Σελίδα 50 από 72

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιαν 10, 2014 7:48 pm
από Φωτεινή
Η Αγία Θέκλα η Ισαπόστολος

Εικόνα

Η Αγία Θέκλα η Ισαπόστολος εορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου.

Η Αγία Θέκλα έζησε στους Αποστολικούς χρόνους, στους πρώτους δηλ. χρόνους του Χριστιανισμού. Πρόκειται περί μεγάλης Αγίας. Η Εκκλησία την ονόμασε Ισαπόστολο.
Ισαποστόλους δε γυναίκας έχουμε ελάχιστες. Δεν μετριούνται ούτε εις τα δάκτυλα της μιας χειρός. Εν τούτοις δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή της.
Η Αγία Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιον της Μ. Ασίας. Η μητέρα της ήταν επιφανής Ελληνίδα. Την λέγανε Θεόκλεια. Ήταν όμως φανατική ειδωλολάτρισσα και αυταρχικού
χαρακτήρα.
Η Θέκλα ήταν νέα δεκαοκτώ χρονών και αρραβωνιασμένη με ένα επίσημο της περιοχής, που τον λέγανε Θάμυριν. Επρόκειτο μάλιστα να τελέσει τους γάμους της. Εν τω μεταξύ
όμως συνέβη κάποιο γεγονός που άλλαξε τελείως την ζωή της.
Ζούσε, όπως είπαμε κατά τους αποστολικούς χρόνους, τότε δηλαδή που οι 9 Απόστολοι περιόδευαν κάθε χώρα, πόλη και χωριό, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Γνωρίζει τον Απ. Παύλο
Την εποχή εκείνην, εις το Ικόνιον, ήλθε ο Απόστολος Παύλος. Κατέλυσε δε στο σπίτι του ευσεβούς Ονησιφόρου. Το πλήθος των ανθρώπων, που με τόση δίψα έτρεχαν κάθε βράδυ
για να μάθουν την πρωτάκουστη διδασκαλία του Χριστού, προσείλκυσε και την προσοχή της Θέκλας. Την ημέρα δεν είχε το θάρρος να μεταβεί στο σπίτι του Ονησιφόρου. Διότι οι
γυναίκες τότε έμεναν στο γυναικωνίτη. Άλλωστε και η μητέρα της ήταν ειδωλολάτρης, θα μάθαινε και θα την εμπόδιζε. Γι’ αυτό εκμεταλλεύτηκε το σκοτάδι. Πήγε κρυφά και
στεκότανε στην πόρτα του σπιτιού του Ονησιφόρου, χωρίς να την προσέχουν, αλλά και χωρίς να βλέπει κι αυτή τον Απόστολο, πού κήρυττε. Μόνον άκουε.
Τα θεόπνευστα όμως εκείνα λόγια πού βγαίνανε από το στόμα του Αποστόλου, έκαμαν βαθύτατη εντύπωση στη Θέκλα και την βάλανε σε σοβαρές σκέψεις για την σωτηρία της.

Το ύψος της παρθενίας

Μέσα στις άλλες πρωτάκουστες διδασκαλίες της Χριστιανικής πίστεως άκουσε και διά το ύψος της Παρθενίας. Άκουσε, ότι καλός, είναι ο γάμος και ευλογημένος, αλλά καλύτερη
είναι η Παρθενία. Απέχει η Παρθενία όσο ο ουρανός από τη γη.
Έλεγε ο Απόστολος του Χριστού, ότι καλό είναι και πολύ ανώτερο στον άνθρωπο να μη παντρεύεται. Επειδή όμως είναι αδύνατο και για να μη πέσει στην αμαρτία, ας παντρεύεται.
Η μητέρα της την είχε κατασκοπεύσει και γνώριζε που βρισκότανε. Αλλά και η ίδια δεν της απέκρυψε την αλήθεια.
Η Θέκλα με αξιοθαύμαστο θάρρος είπε, ότι πιστεύει κι’ αυτή στο Χριστό και ότι είναι πια Χριστιανή, διότι αυτός είναι ο πραγματικός Θεός.
Η μητέρα της σκέφθηκε. Και τέλος πήρε την απόφαση: Κάλεσε τον μνηστήρα της, τον Θάμυριν και του είπε, ότι είναι ανάγκη να γίνουν το συντομότερο οι γάμοι του με την κόρη της.
Ο Θάμυρις κατόπιν πλησιάζει την Θέκλα και άρχισε με τα συνηθισμένα συναισθηματικά και ερωτικά λόγια να της αλλάξει τις ιδέες. Αλλά κάποιος άλλος ΝΥΜΦΙΟΣ υπήρχε γι’ αυτήν.
Ήταν «ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας βροτούς»: Ο Ιησούς Χριστός, τον όποιον κήρυττε ο Απ. Παύλος. Η περί παρθενίας διδασκαλία του Απ. Παύλου την είχε καταγοητεύσει και είχε
πάρει την απόφαση να μείνει παρθένος. Νύμφη του Χριστού.

Κατηγορείται ο Απ. Παύλος.
Κατήγγειλε ο Θάμυρις τον Απόστολο Παύλο, ότι επιβάλλει την αγαμία, ότι διαλύει τον γάμο, ότι ανατρέπει τον θεσμό της οικογενείας και ότι καταδικάζει το ανθρώπινο γένος σε
αφανισμό.
Ο ηγεμόνας Καστίλλιος ανέλαβε να εξετάσει τον Παύλο. Τον περιόρισε εν τω μεταξύ στη φυλακή, δεμένο, για να τον ανακρίνει μετά από μερικές ημέρες.

Η Θέκλα κατηχείται στη φυλακή.
Στην φυλακή πήγαιναν πολλοί να δουν τον Απόστολο. Μόλις το έμαθε η Θέκλα, πήρε την ηρωική απόφαση να πεθάνει και αυτή για την πίστη του Χριστού. Επήγε λοιπόν και αυτή
στην φυλακή. Επήρε δε μαζί της όλα τα στολίδια της και τα μαργαριτάρια της, που είχε. Τα έδωσε στον δεσμοφύλακα. Εκείνος την άφησε, και έτσι ήλθε στο δέσμιο Παύλο. Εκεί στην
φυλακή συμπλήρωσε την κατήχηση στη νεαρά Θέκλα. Η Θέκλα, που γνώρισε τώρα καλά τον Χριστό και την διδασκαλία του και βρήκε ανεκτίμητο θησαυρό.
Ο ηγεμόνας Καστίλλιος ανέκρινε κατόπιν τον Παύλο, αλλά δεν βρήκε αληθινή καμία κατηγορία. Απεναντίας ένοιωθε μεγάλη ευχαρίστηση ν’ ακούει τα λόγια του. Οι άλλοι άρχοντες
όμως είχαν ένα μίσος εναντίον του, διότι τους υποκινούσε ο Θάμυρις. Τότε ο Καστίλλιος, θέλοντας να σώσει και τον Παύλο και τον όχλο να ικανοποιήσει, διέταξε να τον
μαστιγώσουν και υστέρα από λίγες ημέρες τον εδίωξε από την πόλη του Ικονίου.

Η Θέκλα ποθεί να γίνει Απόστολος.
Η ψυχή της είχε αναφλεγεί από τον έρωτα να υπηρετήσει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ποθούσε να γίνει και αυτή απόστολος του Χριστού, να μεταδώσει αυτά που έμαθε και στους
άλλους, που βρίσκονταν στο σκοτάδι της άγνοιας. Αφού τα διδάχθηκε, δεν μπορούσε να σωπάσει. Θα το διαλαλούσε κι αυτή παντού και θα το κήρυττε το Ευαγγέλιο με όλη την
δύναμη της ψυχής της.
Η μάνα της, αφού μπήκε ο Σατανάς μέσα της και δίωξε κάθε ίχνος μητρικής στοργής και αγάπης, φώναζε να κάψουν την κόρη της ζωντανή στη μέση στο θέατρο, για να φοβηθούν
οι άλλες γυναίκες και να μην αφήνουν τους άνδρες τους για Έναν πεθαμένο Χριστό. Ήθελε να την δει νεκρή και όχι Χριστιανή!

Στο θέατρο να την κάψουν.
Ο άρχοντας τότε έβγαλε απόφαση να θανατωθεί και έδωσε διαταγή να την κάψουν ζωντανή μέσα στο θέατρο, μπροστά σ’ όλον τον κόσμο.
Την ενθαρρύνει στην κρίσιμη στιγμή.
Η Θέκλα βλέπει να εμφανίζεται ο Χριστός, με την μορφή του Παύλου, στη μέση του όχλου και μετά ανήλθε προς τους Ουρανούς. Τότε κατάλαβε η Θέκλα ότι αυτός είναι ο Χριστός
και ότι ήλθε να την ενισχύσει στον μεγάλο της αγώνα, εις τον όποιον θα έμπαινε.

Βροχή καταρρακτώδης σβήνει τη φωτιά.
Η καρτερόψυχη κόρη που είχε μέσα της τον θεϊκό έρωτα, που της κατέκαιε την καρδιά, δεν δείλιασε το υλικό πυρ, αλλά στάθηκε στο μέσον της φωτιάς με σηκωμένα τα χέρια και τα
μάτια στον ουρανό και από κει περίμενε βοήθεια.
Η φωτιά όχι μόνο δεν την έκαιγε, αλλά τη δρόσιζε. Και άλλο θαύμα παράδοξο επακολούθησε.
Τότε αμέσως και απότομα σύννεφα βαριά σκεπάσανε τον ουρανό απ’ άκρου εις άκρον. Η φωτιά έσβησε από την βροχή. Οι βροντές και οι αστραπές συνέχιζαν να συγκλονίζουν τον
τόπο. Χαλάζι έπεσε στο θέατρο και πολλούς σκότωσε. Κατάπληκτος και τρομαγμένος ο όχλος προ του κατακλυσμού εκείνου αφήνει την Θέκλα και φεύγει να κρυφή. Μετά από αυτό
η Αγία ψάχνει να βρει τον Απ. Παύλο, τον οποίο τον βρίσκει μέσα σε ένα μνημείο, τάφο μαζί με τον Ονησιφόρο και την οικογένεια του. Από εκεί λίγο αργότερα, ο Ονησιφόρος
επέστρεψε πίσω στο σπίτι του και ο Παύλος με τη Θέκλα αναχώρησαν, για την Αντιόχεια.
Ένας από τους επισήμους ειδωλολάτρες της πόλεως, ονόματι Αλέξανδρος, που καταγότανε από την Συρία, τόσο πολύ την αγάπησε, μόλις την είδε, την φίλησε στο δρόμο. Εκείνη
φώναξε, και τον έφτυσε. Εκείνος της πρότεινε να την νυμφευτεί. Η Θέκλα όμως απέρριψε χωρίς καμία σκέψη. Το πάθος, όμως, τόσο πολύ κυρίεψε τον Αλέξανδρο, ώστε αυτήν την
χειρονομία την επανέλαβε και σε άλλη τυχαία συνάντηση. Η Αγία μη ανεχόμενη αυτά, του ξέσχισε την χλαμύδα και τον άφησε γυμνό. Ή πράξη αυτή της Αγίας θεωρήθηκε ύβρις και
βλασφημία. Επρόκειτο, λοιπόν, να δικαστεί.

Στα θηρία.
Στο δικαστήριο την καταδίκασαν σε θάνατο. Έπρεπε τώρα να την ρίξουν στα Θηρία να την φάνε.
Η καταδίκη όμως αυτή ήταν άδικη. Γι αυτό η κραυγή του πλήθους αντηχούσε: Είναι άδικη η καταδίκη. Φώναζε βεβαίως ο κόσμος. Αλλ’ εις μάτην. Κανείς δεν τους άκουγε.
Οι δήμιοι εν συνεχεία απέλυσαν νηστικά κι’ εξαγριωμένα λιοντάρια και Αρκούδες εναντίον της, για να την κατασπαράξουν, θαύμα όμως καταπληκτικό επακολούθησε. Μόλις τα
άγρια θηρία πλησίασαν την Αγία, σαν μία αόρατη δύναμη να τα κρατούσε και να τα τιθάσευε, δεν την πείραξαν καθόλου.
Μετά την ξαναέριξαν στα θηρία, σε λιοντάρια και αρκούδες φοβερές.
Μία πολύ άγρια λέαινα στεκόταν κοντά στην Άγια και δεν άφηνε κανένα θηρίο να την πλησιάσει.
Μετά ταύτα αφού πια είδαν ότι δεν μπορούσαν με τα θηρία να της κάμουν τίποτε, πετάξανε την Μάρτυρα του Χριστού σε λίμνη. Αλλά και πάλι η δύναμις του θεού την προστάτεψε
με αλλεπάλληλα θαύματα.
Τέλος ο Αλέξανδρος είπε στον Ανθύπατο.
—Έχω δύο φοβερούς και πολύ άγριους ταύρους. θα τη ρίξω σ αυτούς να την σκοτώσουν.
— Ότι θέλεις κάνε την, του είπε. Εγώ πια παραιτούμαι.

Πράγματι! την έδεσαν την Μάρτυρα και την έβαλαν μέσα που ήταν οι ταύροι. Η Άγια σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχόταν. Εν τω μεταξύ κεντούσαν και εξωθούσαν
τους ταύρους για να τους εξαγριώσουν εναντίον της. Αλλά οι ταύροι έμειναν ακίνητοι. Η προσευχή της Μάρτυρος τους ημέρεψε. Γι αυτό λέγει το τροπάριο της: «Τοῦ ταύρου τόν
θυμόν προσευχή σου ἡμέρωσας».
Την επομένη ημέρα οδήγησαν και πάλι την Άγια στο στάδιο. Ματαίως εξαγρίωναν τα θηρία. Εκείνα δεν κινούνταν εναντίον της. Ο Θεός την φύλαγε με θαυμαστό τρόπο απ’ όλους
τους κινδύνους. Αυτό έκαμε μεγάλη εντύπωση στο λαό. Πολλοί μάλιστα πίστεψαν στο Χριστό.
Ο Αλέξανδρος έπειτα από αυτά φοβήθηκε, διότι η Τρύφαινα ήταν συγγενής του Καίσαρος. Διέταξε; λοιπόν, να ντύσουν την Θέκλα, και την κάλεσε ιδιαιτέρως, ζητώντας να μάθη
ποιά είναι και πώς κανένα μαρτύριο και καμιά βάσανος δεν την πειράζει. .
Η Θέκλα ομολόγησε τότε, ότι είναι Χριστιανή κι ο Θεός, που Τον πιστεύει, είναι ο μόνος αληθινός. Οι άλλοι θεοί είναι ψεύτικοι. Τέλος ο Αλέξανδρος της έδωσε την ελευθερία κι
έφυγε από την Αντιοχεία.
Ζητούσε τότε παντού τον Απόστολο Παύλο και τον βρήκε επιτέλους στα Μύρα της Λυκίας, όπου κήρυττε. Της εξήγησε, ότι την άφησε μόνη, για να μην ελπίζει σε αυτόν, αλλά
μόνο εις τον Χριστό τον Σωτήρα μας. Ακολούθως της συμβούλευσε να αναχωρήσει, για την πατρίδα της, εκεί να εργαστεί για σωτηρία της ψυχής της και για τη σωτηρία των
άλλων. Θα αγωνιστεί εκεί να διαδώσει το Ευαγγέλιο.
Στο βουνό, ασκητεύει, διδάσκει και θαυματουργεί.
Η Θέκλα πήγε στο μνημείο, που είχε βρει κρυμμένο τον Απόστολο Παύλο με τον Ονησιφόρο. Εκεί προσευχόταν στο Κύριο να την οδηγήσει, που είναι θέλημα Του να μεταβεί.
Έπειτα πήγε στη Σελεύκεια. Εκεί, κοντά ήταν ένα βουνό που λεγόταν Καλαμών. Εκεί επείσθη, ότι ήτο θέλημα Θεού να κατοικήσει, βρήκε ένα σπήλαιο μπήκε μέσα και έζησε εκεί
πολλά χρόνια. Ζούσε ασκητικότατα με χόρτα του βουνού και καρπούς των άγριων δένδρων. Υπέμεινε πολλούς και σκληρούς πειρασμούς από .τούς δαίμονας, αλλά με την βοήθεια
του Θεού, τους νικούσε.
Η φήμη όμως της Άγιας βγήκε σε όλους τους γύρω τόπους και τις πόλεις. Πολλές γυναίκες, που θέλανε να σωθούν, έρχονταν σ’ αυτήν και διδάσκονταν την Χριστιανική πίστη.
Αρκετές από αυτές άφηναν τα μεγαλεία του κόσμου. Ασκήτευαν εκεί κοντά της. Ο Θεός της έδωσε δύναμιν να θαυματουργή και να θεραπεύει τας νόσους. Πολλοί, που βλέπανε τα
θαύματα κατηχούντο την Χριστιανική διδασκαλία, και γίνονταν Χριστιανοί.
Οι κάτοικοι της Σελεύκειας βρήκαν στις αρρώστιες των γιατρό πνευματικό και άμισθο. Μονάχα οι γιατροί στενοχωριόνταν, διότι οι ασθενείς τρέχανε στην Άγια Θέκλα και αυτοί
κινδύνευαν να φτωχύνουν.

Πλήρωσαν τότε μερικούς ακολάστους νέους να πάνε να την ατιμάσουν. Αμέσως εκείνοι ανέβηκαν στο βουνό, πήγαν στο σπήλαιο και κτύπησαν την πόρτα. Η Αγία από θεϊκό
φωτισμό γνώριζε την αιτία, για την οποία την επεσκέφθησαν, αλλά τους ρώτησε τί ζητούσαν. Εκείνοι οι αδιάντροποι της είπαν, ότι πήγαν, για να κοιμηθούν μαζί της.
—Εγώ τους λέγει είμαι γερόντισσα. Είμαι και αφιερωμένη εις τον Ιησού Χριστό. Εάν σεις θελήσετε να κάνετε κανένα κακό σε μένα, θα πάθετε σεις μεγάλη ζημιά.
—Εμείς δεν ξέρουμε τι λες εσύ. Εμείς δεν μπορούμε να γυρίσουμε άπρακτοι πίσω. Αυτά της είπαν και επιχείρησαν να την τραβήξουν προς το μέρος των.
—Περιμένετε παιδιά μου λίγο, τους είπε, και θα δείτε την δόξα του Θεού. Εν συνεχεία είπε:
—Κύριε Παντοκράτωρ ο μόνος δυνατός και Οἰκτίρμων, ἡ ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων, ἤ τῶν ἀβοήθητων βοήθεια, ὁ ἐκ πυρός καί θηρίων, Θυραμυδός τέ καί Ἀλεξάνδρου καί βυθοῦ
διασώσας μέ καί εὐδοκήσας ἐν ἐμοί νά δοξασθῆ τό Πανάγιον Ὀνομά Σου, ρύσαι μέ ἐκ τῶν χειρῶν τῶν ἀνόμων τούτων, καί μή ἀφήσης νά ὑβρίσωσι τήν Παρθενίαν μου, τήν ὁποίαν
εἰς Σέ ἀφιέρωσα, διότι σέ ἐπιποθῶ, Νυμφίε μου ἄμωμε.

Μη φοβάσαι, Θέκλα δούλη μου αληθινή, ακούστηκε από τον Ουρανό αχνάτη φωνή. Να! αυτή η πέτρα, που είναι μπροστά σου, σου ανοίγεται για να σου διαφυλάξει την αγνότητα.
Πράγματι! Βλέπει η Μάρτυς, την πέτρα να ανοίγει στα δύο. Μπαίνει αμέσως μέσα στο σχίσμα, και ξανάκλεισε η πέτρα πάλι όπως ξανά ήταν, χωρίς καθόλου να φαίνεται το ρήγμα.
Μπροστά σ’ αυτό το εξαίσιο θαύμα, οι ακόλαστοι τα έχασαν. Πήραν μονάχα το ωμοφόριο της για να το δείξουν ως απόδειξη στους γιατρούς, που τους έστειλαν. Αυτό το πήραν
κατόπιν οι Χριστιανοί και το είχαν οι μεταγενέστεροι, για ευλογία και φυλαχτό από κάθε κακό.
Έτσι τελείωσε μία φωτεινή προσωπικότητας των πρώτων Χριστιανικών χρόνων. Μία ψυχή, η οποία δούλεψε για τον Χριστό από τα 18 χρόνια της, που Τον γνώρισε, έως τα 90,
που εκοιμήθη. Μία ψυχή που αφήνει παράδειγμα λαμπρό για τους άνδρες και τις γυναίκες.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη της την 24ην Σεπτεμβρίου. Την ονόμασε δε, Πρωτόαθλο, Πρωτομάρτυρα και Ισαπόστολο.

Πηγή: http://pragmatikoixristianoi.blogspot.gr

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 11, 2014 9:20 am
από ΦΩΤΗΣ
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΣΑΑΚΙΟΥ, ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ

Εικόνα

Γιορτάζουμε σήμερα 30 Μαΐου, ημέρα μνήμης του Οσίου Ισαακίου, του Ομολογητού και Ηγουμένου της Μονής Δαλμάτων, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο Όσιος Ισαάκιος, έζησε επί αυτοκρατορίας Ουάλη, 364 μ.Χ., ο οποίος ήταν υποστηρικτής των Άρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να στραφεί εναντίον τους.

Ο Όσιος Ίσαάκιος, όπου ήταν Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των Ορθοδόξων Ουάλη, και... αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογό του, του είπε: "Απόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί, ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν, ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν".

Δηλαδή, δώσε στα ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Άν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείστηκε από τα λόγια του Οσίου, αλλά αφού τον ειρωνεύτηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Όσιος Ισαάκιος από Θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα.

Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που του προφήτευσε ο Όσιος. Δηλαδή, στη μάχη που έδωσε κοντά στην Αδριανούπολη, ο στρατός του νικήθηκε και ο ίδιος έπεσε νεκρός. Ο Όσιος Ισαάκιος, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο, σε μεγάλη ηλικία το 396 μ.Χ.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 12, 2014 11:45 am
από ΦΩΤΗΣ
Όσιος ΙΣΑΑΚΙΟΣ ο έγκλειστος

Εικόνα

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δυνατό ν' αποφύγει ο άνθρωπος τους πειρασμούς.
Εάν ο πονηρός τόλμησε να πειράξει στην έρημο τον ίδιο τον Κύριο, πολύ περισσότερο τους δούλους Του.
Αυτό όμως γίνεται κατά παραχώρηση Θεού.
Γιατί όπως το χρυσάφι δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά και καθαρίζεται και λαμπικάρετε και αστράφτει, έτσι και ο πιστός άνθρωπος, που δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά των πειρασμών, θα λάμψη τελικά σαν τον ήλιο μπροστά στο Θεό με τα καλά του έργα, ενώ ο εχθρός που σπέρνει τους πειρασμούς θα παραδοθεί στο αιώνιο πυρ.
Μια μεγάλη πειρασμική δοκιμασία πέρασε και ο όσιος πατέρας μας Ισαάκιος ο έγκλειστος.

Ο όσιος Ισαάκιος, που το κοσμικό του επώνυμο ήταν Τοροπτσάνιν, ασκούσε το εμπόριο και είχε αποκτήσει πολλά πλούτη. Κάποτε όμως η αγαθή του διάνοια σκέφτηκε ότι «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα...». Μοίρασε τότε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και ήρθε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, ποθώντας ν' αφιερωθεί στον Κύριο.
Ο όσιος Αντώνιος, αφού δοκίμασε την αγάπη του στο Θεό και το ζήλο του για το μοναχικό βίο, τον κούρεψε μοναχό.
Από τότε ο ιερός Ισαάκιος, φλεγόμενος από θείο έρωτα, άρχισε μια σκληρή ασκητική ζωή. Με την ευλογία του οσίου Αντωνίου κλείστηκε στο βάθος του σπηλαίου, στο πιο σκοτεινό και ανάερο κελί.
Ήταν υγρό, αποπνικτικό και τόσο στενό, που έμοιαζε μάλλον με φρικώδη υπόγειο τάφο παρά με μοναχικό κελί.

Θέλοντας επίσης να ταλαιπωρήσει και ν' ασκήσει το σώμα του, έβγαλε το τρίχινο πουκάμισο που φορούσαν όλοι οι αδελφοί. Ζήτησε να του αγοράσουν μια κατσίκα. Όταν του την έφεραν, την έγδαρε και φόρεσε το τομάρι της, έτσι όπως ήταν, νωπό και ακατέργαστο, και τ' άφησε να στεγνώσει πάνω στο σώμα του!

Μ' αυτό το «ένδυμα» κλείστηκε ο όσιος μέσα στην κατασκότεινη υπόγεια τρύπα του, έχτισε την είσοδο της και παραδόθηκε στα χέρια του Θεού. Προσευχόταν αδιάλειπτα στον Κύριο με δάκρυα, χωρίς να γνωρίζει πότε ήταν νύχτα και πότε μέρα. Στρώμα δεν είχε και ποτέ δεν ξάπλωνε για ύπνο. Κοιμόταν ελάχιστα, καθισμένος σ' ένα κούτσουρο. Έτρωγε μόνο μέρα παρά μέρα λίγο πρόσφορο, κι έπινε λίγο νερό που του έφερνε ο ίδιος ο όσιος Αντώνιος, ο μόνος που άλλαζε μαζί του μερικές κουβέντες. Την τροφή του την έδινε από μια μικρή θυρίδα, απ' όπου μόλις χωρούσε να περάσει το χέρι.

Ο όσιος Ισαάκιος πέρασε επτά χρόνια σ' αυτή τη σκληρή άσκηση. Αλίμονο όμως! Η καρδιά του δεν έμεινε εντελώς καθαρή από την κενοδοξία. Κάποια ίχνη του δαιμονικού αυτού πάθους μόλυναν τη συνείδησή του. Κι έτσι τον βρήκε μεγάλη συμφορά.

Κάποια νύχτα, όταν ο μακάριος έκανε τις συνηθισμένες του μετάνοιες κι έλεγε τους ψαλμούς του μεσονυκτικού, ένιωσε μεγάλη κόπωση και αισθάνθηκε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Έσβησε το κερί και κάθισε.
Και να! Έξαφνα το σκοτάδι του κελιού διαλύθηκε. Έλαμψε «φως μέγα»! Τι φως ήταν εκείνο! Δυνατό κι εκτυφλωτικό σαν του ήλιου! Ο όσιος αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του, ανίκανος να κοιτάξει ελεύθερα.
Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν δυο πανέμορφοι νέοι με λαμπερά πρόσωπα.
— Ισαάκιε, είπαν στον όσιο, είμαστε άγγελοι και ήρθαμε να σου αναγγείλουμε πως, να!, έρχεται σε σένα ο Χριστός μαζί με τους άλλους αγγέλους τ' ουρανού.
Ταλαίπωρε άνθρωπε του Θεού! Που να ήξερες ότι είχες μπροστά σου δαίμονες, που ήρθαν για να σε πλανήσουν! Ξέχασες ότι ο σατανάς μπορεί να «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» και «οι διάκονοι αυτού ως διάκονοι δικαιοσύνης»!...
Σήκωσε λοιπόν ο όσιος τα μάτια του με δυσκολία, και Τι βλέπει! Πλήθος δαιμόνων, που εκείνος τους πέρασε για αγγέλους, με πρόσωπα αστραφτερά, κι ανάμεσα τους κάποιον που έλαμπε περισσότερο από τους άλλους, εκπέμποντας φωτεινές ακτίνες.
- Ισαάκιε! πρόσταξαν οι δαίμονες. Να ο Χριστός! Πέσε να τον προσκύνησης!
Ανίκανος να διακρίνει τη δαιμονική πλεκτάνη ο μακάριος, ξέχασε να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Κυρίου ή να κάνη το σημείο του σταυρού, που κατατροπώνει τους δαίμονες. Έπεσε λοιπόν ο δυστυχής και προσκύνησε το διάβολο σαν Χριστό!
Αυτοστιγμεί οι δαίμονες ξέσπασαν σε τρομακτικές νικητήριες ιαχές, κραυγάζοντας θριαμβευτικά:
—Δικός μας είσαι, Ισαάκιε! Δικός μας!
Ύστερα άρπαξαν τον όσιο, τον έβαλαν να καθίσει χάμω και μαζεύτηκαν γύρω του. Μεμιάς το κελί γέμισε ασφυκτικά με δαίμονες.
Τότε ο υποτιθέμενος Χριστός πρόσταξε:
— Πάρτε τα όργανα! Πιάστε τα τύμπανα! Παίξτε πανηγυρικά!
Και ο Ισαάκιος να μας χορέψει!

Εμφανίστηκαν αμέσως πολυάριθμοι δαίμονες με μουσικά όργανα και άρχισαν να παίζουν μια μουσική εκκωφαντική και ανατριχιαστική, αληθινά δαιμονική. Την ίδια στιγμή άλλοι δαίμονες σήκωσαν τον όσιο και τον ανάγκασαν να χορέψει μαζί τους στον τρελό ρυθμό της μουσικής.

Ο χορός εκείνος κράτησε πολλές ώρες. Τόσες ώρες κράτησε και ο εμπαιγμός του οσίου από τους δαίμονες. Αφού τον παίδεψαν έτσι βάναυσα, τον παράτησαν κάτω μισοπεθαμένο κι εξαφανίστηκαν.
Είχε φτάσει ήδη το πρωί. Ο όσιος Αντώνιος ήρθε στο παραθυράκι του μικρού κελιού, φέρνοντας όπως πάντα λίγο πρόσφορο και νερό.
—Ευλόγησον, πάτερ Ισαάκιε, είπε χαμηλόφωνα.
Δεν πήρε απάντηση.
- Πάτερ Ισαάκιε, ευλόγησον! είπε πάλι πιο δυνατά. Σιγή.
Ο όσιος Αντώνιος επανέλαβε δύο-τρεις φορές ακόμα το χαιρετισμό. Από το κελλάκι όμως δεν ακουγόταν το παραμικρό. Νόμισε τότε ότι ο Ισαάκιος είχε παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Ειδοποίησε να έρθουν ο όσιος Θεοδόσιος και οι αδελφοί από το μοναστήρι.

Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι πατέρες, άνοιξαν την είσοδο της σπηλιάς και τράβηξαν τον όσιο, νομίζοντας πως ήταν νεκρός. Όταν όμως τον έβγαλαν έξω διαπίστωσαν ότι ζούσε ακόμη. Μόλις που ανέπνεε. Το σώμα του ήταν ξυλιασμένο, ανίκανο να κάνη την παραμικρή κίνηση. Το στόμα μισάνοιχτο. Τα μάτια γουρλωμένα και το βλέμμα απλανές. Σύντομα κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, να μιλήσει ή να κατανοήσει οτιδήποτε.

Ο όσιος Αντώνιος δεν άργησε να καταλάβει πως ο έγκλειστος μοναχός είχε δεχτή δαιμονική επίθεση. Από κείνη τη στιγμή τον πήρε στο μοναχικό του κελί και τον υπηρετούσε με κόπο πολύ. Κι όταν αναγκάστηκε να φυγή από το Κίεβο, διωγμένος από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, τη φροντίδα του δαιμονόπληκτου αδελφού ανέλαβαν ο άγιος Θεοδόσιος και οι άλλοι πατέρες. Τον πήραν στη μονή των Σπηλαίων και μέρα-νύχτα αγωνίζονταν να τον ανακουφίσουν και να τον συνεφέρουν.

Ο δυστυχής Ισαάκιος ήταν πράγματι σε κακό χάλι. Διαλυμένος ψυχικά και σωματικά, κουφός και άλαλος, όχι μόνο να σηκωθεί δεν μπορούσε, αλλά ούτε να γυρίσει πάνω στην κλίνη. Έμενε συνεχώς ξαπλωμένος και ακίνητος, ώσπου πλήγιασε και σκουλήκιασε. Κι ας τον καθάριζε ακούραστα και με αγάπη κάθε μέρα ο ίδιος ο όσιος Θεοδόσιος. Κι ας τον έπλεναν οι αδελφοί. Ούτε τροφή μπορούσε να πάρει. Με χίλιες δυσκολίες κατόρθωναν να χώσουν από το μισάνοιχτο στόμα μέχρι το λαρύγγι του λίγη υγρή τροφή, που την κατάπινε με πολύ κόπο.

Αυτή η κατάσταση κράτησε δυο χρόνια. Ο όσιος Θεοδόσιος προσευχόταν καθημερινά από πάνω του και με δάκρυα παρακαλούσε τον πολυεύσπλαχνο Θεό να λυπηθεί το δούλο Του και να τον λυτρώσει από την κυριαρχία των δαιμόνων. Ώσπου μια μέρα, μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο της ταλαιπωρίας του, ο Ισαάκιος μίλησε! Ζήτησε ψιθυριστά να τον σηκώσουν και να τον στήσουν όρθιο.

Τον σήκωσαν.
Δεν μπόρεσε όμως να σταθεί.
Έπεσε κάτω και περπατούσε με τα τέσσερα, σαν μωρό παιδί.

Σιγά-σιγά έδειξε σημάδια βελτιώσεως. Στην εκκλησία όμως δεν πήγαινε. Τον οδήγησαν αρκετές φορές με τη βία. Και με τον καιρό άρχισε να πηγαίνει μόνος του. Το ίδιο και στην τράπεζα. Καθόταν ξέχωρα από τους αδελφούς και δεν επικοινωνούσε με κανένα. Έβαζαν ψωμί μπροστά του, μα δεν το άγγιζε. Του το 'βαζαν στα χέρια και τον ανάγκαζαν να το φάει, πότε με παρακλήσεις πότε με επιτιμήσεις.
Κάποτε όμως ο όσιος Θεοδόσιος, θέλοντας να τον λυτρώσει από τη δαιμονική επήρεια, είπε αυστηρά:
— Αφήστε το ψωμί μπροστά του, όχι στα χέρια! Να φάει μόνος του!

Για μια βδομάδα ο όσιος Ισαάκιος δεν έφαγε τίποτα. Κατόπιν όμως, βλέποντας τους άλλους να τρώνε, έπιασε κι εκείνος το ψωμί και έφαγε. Αυτή ήταν η αρχή για την οριστική απαλλαγή του από τα δαιμονικά δεσμά.

Μετά την κοίμηση του οσίου Θεοδοσίου, στην αρχή της ηγουμενίας του οσίου Στεφάνου, ο μακάριος Ισαάκιος ξαναβρήκε εντελώς τον εαυτό του, απελευθερωμένος πια από τις αλυσίδες του πονηρού.
Τότε, με την έγκριση του ηγουμένου Στεφάνου, ο όσιος ρίχτηκε πάλι σε σκληρή άσκηση, όχι όμως τώρα στο σκοτεινό κελί, απομονωμένος και ανυπεράσπιστος, αλλά μέσα στο μοναστήρι, περιφρουρημένος από την παρουσία και τη στήριξη του ηγουμένου και των αδελφών.

Διδαγμένος τώρα από το πάθημα του, απευθυνόταν στον πονηρό και του έλεγε:
— Ω διάβολε, εσύ που με πλάνησες όταν ήμουν μόνος στο σπήλαιο! Από δω και πέρα δεν θ' αγωνιστώ πια μόνος και έγκλειστος. Θα σε πολεμήσω μέσα εδώ, στο μοναστήρι μου και θα σε νικήσω με τη χάρη του Θεού και τις ευχές των αδελφών!

Φόρεσε, όπως όλοι, το τρίχινο ένδυμα και με ζήλο επιδόθηκε στα κοινοβιακά έργα. Εργαζόταν υπάκουα κάτω από τις εντολές όλων των αδελφών διακονητών. Πρώτος πήγαινε στο διακόνημα, πρώτος και στην εκκλησία. Όρθιος και αμετακίνητος στεκόταν μέσα στο ναό μέχρι το τέλος των ακολουθιών. Φορούσε κάτι τρύπια παλιοπάπουτσα χειμώνα-καλοκαίρι. Στις μεγάλες χειμωνιάτικες παγωνιές, τα μισόγυμνα πόδια του ξύλιαζαν πάνω στις κρύες πέτρες του δαπέδου της εκκλησίας. Ο όσιος όμως, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση μέχρι την απόλυση.

Μετά την πρωινή ακολουθία πήγαινε στο μαγειρείο, άναβε τη φωτιά, έφερνε νερό κι έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες για το μαγείρεμα. Όταν έρχονταν οι μάγειροι, τα εύρισκαν όλα έτοιμα.

Μια φορά ένας από τους μαγείρους, Ισαάκ στο όνομα, θέλησε να πειράξει το μακάριο και του είπε:
— Πάτερ Ισαάκιε! Να, εκεί στο δέντρο κάθισε ένας κόρακας. Πήγαινε, πιάσ' τον και φέρ' τον εδώ!
Εκείνος έβαλε βαθιά μετάνοια, βγήκε έξω, σκαρφάλωσε στο δέντρο κι έπιασε τον κόρακα χωρίς δυσκολία. Το πουλί, κατά παραχώρηση Θεού, δεν τρόμαξε ούτε προσπάθησε να πετάξει. Άφησε τον όσιο να το πιάσει στ' ασκητικά χέρια του και να το φέρει στο μαγειρείο.

Έμειναν σαν αποσβολωμένοι οι μάγειροι σαν είδαν τ' αποτελέσματα της απλότητας και της υπακοής του αγίου. Ενημέρωσαν τον ηγούμενο και τους αδελφούς, που από τότε άρχισαν να τον τιμούν σαν χαρισματούχο.
Ο θείος Ισαάκιος όμως, για ν' αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων και μια δεύτερη πτώση σε δαιμονική παγίδα, άρχισε να παριστάνει το σάλο. Έλεγε λόγια παράξενα, έκανε τρέλες και προξενούσε ζημιές άλλοτε στους αδελφούς και άλλοτε στους περαστικούς κοσμικούς, με αποτέλεσμα να δέχεται ονειδισμούς, πειράγματα και ραπίσματα. Καταφύγιό του ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, άδειο τώρα μετά την κοίμησή του. Εκεί προσευχόταν νύχτα και μέρα γυμνός, υπομένοντας τη βασανιστική παγωνιά.

Μια νύχτα ο μακάριος άναψε την παλιά, τρύπια ξυλόσομπα του σπηλαίου. Αυτή όμως κάποια στιγμή φούντωσε κι άρχισε να βγάζει μεγάλες φλόγες από τις ρωγμές. Τότε ο όσιος, μην έχοντας άλλο μέσο για να καταστείλει τη φωτιά, άνοιξε το καπάκι της σόμπας και πάτησε μέσα, πάνω στ' αναμμένα ξύλα, με τα γυμνά του πόδια. Στεκόταν εκεί αρκετή ώρα, μέχρι που η φωτιά έσβησε. Ωστόσο εκείνος δεν είχε υποστεί το παραμικρό έγκαυμα.
Πολλά παρόμοια θαυμάσια επετέλεσε ο όσιος, που μετά τον εμπαιγμό του από τους δαίμονες, είχε γίνει με τη χάρη του Θεού χλευαστής τους.
Πολλές φορές εμφανίστηκαν οι δαίμονες και προσπάθησαν να τον τρομάξουν, φωνάζοντας:
- Είσαι δικός μας, Ισαάκιε! Είσαι δικός μας, γιατί προσκύνησες τον άρχοντα μας!
Εκείνος όμως τους απαντούσε θαρρετά:
—Ο άρχοντας σας είναι ο Βεελζεβούλ, που δεν έχει δύναμη περισσότερη από μια μύγα. Γι` αυτό και δεν τον φοβάμαι, όπως δεν φοβάμαι κι εσάς τα μυγάκια, τους δούλους του. Με απατήσατε μια φορά, γιατί δεν γνώριζα τις πονηριές και τις πλεκτάνες σας.
Τώρα όμως, με τη δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και με τις ευχές των οσίων πατέρων μου Αντωνίου και Θεοδοσίου, δεν θα με νικήσετε πια. Θα νικηθείτε και θα σκορπίσετε σαν μύγες!
Και λέγοντας αυτά ο όσιος σχημάτιζε το σημείο του σταυρού πάνω στο σώμα του κι έδιωχνε τους δαίμονες, που έφευγαν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένα σκυλιά. Όμως δεν το έβαζαν κάτω. Ξανάρχονταν αργότερα με την ίδια κακία και περισσότερη αγριότητα.

Τις νύχτες μαζεύονταν έξω από το κελί του οσίου και δημιουργούσαν τρομακτικούς θορύβους. Τσίριζαν, κραύγαζαν, χτυπούσαν σιδερικά, απειλούσαν...
— Ισαάκιεεεε! φώναζαν. Θα κατασκάψουμε το σπήλαιο και θα σε θάψουμε ζωντανό!
— Φύγε από δω, καταραμένε!, έλεγαν άλλοι. Θα σε παραχώσουμε μέσα στη γη!

Ο όσιος όμως με ηρεμία και παρρησία τους απαντούσε:
—Αν ήσασταν άνθρωποι του Θεού θα περπατούσατε στο φως της ημέρας, «ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία». Επειδή όμως υπηρετείτε το σκοτεινό διάβολο, γι' αυτό περπατάτε στο σκοτάδι της νύχτας, όπως ο αρχηγός σας, ο κοσμοκράτορας του σκότους, που «εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού».

Τέτοια και άλλα παρόμοια έλεγε ο μακάριος Ισαάκιος στους δαίμονες, κάνοντας πάντοτε το σημείο του τιμίου σταυρού. Αμέσως οι δαίμονες εξαφανίζονταν σαν καπνός.
Άλλοτε έπαιρναν τη μορφή αγρίων ζώων. Μετασχηματίζονταν σε αρκούδες, λύκους, λιοντάρια ή άλλα αρπακτικά θηρία και ορμούσαν με μουγκρητά και ουρλιαχτά εναντίον του, τάχα για να τον κατασπαράξουν. Άλλοτε πάλι έρχονταν κατά εκατοντάδες σαν φίδια, βατράχια, ποντίκια και άλλα ερπετά ή τρωκτικά, σφυρίζοντας απαίσια.
Σ' όλες τις περιπτώσεις όμως οι δαιμονικές φαντασίες διαλύονταν με την επίκληση του ονόματος του Χριστού και με το σημείο του σταυρού. Και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν έντρομα, ξεφωνίζοντας:
- Αχ, Ισαάκιε, μας νίκησες! Μας νίκησες!
- Δεν σας νίκησα εγώ, αλλά ο παντοδύναμος Κύριός μου! απαντούσε ο όσιος. Εμένα με νικήσατε, τότε που μου φανερωθήκατε με τη μορφή των αγγέλων και του Κυρίου. Αλλά να! Τώρα εμφανίζεστε έτσι που σας ταιριάζει, με τη μορφή ακάθαρτων ζώων, αφού κι εσείς είστε ακάθαρτοι!

Τρία χρόνια πολέμησε έτσι σκληρά με τους δαίμονες ο θειότατος Ισαάκιος. Μετά δεν τόλμησαν να τον ξαναπειράξουν, ηττημένοι πια από τη χάρη του Θεού, που αναπαυόταν στο βιαστή και πνευματέμφορο δούλο Του.

Από τότε εγκαταστάθηκε πάλι στο μοναχικό του σπήλαιο, περιμένοντας το τέλος του με μεγαλύτερη ακόμη άσκηση — νηστεία, αγρυπνία και προσευχή.

Σε λίγο καιρό όμως ασθένησε. Είχε έρθει η ώρα της κλήσεώς του από τον Κύριο, στις αιώνιες μονές του Πατρός.
Οι αδελφοί τον μετέφεραν στο μοναστήρι.
Σε οκτώ μέρες αναχώρησε ειρηνικά για τη χώρα των ζώντων.

Ό ηγούμενος Ιωάννης και οι αδελφοί, κήδεψαν με μεγάλη τιμή το σώμα του στον υπόγειο τόπο όπου αναπαύονται τα σεπτά λείψανα και των άλλων αγίων ασκητών της Λαύρας.
Έτσι ο καλός στρατιώτης του Χριστού, αν και νικήθηκε αρχικά από τον πανούργο εχθρό της σωτηρίας μας, μετά αναδείχθηκε νικητής και κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 12, 2014 2:02 pm
από Φωτεινή
Η Αγία Τατιανή

Εικόνα

Εορτάζει στις 12 Ιανουαρίου

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 - 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.

Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.

Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της.

Πηγή: http://www.saint.gr

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιαν 13, 2014 9:55 am
από ΦΩΤΗΣ
Όσιος ΙΩΑΝΝΗΣ ο πολύαθλος

Εικόνα

Ο ΟΣΙΟΣ Ιωάννης ο πολύαθλος, υπέμεινε πολλές θλίψεις για την αγνεία και την παρθενία, σαν επίγειος νυμφίος του ουράνιου Νυμφίου.

Ο όσιος Ιωάννης τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε έγκλειστος στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά κάποιος από τους αδελφούς, που ο διάβολος τον πολεμούσε άγρια με ακάθαρτους λογισμούς.
- Πάτερ, σώσε με! έλεγε απελπισμένος στον όσιο. Προσευχή σου στον Κύριο να χαλαρώσει λίγο το σαρκικό πόλεμο, γιατί δεν αντέχω άλλο.
- Αδελφέ μου, του απαντούσε ο μακάριος Ιωάννης με λόγια ψαλμικά, «υπόμεινον τον Κύριον ανδρίζου, και κραταιούσθω , η καρδία σου και υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού και αυτός ρύσεταί σε εκ χειρός εχθρού και συντρίψει τους οδόντας αυτού».
Πάτερ, πίστεψε με! Αν δεν με βοηθήσεις, παίρνω τα μάτια μου και φεύγω. Δεν ησυχάζω πουθενά. Μ' έχει τρελάνει ο πόλεμος της σάρκας, θα φύγω και θα τριγυρίζω σαν αγρίμι από τόπο σε τόπο.
- Γιατί, παιδί μου, θέλεις να παραδώσεις μόνος σου τον εαυτό σου στον εχθρό; Να! Στέκεσαι κιόλας στο χείλος του γκρεμού. Ο εχθρός ετοιμάζεται να σε σπρώξει. Και θα 'ναι η πτώση σου μεγάλη και θανάσιμη. Ποτέ δεν θα μπορέσεις πια να σηκωθείς. Αν όμως παραμείνεις εδώ, στο μοναστήρι σου, στο σίγουρο λιμάνι, δεν θα είσαι πια στο χείλος του γκρεμού και δεν θα υπάρχει κίνδυνος να σε γκρεμίσει και να σε θανάτωση ψυχικά ο μοχθηρός εχθρός μας.
Ο Θεός τότε θα σε αμείψει για την υπομονή σου και θα σε βγάλει από την τάφρο των παθών και τη λάσπη της ακαθαρσίας.
Αλλά για να παρηγορηθείς, θα σου διηγηθώ κάτι από τη ζωή μου.

Όταν ήρθα στο μοναστήρι και μπήκα στη μοναχική μας οικογένεια, άρχισα να βασανίζομαι αφόρητα από το πνεύμα της πορνείας. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι τράβηξα. Ρίχτηκα σε σκληρή άσκηση και νηστεία. Δεν έτρωγα τίποτα για δυο και τρεις ημέρες συνέχεια, καμία φορά και για βδομάδα ολόκληρη. Αγρυπνούσα όλη τη νύχτα. Προσευχόμουν αδιάλειπτα. Τρία χρόνια κράτησε το μαρτύριό μου, χωρίς να βρω ανάπαυση.
«Έφυγα και ήρθα στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έπεσα πάνω στον τάφο του, έκλαιγα και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει. Τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί, χωρίς τροφή και νερό. Και ξαφνικά άκουσα τη φωνή του οσίου:
- Ιωάννη! Ιωάννη! φώναξε. Πρέπει να μείνεις εδώ, στο σπήλαιό μου, να ζήσης έγκλειστος με σιωπή και προσευχή. Και ο Κύριος θα σ' απαλλάξει από τον πόλεμο του εχθρού.
»Έτρεξα τότε και βρήκα τον ηγούμενο. Εκείνος, πληροφορημένος από το Θεό, μου έδωσε ευλογία να κλειστώ σ' αυτόν εδώ τον υγρό, στενό, σκοτεινό και απαρηγόρητο τόπο. Συμπλήρωσα ήδη τριάντα χρόνια. Και να! Μόλις πριν από λίγο καιρό βρήκα ανάπαυση. Όλ' αυτά τα χρόνια πάλευα με τους πορνικούς λογισμούς και τα πάθη, ταλαιπωρώντας το σώμα μου με νηστεία και αγρυπνία.
Κι εδώ όμως η φλόγα των σαρκικών παθών με κατέκαιγε. Μη βρίσκοντας άλλο τρόπο να της αντισταθώ, αποφάσισα να βγάλω τα ρούχα και να κρεμάσω στα χέρια και στα πόδια μου βαριά σίδερα, εκθέτοντας το σώμα μου στο μαρτύριο της παγωνιάς κι εξουθενώνοντας τα μέλη μου με το ασήκωτο βάρος των σιδερικών. Αλλά κι αυτή η άσκηση αποδείχθηκε ανεπαρκής.
Έσκαψα τότε στο αμμουδερό χώμα του σπηλαίου ένα βαθύ λάκκο, μπήκα μέσα και σκεπάστηκα με την άμμο ολόκληρος, αφήνοντας έξω μόνο τα χέρια και το κεφάλι. Ήταν τότε αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Έμεινα εκεί, μισοθαμένος και ακίνητος, όλη την περίοδο της νηστείας. Στο διάστημα αυτό υπέφερα τα πάνδεινα από τον πονηρό, που μεταχειρίστηκε κάθε τρόπο για να με βγάλει από το λάκκο.
Πρώτα με βασάνισε με μια οδυνηρή πάθηση των κάτω άκρων. Τα πόδια μου πρήστηκαν και στράβωσαν. Οι αρθρώσεις λύθηκαν. Τα νεύρα παρέλυσαν. Μια βασανιστική φλόγωση έλιωνε τα μέλη μου. Πονούσε και υπέφερε το σώμα μου. Χαιρόταν όμως και δροσιζόταν η ψυχή μου, που λυτρώθηκε μ' αυτή τη σκληρή άσκηση από τους μολυσμούς και βρήκε την καθαρότητα και το θεϊκό της κάλλος. Προτιμούσα λοιπόν να πεθάνω εκεί, να λιώσω μέσα στο λάκκο και να κερδίσω το Χριστό, παρά να βγω έξω και να με κερδίσει ο διάβολος. Ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Τη Μεγάλη Δευτέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου ένας άγριος και φοβερός δράκοντας, που από το τεράστιο στόμα του έβγαζε σε κάθε φύσημα φλόγες κι αστραπές. Με πλησίασε απειλητικά, έτοιμος να με καταπιεί. Δεν με πείραξε όμως. Μόλις επικαλέστηκα τον Κύριο κι έκανα το σημείο του σταυρού εξαφανίστηκε.
Οι απειλές του δράκοντα συνεχίστηκαν όλη την εβδομάδα των Παθών. Τη νύχτα της Αναστάσεως, ο φοβερός δράκοντας ήρθε για τελευταία φορά. Τον είδα ξαφνικά να ρίχνεται πάνω μου. Μ' άρπαξε αστραπιαία κι έχωσε μέσα στο στόμα του το κεφάλι και τα χέρια μου, ό,τι βρισκόταν δηλαδή έξω από το λάκκο. Τα μαλλιά και τα γένια μου κάηκαν κι έμειναν έτσι καμένα, όπως βλέπεις, μέχρι σήμερα. Με επέμβαση του Θεού όμως ο δράκοντας, δεν μ' έβλαψε περισσότερο. Καθώς το κεφάλι μου ήταν μέσα στο λαρύγγι του, φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου:
— Θεέ και Κύριε, σώσε με! Γιατί μ' εγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα, ο μόνος φιλάνθρωπος. Σώσε με τον αμαρτωλό, ο μόνος αναμάρτητος. Απάλλαξε με από την ακαθαρσία μου, για να μην πιαστώ στα δίχτυα του πονηρού για πάντα. Γλίτωσέ με από τον εχθρό που θέλει να με καταπιεί. Έλα να με σώσεις με τη δύναμη Σου. Ρίξε αστραπή και κάψ' τον, για να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης!
Πράγματι, την ίδια στιγμή άστραψε ένα φως ουράνιο. Αμέσως το φοβερό θηρίο εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν το ξαναείδα, με τη χάρη του Θεού.
«"Άκουσα τότε μια φωνή να μου λέει:
- Ιωάννη! Ιωάννη! Σε βοήθησα, όπως Μου ζήτησες. Πρόσεχε τώρα την ψυχή σου, για να μην πάθεις χειρότερα στο μέλλοντα αιώνα!
- Κύριε, ρώτησα με παράπονο, γιατί μ' άφησες τόσο πολύ να βασανιστώ;
- Σε δοκίμασα κατά τη δύναμη της υπομονής σου. Περνώντας έτσι μέσα από το καμίνι των πειρασμών, θα παρουσιαστής μπροστά Μου καθαρός σαν το χρυσάφι. Ποτέ δεν επιτρέπω να δοκιμαστή ο άνθρωπος πάνω από τις δυνάμεις του, για να μην εμπαιχθεί και νικηθεί από τον «αρχέκακο πονηρό Όφη». Εσύ όμως, για ν' απαλλαχθείς από το σαρκικό πόλεμο, προσευχήσου στον όσιο Μωϋσή τον Ούγγρο. Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ στη σωφροσύνη, γι' αυτό μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά όσους πολεμούνται από το πάθος της πορνείας.
Εγώ τότε "εκέκραξα προς Κύριον":
- Κύριε, δι' ευχών του οσίου Μωϋσέως, ελέησε με!
Και να! Αμέσως μ' έλουσε ένα υπέροχο, γλυκύτατο φως, που μέχρι τώρα παραμένει και φωτίζει τη σπηλιά μου τόσο, ώστε δεν μου χρειάζονται κεριά. Και όσοι έρχονται εδώ με πίστη, απλότητα και καθαρή καρδιά, βλέπουν το θείο αυτό φως, που με καταύγασε και με απάλλαξε από τα βέλη του πονηρού εκείνη τη νύχτα της Αναστάσεως».

Τελειώνοντας τη διήγηση του ο πολύαθλος Ιωάννης, στράφηκε στο μοναχό που είχε τον πόλεμο της πορνείας και του είπε:
- Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι καρφώνουμε το νου μας στη λατρεία της σάρκας, Γι` αυτό ταλαιπωρούμαστε. Και ο Κύριος με τη δίκαιη κρίση Του, αφήνει να πολεμηθούμε, γιατί δεν έχουμε καρπούς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε κι εσύ τις ευχές του μακαρίου Μωϋσέως του Ούγγρου και ίσως να σε λυπηθεί ο Θεός.

Αφού προσευχήθηκε μαζί με το μοναχό ο ευλογημένος Ιωάννης, πήρε ένα τεμάχιο από τα τίμια λείψανα του οσίου Μωϋσέως και είπε:
- Ακούμπησέ το στο σώμα σου.
Ο αδελφός έκανε όπως του είπε. Και αυτοστιγμεί ένιωσε να υποχωρεί η πύρωση και να νεκρώνεται το πάθος της ακολασίας, που δεν τον ενόχλησε ποτέ πια.

Ο όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος, αναχώρησε για τον ουρανό λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου.
Τα άγια λείψανά του, κείτονται ασάλευτα μέχρι σήμερα στο λάκκο όπου ο ίδιος είχε θάψει τον εαυτό ίου, ζωντανό ακόμη, για την αγάπη του Χριστού και παρέχουν πλουσιοπάροχα την ίαση σ' όσους ζητούν τη μεσιτεία του προς το Θεό.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Ιαν 14, 2014 11:50 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο Όσιος Ιωβ του Ποτσάεβ

Εικόνα

Ο Όσιος Ιώβ του Ποτσάεφ, κατά κόσμο Ιωάννης Ζέλεζο, γεννήθηκε περί το 1550 στη Γαλικία της Ρωσίας. Έκάρη μοναχός σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών. Η φήμη των ασκητικών του αγώνων απλώθηκε σύντομα σε όλες τις γειτονικές περιοχές της Πολωνίας και της Μικρής Ρωσίας και πλήθος λαού, ανάμεσα τους και ο Πρίγκιπας του Όστρογκ, στράφηκαν προς αυτόν. Εξελέγη ηγούμενος μετά από παρακλήσεις των συνασκητών του.

Διακρίθηκε για τους αγώνες τοu υπέρ της Ορθοδοξίας, την οποία απειλούσαν οι αιρέσεις της Ουνίας και των Προτεσταντών. Την ήμερα ασκούσε τον εαυτό του με συνεχές εργόχειρο, κυρίως αγροτικές εργασίες και κτίσιμο ιχθυοφραγμάτων. Τη νύχτα αποσυρόταν σ' ένα σπήλαιο στο όποιο προσευχόταν. Εκεί αξιώθηκε να αντικρίσει το άκτιστο φως. Υπήρξε, παράλληλα, σημαντικός συγγραφέας και απολογητής της Ορθοδοξίας. Ο Όσιος Ιώβ κοιμήθηκε εν ειρήνη το 1651, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία. Τόσο η κατάσταση των λειψάνων του, πού μυρόβλησαν, όσο και τα θαύματα του οδήγησαν την Εκκλησία στην ανακήρυξη τον ως Άγιου.
Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. Στις 28 Αυγούστου εορτάζεται η εύρεση του τιμίου λειψάνου του.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιαν 15, 2014 9:51 am
από ΦΩΤΗΣ
Ανάμνηση ανακομιδής λειψάνου Οσίου Ιωσήφ Γεροντογιάννη

Εικόνα

Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 7 Αυγούστου εκάστου έτους.

Ο Ιωάννης Βιτσέντζος ή Γεροντογιάννης γεννήθηκε στο ημιερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου Καψά το 1799 μ.Χ. Στα ερειπωμένα κελλιά της άγονης και απόμονωμένης περιοχής είχαν μεταβεί οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς του Εμμανουήλ και Ζαμπία λόγω τουρκικής επιδρομής. Αργότερα, όταν ησύχασε η κατάσταση, διέμειναν μόνιμα στο χωριό Λιθίνες.

Όταν ήρθε σε νόμιμη ηλικία νυμφεύθηκε την κυνηγημένη από τους Τούρκους Καλλιόπη από την οικογένεια των Γεροντάκηδων ή Γεροντήδων, η οποία ζούσε κρυμμένη και εκείνη στα νοτιοανατολικά παράλια, φοβούμενη μήπως έχει την ίδια τύχη που είχε η μοναδική αδελφή της, η οποία αυτοκτόνησε για να μην ατιμασθεί από ένα Τούρκο που είχε ενδιαφερθεί έντονα γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και η Καλλιόπη στάλθηκε από τους γονείς της στις ερημικές ακτές της περιοχής, κοντά στην έρημη τότε Μονή Καψά και τελικά παντρεύθηκε τον Γεροντογιάννη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες κι ένα γιο.

Ο Γεροντογιάννης ήταν ατίθασος, αλλά ιδιαίτερα ευσεβής. Πολλές φορές είχε γίνει στόχαστρο των τουρκικών αρχών και τον είχε καταδιώξει η Τουρκική Αστυνομία. Γι’ αυτό συχνά κατέφευγε με την οικογένειά του στο φαράγγι των Περβολακίων, όπου ήταν αδύνατο να τον ανακαλύψει κανείς. Το περισσότερο διάστημα του έτους διέμεναν στο μετόχι «Κατσαρόλι», κοντά στις Λιθίνες.


Συμφωνα με την παράδοση, κάποια Κυριακή ο Ιωάννης μάζεψε ξύλα και τα φόρτωσε στο ζώο για να τα πουλήσει, όπως συνήθιζε, στα χωριά Αρμένους και Χανδράς και να αγοράσει κρασί. Πήρε μαζί του και τη σύζυγό του Καλλιόπη και την άφησε στις Λιθίνες για να δει τους συγγενείς της, ενώ τα παιδιά έμειναν μόνα τους στο μετόχι. Στο γυρισμό ένα κακό προαίσθημα είχε φωλιάσει στην καρδιά της Καλλιόπης που παρακινούσε συχνά το σύζυγό της να βαδίσει γρηγορότερα. Οταν έφτασαν βρήκαν τη μικρή τους κόρη Ειρήνη καμμένη έξω στο αλώνι, που την είχαν βγάλει τα άλλα αδέλφιά της, νομίζοντας ότι ο αέρας θα έσβηνε τη φωτιά που είχε πιάσει το φορεματάκι της. Το ατύχημα αυτό που επέφερε τον θάνατο της κόρης του, θεωρήθηκε από τον Ιωάννη θεία τιμωρία για τις αμαρτίες του και κυρίως για την καταπάτηση της Κυριακάτικης αργίας. Το γεγονός αυτό σφράγισε τη ζωή του και στάθηκε η αφορμή για να μεταμορφωθεί.


το σπηλαιο όπου έζησε ο Γεροντογιάννης
Έφυγε από το μετόχι και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Λιθίνες. Οι χωριανοί, οι συγγενείς και όσοι τον γνώριζαν διαπίστωναν καθημερινά την «αλλοίωσή του». Ο σκληρόκαρδος, ευέξαπτος και εριστικός Ιωάννης μεταμορφώθηκε σε έναν μακρόθυμο, ελεήμονα, πράο και ανεξίακακο άνθρωπο. Η συνειδητή συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωη της Εκκλησίας, οι νηστείες, οι προσευχές, οι ελεημοσύνες και η διαρκής μετάνοια καθάρισαν την καρδιά του, φώτισαν το νου του και μπόρεσε να δεχθεί μία θεία αποκάλυψη, που έμελλε να σταθεί καθοριστική για τη μετέπειτα ζωη του. Ο Γεροντογιάννης το έτος 1841 μ.Χ. σε ηλικία 42 ετών έπεσε σε βαθύ ύπνο. Αγγελος Κυρίου τον άρπαξε, όπως τον Απόστολο Παύλο, σε υψηλή θεωρία και είδε τις τάξεις των δικαίων που βρίσκονται σε ουράνια δόξα και χαρά, αλλά και τις διάφορες τιμωρίες των καταδικασμένων στην αιώνια κόλαση. Μετά από 43 ώρες ξύπνησε χαρούμενος και γαλήνιος βλέποντας γύρω του πλήθος από συγγενείς, γειτόνους και συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν μαζευθεί για να δουν από κοντά τι του συμβαίνει. Ανάμεσά τους και μια παράλυτη γρια, πάνω στην οποία άπλωσε το χέρι του και ψιθυρίζοντας κάποια ευχή, την θεράπευσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πολυάριθμων παρευρισκομένων. Αμέσως μετά άρχισε να κηρύττει και να θαυματουργεί. Πολλοί κάτοικοι της επαρχίας Σητείας περνούσαν καθημερινά από το σπίτι του για να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του, να δεχθούν τις συμβουλές του και να θεραπευθούν από τις διάφορες ασθένειές τους.

Τα γεγονότα αυτά, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησαν θόρυβο γύρω από το όνομά του. Τη χρονιά αυτή επικρατούσε αναστάτωση λόγω της επανάστασης και ο Γεροντογιάννης θεωρήθηκε ύποπτος από τις Τουρκικές αρχές και διαβλήθηκε ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, διότι τάχα οι συναθροίσεις στο σπίτι του είχαν σκοπούς επαναστατικούς με θρησκευτικό πρόσχημα. Η αλήθεια είναι ότι τον Όσιο Γεροντογιάννη περιέβαλαν κυρίως ασθενείς και ανάπηροι άνθρωποι, στον οποίο κατεύφευγαν για να βρουν ανακούφιση, παρηγοριά και θεραπεία. Τρεις φορές κλήθηκε για να απολογηθεί ενώπιον του Διοικητού Κρήτης Μουσταφά Πασά. Όμως αυτές οι αλλεπάλληλες διώξεις και προσαγωγές στο Ηράκλειο είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, αφού από κάθε χωριό που περνούσε ο διωκόμενος καλόγερος σήμαινε συναγερμός και μαζεύονταν πλήθος κόσμου για να τον χαιρετήσει και να λάβει την ευλογία του. Μάλιστα κατά την τρίτη προσαγωγή του Γεροντογιάννη συγκεντρώθηκε πλήθος πιστών με αποτέλεσμα να εξοργιστεί ο Διοικητής και να διατάξει τη φρουρά του να διαλύσει με βία το πλήθος και να οδηγήσει τον Γεροντογιάννη αμέσως στη φυλακή. Ύστερα από παράκληση όμως κάποιου Σητειακού συμβούλου του Διοικητή, του Ιωάννου Καπετανάκη ή Γαλανάκη από το χωριό Κρυά, του επιτράπηκε να πάρει στο σπίτι του τον Γεροντογιάννη, χωρίς όμως να βγαίνει έξω μέχρι να να εκδοθεί η απόφαση, η οποία φημολογούνταν ότι θα ήταν η εξορία εκτός της Κρήτης ή η φυλάκιση. Συνέβη, όμως, ο σοβαρός τραυματισμός του μικρού παιδιού του Διοικητού, που γκρεμίστηκε από τη σκάλα και έμεινε αναίσθητο, χωρίς να μπορεί κανένας ιατρός να το επαναφέρει στις αισθήσεις του. Η πατρική στοργή ανάγκασε τον Τούρκο Διοικητή να καλέσει τον θαυματουργό θεραπευτή των Ρωμιών, τον Γεροντογιάννη, ο οποίος πράγματι μόλις ακούμπησε το χέρι του πάνω στο αναίσθητο παιδί και απήγγειλε μια ευχή, αμέσως το μισοπεθαμένο παιδί απέκτησε τις αισθήσεις του και επανήλθε στη ζωή. Ανάλογη θεραπεία έδωσε και στην πεθερά του Διοικητού την οποία απάλλαξε από χρόνια και ανίατη αρώστια. Τότε ο Τούρκος Διοικητής άφησε ελεύθερο τον Γεροντογιάννη να επιστρέψει στο χωριό του για να συνεχίσει το φιλάνθρωπο έργο του. Μάλιστα με πολλή ευγνωμοσύνη του έστειλε πλούσια δώρα στο χωριό του, αλλά εκείνος δέχθηκε να κρατήσει μόνο 17 κανδύλια για τον ναό της Παναγίας των Λιθινών. Τότε ο Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Ιλαρίων συμβούλευσε τον Γεροντογιάννη να πάει σε μία ερημική μακρινή περιοχή, έτσι ώστε να σταματήσουν οι αντιδράσεις και οι καταγγελίες των Τούρκων. Ως καταλληλότερο χώρο δεν μπορούσε να σκεφθεί ο Όσιος άλλο τόπο εκτός το ημιερειπωμένο Μονύδριο του Καψά, όπου γεννήθηκε, βαπτίσθηκε και νυμφεύθηκε. Ετσι, η νεώτερη ιστορία της Μονής αρχίζει με την απόφαση του να εγκατασταθεί το έτος 1841 μ.Χ., στην έρημο του Καψά.


Μετά το 1840 μ.Χ. η διοίκηση της Κρήτης από τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά ήταν συχνά ανεκτική και οι τουρκικές αρχές έδειχναν ανοχή στην ανακαίνιση μοναστηριών και στην επισκευή πολλών ιερών ναών που είχαν παραμεληθεί για αιώνες ολόκληρους. Έτσι, το 1841 μ.Χ. ο τελευταίος ιδιοκτήτης της περιοχής στην οποία βρισκόταν και το ερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου, Χατζη-Νικόλαος Ζαφείρης από το χωριό Αγία Τριάδα Σητείας, ο οποίος την είχε αγοράσει από τον Τούρκο Δερβίς Αγά Χατζαριφάκη, παραχώρησε το σπηλαιώδη ναό και τη γύρω από το έρημο Μονύδριο έκταση στον Όσιο Ιωσήφ τον Γεροντογιάννη, ιδρυτή και ανακαινιστή της Μονής. Ο Όσιος ήταν εντελώς αγράμματος και δεν άφησε γραπτά στοιχεία για να γνωρίζουμε με σιγουριά τι βρήκε στον Καψά τότε. Βέβαιο είναι ότι υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου, που όπως φαίνεται προσέλκυε πολλούς πιστούς από τα γύρω χωριά, καθώς και δύο οικήματα δίπλα στο ναό. Υπήρχε ακόμα ένα πηγάδι με υφάλμυρο νερό, εικόνα που μαρτυρεί την προΰπαρξη μοναστηριού, πάνω στα ερείπια του οποίου κτίσθηκε η νέα Μονή. Το εγκαταλελειμμένο Μονύδριο άρχισε πάλι να αποκτά ζωή και να συρρέουν προσκυνητές και ασθενείς που ήθελαν να γνωρίσουν τον ιδιότυπο ερημίτη και επιζητούσαν την ευλογία του για τη θεραπεία των ασθενειών τους.


Ο Όσιος Γεροντογιάννης έμενε σ’ ένα απόκρημνο σπήλαιο για δεκαεπτά χρόνια βορειοδυτικά του σπηλαιώδους ναού και τα παλιά κελλιά παραχωρήθηκαν στους πολυάριθμους προσκυνητές, ενώ αρκετοί ήταν και οι υποψήφιοι μοναχοί που ήθελαν να μονάσουν δίπλα στον ερημίτη, ώστε να αρχίσει να δημιουργείται ο πυρήνας της πρώτης συνοδείας του. Τα γεγονότα αυτά επέβαλαν την ανακαίνιση της Μονής, την επισκευή των παλιών κτιρίων και την ανέγερση νέων. Οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια, με εξαίρεση μία διακοπή το 1858 μ.Χ., όπου ο Γεροντογιάννης για πέντε μήνες κατέφυγε στην Κάσο, λόγω μιας νέας επανάστασης που ξέσπασε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη.


Το 1861 μ.Χ. προστέθηκε και το δεύτερο κλίτος της Αγίας Τριάδος στο Καθολικό της Μονής μέσα στο βράχο. Τα κτίσματα οικοδομήθηκαν σε τέσσερα επίπεδα και περιελάμβαναν κελλιά, ξενώνα, τράπεζα, μαγειρείο, φούρνο, αποθήκες και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων.


Το 1863 μ.Χ. το μοναστήρι ήταν εντελώς έτοιμο και ο τότε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Ιλαρίων τέλεσε τα εγκαίνια του Καθολικού της Μονής και προχείρισε τον κατά κόσμο Ιωάννη σε Μεγαλόσχημο Μοναχό, μετονομάζοντάς τον σε Ιωσήφ.


Ο Όσιος Γεροντογιάννης εξακολουθούσε να παραμένει στη Μονή Καψά μέχρι που ξέσπασε η επανάσταση του 1866 μ.Χ., και τότε φοβούμενος μήπως οι κατακτητές καταστρέψουν το μοναστήρι, αποφάσισε να εγκατασταθεί μαζί με τη συνοδεία του σε ένα παλιό ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο μοναστήρι την Αγία Σοφία, που βρίσκεται στο οροπέδιο των Αρμένων στη μέση περίπου της επαρχίας Σητείας. Στη Μονή Καψά άφησε μόνο ένα επιστάτη-μοναχό μέχρι το 1870 μ.Χ. Ο Όσιος και στην Αγία Σοφία ασχολήθηκε με την εκ βάθρων ανακαίνιση της Μονής και την καλλιέργεια των κτημάτων της, ώστε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταμόρφωσε κυριολεκτικά την περιοχή, γεγονός που προκέλεσε τον θαυμασμό όλων. Επειδή και εκεί πήγαιναν πολλοί προσκυνητές από τα γύρω χωριά για να τον συναντήσουν, έπεσε θύμα συκοφαντίας, οπότε επέστρεψε στην αρχική Μονή του, ύστερα από εντολή του τότε Επισκόπου Ιεράς και Σητείας Νεοφύτου.


Ο Όσιος ζούσε με έντονη άσκηση, προσευχή και νηστεία. Έτρωγε ξηρή τροφή, κυρίως ελιές, χόρτα και παξιμάδια. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε στο κελλί του προσευχόμενος. Παρακολουθούσε τις Ακολουθίες από ένα παράθυρο του κελλιού του που έβλεπε προς τον Ναό και μόνο κάθε Κυριακή, όταν κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια κατέβαινε στην Εκκλησία. Απέκτησε από τον Θεό πλούσια χαρίσματα, ώστε επιτελούσε καθημερινά πάμπολλα θαύματα σε όσους με πίστη στο Θεό πλησίαζαν κοντά του. Η φήμη του γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη και στα νησιά Χάλκη, Κάσο και Σύμη, ώστε καθημερινά τον επισκέπτονταν πλήθος πιστών, ζητώντας τις σοφές συμβουλές του και οδηγίες για την καθημερινή τους ζωή. Άλλοι ζητούσαν τη θεραπεία τους από ασθένειες και την απαλλαγή τους από ακάθαρτα πνεύματα. Ο Γεροντογιάννης, διατηρώντας την εσωτερική κατάσταση της ησυχίας του και κινούμενος από άπειρη αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο κατά το πρότυπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συμβούλευε, ενίσχυε και θεράπευε όλους τους ασθενείς, χαρίζοντάς τους με την χάρη του Κυρίου την υγεία της ψυχής και του σώματος.


Ήταν ευρύτατα γνωστό ότι ο Όσιος σταύρωνε το νερό της θάλασσας και γινόταν γλυκό. Ακόμα έριχνε το ράσο του στη θάλασσα και το χρησιμοποιούσε ως σχεδία για να μεταβαίνει τακτικά χάριν ησυχίας στο Κουφονήσι, νησί που απέχει αρκετά μίλια από τη Μονή. Επίσης ο Όσιος είχε προορατικό χάρισμα, γι’ αυτό ξεχώριζε τα κλεμμένα προϊόντα που συχνά οι προσκυνητές του έφερναν ως δώρα, ζητώντας μάλιστα απ’ αυτούς που τα έφερναν να τα γυρίσουν πίσω. Η πολυχρόνια και υπεράνθρωπη άσκηση του σώματος γρήγορα εξεσθένησαν το ασθενικό σώμα του και η φωνή του λεπτύνθηκε, ώστε μετά βίας μπορούσαν να ακούσουν οι παρευρισκόμενοι όσα τους έλεγε. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρέμενε στο κελλί του κλινήρης. Προείδε τον θάνατό του και προσκάλεσε πριν την εκδημία του προς τον Κύριο όλη την Συνοδεία στο κελλί του για να τους ζητήσει συγχώρηση και να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Άφησε διάδοχο του τον Μοναχό Ανανία, προείπε ό,τι θα συμβεί στη Μονή μετά τον θάνατό του και όρισε την ακριβή ημέρα και ώρα του θανάτου του. Από τον εγγονό του Ιωσήφ, Διάκονο τότε, και τον Ιερομόναχο Γεννάδιο ζήτησε να λειτουργήσουν μαζί και να τον κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.


Στις 6 Αυγούστου του έτους 1874 μ.Χ., αφού κοινώνησε, κάλεσε πάλι τους Πατέρες στο κελλί του, τους ζήτησε ξανά συγχώρηση, έκανε το σημείο του Σταυρού, πλάγιασε δεξιά και αφού σταύρωσε τα χέρια του οσιακά παρέδωσε την μεταμορφωμένη ψυχή του στον μεταμορφωθέντα Κύριο.


Η σωρός του έγινε λαϊκό προσκύνημα και πολύς κόσμος κατέκλυζε καθημερινά τη Μονή για να τον προσκυνήσει και να τον αποχεραιτίσει, ώστε έμεινε επί τρεις μέρες άταφος. Ταφηκε στις 9 Αυγούστου 1874 μ.Χ. μέσα στην Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου στη νοτιοδυτική γωνία σε πέτρινο λαξευμένο τάφο από τον εγγονό του και μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Αρχιμ. Ιωσήφ Γεροντάκη. Αυτός, κινούμενος από την ευλάβεια του ευσεβούς λαού προς τον Όσιο, ανεκόμισε στη συνέχεια την τιμία Κάρα του αγίου, την οποία και απέθεσε στο πάνω μέρος του τάφου. Από την κοίμηση του Οσίου η ευλάβεια των πιστών προς τον Όσιο ήταν αμείωτη και μάλλον μέρα με την ημέρα αύξανε και διαδιδόταν από γενεά σε γενεά. Οι προσερχόμενοι στο Μοναστήρι, προσκυνούσαν την κάρα του Οσίου, όπως και την εικόνα του, ενώ έπαιρναν και χώμα από τον τάφο ως ευλογία και θεραπεύονταν.

Η ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., δηλαδή 108 χρόνια από την κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.

Ακολουθία του οσίου αυτού συνέγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, την οποία, μαζί με τον βίο του οσίου, εξέδωσε η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Κάψα Σητείας Κρήτης, το 1993.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῆς μονῆς τοῦ Προδρόμου τὸν νέον κτίτορα, ἀσκητικῆς ἐποφθέντα ἐν τὴ ἐρήμω Καψὰ ἀγωγῆς ἀρτίως ἄστρον παμφαέστατον, στέψωμεν ἄνθεσιν ᾠδῶν καὶ προσπέσωμεν αὐτοῦ λειψάνοις τοὶς πανιέροις, ταὶς πρεσβείαις σου ἐκβοῶντες σῶσον ἠμᾶς ἐκ πειρασμῶν, Ἰωσήφ.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιαν 15, 2014 5:55 pm
από Φωτεινή
Άγιος Γοβδελαάς και αγία Κασδόα

Εικόνα

Τα παιδιά του βασιλιά της Περσίας που μαρτύρησαν για τον Χριστό. Ένας πρίγκηπας και μια πριγκίπισσα από την Περσία που αγάπησαν τον Χριστό και μαρτύρησαν κατά προσταγή του βασιλιά πατέρα τους!

Ο Χριστός φανερώνεται στις αγαθές ψυχές, ενώ η κακία του πονηρού κάνει απάνθρωπο ακόμα και έναν πατέρα και τον οδηγεί στην θανάτωση των παιδιών του...

Στα χρόνια του βασιλιά των Περσών Σαβωρίου, κατά το έτος 330 μ. Χ., ζούσε κάποιος Πέρσης, άρχοντας, συγγενής του βασιλιά, που ονομαζόταν Δάδας. Ο Δάδας ήταν πιστός Χριστιανός και δεν δίστασε να φανερώσει την πίστη του. Γι΄αυτό διεβλήθη στο βασιλιά και εκείνος πρόσταξε να δικαστεί από τον γιο του Γοβδελαά και από τον άρχοντα Αδραμέλεχ.

Εκείνοι, αφού τον ανέκριναν και δεν μπόρεσαν να τον πείσουν να αρνηθεί το Χριστό, πρόσταξαν να αναφτεί ένα μεγάλο καμίνι και να ριχτεί μέσα ο Δάδας. Ο αθλητής του Χριστού πλησίασε στο καμίνι και σχημάτισε πάνω του το σημείο του σταυρού. Αμέσως, ω του θαύματος, η φωτιά έσβησε και αντί για φλόγες ανέβλυσε νερό!

Βλέποντας αυτό το μεγάλο θαύμα, όλοι οι παρεβρισκόμενοι έμειναν εκστατικοί. Ο υιός του βασιλέως, ο Γοβδελαάς, ρώτησε τότε τον Δάδα: «Ποιος σου δίδαξε αυτές τις μαγείες;» Και ο Δάδας αποκρίθηκε: «μακάρι να αξιωθείς να μάθεις και εσύ τέτοια από τον διδάσκαλό μου, τον Χριστό». Αν πιστέψω στο Χριστό θα μπορέσω να κάνω και εγώ παρόμοια θαύματα;» «Όχι μόνο τέτοια, αλλά και θα αξιωθείς να συμβασιλεύσεις με τον ίδιο τον Χριστό».

Τότε πρόσταξε ο Γοβδελαάς να αναφτεί ένα άλλο καμίνι και, αφού επεκαλέστηκε το όνομα του Χριστού, αμέσως έσβησε η φωτιά. Χάριν του μεγάλου αυτού θαύματος, πίστεψε στον Χριστό.

Όταν έμαθε ο βασιλιάς ότι ο γιος του είναι Χριστιανός, πρόσταξε να τον ραβδίσουν δυνατά. Ο μάρτυς του Χριστού, καθώς δέροταν σε όλο το σώμα, παρακαλούσε σιωπηλά το Χριστό να του δοθεί υπομονή. Τότε Άγγελος Κυρίου φάνηκε που τον ενεθάρρυνε και τον ενεδυνάμωνε λέγοντας: «Έχε θάρρος, και μην φοβάσαι, γιατί εγώ είμαι μαζί σου».
Κατά προσταγή του βασιλιά πατέρα του, ρίχτηκε στη φυλακή και μετά συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια. Με θαυματουργικό τρόπο λύθηκαν τα δεσμά του και ο άγιος έγινε υγιής, όπως ήταν στην αρχή. Τότε ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να τον θανατώσουν λέγοντας:» Θανατώστε αυτόν τον δυσσεβή, γιατί δεν είναι πλέον υιός μου, αλλά επίβουλος μου, αφού πιστεύει στον Χριστό».

Τα μαρτύρια συνεχίστηκαν και πάλι θαυματουργικά ο άγιος έγινε υγιής. Βλέποντας αυτά τα θαυμαστά γεγονότα οι άλλοι φυλακισμένοι έλεγαν: «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών!»

Η μητέρα του μάρτυρος και η αδελφή του, η Κασδόα, ήθελαν να τον δουν ,αλλά φοβόταν την οργή του βασιλιά, που είχε δώσει εντολή κανείς να μην πάει κοντά του και ούτε νερό να μην του δώσουν. Αλλά η Κασδόα τόλμησε και πήγε στην φυλακή και του έδωσε νερό. Και ο μάρτυς του Χριστού, ενώ μέχρι τότε ζητούσε παρηγοριά και θεραπεία από το Θεό, επειδή η ψυχή του δεν ήταν ακόμα στερεωμένη στην πίστη του Χριστού, εφόσον η ψυχή του έγινε σταθερή στην πίστη δεν ζητούσε ιατρεία αλλά υπομονή και προθυμία για τα βάσανα.

Κάποιος μάγος που βρισκόταν στην φυλακή για τις κακίες που είχε κάνει, βλέποντας την υπομονή του αγίου και τις θαυμαστές θεραπείες του, έπεσε στα πόδια του και ζητούσε να τον ευλογήσει με την χάρη του Θεού. Και ο άγιος του είπε: «Πίστεψε σ΄ αυτόν και θα σε λυτρώσει από όλες τις αμαρτίες σου.» Τότε ο πρώην μάγος πίστεψε στον αληθινό Θεό.

Ο βασιλιάς πρόσταξε να συνεχιστούν τα μαρτύρια, αλλά ο άγιος γιατρεύτηκε πάλι από την χάρη του Θεού. Σκέφτηκαν μετά να τον σταυρώσουν πάνω σε ένα ξύλο και πλήθος λαού να τον τοξεύουν με βέλη. Αλλά και πάλι με θαυματουργικό τρόπο τα βέλη όχι μόνο δεν τον χτυπούσαν, αλλά φαινόταν σαν να κρέμονται στον αέρα!

Τότε ο βασιλιάς έστειλε στην φυλακή την κόρη του, την Κασδόα, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσει τον αδελφό της με τα γλυκά της λόγια. Αλλά η Κασδόα, αφού κατηχήθηκε από τον αδελφό της έγινε πιστή Χριστιανή. Κατά προσταγή του βασιλιά πατέρα της, την ράβδισαν και την ρίξανε στην φυλακή. Εκεί η αγία , καθώς πονούσε από τους ραβδισμούς και τα βάσανα που της έκανα, λέει στον αδελφό της:» Παρακάλεσε για εμένα τον Θεό, αδελφέ μου, γιατί δεν μπορώ να υπομείνω άλλα βάσανα». Και ο άγιος της αποκρίθηκε:» Μην χάνεις την πίστη σου στον Θεό, και ελπίζω ότι δεν θα επιτρέψει να σε αγγίξει άλλο βασανιστήριο».

Τα απάνθρωπα βασανιστήρια συνεχίστηκαν για τον άγιο. Τον κρέμασαν από τα χέρια σε δυο ξύλα, αλλά και εκεί κρεμασμένος ο άγιος δεν έπαψε να δοξολογεί τον Θεό. Εκεί ζήτησε από δύο ιερείς που κρυφά κατέγραφαν τα μαρτύριά του να φέρουν νερό και λάδι για να βαπτιστεί.

Τότε ένα μικρό σύννεφο σαν ομίχλη στάθηκε από επάνω του και έβρεξε νερό και λάδι στο κεφάλι του. Και αμέσως έλαμψε φως στο πρόσωπο του αγίου και φωνή ακούστηκε που έλεγε:» Δούλε του Θεού Γοβδελαά, έλαβες το Άγιο Βάπτισμα».

Μετά από αυτό το θαυμαστό βάπτισμα και αφού υπέμεινε με υπομονή και καρτερία τα τελευταία μαρτύρια, ο μάρτυς Γοβδελαάς παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Κατόπιν μαρτύρησε και ο άγιος Δάδας, από τον οποίο είχε έλθει στην πίστη ο άγιος Γοβδελαάς.

Τα άγια λείψανα του τα έλαβαν οι πιστοί και τα ενεταφίασαν με τιμές.. Και ενώ έψαλλαν κατά τη διάρκεια της νύχτας, τους φανερώθηκε ο άγιος Γοβδελαάς και τους είπε:» Ο Κύριος να σας ανταπωδώσει το ν μισθό, για τον κόπο που κάνατε». Έπειτα είπε σε κάποιον ιερέα: «Λάβε το Άγιο Μύρο και τι τίμιο Σώμα του Χριστού και πήγαινε στο παλάτι για να μυρώσεις την αδελφή μου και να την κοινωνήσεις.» Εκείνος τα πήρε και πήγε στον βασιλικό κήπο. Εκεί του εμφανίστηκε Άγγελος και μαζί μπήκαν στον κήπο. Αφού βάπτισε , μύρωσε και κοινώνησε την Κασδόα, ο Άγγελος έλαβε την αγία της ψυχή και την έφερε στα χέρια του Θεού.

Η βασίλισσα, αφού βρήκε νεκρή την κόρη της λυπημένη είπε στον βασιλιά: «Από εδώ και πέρα, χαίρε και εσύ και η βασιλεία σου, αφού θανάτωσες και τα δύο παιδιά μας σαν αν ήθελαν να σε φονεύσουν εσένα τον ίδιο. Ο άσπλαχνος εκείνος και αιμοβόρος πατέρας καθόλου δεν λυπήθηκε από αυτά. Η βασίλισσα, αφού μύρωσε με πολύτιμα μύρα το σώμα της κόρης της και την τύλιξε με βασιλική πορφύρα, την ενταφίασε μαζί με το λείψανο του αγίου υιού της Γοβδελαά, εις δόξαν Θεού.

Από τον Συναξαριστή του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Πηγή: http://antexoume.wordpress.com

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιαν 16, 2014 9:09 am
από ΦΩΤΗΣ
Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος

Εικόνα

Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 3 Απριλίου εκάστου έτους.

Ο Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος είναι ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές της Εκκλησίας και η μνήμη του γιορτάζεται στις 3 Απριλίου. Η Εκκλησία για να παρακινήσει τους χριστιανούς σε προσευχή και για να τους διδάσκει με ευχάριστο τρόπο τις θείες αλήθειες, χρησιμοποιούσε σαν μέσο στή θεία Λατρεία την ποίηση και τη μουσική.
Ιεροί άνδρες, όπως ο άγιος Ιωσήφ, συνέθεσαν ύμνους στον Χριστό, στην Θεοτόκο και στους Αγίους και τους τόνισαν σε μουσική, ώστε το Υμνολόγιο της Εκκλησίας μας να αποτελεί ένα μεγάλο και πολύτιμο θησαυρό της χριστιανοσύνης.
Ποιός ήταν ο Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος

Ο Όσιος Ιωσήφ γεννήθηκε στη Σικελία, το έτος 816 μ.Χ., από ενάρετους και ευσεβείς γονείς, τον Πλουτίνο και την Αγάθη. Ο Όσιος αναγκάσθηκε να φύγει από την γενέτειρά του οικογενειακώς, λόγω της έντασης των Αραβικών επιδρομών που έπειτα από λίγο καιρό επρόκειτο να καταλήξουν στην κατάληψη της νήσου και να μεταναστεύσει στην Πελοπόννησο.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αποχωρίσθηκε τους γονείς του και πήγε στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περίφημη μονή Λατόμου, όπου επιδόθηκε στη μοναχική άσκηση υπό την καθοδήγηση του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου, ασκώντας το έργο του οξυγράφου.

Μετά από εννέα χρόνια παραμονής στην Θεσσαλονίκη, το έτος 840 μ.Χ., πήγε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο και εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντίπα. Δεν παρέμεινε όμως για πολύ εκεί απερίσπαστος, διότι το επόμενο έτος απεστάλη από τους Ορθοδόξους της Βασιλεύουσας στη Ρώμη για διαβουλεύσεις επί του θέματος του διωγμού από τους εικονομάχους. Δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας την αποστολή, διότι το πλοίο του έπεσε στα χέρια Αράβων πειρατών και αυτός οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, από όπου ελευθερώθηκε με τις φροντίδες φιλάνθρωπων πιστών και με θαύμα του Αγίου Νικολάου.

Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 843 μ.Χ., έζησε επί δύο χρόνια ως έγκλειστος στη μονή του Αγίου Αντίπα. Έπειτα έζησε στα κτήρια του ναού του ιερού Χρυσοστόμου επί πενταετία, έως ότου ίδρυσε δική του μονή, το έτος 850 μ.Χ., αφιερωμένη στον Απόστολο Βαρθολομαίο. Εκεί απέθεσε και τα ιερά λείψανα του Αποστόλου που είχε φέρει από την Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και τα σκηνώματα του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου και του συνασκητού του Ιωάννου.
Η οπτασία και η σύνθεση ύμνων
Ο Όσιος Ιωσήφ παρακαλούσε με δάκρυα και στεναγμούς τον Απόστολο Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει στην σύνθεση ύμνων. Και, πράγματι, πέτυχε εκείνο που ποθούσε η ψυχή του. Είδε σε οπτασία έναν άνδρα με εμφάνιση Αποστόλου, που προκαλούσε το δέος και ο οποίος πήρε από την Αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, του το έβαλε πάνω στο στήθος και τον ευλόγησε. Τούτο υπήρξε και η απαρχή του θείου χαρίσματος που ο Όσιος επιθυμούσε.

Ο κύριος όγκος του υμνογραφικού έργου του Οσίου συνίσταται σε Κανόνες, που αφθονούν στα έντυπα βιβλία και τα χειρόγραφα. Η συμβολή του Οσίου Ιωσήφ στην υμνογραφική ολοκλήρωση της Οκτωήχου είναι καθοριστική, δεδομένο ότι κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, πλην της Κυριακής της οποίας τους Κανόνες είχαν συντάξει ο Κοσμάς ο Μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιαν 17, 2014 8:19 pm
από ΦΩΤΗΣ
Όσιος Ιωσήφ της Όπτινα
(+9 Μαΐου 1911)

Εικόνα

Ο Όσιος Ιωσήφ, της Όπτινα, κατά κόσμον Ιβάν Ευθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1837 μ.Χ. στο χωριό Γκοροντίστσα της περιοχής Στάρομπελσκ της επαρχίας Καρκώφ, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους, τον Ευθύμιο Αιμιλιάνοβιτς και την Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Είχαν έξι παιδιά, τρεις υιούς και τρεις θυγατέρες, τον Ιβάν, τον Πέτρο, τον Συμεών, την Αλεξάνδρα, την Άννα και ακόμη μία θυγατέρα. Η αδελφή του Αλεξάνδρα, που αργότερα έγινε μοναχή με το όνομα Λεωνίδα, διηγείτο πως ο μικρός Ιβάν ήταν πολύ στοργικό και ευαίσθητο παιδί. Με την τρυφερή ψυχή του συμμετείχε στις θλίψεις των άλλων, αν και η έμφυτη μετριοφροσύνη και συστολή του συχνά δεν του επέτρεπαν να ομιλεί. Όταν ο Ιβάν ήταν τεσσάρων ετών, έχασε τον πατέρα του και λίγο αργότερα την μητέρα του από την επιδημία χολέρας που ενέσκηψε στο χωριό.
Η αγάπη του για το μοναχικό βίο οδήγησε τα βήματά του στην Όπτινα. Μετά από τρία χρόνια, στις 15 Απριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχός με το όνομα Ιωάννης και στις 16 Ιουλίου του ίδιου έτους εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Ιωσήφ. Το 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος. Αυτό έγινε τελείως απροσδόκητα και με έναν τρόπο που έδειχνε καθαρά πως το χέρι του Θεού τον καθοδηγούσε στον δρόμο του. Τον Οκτώβριο του 1884 μ.Χ. έλαβε τη χάρη της ιεροσύνης από τον Επίσκοπο της Καλούγκα Βλαδίμηρο.
Ο Όσιος από την πρώτη ημέρα της χειροτονίας του λειτουργούσε με προθυμία, με ευλάβεια, χωρίς βιασύνη και αισθανόταν μεγάλη πνευματική χαρά. Οι άλλοι πατέρες τον ευλαβούνταν και τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, γιατί τον θεωρούσαν αληθινό μοναχό. Ο Γέροντας της μονής Αμβρόσιος διέβλεπε σε αυτόν τον μελλοντικό διάδοχό του και του έδινε την ευλογία να εξομολογεί μερικούς από τους επισκέπτες της μονής. Τον προετοίμαζε σιγά - σιγά, για να τον διαδεχθεί. Τον δίδασκε τόσο με τον λόγο, όσο και με το παράδειγμά του.
Όταν ο Γέροντας Αμβρόσιος κοιμήθηκε, όλοι στράφηκαν προς τον Όσιος Ιωσήφ. Και εκείνος με προσευχή και ταπείνωση ανέλαβε το έργο της πνευματικής καθοδηγήσεως των αδελφών. Η προσευχή του είχε μεγάλη δύναμη και είχε αξιωθεί από τον Θεό και του προορατικού χαρίσματος.

Ο Όσιος δεν επέτρεπε ποτέ στους μοναχούς να αρνηθούν κάποιο διακόνημα. Έλεγε πως εκείνος που φέρει σε πέρας το διακόνημα που του έχουν αναθέσει, αξιώνεται να έχει ευλογημένο τέλος. Όταν οι άνθρωποι του εξέφραζαν το παράπονο πως η υπακοή ήταν δύσκολη και προκαλούσε πολλή λύπη, το πρόσωπο του Οσίου φωτιζόταν με χαρά, τα μάτια του γέμιζαν με τρυφερή πατρική αγάπη και έλεγε με έναν ιδιαίτερο πνευματικό τόνο: «Λοιπόν, και τι μ' αυτό; Λόγω αυτής της υπακοής θα γίνετε μάρτυρες». Σε κάποια μοναχή ο Όσιος είπε τα ακόλουθα: «Αν οι αμαρτίες του αδελφού σου σε ενοχλούν και δεν μπορείς να εύρεις την ειρήνη της ψυχής σου, θυμήσου τα εξής:
1. Αν οι αμαρτίες του αδελφού σου που θέλεις να διορθώσεις σε ενοχλούν, σε εκνευρίζουν και χάνεις την ειρήνη σου, τότε αμαρτάνει και εσύ. Η αμαρτία δεν διορθώνεται με την αμαρτία, αλλά με την ταπείνωση.
2. Ο ζήλος που θέλει να καταστρέψει όλα τα κακά είναι από μόνος του ένα μεγάλο κακό.
3. Μέσα στο μάτι σου υπάρχει ένα μεγάλο δοκάρι και εσύ προσέχεις το κάρφος στο μάτι του αδελφού σου.
4. Υπάρχουν ατέλειες που είναι αναπόφευκτες και άλλες που μπορεί να είναι ευεργετικές. Το καλό δοκιμάζεται από το κακό.
5. Το παράδειγμα της μακροθυμίας του Θεού πρέπει να χαλιναγωγήσει την ανυπομονησία μας, που μας στερεί την ειρήνη.
6. Το παράδειγμα του Ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας φανερώνει με πόση ταπείνωση και καρτερία πρέπει να υπομένουμε την ανθρώπινη αμαρτία. Αν δεν έχουμε κάποια θέση ευθύνης έναντι των άλλων, πρέπει να αντιμετωπίζουμε την αμαρτία τους με εμπάθεια.
7. Κάθε άνθρωπος καταδικάζει εκείνες τις αμαρτίες των άλλων, για τις οποίες κατηγορείται ο ίδιος.
8. Για τις πράξεις των άλλων δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μας ηρεμεί περισσότερο όσο η σιωπή, η προσευχή και η αγάπη».


Ο Άγιος Ιωσήφ της Όπτινα με μοναχές της Μονής Σαμορντίνο

Θιασώτης και εργάτης της αδιάλειπτης προσευχής, ο Όσιος προσπαθούσε να ενθαρρύνει και τους άλλους να ασκούν το θείο αυτό έργο. Δίδασκε την προσευχή πολύ καλά και πίστευε πως ήταν η σπουδαιότερη απασχόληση για όλους. Εμπόδιζε δε επιτακτικά και αυστηρά τους άπειρους και τους δόκιμους από την άσκηση της νοεράς προσευχής. Τους δίδασκε να πορεύονται προοδευτικά, αρχίζοντας από την προφορική άσκηση της προσευχής του Ιησού, κάνοντας μερικά κομποσχοίνια. «Αυτό προστατεύει τον άνθρωπο από την υπερηφάνεια», έλεγε ο Όσιος. Κάθε ημέρα έξω από το κελλί του Οσίου μαζεύονταν οι φτωχοί και ο μοναχός που ήταν σε υπηρεσία έδιδε ελεημοσύνη σε όλους.


Ο Όσιος Ιωσήφ λειτουργούσε για τελευταία φορά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 1905 μ.Χ.. Από την επόμενη ημέρα ασθένησε και όλοι περίμεναν το αναπόφευκτο. Ο Θεός όμως παρέτεινε την ζωή του Οσίου, που ήταν πολύτιμη για όλους, μέχρι το 1911 μ.Χ. Λίγο πριν την κοίμησή του κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παρεκάλεσε τους αδελφούς να προσευχηθούν στον Θεό να ελευθερώσει την ψυχή από το σώμα του. Ζήτησε να βάλουν κοντά του μία εικόνα. Οι μοναχοί έφεραν την εικόνα της Παναγίας, με την οποία τον ευλόγησε ο μοναχός Ισαάκιος, την τοποθέτησαν απέναντί του στο τραπεζάκι κοντά στο μαξιλάρι του και άναψαν μπροστά της ένα καντήλι. Ο Όσιος κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό άσπρο ξύλινο σταυρό και στο στήθος του είχαν ακουμπήσει το ιερό λείψανο της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Έτσι κοιμήθηκε με ειρήνη.

Πηγή