε δεμένους και με θλιμμένη όψη, δάκρυσε από πόνο. Είπε να τους λύσουν και να τους δώσουν φαγητό. Έπειτα τους συμβούλεψε για αρκετή ώρα ν' αποφεύγουν το κακό και τις αδικίες. Κι αφού τους φίλεψε με αγαθά της μονής, τους άφησε να φύγουν ειρηνικά. Εκείνοι φεύγοντας δόξαζαν το Θεό και τον όσιο για το έλεος που βρήκαν, κι από τότε δεν έβλαψαν άνθρωπο, αλλά περιορίζονταν στους δικούς τους κόπους.

Με την αύξηση των αδελφών αναγκάστηκε ο όσιος να επεκτείνει το μοναστήρι. Άρχισε με τα ίδια του τα χέρια και μαζί με τους άλλους αδελφούς να χτίζει κελιά και να μεγαλώνει τη μάντρα. Την περίοδο εκείνη, που το μοναστήρι βρισκόταν εκτεθειμένο, κάποια πολύ σκοτεινή νύχτα δέχτηκε την επίθεση ληστών. Είχαν στόχο την εκκλησία, υπολογίζοντας πως εκεί, στα διάφορα διαμερίσματά της, θα υπήρχαν κρυμμένοι οι θησαυροί της μονής.
Χωρίς να πειράξουν κανένα κελί, πλησίασαν στο ναό, απ' όπου άκουσαν ψαλμωδία. Φαντάστηκαν πως είναι μέσα οι μοναχοί και ψέλνουν το απόδειπνο. Γι' αυτό αρχικά απομακρύνθηκαν. Πέρασαν λίγη ώρα μέσα στο διπλανό πυκνό δάσος και κατόπιν, με την ελπίδα πως θα είχε πια τελειώσει η ακολουθία, ξεκίνησαν για την εκκλησία. Αλλά και πάλι άκουσαν τις ίδιες υμνωδίες, ενώ τώρα αντίκρισαν κι ένα υπερθαύμαστο φως μέσα στο ναό. Ταυτόχρονα αισθάνονταν άρρητη ευωδία. Έψελναν άγγελοι!

Οι ληστές νόμισαν πως οι αδελφοί τελούσαν τώρα το Μεσονυκτικό κι έτσι απομακρύνθηκαν πάλι για Λίγο. Αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές και πάντα ακούγονταν οι ίδιες αγγελικές φωνές.
Στο μεταξύ έφτασε η ώρα της πρωινής ακολουθίας και κατά τη συνήθεια, ο εκκλησιαστικός πήγε πρώτα στο κελί του οσίου Θεοδοσίου.
Ευλόγησαν Γέροντα, φώναξε. Πήρε την ευλογία του ηγουμένου κι άρχισε να σημαίνει για τον όρθρο.
Οι ληστές, σαν άκουσαν το σήμαντρο, κρύφτηκαν μέσα στο δάσος.
— Τι θα κάνουμε τώρα; είπαν. Φαίνεται πως βλέπαμε φαντάσματα προηγουμένως. Ας τους αφήσουμε να μπουν στο ναό κι έπειτα ορμάμε μέσα και τους σκοτώνουμε όλους. Έτσι θα βάλουμε στο χέρι την περιουσία τους.
Τέτοια τους συμβούλευε ο διάβολος, όχι τόσο γιατί ήθελε να χάσουν οι μοναχοί τα χρήματά τους, αλλά για να εξαφανίσει την αδελφότητα αυτή, στην οποία τόσες ψυχές θα εύρισκαν τη σωτηρία τους. Δεν το πέτυχε όμως ο εχθρός, που είχε νικηθεί από τις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου.
Περίμεναν λοιπόν αρκετή ώρα οι κακοποιοί, ώσπου να συγκεντρωθεί στην εκκλησία το θεοσύλλεκτο εκείνο ποίμνιο με το μακάριο ποιμένα του Θεοδόσιο και μόλις άρχισαν οι ορθρινοί ψαλμοί όρμησαν σαν άγρια θηρία εναντίον τους.
Όταν όμως έφτασαν μπροστά στο ναό, αναχαιτίσθηκαν από ένα φοβερό θαύμα:
Ο ναός, μαζί με όσους βρίσκονταν μέσα, άρχισε ν' αποχωρίζεται από το έδαφος. Ανυψώθηκε στον αέρα σε τέτοιο ύψος, ώστε δεν μπορούσαν να τον φτάσουν.
Οι πατέρες που ήταν μέσα δεν κατάλαβαν τίποτε. Οι ληστές, μπροστά στο θαύμα, κυριεύτηκαν από μεγάλο φόβο και γύρισαν τρέμοντας στα σπίτια τους. Από τότε μετανόησαν και πήραν την απόφαση να μην ξανακάνουν κακό σε άνθρωπο. Ο αρχιληστής μάλιστα ήρθε με τρεις άλλους ληστές στη μονή κι εξομολογήθηκε στον όσιο όσα συνέβησαν. Εκείνος, μόλις τ' άκουσε, δόξασε το Θεό, που κι αυτούς τους έσωσε από φρικτό θάνατο, αλλά και τα πράγματα της εκκλησίας προστάτεψε. Οι ληστές, αφού άκουσαν λόγους σωτηρίας, έφυγαν δοξάζοντας κι ευχαριστώντας το Θεό και τον όσιό Του.

Το ίδιο θαύμα επαναλήφθηκε νια δεύτερη φορά, κι έτσι έγινε πια ολοφάνερο πως προστατεύονται από τον Κύριο το μοναστήρι και η εκκλησία του.

Κάποιος από τους βογιάρους του ηγεμόνα Ιζιασλάβου διέσχιζε μια νύχτα τον κάμπο, εννέα χιλιόμετρα μακριά από τη μονή του οσίου Θεοδοσίου. Και να! Ανακρύζει από κει μιαν εκκλησία να είναι σηκωμένη πολύ ψηλά, κάτω από τα σύννεφα. Κατάπληκτος από τρόμο και θαυμασμό, στράφηκε και προχώρησε προς το μέρος της. Ήθελε από κοντά να διαπίστωση ποια εκκλησία ήταν. Πλησιάζοντας προς το μοναστήρι, αντίκρισε την εκκλησία να κατεβαίνει πάλι και να στέκεται μέσα στη μονή, στη θέση της.
Έτρεξε αμέσως στον όσιο και του αποκάλυψε αυτό που είδε. Και από τότε τον επισκεπτόταν συχνά και ευφραινόταν από τα σοφά λόγια του. Μάλιστα ενίσχυε και οικονομικά το χτίσιμο του μοναστηρίου και τον εξωραϊσμό του ναού του.
Όχι μόνο για την εκκλησία, αλλά και για τη συντήρηση της μονής ο Θεός έδειχνε με θαυματουργικό τρόπο την προστασία Του.
Συνέβη κάποτε να περνούν έξω από κάποιο κτήμα της Πετσέρσκαγια μερικοί ληστές, που τους οδηγούσαν δεμένους στην πόλη νια να τους δικάσουν. Τότε ένας απ' αυτούς, βλέποντας το κτήμα, άρχισε να κουνάει το κεφάλι του και να λέει:
- Μια νύχτα ήρθαμε εδώ για ν' αρπάξουμε ό,τι θα υπήρχε, αλλ' αποτύχαμε. Βρήκαμε τη μάντρα τόσο ψηλή, που ήταν αδύνατο να πηδήξουμε μέσα.

Έτσι ο Θεός, με τις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου, που είχε στηρίξει τις ελπίδες του σ' Αυτόν, διαφύλαξε από τους ληστές την περιουσία της μονής. Γιατί ο όσιος συνήθιζε να περιφέρεται όλες τις νύχτες μέσα στο μοναστήρι και να προσεύχεται. Με τις προσευχές αυτές περιτείχιζε σαν με οχυρό τείχος τη μονή και τα εξαρτήματά της.

Ο όσιος Θεοδόσιος, ο δάσκαλος της ακτημοσύνης, πίστευε πως ο ίδιος ο Κύριος θα εξοικονομούσε, εκτός από τ' αναγκαία και όσα απαιτούσε ο εξωραϊσμός της μονής. Στην πίστη του αυτή πήρε απάντηση από την επόμενη θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας.
Ένας βογιάρος του Ιζιασλάβου, που ονομαζόταν αρχικά Σουτισλάβος Γεούεβιτς και μετά το άγιο βάπτισμα Κλήμης, ξεκινώντας κάποτε μαζί με τον ηγεμόνα για πόλεμο υποσχέθηκε τα εξής: Αν επιστρέψω σώος στο σπίτι μου, θα δώσω στη μονή του μακαρίου Θεοδοσίου δυο χρυσά νομίσματα για την Υπεραγία Θεοτόκο. Θα κατασκευάσω επίσης και το φωτοστέφανο της εικόνας της.
Ο πόλεμος έγινε. Σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο παρατάξεις. Τελικά κατόρθωσαν να νικήσουν τους εχθρούς. Όσοι σώθηκαν, γύρισαν πίσω στα σπίτια τους νικητές. Ο βογιάρος όμως λησμόνησε την υπόσχεσή του. Και να τι συνέβη υστέρα από μερικές ημέρες.

Ήταν μεσημέρι και κοιμόταν στο σπίτι του, όταν άκουσε μέσα στον ύπνο του μια φοβερή φωνή να τον καλή με τ' όνομά του: - Κλήμη!

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2058
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
11
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από Φωτεινή »

ΟΣΙΑ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ

Εικόνα

εορτάζει 5 Ιανουαρίου

Η Οσία Συγκλητική έζησε στον καιρό του Μεγάλου Αθανασίου. Οι γονείς της ήταν πλούσιοι, και πολύ ευσεβείς.

Πάντοτε βοηθούσαν τους ανθρώπους που είχαν πρόβλημα και είχαν ανάγκη, διότι αυτό ζητάει ο Κύριος από τους ανθρώπους, να βοηθούμε τον πλησίον μας. Τα πλούτη έφερναν διακεκριμένους και πολλούς γαμπρούς στο σπίτι τους για την ωραία Οσία Συγκλητική.

Η Οσία, όμως, παρακάλεσε τους γονείς της να μην επιμένουν να παντρευτεί. Διότι ήθελε να αφιερωθεί στην αγάπη του πλησίον. Πράγματι, οι ευσεβείς γονείς σεβάστηκαν την απόφαση της κόρης τους.

Έτσι λοιπόν η Οσία Συγκλητική αφιέρωσε τη ζωή της για την ανακούφιση των ασθενών, των λυπημένων, των ορφανών και των φτωχών. Ευχαρίστησή της ήταν να βλέπει το γέλιο, εκεί όπου κυριαρχούσε πριν η θλίψη. Ο πολύς κόπος όμως, στην Ιερή αυτή διακονία, έκαναν το σώμα της Οσίας ασθενικό. Αλλά η Οσία μας, στη δοκιμασία αυτή υπήρξε καρτερική, χωρίς ποτέ να γογγύξει προς τον Θεό. Τελικά, παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο, σε ηλικία 80 χρονών.

Πηγή: http://www.agioritikovima.gr
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας - Saints of our Church”