Γιατί ο Ματθαίος αναφέρει ότι «ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἰεριχὼ», δηλαδή του Ιησού μετά των μαθητών του συνάντησαν δύο τυφλούς, ενώ ο Μάρκος αναφέρει ότι «ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἰεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ» συνάντησαν ένα τυφλό και τέλος ο Λουκάς αναφέρει «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχὼ» συνάντησε πάλι ένα τυφλό;
Με μια πρώτη ματιά βλέπουμε μια αντίφαση, διότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος που μιλάνε για εκπόρευση από την Ιεριχώ, αναφέρουν διαφορετικό αριθμό τυφλών (ο μεν Ματθαίος δύο τυφλούς, ο δε Μάρκος έναν τυφλό).
Συμφωνείτε με τις κατωτέρω συμβιβαστικές εξηγήσεις; Αν ναι, ποιος έχει δίκιο, ο Αυγουστίνος ή ο υπό του (g) σημειούμενος F. Godet;

Γιατί ο Ματθαίος αναφέρει ότι ο «Ἰησοῦς» «παράγει», ο Μάρκος αναφέρει ότι ο «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός» «ἐστιν» και ο Λουκάς αναφέρει ότι ο «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» «παρέρχεται».
Σίγουρα εδώ κάτι κρύβεται. Ο ερευνητικός ανθρώπινος νους αδημονεί μέχρι να του δώσει ο Θεός την ουράνια «επί της ουσίας» τροφή του. Και αδημονώντας αρχίζει να ψάχνει τα λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, στην οποία γλώσσα (όχι τυχαία βέβαια) γράφτηκαν τα ευαγγέλια.
ΠΑΡ-ΑΓΩ: λοιπόν σημαίνει οδηγώ πλησίον ή άγω κατά μέρος, οδηγώ επέκεινα (πέραν). Ως στρατιωτικός όρος (προκειμένου για τους στρατιώτες του Χριστού) σημαίνει «εκτελώ ασκήσεις πυκνής τάξεως», ένα στρατιωτικό τμήμα το οδηγώ προς παρέλαση «εις φάλαγγα» ή «κατά μέτωπον» ή και μεταβάλλω τη παράταξή του από στήλης εις γραμμή (κατά μέτωπο). Επίσης σημαίνει οδηγώ ουχί δια της κανονικής οδού αλλά πλαγίως αυτής, παρεκκλίνων από αυτήν, παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ, κατορθώνω να πείσω τινά, τον παραπείθω, τον παρασύρω προς τη γνώμη μου, εκτρέπω τι(νά), του δίνω άλλη κατεύθυνση, τον κάμνω να αλλάξει δρόμο, διαστρέφω, «στραβώνω», στρεβλώνω, παραμορφώνω, φέρω και τοποθετώ πλησίον ή ενώπιον, παρουσιάζω, εισάγω (τινά ως ομιλητή ή ως μάρτυρα), παρεισάγω μετά μυστικότητος.
ΕΣΤΙ: ως γνωστόν σημαίνει ήτο εκεί, υπήρχε, υφίσταται ως ύπαρξη.
ΠΑΡ-ΕΡΧΟΜΑΙ: πάλι σημαίνει διέρχομαι πλησίον ή πέραν, «περνώ», απομακρύνομαι. Ως επί χρόνου σημαίνει περνώ και φεύγω, ο χρόνος ή ο καιρός που πέρασε, που ανήκει εις το παρελθόν. Σημαίνει όμως και υπερβαίνω, υπερτερώ (ιδίως από απόψεως ταχύτητος), ξεπερνώ, μεταφορικά σημαίνει υπερβαίνω τινά κατά την ευφυΐαν, κατά την πανουργία, εξαπατώ. Επίσης σημαίνει διέρχομαι πλησίον χωρίς να δίνω προσοχή, παραβλέπω, παραμελώ, καταφρονώ, αψηφώ, παραβαίνω, παραβιάζω, προχωρώ και φτάνω εις τι μέρος, φτάνω εις…, εισέρχομαι εις τινά οικίαν, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ενώπιον τινός δια να ομιλήσω.
Τι να υποθέσει κανείς άραγε; Τι να θέλει να μας πει μυστικά ο αδιάψευστος Λόγος του Θεού; Γιατί να χρησιμοποιεί τόσο αντιφατικές λέξεις, που έχει η κάθε μία το δικό της νόημα; Δεν μπορεί με τίποτα να είναι όλα αυτά τυχαία. Δεν υπάρχει τύχη, αλλά υπάρχει Θεία σκοπιμότης. Κάποιο ουράνιο μυστικό κρύβεται πίσω από τις ανούσιες για ορισμένους ή ουσιαστικές κατ’ άλλους διαφορές και αντιφάσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών.