Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ

Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.

Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εδώ ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.

Τώρα, από την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στην σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματόβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.

Στην εκκλησιά την θολωτή
που στ’ όνειρό της ζη κι αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.

Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο κι ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.

Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτες,
- έπηξε η φλόγα στο καντήλι! -
μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.

Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
Είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κυττάς
κάθετο μπρος τον δρόμο.

Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
- χειμώνας, - και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
Και ξαναζούν στην σιγαλιά
ιδέες και πράματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.

Τα καντηλάκια στο ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
στάθηκαν στους άγιους μπροστά
- κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.

Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθή,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνη!

Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης την βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.

Μέσα μου κάτι ξαναζή
που μεγαλώσαμε μαζί
και τόχα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.

Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θάμαστε, Χριστέ μας!

Όρθρος δεν χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει, μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.

Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήση,
ξυπόλυτη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύση.

Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ω, τι χαρά σου να θωρής
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!

Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και φως του κόσμου.

Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πως ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!

Στης εκκλησίας τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαμποκοπά
και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
Μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.

Κάποι’ αφροκάμωτα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραθύρια του Ιερού
και στις δυο κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.

Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ως ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφό των πόθου.

Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως κι οι μορφές οι ασκητικές
που γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!

Στην άγια Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα μου κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.

Ω Νικητή των νικητών,
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ‘ρθης να κατοικήσης;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσης;

«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι ειν’ η καρδιά μου νηστική
για φως χαρά κι αλήθεια.
Εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.

«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.

Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοί μου πόθοι.

Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος κι αδελφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!

Ποιος θα μπορούσε να το πη
πως τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικό σου πόνους.

Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.

Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθήτε.
Κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια – κι ο λόγος του πιστός -
κι εσείς θ’ αναστηθήτε.

Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.

Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πούρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάση.

Τούτη η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπη
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίση όλη τη γη,
θα σείση τα επουράνι.

Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά την Δύση;
Ποιος θα βρεθή να τους το πη
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιός θα τις γυρίση;

Αναστάση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλύνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.

Το βάρος έχει μοιραστή,
και τον ξεκάμαν το ληστή
πόσπερνε ολούθε τρόμο.
κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.

Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμέ συ, στείρε.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσε η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΓΑΛΗΝΗΦΟΡΟΣ

Συντροφιά με το Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
ως να φτάση κι η στερνή
στιγμή, να ξεψυχήσω.

Ναν’ αυτός για μένα πια
και μάνα και πατέρας,
όσο να χτυπήσ’ η αργή
καμπάνα της εσπέρας.

Η καμπάνα του βραδιού
με τον απόκοσμο ήχο,
που γκρεμίζει των φθαρτών
και πρόσκαιρων τον τοίχο.

Συντροφιά με το Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
την αγάπη του, θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω.

Και τα στήθια είναι στενά
κι ανοίγουν και πλαταίνουν,
κι όσο πιο πολύ αγαπούν
τόσο και δε χορταίνουν.

Σαν τριαντάφυλλο ανοιχτό
στον ανοιξιάτικο ήλιο,
πρόσχαρη η ψυχή μου ανθεί
στης χάρης το βασίλειο.

Ζη κι ανθεί κι ολόβολη
μοσκοβολά απ’ τα μύρα,
και χορεύει σαν πουλί
για τη χρυσή της μοίρα.

Σαν πουλί, και διαλαλεί
στη μαγεμένη φύση,
τη μεγάλη αγάπη της
που στην καρδιά 'χει κλείσει.

Και το παίρνουν οι πνοές
κι οι αύρες μεσ’ στα δάση
το γλυκό κελάδημα,
και το σκορπούν στην πλάση.


Τ΄ άκουσαν κι οι λεμονιές,
στα περιβόλια πέρα,
κι ανατρίχιασαν γλυκά
στην γαλανήν εσπέρα.

Κι είναι το τραγούδι μου
τραγούδι στ’ Όνομά Του
που νικά τη δύναμη
της ζωής και του θανάτου.

Στ’ Όνομά Του το γλυκό
και τρισαγαπημένο,
που το κρύβω μέσα μου
κι είναι παντού γραμμένο!

Τ’ Όνομά Του, ω ναι, παντού
χρυσόγραφτο το βρίσκω
στου ήλιου την πυρή θωριά,
στου φεγγαριού το δίσκο.

Στ’ άστρο εκεί που τρέμει, λες,
να στάξη, σαν το δάκρυ
στο λουλούδι π΄ άνοιξε
στου κλωναριού την άκρη.

Στα ζεφείρια του γιαλού,
στους ήχους των κυμάτων,
στ’ άρωμα που οι ζέφυροι
σκορπούν στο πέρασμά των.

Μεσ’ στο λυσσομανητό
της μεσονύχτιας μπόρας
και στην άπειρη σιωπή
της πιο γαλήνιας ώρας.

Στα χιονόσκεπα βουνά,
στων ουρανών τα πλάτια,
στα γαλάζια άλλου ουρανού:
τα’ αθώου παιδιού τα μάτια.

Στ’ αηδονιού το λάλημα,
στην ευωδιά του κρίνου,
ως και στ’ άχαρο άνθος του
κατσαρομάλλη πρίνου.

Και το βρίσκω τ’ Όνομα,
το μυριαγαπημένο,
σ’ όλες τις αγνές καρδιές
βαθιά χρυσογραμμένο!

Βρίσκω το και τραγουδώ
και στήνω πανηγύρι
και μεθώ με της Χαράς
το ευφρόσυνη ποτήρι.

Ας χαρούν αντάμα μου
και στην γιορτή μου ας ψάλλουν
πλάσματα και πνεύματα
του κόσμου αυτού και τ’ άλλου!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Κι είπε ο Χριστός στο πλάσμα του: «Τι θες, παιδί τ’ ανθρώπου;
Φως και χαρά; Γλυκούς καρπούς ευλογημένου κόπου;
Έλα κοντά μου. Τι ποθείς; Ψυχής γλυκιά γαλήνη;
Δύναμη θες; Ανάπαυση; Παρηγοριά; Να γίνει
παραδεισένια σου η ζωή, χερουβική υμνωδία;
Έλα κοντά μου. Το φτερό ξολοθρευτή θανάτου, το σκοτεινό, το μαύρο,
δε θα σ’ αγγίξει της ζωής τη θεϊκή αρμονία,
στου ματωμένου μου Σταυρού τον ίσκιο αποκάτου».

Κι είπεν αυτός: «Όσα ποθώ μακριά από σε θα τάβρω».
Και τράβηξε κάποιο στρατί και κάποιο μονοπάτι,
που διάλεξε μεσ’ στης τρελής χαράς του το μεθύσι,
και του φαινόταν πως εκεί λουλούδιαζαν και οι βάτοι
και πως για αυτόν ανοίχτη πια της ευτυχίας η βρύση.
Για ιδές ανθοί που στρώσανε την γη στο πέρασμά του.
Για ιδές! και το στραβό στρατί που διάλεξε γιορτάζει,
θαρρείς, κι αυτό με λούλουδα χαράς την λευτεριά του.
Κι αυτός χορεύει και σκιρτά και τραγουδά και κράζει:
«Όλα καλά κι όλα γλυκά κι όλα όμορφα δω πέρα».
Κι αμέριμνα κι αφρόντιστα και δίχως συλλογή
γυρίζει ολούθε ξέγνοιαστα σ’ αυτή την ξένη γη.

…Μα μέρα με την μέρα
γιατί μαραίνονται οι ανθοί και πέφτουν τα λουλούδια;
Γιατί λιγόστεψε η χαρά και παύουν τα τραγούδια;
Γιατί στο μονοπάτι
δε βλέπει πια να ανθοβολούν, καθώς περνά, κι οι βάτοι;
Πως έπαψε έτσι ξαφνικά να λουλουδίζ’ η γη του
και τα αγριοβόρια μάραναν τα στερνολούλουδά της;
Μέσα στα στήθια του γιατί θρηνολογά η ψυχή του,
κι είναι πικρό, σπαραχτικό, το θρηνολόγημά της;

Μαύρο σκοτάδι πλάκωσε και τούφραξε το δρόμο.
Μέσα του, ολόγυρά του,
όλα γεμάτα απελπισία και παγωνιά θανάτου,
κι όλα γεμάτα τρόμο.

Κι αυτός ορμά ξανά μπροστά και τρέχει στα σκοτάδια.
Γυρίζει εδώ, γυρίζει εκεί κάμπους, βουνά, λαγκάδια,
χτυπιέται και ματώνεται
και πέφτει και σηκώνεται
και δος του τρέχει πάλι.
Θολή η ψυχή, θολός ο νους…. αχ ! που θε να τον βγάλει
τούτος ο δρόμος ο τραχύς; Μέσ’ στο φριχτό σκοτάδι
ανατριχιάζει νιώθοντας κρύο θανάτου χάδι.

Μα μέσα στο στροβίλισμα και στην ανεμοζάλη,
σα μακρινός αντίλαλος απ’ της ψυχής τα βάθη
αναδευτήκαν του Χριστού κείνα τα λόγια πάλι,
αρμονικά, γλυκά, απαλά. Και τάκουσε και εστάθει.
Κι είπε: «στον ίσκιο του Σταυρού δεν κάθισα ποτέ.
Να δοκιμάσω τώρα;

Μην τύχη κι είν’ αληθινά τα λόγια σου, ω Χριστέ;
Μην είν’ τα λόγια που οδηγούν στην μαγεμένη χώρα,
στη χώρα εκείνη που αντηχούν τα αγγελικά ωσαννά;»

και ξαναγύρισε δειλά….
Κι έλεγε μέσα του: «άραγε θα με δεχτεί ξανά:…»
Μα ως έφτασε και στύλωσε προς το Σταυρό το βλέμμα,
Τον βλέπει - απίστευτη χαρά – να του χαμογελά,
και με ανοιχτά τα χέρια,
χέρια σκαμμένα από καρφιά, χέρια που στάζαν αίμα,
και με στοργή που θαύμαζαν τα αγγελοπεριστέρια,
τον προσκαλούσε στην θερμή και στοργική του αγκάλη
και του ξανάλεγε γλύκα: «έλα κοντά μου, πάλι.
Μείνε κοντά μου. Μια φορά παιδί παρακοής
και γιός της πλάνης ήσουν
σαν γύριζες στις αγκαθιές τριβολιασμένης γης.

Τώρα, στολή βασιλική οι άγγελοι θα σε ντύσουν,
κι αγαπημένο μου παιδί θα γίνεις,
γιος της ειρήνης».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ

Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
κι ειν’ η λαχτάρα μου μεγάλη!
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
γιατί θα κοινωνήσω πάλι.

Μαζί κι οι δυό μας θα γιορτάσουμε,
ω, πόσο τόχες πεθυμήσει.
«Επιθυμία επεθύμησα»,
μας είπες πριν το δείπνο αρχίσει.

Επιθυμία επεθύμησα!
-πως μας φλογίζ’ η επιθυμιά σου!
πως λαχταρήσαμε να γείρωμε
απόψε πάνω στην καρδιά σου!

Δέξου μας σαν τον άγιο Γιάννη σου,
πάνω στο στήθος σου σκυμμένους.
Δε θα σου πούμε ποια άγρια κύματα
μας φέραν δω μισοπνιγμένους.

Τα ξέρεις όλα! Κι αν πονούσαμε,
πιότερο συ για μας πονούσες
και, σιωπηλός, - τα χρόνια ως διάβαιναν,-
στο δείπνο σου μας καρτερούσες.

Μαζί σου τώρα θα γιορτάσουμε,
και το τραπέζι ‘ναι στρωμένο.
Μα πως σε βλέπω, ω τρισελεύτερε,
τη δουλική ποδιά ζωσμένο;

-«Σταθήτε, φίλοι! Ο νους σας άγρυπνος
κι ολάνοιχτ’ η ψυχή σαν κρίνο,
για να δεχτή, δροσιά απριλιάτικη,
την ύστερη εντολή που αφήνω.

Εγώ ‘μαι ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος.
Μαζί μου ως τ’ άστρα θ’ ανεβήτε,
μ’ αφού στα πόδια τ’ άλλου σκύψετε
και δουλική ποδιά ζωσθήτε.

Εγώ ‘μαι ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος,
μα ταπεινώθηκα ως τα Βάθη.
Όποιος το Θρόνο μου λαχτάρησε,
το δρόμο τούτο πρώτα ας μάθη!

Μα ελάτε τώρα να γιορτάσουμε.
Χρείαν ουκ έχει ο λελουσμένος.
Μαζί σας, η χαρά μου απέραντη,
κι ας είμαι κιόλα προδομένος»

Κύριε, τα λόγια σου αντηχήσανε
ως τα κατάβαθα του νου μας.
Εσύ διαβάζεις την αγάπη μας
μεσ’ στην καρδιά του καθενού μας.

Εσύ διαβάζεις την αγάπη μας,
και, πιο καλά από μας, το ξέρεις
Πόσο οι ψυχές μας νοσταλγήσανε
σ’ αυτό τ’ ανώγειο να μας φέρης.

Μαζί το Πάσχα θα γιορτάσουμε
και τον καινούργιο Αμνό θα φάμε,
Μαζί σου, ακόμα και στον θάνατο
- και στην ανάσταση - θα πάμε.

Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
γιατί θα κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
κι ειν’ η λαχτάρα μου μεγάλη!

Ο λειτουργός προβαίνει επίσημα
τ’ Άγια κρατώντας υψωμένα,
μα Εσύ μας κράζεις με τα χείλη του:
«πιστοί μου, ελάτε προς Εμένα».

Σεμνά κι αθόρυβα προσέρχονται
θερμός στα μάτια ο πόθος λάμπει
κι ανοίγουν οι καρδιές εφτάδιπλες,
ο Βασιλιάς των όλων νάμπη.

Ανοίγουν οι καρδιές ευφρόσυνα
καθώς στον ήλιο τα λουλούδια,
κι ανάερα φτερουγάνε γύρω μας,
αύρες των όρθρων, τ’ αγγελούδια.

Αύρες των όρθρων μας θωπεύουνε
μεσ’ στη σεμνή φωτοχυσία•
την εκκλησία μας όλη γέμισε
χίλιων ψυχών η παρουσία.

Άκτιστε Λόγε και Σύναρχε,
πόσους εκάλεσες σιμά σου!
Γύρω ένα πλήθος αναρίθμητο
σιμώνει προς την Τράπεζά σου.

Τούτη την ώρα που κυκλώνουμε
τ’ αφθαρτοπάροχο ποτήρι,
πνεύματα μύρια ολούθε κίνησαν
για να βρεθούν στο πανηγύρι.

Θα κοινωνήσω με τους Έντεκα
- στη νύχτα χάθηκε ο προδότης -
με την Παρθένα Μάνα που έσφιξε
στην αγκαλιά της τον Αμνό της.

Θα κοινωνήσω με τους Έντεκα
και με την πρώτη Εκκλησία.
Κοινή κι η πίστη κι η λαχτάρα μας
μπρος στην υπέρτατη Θυσία.

Να, με τους πρώτους, οι Εβδομήκοντα,
και να κι ο Παύλος πούχει φτάσει
στα τρίδιπλα φτερά του ζήλου του,
πέλαα περνώντας, κάμπους, δάση.

Γεμάτη δύναμη και θέληση
στράφτει η ματιά του, σαν ατσάλι.
Χαίρε, ω ποτήρι μυριολάτρευτο
που τον χαλύβδωσες στη πάλη.

Να των μαρτύρων τ’ αναρίθμητα
που φτερουγάνε πλήθη, γύρω,
κρατώντας, θησαυρό σε αλάβαστρα,
το αίμα τους, ουράνιο μύρο.

Πως την θυμούνται την αξέχαστη,
των πιο μεγάλων θριάμβων, μέρα!
Στη φυλακή πρωί, μετάλαβαν,
το βράδυ στα θεριά τους φέραν.

Στη φυλακή, πρωί, μετάλαβαν
ελεύθεροι φυλακισμένοι•
το βράδυ μπαίνουν αλαλάζοντας
στον ουρανό που τους προσμένει.

Χαίρε τροφή μαρτυροπλάστρα , Συ,
και χαίρε των ηρώων γεννήτρα!
Τα νύχια των θηρίων εσύντριψεν
η δύναμή σου η καταλύτρα.

Να κι ο Ταρσίζιος μεσ’ στους μάρτυρες,
ο μικρός φίλος κι αδελφός μας.
Γεια σου αδελφούλη, που ξεπέρασες
τους πιο τρανούς εσύ του κόσμου!

Στη δωδεκάχρονη καρδούλα του
σφίγγει ο Ταρσίζιος τ’ άγια Δώρα.
Δε θα τα ρίξει, κι ας ουρλιάζουνε
τριγύρω του σκυλιά αιμοβόρα.

Δε θα τα ρίξη στην ατίμωση,
- Θε μου, η καρδούλα του πως κάνει! -
κι ας τον χτυπούν, κι ας τον πληγώνουνε.
Με τ’ άγια Δώρα θα πεθάνη!

Να κι οι σεπτές χορείες προβαίνουνε
των ομολογητών της πίστης,
κι ο ιεράρχης κι ο σοφός ο δάσκαλος,
ο βάρδος, ο πνευματικός, ο μύστης.

Να κι οι παρθένες αστρομέτωπες
τ’ άφθαρτα φέρνοντας στεφάνια,
και να οι μανάδες των Χρυσοστόμων,
με την σεμνή τους περηφάνεια.

Η Φοίβη, η Πρισκίλλα, η διακόνισσα,
η κατηχήτρα, η τίμια χήρα,
κι η δοξασμένη αυτοκρατόρισσα
που καταφρόναε την πορφύρα.

Θε μου τι πλήθος αναρίθμητο
μαζί μας ήρθε να δειπνήση!
Κι όλους αυτούς το θείο ποτήρι σου
τους έχει θρέψει και ποτίσει!

«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.

«Ιδού βαδίζω…» Γήινο τίποτα
δεν έχει τώρα ο λογισμός μου,
γιατί με κάλεσε συντράπεζο
ο Βασιλιάς όλου του κόσμου.

«Ιδού …» Στο βήμα των πατέρων μου
ρυθμίζω το δικό μου βήμα,
κι Εσύ με δέχεσαι ως τους δέχτηκες,
θύτης Εσύ μαζί και θύμα!

«Στώμεν καλώς!» Τα μάτια ορθάνοιχτα,
την αγρύπνια του πνεύματος μας
ας δείχνουν, τούτη τη φριχτή στιγμή
που σφαγιάζετ’ ο Χριστός μας.

Ευλαβικά σαν τον προφήτη Σου
τον άνθρακα στα χείλη παίρνω,
κι ω καθαρμού φωτιά αδαπάνητη
που μεσ’ στην ύπαρξή μου παίρνω!

Είδες την δίψα μου την άσβηστη,
και να που μούχεις αναβρύσει
αθανασίας καθάρια νάματα
κι αλήθειας κρουσταλλένια βρύση.

Τώρα ξέχνα του βίου τα βάσανα
και της ζωής κάθε φαρμάκι.
Δε χάνομαι άσωτα στα πέλαγα
μάταια ζητώντας κάποια Ιθάκη.

Ο δρόμος φέρνει προς την θέωση,
διάπλατα μπρος μου τον ανοίγεις,
κι ως το στερνό – μου τόπες – βήμα μου,
απ’ το πλευρό μου δε θα φύγης.

Στην ομορφιά μας την πρωτόπλαστη
μας ξαναφέρν’ η δύναμή σου.
Στην ομορφιά μας την πρωτόπλαστη
και στις χαρές του παραδείσου.

Αγγέλων λύρες αρμονίζονται
και χερουβίμ δοξολογούνε,
κι αρχάγγελοι έσκυψαν, θαυμάζοντας,
τη μυστική ένωση να δούνε…

Σ’ ευχαριστώ που καταδέχτηκες
στη φάτνη τούτη να ξανάρθης.
Ω, μείνε χρόνια, χρόνια ατελείωτα
μέσα μου, αφέντης και μονάρχης.

Μείνε για πάντα, όπως και σήμερα
μεσ’ στην καρδιά μου σ’ έχω πάρει
με την πλαστουργική σου δύναμη
και την αγνιστική σου χάρη.

Μείνε, το θάρρος μου κι η ελπίδα μου,
φίλος, παράκλητος, Θεός μου!
Με σένα θάμαι παντοδύναμος
και νικητής όλου του κόσμου.

Κι όταν στερνά θα πέφτη απάνω μου,
θα πέφτη ο ίσκιος του θανάτου,
στο φως μιας νέας ζωής, αθάνατης,
θ’ ανοίγη ο νους τα βλέφαρά του!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ο Κύριος ειν’ που απ’ την αρχή τάχει όλα τεχνουργήσει,
ποιητής μαζί και πρότυπο, για αυτό μέσα στην κτίση
κανένα από τα πλάσματα δεν είναι τιποτένιο.

Μέσ’ στον αγέρα το πουλί πετάει, και το λιθάρι
στο χώμα ξεκουράζεται στο νερό ζη το ψάρι
και μεσ’ στο χέρι στου Θεού ζει το δικό μου πνεύμα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΛΥΤΡΩΤΙΚΟΣ

Κλειστές οι πόρτες της ψυχής μας
κι εμείς βουβοί και λυπημένοι.
Σαν τι κακό μας περιμένει;

Σαν κλαψοπούλι ο λογισμός μου
άπαυτα μέσα μου θρηνεί,
λες, την καταστροφή του κόσμου.

Σ’ αυτό το σπίτι το κλειστό,
ποιος μούπε νάρθω να κλειστώ;
Αράχνες κάποιος πλέκει εντός μου!

Απ’ το παράθυρο του δρόμου
βλέπω τα δάχτυλα του τρόμου
-Θε μου!- μακριά, κοκαλωμένα!

Κάποιος τ’ απλώνει κατά μένα…
Τρέμει απ’ την φρίκη το κορμί.
Μη με μολύνης, τέρας, μη!...

Ποιος ειν’ εκείνος που σκαλίζει,
φερμένος απ’ το δάσος πέρα,
μεσ’ στο μυαλό μου νύχτα μέρα;

Κάποιο καράβι εδώ αρμενίζει,
κι είναι φουρτούνα στο κελί μου.
Μούσπασε το τιμόνι, αλί μου!

Ξέχασα που ‘θελα να φτάσω.
Πασκίζω να το θυμηθώ.
Στο πέλαο μούταν να χαθώ;

Πως θενά σ’ εύρω άμα σε χάσω;
Μεσ’ στο κελί μου (κι ειμ’ εγώ!)
μαζεύουν ένα ναυαγό!

Μα είδα, πριχού μου λείψ’ η σκέψη,
να σείουνται απάνω απ’ τα νερά
κάποια χρυσόλευκα φτερά…

Ποιος μ’ έχει πιάσει; Που με φέραν;
Άλλον αγέρα εδώ ανασαίνω
κι ούτε πια ζω σε μέρος ξένο.

Έξω από μένα, όλοι το ξέραν.
Και με χαϊδεύαν τρυφερά.
Σ’ όλα τα μάτια ειν’ η χαρά.

Βαρύς ο λογισμός μου ακόμα.
Μέλι τα λόγια τους στα χείλη!
Ευχαριστώ καλοί μου φίλοι.

Αγάπη τέτοια ούτε της μάνας!
Ακούω τον ήχο τον γλυκό
μιας αναστάσιμης καμπάνας.

Χριστός Ανέστη! όλα μου κράζουν,
οι αχτίδες οι αύρες και τα μύρα
που σκόρπιζε η άνοιξη τριγύρα.

Χριστός Ανέστη! όλα μου κράζουν
και στη θλιμμένη μου καρδιά,
γαλήνης βάλσαμο σταλάζουν.

Όλα γελούν σ’αυτό το σπίτι
και με κυττούν σαν αδερφό.
Καλή μου τύχη εδώ να ‘ρθω!

Όλα γελούν σ’ αυτό το σπίτι.
Ρωτάω ποίος ειν’αφεντικό,
μούπαν για Κάποιο Σαμαρείτη!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΟΔΗΓΗΤΙΚΟΣ

Σα σε μνήμα, μέσα μου,
φτωχή καρδιά κλεισμένη,
χήρα μάνα μου θυμάς
στον πόνο της δοσμένη.

Στα δυό γόνατα έδεσες
μ’ απόγνωση τα χέρια•
τα σβησμένα μάτια σου
θυμίζουν νεκροκέρια.

Γύρω τους τα μελανά
της αγρυπνίας σημάδια
μου μηνάνε τα φριχτά
της αγωνίας σου βράδια.

Πόσο θάναι καυτερό
τα δάκρυ αυτό που πέφτει
πύρινο απ’ των φλογερών
ματιών σου τον καθρέφτη!

Πέρασε απ’ τα χείλη σου,
κι η γλώσσα σου επικράθη
χάμω στάλαξε στη γη,
και τ’ άνθος εμαράθη.

Άνοιξες το στόμα σου,
αρχινάς το μοιρολόι
μάταιες γύρω σου ομορφιές
οι ανθοί, τα δέντρα, η χλόη.

Θλίψη, που συντρόφεψες
τόσα μου ωραία χρόνια
κι έφερες την άνοιξη
τον πάγο και τα χιόνια

μαύρη σκιά που σαλαγάς
τις ώρες της αυγής μας,
σιωπηλή κι αχώριστη
συντρόφισσα της γης μας,

ήρθες πάλι σήμερα
χωρίς να με ρωτήσης,
ήρθες το κονάκι σου
στα στήθια μου να στήσης.


Ήρθες πάλι σήμερα,
κι οι πόνοι από κοντά σου,
-ποιος στη θύρα θαβγαινε
να σου φωνάξη: στάσου!

Σαν παλιά μου αφεντικά
μπήκατε στην καρδιά μου,
και στρωθήκατε άνετα
σα σε τραπέζι γάμου.

Πίνετε, χορεύετε,
γελάτε, τραγουδάτε,
άστοργα της νιότης μου
κάθε δροσιά τρυγάτε.

Κι ειν’ τα νιάτα μου ξανθά
σα στάχυα ωριμασμένα,
και χιμάτε ολούθε σα
σπουργίτια λιμασμένα.

Παίρνετε σπυρί-σπυρί
τη δύναμη, τη χάρη,
ως ν’ αφήστε κάποτε
στο χώμα ένα κουφάρι!

Μεσ’ στην άχνα του βραδιού
περνά κάποιος διαβάτης.
Πίσω του βαριά η νυχτιά
σέρνει τα βήματά της.

Στάθηκα και φύλαξα
σε μια γωνιά του δρόμου.
Στου διαβάτη τη μορφή
γνωρίζω τον εαυτό μου!

Μεσ’ στην άχνα του βραδιού
εγώ ‘μουν που γυρνούσα
με του ίσκιους, άγνωστος
ίσκιος κι εγώ περνούσα.

Κι ανηφόριζα σκυφτός,
βαθιά συλλογισμένος,
νους αδήλωτος, κρυφός,
στην απορία κλεισμένος.

Ανηφόριζα σκυφτός,
σηκώνοντας μια θλίψη
- πως την έλεαν; Συμφορά,
πόνο, αμαρτία, για πλήξη;

Κάθε θλίψη ένας σταυρός,
-θρηνούσε η σκέψη εντός μου,-
ειμ’ εγώ για να κρατώ
την αγωνία του κόσμου;

Κάθε θλίψη ένας σταυρός,
χίλιοι σταυροί στο δρόμο!
Τα καρφιά τους μυτερά,
και μου γεννούνε τρόμο.

Κάθε θλίψη ένας σταυρός,
-κλαίει σιγά η ψυχή μου,-
πόσο λίγη απόμεινε
πια τώρα η αντοχή μου!

Κάθε θλίψη ένας σταυρός,
χίλιοι σταυροί τριγύρω.
Ω πως με βάρυναν πολύ,
κι ήρθε η στιγμή να γείρω!...
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ

Μα κι Εσύ με αγάπησες
μ΄ αγάπη πιο μεγάλη,
μιαν αγάπη που όμοια της
στον κόσμο δεν είν’ άλλη!

Δε σ’ έχω διαλέξει εγώ,
μα Εσύ μ’ έχεις διαλέξει.
Και στα βάθη μου έγραψες
την υπερούσια λέξη.

Τ’ ‘Ονομά Σου τ’ ακριβό
μέσα μου τόχεις γράψει,
και κανένας δεν μπορεί
να σβήση ή να τ’ αλλάξη.

Τ’ ‘Ονομά Σου τ’ ακριβό
μέσα μου τόχεις γράψει,
και μια σπίθα μυστική
στα βάθη μου έχεις θάψει,

κι όλο μέσα μου θερμή
και ζωντανή σαλεύει.
Κι η καρδιά μου πάντα Εσέ
πιστεύει και λατρεύει.

Μα φτωχή ειν’ η προσφορά
-και φλόγα η σπίθα αν γίνη-
στης δικής σου μπρος στοργής
το φλογερό καμίνι.

Άπειρη κι αμέτρητη
η αγάπη Σου για μένα.
(Πες μου την παραβολή
για τον καλό Ποιμένα!).

Πες μου το τραγούδι σου
για τον καλόν τσοπάνο
που γυρνά σε ρεματιές
και σε κορφές απάνω,

πρόθυμος να στερηθή,
να χτυπηθή, να πάθη,
για να βρη το πρόβατο
που τούφυγε και εχάθη.

Πήρε την αγκλίτσα του
και κίνησε απ’ την στάνη,
με λαχτάρα αναρωτά
σ’ όποια καλύβα φτάνει.

Ψάχνει κάθε πατουλιά
και βράχο και ρουμάνι,
στο λιβάδι, στην πηγή,
στο βαρυκό, στο χάνι.

Έτρεξε, πληγώθηκε,
του ρίχτηκαν οι λύκοι,
τον κυνήγησε η νυχτιά
και του θανάτου η φρίκη.

Δίψασε και σκέβρωσε,
τον στέγνωσεν η πείνα
ξέχασε κι ο νους του πια
τη μέρα και το μήνα.

Έπεσε, σηκώθηκε,
σταλάζει αίμα κι ιδρώτα.
-Θε μου, και να τόβρισκε,
και νάτανε σαν πρώτα!

Τέλος, ω άφραστη χαρά
κι ανείπωτη ευτυχία!
κι ω της γης και τ’ ουρανού
πρωτόφαντη ευτυχία!

Να τ’ αγαπημένο του
το πρόβατο και πάλι!
μεσ’ στους βάτους πόμπλεξε
σαλεύει το κεφάλι.

Έσκυψε και τ’ άρπαξε,
τ’ αγκάλιασε με θέρμη,
το χαϊδεύει, το φιλεί,
στον ώμο του το παίρνει.

Το χρυσάφι όλης της γης
κρατάει, θαρρείς, στην πλάση!
Ρίχτηκε σφυρίζοντας
στο πρώτο μονοπάτι.

Τρέχει τον κατήφορο
και κράζει απ’ την χαρά του.
κάπου στέκει μια στιγμή
να τ’ απιθώση κάτου,

κι ω ουρανέ, με ποια στοργή
σκύβει και το κοιτάζει,
πως κι εκείνο αντάμα του
χορεύει και γιορτάζει!

Πως τον γλύφει ευγνώμονα,
χαϊδεύεται σιμά του,
σαν τραγούδι λυτρωμού
μοιάζει το βέλασμά του.

Τοσφιξε, τ’ αγκάλιασε,
και δρόμο ξαναπαίρνει,
-τι γοργός ο γυρισμός!-
στη στάνη του το φέρνει.

Φίλοι του και μπιστικοί,
δικοί του και παιδιά του,
κράξετε, χορέψετε,
χαρήτε στη χαρά του!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΛΥΤΡΩΜΕΝΩΝ

Κι ήτανε μαύρα τα πέλαγα και τα βουνά ανταριασμένα,
μαύρος ο πόντος, χαμέν’ η στεριά, τα λιμάνια κλεισμένα!
Όλα τα σκέπαζε τότε η νυχτιά και το μαύρο σκοτάδι.
Ε, πως εζήσαμε, Θε μου, οι φτωχοί μπρος στο στόμα του Άδη;
Γύρω μας κύκλωναν ταύροι πολλοί, πεινασμένα λιοντάρια,
όρνια ανθρωπόμορφα, σάρκες να φαν, να σπαράξουν κουφάρια.
Σκίζουν το σώμα μας, σκίζουν τις σάρκες μας, πίνουν τα αίματα!
Θε μου, ποια κόλαση ξέβρασε πάνω μας τ’ άγρια της θρέμματα;
Ειν’ η ζωή μας σαν κίτρινο πια ετοιμοθάνατο φύλλο,
μόνη, γυμνή, σα στην άκρη ενός βράχου ανεμόδαρτο ξύλο.
Παν οι χαρές μας, το γέλιο μας έσβησε κι η δύναμή μας,
σκέλεθρο τόκαμε η πείνα, ο καϋμός , ο δαρμός, το κορμί μας.
Λίγο ψωμί, κι αν το βρούμε, το τρώμε βρεγμένο στο δάκρυ,
σαν το σκυλί μας κυττούν και περνούν, που ψοφά σε μιαν άκρη.

Μα έφτασε κάποτε ως το άγιο θρονί σου, Πατέρα, η κραυγή μας,
κι έσκυψες παν’ απ’ τα σύννεφα εδώ στην πολύπαθη γη μας.
Έσκυψες παν’ απ’ τα ουράνια να ιδής την Ελλάδα μας, Θε μου!
Μάτι οργισμένο καρφώνεις μεμιάς στού οχτρούς μας και τρέμουν.
Φεύγουν και χάνονται. Πάνω τους έπεσε φόβος και τρόμος.
Σκότος και γλίστρημα κι όλεθρος γίνηκε μπρος τους ο δρόμος.
Φεύγουν και πύρινος τρέχει ξοπίσω τους αρχάγγελος Σου,
απ’ την οργή Σου ποιοι τάχα Εωσφόροι μπορούν να τους σώσουν;
Φεύγουν και φεύγουν: Χρυσάκτινη πίσω τους λάμπει πια η Μέρα,
κι η Λευτεριά, γαλανόλευκη, ολόφωτη, απλώνεται ως πέρα!
Πως λουλουδίζουν, Ελλάδα μου, κι οι κάμποι σου, ανθίζουν τα βράχια!
Κρίνα γεμίζουν και ρόδα ως κι αυτά τα ξερά καταράχια!
Ήχους απόκοσμους στέλνουν τα πέλαγα, στέλνουν τα δάση,
μύρο, τραγούδι, υμνολόγημα υψώνεται απ’ όλη την πλάση.
Ευλογημένη η στιγμή! Ας την δοξάσουν αμέτρητα στόματα Ελλήνων.
Δόξα εν υψίστοις! Τον ύμνο οι ψυχές ας προσφέρουν σ’ Εκείνον!
Δόξα εν υψίστοις! Χαρά στις καρδιές, πανηγύρι στην κτίση.
Δόξα εν υψίστοις! Σαν ήχος βροντής τον αιθέρα ας δονήση.

Δοξολογήστε μαζί μας τον Κύριον, ήλιοι κι αστέρια,
δοξολογήστε τον, άχραντα εσείς της Εδέμ περιστέρια.
Ψάλετε ωδές, χερουβίμ, σεραφείμ, στον Ελευθερωτή μας,
ύμνους καινούργιους, αρχάγγελοι κι άγγελοι, στον Λυτρωτή μας.
Ήρωες που κοίτεστε σ’ έρμα βουνά, σε γκρεμούς, σε λαγκάδια,
πνεύματα αγνά μεσ’ στης δόξας το φως που νικά τα σκοτάδια,
λάτε κι εσείς, λυτρωμένοι αδελφοί, στην ελεύθερη γη μας,
σμίξτε τον ύμνο σας, άγιες ψυχές, στη νικήτρα κραυγή μας.
Σμίξτε τον ύμνο, μεγάλοι νεκροί, τιμημένα παιδιά μας,
στ’ άγια σας κόκκαλα βλάστησε πάλι ξανά η Λευτεριά μας.
κι όλα, και πλάσματα, κι άψυχα κι έμψυχα κι ήρωες κι ανθρώποι,
λόγγοι ραχούλες, βρυσούλες, δέντρα, ματοπότιστοι τόποι,
νέοι και νέες, λυτρωμένος λαός, και μικροί και μεγάλοι,
ύμνο στον Ύψιστο, πάσα πνοή, για την λύτρωση ας ψάλη.
Με την ανίκητη χάρη Του η Ελλάδα μας πάλι εδοξάστη.
Δόξα σοι, Κύριε! Δόξα σοι, Άγιε! Δόξα σοι, Πλάστη!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ.ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Όλα για την δόξα του Χριστού!
να το το μεγάλο σύνθημά σου.
Όλα για την δόξα του Χριστού,
απ’ τα πρώτα χρόνια ως τα στερνά σου.

Μές στην αλήθεια και στο Φως
βρέθηκες, ακόμα νέο βλαστάρι.
Και σαν έμπορος σοφός
πούβρε τ’ ακριβό μαργαριτάρι,

τρέχεις με κρυφή λαχτάρα ευθύς,
δίχως ούτε μια στιγμή να χάσης,
κι όλα τα πουλάς, γιατί ποθείς
το μαργαριτάρι ν’ αγοράσης.

Όλα τα πουλάς, και δεν κρατάς
τίποτα του κόσμου αυτού δικό σου.
Της ζωής το νόημα πια ζητάς
μέσα στην απάρνηση του εγώ σου.

Όλα τα πουλάς, κι εσύ κρατάς
το σταυρό του χρέους και της θυσίας.
Κι όμοιος Παύλος, τώρα δεν κυττάς
άλλ’ απ’ το καλό της Εκκλησίας.

Κι αν σ’ αυτό το δρόμο τον τραχύ
κάθε βήμα κρύβει μια παγίδα,
μα σου δίνει θάρρος κι αντοχή
η μεγάλη πίστη σου κι ελπίδα.

Θάρρος κι αντοχή, να πολεμάς
κι όλο νικητής εσύ να βγαίνεις.
Και τα πιο μεγάλα να τολμάς,
κι άτρομος κι αλύγιστος να μένης.

Κι έσκυψες στα λόγια της Γραφής
μ’ όση και το λάφι δίψα σκύβει
πάνω απ’ τις πηγές, γιατί ποθείς
όλη τη σοφία να πιής που κρύβει.

Άφθονα κι η Χάρη και το Φως
είχαν στην αγνή ψυχή σου στάξει.
Κι ήσουν έτσι υπέροχος, καθώς
απ’ την γνώση ανέβαινες στην πράξη.

Παίρνεις τ’ αποστόλου το ραβδί,
σα βοσκός που φεύγει απ’ το κοπάδι,
το χαμένο πρόβατο να βρη,
και γυρνά στη νύχτα, στο σκοτάδι.

Παίρνεις το ραβδί σου και περνάς
θάλασσες, στεριές, ποτάμια, δάση
νάβρης τις ψυχές που ο σατανάς
σε φριχτές παγίδες έχει πιάσει.

Να και το δισάκι του σποριά!
Πρόθυμα στον ώμο σου το παίρνεις,
και γυρνώντας πόλεις και χωριά,
τον καλό το σπόρο ολούθε σπέρνεις.

Άφθονος ο λόγος που σκορπάς,
μπαίνει στις ψυχές και τις αγνίζει.
Πλούσιος ο καρπός όπου κι αν πας.
Ρόζιασε το χέρι να θερίζη!

Ούτε σαν αχνός δε σου περνά
στο μυαλό υψηλή και μάταιη σκέψη
ως την ύστερη ώρα ταπεινά
στου Θεού το έργο έχεις δουλέψει.

Όλα για την δόξα του Χριστού!
Τίποτα δεν κράτησες για σένα.
Κι έμοιασες του δούλου του πιστού
πούφυγεν ο Ρήγας του στα ξένα.

Κι έμοιασες του δούλου τ’ αγαθού,
που προσμένει, μέρα με τη μέρα,
τα καλά μηνύματα ναρθούν
απ’ το μακρινό βασίλειο πέρα.

Και να λεν πως τέλειωσε ο καιρός,
και σε λίγο πάλι ο Ρήγας φθάνει,
πλούσιος δοξασμένος, λαμπερός,
να σου δώσει τ’ άφθαρτο στεφάνι.

Νύχτα – μέρα δούλεψες σκληρά,
με τα πέντε τάλαντα που πήρες.
Και σαν ήρθ’ η ώρα σου, ω χαρά!
διάπλατες σου ανοίχτηκαν οι θύρες.

Διάπλατες οι θύρες για να μπης,
να σταθής μπροστά στο βασιλιά σου,
τον τρανό το λόγο να του πης,
που έφερες διπλά τα τάλαντά σου.

Πέρνα τώρα, Γέροντα, στο φως,
ζήσε στη χαρά του Παραδείσου.
Πλούσιος που σε πρόσμενε μισθός!
Όλη τούτη η δόξα ‘ναι δική σου!

Ψάλλε τώρα ολόχαρος μαζί
Με χορούς αγίων, σεμνέ λευίτη.
Άσβηστη στη μνήμη μας θα ζη,
η μορφή σου, ολόλευκε πρεσβύτη.

Πάντα θα μας μένη στην ψυχή
το μεγάλο χρέος που σου χρωστάμε.
Δος μας μόνο μια θερμή ευχή,
και για μας στον Κύριο δέηση κάμε.

Δέηση για τα τόσα σου παιδιά,
που στη μάχη πίσω έχεις αφήσει,
νάχουν τη δική σου την καρδιά
και καθείς με ζήλο να κρατήση

του έργου τη βαριά κληρονομιά
που έλαχε σ’ αυτούς να συνεχίσουν.
Σκύψε προς τα τόσα σου παιδιά,
Γέροντα και δος μας την ευχή σου!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”