Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Δημοσιεύτηκε: Πέμ Νοέμ 01, 2012 10:47 am
Η ΚΟΜΙΣΣΑ.
Η δουλειά του ντελίβερι είναι νομίζω αρκετά παρεξηγημένη. Οι περισσότεροι δεν την γνωρίζουν από κοντά και ίσως γι’ αυτό την απαξιώνουν τόσο εύκολα. Είναι όλα αυτά τα νέα παιδιά, που κάνουν διανομές φαγητών στα σπίτια. Μοιράζουν κυρίως πίτσες και άλλα έτοιμα μαγειρεμένα γεύματα, σαλάτες, κυρίως τα απογεύματα και τις βραδινές ώρες. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με τα μηχανάκια τους γίνονται ενοχλητικοί με τον υπερβολικό θόρυβο, την ταχύτητα, τις σφήνες. Ο Μηνάς όμως δεν ήταν απ’ αυτούς. Πρακτικά ζούσε την οικογένειά του από αυτήν τη δουλειά και πρόσεχε πολύ. Ήταν ευγενικός, σοβαρός, μα κυρίως ήταν άνθρωπος του Θεού. Δεν θα έπαιζε ποτέ με το ψωμί της οικογένειάς του, ούτε με τα νεύρα των άλλων. Ήταν ένα όμορφο ψηλόλιγνο παλικάρι ο Μηνάς, γύρω στα 30, μελαχρινός, με σγουρά μαλλιά και ευγενικό πρόσωπο.
Η δουλειά του Μηνά δεν ήταν κακή, αν σκεφτεί κανείς ότι μαζί με τα φιλοδωρήματα και τα έξτρα έβγαινε ένας καλός μισθός, που κάλυπτε τις ανάγκες της μικρής τους οικογένειας. Ζούσαν, με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι τους, σε ένα διαμέρισμα με ενοίκιο, σε μια καλή σχετικά περιοχή της Αθήνας. Το άλλο τους παιδάκι ήταν ακόμα στην κοιλιά της μαμάς του. Στενοχωριόταν βέβαια όταν άκουγε όλα εκείνα τα υποκοριστικά για τη δουλειά του, πιτσοκουτάς, ντελιβεράς κλπ, αλλά, εδώ που τα λέμε, και ποια δουλειά δεν έχει τα υποκοριστικά της… σκεφτόταν και χαμογελούσε. Άλλωστε για το Μηνά δεν υπήρχε άλλη λύση για την ώρα, αφού για εργασία η μόνη ανοιχτή πόρτα ήταν αυτή.
Δεν ήταν άσχημα, καθόλου άσχημα. Αν ρωτήσεις τους ίδιους, μπορούν να σου πουν χίλια καλά που έχει αυτή η δουλειά. Εκτός από τα τυχερά της, βλέπεις ανθρώπους, επικοινωνείς, γνωρίζεις νέα πρόσωπα, κάνεις φίλους μερικές φορές που σε προτιμούν και σε ζητάνε εσένα προσωπικά να τους εξυπηρετήσεις και πολλά τέτοια. Κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται και η ιστορία με την κυρία Ορσαλία. Ήταν μία κυρία ευκατάστατη, γύρω στα πενήντα, που ζούσε σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα μιας ακριβής πολυκατοικίας λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Όλοι οι συνάδελφοι του Μηνά την εξυπηρετούσαν πολύ πρόθυμα, γιατί τα τυχερά στης κυρίας Ορσαλίας δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Στην αρχή μάλιστα, που ο Μηνάς ήταν καινούριος στη δουλειά, δεν του έδιναν καθόλου δρομολόγια στης κυρίας Ορσαλίας οι παλιοί, για τους ευνόητους λόγους. Το αφεντικό όμως, που τα πρόσεχε πολύ αυτά, προσπαθούσε να μοιράζει σωστά τα δρομολόγια στα παιδιά, αφού ήξερε ότι τα φιλοδωρήματα ήταν μέρος του μισθού τους και ήξερε επίσης πολύ καλά για τη στενότητα στα οικονομικά του Μηνά και για το μωράκι που ερχόταν.
Όταν πρωτοείδε το διαμέρισμα της κυρίας Ορσαλίας ο Μηνάς, έπαθε που λέμε. Και να σκεφτείτε ότι όσα είδε ήταν από τη μισάνοιχτη εξώπορτα την ώρα που παρέδιδε τις πίτσες και πληρωνόταν. Τι προλαβαίνεις να δεις; Και όμως. Είδε τα μάρμαρα στο πάτωμα, είδε το γκραντ φάδερ εκκρεμές στον τοίχο του σαλονιού, είδε τον πολυέλαιο με τα κρυσταλλάκια να λαμπυρίζουν στο διάδρομο και τα κατάλαβε όλα. Η κυρία Ορσαλία, καλοντυμένη και περιποιημένη, τον καλοδέχτηκε, του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν παρατήρησε στη συμπεριφορά της.
Πρέπει να πούμε ότι η κυρία Ορσαλία ήταν από τους καλύτερους πελάτες της πιτσαρίας και το αφεντικό την πρόσεχε ιδιαίτερα. Είχε δώσει και ειδικές οδηγίες στα παιδιά της διανομής για τη συμπεριφορά τους σε τέτοιους ξεχωριστούς πελάτες. Ο Μηνάς ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με το πόσο συχνά εξυπηρετούσε τον ένα ή τον άλλο πελάτη. Το οικονομικό τους θέμα ήταν με πίστη αφημένο στα χέρια του Κυρίου. Το μόνο που φρόντιζε ήταν να κάνει τη δουλειά του σωστά και με συνέπεια. Όταν τον κάλεσε το αφεντικό να πάει ξανά εκείνος την παραγγελία στο σπίτι της κυρίας Ορσαλίας, ο Μηνάς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ούτε την επόμενη φορά, που ήταν κι αυτή κοντά στην προηγούμενη. Τον δυσκόλευε λιγάκι βέβαια ο τρόπος που τον κοίταζε καμιά φορά, αλλά δεν έδινε σημασία. Εκείνο που τον προβλημάτισε ήταν όταν κάποιο απόγευμα, αργούτσικα, η κυρία Ορσαλία τον παρακάλεσε να περάσει μέσα στο σπίτι της και να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο της κουζίνας. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το προσπέρασε. Την επόμενη φορά η κυρία Ορσαλία του έπιασε την κουβέντα, έτσι στο όρθιο. Ήταν ευχάριστη, ομιλητική και ήταν φανερό πως είχε όρεξη για κουβέντα. Αυτήν την εξήγηση έδωσε και ο Μηνάς και πάλι δεν ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά της.
Οι παραγγελίες την κυρίας Ορσαλίας πύκνωναν και ζητούσε πάντοτε το Μηνά να της πάει τα πράγματα. Το αφεντικό δεν είχε καμία αντίρρηση, αφού η δουλειά πήγαινε μια χαρά και χωρίς προβλήματα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στο Μηνά, αφού, εκτός από τα άλλα, δημιουργούσε και προβλήματα στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του. Εκείνο το βράδυ η κυρία Ορσαλία, περιποιημένη όπως πάντα, κράτησε το Μηνά παραπάνω από το συνηθισμένο. Δεν υπήρχε πολλή δουλειά που να πιέζει το μαγαζί και ο Μηνάς κάθισε μαζί της στο σαλόνι να μιλήσουν λίγο πιο άνετα. Στο μεταξύ είχε μάθει ο Μηνάς ότι η κυρία Ορσαλία ζούσε μόνη της κι ήταν αριστοκράτισσα με περιουσία. Εκείνο το βράδυ του μίλησε ανοιχτά και καθαρά. Του είπε πόσο τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που τον είδε, πόσο ήθελε την παρέα του, πόσο τον σκεφτόταν όλη μέρα και ότι θα’ θελε όταν σχολάει αργά το βράδυ να περνάει να της χτυπάει το κουδούνι και να της λέει καληνύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήταν. Του είπε ακόμα ότι δεν είχε συγγενείς και φίλους και ότι έψαχνε να βρει κάποιον άνθρωπο που να τον αγαπήσει και να του αφήσει όλη της την περιουσία. Του μιλούσε ζεστά, τρυφερά και τον κοίταζε συνεχώς στα μάτια. Ο Μηνάς τα’ χασε. Μόλις τώρα άρχισε να καταλαβαίνει πού είχε μπλέξει… Κατάφερε όμως και στάθηκε στα πόδια του. Το σωσίβιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα η οικογένεια. Μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα για την οικογένειά του στην κυρία Ορσαλία. Τώρα ήταν ή ώρα. Της είπε για την αγαπημένη του γυναίκα, για τον αγώνα τους με τα οικονομικά τους, για το κοριτσάκι τους, για το μωράκι που περίμεναν. Είπε όσα μπορούσε παραπάνω και τόνιζε ιδιαίτερα όσα σημεία πίστευε ότι θα βοηθούσαν και εκείνον να ξεμπλέξει, αλλά και την κυρία Ορσαλία, που είχε αρχίσει πραγματικά να τη λυπάται.
Δυστυχώς δεν φάνηκε καμία από τις δύο πλευρές να βοηθιέται σημαντικά. Η κυρία Ορσαλία άκουγε προσεκτικά και ευγενικά το Μηνά να μιλάει με αγάπη και στοργή για την οικογένειά του, αλλά στο μυαλό της κρατούσε το Μηνά όπως τον είχε πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της απέραντης μοναξιάς της.
Την επόμενη φορά που η κυρία Ορσαλία ήταν γλυκιά και περιποιητική και προσπαθούσε να είναι όσο γίνεται πιο ελκυστική με την εμφάνισή της και τον τρόπο της, ο Μηνάς είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο! Της μίλησε ανοιχτά και καθαρά για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Της μίλησε για το θέμα της αμαρτίας, για τη θυσία του Ιησού Χριστού στο σταυρό του Γολγοθά, για την αιώνια αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο, για την καινούρια ζωή, την καθαρή και άγια που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός σε όσους πηγαίνουν σ’ Αυτόν με μετάνοια και πίστη. Τα είχε φτιάξει όμορφα στο μυαλό του και τα είπε όλα και συγκροτημένα. Τα αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά. Βέβαια παρατήρησε μια κάποια πρόοδο στη συμπεριφορά της κυρίας Ορσαλίας. Την είδε να κοντοστέκεται λίγο, να τον κοιτάζει κάπως περίεργα και εξεταστικά, να τον ρωτάει μια-δυο ερωτήσεις, αλλά πέρα από αυτό καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε. Η κυρία Ορσαλία δεν κατάλαβε τίποτα ή δεν ήθελε να καταλάβει. Το ίδιο βράδυ μίλησαν μέχρι αργά με τη γυναίκα του για το θέμα και αποφάσισαν με οποιοδήποτε κόστος να κόψει ο Μηνάς από της κυρίας Ορσαλίας, έστω κι αν αυτό σήμαινε να χάσει τη δουλειά του. Με βαριά καρδιά το άλλο απόγευμα πήγε και βρήκε το αφεντικό του. Είχε αποφασίσει να μην εκθέσει την καλύτερη πελάτισσα του μαγαζιού, αλλά τον παρακάλεσε να μην τον ξαναστείλει στης κυρίας Ορσαλίας, γιατί είχε σοβαρό πρόβλημα και δεν θα πήγαινε. Το αφεντικό μάλλον δεν πολυκατάλαβε, ούτε έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή. Μετά όμως δημιουργήθηκε ζήτημα, γιατί η κυρία Ορσαλία έδινε ρητές εντολές για τις παραγγελίες της και έπρεπε να εκτελεστούν ακριβώς. Το αφεντικό ζητούσε εξηγήσεις, ο Μηνάς δεν έδινε εξηγήσεις και κινδύνευε να χάσει την πολύτιμη και μοναδική δουλειά του.
Τη λύση την έδωσε μία έμπνευση του Κυρίου στη γυναίκα τού Μηνά ένα πρωί. «Θα πάμε μαζί να την βρούμε να της μιλήσουμε», είπε η Νάντια στο Μηνά. «Θα πάρουμε και την Καιτούλα μας μαζί. Θα βάλουμε τα καλά μας, θα αγοράσω ένα περιποιημένο κουτί σοκολατάκια από το LIDL, θα τα τυλίξω όμορφα και θα τη¦ κάνουμε μία επίσκεψη όλοι μαζί. Ίσως να μας λυπηθεί έτσι που θα μας δει». «Θα της χαρίσουμε και μία Καινή Διαθήκη στη Δημοτική», πρόσθεσε η Νάντια με απλότητα και πίστη στον Κύριο. Ο Μηνάς ήταν λίγο μαγκωμένος με την ιδέα, αλλά δεν είχε σοβαρή αντίρρηση, ούτε βέβαια και άλλη λύση. Την Πέμπτη είχε ρεπό. Έβαλαν τα καλά τους όλοι οικογενειακώς και ετοιμάστηκαν για της κυρίας Ορσαλίας. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους, έκαναν προσευχή και οι δύο τους γονατιστοί, μαζί και η Καιτούλα, το κοριτσάκι τους, που δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά.
Η υποδοχή της κυρίας Ορσαλίας ήταν προσεγμένη. Ήταν αδιανόητο για μια τέτοια κυρία να τους φερθεί άπρεπα. Αντίθετα μάλιστα ήταν εγκάρδια μαζί τους, περιποιητική και έπαιξε κάποια στιγμή και με την Καιτούλα. Το πρόβλημα του Μηνά ήταν ότι έπρεπε να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει ανοιχτά για το θέμα τους και για το ενδεχόμενο της ανεργίας που αντιμετώπιζαν αν συνέχιζε αυτή η κατάσταση. Δεν χρειάστηκε όμως. Η κυρία Ορσαλία με τον τρόπο της τους έδωσε να καταλάβουν ότι είχε καταλάβει τα πάντα και ότι θα διόρθωνε και μάλιστα αμέσως. Τους είπε να ξαναπεράσουν όποτε θέλουν και έκλεισε όμορφα η επίσκεψή τους. Ήταν αλήθεια. Πρακτικά τελείωσαν όλες οι ενοχλήσεις και διαλύθηκαν όλα τα μαύρα σύννεφα γύρω από τη δουλειά του Μηνά. Ούτε το αφεντικό είχε προβλήματα και η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί πλήρως.
Πέρασε πολύς καιρός, χάθηκαν τα ίχνη της κυρίας Ορσαλίας από το σπίτι και τη ζωή του Μηνά. Όχι όμως από την προσευχή και την αγάπη της Νάντιας και του Μηνά. Ήταν μια πολύτιμη ψυχή, που την έφερε ο Κύριος στο δρόμο τους για την υπηρετήσουν με αλήθεια και αγάπη, και αυτό έκαναν. Το μωράκι τους γεννήθηκε και ήταν κάμποσων μηνών, όταν το νέο έσκασε σα βόμβα στο μαγαζί. Η κυρία Ορσαλία σε σοβαρή κατάσταση, με βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό. Την έτρεξαν οι γείτονες με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Ο Μηνάς κατάλαβε το κάλεσμα του Κυρίου. Την άλλη μέρα η μητέρα της Νάντιας πρόθυμα τους βοήθησε με το μωράκι και ξεκίνησαν οι δυο τους για το νοσοκομείο. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε η κυρία Ορσαλία. Την βρήκαν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,,τι έλεγαν οι φήμες, αλλά φανερά καταβεβλημένη και το σπουδαιότερο, με την Καινή Διαθήκη στα χέρια να διαβάζει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά όταν τους είδε και τα κουρασμένα της μάτια δάκρυσαν χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Τους κράτησε τα χέρια μέσα στα δικά της, έκλεισε τα μάτια της για κάμποση ώρα και όταν μπόρεσε να μιλήσει είπε μόνο, «ο Θεός σε έστειλε, ο Θεός σας έστειλε..»
Η Νάντια πήγε πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ξενύχτησε κάποια βράδια που τα πράγματα φαίνονταν κρίσιμα και οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Μαζί έκαναν προσευχή, μαζί διάβαζαν από την Καινή Διαθήκη και μαζί καταλάβαιναν ότι το έργο του Ιησού Χριστού εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά της κυρίας Ορσαλίας. Πρώτη η Νάντια άκουσε την ομολογία μετάνοιας και ταπείνωσης της κυρίας Ορσαλίας και την βοήθησε στα πρώτα της βήματα με τον Ιησού Χριστό. «Είναι κάτι που πρέπει να το πω πρώτα σε σένα με πολύ πόνο, αλλά έτσι μου λέει ο Κύριος να κάνω. Νάντια μου, τίποτα από όσα μου έφερναν από την πιτσαρία δεν έτρωγα, ούτε μία φορά για δείγμα. Τάιζα τις γάτες της πολυκατοικίας. Ντρέπομαι που σου το λέω, αλλά αυτή ήταν η παλιά Ορσαλία. Έκανα παραγγελίες, γιατί είχα ανάγκη από παρέα, είχα ανάγκη από συντροφιά, κάποιον να μιλήσω, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Όταν είδα το Μηνά, ήξερα ότι μπορεί να κάνω κακό στο σπίτι σας, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σταματήσω…». Αυτά και άλλα πολλά είπε στη Νάντια ανοίγοντας την αμαρτωλή καρδιά της στον Κύριο για να την πλύνει και να την κάνει καινούρια. Η Νάντια την παρηγορούσε, την στήριζε, την άκουγε με απέραντη χαρά και κατανόηση.
Όταν γύρισε σπίτι της η κυρία Ορσαλία ήταν φανερά γερασμένη και καταβεβλημένη. Δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ήταν σα να της είχαν προστεθεί ξαφνικά πολλά χρόνια μαζί στην πλάτη της. Με το Μηνά άρχισε μια μικρή συντροφιά μελέτης της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, που το άνοιγε με πολλή χαρά και περιποίηση. Από το πλουσιόσπιτο της κυρίας Ορσαλίας άρχισαν να ακούγονται ύμνοι με κιθάρα και ακορντεόν και η γειτονιά τσιμπιόταν απορημένη. Τι έπαθε η κόμισσα; ρωτούσαν με το χαϊδευτικό της.
Η κόμισσα δεν έζησε πολύ ακόμα. Ο οργανισμός της δεν ανέκαμψε μετά την τελευταία της σοβαρή ασθένεια. Πρόλαβε όμως να φωνάξει μια μέρα το Μηνά, τη Νάντια και ένα συμβολαιογράφο στο σπίτι της. Τους παρακάλεσε να δεχτούν μετά το θάνατό της να γίνει δικό τους το όμορφο διαμέρισμά της, γιατί ήταν το μόνο που προλάβαινε να κάνει για τον Κύριο και Σωτήρα της, αφού Τον γνώρισε τόσο αργά στη ζωή της. Τους παρακάλεσε να συνεχίσουν τη μελέτη της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, όπως είχε αρχίσει, για να έχει να εισπράξει κάποιους «τόκους» στον Ουρανό από αυτό το μικρό έργο που θα γίνεται στο σπίτι της. Ο συμβολαιογράφος δεν κατάλαβε λέξη, αλλά ο Μηνάς και η Νάντια κοιτάχτηκαν με νόημα και την ευχαρίστησαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και την έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Σε μια βδομάδα μέσα έγιναν μαζί και οι δύο μετακομίσεις. Η κυρία Ορσαλία έφυγε από το διαμέρισμα για το σπίτι της, το γεμάτο δόξα και ομορφιά στον Ουρανό, και ο Μηνάς με τη Νάντια μετακόμισαν στο οροφοδιαμέρισμα με τα μαρμάρινα πατώματα, τους πολυέλαίους και το σκαλιστό εκκρεμές στο σαλόνι.
Όταν έχει διανομή στην περιοχή ο Μηνάς περνάει από το καινούριο σπίτι τους να φιλήσει τα παιδάκια τους πριν πάνε για ύπνο. Καληνυχτίζει και την κουρασμένη Νάντια, που θα πάει κι εκείνη σε λίγο για ύπνο, και μαζί ευχαριστούν τον Κύριο για το θαύμα Του στη ζωή της αδελφής τους Ορσαλίας, αλλά και στη δική τους τη ζωή.
Η δουλειά του ντελίβερι είναι νομίζω αρκετά παρεξηγημένη. Οι περισσότεροι δεν την γνωρίζουν από κοντά και ίσως γι’ αυτό την απαξιώνουν τόσο εύκολα. Είναι όλα αυτά τα νέα παιδιά, που κάνουν διανομές φαγητών στα σπίτια. Μοιράζουν κυρίως πίτσες και άλλα έτοιμα μαγειρεμένα γεύματα, σαλάτες, κυρίως τα απογεύματα και τις βραδινές ώρες. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με τα μηχανάκια τους γίνονται ενοχλητικοί με τον υπερβολικό θόρυβο, την ταχύτητα, τις σφήνες. Ο Μηνάς όμως δεν ήταν απ’ αυτούς. Πρακτικά ζούσε την οικογένειά του από αυτήν τη δουλειά και πρόσεχε πολύ. Ήταν ευγενικός, σοβαρός, μα κυρίως ήταν άνθρωπος του Θεού. Δεν θα έπαιζε ποτέ με το ψωμί της οικογένειάς του, ούτε με τα νεύρα των άλλων. Ήταν ένα όμορφο ψηλόλιγνο παλικάρι ο Μηνάς, γύρω στα 30, μελαχρινός, με σγουρά μαλλιά και ευγενικό πρόσωπο.
Η δουλειά του Μηνά δεν ήταν κακή, αν σκεφτεί κανείς ότι μαζί με τα φιλοδωρήματα και τα έξτρα έβγαινε ένας καλός μισθός, που κάλυπτε τις ανάγκες της μικρής τους οικογένειας. Ζούσαν, με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι τους, σε ένα διαμέρισμα με ενοίκιο, σε μια καλή σχετικά περιοχή της Αθήνας. Το άλλο τους παιδάκι ήταν ακόμα στην κοιλιά της μαμάς του. Στενοχωριόταν βέβαια όταν άκουγε όλα εκείνα τα υποκοριστικά για τη δουλειά του, πιτσοκουτάς, ντελιβεράς κλπ, αλλά, εδώ που τα λέμε, και ποια δουλειά δεν έχει τα υποκοριστικά της… σκεφτόταν και χαμογελούσε. Άλλωστε για το Μηνά δεν υπήρχε άλλη λύση για την ώρα, αφού για εργασία η μόνη ανοιχτή πόρτα ήταν αυτή.
Δεν ήταν άσχημα, καθόλου άσχημα. Αν ρωτήσεις τους ίδιους, μπορούν να σου πουν χίλια καλά που έχει αυτή η δουλειά. Εκτός από τα τυχερά της, βλέπεις ανθρώπους, επικοινωνείς, γνωρίζεις νέα πρόσωπα, κάνεις φίλους μερικές φορές που σε προτιμούν και σε ζητάνε εσένα προσωπικά να τους εξυπηρετήσεις και πολλά τέτοια. Κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται και η ιστορία με την κυρία Ορσαλία. Ήταν μία κυρία ευκατάστατη, γύρω στα πενήντα, που ζούσε σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα μιας ακριβής πολυκατοικίας λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Όλοι οι συνάδελφοι του Μηνά την εξυπηρετούσαν πολύ πρόθυμα, γιατί τα τυχερά στης κυρίας Ορσαλίας δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Στην αρχή μάλιστα, που ο Μηνάς ήταν καινούριος στη δουλειά, δεν του έδιναν καθόλου δρομολόγια στης κυρίας Ορσαλίας οι παλιοί, για τους ευνόητους λόγους. Το αφεντικό όμως, που τα πρόσεχε πολύ αυτά, προσπαθούσε να μοιράζει σωστά τα δρομολόγια στα παιδιά, αφού ήξερε ότι τα φιλοδωρήματα ήταν μέρος του μισθού τους και ήξερε επίσης πολύ καλά για τη στενότητα στα οικονομικά του Μηνά και για το μωράκι που ερχόταν.
Όταν πρωτοείδε το διαμέρισμα της κυρίας Ορσαλίας ο Μηνάς, έπαθε που λέμε. Και να σκεφτείτε ότι όσα είδε ήταν από τη μισάνοιχτη εξώπορτα την ώρα που παρέδιδε τις πίτσες και πληρωνόταν. Τι προλαβαίνεις να δεις; Και όμως. Είδε τα μάρμαρα στο πάτωμα, είδε το γκραντ φάδερ εκκρεμές στον τοίχο του σαλονιού, είδε τον πολυέλαιο με τα κρυσταλλάκια να λαμπυρίζουν στο διάδρομο και τα κατάλαβε όλα. Η κυρία Ορσαλία, καλοντυμένη και περιποιημένη, τον καλοδέχτηκε, του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν παρατήρησε στη συμπεριφορά της.
Πρέπει να πούμε ότι η κυρία Ορσαλία ήταν από τους καλύτερους πελάτες της πιτσαρίας και το αφεντικό την πρόσεχε ιδιαίτερα. Είχε δώσει και ειδικές οδηγίες στα παιδιά της διανομής για τη συμπεριφορά τους σε τέτοιους ξεχωριστούς πελάτες. Ο Μηνάς ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με το πόσο συχνά εξυπηρετούσε τον ένα ή τον άλλο πελάτη. Το οικονομικό τους θέμα ήταν με πίστη αφημένο στα χέρια του Κυρίου. Το μόνο που φρόντιζε ήταν να κάνει τη δουλειά του σωστά και με συνέπεια. Όταν τον κάλεσε το αφεντικό να πάει ξανά εκείνος την παραγγελία στο σπίτι της κυρίας Ορσαλίας, ο Μηνάς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ούτε την επόμενη φορά, που ήταν κι αυτή κοντά στην προηγούμενη. Τον δυσκόλευε λιγάκι βέβαια ο τρόπος που τον κοίταζε καμιά φορά, αλλά δεν έδινε σημασία. Εκείνο που τον προβλημάτισε ήταν όταν κάποιο απόγευμα, αργούτσικα, η κυρία Ορσαλία τον παρακάλεσε να περάσει μέσα στο σπίτι της και να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο της κουζίνας. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το προσπέρασε. Την επόμενη φορά η κυρία Ορσαλία του έπιασε την κουβέντα, έτσι στο όρθιο. Ήταν ευχάριστη, ομιλητική και ήταν φανερό πως είχε όρεξη για κουβέντα. Αυτήν την εξήγηση έδωσε και ο Μηνάς και πάλι δεν ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά της.
Οι παραγγελίες την κυρίας Ορσαλίας πύκνωναν και ζητούσε πάντοτε το Μηνά να της πάει τα πράγματα. Το αφεντικό δεν είχε καμία αντίρρηση, αφού η δουλειά πήγαινε μια χαρά και χωρίς προβλήματα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στο Μηνά, αφού, εκτός από τα άλλα, δημιουργούσε και προβλήματα στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του. Εκείνο το βράδυ η κυρία Ορσαλία, περιποιημένη όπως πάντα, κράτησε το Μηνά παραπάνω από το συνηθισμένο. Δεν υπήρχε πολλή δουλειά που να πιέζει το μαγαζί και ο Μηνάς κάθισε μαζί της στο σαλόνι να μιλήσουν λίγο πιο άνετα. Στο μεταξύ είχε μάθει ο Μηνάς ότι η κυρία Ορσαλία ζούσε μόνη της κι ήταν αριστοκράτισσα με περιουσία. Εκείνο το βράδυ του μίλησε ανοιχτά και καθαρά. Του είπε πόσο τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που τον είδε, πόσο ήθελε την παρέα του, πόσο τον σκεφτόταν όλη μέρα και ότι θα’ θελε όταν σχολάει αργά το βράδυ να περνάει να της χτυπάει το κουδούνι και να της λέει καληνύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήταν. Του είπε ακόμα ότι δεν είχε συγγενείς και φίλους και ότι έψαχνε να βρει κάποιον άνθρωπο που να τον αγαπήσει και να του αφήσει όλη της την περιουσία. Του μιλούσε ζεστά, τρυφερά και τον κοίταζε συνεχώς στα μάτια. Ο Μηνάς τα’ χασε. Μόλις τώρα άρχισε να καταλαβαίνει πού είχε μπλέξει… Κατάφερε όμως και στάθηκε στα πόδια του. Το σωσίβιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα η οικογένεια. Μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα για την οικογένειά του στην κυρία Ορσαλία. Τώρα ήταν ή ώρα. Της είπε για την αγαπημένη του γυναίκα, για τον αγώνα τους με τα οικονομικά τους, για το κοριτσάκι τους, για το μωράκι που περίμεναν. Είπε όσα μπορούσε παραπάνω και τόνιζε ιδιαίτερα όσα σημεία πίστευε ότι θα βοηθούσαν και εκείνον να ξεμπλέξει, αλλά και την κυρία Ορσαλία, που είχε αρχίσει πραγματικά να τη λυπάται.
Δυστυχώς δεν φάνηκε καμία από τις δύο πλευρές να βοηθιέται σημαντικά. Η κυρία Ορσαλία άκουγε προσεκτικά και ευγενικά το Μηνά να μιλάει με αγάπη και στοργή για την οικογένειά του, αλλά στο μυαλό της κρατούσε το Μηνά όπως τον είχε πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της απέραντης μοναξιάς της.
Την επόμενη φορά που η κυρία Ορσαλία ήταν γλυκιά και περιποιητική και προσπαθούσε να είναι όσο γίνεται πιο ελκυστική με την εμφάνισή της και τον τρόπο της, ο Μηνάς είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο! Της μίλησε ανοιχτά και καθαρά για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Της μίλησε για το θέμα της αμαρτίας, για τη θυσία του Ιησού Χριστού στο σταυρό του Γολγοθά, για την αιώνια αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο, για την καινούρια ζωή, την καθαρή και άγια που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός σε όσους πηγαίνουν σ’ Αυτόν με μετάνοια και πίστη. Τα είχε φτιάξει όμορφα στο μυαλό του και τα είπε όλα και συγκροτημένα. Τα αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά. Βέβαια παρατήρησε μια κάποια πρόοδο στη συμπεριφορά της κυρίας Ορσαλίας. Την είδε να κοντοστέκεται λίγο, να τον κοιτάζει κάπως περίεργα και εξεταστικά, να τον ρωτάει μια-δυο ερωτήσεις, αλλά πέρα από αυτό καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε. Η κυρία Ορσαλία δεν κατάλαβε τίποτα ή δεν ήθελε να καταλάβει. Το ίδιο βράδυ μίλησαν μέχρι αργά με τη γυναίκα του για το θέμα και αποφάσισαν με οποιοδήποτε κόστος να κόψει ο Μηνάς από της κυρίας Ορσαλίας, έστω κι αν αυτό σήμαινε να χάσει τη δουλειά του. Με βαριά καρδιά το άλλο απόγευμα πήγε και βρήκε το αφεντικό του. Είχε αποφασίσει να μην εκθέσει την καλύτερη πελάτισσα του μαγαζιού, αλλά τον παρακάλεσε να μην τον ξαναστείλει στης κυρίας Ορσαλίας, γιατί είχε σοβαρό πρόβλημα και δεν θα πήγαινε. Το αφεντικό μάλλον δεν πολυκατάλαβε, ούτε έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή. Μετά όμως δημιουργήθηκε ζήτημα, γιατί η κυρία Ορσαλία έδινε ρητές εντολές για τις παραγγελίες της και έπρεπε να εκτελεστούν ακριβώς. Το αφεντικό ζητούσε εξηγήσεις, ο Μηνάς δεν έδινε εξηγήσεις και κινδύνευε να χάσει την πολύτιμη και μοναδική δουλειά του.
Τη λύση την έδωσε μία έμπνευση του Κυρίου στη γυναίκα τού Μηνά ένα πρωί. «Θα πάμε μαζί να την βρούμε να της μιλήσουμε», είπε η Νάντια στο Μηνά. «Θα πάρουμε και την Καιτούλα μας μαζί. Θα βάλουμε τα καλά μας, θα αγοράσω ένα περιποιημένο κουτί σοκολατάκια από το LIDL, θα τα τυλίξω όμορφα και θα τη¦ κάνουμε μία επίσκεψη όλοι μαζί. Ίσως να μας λυπηθεί έτσι που θα μας δει». «Θα της χαρίσουμε και μία Καινή Διαθήκη στη Δημοτική», πρόσθεσε η Νάντια με απλότητα και πίστη στον Κύριο. Ο Μηνάς ήταν λίγο μαγκωμένος με την ιδέα, αλλά δεν είχε σοβαρή αντίρρηση, ούτε βέβαια και άλλη λύση. Την Πέμπτη είχε ρεπό. Έβαλαν τα καλά τους όλοι οικογενειακώς και ετοιμάστηκαν για της κυρίας Ορσαλίας. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους, έκαναν προσευχή και οι δύο τους γονατιστοί, μαζί και η Καιτούλα, το κοριτσάκι τους, που δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά.
Η υποδοχή της κυρίας Ορσαλίας ήταν προσεγμένη. Ήταν αδιανόητο για μια τέτοια κυρία να τους φερθεί άπρεπα. Αντίθετα μάλιστα ήταν εγκάρδια μαζί τους, περιποιητική και έπαιξε κάποια στιγμή και με την Καιτούλα. Το πρόβλημα του Μηνά ήταν ότι έπρεπε να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει ανοιχτά για το θέμα τους και για το ενδεχόμενο της ανεργίας που αντιμετώπιζαν αν συνέχιζε αυτή η κατάσταση. Δεν χρειάστηκε όμως. Η κυρία Ορσαλία με τον τρόπο της τους έδωσε να καταλάβουν ότι είχε καταλάβει τα πάντα και ότι θα διόρθωνε και μάλιστα αμέσως. Τους είπε να ξαναπεράσουν όποτε θέλουν και έκλεισε όμορφα η επίσκεψή τους. Ήταν αλήθεια. Πρακτικά τελείωσαν όλες οι ενοχλήσεις και διαλύθηκαν όλα τα μαύρα σύννεφα γύρω από τη δουλειά του Μηνά. Ούτε το αφεντικό είχε προβλήματα και η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί πλήρως.
Πέρασε πολύς καιρός, χάθηκαν τα ίχνη της κυρίας Ορσαλίας από το σπίτι και τη ζωή του Μηνά. Όχι όμως από την προσευχή και την αγάπη της Νάντιας και του Μηνά. Ήταν μια πολύτιμη ψυχή, που την έφερε ο Κύριος στο δρόμο τους για την υπηρετήσουν με αλήθεια και αγάπη, και αυτό έκαναν. Το μωράκι τους γεννήθηκε και ήταν κάμποσων μηνών, όταν το νέο έσκασε σα βόμβα στο μαγαζί. Η κυρία Ορσαλία σε σοβαρή κατάσταση, με βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό. Την έτρεξαν οι γείτονες με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Ο Μηνάς κατάλαβε το κάλεσμα του Κυρίου. Την άλλη μέρα η μητέρα της Νάντιας πρόθυμα τους βοήθησε με το μωράκι και ξεκίνησαν οι δυο τους για το νοσοκομείο. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε η κυρία Ορσαλία. Την βρήκαν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,,τι έλεγαν οι φήμες, αλλά φανερά καταβεβλημένη και το σπουδαιότερο, με την Καινή Διαθήκη στα χέρια να διαβάζει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά όταν τους είδε και τα κουρασμένα της μάτια δάκρυσαν χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Τους κράτησε τα χέρια μέσα στα δικά της, έκλεισε τα μάτια της για κάμποση ώρα και όταν μπόρεσε να μιλήσει είπε μόνο, «ο Θεός σε έστειλε, ο Θεός σας έστειλε..»
Η Νάντια πήγε πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ξενύχτησε κάποια βράδια που τα πράγματα φαίνονταν κρίσιμα και οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Μαζί έκαναν προσευχή, μαζί διάβαζαν από την Καινή Διαθήκη και μαζί καταλάβαιναν ότι το έργο του Ιησού Χριστού εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά της κυρίας Ορσαλίας. Πρώτη η Νάντια άκουσε την ομολογία μετάνοιας και ταπείνωσης της κυρίας Ορσαλίας και την βοήθησε στα πρώτα της βήματα με τον Ιησού Χριστό. «Είναι κάτι που πρέπει να το πω πρώτα σε σένα με πολύ πόνο, αλλά έτσι μου λέει ο Κύριος να κάνω. Νάντια μου, τίποτα από όσα μου έφερναν από την πιτσαρία δεν έτρωγα, ούτε μία φορά για δείγμα. Τάιζα τις γάτες της πολυκατοικίας. Ντρέπομαι που σου το λέω, αλλά αυτή ήταν η παλιά Ορσαλία. Έκανα παραγγελίες, γιατί είχα ανάγκη από παρέα, είχα ανάγκη από συντροφιά, κάποιον να μιλήσω, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Όταν είδα το Μηνά, ήξερα ότι μπορεί να κάνω κακό στο σπίτι σας, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σταματήσω…». Αυτά και άλλα πολλά είπε στη Νάντια ανοίγοντας την αμαρτωλή καρδιά της στον Κύριο για να την πλύνει και να την κάνει καινούρια. Η Νάντια την παρηγορούσε, την στήριζε, την άκουγε με απέραντη χαρά και κατανόηση.
Όταν γύρισε σπίτι της η κυρία Ορσαλία ήταν φανερά γερασμένη και καταβεβλημένη. Δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ήταν σα να της είχαν προστεθεί ξαφνικά πολλά χρόνια μαζί στην πλάτη της. Με το Μηνά άρχισε μια μικρή συντροφιά μελέτης της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, που το άνοιγε με πολλή χαρά και περιποίηση. Από το πλουσιόσπιτο της κυρίας Ορσαλίας άρχισαν να ακούγονται ύμνοι με κιθάρα και ακορντεόν και η γειτονιά τσιμπιόταν απορημένη. Τι έπαθε η κόμισσα; ρωτούσαν με το χαϊδευτικό της.
Η κόμισσα δεν έζησε πολύ ακόμα. Ο οργανισμός της δεν ανέκαμψε μετά την τελευταία της σοβαρή ασθένεια. Πρόλαβε όμως να φωνάξει μια μέρα το Μηνά, τη Νάντια και ένα συμβολαιογράφο στο σπίτι της. Τους παρακάλεσε να δεχτούν μετά το θάνατό της να γίνει δικό τους το όμορφο διαμέρισμά της, γιατί ήταν το μόνο που προλάβαινε να κάνει για τον Κύριο και Σωτήρα της, αφού Τον γνώρισε τόσο αργά στη ζωή της. Τους παρακάλεσε να συνεχίσουν τη μελέτη της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, όπως είχε αρχίσει, για να έχει να εισπράξει κάποιους «τόκους» στον Ουρανό από αυτό το μικρό έργο που θα γίνεται στο σπίτι της. Ο συμβολαιογράφος δεν κατάλαβε λέξη, αλλά ο Μηνάς και η Νάντια κοιτάχτηκαν με νόημα και την ευχαρίστησαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και την έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Σε μια βδομάδα μέσα έγιναν μαζί και οι δύο μετακομίσεις. Η κυρία Ορσαλία έφυγε από το διαμέρισμα για το σπίτι της, το γεμάτο δόξα και ομορφιά στον Ουρανό, και ο Μηνάς με τη Νάντια μετακόμισαν στο οροφοδιαμέρισμα με τα μαρμάρινα πατώματα, τους πολυέλαίους και το σκαλιστό εκκρεμές στο σαλόνι.
Όταν έχει διανομή στην περιοχή ο Μηνάς περνάει από το καινούριο σπίτι τους να φιλήσει τα παιδάκια τους πριν πάνε για ύπνο. Καληνυχτίζει και την κουρασμένη Νάντια, που θα πάει κι εκείνη σε λίγο για ύπνο, και μαζί ευχαριστούν τον Κύριο για το θαύμα Του στη ζωή της αδελφής τους Ορσαλίας, αλλά και στη δική τους τη ζωή.