Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
- Κωνσταντίνα
- Δημοσιεύσεις: 181
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:26 pm
- 12
- Τοποθεσία: Στο παραμύθι μου
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Ένας μικρούλης έρριξε στην άκρη του γυαλού το όμορφο καραβάκι του. Δεν πρόσεξε, όμως, και έτσι το καραβάκι απομακρύνθηκε, χωρίς να προλάβει να το πιάσει. Τότε ο πατέρας του πήρε πέτρες και τις πετούσε μπροστά από το καραβάκι. Ο μικρός στην αρχή δεν κατάλαβε και απόρησε για αυτό το πετροβόλημα. Αλλά δεν άργησε να εννοήσει. Οι πέτρες έπεφταν πέρα από το καραβάκι, χωρίς να το χτυπούν. Και με τα κυματάκια, που προκαλούσαν, το έφεραν σιγά-σιγά πίσω στην ακρογιαλιά. Κι έτσι ο μικρός με μεγάλη χαρά το πήρε πάλι στην αγκαλιά του.
Πολλές από τις θλίψεις που μας βρίσκουν μοιάζουν με αυτό το πετροβόλημα. Είναι οι πέτρες που ρίχνει ο Θεός, σαν απομακρυνθούμε από κοντά Tου, για να γυρίσουμε σε Αυτόν.
Πολλές από τις θλίψεις που μας βρίσκουν μοιάζουν με αυτό το πετροβόλημα. Είναι οι πέτρες που ρίχνει ο Θεός, σαν απομακρυνθούμε από κοντά Tου, για να γυρίσουμε σε Αυτόν.
Το χαμόγελο είναι το φως του προσώπου μας που δείχνει πώς η καρδιά μας είναι μέσα.
- Κωνσταντίνα
- Δημοσιεύσεις: 181
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:26 pm
- 12
- Τοποθεσία: Στο παραμύθι μου
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Είχαν τελειώσει τα αποθέματα νερού και πέθαιναν μέσα στο καράβι από τη δίψα. Εξέπεμψαν σήμα αγωνίας για λίγο νερό όταν έλαβαν την καταπληκτική απάντηση: "Ρίξτε τους κουβάδες σας και πάρτε. Πλέετε μέσα σε γλυκό πόσιμο νερό".
Τι είχε συμβεί; Αρμένιζαν χωρίς να το ξέρουν στις εκβολές ενός γιγάντιου ποταμού που τα γλυκά νερά του εισορμούσαν μίλια μέσα στή θάλασσα. Δεν τόξεραν και πέθαιναν από τη δίψα.
Είχαν πάθει δηλαδή αυτό που συμβαίνει πολλές φορές και σ' εμάς : Ενώ γύρω μας έχουμε τόσες πηγές ευτυχίας - και σωτηρίας - εμείς τις αγνοούμε.
Τι είχε συμβεί; Αρμένιζαν χωρίς να το ξέρουν στις εκβολές ενός γιγάντιου ποταμού που τα γλυκά νερά του εισορμούσαν μίλια μέσα στή θάλασσα. Δεν τόξεραν και πέθαιναν από τη δίψα.
Είχαν πάθει δηλαδή αυτό που συμβαίνει πολλές φορές και σ' εμάς : Ενώ γύρω μας έχουμε τόσες πηγές ευτυχίας - και σωτηρίας - εμείς τις αγνοούμε.
Το χαμόγελο είναι το φως του προσώπου μας που δείχνει πώς η καρδιά μας είναι μέσα.
- Κωνσταντίνα
- Δημοσιεύσεις: 181
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:26 pm
- 12
- Τοποθεσία: Στο παραμύθι μου
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Το παράπονο του Χριστού
- Με ονομάζετε ΚΥΡΙΟΝ, αλλά δεν με υπακούετε.
- Με ονομάζετε ΦΩΣ, αλλά δεν με βλέπετε.
- Με ονομάζετε ΟΔΟΝ, αλλά δεν με ακολουθείτε.
- Με ονομάζετε ΖΩΗΝ, αλλά δεν με επιθυμείτε.
- Με ονομάζετε ΣΟΦΙΑ, αλλά δεν με συμβουλεύεσθε.
- Με ονομάζετε ΑΛΗΘΕΙΑ, αλλά δεν με πιστεύετε.
- Με ονομάζετε ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΝ, αλλά δεν με εμπιστεύεσθε.
- Με ονομάζετε ΔΙΚΑΙΟ, αλλά δεν με φοβείσθε.
- Με ονομάζετε ΠΑΤΕΡΑ, αλλά δεν γίνεσθε παιδιά μου.
- Με ονομάζετε ΚΥΡΙΟΝ, αλλά δεν με υπακούετε.
- Με ονομάζετε ΦΩΣ, αλλά δεν με βλέπετε.
- Με ονομάζετε ΟΔΟΝ, αλλά δεν με ακολουθείτε.
- Με ονομάζετε ΖΩΗΝ, αλλά δεν με επιθυμείτε.
- Με ονομάζετε ΣΟΦΙΑ, αλλά δεν με συμβουλεύεσθε.
- Με ονομάζετε ΑΛΗΘΕΙΑ, αλλά δεν με πιστεύετε.
- Με ονομάζετε ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΝ, αλλά δεν με εμπιστεύεσθε.
- Με ονομάζετε ΔΙΚΑΙΟ, αλλά δεν με φοβείσθε.
- Με ονομάζετε ΠΑΤΕΡΑ, αλλά δεν γίνεσθε παιδιά μου.
Το χαμόγελο είναι το φως του προσώπου μας που δείχνει πώς η καρδιά μας είναι μέσα.
- Κωνσταντίνα
- Δημοσιεύσεις: 181
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:26 pm
- 12
- Τοποθεσία: Στο παραμύθι μου
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
ΚΑΡΟΤΟ, ΑΥΓΟ Ή ΚΟΚΚΟΣ ΚΑΦΕ...
Μία νεαρή γυναίκα πήγε στη μητέρα της και της μίλησε για τη ζωή της και πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη. Δεν ήξερε πώς να φτιάξει τα πράγματα και ήθελε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί και να παλεύει. Της φαινόταν πως μόλις λυνόταν ένα πρόβλημα, ένα άλλο νέο προέκυπτε.
Η μητέρα της την πήγε στην κουζίνα. Γέμισε τρία δοχεία με νερό και έβαλε το καθένα σε δυνατή φωτιά. Γρήγορα το νερό στα δοχεία άρχισε να βράζει.
Στο πρώτο δοχείο έβαλε καρότα, στο δεύτερο έβαλε αυγά, και στο τελευταίο έβαλε κόκκους καφέ. Τα άφησε λίγο να βράσουν, χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Περίπου σε είκοσι λεπτά έκλεισε τα μάτια της κουζίνας. Έβγαλε τα καρότα έξω απ΄ το νερό και τα έβαλε σ' ένα μπωλ. Έβγαλε τα αυγά έξω και τα έβαλε σ' ένα μπολ. Μετά έβγαλε τον καφέ έξω και τον έβαλε σε ένα φλιτζάνι.
Γυρνώντας στην κόρη της την ρώτησε: 'πες μου τι βλέπεις'.
'Καρότα, αυγά και καφέ', της απάντησε η κόρη.
Η μητέρα της την έφερε πιο κοντά και της ζήτησε να αγγίξει τα καρότα. Το έκανε και παρατήρησε ότι ήταν μαλακά.
Μετά η μητέρα ζήτησε απ΄ την κόρη της να πάρει ένα αυγό και να το σπάσει. Αφού έβγαλε τα τσόφλια, παρατήρησε ότι το αυγό ήταν σφιχτό. Στο τέλος, η μητέρα ζήτησε απ΄ την κόρη της να πιει μια γουλιά απ΄ τον καφέ.
Η κόρη χαμογέλασε καθώς μύρισε το πλούσιο άρωμά του. Μετά η κόρη ρώτησε: 'τι σημαίνουν όλα αυτά μητέρα;'.
Η μητέρα της της εξήγησε ότι το καθένα απ΄ αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα είχε αντιμετωπίσει τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή βραστό νερό. Το καθένα όμως αντέδρασε διαφορετικά. Το καρότο αρχικά μπήκε μέσα στο νερό δυνατό και σκληρό. Εντούτοις, εφόσον τοποθετήθηκε στο βραστό νερό,
μαλάκωσε και έγινε αδύναμο. Το αυγό ήταν εύθραυστο. Το λεπτό εξωτερικό του περίβλημα είχε προστατέψει το υγρό εσωτερικό του, αλλά μετά την τοποθέτησή του σε βραστό νερό, το εσωτερικό του σκλήρυνε. Όμως οι κόκκοι του καφέ ήταν μοναδικοί. Μετά την τοποθέτησή τους σε βραστό νερό, άλλαξαν το νερό.
'Ποιο απ΄ αυτά είσαι εσύ;' ρώτησε την κόρη της.
'Όταν η δυσκολία χτυπάει την πόρτα σου, πώς ανταποκρίνεσαι;' Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ;'
Σκέψου το λίγο: Τι απ΄ αυτά είσαι εσύ;
Είσαι το καρότο που φαίνεται δυνατό, αλλά με τον πόνο και τις δυσκολίες λυγίζεις και μαλακώνεις και χάνεις τη δύναμή σου;
Είσαι το αυγό που ξεκινάει με μαλακή καρδιά, αλλά αλλάζει με τη θερμότητα; Μήπως είχες 'υγρό' πνεύμα, αλλά μετά από έναν θάνατο, έναν χωρισμό, μία οικονομική δυσκολία ή μια άλλη δοκιμασία σκλήρυνες; Μήπως το περίβλημά σου μοιάζει το ίδιο, αλλά μέσα σου έχεις πίκρα και σκληράδα, με
σκληρό πνεύμα και σκληρή καρδιά;
Ή μήπως είσαι σαν τον κόκκο του καφέ; Ο κόκκος στην πραγματικότητα αλλάζει το καυτό νερό, δηλαδή τις ίδιες τις συνθήκες που προκαλούν τον πόνο. Όταν το νερό ζεσταίνεται, απελευθερώνει το άρωμα και τη γεύση του. Εάν είσαι σαν τους κόκκους του καφέ, όταν τα πράγματα δεν είναι στα καλύτερά τους, εσύ γίνεσαι καλύτερος και αλλάζεις την κατάσταση γύρω σου.
Όταν δεν είναι και η καλύτερη στιγμή και οι δοκιμασίες σε συναντούν, ανυψώνεις τον εαυτό σου σε άλλο επίπεδο; Πώς αντιμετωπίζεις τις αντιξοότητες; Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ; Ελπίζω να έχεις αρκετή ευτυχία για να σε κάνει γλυκό, αρκετές δοκιμασίες για να σε κάνουν δυνατό, αρκετή λύπη για να παραμείνεις ανθρώπινος και αρκετή ελπίδα για να σε κάνει ευτυχισμένο. Οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων δεν έχουν απαραιτήτως τα καλύτερα απ΄ όλα.
Απλώς κάνουν το καλύτερο που μπορούν με αυτά που τους συμβαίνουν στη διαδρομή τους. Το λαμπρότερο μέλλον πάντοτε θα βασίζεται σε ένα ξεχασμένο παρελθόν.
Δεν μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή μέχρι ν΄ αφήσεις πίσω τις αποτυχίες σου και τους πόνους σου. Όταν γεννήθηκες έκλαιγες και όλοι γύρω σου χαμογελούσαν. Ζήσε τη ζωή σου έτσι ώστε στο τέλος εσύ να είσαι αυτός που θα χαμογελά και όλοι γύρω σου θα κλαίνε.
Μία νεαρή γυναίκα πήγε στη μητέρα της και της μίλησε για τη ζωή της και πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη. Δεν ήξερε πώς να φτιάξει τα πράγματα και ήθελε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί και να παλεύει. Της φαινόταν πως μόλις λυνόταν ένα πρόβλημα, ένα άλλο νέο προέκυπτε.
Η μητέρα της την πήγε στην κουζίνα. Γέμισε τρία δοχεία με νερό και έβαλε το καθένα σε δυνατή φωτιά. Γρήγορα το νερό στα δοχεία άρχισε να βράζει.
Στο πρώτο δοχείο έβαλε καρότα, στο δεύτερο έβαλε αυγά, και στο τελευταίο έβαλε κόκκους καφέ. Τα άφησε λίγο να βράσουν, χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Περίπου σε είκοσι λεπτά έκλεισε τα μάτια της κουζίνας. Έβγαλε τα καρότα έξω απ΄ το νερό και τα έβαλε σ' ένα μπωλ. Έβγαλε τα αυγά έξω και τα έβαλε σ' ένα μπολ. Μετά έβγαλε τον καφέ έξω και τον έβαλε σε ένα φλιτζάνι.
Γυρνώντας στην κόρη της την ρώτησε: 'πες μου τι βλέπεις'.
'Καρότα, αυγά και καφέ', της απάντησε η κόρη.
Η μητέρα της την έφερε πιο κοντά και της ζήτησε να αγγίξει τα καρότα. Το έκανε και παρατήρησε ότι ήταν μαλακά.
Μετά η μητέρα ζήτησε απ΄ την κόρη της να πάρει ένα αυγό και να το σπάσει. Αφού έβγαλε τα τσόφλια, παρατήρησε ότι το αυγό ήταν σφιχτό. Στο τέλος, η μητέρα ζήτησε απ΄ την κόρη της να πιει μια γουλιά απ΄ τον καφέ.
Η κόρη χαμογέλασε καθώς μύρισε το πλούσιο άρωμά του. Μετά η κόρη ρώτησε: 'τι σημαίνουν όλα αυτά μητέρα;'.
Η μητέρα της της εξήγησε ότι το καθένα απ΄ αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα είχε αντιμετωπίσει τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή βραστό νερό. Το καθένα όμως αντέδρασε διαφορετικά. Το καρότο αρχικά μπήκε μέσα στο νερό δυνατό και σκληρό. Εντούτοις, εφόσον τοποθετήθηκε στο βραστό νερό,
μαλάκωσε και έγινε αδύναμο. Το αυγό ήταν εύθραυστο. Το λεπτό εξωτερικό του περίβλημα είχε προστατέψει το υγρό εσωτερικό του, αλλά μετά την τοποθέτησή του σε βραστό νερό, το εσωτερικό του σκλήρυνε. Όμως οι κόκκοι του καφέ ήταν μοναδικοί. Μετά την τοποθέτησή τους σε βραστό νερό, άλλαξαν το νερό.
'Ποιο απ΄ αυτά είσαι εσύ;' ρώτησε την κόρη της.
'Όταν η δυσκολία χτυπάει την πόρτα σου, πώς ανταποκρίνεσαι;' Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ;'
Σκέψου το λίγο: Τι απ΄ αυτά είσαι εσύ;
Είσαι το καρότο που φαίνεται δυνατό, αλλά με τον πόνο και τις δυσκολίες λυγίζεις και μαλακώνεις και χάνεις τη δύναμή σου;
Είσαι το αυγό που ξεκινάει με μαλακή καρδιά, αλλά αλλάζει με τη θερμότητα; Μήπως είχες 'υγρό' πνεύμα, αλλά μετά από έναν θάνατο, έναν χωρισμό, μία οικονομική δυσκολία ή μια άλλη δοκιμασία σκλήρυνες; Μήπως το περίβλημά σου μοιάζει το ίδιο, αλλά μέσα σου έχεις πίκρα και σκληράδα, με
σκληρό πνεύμα και σκληρή καρδιά;
Ή μήπως είσαι σαν τον κόκκο του καφέ; Ο κόκκος στην πραγματικότητα αλλάζει το καυτό νερό, δηλαδή τις ίδιες τις συνθήκες που προκαλούν τον πόνο. Όταν το νερό ζεσταίνεται, απελευθερώνει το άρωμα και τη γεύση του. Εάν είσαι σαν τους κόκκους του καφέ, όταν τα πράγματα δεν είναι στα καλύτερά τους, εσύ γίνεσαι καλύτερος και αλλάζεις την κατάσταση γύρω σου.
Όταν δεν είναι και η καλύτερη στιγμή και οι δοκιμασίες σε συναντούν, ανυψώνεις τον εαυτό σου σε άλλο επίπεδο; Πώς αντιμετωπίζεις τις αντιξοότητες; Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ; Ελπίζω να έχεις αρκετή ευτυχία για να σε κάνει γλυκό, αρκετές δοκιμασίες για να σε κάνουν δυνατό, αρκετή λύπη για να παραμείνεις ανθρώπινος και αρκετή ελπίδα για να σε κάνει ευτυχισμένο. Οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων δεν έχουν απαραιτήτως τα καλύτερα απ΄ όλα.
Απλώς κάνουν το καλύτερο που μπορούν με αυτά που τους συμβαίνουν στη διαδρομή τους. Το λαμπρότερο μέλλον πάντοτε θα βασίζεται σε ένα ξεχασμένο παρελθόν.
Δεν μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή μέχρι ν΄ αφήσεις πίσω τις αποτυχίες σου και τους πόνους σου. Όταν γεννήθηκες έκλαιγες και όλοι γύρω σου χαμογελούσαν. Ζήσε τη ζωή σου έτσι ώστε στο τέλος εσύ να είσαι αυτός που θα χαμογελά και όλοι γύρω σου θα κλαίνε.
Το χαμόγελο είναι το φως του προσώπου μας που δείχνει πώς η καρδιά μας είναι μέσα.
- Νίκος
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 7396
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
- 12
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 362 φορές
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
ΜΑΪΜΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ένας άντρας, ο Χάρης, ανακοίνωσε στους χωρικούς ότι θα αγόραζε μαϊμούδες προς 10 δολάρια τη μία. Ξέροντας οι χωρικοί ότι υπήρχαν πολλές μαϊμούδες γύρω στο δάσος πήγαν και τις έπιασαν. Ο Χάρης αγόρασε «χιλιάδες» προς 10 δολάρια τη μία, όπως είπε. Το εμπόρευμα όμως λιγόστευε και οι χωρικοί σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.
Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι θα αγόραζε μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία. Οι χωρικοί έτρεξαν και έπιασαν και άλλες μαϊμούδες. Σύντομα όμως οι μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο· οι χωρικοί επέτρεψαν στα κτήματά τους. Ο Χάρης ανακοινώνει πάλι ότι επειδή δεν υπάρχουν πλέον πολλές μαϊμούδες θα αγόραζε τη μία προς 25 δολάρια. Οι χωρικοί πιάνουν και τις λίγες που έμειναν.
Ο Χάρης τούς λέει καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες μαϊμούδες, γιΆ αυτό και εγώ θα σας δώσω 50 δολάρια τη μία. Αλλά, επειδή πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές, θα αναλάβει την αγοροπωλησία ο βοηθός μου.
Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους λέει: Κοιτάξτε τι έκανε ο Χάρης. Γέμισε ένα στάβλο γεμάτο με μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για 35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης τού τις πουλάτε εσείς για 50 δολάρια τη μία.
Οι χωρικοί στριμώχτηκαν, μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους και αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες. Δεν ξαναείδαν ούτε τον βοηθό ούτε τον Χάρη.
Καλώς ήρθατε στη Wall Street, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
(Συμβαίνουν εδώ παρόμοιες συναλλαγές).
Πηγή: Ηλεκτρονικό περιοδικό "Το Γράμμα"
Εγώ αδέλφια βλέπω ότι δεν μας πλασάρουν μαϊμούδες μόνο στο Χρηματιστήριο, αλλά σ' όλες της εκφάνσεις της ζωής μας. Γι αυτό, λοιπόν, ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΜΑΪΜΟΥΔΕΣ
Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ένας άντρας, ο Χάρης, ανακοίνωσε στους χωρικούς ότι θα αγόραζε μαϊμούδες προς 10 δολάρια τη μία. Ξέροντας οι χωρικοί ότι υπήρχαν πολλές μαϊμούδες γύρω στο δάσος πήγαν και τις έπιασαν. Ο Χάρης αγόρασε «χιλιάδες» προς 10 δολάρια τη μία, όπως είπε. Το εμπόρευμα όμως λιγόστευε και οι χωρικοί σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.
Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι θα αγόραζε μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία. Οι χωρικοί έτρεξαν και έπιασαν και άλλες μαϊμούδες. Σύντομα όμως οι μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο· οι χωρικοί επέτρεψαν στα κτήματά τους. Ο Χάρης ανακοινώνει πάλι ότι επειδή δεν υπάρχουν πλέον πολλές μαϊμούδες θα αγόραζε τη μία προς 25 δολάρια. Οι χωρικοί πιάνουν και τις λίγες που έμειναν.
Ο Χάρης τούς λέει καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες μαϊμούδες, γιΆ αυτό και εγώ θα σας δώσω 50 δολάρια τη μία. Αλλά, επειδή πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές, θα αναλάβει την αγοροπωλησία ο βοηθός μου.
Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους λέει: Κοιτάξτε τι έκανε ο Χάρης. Γέμισε ένα στάβλο γεμάτο με μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για 35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης τού τις πουλάτε εσείς για 50 δολάρια τη μία.
Οι χωρικοί στριμώχτηκαν, μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους και αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες. Δεν ξαναείδαν ούτε τον βοηθό ούτε τον Χάρη.
Καλώς ήρθατε στη Wall Street, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
(Συμβαίνουν εδώ παρόμοιες συναλλαγές).
Πηγή: Ηλεκτρονικό περιοδικό "Το Γράμμα"
Εγώ αδέλφια βλέπω ότι δεν μας πλασάρουν μαϊμούδες μόνο στο Χρηματιστήριο, αλλά σ' όλες της εκφάνσεις της ζωής μας. Γι αυτό, λοιπόν, ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΜΑΪΜΟΥΔΕΣ
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
- Κωνσταντίνα
- Δημοσιεύσεις: 181
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:26 pm
- 12
- Τοποθεσία: Στο παραμύθι μου
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Ας ξεχάσουμε λίγο τις μαϊμούδες και πάμε σε κάτι συγκινητικό...
Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς απο όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.
Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση.
"Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια. Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;"
Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.
Ο πατέρας συνέχισε.
"Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σ' αυτό το παιδί."
Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..
Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω απο ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.
Ο Shay με ρώτησε, "μπαμπά, νομίζεις ότι θα μ' αφήσουν να παίξω μαζί τους;"
Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.
Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.
Πλησίασα λοιπόν ένα απο τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, "χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.
Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.
Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.
Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.
Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.
Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.
Το χαμόγελό του ήταν απο το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα απο την εξέδρα.
Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.
Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω απο την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.
Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.
Για μεγάλη μου έκπληξη, ..τον άφησαν!
Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.
Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση.
Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.
Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.
Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.
Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.
Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω απο το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω απο το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι απο τους άλλους συμπαίκτες του.
Όλοι στις εξέδρες, και απο τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, "Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε..."
Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα απο χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει...
Η εξέδρα συνέχισε τότε, "Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε.."
Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.
Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.
Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, πρός τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.
Ο Shay έτρεξε πρός την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας του
έτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.
Όλοι φωνάζαμε, "Shay, Shay, Shay!!!"
Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του "απο δώ, απο δώ Shay.."
Καθώς ο Shay πέρασε απο την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας "Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα.."
Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.
Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και απο τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σ' αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.
Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο "ήρωας" που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.
Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς απο όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.
Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση.
"Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια. Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;"
Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.
Ο πατέρας συνέχισε.
"Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σ' αυτό το παιδί."
Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..
Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω απο ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.
Ο Shay με ρώτησε, "μπαμπά, νομίζεις ότι θα μ' αφήσουν να παίξω μαζί τους;"
Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.
Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.
Πλησίασα λοιπόν ένα απο τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, "χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.
Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.
Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.
Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.
Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.
Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.
Το χαμόγελό του ήταν απο το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα απο την εξέδρα.
Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.
Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω απο την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.
Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.
Για μεγάλη μου έκπληξη, ..τον άφησαν!
Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.
Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση.
Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.
Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.
Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.
Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.
Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω απο το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω απο το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι απο τους άλλους συμπαίκτες του.
Όλοι στις εξέδρες, και απο τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, "Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε..."
Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα απο χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει...
Η εξέδρα συνέχισε τότε, "Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε.."
Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.
Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.
Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, πρός τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.
Ο Shay έτρεξε πρός την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας του
έτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.
Όλοι φωνάζαμε, "Shay, Shay, Shay!!!"
Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του "απο δώ, απο δώ Shay.."
Καθώς ο Shay πέρασε απο την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας "Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα.."
Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.
Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και απο τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σ' αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.
Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο "ήρωας" που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.
Το χαμόγελο είναι το φως του προσώπου μας που δείχνει πώς η καρδιά μας είναι μέσα.
- Κωνσταντίνα
- Δημοσιεύσεις: 181
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:26 pm
- 12
- Τοποθεσία: Στο παραμύθι μου
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Και για τους γονείς...
Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Ναι βεβαίως, τι είναι;”
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, πόσα χρήματα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα;” ρώτησε θυμωμένα.
ΓΙΟΣ: “Θέλω να ξέρω ακριβώς. Σε παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω $50 την ώρα”.
ΓΙΟΣ: “Ωχ”, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις $25;”
Ο πατέρας εξαγριωμένος λέει, «εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα και να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου, γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες”.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται.
“Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα $25 και επιπλέον δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά”.
Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
“Κοιμάσαι γιε μου;” ρώτησε.
“Δεν κοιμάμαι” απάντησε το αγόρι.
“Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα” είπε ο μπαμπάς. “Ήταν μια δύσκολη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα $25 που μου ζήτησες”.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας. “Σε ευχαριστώ μπαμπά!” φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του και κοιτάζει τον μπαμπά του.
“Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά;” γκρίνιαξε ο πατέρας του.
“Επειδή δεν είχα αρκετά… αλλά τώρα έχω!” απάντησε το μικρό παιδί. Και συνέχισε:
“Μπαμπά, έχω $50 τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.”
Ο πατέρας συντρίφθηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.
Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους όσους εργάζονται τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει, χωρίς να διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο σε εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς, εκείνους που είναι μέσα στις καρδιές μας.
Θυμηθείτε να μοιραστείτε εκείνη την αξία $50 του χρόνου σας, με κάποιους που αγαπάτε.
“Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες ώρες. Η οικογένεια όμως και οι φίλοι που αφήνουμε πίσω, θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους”.
Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Ναι βεβαίως, τι είναι;”
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, πόσα χρήματα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα;” ρώτησε θυμωμένα.
ΓΙΟΣ: “Θέλω να ξέρω ακριβώς. Σε παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω $50 την ώρα”.
ΓΙΟΣ: “Ωχ”, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις $25;”
Ο πατέρας εξαγριωμένος λέει, «εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα και να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου, γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες”.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται.
“Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα $25 και επιπλέον δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά”.
Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
“Κοιμάσαι γιε μου;” ρώτησε.
“Δεν κοιμάμαι” απάντησε το αγόρι.
“Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα” είπε ο μπαμπάς. “Ήταν μια δύσκολη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα $25 που μου ζήτησες”.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας. “Σε ευχαριστώ μπαμπά!” φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του και κοιτάζει τον μπαμπά του.
“Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά;” γκρίνιαξε ο πατέρας του.
“Επειδή δεν είχα αρκετά… αλλά τώρα έχω!” απάντησε το μικρό παιδί. Και συνέχισε:
“Μπαμπά, έχω $50 τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.”
Ο πατέρας συντρίφθηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.
Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους όσους εργάζονται τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει, χωρίς να διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο σε εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς, εκείνους που είναι μέσα στις καρδιές μας.
Θυμηθείτε να μοιραστείτε εκείνη την αξία $50 του χρόνου σας, με κάποιους που αγαπάτε.
“Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες ώρες. Η οικογένεια όμως και οι φίλοι που αφήνουμε πίσω, θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους”.
Το χαμόγελο είναι το φως του προσώπου μας που δείχνει πώς η καρδιά μας είναι μέσα.
- Νίκος
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 7396
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
- 12
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 362 φορές
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Εντελβάις
Αγριοπερίστερα που ρωτούν τον Ζέφυρο
για που πάει προς την αθανασία;
Κι αυτός χαμογελώντας
δείχνει τα εντελβάις
στις απόκρημνες πλαγιές
της ψυχής μας.
(Π.Παρασκευαϊδης )

Αγριοπερίστερα που ρωτούν τον Ζέφυρο
για που πάει προς την αθανασία;
Κι αυτός χαμογελώντας
δείχνει τα εντελβάις
στις απόκρημνες πλαγιές
της ψυχής μας.
(Π.Παρασκευαϊδης )

Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
- Νίκος
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 7396
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
- 12
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 362 φορές
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
"Church Lesson"
One Sunday morning when my son was about five years old, we
were attending church in our community. It was common for
the preacher to invite the children to the front of the
church and have a small lesson before beginning the sermon.
He would bring in an item they could find around the house
and relate it to a teaching from the Bible.
This particular morning, the visual aid for his lesson was a
smoke detector. He asked the children if anyone knew what it
meant when an alarm sounded from the smoke detector.
My child immediately raised his hand and said, "It means
Daddy's cooking dinner."
Received from Thomas Ellsworth."
(Από το facebook)
Μια μέρα στο Κατηχητικό
Μια Κυριακή πρωί, όταν ο γιος μου ήταν περίπου 5 ετών, είχαμε πάει στην εκκλησία για να παρακολουθήσουμε τη Θεία Λειτουργία στην ενορία μας. Ο ιερέας συνήθιζε μετά την ακολουθία να φωνάζει τα παιδιά μπροστά και να τους κάνει Κατηχητικό. Έφερνε ένα αντικείμενο απ' αυτά που χρησιμοποιούμε στο σπίτι και το χρησιμοποιούσε σαν αφορμή για μια διδαχή από την Αγία Γραφή.
Αυτό το συγκεκριμένο πρωί το βοηθητικό αντικείμενο για τη διδαχή ήταν ένας ανιχνευτής καπνού. Ρώτησε τα παιδιά, τι καταλάβαιναν όταν χτυπούσε ο συναγερμός του ανιχνευτή καπνού.
Ο γιος μου αμέσως σήκωσε το χέρι του και είπε: "Σημαίνει ότι ο μπαμπάς μαγειρεύει".
One Sunday morning when my son was about five years old, we
were attending church in our community. It was common for
the preacher to invite the children to the front of the
church and have a small lesson before beginning the sermon.
He would bring in an item they could find around the house
and relate it to a teaching from the Bible.
This particular morning, the visual aid for his lesson was a
smoke detector. He asked the children if anyone knew what it
meant when an alarm sounded from the smoke detector.
My child immediately raised his hand and said, "It means
Daddy's cooking dinner."
Received from Thomas Ellsworth."
(Από το facebook)
Μια μέρα στο Κατηχητικό
Μια Κυριακή πρωί, όταν ο γιος μου ήταν περίπου 5 ετών, είχαμε πάει στην εκκλησία για να παρακολουθήσουμε τη Θεία Λειτουργία στην ενορία μας. Ο ιερέας συνήθιζε μετά την ακολουθία να φωνάζει τα παιδιά μπροστά και να τους κάνει Κατηχητικό. Έφερνε ένα αντικείμενο απ' αυτά που χρησιμοποιούμε στο σπίτι και το χρησιμοποιούσε σαν αφορμή για μια διδαχή από την Αγία Γραφή.
Αυτό το συγκεκριμένο πρωί το βοηθητικό αντικείμενο για τη διδαχή ήταν ένας ανιχνευτής καπνού. Ρώτησε τα παιδιά, τι καταλάβαιναν όταν χτυπούσε ο συναγερμός του ανιχνευτή καπνού.
Ο γιος μου αμέσως σήκωσε το χέρι του και είπε: "Σημαίνει ότι ο μπαμπάς μαγειρεύει".
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
- Νίκος
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 7396
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
- 12
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 362 φορές
Re: Μεταξύ σοβαρού και αστείου - Between serius an funny
Η ιστορία αυτή θα σας κάνει και να γελάσετε και να κλάψετε. Αν βρείτε μια ευκαιρία τώρα μέσα στις γιορτές διαβάστε τη στα παιδιά σας:
Ο εγωιστής γίγαντας
του Όσκαρ Γουάιλντ
Κάθε απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας μεγάλος, πανέμορφος κήπος με απαλό πράσινο γρασίδι.
Εδώ κι εκεί στο χορτάρι ορθώνονταν ωραία λουλούδια σαν αστέρια, υπήρχαν δώδεκα ροδακινιές που την γέμιζαν ρόδινα μαργαριταρένια ανθάκια, το φθινόπωρο βάραιναν από τους πλουσιους καρπούς.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τ' ακούσουν.
«Τι ευτυχισμένα που είμαστε εδώ!» φώναζαν το ένα στ' άλλο.
Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε.
Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια.
'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του.
Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας.
«Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας,«δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα».
Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα. ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής.
Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν.
Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε.
Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο.
Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά.
Μόνο στον κήπο του εγωιστή γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας.
Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια.
Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε.
Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο».
Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια.
Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε.
Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες.
«Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι».
Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός».
Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι.
Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν.
«Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική.
Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά.
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο.
Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι.
«Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω.
Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα.
Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων.
Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών.
Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν.
Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας.
Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι.
Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο.
Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του.
«Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε-
«τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη.
Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά».
Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο.
Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας.
Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο.
Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε.
Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη.
«Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα.
Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν.
«Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο».
Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει.
«Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε».
«Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας.
Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν
κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη.
Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα.
Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε.
Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του.
Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του.
«Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε, «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια»!!!
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του.
Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν.
Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε.
Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα.
Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια.
Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει.
Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο.
Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί.
Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;»
Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του!!!!!!!!!!!!!!!!!!
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω».
«Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!!!!!!!!!!!!!».
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι.
Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος»!!!!!!!!!!!!!!!
Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένον ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια!
(Ψηφιοποίηση από τη φίλη μου Μαργαρίτα Φίλη στο facebook)
Ο εγωιστής γίγαντας
του Όσκαρ Γουάιλντ
Κάθε απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας μεγάλος, πανέμορφος κήπος με απαλό πράσινο γρασίδι.
Εδώ κι εκεί στο χορτάρι ορθώνονταν ωραία λουλούδια σαν αστέρια, υπήρχαν δώδεκα ροδακινιές που την γέμιζαν ρόδινα μαργαριταρένια ανθάκια, το φθινόπωρο βάραιναν από τους πλουσιους καρπούς.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τ' ακούσουν.
«Τι ευτυχισμένα που είμαστε εδώ!» φώναζαν το ένα στ' άλλο.
Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε.
Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια.
'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του.
Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας.
«Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας,«δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα».
Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα. ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής.
Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν.
Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε.
Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο.
Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά.
Μόνο στον κήπο του εγωιστή γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας.
Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια.
Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε.
Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο».
Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια.
Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε.
Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες.
«Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι».
Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός».
Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι.
Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν.
«Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική.
Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά.
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο.
Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι.
«Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω.
Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα.
Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων.
Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών.
Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν.
Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας.
Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι.
Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο.
Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του.
«Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε-
«τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη.
Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά».
Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο.
Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας.
Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο.
Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε.
Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη.
«Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα.
Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν.
«Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο».
Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει.
«Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε».
«Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας.
Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν
κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη.
Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα.
Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε.
Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του.
Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του.
«Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε, «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια»!!!
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του.
Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν.
Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε.
Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα.
Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια.
Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει.
Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο.
Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί.
Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;»
Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του!!!!!!!!!!!!!!!!!!
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω».
«Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!!!!!!!!!!!!!».
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι.
Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος»!!!!!!!!!!!!!!!
Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένον ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια!
(Ψηφιοποίηση από τη φίλη μου Μαργαρίτα Φίλη στο facebook)
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.