Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος της συγγνώμης (17 Δεκεμβρίου)

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7421
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος της συγγνώμης (17 Δεκεμβρίου)

Δημοσίευση από Νίκος »

Ο άφθορος Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος της συγγνώμης (17 Δεκεμβρίου)
17 Δεκεμβρίου, 2008 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Τα βήματα συνεχίστηκαν βίαια. Ενώ ταυτόχρονα, κάποιος ξεφώνιζε απεγνωσμένα:

-Άνοιξε καλόγερε, βοήθεια!

Παρατώντας το μάνταλο και ξανακατεβαίνοντας κατατρομαγμένος τα πέτρινα σκαλοπάτια, βρέθηκε… τρεμουλιάζοντας στην θολωτή πύλη. Στήν μαντρόπορτα με τους χοντρούς πασσάλους.
Ποιός είσαι και τι ζητείς; σιγορώτησε.
Άνοιξε, λυπήσου με, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Σώσε με, κρύψε με, να συχωρεθούν οι γονέοι σου, αν δε ζουν.
Γιατί σε κυνηγούν;
Άνοιξε και θα σου μολογήσω.

Τράβηξε τον πάσσαλο της ασφάλειας πέντε πόντους πρός τα πάνω, και το χοντρό από κυπαρισσόξυλο πορτόφυλλο, μισάνοιξε.

Τότε ώρμησε στον αυλόγυρο, ένας αξύριστος, αλλοσούσουμος, δίχως σκούφο με γουρλωμένα μάτια. Και μαλλιά σκαντζόχοιρα. Στα χέρια κρατούσε ένα ρόπαλο και σε πλάγια τσέπη του σουρτούκου του φάνταζε χοντρό μαχαίρι.

- Κρύψε με, όπου νάναι θα φανούν, ανάκραξε σπαρακτικά.

- Τι έκανες χριστιανέ; Γιατί σε κυνηγούν;

- Σκότωσα…

Κίτρινη πέτρα απόμεινε το πρόσωπο. Το φανάρι ξέφυγε από το δίχτυ, κύλησε χάμου. Και τα μάτια στον τσουχτερό χιοναγέρα έπηξαν.

- Δυστυχισμένε… Σε κέρδισε ο γκρεμός, ο Κάϊν;

- Κρύψε με, μη χασομεράς. Όπου νάναι θα φτάσουν. Κάποιος, αναμεσό τους, φώναξε ότι μονάχα από δω θε να διαβώ. Δεν έχει αλλού γιδόστρατο.

Κοντοστάθηκε στις τσουχτερές δροσοστάλες, αναποφάσιστος. Τα χέρια έτρεμαν. Το σάλι σερνόταν στο πλατύσκαλο και με τον χιοναγέρα κουκούλωνε το φανάρι.
Πάμε, πρόφεραν τα χείλη.
Πού;
Στο διπλανό κελλί. Δεξιά στο ανώγι.

Έσπρωξε την μαντρόπορτα μηχανικά.

Ώσαμε να μπουν, ώσαμε να καλοκλείσει, ώσπου ν’ ανάψει το λαδολύχναρο, ο φονιάς βρέθηκε χάμου. Στα πόδια του. Γονατιστός. Στο γιλέκι του φάνταζαν δύο πιτσιλιές αίμα.
Λυπήσου με, μούγκρισε. Κι άρχισε να κλαίει.

- Ο Θεός να σε λυπηθεί, δυστυχισμένε. Από λόγου μου σε λυπάμαι. Και πολύ μάλιστα. Αλλά φέρνει πίσω την ζωή;… Κλάψε και μοιρολόγισε. Ζήτα του σπλαχνιά.

Ο άνθρωπος έκλαιγε με λυγμούς.

- Μετανοιώνεις; Αντήχησαν μία – μία οι συλλαβές.

- Χίλιες βολές. Άς όψονται οι Μονδίνοι. Το κρίμα στο λαιμό τους. Μούταξαν να με καταστήσουν από ρέμπελο και μπράβο μπιστεμένο τους.

Ο ιεράρχης στη λέξη ανατρίχιασε. Αλλά παρευθύς θυμήθηκε την επικείμενη καταδίωξη… Άνοιξε κάποιο συρτάρι και ανατράβηξε το πετραχείλι. Το φίλησε, το φόρεσε, έκανε πάλι το σημείο του σταυρού και είπε:

- Για τα όβολα λοιπόν δέχτηκες δυστυχισμένε, να διαπράξεις φόνο;

- Ναίσκε άγιε ηγούμενε, που να μην έσωνα ο ξελογιασμένος. Μ’ έβαλε ο εξαποδώς. Τι γύρευα να παραφουσκώνω στσι παλληκαροσύνες; Για να βγεί παναπεί στην Κοινότητα Κήνσορας, κακόροικος ο άλλος ο αφέντης, ο Σιγούρος…

- Ποιόν από τους σέμπρους του Σιγούρου σκότωσες;

- Σέμπρο, άγιε ηγούμενε; Τον ίδιο τον αφέντη. Τον κόντε- Κωνσταντή παραφύλαξα και μαχαίρωσα αριστερά στο καντούνι του Κάστρου. Τον άφηκα σέκο. Παρακάλα τον Θεό για την ψυχή. Για μια ψυχή που θα παραδώσω.

- Αχχ!

- Σαν τι αγροικάς ηγούμενε; Λυπήσουμε, τον μετανοιωμένο. Σου ήτανε φίλος ή γνωστός ο αφέντης;Για ξένα νιτερέσα, ο δόλιος.

- Ήταν…ήταν ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου. Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…

Ένα σμάρι δάκρυα πέσανε κατακόρυφα στο κεφάλι του φονιά.

Έχουνε άραγε τα δάκρυα βάρος; Βράχια πέσανε στην αναμαλιασμένη κεφαλή. Μοναστραπίς έπεσε μπρούμιτα. Σπάραζε σαν ψάρι. Και με τα θολόνερα των ματιών του, σερνόταν, φιλούσε ένα ζευγάρι παντόφλες.
Είσαι…είσαι ο δέσποτας…ο πανιερώτατος, το καύχημα τση χώρας; Συμφορά που με βρήκε…Αλλοί…Χτύπα με. Να, πάρε το μαχαίρι, σκότωσέ με.

Ακολούθησε σιγή. Μια σιγή όλο μυστήριο. Καταγεμάτη δέος. Άραγε ποιό τάγμα των Ασωμάτων να παρακολουθούσε το δράμα;

Ο ηγούμενος με το βλέμμα ψηλά και με τα δάκρυα αρμυρές σταγόνες- βράχια- να κυλάνε και να κυλάνε, προσευχόταν.

- Θεέ και Κύριε… Θεέ και Κύριε…τραύλιζαν κάθε τόσο τα χείλη του.

- Χτύπα με, χτύπα με, ούρλιαζε χάμου στα πόδια του ο αναπάντεχος τούτος επισκέπτης.

Πόσο κράτησε η τραγική στιγμή, κανείς πια δεν θυμάται. Μονάχα ο Εσταυρωμένος. Ο παντογνώστης.

- Σήκω… αντήχησε η λαλιά του εξομολόγου. Θαρρώ ακούγεται σαματάς. Σκαρφαλώνουν θαρρώ, άλογα.

Ο άνθρωπος πετάχτηκε σαν μοσχάρι που του βυθίζουν το στιλέτο στο λαιμό.

- Θα με παραδώσεις;

- Όχι.

- Ω… Και τι αποφασίζεις να πράξω;

- Φύγε. Πάρε τις ρεματιές.

- Μπορώ;

- Δεν ξέρω. Σύρε απέναντι, όπου σε φωτίσει ο Αναστημένος.

- Θα… θα με δούν.

- Σύρε απέναντι, στο πατητήρι. Κρύψου στο σύδεντρο, στο τσαρδάκι του πορτάρη. Αυτού μέσα υπάρχει άχερο. Και σανός. Και λίγα μέτρα πιο πέρα, βυθίζεται στ’ αγκάθια ο πρασινόβραχος.

Η στιγμή ήταν κρίσμη, δεν έπαιρνε χασομέρι. Τα πάντα έγιναν μέσα σε πέντε ή έξι λεπτά. Ίσως και σε δυο.

Και να, σε λίγο έξω στην ερημιά, καταμεσίς στον χιοναγέρα που εξακολουθούσε να σφυρίζει, αντήχησε ποδοβολητό αλόγων. Και από κοντά φωνές, βλαστήμιες.

Τα χέρια καθώς τοποθετούσαν στην θέση του το πετραχείλι, έτρεμαν. Και τα δόντια γοργοκτυπούσαν. Αν δεν προλάβαινε να σφογκίσει τα δάκρυα, αλλοίμονο θα συντελούσε σε δυσάρεστες εξελίξεις.

Καταμπροστά του βρέθηκαν πέντε ζευγάρια μάτια. Γυάλιζαν σαν της ύαινας.

- Πέρασε από δω γέροντα, κάποιος ξεσκούφωτος με γένεια; Ανάκραξε φιλεύρενα κάποιος πανύψηλος με φαβορίτες που έδειχνε νάναι επικεφαλής.

- Ναί, πέρασε.
Και πούναιτος τώρα;
Έφυγε.
Κατά πού τράβηξε;
Δεν πρόσεξα.
Πώς;
- Έπιασα να ετοιμάζομαι για παρακλητική. Δεν καλοπρόσεξα. Μα… να. Θαρρώ κάπου από δώ.
Δηλαδή;
Από τη λαγκαδιά, ίσως. Κι έκανε αόριστη χειρονομία.

- Γρήγορα να τον προλάβουμε, φώναξε ο ψηλός με τις φαβορίτες. Κατάλαβα. Τραβάει δυτικά για να πέσει στην κατηφόρα, στα πουρνάρια. Προσοχή μη σβήσουνε τα φανάρια.

…………………………………………………………………………………………………………………………

Οι Ζακύνθιοι ποιητές αργότερα γράψανε ότι είχε τάχα πεί ένα ιερό ψέμα ο άγιος. Για χάρη τάχα της συγγνώμης. Δεν βγαίνει όμως τέτοιο συμπέρασμα από μια προσεκτική έρευνα. Ο Θεός δεν συμβιβάζεται με το «μαύρο» ποτέ. Μήτε δέχεται, μήτε «παραθεωρεί» το ψέμα. Σαν Πνεύμα και σάν αλήθεια είναι και παραμένει Φως. Απλούστατα η απόκρυψη του κακούργου επιβάλλονταν και από το «απόρρητον της εξομολογήσεως», αλλά και από το ψυχικό μεγαλείο του πράου και ανεξίκακου ιεράρχη. Ο στόχος του ήταν να μήν πέσει στα νύχια του δαίμονα, να μη κατρακυλήσει στο χάος, στην απώλεια, το κυνηγημένο εκείνο γεράκι. Αλλά με την μετάνοια, να αλλάζει χρώμα. Να μεταβληθεί σε περιστέρι. Καμιά ώσαμε τότε ψυχή δεν χάθηκε από τόσες και τόσες που σέρνονταν στα πόδια του και του ζητούσαν βοήθεια. Ορθόδοξος μέχρι το μεδούλι ο Όσιος της Αναφωνήτρας, αδύνατο να έπεφτε σε αντικανονική παράβαση.

( Σώτου Χονδρόπουλου, Ο ΑΦΘΟΡΟΣ ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Αφηγηματική βιογραφία, Αθήναι, σ. 74- 80 (αποσπάσματα).

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
12
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Re: Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος της συγγνώμης (17 Δεκεμβρίου)

Δημοσίευση από ORTHODOXIA »

«Αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!
17 Δεκεμβρίου, 2010 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Ένας νέος από αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο μοναστήρι. Αυτό βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο σήμερα, αλλά και σε κάθε καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, να ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αλλ’ όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς τους, που βγαίνουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι, καθώς λέγει ο Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν». Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη.

Ο Μέγας Βασίλειος, για το νέο που αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας λέγει τα εξής· «Ο τοίνυν υπακούσαι Χριστώ προηρημένος και προς τον πτωχόν και απερίσπαστον βίον επειγόμενος, θαυμαστός ως αληθώς και μακαριστός».

Θαυμαστός λοιπόν και μακαριστός είναι κι ο άγιος Διονύσιος, που αναφάνηκε στα νεώτερα χρόνια αστέρας φαεινότατος, μαζί με πολλούς άλλους μάρτυρες και οσίους, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν οικονομία της θείας Πρόνοιας να στηριχτεί στη δοκιμασία του το αιχμάλωτο γένος των ορθόδοξων χριστιανών. Ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για τη λαμπρή τους κοινωνική θέση και την οικονομική τους κατάσταση. Ο άγιος του Θεού σε νεαρή ηλικία τα άφησε όλα, και κοινωνική θέση και πλούτο, κι έφυγε στο μοναστήρι της Παναγίας της Παντοχαράς, που είναι στα Στροφάδια, δύο μικρά αμπελοφυτεμένα νησιά, που βρίσκονται στο Ιόνιο πέλαγος στα νότια της Ζακύνθου.

Όταν τελειώθηκε στη μοναχική άσκηση, χειροτονημένος εντωμεταξύ ιερέας, ο άγιος Διονύσιος ξεκίνησε να πάει προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Ο δρόμος του τον έφερε να περάσει από την Αθήνα, και ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Νικάνορας, που είδε και εκτίμησε την πνευματικότητα και τις αρετές του ιερομόναχου Διονυσίου, τον κράτησε κοντά του και σε λίγον καιρό τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε επίσκοπο Αιγίνης. Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο άγιος Διονύ­σιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο, καθώς λέγει η θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας. Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον άγιασαν δύο όσιοι Πατέρες της Εκκλησίας· τότε μεν ο άγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο άγιος Νεκτάριος ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Κι οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό κι οι δύο στην Εκκλησία με τον τίτλο του θαυματουργού.

Ο άγιος Διονύσιος, αφού ποίμανε για καιρό την επαρχία του, ύστερα παραιτήθηκε, γύρισε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο και πέρασε το υπόλοιπο του βίου του ως ηγούμενος στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Αυτό θα πει πως ο αληθινός μοναχός, κι όταν λάβει ιερατικούς βαθμούς κι όταν φτάσει να γίνει επίσκοπος, δεν ξεχνάει και θυμάται πάντα πως πρώτα απ’ όλα είναι μοναχός. Στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας έλαμψε ακόμα για μια φορά η αγιοσύνη του ανθρώπου του Θεού. Κάποια μέρα μπήκε στο κελλί του ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε βάψει τα χέρια του σε ανθρώπινο αίμα, είχε σκοτώσει τον αδελφό του αγίου Διονυσίου. Όταν το άκουσε, ο Άγιος ήταν φυσικό να κλάψει μέσα του και φανερά να δακρύσει, ύστερα όμως σηκώθηκε, άνοιξε τήν πίσω πόρτα του κελιού του και οδήγησε το φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Αυτή είναι μια ξεχωριστή και μοναδική πράξη στους βίους των Αγίων της Εκκλησίας, για την οποία δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να την κρίνουμε. Πολύ περισσότερο, που όταν οι συγγενείς του σκοτωμένου, αλλά και του Αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο κελλί και ρωτούσαν για το φονιά, ο άγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο· «αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»! Η αμαρτία του Αγίου ήταν ότι έκρυψε το φονιά του αδελφού και είπε πως δεν τον είδε. Γι’ αυτό λέμε ότι εδώ δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να κρίνουμε την πράξη του αγίου Διονυσίου. Ένα μόνο μέτρο υπάρχει, ο λόγος του Χριστού, που λέγει· «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Τα παραπέρα δεν είναι δικά μας, αλλ’ ανήκουν στη κρίση του Θεού.

Ο άγιος Διονύσιος επλήρωσε το κοινό χρέος του βίου και «ετελειώθη εν ειρήνη» στα 1624, σε ηλικία δηλαδή 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι της μετανοίας του στα Στροφάδια. Όταν ύστερα από χρόνια θελήσανε να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνος βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει, ξεχύνοντας μια πνευματική και αγιασμένη ευωδία. Το μετέφεραν αργότερα στη Ζάκυνθο και είναι τώρα και το προσκυνούν οι πιστοί στο ναό, που τιμάται στο όνομα του αγίου Διονυσίου. Στα 1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιοσύνη του, ανακήρυξε επίσημα και συγκαταρίθμησε τον άγιο Διονύσιο επίσκοπο Αιγίνης στο εκκλησιαστικό αγιολόγιο για να τιμάται και εορτάζεται από τους πιστούς και να δοξάζεται στο όνομά του ο Θεός, που είναι «θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού», τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

(του μακαριστού Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου(+) «Εικόνες έμψυχοι»)

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com
Zenon
Δημοσιεύσεις: 113
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:07 pm
12

Re: Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος της συγγνώμης (17 Δεκεμβρίου)

Δημοσίευση από Zenon »

Άγιος Διονύσιος ο Νέος, ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης

Εικόνα

Ἔχει μὲν ἡ γῆ σῶμα Διονυσίου
Νέου, Πόλος δὲ τοῦδε τὴν ψυχὴν φέρει.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ θάνεν, Διονύσιος ὁ κλεινός.

Λιπὼν τὰ τῆς γῆς, νῦν κατοικεῖ ἐν πόλῳ,
κλέος Ζακύνθου Διονύσιος νέος.


Βιογραφία
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο). Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο (βλέπε 16 Αυγούστου και 20 Οκτωβρίου).

Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Νωρίς, μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.

Αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.

Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.

Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».

Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.

Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.

Ὁ Οἶκος
Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον, καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος, ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Μεγαλυνάριον
Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.

[youtube]rvUN80hijx0[/youtube]

Πηγή: http://www.saint.gr/3287/saint.aspx
Zenon
Δημοσιεύσεις: 113
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:07 pm
12

Re: Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος της συγγνώμης (17 Δεκεμβρίου)

Δημοσίευση από Zenon »

Άγιος Διονύσιος ο Νέος, ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης

Εικόνα

Ἔχει μὲν ἡ γῆ σῶμα Διονυσίου
Νέου, Πόλος δὲ τοῦδε τὴν ψυχὴν φέρει.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ θάνεν, Διονύσιος ὁ κλεινός.

Λιπὼν τὰ τῆς γῆς, νῦν κατοικεῖ ἐν πόλῳ,
κλέος Ζακύνθου Διονύσιος νέος.


Βιογραφία
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο). Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο (βλέπε 16 Αυγούστου και 20 Οκτωβρίου).

Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Νωρίς, μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.

Αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.

Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.

Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».

Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.

Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.

Ὁ Οἶκος
Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον, καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος, ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Μεγαλυνάριον
Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.

[youtube]rvUN80hijx0[/youtube]

Πηγή: http://www.saint.gr/3287/saint.aspx
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας - Saints of our Church”