Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΤΑΝ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΚΛΑΨΕ …(ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)
Γεμάτα τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια μέσα και έξω από το καφενείο, γεμάτα από βιαστικούς πελάτες που έρχονται έτσι στα γρήγορα έναν καφέ να πιουν, να στυλωθεί η ψυχή τους, και μετά να ξαναπάνε απέναντι, δίπλα να σταθούν στο δικό τους άνθρωπο, δίπλα ή καλύτερα ένα να γίνουν με τον πόνο και την ανημπόρια, που κατάληψη έχουν κάνει σε όλα τα πατώματα, σε όλα τα δωμάτια του μεγάλου νοσοκομείου και έχουν ποτίσει θαρρείς ολόκληρο το τεράστιο οικοδόμημα.


Ένα καφεδάκι, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, και τα πόδια χορεύουν σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο.
—Κάτσε εδώ, καλά είναι, τι καφέ θες να πάω να φέρω.
Σε λίγο γύρισε με το δισκάκι, δυο νεράκια και δυο καφεδάκια. Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους.
Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι.
—Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας.
Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερμένους, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από τον πόνο που κουβάλαγε μέσα του.
—Επάνω η Ελένη μου πεθαίνει. Πονάει, πεθαίνει. Όλα έγιναν ξαφνικά. Πονάω μου είπε εδώ. Στη θάλασσα ήμασταν. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο στο πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν να την ξεγράψω. Έτσι ξαφνικά, όλα, σε ενάμιση μήνα.
—Ο Θεός να σας δίνει δύναμη, το καλύτερο να γίνει.
—Ποιος Θεός; Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε Θεός ούτε διάβολος. Τι μου λες τώρα; Τίποτα, τίποτα. Χήρα η Αδριανούλα, η κόρη μου και με ένα κάρο αρρώστιες. Εμείς μεγαλώνουμε τη Γιωργίτσα, τη εγγονούλα μας. Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; Ένα φίλο είχα κολλητό 35 χρόνια και τώρα που πλούτισε με πούλησε, ούτε να τη δει δεν ήρθε. Φοβάται μήπως του ζητήσω λεφτά. Σκατά, τίποτα δεν υπάρχει…
Και ξεστόμισε βλαστήμιες ο Άγγελος, βλαστήμιες φοβερές. Και ανατρίχιασαν όλοι, όσοι τις άκουσαν. Βλαστημούσε Θεό και Αγίους, τη ζωή του την ίδια. Το πρόσωπό του άγριο γεμάτο θυμό, τα χείλια του πανιασμένα το χρώμα του προσώπου του κατακίτρινο και πελιδνό.
Την είδα να απλώνει το χέρι της και τρυφερά να κρατάει το δικό του, λες και τον γνώριζε χρόνια. —Μη βλαστημάς Άγγελε, μη, σε παρακαλώ.
Άκουσέ με, κοίταξέ με στα μάτια και άκουσέ με.
Μην τα βάζεις με το Θεό. Φαίνεσαι καλός και έξυπνος άνθρωπος.
—Αν υπάρχει, είναι κακός. Αν ήταν καλός, δε θα είχε φτιάξει έτσι τα πράγματα.
—Άγγελε, σκέψου, πόσο καλά τα έχει φτιάξει.
Έφτιαξε τον κόσμο μας όμορφο, αλλά ασχήμια τον γεμίσαμε.
Σκέψου ποιος φταίει, σκέψου ποιος μολύνει, ποιος χαλάει του Θεού την πλάση.
Ποιος φαρμάκωσε τα τρόφιμα, ποιος τα μετάλλαξε, ποιος πείραξε τα φάρμακα.
Εμείς Άγγελε, εμείς καταστρέφουμε τα πάντα.
Εμείς κάνουμε τους πολέμους και αδιάκριτα σκορπάμε το θάνατο.
Εμείς σκορπάμε την ορφάνια. Εμείς αδειάζουμε τις αγκαλιές των μανάδων.
Εμείς γεμίσαμε όλων των ειδών τους καρκίνους τον κόσμο.
Εμείς ευθυνόμαστε για εκατομμύρια θανάτους από πείνα, δίψα και αρρώστιες.
Άγγελε, μην τα βάζεις με το Θεό. Μην αρνιέσαι τον Πατέρα σου και ορφανεύεις, τώρα που περισσότερο από ποτέ Τον χρειάζεσαι.
—Ξέρεις σε πόσα μοναστήρια πήγα, πόσα τάματα έχω κάνει; Είπε αυτός και η φωνή του είχε μαλακώσει. Το πρόσωπό του ημέρευε.
—Δε μας χρωστάει ο Θεός.
Εμείς χρωστάμε σ’ Αυτόν και στους εαυτούς μας.
Είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορείς να καταλάβεις.
Σήκωσε ψηλά τα μάτια σου, κοίτα Επάνω.
Εκεί θα βρεις δύναμη και παρηγοριά.
Θα προσευχόμαστε για σένα, την Ελένη σου την Αδριανή και τη Γιωργίτσα σας.
Στο υπόσχομαι.
Το κυρτό του σώμα ίσιωσε, κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ.
Χωρίς να χαιρετίσει κίνησε να πάει απέναντι, να σταθεί κοντά στην Ελένη του, με βήμα πιο σταθερό κι ας άκουγαν όλοι το λυγμό του.
Γιατί, όταν ο Άγγελος ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε ψηλά, έκλαψε.
Σημείωση: Τα πρόσωπα και η σκηνή είναι πέρα για πέρα αληθινά
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Λέων Τολστόι-Τα τρία ερωτήματα

Μία φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ἕνας βασιλιὰς σκέφτηκε ὅτι ἂν ἤξερε πάντοτε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ ν᾿ ἀρχίζει κάτι, ἂν ἤξερε ποιοὶ εἶναι οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούει καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θάπρεπε ν᾿ ἀποφεύγει καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἂν ἤξερε πάντοτε ποιὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο πράγμα νὰ κάνει, δὲ θὰ ἀποτύχαινε σὲ ὅ,τι ἐπιχειροῦσε.
Καὶ ὅταν τοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ σκέψη, φρόντισε νὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ βασίλειό του ὅτι θὰ ἔδινε σπουδαία ἀμοιβὴ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ μάθαινε ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ποιοὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀναγκαῖοι ἄνθρωποι καὶ πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα νὰ κάνει.
Καὶ ἦλθαν σοφοὶ ἄνθρωποι στὸ βασιλιά, ἀλλὰ ὅλοι ἔδωσαν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα.
Σ᾿ ἀπάντηση τοῦ πρώτου ἐρωτήματος, μερικοὶ εἶπαν ὅτι γιὰ νὰ ξέρει κανεὶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, πρέπει νὰ φτιάξει προκαταβολικὰ ἕνα πρόγραμμα ἡμερῶν, μηνῶν καὶ ἐτῶν καὶ νὰ τὸ ἀκολουθήσει πιστά. Μόνον ἔτσι, εἶπαν αὐτοί, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τὸ κάθε τί στὴν κατάλληλη στιγμή. Ἄλλοι δήλωσαν ὅτι θὰ ἦταν ἀδύνατο ν᾿ ἀποφασίσει κανεὶς ἐκ τῶν προτέρω τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ἀλλὰ ἂν δὲν ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀπορροφηθεῖ σὲ μάταιες ἐνασχολήσεις, θὰ μποροῦσε πάντοτε νὰ προσέχει τί συμβαίνει καὶ τότε νὰ κάνει ὅ,τι θὰ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἄλλοι πάλι εἶπαν, ὅτι ὅσο κι ἂν πρόσεχε ὁ βασιλιὰς ὅ,τι συνέβαινε, θὰ ἦταν ἀδύνατο σὲ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἀποφασίζει σωστὰ ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, γὶ΄ αὐτὸ θάπρεπε νὰ ἔχει ἕνα συμβούλιο ἀπὸ σοφοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν νὰ καθορίσει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε τί.
Ἀλλὰ πάλι, ἄλλοι τοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ περιμένουν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπὸ ἕνα συμβούλιο καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει κανεὶς νὰ ἀποφασίσει ἀμέσως ἂν θὰ τὰ ἐπιχειρίσει ἢ ὄχι. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὅμως κανεὶς νὰ τὸ ἀποφασίσει αὐτό, πρέπει νὰ ἐκ τῶν προτέρων νὰ γνωρίζει τί πρόκειται νὰ συμβεῖ. Μόνο μάγοι μποροῦν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ξέρει κανεὶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, πρέπει νὰ συμβουλεύεται μάγους.
Ἐξ ἴσου ποικίλες ἦταν οἱ ἀπαντήσεις καὶ στὸ δεύτερο ἐρώτημα. Μερικοὶ εἶπαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρειάζεται περισσότερο ὁ βασιλιὰς εἶναι οἱ σύμβουλοί του, ἄλλοι οἱ ἱερεῖς, ἄλλοι οἱ γιατροί, ἐνῶ ἄλλοι εἶπαν ὅτι πιὸ ἀναγκαῖοι εἶναι οἱ πολεμιστές.
Στὸ τρίτο ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι πιὸ σπουδαία ἐνασχόληση, μερικοὶ ἀπάντησαν ὅτι πιὸ σπουδαῖο πράγμα στὸ κόσμο εἶναι οἱ ἐπιστῆμες. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι εἶναι ἡ πολεμικὴ ἐπιδεξιότητα, καὶ ἄλλοι πάλι ὅτι εἶναι ἡ θρησκευτικὴ λατρεία.
Ὅλες οἱ ἀπαντήσεις ἦταν διαφορετικὲς καὶ ὁ βασιλιὰς δὲ συμφώνησε σὲ καμιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ σὲ καμιὰ δὲν ἔδωσε σημασία. Ἀλλὰ θέλοντας ἀκόμη νὰ βρεῖ τὶς σωστὲς ἀπαντήσεις, ἀποφάσισε νὰ συμβουλευτεῖ ἕναν ἐρημίτη πολὺ γνωστὸ γιὰ τὴν σοφία του.

Ὁ ἐρημίτης ζοῦσε σ᾿ ἕνα δάσος ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο δὲν ἀπομακρυνόταν ποτὲ καὶ δὲ δεχόταν παρὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς ντύθηκε ἁπλὰ ροῦχα καὶ πρὶν φτάσει στὸ κελὶ τοῦ ἐρημίτη, κατέβηκε ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του, ἄφησε πίσω τὴ φρουρά του καὶ πῆγε μόνος του.
Ὅταν πλησίασε ὁ βασιλιάς, ὁ ἐρημίτης ἔσκαβε τὴ γῆ μπροστὰ στὴν καλύβα του. Ὅταν εἶδε τὸ βασιλιά, τὸν χαιρέτησε καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἄνθρωπος ἀσθενικὸς καὶ ἀδύνατος καὶ κάθε φορὰ ποὺ σφήνωνε τὴν ἀξίνα του στὴν γῆ γιὰ νὰ σηκώσει λίγο χῶμα, ἀνάπνεε βαριά.
Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἐρημίτη γιὰ νὰ σὲ ρωτήσω τρία πράγματα: Πῶς θὰ μάθω νὰ κάνω τὸ κατάλληλο πράγμα στὴν κατάλληλη στιγμή, ποιοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρειάζομαι περισσότερο καὶ ἑπομένως ποιοὺς θὰ πρέπει νὰ προσέχω περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ποιὲς ὑποθέσεις εἶναι πιὸ σπουδαῖες καὶ χρειάζονται περισσότερο προσοχή»;
Ὁ ἐρημίτης ἄκουσε τὸ βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε καμιὰ ἀπάντηση. Μόνο ἔφτυσε στὶς παλάμες του καὶ ξανάρχισε τὸ σκάψιμο.
«Εἶσαι κουρασμένος», εἶπε ὁ βασιλιάς, «ἄσε μὲ νὰ πάρω τὴν ἀξίνα καὶ νὰ δουλέψω ἐγὼ λίγο γιὰ σένα».
«Εὐχαριστῶ», εἶπε ὁ ἐρημίτης καὶ δίνοντας τὴν ἀξίνα στὸ βασιλιὰ κάθησε κάτω στὸ χῶμα.
Ὅταν ἔσκαψε ὁ βασιλιὰς δύο αὐλάκια, σταμάτησε καὶ ἐπανέλαβε τὰ ἐρωτήματά του. Ὁ ἐρημίτης καὶ πάλι δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ σηκώθηκε, ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ πάρει τὴν ἀξίνα καὶ εἶπε: «Ξεκουράσου τώρα λίγο καὶ ἄσε μένα νὰ δουλέψω λιγάκι».
Ὁ βασιλιὰς ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν ἀξίνα καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Πέρασε μία ὥρα καὶ ἄλλη μία. Ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει πίσω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ ὁ βασιλιὰς στὸ τέλος σφήνωσε τὴν ἀξίνα στὸ χῶμα καὶ ἔιπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἄνθρωπε γιὰ μία ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματά μου. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ δώσεις καμιά, πὲς τό μου νὰ γυρίσω στὸ σπίτι μου».
«Νά, κάποιος ἔρχεται τρέχοντας», εἶπε ὁ ἐρημίτης. «Ἂς δοῦμε ποιὸς εἶναι».
Ὁ βασιλιὰς γύρισε καὶ εἶδε ἕνα γενειοφόρο ἄνδρα νὰ ἔρχεται τρέχοντας ἀπὸ τὸ δάσος, σφίγγοντας μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸ στομάχι του, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ἔτρεχε ποτάμι τὸ αἷμα. Ὅταν πλησίασε τὸ βασιλιά, ἔπεσε λιπόθυμος στὸ χῶμα βγάζοντας ἕναν ἐλαφρὺ ἀναστεναγμό. Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ ἐρημίτης ξεκούμπωσαν τὰ ροῦχα του. Ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο τραῦμα στὸ στομάχι του. Ὁ βασιλιὰς τὸ ἔπλυνε ὅσο καλλίτερα μποροῦσε καὶ τὸ ἔδεσε μὲ τὸ μαντήλι του καὶ μὲ μία πετσέτα ποὺ τοὔδωσε ὁ ἐρημίτης. Ἀλλὰ τὸ αἷμα δὲ σταματοῦσε νὰ τρέχει καὶ ὁ βασιλιὰς ξανὰ καὶ ξανὰ ἄλλαζε τὸν ἐπίδεσμο, μουσκεμένο ἀπὸ καυτὸ αἷμα, τὸν ἐπλένε καὶ ξαναδένε τὸ τράυμα. Ὅταν σταμάτησε νὰ τρέχει τὸ αἷμα, ὁ πληγωμένος συνῆλθε καὶ ζήτησε κάτι νὰ πιεῖ. Ὁ βασιλιὰς ἔφερε φρέσκο νερὸ καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. Στὸ μεταξὺ ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ ἄρχισε νὰ κρυώνουν. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐρημίτη μετέφερε τὸν πληγωμένο στὴν καλύβα καὶ τὸν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι. Ὅταν ξάπλωσεστο κρεβάτι ὁ πληγωμένος, ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ ἡσύχασε, ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς ἦταν τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὸ περπάτημα καὶ τὴ δουλειὰ ποὺ εἶχε κάνε, ποὺ κάθησε στὸ κατώφλι καὶ τὸν πῆρε καὶ αὐτὸν ὁ ὕπνος τόσο βαθιά, ὥστε κοιμήθηκε συνέχεια ὅλη τὴν καλοκαιριάτικη νύχτα. Ὅταν ξύπνησε τὸ πρωί, πέρασε πολλὴ ὥρα πρὶν μπορέσει νὰ θυμηθεῖ ποὺ ἦταν, ἢ ποιὸς ἦταν ὁ ἄγνωστος γενειαφόρος ἄνδρας ποὺ ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι καὶ τὸν κοίταζε ἔντονα καὶ μὲ φλογισμένα μάτια.
«Συγχώρεσέ με», εἶπε ὁ γενειαφόρος ἄνδρας μὲ μία ἀσθενικὴ φωνή, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ βασιλιὰς εἶχε ξυπνήσει καὶ τὸν κοίταζε.
«Δὲ σὲ ξέρω καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ σοῦ συγχωρήσω», εἶπε ὁ βασιλιάς.
«Ἐσὺ δὲ μὲ ξέρεις, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ ξέρω. Εἶμαι αὐτὸς ὁ ἐχθρός σου ποὺ ὁρκίστηκε νὰ πάρει ἐκδίκηση ἀπὸ σένα, γιατὶ ἐκτέλεσες τὸν ἀδελφό του καὶ κατάσχεσες τὴν περιουσία του. Ἤξερα πὼς εἶχες πάει μόνος σου νὰ δεῖς τὸν ἐρημίτη καὶ ἀποφάσισα νὰ σὲ σκοτώσω στὴν ἐπιστροφή. Ἀλλὰ πέρασε ἡ ἡμέρα καὶ δὲν γύρισες. Ἔτσι βγῆκα ἀπ᾿ τὴν ἐνέδρα μου καὶ ἔπεσα στοὺς φρουρούς σου καὶ αὐτοὶ μὲ ἀναγνώρισαν καὶ μὲ τραυμάτισαν. Τοὺς ξέφυγα, ἀλλὰ θὰ εἶχα πεθάνει ἀπ᾿ τὴν αἱμορραγία, ἂν ἐσὺ δὲν εἶχες φροντίσει τὸ τραῦμα μου. Ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ σκοτώσω κι ἐσὺ μοῦ ἔσωσες τὴν ζωή. Τώρα, ἂν ζήσω, κι ἂν τὸ θέλεις κι ἐσύ, θὰ σὲ ὑπηρετήσω σὰν ὁ πιὸ πιστός σου σκλάβος καὶ θὰ ζητήσω ἀπ᾿ τοὺς γιούς μου νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Συγχώρεσέ με».
Ὁ βασιλιὰς ἦταν πολὺ εὐχαριστημένος ποὺ εἶχε συμφιλιωθεῖ τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἐχθρό του καὶ ποὺ εἶχε κάνει ἕνα φίλο καὶ ὄχι μόνο τὸν συγχώρεσε, ἀλλὰ εἶπε ὅτι θὰ ἔστελνε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τὸ προσωπικό του γιατρὸ νὰ τὸν φροντίσουν καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ ξαναδώσει τὴν περιουσία του.
Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν πληγωμένο ὁ βασιλιάς, πῆγε ἔξω στὸν ἐξώστη καὶ κοίταξε τριγύρω νὰ βρεῖ τὸν ἐρημίτη. Ἤθελε πρὶν φύγει, νὰ τὸν παρακαλέσει ἀκόμη μία φορὰ νὰ ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ εἶχε κάνει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἔξω γονατισμένος καὶ φύτευε σπόρους στ᾿ αὐλάκια πού ῾χαν σκαφτεῖ τὴν προηγούμενη μέρα.
Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Γιὰ τελευταία φορὰ σὲ παρακαλῶ ἀπάντησε στὰ ἐρωτήματά μου, σοφὲ ἄνθρωπε». «Μὰ ἔχουν ἤδη ἀπαντηθεῖ», εἶπε ὁ ἐρημίτης, σκύβοντας ἀκόμα στ᾿ ἀδύνατα πόδια του καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸ βασιλιὰ ποὺ στεκόταν μπροστά του.
«Πῶς ἀπαντήθηκαν; Τί ἐννοεῖς;», εἶπε ὁ βασιλιάς.
«Δὲ βλέπεις;», ἀπάντησε ὁ ἐρημίτης. «Ἂν δὲν εἶχε λυπηθεῖ χθὲς τὴν ἀδυναμία μου καὶ δὲν εἶχες σκάψει γιὰ μένα τ᾿ αὐλάκια, ἀλλὰ εἶχες φύγει, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σοῦ εἶχε ἐπιτεθεῖ καὶ θὰ εἶχες μετανοιώσει ποὺ δὲν ἔμεινες μαζί μου. Ἔτσι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν ἔσκαβες τ᾿ αὐλάκια, κι ἐγὼ ἤμουν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ τὸ νὰ μοῦ κάνεις καλὸ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Ὕστερα, ὅταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦρθε σέ μας, ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν τὸν φρόντιζες, γιατὶ ἂν δὲν εἶχες δέσει τὸ τραῦμα του, θὰ πέθαινε χωρὶς νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί σου. Ἔτσι αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκανες γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Νὰ θυμᾶσαι λοιπόν: Ὑπάρχει μόνο μία στιγμὴ ποὺ εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία, τὸ παρόν. Εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμή, γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πάνω στὴν ὁποία ἔχεις κάποια δύναμη. Ὁ πιὸ ἀναγκαῖος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, γιατὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν ξέρει ἂν θὰ ἔχει ποτὲ πάρε-δῶσε μὲ κάποιον ἄλλο. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα εἶναι νὰ τοῦ κάνεις καλό, γιατὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχεις ἔλθει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!».
Τώρα λοιπὸν βλέπεις ὅτι πρέπει νὰ τρέχεις συνεχῶς γιὰ νὰ παραμένεις στὴν ἴδια θέση. Ἂν θέλεις νὰ πᾶς κάπου ἀλλοῦ θὰ πρέπει νὰ τρέχεις τουλάχιστον δύο φορὲς περισσότερο...
Ὁ Λέων Τολστόυ (Лев Николаевич Толстой - Λεβ Νικολάιεβιτς Τολστόυ) ήταν Ρώσος συγγραφέας, δοκιμοιογράφος καὶ φιλόσοφος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Γιατι αγαπω Τον Ιησου Χριστο !!


Η ζωή μου, γέμισε την καρδιά μου από τέτοια χαρά, εσωτερική γαλήνη, ειρήνη και ασφάλεια, που κανένα φαινόμενο και καμιά άλλη δύναμη δεν μπορεί να μου προσφέρει. Μέσα σε μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες και θλίψεις, στην οποία επέλεξα να ζω χάνοντας τον Παράδεισο που Εκείνος μου είχε εξ αρχής προσφέρει, σε κάθε δυσκολία που περνάω Τον νοιώθω δίπλα μου να με καταλαβαίνει και να με στηρίζει ψυχικά, γιατί ο ίδιος είναι ένας Θεός που πέρασε θλίψη, αγωνία, πόνο και βάσανα για χάρη μου και μάλιστα έφθασε στο θάνατο για μένα. Για κανένα λόγο δεν θα μπορούσα να νοιώθω περισσότερη περηφάνεια και τιμή, παρά για ένα φίλο που με αγαπάει τόσο πολύ.

.
ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, γιατί μπορώ να Τον εμπιστεύομαι. Το πρόσωπο και τα λόγια Του ποτέ δεν αποδείχθηκαν ψεύτικα η ανεφάρμοστα. Αντίθετα, η διαίσθησή μου δεν αναγνωρίζει τίποτα πιο αληθινό από την πίστη σ' Εκείνον. Η ζωή των αγίων της Εκκλησίας Του και κάθε γνήσιος αγωνιστής της πίστης, είναι η μεγαλύτερη έμπνευση για το νου και την ψυχή μου. Εμπιστεύομαι την κρίση Του για το τι θα μου συμβεί και ξέρω ότι φροντίζει πάντα για το καλό μου. Γνωρίζω πως και στις μεγαλύτερες δυσκολίες που θα επιτρέψει να περνάω, είναι ικανός να με στηρίξει.Νοιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντι στο Χριστό, γιατί του οφείλω το ύψιστο αγαθό της ζωής. Με όλη τη δύναμη που μπορεί το μυαλό μου να συλλάβει, Τον θαυμάζω ως Δημιουργό του κόσμου που μας περιβάλλει, αφού όλες οι λειτουργίες της φύσης έχουν σαν αρχή Εκείνον. Αν είμαι ευγνώμων απέναντι στους γονείς μου η σε όποιον φρόντισε από μικρός να έχω στέγη, τροφή και ενδυμασία, άπειρες φορές η καρδιά μου υποκλίνεται μπροστά σ' Εκείνον που μας παρέχει όλες τις προϋποθέσεις της ζωής και της ισορροπίας του κόσμου. Εκείνος κανονίζει τη θέση και την κίνηση της γης, ώστε να μην καίγεται και να μην παγώνει. Εκείνος κινεί την ατέλειωτη αλυσίδα των ζωντανών οργανισμών πάνω της. Εκείνος καθορίζει τούς φυσικούς νόμους που στερεώνουν το διάστημα και όσα γνωστά η άγνωστα υπάρχουν σ' αυτό. Εκείνος ρυθμίζει τη λειτουργία των οργάνων του σώματός μου και δίνει οξυγόνο στην ανάσα μου μέχρι τη στιγμή που γνωρίζει. Εκείνος, σύμφωνα με το Ευαγγέλιό Του κανονίζει μέχρι και τον αριθμό των τριχών του κεφαλιού μου, κάτι που αγνοεί εντελώς ακόμα και η μάνα που με γέννησε. Με ξέρει καλύτερα από τον πιο κολλητό μου φίλο, με γνωρίζει βαθειά ως τον πάτο της ψυχικής μου αβύσσου. Κι ενώ βλέπει τα άπειρα ελαττώματά μου, που θα έκαναν τον καθένα να με αντιπαθήσει αν τα γνώριζε, με αγαπά όσο το μυαλό μου δεν μπορεί να μετρήσει. Και μόνο γι' αυτό το λόγο θα άξιζε να Του δώσω ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Δεν περιμένει να του προσφέρω τίποτα για να με αγαπά και παρόλες τις φορές που Του γυρίζω την πλάτη, ακόμα κι αν Τον πολεμήσω, δεν ελαττώνει την αγάπη Του απέναντί μου, σαν τον ήλιο που δεν κάνει διάκριση στην αποστολή των ακτίνων του.
.
ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, για το σεβασμό και τη διακριτικότητά Του απέναντί μου. Η σχέση μου μαζί Του είναι σαν τον καθρέφτη, που όσο τον πλησιάζεις έρχεται κοντά στο είδωλό σου και όσο απομακρύνεσαι φεύγει. Είναι πάντα εδώ για μένα, αλλά μου αφήνει την πρωτοβουλία να Τον αναζητήσω η να Τον διώξω. Ως απόλυτη Αγάπη, Εκείνος, αναγνωρίζει την ελευθερία μου να επιλέξω πόσο κοντά Του θέλω να βρίσκομαι. Είναι έτοιμος με ανοιχτή αγκαλιά να δεχτεί την επιστροφή μου, αφού Τον έχω προδώσει, με μια απλή συγνώμη. Τον αγαπώ, γιατί ενώ ασχολείται με δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενδιαφέρεται για μένα προσωπικά, δίνοντάς μου αυτοτελή αξία. Αν κάποιο σημαντικό πρόσωπο, ένας πρωθυπουργός, ένας μεγαλοεπιχειρηματίας η ένας διάσημος σταρ δεχόταν να τον συναντήσω έστω και μία φορά, θα το θεωρούσα μεγάλη τιμή και ευκαιρία. Εκείνος είναι ο Θεός του Σύμπαντος κι όμως μου παρέχει το δικαίωμα να Του μιλάω ό,τι ώρα θέλω. Σε όποιο τόπο η κατάσταση κι αν βρεθώ, στο σπίτι η στη δουλειά, στο λεωφορείο η πλένοντας τα πιάτα, θαυμάζοντας ένα ηλιοβασίλεμα για να Του πω ευχαριστώ, η μέσα σ' ένα μπαρ όπου μπορεί να κινδυνεύω για να Του ζητήσω βοήθεια, καθώς περπατώ στο δρόμο η γονατιστός στο Ναό Του για να Τον δοξάσω.
.
ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, γιατί είναι ο καλύτερος σύνδεσμος που μπορεί να με δέσει με τούς φίλους μου, ακόμα κι όταν βρίσκονται μακρυά μου, καθώς φαντάζομαι ότι όλοι είμαστε γονατιστοί μπροστά Του, σαν μια οικογένεια λουλουδιών στον απέραντο κήπο Του. Όσο σκέφτομαι Εκείνον, ποτέ δεν φωλιάζει μίσος η κακία στην καρδιά μου για όσους με αδικούν.
.
ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, γιατί ο κόσμος και η ζωή παίρνουν μια γοητεία αξεπέραστη μέσα από τη γνώση της παρουσίας Του. Το κυνήγι του θελήματός Του είναι το ωραιότερο παιχνίδι που γνώρισα. Όσο κακός παίκτης κι αν είμαι, δεν αρνείται να με βοηθήσει στις προσπάθειές μου. Κάθε κατάκτηση με γεμίζει χαρά και κάθε πτώση μου προσφέρει ταπείνωση και σοφία, όσο πιστεύω και ελπίζω στη δύναμη της Αγάπης Του. Το κίνητρο της αιώνιας χαράς που μόνο Εκείνος μου προσφέρει με πολλαπλή αμοιβή και στο παρόν και πέρα απ' το θάνατο, για καθετί που κάνω για χάρη Του, ολοκληρώνει το νόημα της αποστολής μου σ' αυτή τη ζωή. Κάθε σύγκρισή Του με οποιοδήποτε μέγεθος, απέχει όσο ο Δημιουργός από το δημιούργημα, όσο η Αλήθεια από το ψέμα, όσο η αφθαρσία από το θάνατο. Αγαπώ το Χριστό, γιατί είναι η Αγάπη και τίποτα δεν συγκρίνεται μαζί Του !

(Αρχ. Νεκτάριος Μουλατσιώτης
Από το περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία , τεύχος 131 )
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ποιό είναι το κέρδος γνωρίζοντας πότε θα γίνει η συντέλεια;
«Για τους χρόνους όμως και τους καιρούς, αδελφοί, δεν έχετε ανάγκη να σας γράψουμε». Γιατί δεν είπε, ότι κανείς δεν γνωρίζει ; γιατί δεν είπε, ότι δεν έχει αποκαλυφθή, αλλά «δεν έχετε ανάγκη να σας γράψουμε»; Διότι με εκείνο τον τρόπο θα τους στενοχωρούσε περισσότερο, λέγοντας όμως έτσι θα τους παρηγόρησε. Διότι το «δεν έχετε ανάγκη» , δεν άφησε να ερευνούμε αυτό και σαν περιττό και σαν ασύμφορο. Γιατί ποιό είναι, ειπέ μου, το κέρδος; Ας υποθέσουμε ότι η συντέλεια γίνεται ύστερα από είκοσι χρόνια, ύστερα από τριάντα, ύστερα από εκατό∙ τί σχέσι έχει αυτό για μας; Δεν είναι η συντέλεια του καθενός το τέλος της ζωής του; Γιατί ασχολείσαι και αγωνιάς για το κοινό τέλος όλων; αλλά εκείνο που παθαίνουμε σχετικά με τα άλλα, αυτά παθαίνουμε και στο ζήτημα αυτό. Διότι, όπως ακριβώς στα άλλα, αφού εγκαταλείψουμε τα δικά μας πράγματα, φροντίζουμε τα κοινά λέγοντας ο τάδε είναι πόρνος, ο τάδε μοιχός, εκείνος έκλεψε, άλλος έκανε αδικία, κανένας όμως δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα δικά του, αλλά φροντίζει περισσότερο για όλα, παρά για τα δικά του, έτσι και εδώ ∙ αφού παραμελήσαμε να φροντίζουμε ο καθένας για το δικό μας τέλος, θέλουμε να μάθουμε την κοινή κατάλυσι όλων.
Τί κοινό λοιπόν έχεις με εκείνη; Εάν κάνης καλή χρήσι αυτού του τέλους της ζωής σου, δεν θα πάθης κανένα κακό από εκείνο.
Ας υποθέσουμε ότι δεν είναι μακριά, ας υποθέσουμε ότι πλησιάζει∙ καμμία σχέσι δεν έχει αυτό με εμάς. Γι’ αυτό δεν το είπε ο Χριστός, επειδή δεν μας συνέφερε. Πώς, λέει, δεν μας συνέφερε; Αυτός ο οποίος και απέκρυψε αυτό, Αυτός γνωρίζει, γιατί δεν μας συνέφερε. Διότι άκουε Αυτόν που λέει στους αποστόλους∙ «Δεν είναι δικό σας έργο να γνωρίσετε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατέρας κράτησε στην αποκλειστική του εξουσία» ( Πραξ. 1, 7 ) .
Γιατί είσθε περίεργοι; λέει. Οι απόστολοι που ήταν κοντά στον απόστολο Πέτρο άκουσαν αυτά, επειδή ζητούσαν να μάθουν ανώτερα από τον εαυτό τους.
Άκουσε τον Παύλο που λέει∙ «διότι εσείς γνωρίζετε με ακρίβεια, ότι η ημέρα του Κυρίου, όπως ο κλέπτης μέσα στη νύκτα, έτσι έρχεται», όχι μόνο η κοινή για όλους, αλλά και η προσωπική του καθενός, διότι αυτή μιμείται εκείνη, αυτή είναι και συγγενής. Διότι αυτό, που εκείνη κάνει γενικά σε όλους, αυτή το κάνει ξεχωριστά για τον καθένα.

Πηγή: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ Θ΄
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ
Υπό Βενεδίκτου Ιερομονάχου
Αγιορείτου
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΣΥΝΟΔΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ «ΑΓΙΟΣ ΣΥΡΙΔΩΝ Α΄»
ΙΕΡΑ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
2013
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο Όσιος Ποιμήν και το ...μαξιλάρι
Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι.Τα πνεύματα μέσα στην μικρή συνοδεία των μοναχών ήταν πολύ ηλεκτρισμένα. Η κατάσταση δεν έπαιρνε άλλο.

Μάλλον είχε έλθει η ώρα να πάρει ο πειρασμός πόδι από τον τόπο τους. Να πάει οπουδήποτε αλλού, μόνος η έστω με άλλους που τα κριτήριά τους όμως θα ήταν πολύ πιο κάτω από τα δικά τους. Οχι μόνο τους προκαλούσε με την στάση του, αλλά γινόταν και πολύ κακό παράδειγμα για τους διάφορους προσκυνητές που τύχαινε να περάσουν από εκεί και να βρεθούν μάλιστα σε κάποια αγρυπνία τους.

Η κακή εικόνα του, αντανακλούσε σε όλους τους.

Τι θα λέγανε και γι᾽ αυτούς;

Στην αρχή δεν πολυέδωσαν σημασία. Το αντιμετώπισαν μάλλον χαλαρά. Ορισμένοι ίσως και να το διασκέδασαν. Αλλά όταν παρόλη την παρατήρηση που του έγινε, αρχικά από κάποιον αδελφό κι έπειτα από τον ίδιο τον Γέροντα, εκείνος συνέχιζε την ίδια τακτική, άρχισαν να το θεωρούν ενοχλητικό. Και η ενόχληση γρήγορα πήρε την μορφή της ταραχής και των νεύρων.

Ναι, ο νέος καλόγερος που είχε φτάσει στην συνοδεία τους πριν από μερικές μήνες, με καλές συστάσεις είναι αλήθεια, χωρίς να προκαλεί κάποιο άλλο πρόβλημα πέρα από αυτό, έγινε το αγκάθι του μικρού μοναστηριού τους.

Μα να μην ακούει ούτε και τον Γέροντα; Μεγάλη ψυχή έχει ο Γέροντάς μας που τον ανέχεται ακόμη και δεν τον έχει διώξει᾽, ήταν το μόνιμο σχεδόν σχόλιο των παλαιοτέρων και γεροντοτέρων καλογέρων.

Κάνα δυό προσπάθησαν να τον δικαιολογήσουν. Νέος είναι. Κάνει τον αγώνα του. Δεν μας ενοχλεί σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Αλλά και σ᾽ αυτό που φαίνεται ότι ενοχλεί, κοιτάξτε: έρχεται πάντα στις ακολουθίες και στις αγρυπνίες. Δεν έλειψε ποτέ. Απλῶς … τον πιάνει ο ύπνος᾽.

Να, λοιπόν, το πρόβλημα με τον καλόγερο Αγάθωνα που είχε γίνει αγκάθι για τους πολλούς και τους τάραζε: στις ακολουθίες και μάλιστα στις αγρυπνίες μετά από λίγο κοιμόταν !!!

Τον πρώτο καιρό, είπαμε, δεν έδωσαν σημασία. Ύστερα όμως πήγαιναν και τον ξυπνούσαν. Μαλακά στην αρχή, έπειτα πιο απότομα. Κάποτε κυριολεκτικά τον τράνταζαν. Κι αυτός πεταγόταν επάνω, συγχυσμένος, τρομαγμένος, ψελλίζοντας συγγνώμη, για να σταθεί για λίγο ξυπνητός και πάλι στην συνέχεια να καταπέσει.

Είναι εκπληκτικό για εμάς τους ταλαίπωρους ανθρώπους το πως ένα μικρό θεωρούμενο πρόβλημα μπορεί να γίνει μεγάλο. Κάτι ανεπαίσθητο που σε άλλες στιγμές δεν του δίνουμε σημασία, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να πάρει τεράστιες διαστάσεις και να φτάσει στο σημείο να μας σπάει τα νεύρα᾽. Μία σταγόνα νερού για παράδειγμα. Ποιος της δίνει σημασία; Κι όμως, όταν σταλάζει επίμονα, στον ίδιο τόπο, με τον ίδιο ρυθμό, συνέχεια και συνέχεια, γίνεται ενόχληση, βάσανο, μαρτύριο.

Κάτι παρόμοιο έγινε και στους συγκεκριμένους καλόγερους. Η μικρή κοινωνία τους ταράχτηκε και συγχύσθηκε από ένα ελάχιστο πρόβλημα: την αδυναμία ύπνου ενός νέου καλογέρου, που δεν άντεχε στις αγρυπνίες. Και δεν είναι κάτι άγνωστο το πόσο μεγαλοποιούνται τα θέματα, τα όποια θέματα, εκεί που συνυπάρχουν πολλές φορές λίγοι. Μικρό χωριό κακό χωριό᾽ δεν λέει η παροιμία; Να, λοιπόν, πως το τίποτα η το ολίγιστο κατάντησε να γίνει μεγάλο.

Να δημιουργηθεί πρόβλημα, να φτάσουν στο σημείο οι καλόγεροι να συζητάνε και να ζητάνε από τον Γέροντα να διώξει τον … πειρασμό !

Ο Γέροντας τους άκουσε. Προσπάθησε να κατανοήσει τον πειρασμό τους, που είχε αρχίσει να γίνεται πειρασμός και για τον ίδιο. Αλλά κάτι μέσα του τον έτρωγε. Ενιωθε ότι το να απομακρύνει τον Αγάθωνα μπορεί να φαίνεται ως λύση, αλλά μάλλον θα αποτελεί και δική τους ήττα. Θα τους είχε νικήσει ο πειρασμός. Αλλά πάλι έτσι, η ταραχή θα συνεχιζόταν.

Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι', μουρμούρισε. Νόμισε πως βρήκε την λύση. Ναι, αυτός θα μας κατευθύνει σωστά. Θα μας πει αν είναι σωστό να τον απομακρύνουμε η όχι. Ο αββάς Ποιμήν. Ο μεγάλος Γέροντας, ο διορατικός και προορατικός, ο σοφός και συνετός, που η αγάπη του είναι μια αγκαλιά για όλον τον κόσμο. Αρκεί να δεχτεί βεβαίως την πρόσκλησή μου.

Ο αββάς δέχτηκε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί το πέρασμά του από εκεί που υπήρχαν αδελφοί που πάλευαν και αγωνίζονταν τον πνευματικό αγώνα. Γιατί ήξερε το πόσο ο πονηρός πολεμάει τους ανθρώπους και μάλιστα τους καλόγερους. Λιοντάρι που ωρύεται και ζητάει ποιόν να καταπιεί, κατά πως γράφει και ο μαθητής του Κυρίου άγιος Πέτρος.

Έκανε θερμή προσευχή προς τον Κύριο να ελεήσει τα πλάσματά Του.

Να του δώσει φώτιση να κατανοήσει το πρόβλημα για το οποίο τον ειδοποιούσε ο ηγούμενος.
Να γίνει το όργανο ᾽Εκείνου, ώστε αφενός να καταντροπιασθεί ο πονηρός, αφετέρου να δοξαστεί το άγιο όνομα του Κυρίου.

Τον υποδέχτηκαν όλοι με μεγάλες τιμές. Η παρουσία του κάθε φορά συνοδευόταν πράγματι με εκδηλώσεις που έφθαναν κάποιες φορές και σε επίπεδο υπερβολής. Ο αββάς Ποιμήν ήταν και για την συνοδεία αυτή ο μεγάλος καθοδηγητής τους. Ήξεραν πως ο,τι του έθεταν ως πρόβλημα και λογισμό θα έπαιρναν την απάντηση του Θεού. Περίμεναν λοιπόν και για το συγκεκριμένο που είχε αναφανεί. Γιατί ο ηγούμενος, ο οποίος είχε φροντίσει να στείλει σε εξωτερικό διακόνημα τον Αγάθωνα, τους είχε πληροφορήσει για τον σκοπό του ερχομού του.

Ο όσιος Πατέρας άκουσε το πρόβλημα. Είδε την ταραχή. Και κατάλαβε αυτό που τον λύπησε πιο πολύ από όλα: όχι την αδυναμία του αδελφού με τον ύπνο, αλλά την αδυναμία των υπολοίπων αδελφών να τον υπομείνουν και να αντιμετωπίσουν τον τρισκατάρατο που βρισκόταν καλά κρυμμένος από πίσω, δουλεύοντάς τους με τα εκ δεξιών λεγόμενα όπλα: τη διακράτηση εν προκειμένω ενός τυπικού. Η αυστηρότητά τους σχεδόν τον τρόμαξε.

᾽Αδελφοί᾽ είπε. Χαίρομαι που βρίσκομαι ανάμεσά σας, ανάμεσα σε πιστούς που λατρεύουν τον Κύριο και αγωνίζονται τον καλόν αγώνα. Η χάρη του Κυρίου που σας δίνεται και θα σας δοθεί είναι πλούσια.

Αλλά δεν βλέπετε τι γίνεται με την συγκεκριμένη περίπτωση που μου λέτε;

Δεν βλέπετε πως το έλλειμμα βρίσκεται στην δική σας πλευρά ως έλλειμμα αγάπης;

Ο απόστολος δεν λέει πως η αγάπη πάντα στέγει, πάντα υπομένει, ουδέποτε εκπίπτει;

Η αγάπη όλα τα ανέχεται, όλα τα υπομένει, ποτέ δεν ξεπέφτει. Που είναι η δική σας η ανοχή;

Που είναι η υπομονή σας; Που η διάρκεια της αγάπης σας;

Και η έλλειψη αυτή δεν αποδεικνύει ότι δεν ζείτε σωστά ως μέλη του Κυρίου μας; Ο καθένας μας δεν συνιστά μέλος του σώματος Εκείνου, συνεπώς είμαστε δεμένοι και με Εκείνον ως κεφαλή αλλά και μεταξύ μας; Αν υπάρχει κάποια αδυναμία σε ένα μέλος, σημαίνει ότι τα άλλα μέλη πρέπει να την δουν και ως δική τους αδυναμία. Πιστεύετε λοιπόν ότι η αυστηρότητα, η απότομη στάση σας απέναντι στον αδελφό σας θα τον διορθώσει; Αλλη στάση ζωής έξω από την αγάπη δεν υπάρχει, αν θέλουμε να διορθώσουμε τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας.

Έκανε παύση ο αββάς. Δεν είχε συνηθίσει να ρητορεύει. Μόνιμη επιλογή του ήταν να είναι το παράδειγμα και όποιος θέλει μετά να τον ακολουθεί. Ο ποιήσας και διδάξας ήταν η κατευθυντήρια γραμμή του.

Δεν αισθάνομαι καλά που σας κάνω τον δάσκαλο, είπε και έσκυψε το κεφάλι προς το μέρος της καρδιάς. Το ανασήκωσε και πάλι. Αλλά επειδή με κινεί το πνεύμα της υπακοής στον ηγούμενο σας τα λέω. ᾽Τω αιτούντί σε δίδου᾽, κατά τον λόγο του Κυρίου μας. Και δεν θέλω να σας περιπαίζει ο διάβολος συμπλήρωσε.

Γέροντα, σε καταλαβαίνουμε και ο λόγος σου μας φέρνει και πάλι στον ίσιο δρόμο του Χριστού μας᾽ είπε με συστολή ο ηγούμενος. Τί να κάνουμε συγκεκριμένα όμως με τον αδελφό; Να μην του πούμε ότι πρέπει να είναι ξύπνιος στις ακολουθίες; Να μην τον ξυπνάμε; Κοντοστάθηκε.

Γέροντα, εσύ τι θα έκανες; Πες μας και θα το κάνουμε κι εμείς ...

Πιάστηκε η αναπνοή τους. Η απάντηση του οσίου θα καθόριζε και την δική τους στάση. Ήδη μέσα τους η συνείδηση τους έλεγχε. Καταλάβαιναν ότι δεν λειτουργούσαν απέναντι στον αδελφό με αγάπη. Ότι η στάση τους δεν ήταν χριστιανική. Ότι συμπεριφέρονταν σαν τους Φαρισαίους της εποχής του Χριστού, με υπερηφάνεια.

Ο αββάς δεν έσπευσε να απαντήσει. Φαινόταν ότι προσευχόταν με ένταση και θέρμη. Δάκρυα πήραν να αναβλύζουν στα αγιασμένα μάτια του.

᾽Αδελφοί᾽, είπε σιγά, έχοντας επίγνωση του βάρους των λόγων του. Στη θέση σας εγώ, όταν έβλεπα τον αδελφό να κοιμάται …

τα μάτια των αδελφών ανοίχτηκαν διάπλατα και τα αυτιά τους τεντώθηκαν στο έπακρο μη χάσουν το παραμικρό από τα λεγόμενά του

… στη θέση σας, λοιπόν, θα έπαιρνα ένα μαξιλάρι να το βάλω κάτω από το κεφάλι του για να τον αναπαύσω περισσότερο. Γιατί ο αδελφός για μένα είναι ο κρυμμένος Χριστός …



(Ιστορίες από το Γεροντικό)
Πηγή: http://www.paterikiorthodoxia.com
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

«Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό»


Ζούσε κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, απ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε λοιπόν κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιο της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του,που είχε πια γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιε μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.

Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιος της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ‘ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα όμως θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα 'χεις χαμένα»; Λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ό,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός, πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα το καλάθι σου, όπως μου το ‘δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός.«Ευχαριστώ, γιε μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το’ δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Ε ναι, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιε μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ‘δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ‘φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη απ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός, ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφία του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.

μακαριστού Οικονόμου π. Ευέλθωντος Χαραλάμπους
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ

Τα «απότομα» προκαλούν επικίνδυνους κραδασμούς. Αν βρεθεί κανείς από ένα πολύ παλιό ζεστό δωμάτιο έξω σε παγωνιά, υπάρχει περίπτωση να κρυολογήσει ή να αρπάξει καμιά πνευμονία.
Και στον πνευματικό χώρο οι απότομες αλλαγές είναι δύσκολες. Δεν μπορεί να γίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή άγιος.
Όλα χρειάζονται χρόνο, κόπο, μέθοδο, αγωνία.
Κάποτε, ένας μοναχός πέφτει σε κάποιο σοβαρό σαρκικό αμάρτημα. Αμέσως θλίψη τον πνίγει, απελπισία ροκανίζει την ύπαρξή του. Σταματά τον «κανόνα» του και συλλογίζεται τί να κάνει.
- Ω! Χριστέ μου, φώτισέ με!
- Πηγαίνει στον γέροντά του, ανοίγει την καρδιά του. Φανερώνει όλη τη λύπη, την απελπισία που σφίγγει το είναι του, σα φοβερή μέγγενη!
Ο γέροντας του αναφέρει την παρακάτω διήγηση:
Μια φορά ένας γεωργός έχει ένα απόμακρο περιβόλι. Όσο το περιποιείται, αυτό δίνει αρκετά προϊόντα. Επειδή όμως βρίσκεται αρκετά μακρυά από το χωριό, συχνά το παραμελεί. Έτσι το χωράφι σιγά-σιγά γεμίζει αγκάθια, άγρια βάτα, διάφορα αγριοχόρταρα.
Μια μέρα φωνάζει τον πρωτογυιό του:
- Παιδί μου, σε παρακαλώ, να πας να καθαρίσεις το περιβόλι μας, γιατί έχει γίνει αγνώριστο.
- Καλά, πατέρα, θα πάω!
Πρωί-πρωί ετοιμάζει τα σύνεργά του- (τσάπα, αξίνα, τσουγκράνα, φαγητό ) και με το γαϊδουράκι του φτάνει στο «χερσωμένο» χωράφι. Μόλις τ’ αντικρύζει, τα χάνει! Ζαλίζεται, απελπίζεται τέλεια.
- Χριστός και Παναγιά! Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Τι να κάνω; Το χωράφι δεν καθαρίζεται με τίποτε, συλλογίζεται. Πηγαίνει σε μιαν αχυροκαλύβα και ξαπλώνει. Η ώρα περνά, σαν νερό. Ο νεαρός εξακολουθεί να κοιμάται.
Η απελπισία ναρκώνει κάθε δύναμή του.
Βραδυάζει, επιστρέφει στο χωριό άπρακτος.
- Τι έγινε παιδί μου; Καθάρισες καθόλου το χωράφι;
- Καθόλου, πατέρα, δεν έκαμα τίποτε!
- Γιατί, παλληκάρι μου;
- Απελπίστηκα. Είδα πολλά βάτα, σχοίνα, αγριόχορτα. Δεν ήξερα τι να κάνω!
- Και τι έκανες όλη τη μέρα;
- Κοιμόμουνα!
- Καλά δεν ντρέπεσαι το μπόι σου; Κρίμα και σε είχα έξυπνο! Αύριο θα πας και θα καθαρίσεις μονάχα λίγο μέρος, να, όσο το μπόι σου! Καθάρισε το και ξάπλωσε έπειτα όλη τη μέρα.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ο γυιός ξεκινά πάλι για το περιβόλι. Πριν ανατείλει ο ήλιος φτάνει. Αρπάζει το ξινάρι και τραβά στην άκρη μερικά χόρτα. Σε δέκα λεπτά έχει καθαρίσει διπλάσιο χώρο από το μπόι του!
Οι αρχαίοι έλεγαν: «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Ο γιος συνεχίζει τώρα να εργάζεται μ’ όρεξη και σβελτάδα.
Η απελπισία τώρα έχει εξαφανιστεί από την καρδιά του. Τρία … πέντε.. δέκα μέτρα!
Το βράδυ χαρούμενος επιστρέφει στο χωριό και φωνάζει:
- Πατέρα, πατέρα!
- Τι τρέχει , παιδί μου;
- Καθάρισα δέκα μέτρα! Σε λίγες μέρες θα ‘χω τελειώσει.
Είδες που στα ‘λεγα;
Η απελπισία παιδί μου κατατρώγει κάθε προσπάθεια, σαν ύπουλο σκουλήκι!
Πραγματικά το περιβόλι σε μερικές μέρες γίνεται πεντακάθαρο!
Ο γέροντας, σταματά λίγο:
- Κατάλαβες, παιδί μου, τι θέλω να πω;
- Κατάλαβα, γέροντα! Πρέπει ν’ αρχίσω να καθαρίζω την ψυχή μου. Μα από πού ν’ αρχίσω;
- Μα έχεις ήδη αρχίσει παιδί μου.
Η εξομολόγηση είναι η ευλογημένη αρχή. Ο Θεός την χαρίζει. Είναι δώρο θεόσταλτο.
Τώρα πρέπει να «κινήσεις» και συ την χείρα σου.
- Μάλιστα! Τι πρέπει να κάνω;
- Άρχισε πάλι τον μοναχικό σου κανόνα! Λέγε συνέχεια «Κύριε ελέησόν με», και ετοιμάσου να ..κοινωνήσεις.
Αστραποβολούν τα μάτια του αμαρτωλού.
- Να κοινωνήσω; Εγώ ο τρισάθλιος;
- Ναι, παιδί μου. Σύντομα θα κοινωνήσεις.
- Ξέρεις τι σου χρειάζεται, παιδί μου τώρα. Να σκοτώσεις το δαίμονα της απελπισίας.
- Δηλαδή μπορώ να ξαναγίνω και εγώ δόκιμος μοναχός;
- Βεβαιότατα παιδί μου! Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Ο νεαρός γρήγορα-γρήγορα σκύβει και φιλά τα πόδια του γέροντα.
- Σ’ ευχαριστώ γέροντα, από τα βάθη της ψυχής μου! Μου χαρίσατε τον ουρανό!
Όταν η ελπίδα τρυπώνει στην καρδιά, όλα γίνονται λαμπρά, φωτεινά, ουράνια, παραδεισένια!

Από το βιβλίο: «ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ,ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, ΤΕΥΧΟΣ 7ον
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ;

Τί αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;

Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδιές των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.

Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;

Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;

Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;

Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;

Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.

Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.

Ο Θεός θα υπάρχει, φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών…

Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ’ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί να αφήσει το «επίγειο σπίτι» του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.

Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της Βασιλείας της αγάπης στη γη…

Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ.Εν πλω.

ΠΗΓΗ: http://orthodoxesanazitiseis1.blogspot. ... z2kypBytnc
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Το παιδί της Παναγίας

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Είχαν ένα μονάκριβο παιδάκι, ένα κοριτσάκι τριών χρόνων. Ήταν όμως τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε και δεν ήξεραν τι να του δώσουν. Ένα πρωί, λοιπόν, ξεκίνησε λυπημένος ο ξυλοκόπος να πάει στη δουλειά του. Και την ώρα που έκοβε ξύλα, νά σου βλέπει ξαφνικά μπροστά του μια πανέμορφη γυναίκα, που φορούσε στο κεφάλι της μια κορόνα από αστραφτερά αστέρια. Και η γυναίκα μίλησε και του είπε :" Είμαι η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού. Είσαι φτωχός άνθρωπος και δεν έχεις να ταΐσεις το παιδί σου. Φέρε το σε μένα κι εγώ θα το πάρω μαζί μου και θα τό 'χω σαν δικό μου και θα το φροντίζω καλά ». Ο ξυλοκόπος υπάκουσε, έφερε το παιδί του και τό 'δωσε στην Παναγία. Και το κοριτσάκι περνούσε καλά, έτρωγε ψωμί με ζάχαρη κι έπινε γάλα γλυκό και τα ρουχαλάκια του ήταν από χρυσάφι και μάλαμα κι έπαιζε με τους αγγέλους.

Όταν έγινε δεκατεσσάρων χρόνων, η Παναγία το φώναξε και του είπε : " Παιδί μου, θα φύγω ταξίδι. Πάρε τα κλειδιά που ξεκλειδωνουν τις δεκατρείς πόρτες του Παραδείσου και φύλαξε τα καλά. Τις δώδεκα μπορείς να τις ανοίξεις και να θαυμάσεις τα όμορφα πράγματα και τους θησαυρούς που κρύβουν. Αλλά τη δέκατη τρίτη πόρτα, που ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδάκι, μην την ανοίξεις. Πρόσεχε καλά, μην την ξεκλειδώσεις, γιατί θα γίνεις πολύ δυστυχισμένη ». Το κορίτσι υπο-σχέθηκε ότι θα είναι υπάκουο. Κι όταν έφυγε η Παναγία, άρχισε ν' ανοίγει μια μια τις πόρτες. Κάθε μέρα άνοιγε και μια πόρτα και θαύμαζε τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα της. Έτσι είδε με τη σειρά και τα δώδεκα δώματα του Παραδείσου. Στο καθένα κατοικούσε κι ένας άπό τους Δώδεκα Αποστόλους, όλο λαμπρότητα και φως. Το κορίτσι χαιρόταν και θαύμαζε το μεγαλείο και τον πλούτο. Και μαζί του χαίρονταν και οι άγγελοι που τ ακολουθούσαν.

Όταν πέρασαν οι δώδεκα μέρες, δεν είχε μείνει πια παρά μονάχα η απαγορευμένη πόρτα. Και το κορίτσι ένιωσε μεγάλη λαχτάρα να δει τι κρυβόταν από πίσω της. Είπε λοιπόν στους αγγέλους : " Δεν θα την ανοίξω, ούτε θα διαβώ το κατώφλι, της. Θα την ξεκλειδώσω μονάχα, να ρίξουμε μια ματιά χπ' τη χαραμάδα ». — « Όχι, όχι » τη σταμάτησαν οι άγγελοι. « Είναι αμαρτία Η Παναγία σ' το απαγόρευσε. Αν παρακούσεις τα λόγιο, της, θα σε βρει μεγάλη δυστυχία ». Το κορίτσι δεν μίλησε, αλλά η περιέργεια μέσα στην καρδιά της συνέχισε να της μιλάει σιγανά και να την τσιγκλάει και να την τσιμπάει και να την ψήνει. Δεν την άφηνε σε ησυχία. Και κάποια στιγμή που τ αγγελάκια την άφησαν μονάχη της, σκέφτηκε :


« Τώρα είμαι μόνη μου και μπορώ ν' ανοίξω. Μια ματιά θα ρίξω. Και κανείς δεν θα το μάθει ». Έψαξε και βρήκε το κλειδάκι. Κι όταν το πήρε στο χέρι της, τό 'βαλε και στην κλειδαριά. Κι όταν τό βαλε στην κλειδαριά, το γύρισε κιόλας. Η πόρτα τότε άνοιξε και το κορίτσι είδε μπροστά του την Αγία Τριάδα τυλιγμένη στην παντοδύναμη λάμψη της. Στάθηκε λιγάκι και κοίταζε με θαυμασμό. Ύστερα άπλωσε το χεράκι της και με το δάχτυλο της άγγιξε την άκρη αυτής της χρυσής λαμπράδας. Και το δάχτυλο της έγινε χρυσό. Αμέσως φόβος μεγάλος την έπιασε, έκλεισε με δύναμη την πόρτα κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο φόβος όμως δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ό,τι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να σταματήσει το καρδιοχτύπι, που κόντευε να της σπάσει τα στήθια. Και το χρυσάφι έμεινε κολλημένο στο δάχτυλο της, όσο κι αν τό πλένε, όσο κι αν τό 'τριβε.


Μετά από λίγο γύρισε κι η Παναγία απ' το ταξίδι της. Φώναξε το κορίτσι και ζήτησε πίσω τα κλειδιά του Παραδείσου. Τη στιγμή που της έδινε την αρμαθιά, η Παναγία κοίταξε το κορίτσι στα μάτια και ρώτησε : « Και τη δέκατη τρίτη πόρτα; Δεν την άνοιξες; » — « Όχι », αποκρίθηκε το κορίτσι. Η Παναγία τότε α-κούμπησε το χέρι της στην καρδιά του κοριτσιού, την ένιωσε που χτυπούσε σαν τρελή και κατάλαβε πως η μικρή είχε παρακούσει την εντολή της. " Είσαι σίγουρη ότι δεν την άνοιξες; ", ξαναρώτησε. " Όχι, δεν την άνοιξα », ξανάπε το κορίτσι. Η Παναγία είδε τότε το δάχτυλο του κοριτσιού, που είχε γίνει χρυσό απ' το άγγιγμα της θείας λάμψης. Κατάλαβε ότι η μικρή είχε αμαρ-τήσει και ρώτησε για τρίτη φορά :

« Δεν άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; » — " Όχι », αρνήθηκε το κορίτσι για τρίτη φορά. Και η Παναγία της είπε : " Δεν υπάκουσες στις εντολές μου. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, είπες ψέματα από πάνω. Δεν είσαι πια άξια για να ζεις στον Παράδεισο ».

Το κορίτσι τότε βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ κι όταν ξύπνησε, βρέθηκε κάτω στη γη, στην καρδιά ενός δάσους. Ήθελε να φωνάξει, αλλά μιλιά δεν έβγαινε από το στόμα της. Τινάχτηκε όρθια και προσπάθησε να τρέ-ξει, αλλά όπου κι αν γύριζε, πυκνά αγκάθια πρόβαλλαν και της έκλειναν το δρόμο. Στην ερημιά, όπου βρέθηκε παγιδευμένη, ήταν κι ένα γέρικο δέντρο. Στην κουφάλα του λοιπόν, έφτιαξε το σπίτι της. Εκεί μέσα τρύπωνε και κοιμόταν όταν ερχόταν η νύχτα, εκεί μέσα έβρισκε καταφύγιο όταν έβρεχε και χιόνιζε. Και ζούσε ζωή δυστυχισμένη. Κάθε που θυμόταν πόσο όμορφα περνούσε στον Παράδεισο και πώς έπαιζε μαζί με τους αγγέλους, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μάζευε ρίζες και βατόμουρα

κι αυτό ήταν το φαγητό της, Το φθινόπωρο μάζευε καρύδια και φύλλα, που έπεφταν απ' τα δέντρα. Κι όταν χειμώνιαζε, έτρωγε τα καρύδια και τρύπωνε σαν ζωάκι στα ξερά φύλλα για να φυλαχτεί απ' το χιόνι και την παγωνιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ρούχα της έγιναν κουρέλια κι έμεινε γυμνή. Οταν πρόβαλλε ξανά ο ήλιος, έβγαινε κι εκείνη απ την κρυψώνα της και καθόταν σ' ένα κλαδί, τυλίγοντας γύρω της τα μαλλιά της, σαν μανδύα. Έτσι περνούσαν τα χρόνια, το ένα μετά το άλλο, κι η κοπελίτσα ζούσε λυπημένη μέσα στη δυστυχία.

Μια μέρα όμως, όταν τα δέντρα είχαν πάλι φορέσει την πράσινη, δροσερή φορεσιά τους, ο βασιλιάς της χώρας βγήκε κυνήγι στο δάσος. Κι όπως κυνηγούσε, πήρε από πίσω ένα ελάφι, που πήγε και χώθηκε μέσα στις πιο πυκνές αγκαθιές, στην καρδιά του δάσους. Ο βασιλιάς τότε ξεπέζεψε, παραμέρισε τ' αγκάθια και άνοιξε με το σπαθί του δρόμο να περάσει. Όταν επιτέλους τα κατά-φερε, είδε μπροστά του μια πανέμορφη κοπέλα, να κάθεται τυλιγμένη από τα νύχια ώς την κορφή με τα χρυσά μαλλιά της. Στάθηκε ασάλευτος και την κοίταζε όλο θαυμασμό. Ύστερα της μίλησε και της είπε : " Ποια είσαι; Γιατί κάθεσαι εδώ στην ερημιά; » Αλλά απάντηση δεν πήρε, γιατί το κορίτσι δεν μπορούσε ν ανοίξει το στόμα του. Ο βασιλιάς όμως επέμεινε : « Θέλεις νά 'ρθεις μαζί μου, στο παλάτι μου; » Εκείνη τότε έγνεψε μονάχα με το κεφάλι και δέχτηκε. Ο βασιλιάς τη σήκωσε στην αγκαλιά του, την ανέβασε πάνω στο άλογο του και την πήρε μαζί του. Κι όταν έφτασαν στο παλάτι, της χάρισε όμορφα ρούχα κι ό,τι άλλο ποθούσε η ψυχή της. Μόνο να μιλήσει δεν μπορούσε. Αλλά ήταν όμορφη και καλή, χι ο βασιλιάς την αγάπησε μ όλη του την καρδιά. Και πριν περάσει πολύς καιρός την παντρεύτηκε.

Μετά από ένα χρόνο η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα γιο. Και τη νύχτα που ήταν ξαπλωμένη μόνη στο κρεβάτι της, παρουσιάστηκε εμπρός της η Παναγία και της είπε : " Αν πεις την αλήθεια και ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, θ ανοίξω κι εγώ το στόμα σου και θα σου ξαναδωσω τη μιλιά σου. Αν όμως επιμένεις στο ψέμα και στην αμαρτία κι εξακολουθήσεις πεισματικά ν' αρνείσαι αυτό που έκανες, τότε θα πάρω μαζί μου το νεογέννητο παιδί σου ». Και περίμενε την απάντηση της βασίλισσας. Εκείνη όμως άνοιξε το στόμα της και είπε : α Όχι, δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ". Η Παναγία τότε της πήρε το νεογέννητο παιδί και χάθηκε από μπροστά της. Την άλλη μέρα, που δεν έβρισκαν πουθενά το μικρό βασιλόπουλο, ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει και να λέει ότι η βασίλισσα το είχε σκοτώσει για να το φάει. Εκείνη τα άκουγε όλα, αλλά μιλιά δεν έβγαινε απ' το στόμα της. Ο βασιλιάς όμως δεν τα πίστεψε, γιατί την αγαπούσε πολύ, μέσα απ' την καρδιά του.

Πέρασε άλλος ένας χρόνος κι η βασίλισσα γέννησε άλλον ένα γιο. Και τη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι μπροστά της η Παναγία και της είπε :

Αν ομολογήσειςότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, τότε θα σου ξανα-δώσω το παιδί σου και τη χαμένη σου μιλιά. Αν όμως συνεχίσεις με πείσμα να το αρνείσαι, τότε θα πάρω μαζί μου και τον δεύτερο γιο σου ». Η βασίλισσα όμως αρνή-θηκε πάλι :" Όχι, δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ». Η Παναγία τότε της πήρε το παιδί απ' την αγκαλιά και το ανέβασε μαζί της στον ουρανό. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν είδαν ότι κι αυτό το μωρό είχε χαθεί.

οι άνθρωποι του παλατιού έβαλαν τις φωνές, κατηγορώντας τη βασίλισσα. Και ζήτησαν από το βασιλιά να τη δικάσει. Ο βασιλιάς όμως τη αγαπούσε τόσο πολύ, μέσα απ' την καρδιά του, που απαγόρευσε στους παλατια-νούς να ξαναμιλήσουν γι' αυτό.

Τον τρίτο χρόνο η βασίλισσα γέννησε μια όμορφη κορούλα. Τη νύχτα παρουσιάστηκε μπροστά της για τρίτη φορά η Παναγία και της είπε : " Έλα μαζί μου ! » Και την ανέβασε στον ουρανό και της έδειξε τα δυο της τ αγοράκια, που γελούσαν κι έπαιζαν χαρούμενα. Η βασίλισσα χάρηκε και τότε η Παναγία τη ρώτησε ξανά : " Δεν μαλάκωσε ακόμα η καρδιά σου; Δεν θέλεις να ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; Αν παραδεχτείς την αμαρτία σου, τότε θα σου ξαναδώσω τα δυο σου αγόρια ». Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε για τρίτη φορά : " Όχι, δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ! » Η Παναγία τότε την ξαπόστειλε ξανά στη γη και της πήρε και το τρίτο παιδί.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν μαθεύτηκε πως και το τρίτο μωρό είχε χαθεί, ο κόσμος ξεσηκώθηκε : " Η βασίλισσα τρώει τα παιδιά της, πρέπει να τη δικάσουμε ». Κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα για να τη σώσει. Την πέρασαν από δίκη κι αφού δεν μπορούσε να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, την καταδίκασαν κι αποφάσισαν να την κάψουν ζωντανή. Τα ξύλα μαζεύτηκαν σωρός κι η βασίλισσα δέθηκε σ' έναν ψηλό πάσσαλο. Όταν οι φλόγες άναψαν κι άρχισαν να χορεύουν ολόγυρα της, έλιωσε κι ο σκληρός πάγος τής περηφάνιας της κι η καρδιά της ρίγησε μετανιωμένη :

" Αχ, ας μπορούσα, πριν πεθάνω, να ποο τουλάχιστον την αλήθεια, πως ναι, άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ! »

Την ίδια στιγμή ξανάβρε τη φωνή της και με δύναμη φώναξε : « Ναι, Παναγία μου, το έκανα! Άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα! » Δεν πρόλαβε ν αποσώσει το λόγο της κι αμέσως έπιασε μπόρα γερή κι έσβησε τη φωτιά κι ένα γλυκό φως κατέβηκε απ' τα ουράνια και την έλουσε ολόκληρη. Κι η Παναγία η ίδια παρουσιάστηκε με τα δυο αγόρια δεξιά κι αριστερά και τη νεογέννητη κορούλα της στην αγκαλιά της. Με καλοσύνη της μίλησε και της είπε : « Όποιος ομολογεί τις αμαρτίες του και μετανιωνει γι' αυτές, βρίσκει συχώρεση ». Και μ' αυτά τα λόγια της έδωσε τα τρία παιδιά της και τη μιλιά της και την ευτυχία της.

http://www.paterikiorthodoxia.com/2013/ ... agias.html
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2058
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
11
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από Φωτεινή »

Διάβασα ένα συγκινητικό άρθρο, αδέλφια μου, στο AlfaVita, ένα εκπαιδευτικό ενημερωτικό δίκτυο.Μπορεί να μην έχει θρησκευτικό υπόβαθρο, αλλά μέρα που είναι σήμερα γιορτινή, θέλησα να το δημοσιεύσω και να το μοιραστώ μαζί σας...

Τι είναι για μένα φως;


Αρθρογράφος:
Γκέλη Δουμπή

«Φρόντισε να φορέσεις κάτι πρόχειρο και άνετο. Και χαμηλά παπούτσια γιατί θα χορέψετε.»

Αυτή ήταν η τελευταία οδηγία του Γιώργου Τούλα πριν κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά δεν έδωσα βάση. Γιατί εγώ είχα αποφασίσει ότι θα πήγαινα σε γιορτή και έτσι έβαλα τα καλά μου. Και τις μαύρες μπότες μου με πέντε δάχτυλα τακουνάκι. Κι ας με δυσκόλευαν στο χορό. Δεκαοχτώ χρόνια μετά, με το στομάχι σφιγμένο απ’ τη συγκίνηση, θα επέστρεφα σε ένα χώρο που σημάδεψε τη ζωή μου. Σε μέρα χαράς!

«Τι είναι για σένα φως;» Είδα τον τίτλο με την άκρη του ματιού μου τυχαία, πριν από μερικές μέρες και κέντρισε αμέσως την περιέργειά μου. Το κάλεσμα ήταν καταλύτης: «Μια αλλιώτικη χριστουγεννιάτικη γιορτή μέσα στην καρδιά της Σχολής Τυφλών. Μια μοναδική βραδιά που ετοίμασαν οι εθελοντές του Θεσσαλονίκη Αλλιώς και θα αποτελέσει τη δική μας φετινή χριστουγεννιάτικη γιορτή. Μια γιορτή που καλεί εσάς, τριάντα συνολικά συμμετέχοντες να έρθουν και να γίνουν μέρος αυτής της μυσταγωγίας.»

«Τι είναι για μένα φως;» Στη Σχολή Τυφλών έζησα με ένταση, επί δέκα σχεδόν χρόνια, πολλές παραλλαγές του σκότους και του φωτός. Από τα 24 μου χρόνια, διδάσκοντας μαθηματικά και ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε μαθητές όλων των βαθμίδων και σε σπουδαστές της επαγγελματικής κατάρτισης, βρέθηκα αντιμέτωπη με μια σκληρή αναπηρία, απολύτως άγνωστη μέχρι τότε σε μένα. Γυμνή απέναντί της. Χωρίς εφόδια για να τη χειριστώ. Σιγά-σιγά έμαθα να ψηλαφώ και να αναγνωρίζω ένα δύσκολο κόσμο, να τον κατανοώ, να τον διευκολύνω να με κατανοήσει, να επικοινωνώ με αυτόν. Νίκησα φόβους και αναστολές. Σμίλεψα την ψυχή μου.

Πέρασα ώρες ατέλειωτες με τους μαθητές μου, αφήνοντας πολλές φορές στο πλάι τις εξισώσεις και τα ημίτονα, για να κουβεντιάζουμε για τις κρυφές τους αγωνίες και να ξεκλειδώνουμε τα άγχη τους. Για να κερδίζουμε πόντους στην αυτοεκτίμηση και βήματα στην αυτοπεποίθηση. Για να εκτονώνουμε τις εντάσεις τραγουδώντας στα διαλείμματα, συντροφιά με τα μπουζούκια, τις κιθάρες και τα τουμπερλέκια τους -πόσο χαρισματικά ήταν κάποια παιδιά!

«Τι είναι για μένα φως;» Μετά από χρόνια ψυχικής όσμωσης οι συζητήσεις σπάζουν το κέλυφος μιας συμπεριφοράς σύμφωνα με τους τύπους. Θέλεις να αντιληφθείς, να κατανοήσεις, να ερμηνεύσεις. Και οι ερωτήσεις, όσο αφελείς, άτεχνες και επώδυνες και αν είναι, είναι ο μόνος δρόμος για να διαρρήξεις έναν περίκλειστο άγνωστο κόσμο.

«Πες μου τι βλέπεις στα όνειρά σου; Πώς γίνεται να βλέπεις όνειρα αν δεν έχεις δει ποτέ;»
«Τα χρώματα πώς τα φαντάζεσαι; Τι αισθάνεσαι όταν σου λέω ότι κάτι είναι μαύρο, ότι είναι κόκκινο, λευκό, γαλάζιο…; Έχει για σένα διαφορά; Είναι πιο ζεστό, πιο κρύο; Βοήθα με να καταλάβω.»
«Πώς είναι η θάλασσα; Μπορείς να τη φανταστείς; Όχι μόνο το νερό που πιάνεις, το νερό στο οποίο κολυμπάς. Η μεγάλη θάλασσα, το ατέλειωτο νερό; Τον ουρανό πώς τον φαντάζεσαι; Τη νύχτα;»
« Άκουσε αυτήν τη φωνή –πώς φαντάζεσαι το πρόσωπο, το σώμα, τα χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου;»
« Τι θυμάσαι από τα χρόνια που έβλεπες; Τι συγκρατεί η μνήμη;»
« Αν μπορούσες να επιλέξεις, θα προτιμούσες μια άλλη αναπηρία αντί για την τυφλότητα; Γιατί ναι; Γιατί όχι;»

Απρόσμενες, συγκλονιστικές κάποιες φορές, απαντήσεις, άνοιγαν νέους κύκλους συζητήσεων, σαγηνευτικά κανάλια στη σκέψη και άφηναν πολύτιμες ενσταλάξεις γνώσης και εμπειρίας. Μιλούσαμε, ζωγραφίζαμε πάνω σε μεμβράνες για να βοηθήσουμε τη φαντασία, αγγίζαμε με τα χέρια για να υποστηρίξουμε την εμπειρία. Μαζί τους μάθαινα και εγώ.

«Τι είναι για μένα φως;» Στη Σχολή Τυφλών γνώρισα παιδιά που γεννήθηκαν τυφλά ή με προβλήματα στην όραση, γνώρισα ανθρώπους που έχασαν ξαφνικά την όρασή τους από ένα τραγικό γεγονός κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή τους ή άλλους που ζούσαν την πορεία προς την απώλεια με πόνο και στωικότητα έχοντας επίγνωση του προβλήματος της υγείας τους. Γνώρισα ανθρώπους χωρίς ακοή και όραση, με θαυμαστές, παρ’ όλα αυτά, ικανότητες επικοινωνίας αλλά και παιδιά με βαριές αναπηρίες.

Γνώρισα πολύτιμους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους.

«Τι είναι για μένα φως»; Χτες το βράδυ χόρευα στην …αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη γιορτή, με τα μάτια κλειστά, δεμένα με ένα μαύρο πανί, στην ίδια αίθουσα που πριν πολλά χρόνια, στο διάλειμμα από τα μαθήματα, στήναμε αυτοσχέδια «μουσική κομπανία» με τους μαθητές μου, με καβαλιέρο τον Γιώργο, τυφλό –«παλιοσειρά», όπως αυτοχαρακτηρίστηκε γελώντας.

«Και εγώ παλιοσειρά είμαι βρε Γιώργο!», του ψιθύρισα στο αυτί καθώς χορεύαμε. «Καθηγήτρια ήμουν, από το ’86 ως το ’95.»

Ο Γιώργος σταμάτησε απότομα το χορό, είπε δυνατά το όνομά μου –όπως χαρακτηριστικά κάνουν όσοι δεν βλέπουν- και ξαφνικά άκουσα γύρω μου φωνές και ένοιωσα να με αγκαλιάζουν τρεις κοπέλες. Πέταξα το μαύρο πανί από τα μάτια μου για να τις δω. Με δυσκολία τις αναγνώρισα. Είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ! Μιλούσαν με ενθουσιασμό, άρχισαν να μου λεν, χωρίς ανάσα τα νέα τους, μου έδειχναν με περηφάνια τα παιδιά τους, με τραβούσαν από δω και από κει για να βρούμε και άλλους «από τα παλιά». Ο ήχος της φωνής μου, παρ’ όλα τα 18 χρόνια που μεσολάβησαν, προσέλκυε ανθρώπους που καταλάβαιναν ποια είμαι –αυτή η αξιοθαύμαστη ικανότητα των τυφλών! Μαθητές μου που μεγάλωσαν, παλιοί συνάδερφοί μου! Σε μια παγωμένη, χειμωνιάτικη βραδιά, μια σταγόνα ζεστό μέλι κύλησε μέσα μου.

«Τι είναι για μένα φως»; Ένας άλλος χορός. Ο πιο όμορφος και συγκινητικός χορός της ζωής μου. Στα βήματά του με είχε συνοδέψει ο Πολύκαρπος, ένας τυφλός και κωφός, επικοινωνούσε γράφοντας λέξεις με τα δάχτυλά του στην παλάμη του συνομιλητή του, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό αλφάβητο. «Άκουγε» βάζοντας το χέρι στο λαιμό όποιου μιλούσε. Ο Πολύκαρπος δούλευε στους αργαλειούς και έμενε στο οικοτροφείο. Ήταν το πιο ευγενικό και πρόσχαρο πλάσμα στη σχολή. Πεντακάθαρος, φρεσκοξυρισμένος, πειθαρχημένος, δημιουργικός, τα απογεύματα έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην αυλή, χάριζε αγκαλιές και χαμόγελα σε όλους και έδειχνε χαρούμενος από τη ζωή του.

Σε μια καλοκαιρινή σχολική εκδρομή γρήγορα άρχισαν τα τραγούδια και ο χορός με μουσικούς τα παιδιά και τους δασκάλους τους. Ο Πολύκαρπος έμενε χαμογελαστός και μόνος στην καρέκλα του –αμέτοχος.

Τον πλησίασα, χτύπησα με το χέρι μου στην πλάτη του το ρυθμό του βαλς που έπαιζε εκείνη την ώρα το ακορντεόν και, σαν να συνωμοτήσαμε, με φίλησε γελώντας, έκανε νεύμα με ενθουσιασμό δείχνοντάς μου ότι θέλει να σηκωθεί και ξεκινήσαμε έναν ανάλαφρο χορό, χωρίς να χάνουμε βήμα. Το διασκέδαζε ο Πολύκαρπος κι ας μην άκουγε τη μουσική. Χτυπούσα συνέχεια το ρυθμό στην πλάτη του και τα πόδια του πετούσαν. Μου έδειχνε τη χαρά του με γέλια και νοήματα –δεν ήθελε να κάτσει!

Ήταν ο πιο όμορφος και συγκινητικός χορός της ζωής μου. Ο χορός με έναν άνθρωπο που δεν έβλεπε και δεν άκουγε.
Αυτό είναι για μένα φως!

Χτες, στην …αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη γιορτή στη Σχολή Τυφλών έμαθα ότι ο Πολύκαρπος πέθανε πριν λίγα χρόνια.
Το φως του έλαμπε. Στροβιλίζονταν ανάμεσά μας.

Χαμογελούσε και μου θύμιζε πως η ζωή είναι ωραία! Φωτεινή!



ΠΗΓΗ: parallaximag.gr
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”