Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 05, 2014 2:05 pm
Μέρος 2ο.
Πετάχτηκε πάνω, και τι να δη! Μπροστά του βρισκόταν η εικόνα τις Υπεραγίας Θεοτόκου - εκείνη του μοναστηρίου του οσίου Θεοδοσίου — και του φώναζε:
— Γιατί Κλήμη δεν μου έδωσες αυτό που υποσχέθηκες; Φρόντισε να εκτελέσεις την υπόσχεσή σου!
Μόλις έπαψε η φωνή, η εικόνα έγινε άφαντη. Ο Κλήμης τότε πήρε τρομοκρατημένος τα χρυσά νομίσματα που είχε υποσχεθεί, κατασκεύασε και το χρυσό στεφάνι για τη διακόσμηση της εικόνας, κι έφτασε στην Πετσέρσκαγια για να τα δώσει στον όσιο Θεοδόσιο. Εκείνος τα πήρε χωρίς να ξέρη όσα μεσολάβησαν.
Ύστερα από λίγες ημέρες ο ίδιος βογιάρος, με θεία έμπνευση, πήρε την απόφαση να δωρίσει στο μοναστήρι ένα Ευαγγέλιο. Έτσι μια μέρα, με το Ευαγγέλιο κρυμμένο κάτω από τα ρούχα του, έρχεται στον όσιο. Μετά την ακολουθία κάθισαν να συζητήσουν. Ο Κλήμης δεν ανέφερε τίποτα για το Ευαγγέλιο. Μα ο όσιος του λέει ξαφνικά:
— Αδελφέ Κλήμη, δώσ' μου πρώτα το άγιο Ευαγγέλιο που υποσχέθηκες στην Υπεραγία Θεοτόκο και το έχεις σκεπασμένο με τα ρούχα σου, κι έπειτα ας συζητήσουμε.
Στα λόγια αυτά ο βογιάρος θαύμασε το διορατικό χάρισμα του οσίου, γιατί σε κανένα δεν είχε πει τίποτα για το Ευαγγέλιο και το παρέδωσε στα χέρια του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του κήρυττε παντού πως ο ακτήμων Θεοδόσιος, που τα έχει αναθέσει όλα στο Θεό, είναι στολισμένος όχι μόνο με θεοφιλή έργα, αλλά και με το υπερφυσικό χάρισμα της διοράσεως.
Όσο περισσότερη εμπιστοσύνη έδειχνε ο όσιος στο Θεό, στις διάφορες στερήσεις και οικονομικές δυσχέρειες, τόσο περισσότερο Εκείνος τον ευεργετούσε.
Από τα πολυπληθή σχετικά θαύματα θ' αναφέρουμε μερικά στη συνέχεια.
Ο μοναχός Ιλαρίων μέρα-νύχτα αντέγραφε Βιβλία στο κελί του οσίου Θεοδοσίου, την ώρα που εκείνος ψέλλιζε τους ψαλμούς γνέθοντας μαλλί.
Κάποιο Βράδυ, ενώ εργάζονταν, ήρθε ο οικονόμος της μονής μοναχός Αναστάσιος και ανέφερε πως δεν υπάρχουν χρήματα για την προμήθεια του πρωινού φαγητού και τις άλλες ανάγκες.
Όπως βλέπεις, τώρα είναι βράδυ. Ως το ξημέρωμα έχουμε καιρό. Πήγαινε λοιπόν να προσευχηθείς, κάνε λίγη υπομονή κι ο Θεός θα μεριμνήσει, του είπε ο όσιος.
Όταν ο υποτακτικός έφυγε, ο όσιος πήγε στο βάθος του κελιού του για να κάνη, όπως συνήθιζε, τον κανόνα του. Μετά την προσευχή γύρισε στην εργασία του.
Αλλά να, σε λίγο ο οικονόμος έρχεται πάλι και τον ενοχλεί για ιό ίδιο ζήτημα.
-Δεν σου είπα, τον έκοψε ο όσιος, να κάνης προσευχή; Ησύχασε! Το πρωί πηγαίνεις στην πόλη κι αγοράζεις με πίστωση ό,τι έχουμε ανάγκη. Και αργότερα, όταν ο Θεός μας στείλει χρήματα, εξοφλούμε το χρέος. Είναι αξιόπιστος Εκείνος που λέει: «Μη ουν μεριμνήστε εις την αύριον ή γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής».
Ο Κύριος δεν θα μας στερήσει την ευλογία Του.
Μετά την αναχώρηση του οικονόμου παρουσιάστηκε στο κελί του οσίου ένας φωτεινός νέος με στρατιωτική ενδυμασία. Έκανε υπόκλιση, ακούμπησε στο τραπέζι ένα χρυσό νόμισμα κι απομακρύνθηκε αμέσως, χωρίς να πει τίποτα. Ο όσιος σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του το νόμισμα, δοξολογώντας με δάκρυα στα μάτια του.
Το πρωί, φώναξε τον πορτάρη για να μάθη αν μπήκε κανείς τη νύχτα στο μοναστήρι. Εκείνος τον βεβαίωσε πως η πόρτα παρέμενε ακόμα κλειστή, από τη δύση του ήλιου και πως κανένας δεν ήρθε. Τότε κάλεσε τον οικονόμο.
Πως λες, αδελφέ Αναστάσιε, ότι δεν έχουμε χρήματα; Μ' αυτό το χρυσό νόμισμα πήγαινε κι αγόρασε ό,τι μας χρειάζεται.
Ο οικονόμος δεν μπόρεσε ν' αντιληφθεί την ευλογία του Θεού. Νόμισε πως δεν είχε ψάξει καλά και γι' αυτό έβαλε μετάνοια ζητώντας συγγνώμη.
Αδελφέ, τον νουθέτησε ο όσιος, να μην απελπίζεσαι ποτέ. Να 'χεις πίστη. Κάθε σου στενοχώρια να την αναθέτεις στον Κύριο. Αυτός φροντίζει για τις ανάγκες μας. Σήμερα μάλιστα να ετοιμάσεις πλούσιο γεύμα στους αδελφούς, γιατί είναι μέρα θείας επισκέψεως. Και σαν φτωχύνουμε, ο Θεός πάλι θα φροντίσει — όπως και έγινε.
Κάποια μέρα ο κελάρης Θεόδωρος αναγγέλλει στον όσιο:
Σήμερα δεν έχουμε τίποτα να παραθέσουμε στην τράπεζα για τους αδελφούς.
Πήγαινε, του αποκρίθηκε εκείνος, και προσευχήσου μ' επιμονή στο Θεό για να δείξει την πρόνοιά Του. Σε περίπτωση που δεν φάνουμε άξιοι, θα βράσης σιτάρι, θα το ανακατέψεις με μέλι και θα το προσφέρεις στους αδελφούς. Ωστόσο ελπίζουμε στον Κύριο.
Αυτός που έστειλε στους απειθείς Ισραηλίτες ουράνια τροφή στην έρημο, μπορεί να κάνη το ίδιο και σε μας σήμερα.
Μετά την αναχώρησή του από το κελάρι, ο όσιος παραδόθηκε σε θερμή προσευχή.
Και να! Ό Ιωάννης, ο πρώτος από τους βογιάρους του Ιζιασλάβου, φωτίστηκε από το Θεό και τους έστελνε τρεις άμαξες γεμάτες τρόφιμα — ψωμί, τυρί, ψάρια, κρασί, σιτάρι και μέλι. Μόλις αντίκρισε το θέαμα ο όσιος, δόξασε ολόψυχα το Θεό. Βλέπεις, αδελφέ Θεόδωρε, είπε στον κελάρι, πως δεν μας εγκαταλείπει ο Πανάγαθος, αρκεί να ελπίζουμε ολόψυχα σ' Αυτόν; Πήγαινε λοιπόν να ετοιμάσεις πλούσιο γεύμα στους αδελφούς, γιατί μας επισκέφθηκε σήμερα ο Κύριος.
Κάποια άλλη φορά παρουσιάστηκε στον όσιο Θεοδόσιο ένας ιερεύς από την πόλη του Κιέβου και ζήτησε κρασί νια τη Θεία Λειτουργία. Ο όσιος είπε στον εκκλησιαστικό να του δώσει. Εκείνος όμως του γνωστοποίησε πως το κρασί είχε λιγοστέψει και μόλις επαρκούσε για τρεις-τέσσερις Λειτουργίες.
-Να το δώσεις όλο και για μας θα φροντίσει ο Θεός, διέταξε ο όσιος.
Ο εκκλησιαστικός όμως, κράτησε ένα μέρος για τη Λειτουργία της επόμενης ημέρας.
Ο ιερεύς πήρε το κρασί και, όπως το είδε λίγο, το έδειξε στον όσιο. Εκείνος μάλωσε τότε τον εκκλησιαστικό.
- Μα δεν είπαμε να το δώσεις όλο; Να μην ανησυχείς για αύριο, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Θεός να στερήσει το ναό της Μητέρας Του από τη Θεία Λειτουργία. Και όχι μόνο αυτό, αλλ' ακόμη περισσότερο σήμερα θα ξεχειλίσει τα Βαρέλια μας από κρασί!
Τότε ο εκκλησιαστικός έδωσε στον ιερέα όλο το κρασί. Και το βράδυ, μετά το φαγητό, σύμφωνα με την πρόρρηση του οσίου, ήρθαν οι ευλογίες του Θεού: Κάποια ευσεβής γυναίκα, οικονόμος στο μέγαρο του ηγεμόνα Βσέβολοντ, έστειλε τρία αμάξια με βαρέλια γεμάτα κρασί.
Ο εκκλησιαστικός δεν ήξερε πως να δοξάσει το Θεό, θαυμάζοντας συγχρόνως τον προορατικό όσιο που είχε πει «σήμερα θα ξεχειλίσει ο Θεός τα βαρέλια μας από κρασί».
Ο ίδιος εκκλησιαστικός διηγήθηκε και άλλο παρόμοιο θαύμα που έγινε με τις προσευχές του οσίου.
Πλησίαζε η εορτή της Κοιμήσεως και δεν υπήρχε λάδι για τα καντήλια. Έτσι ο εκκλησιαστικός σκέφτηκε να καταφύγει στο σπορέλαιο. Σε σχετική του ερώτηση ο όσιος τον άφησε να ενεργήσει όπως νόμιζε. Αλλά τι συνέβη; Πηγαίνοντας ο εκκλησιαστικός να χρησιμοποίηση το σπορέλαιο, βλέπει μέσα στο δοχείο ένα ψόφιο ποντικό. Τρέχει γρήγορα και το αναφέρει στον όσιο.
-Αν και σκέπασα πολύ προσεκτικά το δοχείο, παράδοξα, άγνωστο πως, έπεσε μέσα και πνίγηκε ένας ποντικός.
Ο όσιος, που ήξερε ότι αυτό το επέτρεψε ο Θεός για να τιμωρήσει την απιστία του, είπε: Πρέπει αδελφέ, να ελπίζουμε στο Θεό. Να πιστεύουμε πως μπορεί να μας στείλει ό,τι χρειαζόμαστε. Να μη συμπεριφερόμαστε σαν άπιστοι. Χύσε τώρα εκείνο το λάδι. Ας επιμείνουμε στην προσευχή, κι Εκείνος θα μας στείλει σήμερα αρκετό ελαιόλαδο.
Ο εκκλησιαστικός εκτέλεσε την εντολή και ο όσιος αφοσιώθηκε στην προσευχή. Το απόγευμα κάποιος πλούσιος έφερε ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο ελαιόλαδο. Και πάλι ο όσιος δόξασε το Θεό που τόσο γρήγορα άκουσε τη δέησή του. Έτσι όχι μόνο όλα τα καντήλια γέμισαν με λάδι, αλλά περίσσεψε και αρκετό. Και την άλλη μέρα το πρωί ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου άστραφτε από τη φωτοχυσία.
Στ' ατέλειωτα θαύματα, που με τις προσευχές του οσίου αναπλήρωναν κάθε έλλειψη, ας προστεθεί και τούτο:
Ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος, που έτρεφε βαθιά αισθήματα αγάπης προς τον όσιο Θεοδόσιο και συχνά ερχόταν για να ευφρανθεί από τα γλυκά σαν το μέλι λόγια του, κάποια φορά παρέτεινε τη συνομιλία μαζί του ως τον εσπερινό. Έπειτα παραβρέθηκε και στο απόδειπνο.
Σε λίγο - αυτό ήταν το θέλημα του Θεού - πιάνει μια καταρρακτώδης βροχή. Τότε ο όσιος δίνει εντολή στον κελάρι να ετοιμάσει στον Ιζιασλάβο βραδινό φαγητό. Εκείνος όμως του ανήγγειλε πως τους είχε τελειώσει το μελίκρατο κι έτσι δεν είχαν να παραθέσουν το καθιερωμένο ποτό στον ηγεμόνα και τη συνοδεία του.
— Δεν υπάρχει καθόλου; ρώτησε ο όσιος. Όχι, απάντησε ο κελάρης. Γι` αυτό κοίταξε να δεις μήπως έμεινε έστω και λίγο. Πίστεψέ με πάτερ, το έχουμε αναποδογυρίσει το δοχείο.
Πήγαινε και στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού θα βρεις, του λέει γεμάτος Θεία χάρη ό όσιος.
Σαν έφτασε εκεί ο κελάρης, βρήκε το δοχείο όρθιο και ξέχειλο από μελίκρατο. Θαμπωμένος από το θαύμα, έτρεξε να το αναγγείλει στον όσιο.
Να κρατήσεις σιωπή παιδί μου, του σύστησε εκείνος. Μην πεις σε κανένα τίποτα. Στρώσε τώρα το τραπέζι για τον ηγεμόνα. Βάλε και στους αδελφούς μελίκρατο. Πρόκειται για ευλογία του Θεού.
Αργότερα, όταν η βροχή σταμάτησε, ο ηγεμόνας επέστρεψε στο μέγαρό του. Το ευλογημένο εκείνο ποτό κράτησε πολύ καιρό στο μοναστήρι και το γεύτηκαν πλούσια οι αδελφοί. Το μελίκρατο ή υδρόμελι, είναι ποτό από μέλι αραιωμένο με νερό.
Τις νύχτες τις περνούσε πάντα προσευχόμενος. Με πολλές γονυκλισίες και δάκρυα ευγνωμονούσε και δόξαζε το Θεό για όλες Του τις ευεργεσίες. Πολλές φορές τον αντιλαμβάνονταν οι αδελφοί που διακονούσαν σαν εκκλησιαστικοί.
Πριν σημάνει την έγερση ο εκκλησιαστικός, πήγαινε αθόρυβα στο κελί του οσίου για να πάρει ευλογία. Καθώς πλησίαζε, τον άκουγε να προσεύχεται έντονα με λυγμούς και στρωτές μετάνοιες, χτυπώντας το κεφάλι του στο δάπεδο. Υποχωρούσε τότε λίγο κι άρχιζε να βηματίζει πιο δυνατά, για να τον ακούσει ο όσιος. Εκείνος, μόλις τον καταλάβαινε, σταματούσε την προσευχή κι έκανε πως κοιμάται. Ο εκκλησιαστικός χτυπούσε την πόρτα λέγοντας το «ευλόγησαν πάτερ», ο όσιος όμως δεν απαντούσε. Όταν το χτύπημα και το «ευλόγησαν πάτερ» ακούγονταν για τρίτη φορά, ο όσιος, που έκανε πως μόλις τότε ξυπνούσε, απαντούσε: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είθε να σ' ευλογεί, τέκνο μου». Έπειτα πήγαινε πρώτος στην εκκλησία.
Την τακτική αυτή τη συνέχισε όλες τις νύχτες της ζωής του.
Στη διάρκεια της ηγουμενίας του, επιδιδόταν και σ' άλλες ασκήσεις, όχι μόνο για δική του πνευματική ωφέλεια, αλλά και του ποιμνίου που του είχε αναθέσει ο Θεός.
Έτσι ποτέ δεν τον είδαν οι αδελφοί να γείρει στο πλευρό και να κατακλιθεί. Όταν τελείωνε το απόδειπνο και ήθελε ν' αναπαυθεί, καθόταν για λίγο κάπου. Ύστερα από σύντομη ανάπαυση σηκωνόταν κι άρχιζε τις γονυκλισίες, περιμένοντας την ακολουθία του μεσονυκτικού.
Ποτέ δεν τον είδαν να λούζεται για να ευχαριστήσει το σώμα του. Έπλενε μόνο τα χέρια και το πρόσωπο. Όταν επέβαλλε εγκράτεια στους αδελφούς, έδινε πρώτος το παράδειγμα, αρκούμενος στο ξερό ψωμί, στο νερό και στα νερόβραστα χόρτα.
Επίσης ποτέ δεν έδειχνε θλιμμένος. Στην κοινή τράπεζα ποτέ δεν τον είδαν σκυθρωπό. Η όψη του ήταν ιλαρή, χαρούμενη, φωτισμένη από τη χάρη του Θεού. Κάθε χρόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή αποσυρόταν σε μια σπηλιά. Σ' αυτήν αργότερα ενταφιάστηκε το τίμιο σκήνωμά του.
Απομονωμένος ασκήτευε εκεί μέχρι την εβδομάδα των Βαΐων. Και την Παρασκευή, κατά τον εσπερινό του Λαζάρου, επέστρεφε και καθόταν στην πόρτα του ναού. Νουθετούσε τους αδελφούς, δίνοντάς τους θάρρος και παρηγορώντας τους για τους κόπους της νηστείας. Τη δική του άσκηση την παρουσίαζε σαν μηδαμινή μπροστά στο δικό τους αγώνα.
Τις ημέρες αυτές πολλές φορές ο όσιος αναχωρούσε τη νύχτα, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, κι εύρισκε άλλη σπηλιά, μακρινή κι απόκρυφη, για ν' ασκείται εκεί μόνος του, φανερός μόνο στο Θεό. Από κει κάποια βραδιά, πριν από την Παρασκευή της εβδομάδας των Βαΐων, γύριζε στο πρώτο σπήλαιο. Και την Παρασκευή επέστρεφε στο μοναστήρι.
Στη σπηλιά που ασκήτευε, τα πονηρά πνεύματα τον ταλαιπωρούσαν πολύ, ιδιαίτερα όταν μετά το απόδειπνο καθόταν λίγο να ξεκούραστη. Άλλοι δαίμονες φώναζαν δυνατά, άλλοι περνούσαν τάχα με άμαξες, άλλοι χτυπούσαν τύμπανα, άλλοι έπαιζαν φλογέρα. Και από τις κραυγές και τους θορύβους, τρανταζόταν ολόκληρη η σπηλιά.
Εκείνος δεν τρόμαζε απ' όλ’ αυτά. Σφραγιζόταν με το σημείο του σταυρού, σηκωνόταν από το κάθισμά του κι άρχιζε ν' απαγγέλλει το Ψαλτήρι. Έτσι οι φωνές, οι θόρυβοι και όλα τα δαιμονικά φόβητρα εξαφανίζονταν.
Μόλις όμως καθόταν λίγο να ξεκουραστεί, οι θόρυβοι των δαιμόνων ξανάρχιζαν. Σηκωνόταν πάλι, άρχιζε τους ψαλμούς και οι δαιμονικές κραυγές χάνονταν. Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε αρκετές φορές και δεν μπορούσε ούτε για λίγο ν' αναπαυθεί, μέχρι που, με τη χάρη του Θεού, βγήκε νικητής: Έλαβε το κατά δαιμόνων χάρισμα και στο εξής, όπως είπαμε, ούτε να πλησιάσουν στη σπηλιά δεν τολμούσαν.
Γνωρίσαμε πολλές θαυματουργίες του οσίου εναντίον των δαιμόνων. Μερικές τις καταχωρίζουμε εδώ.
Συνήθιζαν οι δαίμονες, όταν ετοιμαζόταν στο μοναστήρι το ψήσιμο του ψωμιού, να κάνουν πολλές κακοήθειες. Σκορπούσαν το αλεύρι, έριχναν κάτω τη ζύμη, έκαναν διάφορες ζημιές... Ο υπεύθυνος διακονητής, ο αρχιμάγκιπας, περιέγραψε την κατάσταση στον όσιο Θεοδόσιο. Εκείνος ένα βράδυ επισκέφθηκε το μαγκιπειό, και κλεισμένος εκεί αφοσιώθηκε στην προσευχή μέχρι που ξημέρωσε. Από τότε δεν παρουσιάστηκαν πια δαίμονες στο μέρος εκείνο.
Ένας αδελφός, που υπηρετούσε στα ζώα του μοναστηρίου, ήρθε από το μαντρί στον όσιο και παραπονέθηκε: Στο μαντρί έχουν εγκατασταθεί δαίμονες και δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση. Με την ταραχή που κάνουν, τα ζώα μας δεν μπορούν να φάνε ήσυχα. Ο μεγαλύτερος αδελφός προσευχήθηκε πολλές φορές, έριξε και αγιασμό, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ο όσιος, οπλισμένος γι' άλλη μια φορά με την προσευχή και τη νηστεία, ξεκίνησε για το μαντρί. Έφτασε εκεί το βράδυ. Έκλεισε την πόρτα και όλη τη νύχτα ξαγρύπνησε στην προσευχή. Το αποτέλεσμα ήταν πως από τότε, όχι μόνο στο μαντρί, αλλά και σ' όλη τη γύρω περιοχή δεν εμφανίστηκαν πια δαίμονες, ούτε προξένησαν το παραμικρό κακό.
Δεν επαναπαυόταν ο όσιος στις δικές του νίκες εναντίον του διαβόλου. Ήθελε να το βλέπει αυτό και στους άλλους. Γι' αυτό, όταν μάθαινε πως οι πονηροί λογισμοί πολεμούσαν άγρια κάποιον αδελφό, τον καλούσε κοντά του. Τον παρότρυνε ν' αντιστέκεται στα μηχανήματα του διαβόλου. Να μην τα χάνει από τις επιθέσεις του. Να μη λιποτακτεί από τον τόπο της μάχης. Να οπλίζεται με τη νηστεία και την προσευχή, και ν' αγωνίζεται μέχρι να του χαρίσει ο Θεός τη νίκη.
Σχετικά με την πάλη του προς τους δαίμονες, ο όσιος διηγήθηκε στους αδελφούς το επόμενο περιστατικό, που του συνέβη όταν ήταν νεώτερος:
—Κάποια νύχτα, που ήμουνα στο κελί μου κι έψελνα, αντικρίζω ακριβώς μπροστά μου ένα μαύρο σκύλο. Στεκόταν εκεί ακίνητος και μ' εμπόδιζε Στις μετάνοιές μου. Στην αρχή τον περιφρόνησα. Πέρασαν πολλές ώρες, οπότε πήρα την απόφαση να τον χτυπήσω. Μόλις ετοιμάστηκα να το κάνω, εξαφανίστηκε. Φοβήθηκα τότε τόσο πολύ, που ήθελα να το βάλω στα πόδια και να φύγω από το μέρος εκείνο. Και θα το έκανα, αν δεν με βοηθούσε ο Κύριος. Όταν συνήλθα από τη μεγάλη μου φρίκη, άρχισα επίμονα να προσεύχομαι και να κάνω γονυκλισίες. Στο τέλος έφυγε εντελώς από πάνω μου ο φόβος. Από τότε δεν τρόμαζα, όσες δαιμονικές εμφανίσεις κι αν πρόβαλλαν μπροστά μου.
Μ' αυτά και με πολλά άλλα λόγια, ο όσιος ενίσχυε τους αδελφούς στην πάλη εναντίον των πονηρών πνευμάτων.
Ο αδελφός Ιλαρίων, που τον αναφέραμε πιο πάνω, διηγήθηκε στο μακάριο Νέστορα τα εξής:
— Υπέφερα πολλά στο κελί μου από τους δαίμονες. Μια νύχτα μάλιστα, μόλις έπεσα στο κρεβάτι, παρουσιάστηκε ένα ολόκληρο στίφος. Επιτέθηκε εναντίον μου. Με τραβούσαν από τα μαλλιά, μ' έσερναν και με χτυπούσαν. Άλλοι σήκωναν τον τοίχο και μου έλεγαν απειλητικά: «Θα τον ρίξουμε πάνω σου, για να σε σκοτώσουμε». Και η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες νύχτες. Δεν άντεχα πια άλλο και κατέφυγα στον όσιο Θεοδόσιο. Του είπα πως σκέφτομαι ν' αλλάξω κελί. Εκείνος όμως δεν συμφώνησε. «Όχι αδελφέ μου», μου είπε, «μην απομακρυνθείς και κάνης τα πονηρά πνεύματα να χαρούν, βλέποντας πως σε ανάγκασαν να τραπείς σε φυγή. Έτσι θα σου προξενήσουν περισσότερο κακό, γιατί θ' αποκτήσουν εξουσία πάνω σου. Να παραμείνεις εκεί και να καλλιεργείς την προσευχή. Και ο Θεός, βλέποντας την υπομονή σου, θα σου χαρίσει τη νίκη». Εγώ πάλι του είπα: «Πάτερ, σε ικετεύω, είναι αδύνατο να παραμείνω στο κελί μου. Έχει μέσα ένα σωρό σατανάδες». Τότε ο όσιος με σταύρωσε και μου είπε: «Πήγαινε αδελφέ μου στο κελί σου. Από τώρα ούτε θα τους ξαναδείς πια ούτε θα σε βλάψουν». Το πίστεψα, έβαλα μετάνοια στον όσιο κι απομακρύνθηκα.
Οι πολυμήχανοι δαίμονες δεν παρουσιάστηκαν άλλη φορά στο κελί μου. Οι προσευχές του οσίου Θεοδοσίου τους έδιωξαν από κει.
Όχι μόνο προς τους αόρατους, αλλά και προς τους ορατούς εχθρούς φάνηκε ανδρείος ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος. Πολλές φορές συνήθιζε να φεύγει τη νύχτα κρυφά από το μοναστήρι και να πηγαίνει στους Εβραίους. Λογομαχούσε μαζί τους με παρρησία για το πρόσωπο του Χριστού. Γεμάτος από ιερή αγανάκτηση, τους αποκαλούσε προδότες του Νόμου και θεοκτόνους. Ήταν μεγάλη του επιθυμία να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό, και ν' αντιμετωπίσει ακόμη και το θάνατο απ' αυτούς που Τον θανάτωσαν. Θα γινόταν έτσι πραγματικός μιμητής Του.
Ο γενναίος όσιος επιθυμούσε να υποφέρει ως ομολογητής της αλήθειας. Τούτο φαίνεται και από το επόμενο γεγονός.
Ένα χρόνο πριν την κοίμησή του, στα 1073, με τη συνεργία του πονηρού, συνέβη μια διαμάχη και φιλονικία ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες της Ρωσίας. Ο ηγεμόνας του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβος και ο ηγεμόνας του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του ηγεμόνα του Κιέβου Ιζιασλάβου, που ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Κατόρθωσαν μάλιστα να καταλάβουν το Κίεβο και να τον διώξουν από κει.
Κάποτε κάλεσαν σ' επίσημο γεύμα και τον όσιο Θεοδόσιο. Ο όσιος, γνωρίζοντας πως άδικα διώχτηκε ο Ιζιασλάβος, απάντησε με θάρρος στον απεσταλμένο τους:
Απαξιώ να έρθω στην τράπεζα της Ιεζάβελ και να γευτώ τροφή που στάζει αίμα και μυρίζει φόνο. Του είπε και άλλα, προσθέτοντας στο τέλος:
Να μεταφέρεις σε παρακαλώ, ό,τι σου είπα στους κυρίους σου.
Πράγματι, οι ηγεμόνες πληροφορήθηκαν τη στάση του οσίου, αλλά δεν οργίστηκαν απέναντι του. Κατάλαβαν πως είχε δίκιο. Ωστόσο δεν άκουσαν τις συμβουλές του. Ούτε έπαψαν να καταδιώκουν τον αδελφό τους, μέχρι που τον απομάκρυναν από τα όρια της παλαιάς του ηγεμονίας. Έτσι ο Σβιατοσλάβος κατέλαβε την περιφέρεια του Κιέβου, ενώ ο Βσέβολοντ, σαν μικρότερος, αρκέστηκε στο Περεγιασλάβ.
Ο όσιος Θεοδόσιος εξαπέλυσε τότε αμείλικτο κατηγορητήριο εναντίον του Σβιατοσλάβου. Τον στηλίτευε για την αδικία που διέπραξε, για την παράνομη κατάληψη του θρόνου και για την εκδίωξη του μεγαλύτερου αδελφού του. Όλ' αυτά τα διαβίβαζε στον ηγεμόνα ή με επιστολές ή με τους αξιωματούχους που επισκέπτονταν το μοναστήρι.
Στο τέλος μάλιστα του έστειλε μιαν εκτενή επιστολή, στην οποία τον επέπληττε δριμύτατα:
«Φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς τον Θεόν», όπως του Άβελ εναντίον του Κάιν, του έγραφε.
Απαρίθμησε πολλούς από τους αρχαίους φονιάδες, μισάδελφους και διώκτες, με τους οποίους τον παραλλήλιζε καυστικά.
Μόλις διάβασε την επιστολή ο ηγεμόνας έγινε θηρίο. Την πέταξε στο χώμα, την πάτησε με μανία και σαν λιοντάρι βρυχήθηκε εναντίον του οσίου, αποφασισμένος να τον ρίξει στη φυλακή.
ΟΙ αδελφοί της μονής, γεμάτοι θλίψη, ικέτευαν τον όσιο να σταματήσει την τακτική του έλεγχου. Επίσης διάφοροι αξιωματούχοι τον συμβούλεψαν να μην εναντιώνεται άλλο στον ηγεμόνα. «Είναι έτοιμος να σε φυλακίσει», του έλεγαν.
Ο όσιος, σαν άκουσε την φυλάκιση, ενθουσιάστηκε.
- Αυτός ο λόγος, αδελφοί, μου δίνει μεγάλη χαρά, είπε. Τίποτα δεν θα μου χαρίσει τόση μακαριότητα στη ζωή αυτή, όσο το να υποφέρω διωγμούς για χάρη της αλήθειας. Μήπως πρόκειται να χάσω τα πλούτη μου; Μήπως θα χωριστώ από τα παιδιά μου και την πατρίδα μου; Όταν ήρθαμε στον κόσμο, δεν φέραμε τίποτα μαζί μας. Γυμνοί γεννηθήκαμε και γυμνοί θα φύγουμε. Εγώ είμαι έτοιμος και για τη φυλακή και για το θάνατο ακόμη.
Επιθυμούσε ειλικρινά τη φυλάκιση ο όσιος και γι' αυτό στηλίτευε όλο και περισσότερο το μισάδελφο ηγεμόνα. Όπως ήταν φυσικό, η οργή του Σβιατοσλάβου αυξήθηκε περισσότερο, δεν τολμούσε όμως να βάλει χέρι πάνω του, γιατί τον αναγνώριζε σαν άνθρωπο δίκαιο, όσιο και σεβαστό σ' όλους τους υπηκόους του.
Σε λίγο καιρό όμως ο όσιος Θεοδόσιος, πιεζόμενος από τους αδελφούς και τους μεγιστάνες, άλλαξε τακτική. Σκέφτηκε πως ο ηγεμόνας δεν ωφελείται καθόλου από τους έλεγχους. Αποφάσισε λοιπόν να χρησιμοποίηση καλό τρόπο, μήπως και τον συνετίσει έτσι και τον πείσει να επανορθώσει το κακό που έκανε στον αδελφό του.
Μέσα σε λίγες ημέρες ο Σβιατοσλάβος έμαθε τη μεταβολή του κι αισθάνθηκε μεγάλη χαρά. Ήταν παλαιά του επιθυμία να ευφρανθεί από τα θεόπνευστα λόγια του οσίου. Πήρε λοιπόν το θάρρος και ζήτησε να του επιτραπεί μια επίσκεψη στο μοναστήρι. Πληροφορήθηκε τη συγκατάθεση του οσίου και χαρούμενος ξεκίνησε με τη συνοδεία των βογιάρων του.
Ο όσιος και οι αδελφοί βγήκαν από το ναό και μ' επισημότητα τους υποδέχθηκαν. Απέδωσαν τις συνηθισμένες τιμές στον ηγεμόνα. Εκείνος ασπάστηκε τον όσιο.
- Εγώ πάτερ, του είπε, δεν τολμούσα να σ' επισκεφθώ. Συλλογιζόμουν πως δεν θα μου επέτρεπες την είσοδο, γιατί ήσουν οργισμένος εναντίον μου.
- Και τι είναι αφέντη μου, η οργή μας μπροστά στην εξουσία σου; απάντησε ο όσιος. Εμείς πάντως είμαστε υποχρεωμένοι να ελέγχουμε και να υπογραμμίζουμε όσα είναι αναγκαία για τη σωτηρία της ψυχής, κι εσείς έχετε καθήκον να μας ακούτε.
Αφού έγινε μια μικρή δέηση στο ναό, ο όσιος δέχτηκε σε συζήτηση τον ηγεμόνα. Αναφέροντας αγιογραφικά κείμενα, του τόνισε πολύ την αγάπη που πρέπει να έχουν οι αδελφοί. Ο ηγεμόνας όμως προφασίστηκε πως υπήρχαν πολλά σε βάρος του αδελφού του και γι' αυτό δεν ήταν εύκολο να συμφιλιωθεί μαζί του. Τέλος, μετά από πολύωρη ωφέλιμη συζήτηση, αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό που αξιώθηκε να συζητήσει με τέτοιο μεγάλο άνδρα. Από τότε επισκεπτόταν συχνά τον όσιο.
Αλλά και ο Θεοδόσιος επισκεπτόταν τον ηγεμόνα και του θύμιζε πάντοτε το φόβο του Θεού και την αγάπη προς τον αδελφό.
Σε μια από τις επισκέψεις αυτές, μπαίνοντας στο παλάτι, βλέπει ένα πλήθος μουσικών. Από τα έγχορδα, τα πνευστά και τ' άλλα όργανα, έβγαιναν ηχηρές μελωδίες, που διασκέδαζαν τον ηγεμόνα. Ο όσιος τότε κάθισε δίπλα του σκυθρωπός, με χαμηλωμένο το βλέμμα. Έπειτα πλησίασε λίγο και του είπε:
— Στην άλλη ζωή θα υπάρχουν άραγε αυτά;
Η παρατήρηση εκείνη έκανε τον Σβιατοσλάβο να συγκινηθεί. Διέταξε να πάψουν οι μουσικές. Και από τότε, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ο όσιος, έδινε εντολή να σταματούν τα όργανα. Ακόμη, όταν ήξερε από πριν για τον ερχομό του, έβγαινε ως τις πύλες του μεγάρου του και τον προϋπαντούσε με έκδηλα αισθήματα χαράς. Πλημμυρισμένος κάποτε από αγαλλίαση, τον υποδέχθηκε με τα εξής λόγια:
Πάτερ, σου τ' ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια. Αν κάποιος μου έλεγε πως ο πατέρας μου θ' αναστηθεί από τον τάφο, δεν θα ένιωθα τη χαρά που μου δίνει ο ερχομός σου. Ούτε πάλι θα δοκίμαζα το φόβο που μου προξενεί η οσία σου μορφή.
Κι εκείνος του απάντησε:
Αν πράγματι νιώθεις τόσο πολύ δέος απέναντή μου, συμμορφώσου με την υπόδειξή μου και δώσε πίσω στον αδελφό σου το θρόνο που του κληροδότησε ο πατέρας σου.
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο ηγεμόνας τα 'χάσε. Γεμάτος αμηχανία έκλεισε το στόμα του και δεν ήξερε τι ν' αποκριθεί. Του είχε εμπνεύσει ο πονηρός τόσο μίσος κατά του αδελφού του, που και τ' όνομά του δεν ανεχόταν ν' ακούει.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο γνωστός μας άγιος Νίκων, αυτός που είχε κείρει μοναχό τον όσιο Θεοδόσιο, μ' όλη εκείνη την αναταραχή ανάμεσα στους ηγεμόνες, έφυγε πάλι μαζί με δυο μοναχούς από την Πετσέρσκαγια και ξαναπήγε στο Τμουταρακάν, στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει εκεί, παρ' όλο που ο όσιος Θεοδόσιος τον παρακαλούσε επίμονα να μείνει κοντά του. Ήθελε, όσο θα βρισκόταν ακόμα στη ζωή, να μην τον αποχωριστή.
Το θέλημα του Θεού όμως ήταν διαφορετικό, κι έτσι ο όσιος ρίχτηκε στους αγώνες που τον περίμεναν χωρίς τη συμπαράσταση του αγαπημένου του Νίκωνος, από τα χέρια του οποίου είχε λάβει το άγιο σχήμα,
Βλέποντας ο όσιος Θεοδόσιος πως το μοναστήρι ήταν μικρό για τους αδελφούς, απορούσε τι να κάνη. Ζητούσε μ' επίμονες προσευχές να του δείξει ο Θεός ένα ευρύχωρο μέρος, για ν' ανεγείρει μεγάλο πετρόχτιστο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πράγματι, οι προσευχές του υπήρξαν ευπρόσδεκτες στο Θεό, που με θαυμαστό τρόπο αποκάλυψε το μέρος που θα χτιζόταν ο ναός.
Κάποιος ευσεβής και θεοφοβούμενος χριστιανός βάδιζε μια σκοτεινή νύχτα στα υψώματα, πλάι στην Πετσέρσκαγια. Και τι αξιώθηκε ν' αντικρίσει! Πάνω από τη μονή πρόβαλε ένα θαυμάσιο φως - σαν εκείνο που είχε δει ο ηγούμενος Σωφρόνιος — και στη μέση βρισκόταν ο όσιος Θεοδόσιος. Ήταν μπροστά στην εκκλησία και με υψωμένα τα χέρια στον ουρανό προσκαρτερούσε στην προσευχή. Έκθαμβος από το όραμα ο άνθρωπος του Θεού, βλέπει σε λίγο μια πελώρια φλόγα να πετάγεται από το ναό. Πήρε σχήμα τόξου και κατέληξε σ' ένα λόφο, εκεί ακριβώς που χτίστηκε αργότερα ο καινούργιος ναός. Μέχρι που χάθηκε ο άνθρωπος εκείνος πίσω από το βουνό, η φλόγα παρέμενε εκεί, με τη μία άκρη στην κορυφή της εκκλησίας και την άλλη στο λόφο. Αυτά που είδε δεν άργησε να τ' αναγγείλει στον όσιο.
Παρόμοιο θαύμα παρουσίασε ο Θεός και στους κατοίκους της γειτονικής περιοχής. Ήταν νύχτα. Ξαφνικά ακούγονται ψαλμωδίες από αναρίθμητα στόματα. Πετάγονται οι άνθρωποι από τον ύπνο τους κι ανεβαίνουν σ' ό,τι ψηλότερο υπήρχε, για να δουν από που προέρχονται οι φωνές. Και να! Λουσμένη σε πλούσιο φως παρουσιάζεται μπροστά τους η Πετσέρσκαγια. Από την εκκλησία έβγαινε πλήθος μοναχών. Άλλοι βάσταζαν την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και άλλοι έψελναν κρατώντας αναμμένα κεριά. Επικεφαλής προχωρούσε ο ηγούμενος τους Θεοδόσιος. Σαν έφτασαν στο μέρος όπου χτίστηκε αργότερα η καινούργια εκκλησία, ανέπεμψαν στο Θεό ψαλμωδίες και προσευχές. Έπειτα ξαναγύρισαν με ύμνους στο ναό.
Όχι ένας και δύο, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που αντίκρισαν το όραμα. Και διαπιστώθηκε πως εκείνοι που έψελναν δεν ήταν μοναχοί, αλλ' άγγελοι, γιατί οι αδελφοί της μονής δεν είχαν ιδέα για το θαυμαστό γεγονός. Δόξασαν λοιπόν όλοι μ' ένα στόμα το Θεό, που χάρη Στις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου ευλόγησε τόσο πολύ τον τόπο εκείνο.
Ενώ ο όσιος προσευχόταν μέσα στο μοναστήρι για την ανοικοδόμηση του καινούργιου ναού, πήρε αμέσως απάντηση στα αιτήματά του. Ήταν κάτι το ανέλπιστο: Ο όσιος Αντώνιος ερχόταν να βοηθήσει. Πίσω του ακολουθούσαν οικοδόμοι, που προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Με θαυμαστά σημεία ο Θεός τους είχε φέρει εδώ για να οικοδομήσουν το ναό της Μητέρας Του.
Όταν με θεϊκή υπόδειξη άρχισε η ανοικοδόμηση του ναού, μοχθούσε καθημερινά μαζί με τους αδελφούς και ο ίδιος ο όσιος. Όποιος τον έβλεπε να εργάζεται, ποτέ του δεν τον λογάριαζε για ηγούμενο. Τα ρούχα και η όλη εξωτερική του εμφάνιση τον έκαναν να φαίνεται σαν ένας από τους μαστόρους.
Μια φτωχή χήρα, που ζητούσε τη βοήθειά του, τον είδε ανάμεσα στους χτίστες.
— Έ, καλόγερε, του λέει, είναι στο μοναστήρι ο ηγούμενός σας;
Και ο όσιος της απάντησε: Τι τον θέλεις αυτό τον άνθρωπο; Αυτός είναι αμαρτωλός.
— Αν είναι αμαρτωλός ή όχι δεν το ξέρω, είπε η γυναίκα. Εκείνο που ξέρω είναι πως έσωσε πολλούς απελπισμένους και δυστυχισμένους. Θέλω να βοηθήσει κι εμένα, που έχω αδικηθεί από το δικαστή.
Τότε ο όσιος ενδιαφέρθηκε να μάθη το πρόβλημά της κι ένιωσε βαθιά συμπόνια σαν άκουσε την αδικία που είχε γίνει σε βάρος της.
- Γύρισε στο σπίτι σου, της είπε, κι εγώ θα τα πω όλα στον ηγούμενο. Εκείνος θα σε απαλλάξει από τη θλίψη σου.
Πράγματι, μίλησε στο δικαστή για τη φτωχή χήρα. Ζήτησε να επιστρέψουν ότι της είχαν πάρει άδικα κι έτσι η γυναίκα απαλλάχτηκε από τη δοκιμασία της.
Με παρόμοια έργα, αντάξια τ' ουρανού, αγωνιζόταν ο όσιος για τη γρήγορη ανέγερση της εκκλησίας. Δεν αξιώθηκε όμως να την τελειώσει, γιατί τον βρήκε στο μεταξύ ο θάνατος. Αλλά και μετά το θάνατό του, κοντά στο Θεό που ήταν, ενίσχυε με τις προσευχές του το έργο, που αποπερατώθηκε στην εντέλεια από το μακάριο Στέφανο, το διάδοχό του στην ηγουμενία.
Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος, πλησίαζε τώρα προς το τέλος της επίγειας ζωής του κι ας ήταν μόνο σαρανταπέντε χρονών. Προαισθάνθηκε μάλιστα την ημέρα της αναχωρήσεώς του. Γι' αυτό έδωσε εντολή και συνάχτηκε κοντά του όλη η αδελφότητα: και οι αδελφοί που βρίσκονταν στο μοναστήρι και εκείνοι που ήταν στα περίχωρα και όσοι είχαν σταλεί σε κάποια διακονία.
Συγκινημένος άρχισε να τους νουθετεί όλους. Τους υπέδειξε να εκτελούν με πολλή προσοχή κι επιμέλεια το διακόνημά τους. Ενώ από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα, τους μίλησε για τη σωτηρία, για τη θεάρεστη ζωή, για την άσκηση, για τη νηστεία. Τους σύστησε να επιμελούνται Ιδιαίτερα το ναό και να μπαίνουν εκεί με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού. Να έχουν αγάπη και να κάνουν υπακοή όχι μόνο στους μεγαλύτερους, αλλά σ' όλους τους αδελφούς. Στο τέλος τους έδωσε την ευλογία του και τους απέλυσε με συγκίνηση.
Τότε δέχτηκε και την επίσκεψη του ηγεμόνα. Απηύθυνε και σ' αυτόν τις τελευταίες νουθεσίες. Του συνέστησε να καλλιεργεί την ευσέβεια, να προστατεύει την Ορθοδοξία και να ενδιαφέρεται για τους Ιερούς ναούς.
- Προσεύχομαι, του είπε, στον Κύριο και στην πανάμωμη Μητέρα Του, να σου χαρίσουν ήσυχο και ειρηνικό το βασίλειο. Και αναθέτω στην ευσέβειά σου την προστασία τούτου του μοναστηρίου, που είναι οίκος της Υπεραγίας Θεοτόκου και που η ίδρυσή του οφείλεται στη δική της ευδοκία.
Ένα ρίγος μαζί με ψηλό πυρετό κατέλαβε στη συνέχεια τον όσιο. Εξαντλημένος, αναγκάστηκε να ξαπλώσει στο κρεβάτι — άλλη φορά μέχρι τότε δεν είχε κατακλιθεί σ' αυτό.
Ας γίνει το θέλημα του Θεού, είπε. Ας κάνη ο Κύριος ότι έχει ορίσει για μένα. Σε ικετεύω όμως, Δέσποτα μου Ιησού Χριστέ, να φανείς ευσπλαχνικός στην ψυχή μου. Ας μην την απειλήσουν οι αποτρόπαιοι δαίμονες, αλλ' ας την υποδεχθούν οι άγγελοί σου. Αυτοί να την περάσουν από τα τελώνια (Τα τελώνια είναι πονηρά πνεύματα, που ανακρίνουν μετά το θάνατο την ψυχή) και αγωνίζονται να την κερδίσουν του σκότους και να την οδηγήσουν στο φως του ελέους Σου.
Μετά απ' αυτά τα λόγια σταμάτησε. Έπεσε σε σιωπή. Δεν μπορούσε να προφέρει τίποτα, ούτε ν' άνοιξη τα μάτια του. Με πόνο ψυχής παρακολουθούσαν οι αδελφοί την κατάστασή του, που κράτησε τρεις ημέρες. Αν δεν έβλεπαν πως ανέπνεε, θα νόμιζαν πως είχε πεθάνει.
Ύστερα από τρεις ημέρες, η αρρώστια υποχώρησε και ο όσιος σηκώθηκε από το κρεβάτι. Συνάχτηκαν πάλι κοντά του οι αδελφοί.
— Αδελφοί και πατέρες, τους είπε, να που ο χρόνος της επίγειας ζωής μου τελειώνει. Μου το είχε φανερώσει στο παρελθόν ο Κύριος, όταν κάποτε, τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής, προσευχόμουνα στη σπηλιά. Εκείνο που ζητώ από σας είναι να μαζευτείτε και να εκλέξετε ηγούμενο, για να τον εγκαταστήσω στη θέση μου.
Στα λόγια αυτά οι αδελφοί δοκίμασαν μεγάλο πόνο και ξέσπασαν σε κλάματα. Με βαρεία καρδιά πήγαν να βγάλουν το νέο ηγούμενο τους. Όλοι ομόφωνα εξέλεξαν το Στέφανο, που είχε το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Την άλλη μέρα ο όσιος κάλεσε πάλι τους αδελφούς. Τι αποφασίσατε, παιδιά μου; Ποιόν θεωρείτε άξιο για ηγούμενό σας;
- Ο Στέφανος είναι άξιος, αποκρίθηκαν μ' ένα στόμα.
Ο όσιος φώναξε κοντά του το Στέφανο, τον ευλόγησε με το άγιο χέρι του και τον κατέστησε επίσημα διάδοχό του.
— Τώρα τέκνο μου του είπε, σου αναθέτω τη μονή. Να διαφυλάξεις με πολλή προσοχή τους κανονισμούς των διακονημάτων. Να κράτησης καλά τις καθιερωμένες παραδόσεις. Να μην αλλάξεις το τυπικό, αλλά να ενεργής πάντοτε σύμφωνα με την κανονική μοναστηριακή τάξη.
Απευθύνθηκε έπειτα στους αδελφούς. Τους συμβούλεψε να κάνουν υπακοή στο νέο ηγούμενο. Επέμεινε πολύ σ' αυτό. Στο τέλος τους ανήγγειλε την ώρα της εκδημίας του.
Το Σάββατο, καθώς θα βασιλεύει ο ήλιος, η ψυχή μου θα εγκαταλείψει το σώμα.
Σιγά-σιγά ο όσιος ένιωθε να τον καταβάλλει η αρρώστια. Ο Στέφανος δεν απομακρυνόταν από κοντά του. Τον υπηρετούσε με πολλή ταπείνωση και άκουγε συμβουλές σχετικά με τα νέα του καθήκοντα.
Τα ξημερώματα του Σαββάτου ο όσιος κάλεσε πάλι τους αδελφούς. Μέσα σε κλάματα και σε θρήνους έδωσε στον καθένα ξεχωριστά τον αποχαιρετιστήριο ασπασμό.
Αγαπητά μου παιδιά, αδελφοί μου, τους είπε, σας έδωσα τον ασπασμό της αγάπης, γιατί πλησιάζει η αναχώρησή μου προς το Δεσπότη μου Ιησού Χριστό. Να ο ηγούμενος που εσείς οι ίδιοι διαλέξατε. Να τον έχετε πνευματικό πατέρα, να τον σέβεστε πολύ και να συμμορφώνεστε με τις εντολές του. Ο Θεός, ο σοφός δημιουργός του παντός, να σας ευλογεί, να σας διαφυλάττει αβλαβείς από τον πολυμήχανο εχθρό και να σας διατηρεί πάντοτε ενωμένους, με ακλόνητη πίστη, ομόνοια και αγάπη. Είθε να σας αξιώσει να τον υπηρετείτε χωρίς πάθη, ενωμένοι, αγαπημένοι, ομόψυχοι, με ταπείνωση και υπακοή, ώστε να γίνετε τέλειοι, «καθώς και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστί». Ο Κύριος να 'ναι μαζί σας.
Στη συνέχεια ο όσιος ζήτησε να μην του αποδώσουν τιμές στην κηδεία του:
- Και τώρα σας παρακαλώ και συγχρόνως σας εξορκίζω, να μ' ενταφιάσετε στη σπηλιά που περνούσα τις ημέρες της νηστείας.
Ούτε να λούσετε το φτωχό μου σώμα, ούτε ν' αλλάξετε τα ρούχα που φορώ τώρα. Κι εκτός από σας, κανείς άλλος να μην παρακολουθήσει την κηδεία μου.
Με αναφιλητά δέχτηκαν οι αδελφοί τα λόγια του. Εκείνος τότε, για να τους παρηγορήσει, πρόσθεσε:
Σας το υπόσχομαι, αδελφοί και πατέρες, πως αν και με το σώμα φεύγω, με το πνεύμα όμως θα είμαι παντοτινά μαζί σας.
Τη φορά αυτή τους απέλυσε όλους. Ήθελε να είναι μόνος του. Κάποιος αδελφός όμως, που τον υπηρετούσε πιστά πάντοτε, μπόρεσε να παρακολουθήσει τις τελευταίες του στιγμές από μια μικρή τρύπα που είχε κάνει στην πόρτα.
Ο όσιος σηκώθηκε από το κρεβάτι, γονάτισε κι άρχισε να παρακαλεί με θερμά δάκρυα τον ελεήμονα θεό για τη σωτηρία της ψυχής του. Προσευχήθηκε σ' όλους τους αγίους, μα ιδιαίτερα στην Κυρία Θεοτόκο, που στην προστασία της εμπιστευόταν τη μονή και το ποίμνιό του.
Έπεσε πάλι στο κρεβάτι ν' αναπαυθεί κάπως. Σε λίγο ανασηκώθηκε. Έστρεψε το βλέμμα ψηλά προς τον ουρανό και το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά. Τότε με φωνή μεγάλη αναφώνησε:
Ευλογητός ο Θεός! Αν είναι έτσι, δεν φοβάμαι καθόλου. Αντίθετα, χαίρομαι υπερβολικά για την αναχώρησή μου από τον κόσμο αυτό.
Οπωσδήποτε κάποιο όραμα θ' αντίκριζε. Ύστερα ξάπλωσε προσεκτικά, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Ήταν η ώρα που βασίλευε ο ήλιος, όπως το προείπε, ημέρα Σάββατο, 3 Μαΐου του 1074.
Μόλις γνωστοποιήθηκε ο θάνατός του, οι αδελφοί «εποίησαν κοπετόν μέγαν έπ' αύτω». Τον έφεραν θρηνώντας στο ναό για τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Πολλοί χριστιανοί, χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει, σαν να τους έσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν έξω από την πύλη της μονής και περίμεναν κλαίγοντας την ώρα της εκφοράς. Οι αδελφοί, σύμφωνα με την παραγγελία του οσίου, είχαν ασφαλισμένη την πόρτα.
Όσο υπήρχε ο κόσμος αυτός, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν για τον ενταφιασμό. Ευτυχώς όμως, κατά θεία βούληση, ο ουρανός σκεπάστηκε ξαφνικά με σύννεφα και μια δυνατή βροχή σκόρπισε τα πλήθη που περίμεναν.
Μόλις ο κόσμος απομακρύνθηκε, ο ήλιος έλαμψε πάλι. Έτσι οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν την εκφορά. Έφεραν το σκήνωμα του οσίου στην καθορισμένη σπηλιά και το έθαψαν εκεί με τιμές. Αφού το ασφάλισαν, γύρισαν περίλυποι στη μονή. Την ημέρα εκείνη δεν έβαλαν τίποτα στο στόμα τους.
Την ώρα που εκοιμήθη ο όσιος, ο Σβιατοσλάβος βρισκόταν πολύ μακριά. Ατενίζοντας από κει προς το μέρος της Πετσέρσκαγια, είδε ένα πύρινο στυλό που υψωνόταν από το μοναστήρι ως τον ουρανό. Απ' αυτό κατάλαβε πως ο όσιος, που την προηγούμενη μέρα τον είχε αφήσει βαριά άρρωστο, έφυγε από τη ζωή.
Μου φαίνεται πως σήμερα ο όσιος Θεοδόσιος ανέβηκε στους ουρανούς, έλεγε στους ανθρώπους του.
Ξεκίνησε λοιπόν για το μοναστήρι, όπου πράγματι πληροφορήθηκε το θάνατό του και τον θρήνησε πολύ.
Τη χρονιά εκείνη στα Σπήλαια σκορπίστηκαν πολλές ευλογίες. Πλήθυναν τ' αγαθά της μονής, ευλογήθηκαν οι κήποι και τα χωράφια, αυξήθηκαν τα ζωντανά. Κάτι παρόμοιο ποτέ μέχρι τότε δεν είχε συμβεί. Οι αδελφοί θυμήθηκαν τις υποσχέσεις του οσίου και δόξασαν το Θεό, που ο διδάσκαλος και ηγούμενός τους έλαβε τόση χάρη.
Όχι όμως τότε μόνο, αλλά και μέχρι σήμερα βλέπουμε πως με τις πρεσβείες του ο Θεός δεν έχει εγκαταλείψει την μονή του. Επαληθεύονται έτσι τα λόγια της Γραφής: «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι, και εν Κυρίω ο μισθός αυτών και η φροντίς αυτών παρά Υψίστω».
Αν και σωματικά ο όσιος χωρίστηκε από τα πνευματικά τέκνα του, το πνεύμα του όμως περιφέρεται πάντοτε ανάμεσά τους, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από τις πολλές θαυματουργίες που έκανε μετά την κοίμησή του.
Απ' αυτές ορισμένες μόνο θ' αναφέρουμε παρακάτω.
Σκυθρωπός και γεμάτος θλίψη κάποιος βογιάρος, που έπεσε στην δυσμένεια του ηγεμόνα, άκουγε να του λένε: «Ο ηγεμόνας θα σε ρίξει στη φυλακή».
Κατέφυγε τότε στην προσευχή. Ζήτησε και τη βοήθεια του οσίου Θεοδοσίου: «Γνωρίζω πάτερ πως είσαι άγιος και σε παρακαλώ, τώρα που πλησιάζει η ώρα του κινδύνου, σπλαχνίσου με. Παρακάλεσε το Δεσπότη τ' ουρανού να με λυτρώσει».
Και να! Ένα μεσημέρι, την ώρα που αναπαυόταν, εμφανίζεται ο όσιος και του λέει: Γιατί θλίβεσαι τόσο πολύ; Νομίζεις πως έχω φύγει από κοντά σας; Με το σώμα μου Ναι, αλλά με την ψυχή μου όχι. Αύριο το πρωί θα σε φωνάξει ο ηγεμόνας και όχι μόνο δεν θα σε τιμωρήσει, αλλά θα σου δώσει πάλι τη θέση σου.
Ο βογιάρος νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Μόλις όμως άνοιξε τα μάτια, είδε να βγαίνει από το δωμάτιο του ο όσιος!
Την άλλη μέρα ο λόγος του πραγματοποιήθηκε.
Κάποιος χριστιανός, έτοιμος για ταξίδι, πέρασε από την Πετσέρσκαγια κι εμπιστεύτηκε ένα κουτί με ασημένια νομίσματα στο μοναχό Κόνωνα, που ήταν γνωστός του. Αυτό όμως έπεσε στην αντίληψη του μοναχού Νικολάου, που νικήθηκε από το δαίμονα της φιλαργυρίας, πήρε κρυφά το κουτί και το καταχώνιασε σ' ένα απόκρυφο μέρος.
Όταν ο Κόνων διαπίστωσε πως έλειπε το κουτί, έπεσε σε βαρεία θλίψη. Με δάκρυα άρχισε να επικαλείται τον όσιο Θεοδόσιο. Ζητούσε να τον βοηθήσει. Να μη ντροπιαστεί στον άνθρωπο που του έδειξε εμπιστοσύνη.
Αποκοιμήθηκε και σε λίγο βλέπει στον ύπνο του τον όσιο:
Αυτό για το οποίο θλίβεσαι, το πήρε με τη συμβουλή του διαβόλου ο αδελφός Νικόλαος και το έκρυψε στην τάδε σπηλιά. Του έδειξε ακριβώς το μέρος.
Πήγαινε τώρα να το πάρεις, αλλά μην αναφέρεις τίποτα για την κλοπή.
Ξύπνησε χαρούμενος ο Κόνων, άναψε ένα κερί και ξεκίνησε νια τη σπηλιά. Βρήκε πράγματι εκεί το κουτί και δεν ήξερε πως να δοξολογήσει το Θεό και το θαυμαστό δούλο Του Θεοδόσιο.
Κάποιος από τους κληρικούς του καθεδρικού ναού του Κιέβου, της Αγίας Σοφίας, υπέφερε πολύ από ελονοσία. Μόλις συνήλθε λίγο από τον πυρετό, ικέτευσε το Θεό και τον όσιο Θεοδόσιο να τον κάνουν καλά. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. Είδε τότε στον ύπνο του τον όσιο, που κρατούσε το ραβδί του.
Πάρε το ραβδί μου και περπάτησε λίγο μ' αυτό, του λέει.
Όταν ξύπνησε, ένιωσε πως ο πυρετός είχε φύγει. Ανήγγειλε με χαρά στους δικούς του την επίσκεψη και την ευεργεσία του οσίου. Πήγε και στο μοναστήρι και διηγήθηκε στους αδελφούς πως θεραπεύτηκε. Μόλις τον άκουσαν, δόξασαν όλοι το όνομα του Θεού για τη χάρη που έλαβε ο πατέρας τους.
Αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του οσίου συνέβη και τούτο:
Ο μακάριος ηγούμενος Στέφανος, εξαιτίας μιας ταραχής που συνέβη μέσα στην αδελφότητα, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθεί από το μοναστήρι. Ανέλαβε τότε ηγούμενος ο μέγας Νίκων, που μετά την εκδημία του οσίου είχε γυρίσει από το Τμουταρακάν.
Πλησίαζε η Παρασκευή της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών.
Την ημέρα αυτή ο όσιος είχε ορίσει να παρατίθεται στην τράπεζα εκλεκτό σταρένιο ψωμί, μέλι και σουσάμι, γιατί οι αδελφοί κουράζονταν πολύ με τη νηστεία. Ο μακάριος Νίκων ειδοποίησε τον κελάρη να τηρήσει την εντολή του οσίου. Εκείνος όμως έκανε παρακοή από οκνηρία. Είπε μάλιστα ψέματα πως τελείωσε το αλεύρι. Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να παραβλέψει τους κόπους και τις προσευχές των δούλων του, ούτε να περιφρονηθεί η εντολή του οσίου Θεοδοσίου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία οι αδελφοί πήγαιναν στην τράπεζα για το νηστίσιμο φαγητό τους. Είδαν τότε με μεγάλη έκπληξη να έχει έρθει στο μοναστήρι ένα φόρτωμα εκλεκτά σταρένια ψωμιά! Όλοι θαύμασαν την πρόνοια του Θεού. Ο πατέρας και διδάσκαλός τους όσιος Θεοδόσιος, φρόντιζε κι από τον ουρανό για τις ανάγκες τους.
Ύστερα από δυο μέρες ο κελάρης έβαλε τους αρτοποιούς να ζυμώσουν ψωμί με το αλεύρι εκείνο που είχε πει πως δεν υπάρχει.
Και τι συνέβη; Καθώς έριχναν βραστό νερό στο ζυμάρι, έπεσε μέσα κι ένας βάτραχος που από απροσεξία τους είχε βουτήξει στο καζάνι κι είχε βράσει μαζί με το νερό. Όλη τους η εργασία πήγε χαμένη.
Ήταν καρπός της παρακοής, Γι` αυτό και ο Θεός δεν επέτρεψε, έπειτα από την άσκηση όλης της εβδομάδας, να μολυνθούν οι αδελφοί με «το μερίδιο του εχθρού». Έτσι έμαθαν όλοι να είναι πιο προσεκτικοί και υπάκουοι.
Από τον καιρό που ή ψυχή του οσίου Θεοδοσίου οδηγήθηκε στον ουρανό, πέρασαν δεκαοκτώ χρόνια. Όλοι οι αδελφοί της Λαύρας, με τον ηγούμενό τους Ιωάννη, αποφάσισαν σε γενική σύναξη την ανακομιδή των λειψάνων του στη μεγάλη εκκλησία.
Χωρίς χρονοτριβή ετοίμασαν τον κατάλληλο χώρο και μία όμορφη πέτρινη λάρνακα, όπου θα τ' απέθεταν.
Τρεις ημέρες πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με την εντολή του ηγουμένου άρχισε στη σπηλιά το σκάψιμο. Πρωτοστατούσε σ' αυτό ο μακάριος Νέστωρ ο οποίος μάλιστα αξιώθηκε ν' αντικρίσει, πρώτος απ' όλους τους αδελφούς, το ιερό σκήνωμα του οσίου. Και αυτός θα μας κάνη τώρα τη σχετική αφήγηση.
«Ό,τι θα σας διηγηθώ δεν το έμαθα από άλλους, αλλά το έζησα ο ίδιος από κοντά.
»Μου είπε ο ηγούμενος να πάω στον όσιο Θεοδόσιο, στη σπηλιά. Έφτασα εκεί χωρίς να μ' αντιληφθεί κανείς και προσδιόρισα το μέρος όπου θα γινόταν το σκάψιμο. Γύρισα έπειτα στο μοναστήρι και ο ηγούμενος μου ανέθεσε την εκταφή:
Πάρε όποιους αδελφούς θέλεις και πήγαινε. Φρόντησε όμως να μη μάθουν οι άλλοι τίποτα μέχρι να ξεθάψετε τα τίμια λείψανα. Την ίδια μέρα, Τρίτη, ετοίμασα τα εργαλεία. Και το βράδυ, αφού νύχτωσε καλά, ξεκίνησα. Με συνόδευαν δυο αδελφοί, εκλεκτοί για την αρετή τους. Οι άλλοι μοναχοί δεν γνώριζαν τίποτα. Φτάσαμε στη σπηλιά κι επιδοθήκαμε στο έργο με μετάνοιες και ψαλμικούς ύμνους.
Άρχισα με ζήλο την εργασία. Όταν πια κουράστηκα, συνέχισε άλλος αδελφός. Η νύχτα στο μεταξύ προχωρούσε, έφτασαν τα μεσάνυχτα και το αποτέλεσμα μηδέν. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τίποτα. Μας έπιασε βαρεία θλίψη. Από τα μάτια μας έτρεχαν δάκρυα. Μήπως ο άγιος δεν ευδοκούσε να φανερωθεί; Μήπως έπρεπε να σκάψουμε στην άλλη πλευρά; Μας ανησυχούσαν τέτοιες σκέψεις.
Παρ' όλ' αυτά πήρα πάλι στα χέρια μου τα εργαλεία και με πολλή προσοχή συνέχισα την εργασία. Στο μοναστήρι χτύπησαν τα σήμαντρα του όρθρου, μου φώναξε ο ένας αδελφός, που βρισκόταν μπροστά στη σπηλιά. Θα τελειώσω κι εγώ τώρα, του απάντησα.
Χωρίς να το ξέρω, έσκαβα ακριβώς πάνω από το τίμιο λείψανο. Όταν σε λίγο το κατάλαβα, με κυρίεψε μεγάλος φόβος. Κύριε, με τις πρεσβείες του οσίου Θεοδοσίου, ελέησέ με, άρχισα να λέω. Έστειλα αμέσως τους αδελφούς να ειδοποιήσουν τον ηγούμενο. Αργότερα έφτασαν κι οι Τρεις. Εγώ στο μεταξύ προχώρησα αρκετά την εργασία. Καθώς έσκυψα να δω καλύτερα, τι βλέπω! Το λείψανο ήταν γεμάτο αγιοπρέπεια, ανέπαφο, ακέραιο, άφθαρτο! Το πρόσωπο φωτεινό, τα μάτια κλεισμένα, τα χείλη ενωμένα, τα μαλλιά της κεφαλής στη θέση τους. Με τη βοήθεια των αδελφών το τοποθετήσαμε σε κλίνη και το μεταφέραμε μπροστά στη σπηλιά.
Αυτά που μας διηγήθηκε ο άγιος Νέστωρ προξενούν το θαυμασμό μας για τα μεγαλεία του Θεού. Αναφέρονται όμως και άλλα θαυμάσια...
Πολλοί μοναχοί της Πετσέρσκαγια, μόλις σήμανε ο όρθρος κι ενώ πήγαιναν στο ναό ατενίζοντας προς το μέρος της σπηλιάς, είδαν επάνω της θαυμαστό φως. Τούτο το αντίκρισαν και πολλοί ευσεβείς από την πόλη του Κιέβου.
Ο εκλεκτός Στέφανος — ο διάδοχος του οσίου Θεοδοσίου στην ηγουμενία, που αργότερα ίδρυσε μοναστήρι στο Κλόβ και τώρα ήταν επίσκοπος στο Βλανπμίρ - βρισκόταν τη βραδιά εκείνη στο μοναστήρι του Κλόβ. Κοιτάζοντας προς την Πετσέρσκαγια, είδε κι αυτός μέσα στη νύχτα ένα θαυμαστό φως πάνω από τη σπηλιά του οσίου.
Σκέφτηκε πως θα γίνεται η ανακομιδή των λειψάνων του μακαρίου Θεοδοσίου και δοκίμασε μεγάλη θλίψη που θ' απουσίαζε, τη στιγμή μάλιστα που είχε ειδοποιηθεί για την επόμενη μέρα.
Τότε με τη συνοδεία του Κλήμεντος, που τον είχε αφήσει διάδοχο του ηγούμενο στο Κλόβ, ανέβηκε σ' ένα άλογο και ξεκίνησε βιαστικά για τη μονή των Σπηλαίων.
Προχωρώντας, αντίκρισε πάλι από μακριά εκείνο το φως. Καθώς πλησίαζε περισσότερο, έβλεπε πάνω από τη σπηλιά ένα πλήθος αναμμένα κεριά. Σαν έφτασε όμως εκεί, δεν είδε τίποτε απ' όλ' αυτά και κατάλαβε πως ήταν σημεία που αποκάλυπταν την υπερφυσική χάρη, την κρυμμένη στα τίμια λείψανα του αγίου.
Την επομένη από την ημέρα της ευρέσεως του λειψάνου συναθροίστηκαν στην περιοχή της σπηλιάς πολλοί — οι θεοφιλείς επίσκοποι Εφραίμ του Περεγιασλάβ, τοποτηρητής τότε του μητροπολιτικού θρόνου του Κιέβου, Στέφανος του Βλαντιμίρ, Ιωάννης του Τσερνιγώφ και Μαρίνος του Γιούργιεφ, οι ηγούμενοι όλων των μονών της περιοχής με πολλούς μοναχούς και πλήθος ευσεβών χριστιανών από διάφορα μέρη.
Παρέλαβαν έτσι με κάθε επισημότητα, με κεριά και θυμιάματα τα λείψανα του οσίου και τα μετέφεραν στην εκκλησία.
Το θέαμα μέσα στο ναό ήταν απερίγραπτο. Τ' αναμμένα κεριά σκορπούσαν μια μυσταγωγική φωτοχυσία. Οι ιεράρχες ασπάζονταν το άγιο λείψανο, οι ιερείς γονάτιζαν μπροστά του, οι μοναχοί και τα πλήθη του λάου συνωστίζονταν για να το προσκυνήσουν με ιερό πόθο. Ύμνους δοξολογίας ανέπεμπαν όλοι προς το Θεό και αίνους ευχαριστίας προς τον όσιο.
Με τέτοια ιερή έξαρση το σεπτό σκήνωμα τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, στο δεξιό μέρος.
Ήταν τότε Πέμπτη, 14 Αύγουστου του 1091.
Η μέρα εκείνη γιορτάστηκε πανηγυρικά.
Θέλοντας ο Κύριος να δοξάσει περισσότερο το δούλο του, ευδόκησε ώστε, δεκαοκτώ χρόνια μετά την ανακομιδή, το έτος 1108, να γίνει ένδοξο τ' όνομά του σ' όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε, στην ανακομιδή, βγήκε από το σκοτάδι της σπηλιάς• τώρα από το σκοτάδι της αφάνειας.
Και να πως έγινε αυτό:
Ο καρδιογνώστης Κύριος ένευσε στην καρδιά του τότε ηγουμένου Θεόκτιστου να ενεργήσει για την επίσημη εγγραφή του οσίου στο χορό των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Θεόκτιστος, μίλησε σχετικά στον ηγεμόνα Μιχαήλ ΣΒιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς. Τον παρακάλεσε να εισηγηθεί στο σεβασμιότατο μητροπολίτη Νικηφόρο, τη σύγκληση συνόδου, που θα εξέταζε την υπόθεση.
Ο μέγας ηγεμόνας Σβιατοπόλκ είχε μάθει για την αγία ζωή του Θεοδοσίου. Έδειξε λοιπόν ζωηρό ενδιαφέρον.
Στη σύνοδο που συγκλήθηκε συγκεντρώθηκαν οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι και όλος ο κλήρος. Ο μητροπολίτης τους ανήγγειλε το θέμα. Ο Σβιατοπόλκ, γεμάτος ενθουσιασμό, τους μίλησε για τη ζωή και την πολιτεία του οσίου. Και όλοι συμφώνησαν για την επίσημη διακήρυξη της αγιότητάς του.
Ο μητροπολίτης έδωσε εντολή στους επισκόπους ν' αναγράψουν σ' όλες τις εκκλησίες το όνομα του Θεοδοσίου, στα δίπτυχα των αγίων. Οι επίσκοποι το δέχτηκαν με πολλή χαρά.
Από τότε άρχισαν να μνημονεύουν τον όσιο σ' όλους τους ναούς, να προσεύχονται σ' αυτόν και να πανηγυρίζουν με λαμπρότητα την ετήσια μνήμη του — 3 Μαΐου —, για τη δόξα του Θεού.
Πετάχτηκε πάνω, και τι να δη! Μπροστά του βρισκόταν η εικόνα τις Υπεραγίας Θεοτόκου - εκείνη του μοναστηρίου του οσίου Θεοδοσίου — και του φώναζε:
— Γιατί Κλήμη δεν μου έδωσες αυτό που υποσχέθηκες; Φρόντισε να εκτελέσεις την υπόσχεσή σου!
Μόλις έπαψε η φωνή, η εικόνα έγινε άφαντη. Ο Κλήμης τότε πήρε τρομοκρατημένος τα χρυσά νομίσματα που είχε υποσχεθεί, κατασκεύασε και το χρυσό στεφάνι για τη διακόσμηση της εικόνας, κι έφτασε στην Πετσέρσκαγια για να τα δώσει στον όσιο Θεοδόσιο. Εκείνος τα πήρε χωρίς να ξέρη όσα μεσολάβησαν.
Ύστερα από λίγες ημέρες ο ίδιος βογιάρος, με θεία έμπνευση, πήρε την απόφαση να δωρίσει στο μοναστήρι ένα Ευαγγέλιο. Έτσι μια μέρα, με το Ευαγγέλιο κρυμμένο κάτω από τα ρούχα του, έρχεται στον όσιο. Μετά την ακολουθία κάθισαν να συζητήσουν. Ο Κλήμης δεν ανέφερε τίποτα για το Ευαγγέλιο. Μα ο όσιος του λέει ξαφνικά:
— Αδελφέ Κλήμη, δώσ' μου πρώτα το άγιο Ευαγγέλιο που υποσχέθηκες στην Υπεραγία Θεοτόκο και το έχεις σκεπασμένο με τα ρούχα σου, κι έπειτα ας συζητήσουμε.
Στα λόγια αυτά ο βογιάρος θαύμασε το διορατικό χάρισμα του οσίου, γιατί σε κανένα δεν είχε πει τίποτα για το Ευαγγέλιο και το παρέδωσε στα χέρια του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του κήρυττε παντού πως ο ακτήμων Θεοδόσιος, που τα έχει αναθέσει όλα στο Θεό, είναι στολισμένος όχι μόνο με θεοφιλή έργα, αλλά και με το υπερφυσικό χάρισμα της διοράσεως.
Όσο περισσότερη εμπιστοσύνη έδειχνε ο όσιος στο Θεό, στις διάφορες στερήσεις και οικονομικές δυσχέρειες, τόσο περισσότερο Εκείνος τον ευεργετούσε.
Από τα πολυπληθή σχετικά θαύματα θ' αναφέρουμε μερικά στη συνέχεια.
Ο μοναχός Ιλαρίων μέρα-νύχτα αντέγραφε Βιβλία στο κελί του οσίου Θεοδοσίου, την ώρα που εκείνος ψέλλιζε τους ψαλμούς γνέθοντας μαλλί.
Κάποιο Βράδυ, ενώ εργάζονταν, ήρθε ο οικονόμος της μονής μοναχός Αναστάσιος και ανέφερε πως δεν υπάρχουν χρήματα για την προμήθεια του πρωινού φαγητού και τις άλλες ανάγκες.
Όπως βλέπεις, τώρα είναι βράδυ. Ως το ξημέρωμα έχουμε καιρό. Πήγαινε λοιπόν να προσευχηθείς, κάνε λίγη υπομονή κι ο Θεός θα μεριμνήσει, του είπε ο όσιος.
Όταν ο υποτακτικός έφυγε, ο όσιος πήγε στο βάθος του κελιού του για να κάνη, όπως συνήθιζε, τον κανόνα του. Μετά την προσευχή γύρισε στην εργασία του.
Αλλά να, σε λίγο ο οικονόμος έρχεται πάλι και τον ενοχλεί για ιό ίδιο ζήτημα.
-Δεν σου είπα, τον έκοψε ο όσιος, να κάνης προσευχή; Ησύχασε! Το πρωί πηγαίνεις στην πόλη κι αγοράζεις με πίστωση ό,τι έχουμε ανάγκη. Και αργότερα, όταν ο Θεός μας στείλει χρήματα, εξοφλούμε το χρέος. Είναι αξιόπιστος Εκείνος που λέει: «Μη ουν μεριμνήστε εις την αύριον ή γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής».
Ο Κύριος δεν θα μας στερήσει την ευλογία Του.
Μετά την αναχώρηση του οικονόμου παρουσιάστηκε στο κελί του οσίου ένας φωτεινός νέος με στρατιωτική ενδυμασία. Έκανε υπόκλιση, ακούμπησε στο τραπέζι ένα χρυσό νόμισμα κι απομακρύνθηκε αμέσως, χωρίς να πει τίποτα. Ο όσιος σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του το νόμισμα, δοξολογώντας με δάκρυα στα μάτια του.
Το πρωί, φώναξε τον πορτάρη για να μάθη αν μπήκε κανείς τη νύχτα στο μοναστήρι. Εκείνος τον βεβαίωσε πως η πόρτα παρέμενε ακόμα κλειστή, από τη δύση του ήλιου και πως κανένας δεν ήρθε. Τότε κάλεσε τον οικονόμο.
Πως λες, αδελφέ Αναστάσιε, ότι δεν έχουμε χρήματα; Μ' αυτό το χρυσό νόμισμα πήγαινε κι αγόρασε ό,τι μας χρειάζεται.
Ο οικονόμος δεν μπόρεσε ν' αντιληφθεί την ευλογία του Θεού. Νόμισε πως δεν είχε ψάξει καλά και γι' αυτό έβαλε μετάνοια ζητώντας συγγνώμη.
Αδελφέ, τον νουθέτησε ο όσιος, να μην απελπίζεσαι ποτέ. Να 'χεις πίστη. Κάθε σου στενοχώρια να την αναθέτεις στον Κύριο. Αυτός φροντίζει για τις ανάγκες μας. Σήμερα μάλιστα να ετοιμάσεις πλούσιο γεύμα στους αδελφούς, γιατί είναι μέρα θείας επισκέψεως. Και σαν φτωχύνουμε, ο Θεός πάλι θα φροντίσει — όπως και έγινε.
Κάποια μέρα ο κελάρης Θεόδωρος αναγγέλλει στον όσιο:
Σήμερα δεν έχουμε τίποτα να παραθέσουμε στην τράπεζα για τους αδελφούς.
Πήγαινε, του αποκρίθηκε εκείνος, και προσευχήσου μ' επιμονή στο Θεό για να δείξει την πρόνοιά Του. Σε περίπτωση που δεν φάνουμε άξιοι, θα βράσης σιτάρι, θα το ανακατέψεις με μέλι και θα το προσφέρεις στους αδελφούς. Ωστόσο ελπίζουμε στον Κύριο.
Αυτός που έστειλε στους απειθείς Ισραηλίτες ουράνια τροφή στην έρημο, μπορεί να κάνη το ίδιο και σε μας σήμερα.
Μετά την αναχώρησή του από το κελάρι, ο όσιος παραδόθηκε σε θερμή προσευχή.
Και να! Ό Ιωάννης, ο πρώτος από τους βογιάρους του Ιζιασλάβου, φωτίστηκε από το Θεό και τους έστελνε τρεις άμαξες γεμάτες τρόφιμα — ψωμί, τυρί, ψάρια, κρασί, σιτάρι και μέλι. Μόλις αντίκρισε το θέαμα ο όσιος, δόξασε ολόψυχα το Θεό. Βλέπεις, αδελφέ Θεόδωρε, είπε στον κελάρι, πως δεν μας εγκαταλείπει ο Πανάγαθος, αρκεί να ελπίζουμε ολόψυχα σ' Αυτόν; Πήγαινε λοιπόν να ετοιμάσεις πλούσιο γεύμα στους αδελφούς, γιατί μας επισκέφθηκε σήμερα ο Κύριος.
Κάποια άλλη φορά παρουσιάστηκε στον όσιο Θεοδόσιο ένας ιερεύς από την πόλη του Κιέβου και ζήτησε κρασί νια τη Θεία Λειτουργία. Ο όσιος είπε στον εκκλησιαστικό να του δώσει. Εκείνος όμως του γνωστοποίησε πως το κρασί είχε λιγοστέψει και μόλις επαρκούσε για τρεις-τέσσερις Λειτουργίες.
-Να το δώσεις όλο και για μας θα φροντίσει ο Θεός, διέταξε ο όσιος.
Ο εκκλησιαστικός όμως, κράτησε ένα μέρος για τη Λειτουργία της επόμενης ημέρας.
Ο ιερεύς πήρε το κρασί και, όπως το είδε λίγο, το έδειξε στον όσιο. Εκείνος μάλωσε τότε τον εκκλησιαστικό.
- Μα δεν είπαμε να το δώσεις όλο; Να μην ανησυχείς για αύριο, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Θεός να στερήσει το ναό της Μητέρας Του από τη Θεία Λειτουργία. Και όχι μόνο αυτό, αλλ' ακόμη περισσότερο σήμερα θα ξεχειλίσει τα Βαρέλια μας από κρασί!
Τότε ο εκκλησιαστικός έδωσε στον ιερέα όλο το κρασί. Και το βράδυ, μετά το φαγητό, σύμφωνα με την πρόρρηση του οσίου, ήρθαν οι ευλογίες του Θεού: Κάποια ευσεβής γυναίκα, οικονόμος στο μέγαρο του ηγεμόνα Βσέβολοντ, έστειλε τρία αμάξια με βαρέλια γεμάτα κρασί.
Ο εκκλησιαστικός δεν ήξερε πως να δοξάσει το Θεό, θαυμάζοντας συγχρόνως τον προορατικό όσιο που είχε πει «σήμερα θα ξεχειλίσει ο Θεός τα βαρέλια μας από κρασί».
Ο ίδιος εκκλησιαστικός διηγήθηκε και άλλο παρόμοιο θαύμα που έγινε με τις προσευχές του οσίου.
Πλησίαζε η εορτή της Κοιμήσεως και δεν υπήρχε λάδι για τα καντήλια. Έτσι ο εκκλησιαστικός σκέφτηκε να καταφύγει στο σπορέλαιο. Σε σχετική του ερώτηση ο όσιος τον άφησε να ενεργήσει όπως νόμιζε. Αλλά τι συνέβη; Πηγαίνοντας ο εκκλησιαστικός να χρησιμοποίηση το σπορέλαιο, βλέπει μέσα στο δοχείο ένα ψόφιο ποντικό. Τρέχει γρήγορα και το αναφέρει στον όσιο.
-Αν και σκέπασα πολύ προσεκτικά το δοχείο, παράδοξα, άγνωστο πως, έπεσε μέσα και πνίγηκε ένας ποντικός.
Ο όσιος, που ήξερε ότι αυτό το επέτρεψε ο Θεός για να τιμωρήσει την απιστία του, είπε: Πρέπει αδελφέ, να ελπίζουμε στο Θεό. Να πιστεύουμε πως μπορεί να μας στείλει ό,τι χρειαζόμαστε. Να μη συμπεριφερόμαστε σαν άπιστοι. Χύσε τώρα εκείνο το λάδι. Ας επιμείνουμε στην προσευχή, κι Εκείνος θα μας στείλει σήμερα αρκετό ελαιόλαδο.
Ο εκκλησιαστικός εκτέλεσε την εντολή και ο όσιος αφοσιώθηκε στην προσευχή. Το απόγευμα κάποιος πλούσιος έφερε ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο ελαιόλαδο. Και πάλι ο όσιος δόξασε το Θεό που τόσο γρήγορα άκουσε τη δέησή του. Έτσι όχι μόνο όλα τα καντήλια γέμισαν με λάδι, αλλά περίσσεψε και αρκετό. Και την άλλη μέρα το πρωί ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου άστραφτε από τη φωτοχυσία.
Στ' ατέλειωτα θαύματα, που με τις προσευχές του οσίου αναπλήρωναν κάθε έλλειψη, ας προστεθεί και τούτο:
Ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος, που έτρεφε βαθιά αισθήματα αγάπης προς τον όσιο Θεοδόσιο και συχνά ερχόταν για να ευφρανθεί από τα γλυκά σαν το μέλι λόγια του, κάποια φορά παρέτεινε τη συνομιλία μαζί του ως τον εσπερινό. Έπειτα παραβρέθηκε και στο απόδειπνο.
Σε λίγο - αυτό ήταν το θέλημα του Θεού - πιάνει μια καταρρακτώδης βροχή. Τότε ο όσιος δίνει εντολή στον κελάρι να ετοιμάσει στον Ιζιασλάβο βραδινό φαγητό. Εκείνος όμως του ανήγγειλε πως τους είχε τελειώσει το μελίκρατο κι έτσι δεν είχαν να παραθέσουν το καθιερωμένο ποτό στον ηγεμόνα και τη συνοδεία του.
— Δεν υπάρχει καθόλου; ρώτησε ο όσιος. Όχι, απάντησε ο κελάρης. Γι` αυτό κοίταξε να δεις μήπως έμεινε έστω και λίγο. Πίστεψέ με πάτερ, το έχουμε αναποδογυρίσει το δοχείο.
Πήγαινε και στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού θα βρεις, του λέει γεμάτος Θεία χάρη ό όσιος.
Σαν έφτασε εκεί ο κελάρης, βρήκε το δοχείο όρθιο και ξέχειλο από μελίκρατο. Θαμπωμένος από το θαύμα, έτρεξε να το αναγγείλει στον όσιο.
Να κρατήσεις σιωπή παιδί μου, του σύστησε εκείνος. Μην πεις σε κανένα τίποτα. Στρώσε τώρα το τραπέζι για τον ηγεμόνα. Βάλε και στους αδελφούς μελίκρατο. Πρόκειται για ευλογία του Θεού.
Αργότερα, όταν η βροχή σταμάτησε, ο ηγεμόνας επέστρεψε στο μέγαρό του. Το ευλογημένο εκείνο ποτό κράτησε πολύ καιρό στο μοναστήρι και το γεύτηκαν πλούσια οι αδελφοί. Το μελίκρατο ή υδρόμελι, είναι ποτό από μέλι αραιωμένο με νερό.
Τις νύχτες τις περνούσε πάντα προσευχόμενος. Με πολλές γονυκλισίες και δάκρυα ευγνωμονούσε και δόξαζε το Θεό για όλες Του τις ευεργεσίες. Πολλές φορές τον αντιλαμβάνονταν οι αδελφοί που διακονούσαν σαν εκκλησιαστικοί.
Πριν σημάνει την έγερση ο εκκλησιαστικός, πήγαινε αθόρυβα στο κελί του οσίου για να πάρει ευλογία. Καθώς πλησίαζε, τον άκουγε να προσεύχεται έντονα με λυγμούς και στρωτές μετάνοιες, χτυπώντας το κεφάλι του στο δάπεδο. Υποχωρούσε τότε λίγο κι άρχιζε να βηματίζει πιο δυνατά, για να τον ακούσει ο όσιος. Εκείνος, μόλις τον καταλάβαινε, σταματούσε την προσευχή κι έκανε πως κοιμάται. Ο εκκλησιαστικός χτυπούσε την πόρτα λέγοντας το «ευλόγησαν πάτερ», ο όσιος όμως δεν απαντούσε. Όταν το χτύπημα και το «ευλόγησαν πάτερ» ακούγονταν για τρίτη φορά, ο όσιος, που έκανε πως μόλις τότε ξυπνούσε, απαντούσε: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είθε να σ' ευλογεί, τέκνο μου». Έπειτα πήγαινε πρώτος στην εκκλησία.
Την τακτική αυτή τη συνέχισε όλες τις νύχτες της ζωής του.
Στη διάρκεια της ηγουμενίας του, επιδιδόταν και σ' άλλες ασκήσεις, όχι μόνο για δική του πνευματική ωφέλεια, αλλά και του ποιμνίου που του είχε αναθέσει ο Θεός.
Έτσι ποτέ δεν τον είδαν οι αδελφοί να γείρει στο πλευρό και να κατακλιθεί. Όταν τελείωνε το απόδειπνο και ήθελε ν' αναπαυθεί, καθόταν για λίγο κάπου. Ύστερα από σύντομη ανάπαυση σηκωνόταν κι άρχιζε τις γονυκλισίες, περιμένοντας την ακολουθία του μεσονυκτικού.
Ποτέ δεν τον είδαν να λούζεται για να ευχαριστήσει το σώμα του. Έπλενε μόνο τα χέρια και το πρόσωπο. Όταν επέβαλλε εγκράτεια στους αδελφούς, έδινε πρώτος το παράδειγμα, αρκούμενος στο ξερό ψωμί, στο νερό και στα νερόβραστα χόρτα.
Επίσης ποτέ δεν έδειχνε θλιμμένος. Στην κοινή τράπεζα ποτέ δεν τον είδαν σκυθρωπό. Η όψη του ήταν ιλαρή, χαρούμενη, φωτισμένη από τη χάρη του Θεού. Κάθε χρόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή αποσυρόταν σε μια σπηλιά. Σ' αυτήν αργότερα ενταφιάστηκε το τίμιο σκήνωμά του.
Απομονωμένος ασκήτευε εκεί μέχρι την εβδομάδα των Βαΐων. Και την Παρασκευή, κατά τον εσπερινό του Λαζάρου, επέστρεφε και καθόταν στην πόρτα του ναού. Νουθετούσε τους αδελφούς, δίνοντάς τους θάρρος και παρηγορώντας τους για τους κόπους της νηστείας. Τη δική του άσκηση την παρουσίαζε σαν μηδαμινή μπροστά στο δικό τους αγώνα.
Τις ημέρες αυτές πολλές φορές ο όσιος αναχωρούσε τη νύχτα, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, κι εύρισκε άλλη σπηλιά, μακρινή κι απόκρυφη, για ν' ασκείται εκεί μόνος του, φανερός μόνο στο Θεό. Από κει κάποια βραδιά, πριν από την Παρασκευή της εβδομάδας των Βαΐων, γύριζε στο πρώτο σπήλαιο. Και την Παρασκευή επέστρεφε στο μοναστήρι.
Στη σπηλιά που ασκήτευε, τα πονηρά πνεύματα τον ταλαιπωρούσαν πολύ, ιδιαίτερα όταν μετά το απόδειπνο καθόταν λίγο να ξεκούραστη. Άλλοι δαίμονες φώναζαν δυνατά, άλλοι περνούσαν τάχα με άμαξες, άλλοι χτυπούσαν τύμπανα, άλλοι έπαιζαν φλογέρα. Και από τις κραυγές και τους θορύβους, τρανταζόταν ολόκληρη η σπηλιά.
Εκείνος δεν τρόμαζε απ' όλ’ αυτά. Σφραγιζόταν με το σημείο του σταυρού, σηκωνόταν από το κάθισμά του κι άρχιζε ν' απαγγέλλει το Ψαλτήρι. Έτσι οι φωνές, οι θόρυβοι και όλα τα δαιμονικά φόβητρα εξαφανίζονταν.
Μόλις όμως καθόταν λίγο να ξεκουραστεί, οι θόρυβοι των δαιμόνων ξανάρχιζαν. Σηκωνόταν πάλι, άρχιζε τους ψαλμούς και οι δαιμονικές κραυγές χάνονταν. Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε αρκετές φορές και δεν μπορούσε ούτε για λίγο ν' αναπαυθεί, μέχρι που, με τη χάρη του Θεού, βγήκε νικητής: Έλαβε το κατά δαιμόνων χάρισμα και στο εξής, όπως είπαμε, ούτε να πλησιάσουν στη σπηλιά δεν τολμούσαν.
Γνωρίσαμε πολλές θαυματουργίες του οσίου εναντίον των δαιμόνων. Μερικές τις καταχωρίζουμε εδώ.
Συνήθιζαν οι δαίμονες, όταν ετοιμαζόταν στο μοναστήρι το ψήσιμο του ψωμιού, να κάνουν πολλές κακοήθειες. Σκορπούσαν το αλεύρι, έριχναν κάτω τη ζύμη, έκαναν διάφορες ζημιές... Ο υπεύθυνος διακονητής, ο αρχιμάγκιπας, περιέγραψε την κατάσταση στον όσιο Θεοδόσιο. Εκείνος ένα βράδυ επισκέφθηκε το μαγκιπειό, και κλεισμένος εκεί αφοσιώθηκε στην προσευχή μέχρι που ξημέρωσε. Από τότε δεν παρουσιάστηκαν πια δαίμονες στο μέρος εκείνο.
Ένας αδελφός, που υπηρετούσε στα ζώα του μοναστηρίου, ήρθε από το μαντρί στον όσιο και παραπονέθηκε: Στο μαντρί έχουν εγκατασταθεί δαίμονες και δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση. Με την ταραχή που κάνουν, τα ζώα μας δεν μπορούν να φάνε ήσυχα. Ο μεγαλύτερος αδελφός προσευχήθηκε πολλές φορές, έριξε και αγιασμό, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ο όσιος, οπλισμένος γι' άλλη μια φορά με την προσευχή και τη νηστεία, ξεκίνησε για το μαντρί. Έφτασε εκεί το βράδυ. Έκλεισε την πόρτα και όλη τη νύχτα ξαγρύπνησε στην προσευχή. Το αποτέλεσμα ήταν πως από τότε, όχι μόνο στο μαντρί, αλλά και σ' όλη τη γύρω περιοχή δεν εμφανίστηκαν πια δαίμονες, ούτε προξένησαν το παραμικρό κακό.
Δεν επαναπαυόταν ο όσιος στις δικές του νίκες εναντίον του διαβόλου. Ήθελε να το βλέπει αυτό και στους άλλους. Γι' αυτό, όταν μάθαινε πως οι πονηροί λογισμοί πολεμούσαν άγρια κάποιον αδελφό, τον καλούσε κοντά του. Τον παρότρυνε ν' αντιστέκεται στα μηχανήματα του διαβόλου. Να μην τα χάνει από τις επιθέσεις του. Να μη λιποτακτεί από τον τόπο της μάχης. Να οπλίζεται με τη νηστεία και την προσευχή, και ν' αγωνίζεται μέχρι να του χαρίσει ο Θεός τη νίκη.
Σχετικά με την πάλη του προς τους δαίμονες, ο όσιος διηγήθηκε στους αδελφούς το επόμενο περιστατικό, που του συνέβη όταν ήταν νεώτερος:
—Κάποια νύχτα, που ήμουνα στο κελί μου κι έψελνα, αντικρίζω ακριβώς μπροστά μου ένα μαύρο σκύλο. Στεκόταν εκεί ακίνητος και μ' εμπόδιζε Στις μετάνοιές μου. Στην αρχή τον περιφρόνησα. Πέρασαν πολλές ώρες, οπότε πήρα την απόφαση να τον χτυπήσω. Μόλις ετοιμάστηκα να το κάνω, εξαφανίστηκε. Φοβήθηκα τότε τόσο πολύ, που ήθελα να το βάλω στα πόδια και να φύγω από το μέρος εκείνο. Και θα το έκανα, αν δεν με βοηθούσε ο Κύριος. Όταν συνήλθα από τη μεγάλη μου φρίκη, άρχισα επίμονα να προσεύχομαι και να κάνω γονυκλισίες. Στο τέλος έφυγε εντελώς από πάνω μου ο φόβος. Από τότε δεν τρόμαζα, όσες δαιμονικές εμφανίσεις κι αν πρόβαλλαν μπροστά μου.
Μ' αυτά και με πολλά άλλα λόγια, ο όσιος ενίσχυε τους αδελφούς στην πάλη εναντίον των πονηρών πνευμάτων.
Ο αδελφός Ιλαρίων, που τον αναφέραμε πιο πάνω, διηγήθηκε στο μακάριο Νέστορα τα εξής:
— Υπέφερα πολλά στο κελί μου από τους δαίμονες. Μια νύχτα μάλιστα, μόλις έπεσα στο κρεβάτι, παρουσιάστηκε ένα ολόκληρο στίφος. Επιτέθηκε εναντίον μου. Με τραβούσαν από τα μαλλιά, μ' έσερναν και με χτυπούσαν. Άλλοι σήκωναν τον τοίχο και μου έλεγαν απειλητικά: «Θα τον ρίξουμε πάνω σου, για να σε σκοτώσουμε». Και η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες νύχτες. Δεν άντεχα πια άλλο και κατέφυγα στον όσιο Θεοδόσιο. Του είπα πως σκέφτομαι ν' αλλάξω κελί. Εκείνος όμως δεν συμφώνησε. «Όχι αδελφέ μου», μου είπε, «μην απομακρυνθείς και κάνης τα πονηρά πνεύματα να χαρούν, βλέποντας πως σε ανάγκασαν να τραπείς σε φυγή. Έτσι θα σου προξενήσουν περισσότερο κακό, γιατί θ' αποκτήσουν εξουσία πάνω σου. Να παραμείνεις εκεί και να καλλιεργείς την προσευχή. Και ο Θεός, βλέποντας την υπομονή σου, θα σου χαρίσει τη νίκη». Εγώ πάλι του είπα: «Πάτερ, σε ικετεύω, είναι αδύνατο να παραμείνω στο κελί μου. Έχει μέσα ένα σωρό σατανάδες». Τότε ο όσιος με σταύρωσε και μου είπε: «Πήγαινε αδελφέ μου στο κελί σου. Από τώρα ούτε θα τους ξαναδείς πια ούτε θα σε βλάψουν». Το πίστεψα, έβαλα μετάνοια στον όσιο κι απομακρύνθηκα.
Οι πολυμήχανοι δαίμονες δεν παρουσιάστηκαν άλλη φορά στο κελί μου. Οι προσευχές του οσίου Θεοδοσίου τους έδιωξαν από κει.
Όχι μόνο προς τους αόρατους, αλλά και προς τους ορατούς εχθρούς φάνηκε ανδρείος ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος. Πολλές φορές συνήθιζε να φεύγει τη νύχτα κρυφά από το μοναστήρι και να πηγαίνει στους Εβραίους. Λογομαχούσε μαζί τους με παρρησία για το πρόσωπο του Χριστού. Γεμάτος από ιερή αγανάκτηση, τους αποκαλούσε προδότες του Νόμου και θεοκτόνους. Ήταν μεγάλη του επιθυμία να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό, και ν' αντιμετωπίσει ακόμη και το θάνατο απ' αυτούς που Τον θανάτωσαν. Θα γινόταν έτσι πραγματικός μιμητής Του.
Ο γενναίος όσιος επιθυμούσε να υποφέρει ως ομολογητής της αλήθειας. Τούτο φαίνεται και από το επόμενο γεγονός.
Ένα χρόνο πριν την κοίμησή του, στα 1073, με τη συνεργία του πονηρού, συνέβη μια διαμάχη και φιλονικία ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες της Ρωσίας. Ο ηγεμόνας του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβος και ο ηγεμόνας του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του ηγεμόνα του Κιέβου Ιζιασλάβου, που ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Κατόρθωσαν μάλιστα να καταλάβουν το Κίεβο και να τον διώξουν από κει.
Κάποτε κάλεσαν σ' επίσημο γεύμα και τον όσιο Θεοδόσιο. Ο όσιος, γνωρίζοντας πως άδικα διώχτηκε ο Ιζιασλάβος, απάντησε με θάρρος στον απεσταλμένο τους:
Απαξιώ να έρθω στην τράπεζα της Ιεζάβελ και να γευτώ τροφή που στάζει αίμα και μυρίζει φόνο. Του είπε και άλλα, προσθέτοντας στο τέλος:
Να μεταφέρεις σε παρακαλώ, ό,τι σου είπα στους κυρίους σου.
Πράγματι, οι ηγεμόνες πληροφορήθηκαν τη στάση του οσίου, αλλά δεν οργίστηκαν απέναντι του. Κατάλαβαν πως είχε δίκιο. Ωστόσο δεν άκουσαν τις συμβουλές του. Ούτε έπαψαν να καταδιώκουν τον αδελφό τους, μέχρι που τον απομάκρυναν από τα όρια της παλαιάς του ηγεμονίας. Έτσι ο Σβιατοσλάβος κατέλαβε την περιφέρεια του Κιέβου, ενώ ο Βσέβολοντ, σαν μικρότερος, αρκέστηκε στο Περεγιασλάβ.
Ο όσιος Θεοδόσιος εξαπέλυσε τότε αμείλικτο κατηγορητήριο εναντίον του Σβιατοσλάβου. Τον στηλίτευε για την αδικία που διέπραξε, για την παράνομη κατάληψη του θρόνου και για την εκδίωξη του μεγαλύτερου αδελφού του. Όλ' αυτά τα διαβίβαζε στον ηγεμόνα ή με επιστολές ή με τους αξιωματούχους που επισκέπτονταν το μοναστήρι.
Στο τέλος μάλιστα του έστειλε μιαν εκτενή επιστολή, στην οποία τον επέπληττε δριμύτατα:
«Φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς τον Θεόν», όπως του Άβελ εναντίον του Κάιν, του έγραφε.
Απαρίθμησε πολλούς από τους αρχαίους φονιάδες, μισάδελφους και διώκτες, με τους οποίους τον παραλλήλιζε καυστικά.
Μόλις διάβασε την επιστολή ο ηγεμόνας έγινε θηρίο. Την πέταξε στο χώμα, την πάτησε με μανία και σαν λιοντάρι βρυχήθηκε εναντίον του οσίου, αποφασισμένος να τον ρίξει στη φυλακή.
ΟΙ αδελφοί της μονής, γεμάτοι θλίψη, ικέτευαν τον όσιο να σταματήσει την τακτική του έλεγχου. Επίσης διάφοροι αξιωματούχοι τον συμβούλεψαν να μην εναντιώνεται άλλο στον ηγεμόνα. «Είναι έτοιμος να σε φυλακίσει», του έλεγαν.
Ο όσιος, σαν άκουσε την φυλάκιση, ενθουσιάστηκε.
- Αυτός ο λόγος, αδελφοί, μου δίνει μεγάλη χαρά, είπε. Τίποτα δεν θα μου χαρίσει τόση μακαριότητα στη ζωή αυτή, όσο το να υποφέρω διωγμούς για χάρη της αλήθειας. Μήπως πρόκειται να χάσω τα πλούτη μου; Μήπως θα χωριστώ από τα παιδιά μου και την πατρίδα μου; Όταν ήρθαμε στον κόσμο, δεν φέραμε τίποτα μαζί μας. Γυμνοί γεννηθήκαμε και γυμνοί θα φύγουμε. Εγώ είμαι έτοιμος και για τη φυλακή και για το θάνατο ακόμη.
Επιθυμούσε ειλικρινά τη φυλάκιση ο όσιος και γι' αυτό στηλίτευε όλο και περισσότερο το μισάδελφο ηγεμόνα. Όπως ήταν φυσικό, η οργή του Σβιατοσλάβου αυξήθηκε περισσότερο, δεν τολμούσε όμως να βάλει χέρι πάνω του, γιατί τον αναγνώριζε σαν άνθρωπο δίκαιο, όσιο και σεβαστό σ' όλους τους υπηκόους του.
Σε λίγο καιρό όμως ο όσιος Θεοδόσιος, πιεζόμενος από τους αδελφούς και τους μεγιστάνες, άλλαξε τακτική. Σκέφτηκε πως ο ηγεμόνας δεν ωφελείται καθόλου από τους έλεγχους. Αποφάσισε λοιπόν να χρησιμοποίηση καλό τρόπο, μήπως και τον συνετίσει έτσι και τον πείσει να επανορθώσει το κακό που έκανε στον αδελφό του.
Μέσα σε λίγες ημέρες ο Σβιατοσλάβος έμαθε τη μεταβολή του κι αισθάνθηκε μεγάλη χαρά. Ήταν παλαιά του επιθυμία να ευφρανθεί από τα θεόπνευστα λόγια του οσίου. Πήρε λοιπόν το θάρρος και ζήτησε να του επιτραπεί μια επίσκεψη στο μοναστήρι. Πληροφορήθηκε τη συγκατάθεση του οσίου και χαρούμενος ξεκίνησε με τη συνοδεία των βογιάρων του.
Ο όσιος και οι αδελφοί βγήκαν από το ναό και μ' επισημότητα τους υποδέχθηκαν. Απέδωσαν τις συνηθισμένες τιμές στον ηγεμόνα. Εκείνος ασπάστηκε τον όσιο.
- Εγώ πάτερ, του είπε, δεν τολμούσα να σ' επισκεφθώ. Συλλογιζόμουν πως δεν θα μου επέτρεπες την είσοδο, γιατί ήσουν οργισμένος εναντίον μου.
- Και τι είναι αφέντη μου, η οργή μας μπροστά στην εξουσία σου; απάντησε ο όσιος. Εμείς πάντως είμαστε υποχρεωμένοι να ελέγχουμε και να υπογραμμίζουμε όσα είναι αναγκαία για τη σωτηρία της ψυχής, κι εσείς έχετε καθήκον να μας ακούτε.
Αφού έγινε μια μικρή δέηση στο ναό, ο όσιος δέχτηκε σε συζήτηση τον ηγεμόνα. Αναφέροντας αγιογραφικά κείμενα, του τόνισε πολύ την αγάπη που πρέπει να έχουν οι αδελφοί. Ο ηγεμόνας όμως προφασίστηκε πως υπήρχαν πολλά σε βάρος του αδελφού του και γι' αυτό δεν ήταν εύκολο να συμφιλιωθεί μαζί του. Τέλος, μετά από πολύωρη ωφέλιμη συζήτηση, αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό που αξιώθηκε να συζητήσει με τέτοιο μεγάλο άνδρα. Από τότε επισκεπτόταν συχνά τον όσιο.
Αλλά και ο Θεοδόσιος επισκεπτόταν τον ηγεμόνα και του θύμιζε πάντοτε το φόβο του Θεού και την αγάπη προς τον αδελφό.
Σε μια από τις επισκέψεις αυτές, μπαίνοντας στο παλάτι, βλέπει ένα πλήθος μουσικών. Από τα έγχορδα, τα πνευστά και τ' άλλα όργανα, έβγαιναν ηχηρές μελωδίες, που διασκέδαζαν τον ηγεμόνα. Ο όσιος τότε κάθισε δίπλα του σκυθρωπός, με χαμηλωμένο το βλέμμα. Έπειτα πλησίασε λίγο και του είπε:
— Στην άλλη ζωή θα υπάρχουν άραγε αυτά;
Η παρατήρηση εκείνη έκανε τον Σβιατοσλάβο να συγκινηθεί. Διέταξε να πάψουν οι μουσικές. Και από τότε, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ο όσιος, έδινε εντολή να σταματούν τα όργανα. Ακόμη, όταν ήξερε από πριν για τον ερχομό του, έβγαινε ως τις πύλες του μεγάρου του και τον προϋπαντούσε με έκδηλα αισθήματα χαράς. Πλημμυρισμένος κάποτε από αγαλλίαση, τον υποδέχθηκε με τα εξής λόγια:
Πάτερ, σου τ' ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια. Αν κάποιος μου έλεγε πως ο πατέρας μου θ' αναστηθεί από τον τάφο, δεν θα ένιωθα τη χαρά που μου δίνει ο ερχομός σου. Ούτε πάλι θα δοκίμαζα το φόβο που μου προξενεί η οσία σου μορφή.
Κι εκείνος του απάντησε:
Αν πράγματι νιώθεις τόσο πολύ δέος απέναντή μου, συμμορφώσου με την υπόδειξή μου και δώσε πίσω στον αδελφό σου το θρόνο που του κληροδότησε ο πατέρας σου.
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο ηγεμόνας τα 'χάσε. Γεμάτος αμηχανία έκλεισε το στόμα του και δεν ήξερε τι ν' αποκριθεί. Του είχε εμπνεύσει ο πονηρός τόσο μίσος κατά του αδελφού του, που και τ' όνομά του δεν ανεχόταν ν' ακούει.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο γνωστός μας άγιος Νίκων, αυτός που είχε κείρει μοναχό τον όσιο Θεοδόσιο, μ' όλη εκείνη την αναταραχή ανάμεσα στους ηγεμόνες, έφυγε πάλι μαζί με δυο μοναχούς από την Πετσέρσκαγια και ξαναπήγε στο Τμουταρακάν, στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει εκεί, παρ' όλο που ο όσιος Θεοδόσιος τον παρακαλούσε επίμονα να μείνει κοντά του. Ήθελε, όσο θα βρισκόταν ακόμα στη ζωή, να μην τον αποχωριστή.
Το θέλημα του Θεού όμως ήταν διαφορετικό, κι έτσι ο όσιος ρίχτηκε στους αγώνες που τον περίμεναν χωρίς τη συμπαράσταση του αγαπημένου του Νίκωνος, από τα χέρια του οποίου είχε λάβει το άγιο σχήμα,
Βλέποντας ο όσιος Θεοδόσιος πως το μοναστήρι ήταν μικρό για τους αδελφούς, απορούσε τι να κάνη. Ζητούσε μ' επίμονες προσευχές να του δείξει ο Θεός ένα ευρύχωρο μέρος, για ν' ανεγείρει μεγάλο πετρόχτιστο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πράγματι, οι προσευχές του υπήρξαν ευπρόσδεκτες στο Θεό, που με θαυμαστό τρόπο αποκάλυψε το μέρος που θα χτιζόταν ο ναός.
Κάποιος ευσεβής και θεοφοβούμενος χριστιανός βάδιζε μια σκοτεινή νύχτα στα υψώματα, πλάι στην Πετσέρσκαγια. Και τι αξιώθηκε ν' αντικρίσει! Πάνω από τη μονή πρόβαλε ένα θαυμάσιο φως - σαν εκείνο που είχε δει ο ηγούμενος Σωφρόνιος — και στη μέση βρισκόταν ο όσιος Θεοδόσιος. Ήταν μπροστά στην εκκλησία και με υψωμένα τα χέρια στον ουρανό προσκαρτερούσε στην προσευχή. Έκθαμβος από το όραμα ο άνθρωπος του Θεού, βλέπει σε λίγο μια πελώρια φλόγα να πετάγεται από το ναό. Πήρε σχήμα τόξου και κατέληξε σ' ένα λόφο, εκεί ακριβώς που χτίστηκε αργότερα ο καινούργιος ναός. Μέχρι που χάθηκε ο άνθρωπος εκείνος πίσω από το βουνό, η φλόγα παρέμενε εκεί, με τη μία άκρη στην κορυφή της εκκλησίας και την άλλη στο λόφο. Αυτά που είδε δεν άργησε να τ' αναγγείλει στον όσιο.
Παρόμοιο θαύμα παρουσίασε ο Θεός και στους κατοίκους της γειτονικής περιοχής. Ήταν νύχτα. Ξαφνικά ακούγονται ψαλμωδίες από αναρίθμητα στόματα. Πετάγονται οι άνθρωποι από τον ύπνο τους κι ανεβαίνουν σ' ό,τι ψηλότερο υπήρχε, για να δουν από που προέρχονται οι φωνές. Και να! Λουσμένη σε πλούσιο φως παρουσιάζεται μπροστά τους η Πετσέρσκαγια. Από την εκκλησία έβγαινε πλήθος μοναχών. Άλλοι βάσταζαν την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και άλλοι έψελναν κρατώντας αναμμένα κεριά. Επικεφαλής προχωρούσε ο ηγούμενος τους Θεοδόσιος. Σαν έφτασαν στο μέρος όπου χτίστηκε αργότερα η καινούργια εκκλησία, ανέπεμψαν στο Θεό ψαλμωδίες και προσευχές. Έπειτα ξαναγύρισαν με ύμνους στο ναό.
Όχι ένας και δύο, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που αντίκρισαν το όραμα. Και διαπιστώθηκε πως εκείνοι που έψελναν δεν ήταν μοναχοί, αλλ' άγγελοι, γιατί οι αδελφοί της μονής δεν είχαν ιδέα για το θαυμαστό γεγονός. Δόξασαν λοιπόν όλοι μ' ένα στόμα το Θεό, που χάρη Στις προσευχές του οσίου Θεοδοσίου ευλόγησε τόσο πολύ τον τόπο εκείνο.
Ενώ ο όσιος προσευχόταν μέσα στο μοναστήρι για την ανοικοδόμηση του καινούργιου ναού, πήρε αμέσως απάντηση στα αιτήματά του. Ήταν κάτι το ανέλπιστο: Ο όσιος Αντώνιος ερχόταν να βοηθήσει. Πίσω του ακολουθούσαν οικοδόμοι, που προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Με θαυμαστά σημεία ο Θεός τους είχε φέρει εδώ για να οικοδομήσουν το ναό της Μητέρας Του.
Όταν με θεϊκή υπόδειξη άρχισε η ανοικοδόμηση του ναού, μοχθούσε καθημερινά μαζί με τους αδελφούς και ο ίδιος ο όσιος. Όποιος τον έβλεπε να εργάζεται, ποτέ του δεν τον λογάριαζε για ηγούμενο. Τα ρούχα και η όλη εξωτερική του εμφάνιση τον έκαναν να φαίνεται σαν ένας από τους μαστόρους.
Μια φτωχή χήρα, που ζητούσε τη βοήθειά του, τον είδε ανάμεσα στους χτίστες.
— Έ, καλόγερε, του λέει, είναι στο μοναστήρι ο ηγούμενός σας;
Και ο όσιος της απάντησε: Τι τον θέλεις αυτό τον άνθρωπο; Αυτός είναι αμαρτωλός.
— Αν είναι αμαρτωλός ή όχι δεν το ξέρω, είπε η γυναίκα. Εκείνο που ξέρω είναι πως έσωσε πολλούς απελπισμένους και δυστυχισμένους. Θέλω να βοηθήσει κι εμένα, που έχω αδικηθεί από το δικαστή.
Τότε ο όσιος ενδιαφέρθηκε να μάθη το πρόβλημά της κι ένιωσε βαθιά συμπόνια σαν άκουσε την αδικία που είχε γίνει σε βάρος της.
- Γύρισε στο σπίτι σου, της είπε, κι εγώ θα τα πω όλα στον ηγούμενο. Εκείνος θα σε απαλλάξει από τη θλίψη σου.
Πράγματι, μίλησε στο δικαστή για τη φτωχή χήρα. Ζήτησε να επιστρέψουν ότι της είχαν πάρει άδικα κι έτσι η γυναίκα απαλλάχτηκε από τη δοκιμασία της.
Με παρόμοια έργα, αντάξια τ' ουρανού, αγωνιζόταν ο όσιος για τη γρήγορη ανέγερση της εκκλησίας. Δεν αξιώθηκε όμως να την τελειώσει, γιατί τον βρήκε στο μεταξύ ο θάνατος. Αλλά και μετά το θάνατό του, κοντά στο Θεό που ήταν, ενίσχυε με τις προσευχές του το έργο, που αποπερατώθηκε στην εντέλεια από το μακάριο Στέφανο, το διάδοχό του στην ηγουμενία.
Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος, πλησίαζε τώρα προς το τέλος της επίγειας ζωής του κι ας ήταν μόνο σαρανταπέντε χρονών. Προαισθάνθηκε μάλιστα την ημέρα της αναχωρήσεώς του. Γι' αυτό έδωσε εντολή και συνάχτηκε κοντά του όλη η αδελφότητα: και οι αδελφοί που βρίσκονταν στο μοναστήρι και εκείνοι που ήταν στα περίχωρα και όσοι είχαν σταλεί σε κάποια διακονία.
Συγκινημένος άρχισε να τους νουθετεί όλους. Τους υπέδειξε να εκτελούν με πολλή προσοχή κι επιμέλεια το διακόνημά τους. Ενώ από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα, τους μίλησε για τη σωτηρία, για τη θεάρεστη ζωή, για την άσκηση, για τη νηστεία. Τους σύστησε να επιμελούνται Ιδιαίτερα το ναό και να μπαίνουν εκεί με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού. Να έχουν αγάπη και να κάνουν υπακοή όχι μόνο στους μεγαλύτερους, αλλά σ' όλους τους αδελφούς. Στο τέλος τους έδωσε την ευλογία του και τους απέλυσε με συγκίνηση.
Τότε δέχτηκε και την επίσκεψη του ηγεμόνα. Απηύθυνε και σ' αυτόν τις τελευταίες νουθεσίες. Του συνέστησε να καλλιεργεί την ευσέβεια, να προστατεύει την Ορθοδοξία και να ενδιαφέρεται για τους Ιερούς ναούς.
- Προσεύχομαι, του είπε, στον Κύριο και στην πανάμωμη Μητέρα Του, να σου χαρίσουν ήσυχο και ειρηνικό το βασίλειο. Και αναθέτω στην ευσέβειά σου την προστασία τούτου του μοναστηρίου, που είναι οίκος της Υπεραγίας Θεοτόκου και που η ίδρυσή του οφείλεται στη δική της ευδοκία.
Ένα ρίγος μαζί με ψηλό πυρετό κατέλαβε στη συνέχεια τον όσιο. Εξαντλημένος, αναγκάστηκε να ξαπλώσει στο κρεβάτι — άλλη φορά μέχρι τότε δεν είχε κατακλιθεί σ' αυτό.
Ας γίνει το θέλημα του Θεού, είπε. Ας κάνη ο Κύριος ότι έχει ορίσει για μένα. Σε ικετεύω όμως, Δέσποτα μου Ιησού Χριστέ, να φανείς ευσπλαχνικός στην ψυχή μου. Ας μην την απειλήσουν οι αποτρόπαιοι δαίμονες, αλλ' ας την υποδεχθούν οι άγγελοί σου. Αυτοί να την περάσουν από τα τελώνια (Τα τελώνια είναι πονηρά πνεύματα, που ανακρίνουν μετά το θάνατο την ψυχή) και αγωνίζονται να την κερδίσουν του σκότους και να την οδηγήσουν στο φως του ελέους Σου.
Μετά απ' αυτά τα λόγια σταμάτησε. Έπεσε σε σιωπή. Δεν μπορούσε να προφέρει τίποτα, ούτε ν' άνοιξη τα μάτια του. Με πόνο ψυχής παρακολουθούσαν οι αδελφοί την κατάστασή του, που κράτησε τρεις ημέρες. Αν δεν έβλεπαν πως ανέπνεε, θα νόμιζαν πως είχε πεθάνει.
Ύστερα από τρεις ημέρες, η αρρώστια υποχώρησε και ο όσιος σηκώθηκε από το κρεβάτι. Συνάχτηκαν πάλι κοντά του οι αδελφοί.
— Αδελφοί και πατέρες, τους είπε, να που ο χρόνος της επίγειας ζωής μου τελειώνει. Μου το είχε φανερώσει στο παρελθόν ο Κύριος, όταν κάποτε, τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής, προσευχόμουνα στη σπηλιά. Εκείνο που ζητώ από σας είναι να μαζευτείτε και να εκλέξετε ηγούμενο, για να τον εγκαταστήσω στη θέση μου.
Στα λόγια αυτά οι αδελφοί δοκίμασαν μεγάλο πόνο και ξέσπασαν σε κλάματα. Με βαρεία καρδιά πήγαν να βγάλουν το νέο ηγούμενο τους. Όλοι ομόφωνα εξέλεξαν το Στέφανο, που είχε το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Την άλλη μέρα ο όσιος κάλεσε πάλι τους αδελφούς. Τι αποφασίσατε, παιδιά μου; Ποιόν θεωρείτε άξιο για ηγούμενό σας;
- Ο Στέφανος είναι άξιος, αποκρίθηκαν μ' ένα στόμα.
Ο όσιος φώναξε κοντά του το Στέφανο, τον ευλόγησε με το άγιο χέρι του και τον κατέστησε επίσημα διάδοχό του.
— Τώρα τέκνο μου του είπε, σου αναθέτω τη μονή. Να διαφυλάξεις με πολλή προσοχή τους κανονισμούς των διακονημάτων. Να κράτησης καλά τις καθιερωμένες παραδόσεις. Να μην αλλάξεις το τυπικό, αλλά να ενεργής πάντοτε σύμφωνα με την κανονική μοναστηριακή τάξη.
Απευθύνθηκε έπειτα στους αδελφούς. Τους συμβούλεψε να κάνουν υπακοή στο νέο ηγούμενο. Επέμεινε πολύ σ' αυτό. Στο τέλος τους ανήγγειλε την ώρα της εκδημίας του.
Το Σάββατο, καθώς θα βασιλεύει ο ήλιος, η ψυχή μου θα εγκαταλείψει το σώμα.
Σιγά-σιγά ο όσιος ένιωθε να τον καταβάλλει η αρρώστια. Ο Στέφανος δεν απομακρυνόταν από κοντά του. Τον υπηρετούσε με πολλή ταπείνωση και άκουγε συμβουλές σχετικά με τα νέα του καθήκοντα.
Τα ξημερώματα του Σαββάτου ο όσιος κάλεσε πάλι τους αδελφούς. Μέσα σε κλάματα και σε θρήνους έδωσε στον καθένα ξεχωριστά τον αποχαιρετιστήριο ασπασμό.
Αγαπητά μου παιδιά, αδελφοί μου, τους είπε, σας έδωσα τον ασπασμό της αγάπης, γιατί πλησιάζει η αναχώρησή μου προς το Δεσπότη μου Ιησού Χριστό. Να ο ηγούμενος που εσείς οι ίδιοι διαλέξατε. Να τον έχετε πνευματικό πατέρα, να τον σέβεστε πολύ και να συμμορφώνεστε με τις εντολές του. Ο Θεός, ο σοφός δημιουργός του παντός, να σας ευλογεί, να σας διαφυλάττει αβλαβείς από τον πολυμήχανο εχθρό και να σας διατηρεί πάντοτε ενωμένους, με ακλόνητη πίστη, ομόνοια και αγάπη. Είθε να σας αξιώσει να τον υπηρετείτε χωρίς πάθη, ενωμένοι, αγαπημένοι, ομόψυχοι, με ταπείνωση και υπακοή, ώστε να γίνετε τέλειοι, «καθώς και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστί». Ο Κύριος να 'ναι μαζί σας.
Στη συνέχεια ο όσιος ζήτησε να μην του αποδώσουν τιμές στην κηδεία του:
- Και τώρα σας παρακαλώ και συγχρόνως σας εξορκίζω, να μ' ενταφιάσετε στη σπηλιά που περνούσα τις ημέρες της νηστείας.
Ούτε να λούσετε το φτωχό μου σώμα, ούτε ν' αλλάξετε τα ρούχα που φορώ τώρα. Κι εκτός από σας, κανείς άλλος να μην παρακολουθήσει την κηδεία μου.
Με αναφιλητά δέχτηκαν οι αδελφοί τα λόγια του. Εκείνος τότε, για να τους παρηγορήσει, πρόσθεσε:
Σας το υπόσχομαι, αδελφοί και πατέρες, πως αν και με το σώμα φεύγω, με το πνεύμα όμως θα είμαι παντοτινά μαζί σας.
Τη φορά αυτή τους απέλυσε όλους. Ήθελε να είναι μόνος του. Κάποιος αδελφός όμως, που τον υπηρετούσε πιστά πάντοτε, μπόρεσε να παρακολουθήσει τις τελευταίες του στιγμές από μια μικρή τρύπα που είχε κάνει στην πόρτα.
Ο όσιος σηκώθηκε από το κρεβάτι, γονάτισε κι άρχισε να παρακαλεί με θερμά δάκρυα τον ελεήμονα θεό για τη σωτηρία της ψυχής του. Προσευχήθηκε σ' όλους τους αγίους, μα ιδιαίτερα στην Κυρία Θεοτόκο, που στην προστασία της εμπιστευόταν τη μονή και το ποίμνιό του.
Έπεσε πάλι στο κρεβάτι ν' αναπαυθεί κάπως. Σε λίγο ανασηκώθηκε. Έστρεψε το βλέμμα ψηλά προς τον ουρανό και το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά. Τότε με φωνή μεγάλη αναφώνησε:
Ευλογητός ο Θεός! Αν είναι έτσι, δεν φοβάμαι καθόλου. Αντίθετα, χαίρομαι υπερβολικά για την αναχώρησή μου από τον κόσμο αυτό.
Οπωσδήποτε κάποιο όραμα θ' αντίκριζε. Ύστερα ξάπλωσε προσεκτικά, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Ήταν η ώρα που βασίλευε ο ήλιος, όπως το προείπε, ημέρα Σάββατο, 3 Μαΐου του 1074.
Μόλις γνωστοποιήθηκε ο θάνατός του, οι αδελφοί «εποίησαν κοπετόν μέγαν έπ' αύτω». Τον έφεραν θρηνώντας στο ναό για τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Πολλοί χριστιανοί, χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει, σαν να τους έσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν έξω από την πύλη της μονής και περίμεναν κλαίγοντας την ώρα της εκφοράς. Οι αδελφοί, σύμφωνα με την παραγγελία του οσίου, είχαν ασφαλισμένη την πόρτα.
Όσο υπήρχε ο κόσμος αυτός, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν για τον ενταφιασμό. Ευτυχώς όμως, κατά θεία βούληση, ο ουρανός σκεπάστηκε ξαφνικά με σύννεφα και μια δυνατή βροχή σκόρπισε τα πλήθη που περίμεναν.
Μόλις ο κόσμος απομακρύνθηκε, ο ήλιος έλαμψε πάλι. Έτσι οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν την εκφορά. Έφεραν το σκήνωμα του οσίου στην καθορισμένη σπηλιά και το έθαψαν εκεί με τιμές. Αφού το ασφάλισαν, γύρισαν περίλυποι στη μονή. Την ημέρα εκείνη δεν έβαλαν τίποτα στο στόμα τους.
Την ώρα που εκοιμήθη ο όσιος, ο Σβιατοσλάβος βρισκόταν πολύ μακριά. Ατενίζοντας από κει προς το μέρος της Πετσέρσκαγια, είδε ένα πύρινο στυλό που υψωνόταν από το μοναστήρι ως τον ουρανό. Απ' αυτό κατάλαβε πως ο όσιος, που την προηγούμενη μέρα τον είχε αφήσει βαριά άρρωστο, έφυγε από τη ζωή.
Μου φαίνεται πως σήμερα ο όσιος Θεοδόσιος ανέβηκε στους ουρανούς, έλεγε στους ανθρώπους του.
Ξεκίνησε λοιπόν για το μοναστήρι, όπου πράγματι πληροφορήθηκε το θάνατό του και τον θρήνησε πολύ.
Τη χρονιά εκείνη στα Σπήλαια σκορπίστηκαν πολλές ευλογίες. Πλήθυναν τ' αγαθά της μονής, ευλογήθηκαν οι κήποι και τα χωράφια, αυξήθηκαν τα ζωντανά. Κάτι παρόμοιο ποτέ μέχρι τότε δεν είχε συμβεί. Οι αδελφοί θυμήθηκαν τις υποσχέσεις του οσίου και δόξασαν το Θεό, που ο διδάσκαλος και ηγούμενός τους έλαβε τόση χάρη.
Όχι όμως τότε μόνο, αλλά και μέχρι σήμερα βλέπουμε πως με τις πρεσβείες του ο Θεός δεν έχει εγκαταλείψει την μονή του. Επαληθεύονται έτσι τα λόγια της Γραφής: «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι, και εν Κυρίω ο μισθός αυτών και η φροντίς αυτών παρά Υψίστω».
Αν και σωματικά ο όσιος χωρίστηκε από τα πνευματικά τέκνα του, το πνεύμα του όμως περιφέρεται πάντοτε ανάμεσά τους, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από τις πολλές θαυματουργίες που έκανε μετά την κοίμησή του.
Απ' αυτές ορισμένες μόνο θ' αναφέρουμε παρακάτω.
Σκυθρωπός και γεμάτος θλίψη κάποιος βογιάρος, που έπεσε στην δυσμένεια του ηγεμόνα, άκουγε να του λένε: «Ο ηγεμόνας θα σε ρίξει στη φυλακή».
Κατέφυγε τότε στην προσευχή. Ζήτησε και τη βοήθεια του οσίου Θεοδοσίου: «Γνωρίζω πάτερ πως είσαι άγιος και σε παρακαλώ, τώρα που πλησιάζει η ώρα του κινδύνου, σπλαχνίσου με. Παρακάλεσε το Δεσπότη τ' ουρανού να με λυτρώσει».
Και να! Ένα μεσημέρι, την ώρα που αναπαυόταν, εμφανίζεται ο όσιος και του λέει: Γιατί θλίβεσαι τόσο πολύ; Νομίζεις πως έχω φύγει από κοντά σας; Με το σώμα μου Ναι, αλλά με την ψυχή μου όχι. Αύριο το πρωί θα σε φωνάξει ο ηγεμόνας και όχι μόνο δεν θα σε τιμωρήσει, αλλά θα σου δώσει πάλι τη θέση σου.
Ο βογιάρος νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Μόλις όμως άνοιξε τα μάτια, είδε να βγαίνει από το δωμάτιο του ο όσιος!
Την άλλη μέρα ο λόγος του πραγματοποιήθηκε.
Κάποιος χριστιανός, έτοιμος για ταξίδι, πέρασε από την Πετσέρσκαγια κι εμπιστεύτηκε ένα κουτί με ασημένια νομίσματα στο μοναχό Κόνωνα, που ήταν γνωστός του. Αυτό όμως έπεσε στην αντίληψη του μοναχού Νικολάου, που νικήθηκε από το δαίμονα της φιλαργυρίας, πήρε κρυφά το κουτί και το καταχώνιασε σ' ένα απόκρυφο μέρος.
Όταν ο Κόνων διαπίστωσε πως έλειπε το κουτί, έπεσε σε βαρεία θλίψη. Με δάκρυα άρχισε να επικαλείται τον όσιο Θεοδόσιο. Ζητούσε να τον βοηθήσει. Να μη ντροπιαστεί στον άνθρωπο που του έδειξε εμπιστοσύνη.
Αποκοιμήθηκε και σε λίγο βλέπει στον ύπνο του τον όσιο:
Αυτό για το οποίο θλίβεσαι, το πήρε με τη συμβουλή του διαβόλου ο αδελφός Νικόλαος και το έκρυψε στην τάδε σπηλιά. Του έδειξε ακριβώς το μέρος.
Πήγαινε τώρα να το πάρεις, αλλά μην αναφέρεις τίποτα για την κλοπή.
Ξύπνησε χαρούμενος ο Κόνων, άναψε ένα κερί και ξεκίνησε νια τη σπηλιά. Βρήκε πράγματι εκεί το κουτί και δεν ήξερε πως να δοξολογήσει το Θεό και το θαυμαστό δούλο Του Θεοδόσιο.
Κάποιος από τους κληρικούς του καθεδρικού ναού του Κιέβου, της Αγίας Σοφίας, υπέφερε πολύ από ελονοσία. Μόλις συνήλθε λίγο από τον πυρετό, ικέτευσε το Θεό και τον όσιο Θεοδόσιο να τον κάνουν καλά. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. Είδε τότε στον ύπνο του τον όσιο, που κρατούσε το ραβδί του.
Πάρε το ραβδί μου και περπάτησε λίγο μ' αυτό, του λέει.
Όταν ξύπνησε, ένιωσε πως ο πυρετός είχε φύγει. Ανήγγειλε με χαρά στους δικούς του την επίσκεψη και την ευεργεσία του οσίου. Πήγε και στο μοναστήρι και διηγήθηκε στους αδελφούς πως θεραπεύτηκε. Μόλις τον άκουσαν, δόξασαν όλοι το όνομα του Θεού για τη χάρη που έλαβε ο πατέρας τους.
Αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του οσίου συνέβη και τούτο:
Ο μακάριος ηγούμενος Στέφανος, εξαιτίας μιας ταραχής που συνέβη μέσα στην αδελφότητα, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθεί από το μοναστήρι. Ανέλαβε τότε ηγούμενος ο μέγας Νίκων, που μετά την εκδημία του οσίου είχε γυρίσει από το Τμουταρακάν.
Πλησίαζε η Παρασκευή της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών.
Την ημέρα αυτή ο όσιος είχε ορίσει να παρατίθεται στην τράπεζα εκλεκτό σταρένιο ψωμί, μέλι και σουσάμι, γιατί οι αδελφοί κουράζονταν πολύ με τη νηστεία. Ο μακάριος Νίκων ειδοποίησε τον κελάρη να τηρήσει την εντολή του οσίου. Εκείνος όμως έκανε παρακοή από οκνηρία. Είπε μάλιστα ψέματα πως τελείωσε το αλεύρι. Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να παραβλέψει τους κόπους και τις προσευχές των δούλων του, ούτε να περιφρονηθεί η εντολή του οσίου Θεοδοσίου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία οι αδελφοί πήγαιναν στην τράπεζα για το νηστίσιμο φαγητό τους. Είδαν τότε με μεγάλη έκπληξη να έχει έρθει στο μοναστήρι ένα φόρτωμα εκλεκτά σταρένια ψωμιά! Όλοι θαύμασαν την πρόνοια του Θεού. Ο πατέρας και διδάσκαλός τους όσιος Θεοδόσιος, φρόντιζε κι από τον ουρανό για τις ανάγκες τους.
Ύστερα από δυο μέρες ο κελάρης έβαλε τους αρτοποιούς να ζυμώσουν ψωμί με το αλεύρι εκείνο που είχε πει πως δεν υπάρχει.
Και τι συνέβη; Καθώς έριχναν βραστό νερό στο ζυμάρι, έπεσε μέσα κι ένας βάτραχος που από απροσεξία τους είχε βουτήξει στο καζάνι κι είχε βράσει μαζί με το νερό. Όλη τους η εργασία πήγε χαμένη.
Ήταν καρπός της παρακοής, Γι` αυτό και ο Θεός δεν επέτρεψε, έπειτα από την άσκηση όλης της εβδομάδας, να μολυνθούν οι αδελφοί με «το μερίδιο του εχθρού». Έτσι έμαθαν όλοι να είναι πιο προσεκτικοί και υπάκουοι.
Από τον καιρό που ή ψυχή του οσίου Θεοδοσίου οδηγήθηκε στον ουρανό, πέρασαν δεκαοκτώ χρόνια. Όλοι οι αδελφοί της Λαύρας, με τον ηγούμενό τους Ιωάννη, αποφάσισαν σε γενική σύναξη την ανακομιδή των λειψάνων του στη μεγάλη εκκλησία.
Χωρίς χρονοτριβή ετοίμασαν τον κατάλληλο χώρο και μία όμορφη πέτρινη λάρνακα, όπου θα τ' απέθεταν.
Τρεις ημέρες πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με την εντολή του ηγουμένου άρχισε στη σπηλιά το σκάψιμο. Πρωτοστατούσε σ' αυτό ο μακάριος Νέστωρ ο οποίος μάλιστα αξιώθηκε ν' αντικρίσει, πρώτος απ' όλους τους αδελφούς, το ιερό σκήνωμα του οσίου. Και αυτός θα μας κάνη τώρα τη σχετική αφήγηση.
«Ό,τι θα σας διηγηθώ δεν το έμαθα από άλλους, αλλά το έζησα ο ίδιος από κοντά.
»Μου είπε ο ηγούμενος να πάω στον όσιο Θεοδόσιο, στη σπηλιά. Έφτασα εκεί χωρίς να μ' αντιληφθεί κανείς και προσδιόρισα το μέρος όπου θα γινόταν το σκάψιμο. Γύρισα έπειτα στο μοναστήρι και ο ηγούμενος μου ανέθεσε την εκταφή:
Πάρε όποιους αδελφούς θέλεις και πήγαινε. Φρόντησε όμως να μη μάθουν οι άλλοι τίποτα μέχρι να ξεθάψετε τα τίμια λείψανα. Την ίδια μέρα, Τρίτη, ετοίμασα τα εργαλεία. Και το βράδυ, αφού νύχτωσε καλά, ξεκίνησα. Με συνόδευαν δυο αδελφοί, εκλεκτοί για την αρετή τους. Οι άλλοι μοναχοί δεν γνώριζαν τίποτα. Φτάσαμε στη σπηλιά κι επιδοθήκαμε στο έργο με μετάνοιες και ψαλμικούς ύμνους.
Άρχισα με ζήλο την εργασία. Όταν πια κουράστηκα, συνέχισε άλλος αδελφός. Η νύχτα στο μεταξύ προχωρούσε, έφτασαν τα μεσάνυχτα και το αποτέλεσμα μηδέν. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τίποτα. Μας έπιασε βαρεία θλίψη. Από τα μάτια μας έτρεχαν δάκρυα. Μήπως ο άγιος δεν ευδοκούσε να φανερωθεί; Μήπως έπρεπε να σκάψουμε στην άλλη πλευρά; Μας ανησυχούσαν τέτοιες σκέψεις.
Παρ' όλ' αυτά πήρα πάλι στα χέρια μου τα εργαλεία και με πολλή προσοχή συνέχισα την εργασία. Στο μοναστήρι χτύπησαν τα σήμαντρα του όρθρου, μου φώναξε ο ένας αδελφός, που βρισκόταν μπροστά στη σπηλιά. Θα τελειώσω κι εγώ τώρα, του απάντησα.
Χωρίς να το ξέρω, έσκαβα ακριβώς πάνω από το τίμιο λείψανο. Όταν σε λίγο το κατάλαβα, με κυρίεψε μεγάλος φόβος. Κύριε, με τις πρεσβείες του οσίου Θεοδοσίου, ελέησέ με, άρχισα να λέω. Έστειλα αμέσως τους αδελφούς να ειδοποιήσουν τον ηγούμενο. Αργότερα έφτασαν κι οι Τρεις. Εγώ στο μεταξύ προχώρησα αρκετά την εργασία. Καθώς έσκυψα να δω καλύτερα, τι βλέπω! Το λείψανο ήταν γεμάτο αγιοπρέπεια, ανέπαφο, ακέραιο, άφθαρτο! Το πρόσωπο φωτεινό, τα μάτια κλεισμένα, τα χείλη ενωμένα, τα μαλλιά της κεφαλής στη θέση τους. Με τη βοήθεια των αδελφών το τοποθετήσαμε σε κλίνη και το μεταφέραμε μπροστά στη σπηλιά.
Αυτά που μας διηγήθηκε ο άγιος Νέστωρ προξενούν το θαυμασμό μας για τα μεγαλεία του Θεού. Αναφέρονται όμως και άλλα θαυμάσια...
Πολλοί μοναχοί της Πετσέρσκαγια, μόλις σήμανε ο όρθρος κι ενώ πήγαιναν στο ναό ατενίζοντας προς το μέρος της σπηλιάς, είδαν επάνω της θαυμαστό φως. Τούτο το αντίκρισαν και πολλοί ευσεβείς από την πόλη του Κιέβου.
Ο εκλεκτός Στέφανος — ο διάδοχος του οσίου Θεοδοσίου στην ηγουμενία, που αργότερα ίδρυσε μοναστήρι στο Κλόβ και τώρα ήταν επίσκοπος στο Βλανπμίρ - βρισκόταν τη βραδιά εκείνη στο μοναστήρι του Κλόβ. Κοιτάζοντας προς την Πετσέρσκαγια, είδε κι αυτός μέσα στη νύχτα ένα θαυμαστό φως πάνω από τη σπηλιά του οσίου.
Σκέφτηκε πως θα γίνεται η ανακομιδή των λειψάνων του μακαρίου Θεοδοσίου και δοκίμασε μεγάλη θλίψη που θ' απουσίαζε, τη στιγμή μάλιστα που είχε ειδοποιηθεί για την επόμενη μέρα.
Τότε με τη συνοδεία του Κλήμεντος, που τον είχε αφήσει διάδοχο του ηγούμενο στο Κλόβ, ανέβηκε σ' ένα άλογο και ξεκίνησε βιαστικά για τη μονή των Σπηλαίων.
Προχωρώντας, αντίκρισε πάλι από μακριά εκείνο το φως. Καθώς πλησίαζε περισσότερο, έβλεπε πάνω από τη σπηλιά ένα πλήθος αναμμένα κεριά. Σαν έφτασε όμως εκεί, δεν είδε τίποτε απ' όλ' αυτά και κατάλαβε πως ήταν σημεία που αποκάλυπταν την υπερφυσική χάρη, την κρυμμένη στα τίμια λείψανα του αγίου.
Την επομένη από την ημέρα της ευρέσεως του λειψάνου συναθροίστηκαν στην περιοχή της σπηλιάς πολλοί — οι θεοφιλείς επίσκοποι Εφραίμ του Περεγιασλάβ, τοποτηρητής τότε του μητροπολιτικού θρόνου του Κιέβου, Στέφανος του Βλαντιμίρ, Ιωάννης του Τσερνιγώφ και Μαρίνος του Γιούργιεφ, οι ηγούμενοι όλων των μονών της περιοχής με πολλούς μοναχούς και πλήθος ευσεβών χριστιανών από διάφορα μέρη.
Παρέλαβαν έτσι με κάθε επισημότητα, με κεριά και θυμιάματα τα λείψανα του οσίου και τα μετέφεραν στην εκκλησία.
Το θέαμα μέσα στο ναό ήταν απερίγραπτο. Τ' αναμμένα κεριά σκορπούσαν μια μυσταγωγική φωτοχυσία. Οι ιεράρχες ασπάζονταν το άγιο λείψανο, οι ιερείς γονάτιζαν μπροστά του, οι μοναχοί και τα πλήθη του λάου συνωστίζονταν για να το προσκυνήσουν με ιερό πόθο. Ύμνους δοξολογίας ανέπεμπαν όλοι προς το Θεό και αίνους ευχαριστίας προς τον όσιο.
Με τέτοια ιερή έξαρση το σεπτό σκήνωμα τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, στο δεξιό μέρος.
Ήταν τότε Πέμπτη, 14 Αύγουστου του 1091.
Η μέρα εκείνη γιορτάστηκε πανηγυρικά.
Θέλοντας ο Κύριος να δοξάσει περισσότερο το δούλο του, ευδόκησε ώστε, δεκαοκτώ χρόνια μετά την ανακομιδή, το έτος 1108, να γίνει ένδοξο τ' όνομά του σ' όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε, στην ανακομιδή, βγήκε από το σκοτάδι της σπηλιάς• τώρα από το σκοτάδι της αφάνειας.
Και να πως έγινε αυτό:
Ο καρδιογνώστης Κύριος ένευσε στην καρδιά του τότε ηγουμένου Θεόκτιστου να ενεργήσει για την επίσημη εγγραφή του οσίου στο χορό των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Θεόκτιστος, μίλησε σχετικά στον ηγεμόνα Μιχαήλ ΣΒιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς. Τον παρακάλεσε να εισηγηθεί στο σεβασμιότατο μητροπολίτη Νικηφόρο, τη σύγκληση συνόδου, που θα εξέταζε την υπόθεση.
Ο μέγας ηγεμόνας Σβιατοπόλκ είχε μάθει για την αγία ζωή του Θεοδοσίου. Έδειξε λοιπόν ζωηρό ενδιαφέρον.
Στη σύνοδο που συγκλήθηκε συγκεντρώθηκαν οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι και όλος ο κλήρος. Ο μητροπολίτης τους ανήγγειλε το θέμα. Ο Σβιατοπόλκ, γεμάτος ενθουσιασμό, τους μίλησε για τη ζωή και την πολιτεία του οσίου. Και όλοι συμφώνησαν για την επίσημη διακήρυξη της αγιότητάς του.
Ο μητροπολίτης έδωσε εντολή στους επισκόπους ν' αναγράψουν σ' όλες τις εκκλησίες το όνομα του Θεοδοσίου, στα δίπτυχα των αγίων. Οι επίσκοποι το δέχτηκαν με πολλή χαρά.
Από τότε άρχισαν να μνημονεύουν τον όσιο σ' όλους τους ναούς, να προσεύχονται σ' αυτόν και να πανηγυρίζουν με λαμπρότητα την ετήσια μνήμη του — 3 Μαΐου —, για τη δόξα του Θεού.